ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΑΓΟΡΑΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.

Απαντήσεις του Δημήτρη Πατέλη σε ερωτήσεις του Εμμανουήλ Κίτσιου, Απόφοιτου Χρηματοοικονομικού,
Μεταπτυχιακού Φοιτητή του Τμήματος Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης

 

  1. Ακούγεται από αρκετούς η παρακάτω άποψη: Το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να παρακολουθεί τις απαιτήσεις της Αγοράς και να προσαρμόζει το πρόγραμμα σπουδών σύμφωνα με αυτές. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτήν την άποψη;

 

Κατ’ αρχάς οφείλω να επισημάνω ότι τα ερωτήματα που μου θέσατε είναι ιδιαίτερα περίπλοκα και σύνθετα. Εάν επιθυμούμε να προσεγγίσουμε επιστημονικά τη θέση και το ρόλο του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και τις σχέσεις του με την Αγορά (ξεπερνώντας τα ποικίλα αγοραία ιδεολογήματα), οφείλουμε να έχουμε μια  σφαιρική θεώρηση. Τα ζητήματα αυτά με απασχολούν ιδιαίτερα έντονα σε θεωρητικό – ερευνητικό και σε πρακτικό επίπεδο (βλ. σχετικά: Δ. Πατέλης. Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας. Εκπαίδευση και αξιολόγηση. Στο:Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Ποιος, ποιον και γιατί. Επιμέλεια: Χ.Κάτσικας-Γ.Καββαδίας, Εκδ. "Σαββάλα", Αθήνα 2002, σελ. 53-97).

Εδώ θα περιοριστώ σε μερικές επισημάνσεις.

Η παιδεία και η εκπαίδευση είναι ένα φαινόμενο περίπλοκο και πολυεπίπεδο, με σημαντική θέση και ρόλο στην διάρθρωση της κοινωνικής ολότητας. Παιδεία , αγωγή, πολιτισμική καλλιέργεια με την ευρύτερη και βαθύτερη έννοια του όρου είναι η διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων.

Συνεπώς σε κάθε κοινωνία με ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, μαζί με τους βασικούς κλάδους της παραγωγής (παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και παραγωγή μέσων και αντικειμένων παραγωγής) διακρίνεται και η παραγωγή - κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας, μέσω της παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.

           Αυτή η παραγωγική συνιστώσα της εκπαίδευσης, δηλαδή η παραγωγή και αναπαραγωγή της βασικής παραγωγικής δύναμης - του ανθρώπου της εργασίας, φορέα συγκεκριμένων ιδιοτήτων - είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εμβέλειας διάσταση της εκπαίδευσης, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες της τελευταίας, με προεξάρχουσα τη λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, του υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Απ’ αυτή την παραγωγική συνιστώσα απορρέει και σ’ αυτήν κατατείνει και προσανατολίζεται με ποικίλους τρόπους η οργανωμένη εκπαίδευση, η οποία συνιστά «επεξεργασία» ανθρώπων και επεξεργασία γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων.

Η «επεξεργασία» γνώσης πραγματοποιείται στην εκπαίδευση σε διάφορα επίπεδα και με ποικίλους τρόπους. Αφορά την επιστημονική έρευνα (π.χ. σε Α.Ε.Ι. ), η μετατροπή της οποίας σε άμεση παραγωγική δύναμη συνδέει τα σχετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα με τις παραγωγικές δυνάμεις (εφ’ όσον και στο βαθμό που αυτά συμμετέχουν και στην παραγωγή μέσων και αντικειμένων παραγωγής) μέσω ορισμένου τύπου υποκειμένου της εργασίας. Αφορά τον τρόπο επιλογής, συνάρθρωσης, συστηματοποίησης, κωδικοποίησης, αλλά και προσαγωγής - προσπέλασης της κεκτημένης γνώσης, ώστε η τελευταία (ή μάλλον το εκάστοτε επιλεγόμενο μέρος και είδος αυτής) να απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους.

Μέσω της παραπάνω «επεξεργασίας» της γνώσης πραγματοποιείται και η «επεξεργασία» των ανθρώπων ως φορέων γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων. Είναι λοιπόν σημαντική, στρατηγικής σημασίας θα λέγαμε, η συνεισφορά της οργανωμένης εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του ανθρώπου ως υποκειμένου, δηλαδή ως όντος με γνώση και αυτογνωσία, με συνείδηση και αυτοσυνειδησία. Και η συνεισφορά αυτή δεν είναι αυτόνομη, αυθύπαρκτη και αυθαίρετη, αλλά προσδιορίζεται ιστορικά από το όλο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, πρωτίστως από την ποιοτική και ποσοτική συσχέτιση μεταξύ των τριών προαναφερθέντων κλάδων παραγωγής:

·        παραγωγής αγαθών προς κατανάλωση,

·        παραγωγής μέσων και αντικειμένων παραγωγής και

·         παραγωγής του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας.

Δεδομένου ότι οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής καθορίζονται πρωτίστως από τον χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων της εργασίας εκείνης, η οποία διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συνολική εργασία  και η παιδεία ως σχέση παραγωγής υπάγεται σ’ αυτόν τον καθορισμό. Συνεπώς ο χαρακτήρας των εμπράγματων συστατικών στοιχείων της εκάστοτε κύριας ως προς το ρόλο της εργασίας και ο συνακόλουθος τρόπος ενεργοποίησης αυτών των συστατικών στοιχείων, υπαγορεύει εμμέσως στην παιδεία τα κατάλληλα είδη υποκειμένων της εργασίας, τα είδη των εργασιακών προσπαθειών που απαιτούνται από τον άνθρωπο: γνώσεις, δεξιότητες (ποικίλου εύρους και βάθους), με αντίστοιχες ποσοτικές πλευρές αυτών των προσπαθειών (ένταση, διάρκεια κλπ).

Επί κεφαλαιοκρατίας παρατηρείται μια αναβάθμιση του ρόλου της εκπαίδευσης που αφορά κατ’ εξοχήν τη στενότερη σύνδεσή της με τις ανάγκες της παραγωγής (στο ερευνητικό πεδίο, αλλά και από την άποψη της παιδείας - εκπαίδευσης του υποκειμένου της εργασίας, ικανού τουλάχιστον για χειρισμό μηχανών), αλλά και μια οργανικότερη σύνδεση με το μηχανισμό παραγωγής και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των σχέσεων παραγωγής, που εδράζονται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας μέσω της άντλησης υπεραξίας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επί κεφαλαιοκρατίας η παιδεία - εκπαίδευση, ως θεσμός παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου της εργασίας, αλλά και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων δια του συνειδέναι, προσανατολίζεται πρωτίστως στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικά αναγκαίου φάσματος παραλλαγών και διαβαθμίσεων του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη».  Ενός εμπορεύματος με αξία χρήσης (ικανότητα δημιουργίας πρόσθετης εργασίας, υπερπροϊόντος, εν είδει υπεραξίας στην παραγωγή) και αξία (αξία των ζωτικών πόρων που είναι αναγκαίοι για την ύπαρξη του εργαζόμενου, για την εκπλήρωση της «κανονικής» εργασιακής του δραστηριότητας και για τη συντήρηση της οικογένειάς του).

Η αμοιβαία επικύρωση γνώσης και εξουσίας αποκτά μια μορφή πυραμιδωτής ιεραρχίας - μονόδρομου στα πλαίσια της οποίας η εγκυρότητα γνώσης και αρμοδιοτήτων είναι φθίνουσα από επάνω προς τα κάτω.

Στα πλαίσια της γραφειοκρατικής ιεραρχίας (που προβάλλει και ως ιεραρχία της γνώσης) και της γραφειοκρατικής τυποποίησης του περιεχόμενου των μαθημάτων, πραγματοποιείται στο εσωτερικό της εκπαίδευσης μια απόσπαση της εκπόνησης της γνώσης και της σκοποθεσίας από την εκτελεστική παιδαγωγική καθημερινότητα.

 Οι επιπτώσεις αυτής της απόσπασης είναι ιδιαίτερα ολέθριες στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπου μέσω αυτής της απόσπασης της έρευνας από την παιδαγωγική πρακτική, γίνεται αμεσότερη η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο και υπονομεύεται εκ θεμελίων η καλλιέργεια προσωπικοτήτων με εφευρετικές ερευνητικές ικανότητες.

Η επεξεργασία γνώσεων και ανθρώπων γίνεται στο έπακρο κατακερματισμένη, διαβαθμισμένη και πολυεπίπεδη, ώστε να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ποικίλες ανάγκες του αντίστοιχου καταμερισμού της εργασίας (ποικίλων βαθμών ειδίκευσης, συνθετότητας και περιπλοκότητας), αλλά και στην κοινωνική διαστρωμάτωση, ως έκφανση αυτού του καταμερισμού. Η κατακερματισμένη γνώση, υποβαθμιζόμενη σε πληροφορία προς αναπαραγωγή, εγκεκριμένη και ταξινομημένη κατά μαθήματα, υπονομεύει τις δυνατότητες δημιουργικής κοσμοθεωρητικής σύνθεσης. Οι παρεχόμενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας, κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Στο προσκήνιο προβάλλει ο χρησιμοθηρικά εννοούμενος «επαγγελματισμός», ο εμπειρισμός και η αποσπασματικότητα, ενώ  η παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε μαζική κλίμακα υπάγεται σε προπονητικές αρχές, στη δάμαση, τιθάσευση και καταστολή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, που οδηγεί σε διανοητικό ευνουχισμό, σε ηθική κενότητα και σε πολιτισμική σχιζοφρένεια. 

Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται στη σύγχρονη παγκόσμια συγκυρία χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αύξουσα ανισομέρεια μέσω της κλιμάκωσης της ροής υπεραξίας από τομείς «εντάσεως εργασίας» σε τομείς  «εντάσεως κεφαλαίου». Η ανισομέρεια των παραγωγικών διαδικασιών (των τεχνολογιών, των υποδομών) γίνεται μέσο για την υπερεκμετάλλευση του συνόλου της εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, γεγονός που δεν μπορεί παρά να υπαγορεύει στο κεφάλαιο αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης για την επίτευξη των στόχων του και μέσω αυτής. Υποβαθμίζεται ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση έναντι της δραστηριοποίησης των άμεσα ενδιαφερόμενων για συγκεκριμένου τύπου εργαζόμενους κεφαλαίων. Η εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού κεφαλαιοκράτη» τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόμου, του ίδιου του εργαζόμενου σε «μορφωτικό κεφάλαιο» είτε (και) των όποιων άμεσα ενδιαφερόμενων «χορηγών»... Τα εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών και οι προωθούμενοι μηχανισμοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Βασικός σκοπός τους: η δημιουργία δια βίου καταρτιζόμενων και παντίοις τρόποις διαθέσιμων απασχολήσιμων, οι οποίοι δεν θα επωμίζονται όλο και πιο πολύ μόνο το κόστος (υλικό και ηθικό) των σπουδών τους, αλλά και το κόστος της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης κ.ο.κ..

Οι τάσεις αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κινήσεις άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης στα πλέον επιθετικά και ανταγωνιστικά τμήματα του κεφαλαίου και ως τροποποίηση του κρατικού παρεμβατισμού (φορέα των συμφερόντων του συλλογικού κεφαλαίου) σε αυτή την κατεύθυνση. Οι εθνικοί και υπερεθνικοί κρατικοί θεσμοί (ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κλπ.) δεν  λειτουργούν πλέον μόνον ως μηχανισμοί εκπόνησης και επιβολής των στρατηγικών επιλογών των δυναμικότερων μερίδων του κεφαλαίου, αλλά  και ως απ’ ευθείας εργολάβοι, επιτηρητές και αξιολογητές των προγραμμάτων άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης και της επιστήμης στο κεφάλαιο, στην αγορά. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η επιθετικά προβαλλόμενη άποψη που αναφέρατε στην ερώτησή σας, κατά την οποία «το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να παρακολουθεί τις απαιτήσεις της Αγοράς και να προσαρμόζει το πρόγραμμα σπουδών σύμφωνα με αυτές».

Προνομιακή θέση καταλαμβάνει π.χ. εκείνη η επιστήμη, τα αποτελέσματα της οποίας μπορούν να οδηγήσουν σε κερδοφόρες τεχνολογικές εφαρμογές, με σαφή τον κίνδυνο υπονόμευσης της βασικής, της θεμελιώδους έρευνας και αντίστοιχη υποβάθμιση εκείνων των κατευθύνσεων της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών που δεν υιοθετούν απολογητικούς ρόλους. Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω διαμορφώνεται και η εκάστοτε προσφορά και ζήτηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του γοήτρου των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.  Κατ’ αυτό τον τρόπο και δεδομένης της στρατηγικής  εμβέλειας της εκπαίδευσης, οι όποιες αλλαγές προωθούνται σε αυτό το πεδίο, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες κινήσεις που υπαγορεύονται από τη λογική μιας δήθεν κοινωνικά και αξιολογικά ουδέτερης λογικής της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η επιστήμη (όπως και η συνδεόμενη με αυτήν οργανωμένη εκπαίδευση) υπάγεται στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων και απώτερων αναγκών της ανθρωπότητας. Η αλματώδης επιστημονική πρόοδος επί κεφαλαιοκρατίας γίνεται εν πολλοίς στρεβλά, κατά έναν εργαλειακό τρόπο, υποταγμένη στη λογική της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας.

 Αυτό ακριβώς έχουν υπ’ όψιν τους οι θιασώτες της προσαρμογής του Πανεπιστημίου στις τρέχουσες επιταγές της αγοράς. Ωστόσο η υποταγή αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Στα πλαίσια της βελτιστοποίησης των όρων άντλησης υπεραξίας από τους δυνά­μει και ενεργεία «αποσχολήσιμους» σε συν­θήκες ήττας του εργατικού κινήματος και εκμηδένισης των παραδοσιακών συλλογικοτήτων κινείται και η επιχειρούμενη «εκ­συγχρονιστική μεταρρύθμιση» της παιδεί­ας. Προωθείται λοιπόν ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου «οι εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων. Οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα πιέζουν για θέ­σεις εργασίας». Επιδιώκεται δηλαδή μια άμεσα χειραγωγική και χρησιμοθηρική υπαγωγή της πα­ραγωγής της βασικής παραγωγικής δύνα­μης (του ανθρώπου – εργαζόμενου) στις τρέχουσες αγοραίες ανάγκες του παγκόσμιας εμβέλειας επιθετικού κεφαλαί­ου, με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερ­δοφορίας δια του κατακερματισμού-ανταγωνισμού του υποκειμένου της εργασίας.

 Ο καθολικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας συρρικνώνεται μέσω της ιδιωτικής της χρήσης και εκμετάλλευσης. Το όλο σύστημα των πνευματικών δικαιωμάτων, αδειών και ευρεσιτεχνιών μαζί με τον μονοπωλιακό έλεγχο που ασκείται σε ευρύτατο φάσμα ερευνών, λειτουργεί ως ωμός φραγμός στην έρευνα (για να αποφευχθεί η απαξίωση εν ενεργεία κεφαλαιουχικών εξοπλισμών και να μην απωλεσθούν μονοπωλιακές θέσεις και κέρδη). Η μονόπλευρη αξίωση για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας σε σύγκριση με το μέσο ποσοστό κέρδους,  οδηγεί σε ανηλεή αγώνα για την πρωτοπορία που χαρακτηρίζεται από κατασπατάληση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, σε αλληλοεπικαλύψεις ερευνών (το περιεχόμενο των οποίων είναι απροσπέλαστο λόγω ανταγωνισμού) κλπ.

Είναι γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την κοινωνία και τις ανάγκες της. Ωστόσο, σε καμία  περίπτωση το αγοραίο ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της καθολικής αντικειμενικής θεώρησης και της συνειδητοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών. Εξ’ ου και ο κατακερματισμός της γνώσης με αγοραία χρησιμοθηρικά, κοντόφθαλμα, μονομερή και εφήμερα κριτήρια, η αντίστοιχη θεσμική – γραφειοκρατική δημιουργία γνωστικών αντικειμένων (κλάδων, νέων τμημάτων σε Α.Ε.Ι. κ.ο.κ.) και ο συνακόλουθος ερευνητικός μινιμαλισμός.

Ας μη λησμονούμε όμως ότι οι (συχνά ασφυκτικές και αδυσώπητες) αντικειμενικές συνθήκες δημιουργούν τους ανθρώπους στο βαθμό που οι άνθρωποι δημιουργούν αυτές τις συνθήκες, άρα «ο παιδαγωγός οφείλει επίσης να διαπαιδαγωγείται» (Μαρξ). Η κριτική της ταξικής ουσίας της αστικής παιδείας οφείλει να αντιπαραθέτει σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης με τη συνολική πορεία του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

 

 

  1. Σε τι πιστεύετε ότι βοηθάει η διδασκαλία του μαθήματος της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο και σε Σχολές που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν (θετικές και οικονομικές επιστήμες); 

 

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημά σας προϋποθέτει σαφή αντίληψη του τι σημαίνει η φιλοσοφία, ποια είναι η κοινωνική – παιδαγωγική σημασία και ο ρόλος της. Κατ’ αρχάς η φιλοσοφία είναι ιδιότυπη μορφή της κοινωνικής συνείδησης (αναλυτικότερα για το θέμα βλ. Δ. Πατέλης. Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης.//Ουτοπία, Νο 34, 1999, σελ. 99-123).

Η συνείδηση είναι με τη σειρά της ιδιότυπο μόρφωμα του ψυχισμού. Είναι χαρακτηριστική για τον άνθρωπο ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών. Η συνείδηση είναι ουσιώδης έκφανση του ανθρώπου, της κοινωνίας, που συνδέεται γενετικά και λειτουργικά με την επενέργεια του ανθρώπου στο περιβάλλον του, με εκείνη τη στρατηγική επιβίωσης, η οποία - σε αντιδιαστολή με αυτή των άλλων έμβιων όντων – δεν ανάγεται σε προσαρμογή στις συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά προτάσσει τον ενεργό μετασχηματισμό του περιβάλλοντος για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου.

Η συνείδηση ανακύπτει γενετικά και λειτουργικά μαζί με την εργασιακή δραστηριότητα (μέσα σε αυτήν και μέσω αυτής). Η εργασιακή δραστηριότητα, ως ειδοποιός τρόπος ανταλλαγής ύλης του ανθρώπου με τη φύση, έχει δύο πλευρές:

1.συνιστά μετασχηματισμό κατά ορισμένο τρόπο και με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων (εργαλείων κ.λ.π.) του εξωτερικού αντικειμένου για την ικανοποίηση των (μετασχηματιζόμενων σε σκοπό) αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας.

2.συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει).

           Η κοινωνική συνείδηση ή συνειδέναι συναπαρτίζεται από δύο πλευρές: αφ’ ενός μεν συνιστά γνωστική διαδικασία και  γνώση (ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας), αφ’ ετέρου δε συνιστά συνειδητοποίηση και προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της επικοινωνίας τους.

           Δεδομένου ότι χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων και νόησης, σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η συνείδηση υποδιαιρείται αντίστοιχα σε τρεις βασικές μορφές: ηθική (με παράγωγα παραπροϊόντα στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ιστορίας την πολιτική και το δίκαιο), αισθητική (με παράγωγο παραπροϊόν στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ιστορίας την θρησκεία) και φιλοσοφία.

           Η επιστήμη, ως συστηματική παραγωγή γνώσης της νομοτέλειας, της ουσίας  πραγμάτων, διαδικασιών και φαινομένων, συνιστά μεν κυρίως (ανώτερη) μορφή του ειδέναι (σε αντιδιαστολή λ.χ. με την καθημερινή τρέχουσα γνώση), πλην όμως, ως οργανική πλευρά της συνείδησης αποτελεί και μορφή κοινωνικής συνείδησης. Όσο διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας (ως χαρακτηριστικό της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και των κοινωνικών τάξεων), είτε κατάλοιπά του, οι επιστήμες υποδιαιρούνται σε φυσικές και κοινωνικές. (Βλ. σχετικά: Δ. Πατέλης. Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης;//Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Τυποθήτω-Δαρδανός. Αθήνα, 1998)

           Οι φυσικές επιστήμες συνιστούν κατά κύριο λόγο γνώση, διαδικασία παραγωγής γνώσης για τη φύση (πάντοτε υπό το πρίσμα της άμεσης ή έμμεσης, της δυνάμει η ενεργεία ένταξής τους στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης). Οι τεχνολογικές επιστήμες αποσκοπούν στην ανάδειξη μηχανικών, φυσικών, χημικών, βιολογικών και κοινωνικών νομοτελειών, κατά τρόπον ώστε να προσδιορισθούν και να χρησιμοποιηθούν στην πρακτική οι βέλτιστες και αποτελεσματικότερες παραγωγικές διαδικασίες. Οι κοινωνικές επιστήμες (συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών) εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην καθαυτό συνείδηση (συν-ειδέναι), αλλά στο βαθμό που αποτελούν γνώση εξετάζουν την κοινωνία ως αντικείμενο. Η επιστήμη που αντιστοιχεί στην ανεπτυγμένη (αταξική) ανθρώπινη κοινωνία, θα είναι η συνθετική και εσωτερικά ενιαία επιστήμη, στιγμές της οποίας (αδιάρρηκτες στη διαφορά τους) θα είναι η γνώση της φύσης και η συνειδητοποίηση της κοινωνίας.

   Σήμερα, τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της τεχνικής είναι αποτέ­λεσμα θεμελιωδών επιστημονικών ανακαλύ­ψεων. Αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία τους δεν είναι μόνο ή βαθιά μελέτη και γνώση των φυσικών, χημι­κών, βιολογικών φαινομένων και διαδικασιών πού αποτελούν τη βάση της αρχής της λει­τουργίας τους, αλλά και των κοινωνικών – πολιτισμικών φαινομένων και διαδικασιών πού συνδέονται οργανικά με αυτές. 0ι απαιτήσεις της ίδιας της πα­ραγωγής προϋποθέτουν τη μελέτη των φαι­νομένων αυτών, τη θεωρητική τους ανάλυση και γενίκευση και την ικανότητα να προβλέ­πονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε άλλες καταστάσεις, πού ακόμα δεν έχουν μελετηθεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αναγκαίος όρος ανάπτυξης της τεχνικής και επομένως της υλικής παραγωγής, είναι να προπορεύεται ή ανάπτυξη της επιστήμης έναντι της τεχνικής και της πράξης.

Εντός της επιστήμης – στο θεωρητικό της επίπεδο – υπερτερεί η νόηση. Εν τούτοις η επιστήμη εν γένει, της επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής (της οικονομολογίας) συμπεριλαμβανομένης, δεν ταυτίζεται πλήρως με την φιλοσοφία. Έχουν όμως ανάγκη τη φιλοσοφία οι επιμέρους επιστήμες;

Δεν είναι κάθε είδους φιλοσοφία χρήσιμη για την επιστήμη. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως άλλη "Φυσική Φιλοσοφία" της αρχαιότητας και "Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή απειρία".

Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση).

              Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται η μία από την άλλη. Η πρώτη και η δεύτερη μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ’ εαυτές δεν μπορούν να καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ’ εξοχήν μη-επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες που ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική επιστήμη, περί δικαίου επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.), είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις μορφές εκείνες της κοινωνικής συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται (στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία) σε αυτές.

           Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, στοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιμέρους επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης "ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων).

           Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία, ως φιλοσοφική επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής Φιλοσοφίας και ταυτόχρονα πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών).

           Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι υπάρχει μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας.

           Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης.

            Προσδιορίζεται επίσης και από τα εκάστοτε φιλοσοφικά θεμέλια των επιστημών, χωρίς τα οποία είναι ανέφικτη η παραγωγή, επεξεργασία, συστηματοποίηση και διάδοση των επιστημονικών γνώσεων, ανεξάρτητα με το εάν και  κατά πόσο συνειδητοποιούν την ύπαρξη και σημασία τους διάφοροι επιστήμονες.

Σε αντιδιαστολή με τις επιμέρους επιστήμες, η φιλοσοφία επιδίδεται στην αναζήτηση των «οριακών θεμελίων» της γνώσης και της συνειδητής σχέσης προς την πραγματικότητα. Π.χ. κάθε επιστήμη μας παρέχει  επιμέρους αληθείς, ορθές γνώσεις, αλλά μόνον η φιλοσοφία ασχολείται με το πρόβλημα της αλήθειας στην πλέον γενικευμένη μορφή του, με τα κριτήρια της αλήθειας, της ιστορικότητας, της επάρκειας κλπ της γνώσης του ανθρώπου.

           Ο επιστήμονας που αγνοεί, υποτιμά και χλευάζει τη φιλοσοφία, δεν απαλλάσσεται από αυτήν, αλλά – όπως έδειξε ο Φ. Ένγκελς – γίνεται δούλος των χειρότερων φιλοσοφικών δογμάτων, αποδέχεται άκριτα την εκάστοτε σκάρτη και αγοραία φιλοσοφία της μόδας (βλέπε π.χ. τη διάδοση του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού στις μέρες μας)...

Η σημασία της συνείδησης διαφοροποιείται σε συνάρτηση με το τι προτάσσει η εκάστοτε ιστορική εποχή, η ιστορική συγκυρία. Δεδομένου ότι αντικείμενο της συνείδησης, με τη στενή έννοια, είναι οι σχέσεις παραγωγής (ως ανεξάρτητες από τη συνείδηση και καθοριζόμενες από το αναγκαίο φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχουν κατά κύριο λόγο οι παραγωγικές δυνάμεις), ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία είναι αντιστρόφως ανάλογος της αντιστοιχίας των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής προς τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις. Ο ρόλος αυτός μεγιστοποιείται στα μεταβατικά στάδια της παρακμής ορισμένων σχέσεων παραγωγής(η αντικατάσταση των οποίων χωρίς την ενεργό συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων είναι ανέφικτη), στις ιστορικές συγκυρίες που εγκυμονούν ριζικές, επαναστατικές αλλαγές. Τουναντίον, ο ρόλος αυτός ελαχιστοποιείται κατά τις συγκυρίες που χαρακτηρίζονται από στασιμότητα, στις οποίες δεν εγείρεται στο προσκήνιο το ζήτημα του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.

 Ποικίλες διαφορές παρουσιάζουν και τα άτομα ως προς τη συνειδητότητά τους και τις στάση ζωής τους. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι οι άνθρωποι που είναι συμβιβασμένοι, κομφορμιστές, υποτακτικοί στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, υιοθετούν την ιδιώτευση (με την αρχαιοελληνική έννοια, που διατηρήθηκε στις λατινογενείς γλώσσες – βλ. Idiotism),  αρκούμενοι στις (συχνά ακόρεστες και υπερτροφοδοτούμενες από τον καταναλωτισμό) ζωώδεις ανάγκες τους, αδιαφορώντας για την συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας. Επομένως η φιλοσοφία είναι άχρηστη μόνο για τους ιδιώτες, για τους μη σκεπτόμενους κοινωνικά.

Τουναντίον, οι άνθρωποι που διάκεινται κριτικά και επαναστατικά προς την κυρίαρχη πραγματικότητα, οφείλουν να έχουν τη γνώση και την συνείδησή τους σε εγρήγορση, να θεμελιώνουν κάθε στάση και διάβημά τους στην συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας. Για αυτούς τους ανθρώπους το φιλοσοφείν είναι ζωτική ανάγκη. Συνειδητή σκοποθεσία, συνειδητοποίηση της ανάγκης προτρέχουσας σύλληψης της ανάγκης και των τρόπων μεταβολής της κοινωνίας και επαναστατικός ανθρωπισμός, είναι έννοιες αλληλένδετες.

Τα παραπάνω ισχύουν για όλες τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης, αλλά εκφράζονται σε καθολική μορφή και με ιδιαίτερη έμφαση μόνο στη φιλοσοφία, μιας και αυτή είναι η οριακά ορθολογικοποιημένη γενίκευση της συνειδητής σχέσης του ανθρώπου προς τον κόσμο. Είναι η επιστημονική αυτοσυνειδησία του ανθρώπινου πολιτισμού κάθε ιστορικής εποχής, ή όπως έλεγε ο G.W. Hegel «μια εποχή όπως την έχει συλλάβει η σκέψη».

Συνοψίζοντας  διαπιστώνουμε ότι - όπως ορθά το θέσατε στο ερώτημά σας -  μόνο φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με τη φιλοσοφία οι επιστήμες (π.χ. θετικές και οικονομικές επιστήμες) που διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και στα Πολυτεχνεία. 

           Επιστήμονας χωρίς φιλοσοφική παιδεία, σημαίνει επιστήμονας χωρίς επιστημονικά θεμελιωμένη κοινωνική συνείδηση και αυτοσυνειδησία, χωρίς γνώση και αυτογνωσία της θέσης, του ρόλου και του προορισμού του στην κοινωνία. Δυστυχώς αυτό το γεγονός κάθε άλλο παρά συνειδητοποιείται δεόντως από του ιθύνοντες. Υπάρχουν π.χ. καθηγητές, αλλά και πρυτάνεις Α.Ε.Ι. που θεωρούν τη φιλοσοφία φλυαρία!... Υπάρχουν τμήματα και σχολές που την εκπαραθυρώνουν. Αλλού πάλι «την ανέχονται», ως διακοσμητικού χαρακτήρα άλλοθι και υποκριτικό αντιστάθμισμα του κυρίαρχου αγοραίου - τεχνοκρατικού κυνισμού τους.

            Οι επιπτώσεις από τη στάση και τη συμπεριφορά του φιλοσοφικά απαίδευτου επιστήμονα είναι απείρως δεινότερες των επιπτώσεων οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Αυτό μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε εάν αναλογιστούμε τι είδους πολλαπλασιαστής ισχύος και εμβέλειας της ανθρώπινης δράσης είναι η επιστήμη και η τεχνολογία της εποχής μας.

          

 

  1. Πιστεύετε ότι οι σημερινοί φοιτητές είναι αρκετά ευαισθητοποιημένοι γύρω από κοινωνικά ζητήματα; Αν όχι που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό; Πιστεύετε ότι κάποτε ήταν διαφορετικά τα πράγματα;

 

Είναι δύσκολο και παρακινδυνευμένο να δώσει κανείς μια μονοσήμαντη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Είναι γεγονός ότι η φοιτητική νεολαία λειτουργεί ως ένα βαρόμετρο, ως ένας ευαίσθητος αισθητήρας των τάσεων και της δυναμικής της κοινωνίας. Ως ένας αισθητήρας όχι μόνο διαγνωστικού  - διαπιστωτικού χαρακτήρα των εκάστοτε υφιστάμενων διαθέσεων, αλλά και των προοπτικών της κοινωνίας. Η νυν φοιτητική νεολαία είναι αυτή που σε διάστημα 2-3 δεκαετιών θα στελεχώνει τους νευραλγικής σημασίας μηχανισμούς της κοινωνίας. Και εάν κατά τα 1-2 πρώτα έτη των σπουδών τους οι νέοι και οι νέες εξακολουθούν εν πολλοίς να είναι φορείς των οικογενειακών επιδράσεων και της γυμνασιακής-λυκειακής νοοτροπίας, στα μεγαλύτερα έτη τείνουν να κατασταλάζουν ως προς τα βασικά δομικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, από τον τύπο (τους τύπους) προσωπικότητας που στατιστικά επικρατεί (επικρατούν) μεταξύ των φοιτητών, μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για τις τάσεις ανάπτυξης της κοινωνίας. Ταυτοχρόνως, και αυτό συνιστά μείζονος σημασίας πρόκληση για τον δάσκαλο,  τα βασικά δομικά στοιχεία της προσωπικότητας των φοιτητών δεν είναι άπαξ και δια παντός δεδομένα. Η διαμόρφωσή τους εξαρτάται στον Α ή Β βαθμό και από τον χαρακτήρα της προσφερόμενης παιδείας και εκπαίδευσης, από το περιεχόμενο, τους σκοπούς και τα ιδεώδη που καλλιεργούνται εντός της, από το τι είδους πρότυπα και ιδεώδη προβάλλουν με τη συνολική στάση ζωής και το παράδειγμά τους οι εκπαιδευτικοί.

Βάσει των παραπάνω, ποτέ δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι «οι σημερινοί φοιτητές είναι αρκετά ευαισθητοποιημένοι γύρω από κοινωνικά ζητήματα». Είναι γεγονός ότι η εν λόγω ευαισθητοποίηση παρουσιάζει διακυμάνσεις σύμφωνα με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Σε συνθήκες υποχώρησης του προοδευτικού - επαναστατικού κινήματος και κατίσχυσης της αντίδρασης και της αντεπανάστασης, και εντός της φοιτητικής νεολαίας επικρατούν αγοραία ιδεολογήματα, προτάσσονται ατομοκεντρικές ιδιοτελείς στοχεύσεις καριέρας, στα πλαίσια μιας άκριτης αποδοχής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έκδηλο κατά το πρώτο ήμισυ της περασμένης δεκαετίας. Σήμερα αρχίζουν να διαφαίνονται πιο έκδηλα άλλες τάσεις και στάσεις ζωής: στάσης αμφισβήτησης και επαναστατικής διάθεσης έναντι του κατεστημένου, προβληματισμός για τα μείζονος σημασίας προβλήματα των προοπτικών της κοινωνίας, αλλά και ανάδειξη άτυπων συλλογικοτήτων σε αυτή τη βάση. Σε αυτά τα πλαίσια προέκυψε και ο προβληματισμός που οδήγησε στη δημιουργία του "Ομίλου για τη μελέτη της επαναστατικής θεωρίας" στα Χανιά.

Οι τάσεις αυτές εκφράστηκαν ιδιαίτερα έντονα με την πρόσφατη αναβίωση του αντιπολεμικού κινήματος, αλλά και στον εκκολαπτόμενο επαναστατικό – ριζοσπαστικό πόλο του κινήματος εναντίον της κεφαλαιοκρατικής «παγκοσμιοποίησης» των πολυεθνικών εταιριών, όπου η παρουσία της φοιτητικής νεολαίας είναι εντονότατη. Βεβαίως οι τάσεις αυτές δεν είναι πλειοψηφικές. Εκφράζουν όμως το πιο δυναμικό και ελπιδοφόρο κομμάτι της νεολαίας. Δημιουργούν τις προϋποθέσεις του κοινωνικού κινήματος του μέλλοντος.

Η αισιοδοξία μου συνδέεται ακριβώς με αυτές τις τάσεις. Η δυναμική που ανέδειξαν ξεπερνά κατά πολύ το άθροισμα των δυνάμεων που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες μορφοποίησής τους. Γι’ αυτό δεν συμμερίζομαι τις ρομαντικές – νοσταλγικές εξιδανικεύσεις της νεολαίας του παρελθόντος.

Σαφώς και υπήρξαν περίοδοι που σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα με τους συχνά ηρωικούς αγώνες της νεολαίας: της γενιάς της αντίστασης, του εμφυλίου πολέμου, των «λαμπράκηδων» και του Πέτρουλα, του αντιδικτατορικού αγώνα και της φοιτητικής εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου του 1973, της μεταπολίτευσης, των μαθητικών κινητοποιήσεων και του Τεμπονέρα, των αγώνων κατά του αγοραίου «εκσυγχρονισμού» της εκπαίδευσης κ.ο.κ.

Οι αγώνες αυτοί δεν μπορούν να γίνονται μουσειακά εκθέματα για αναπολήσεις, ούτε και άλλοθι για τον κομφορμισμό και την αδράνεια πολλών ευέλικτων και ευπροσάρμοστων εκπροσώπων της δικής μου γενιάς. Είναι παρακαταθήκη για τους αγώνες του παρόντος και για τους μεγαλειώδεις αγώνες του μέλλοντος.    Τα προβλήματα γύρω από τα οποία αυτές οι τάσεις αναδεικνύονται και συσπειρώνονται, απαιτούν επιτακτικά επαναστατική επιστημονική διερεύνηση για τη συνειδητή χάραξη των στρατηγικών και τακτικών του μελλοντικού κινήματος (εάν δεν επιθυμούμε την εκτόνωση ή την ενσωμάτωση - χειραγώγισή τους).     

 

  1. Μιας και η συνέντευξη θα δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικό περιοδικό Οικονομικού Πανεπιστημίου, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια πρόσθετα εφόδια θα πρέπει να φροντίσει να αποκτήσει ένας φοιτητής μιας οικονομικής σχολής, προκειμένου να αντιληφθεί την κοινωνική του αποστολή σε μια εποχή, όπου προβάλλεται ο άκρατος ατομισμός και η αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους.

 

Η ερώτησή σας θίγει ζωτικής σημασίας προβλήματα πού αγγίζουν τον πυρήνα  των ερευνών μου από τον καιρό που εκπόνησα την διδακτορική μου διατριβή (βλ. το βιβλίο μου «Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης» 1991).

Η επιστήμη περί των σχέσεων παραγωγής (οι οικονομικές επιστήμες, η πολιτική οικονομία, ως θεμελιώδης κοινωνική επιστήμη κλπ) οφείλει να  αποκαλύψει στις σχέσεις παραγωγής την υλικότητά τους, την ανεξαρτησία τους από τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων και τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις παραγωγής, εξεταζόμενους από αυτή την άποψη. Ο πραγματικός οικονομολόγος οφείλει να αναδεικνύει την αντιφατικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι και τις προοπτικές του.

Σε κάθε επιστήμη πραγματικοί επιστήμονες είναι εκείνοι που μέσω των ανακαλύψεων τους (διεύρυνση-εμβάθυνση των κεκτημένων της επιστήμης) αναπτύσσουν την επιστήμη, δηλ. οι άνθρωποι που αφοσιώνονται στην αναζήτηση της αλήθειας, μετατρέποντας σε θεμελιώδη ανάγκη τους την ανάγκη για επιστημονικό έργο. Η επιστημονική - ερευνητική δραστηριότητα προβάλλει γι' αυτούς τους ανθρώπους ως εσωτερική αναγκαιότητα που αναπτύσσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοανάπτυξη. Οι άνθρωποι αυτοί ως φορείς συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων δρουν, πρεσβεύουν ορισμένα κοινωνικά συμφέροντα, στάσεις κ.λ.π. Η ικανοποίηση αυτής της θεμελιώδους ανάγκης τους πρέπει να συμβαδίζει με την ιδεολογία, τις κοινωνικές τους στάσεις και αντιστρόφως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις οικονομικές επιστήμες και στη φιλοσοφία όπου ο ρόλος του συν-ειδέναι δεσπόζει έναντι του συν-ειδέναι, δηλ. όπου η συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου του ανθρώπου στο κοινωνικό γίγνεσθαι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστημονικότητα της έρευνας. Γι' αυτό και ουσιώδης συμβολή στην ανάπτυξη των οικονομικών επιστημών (και της φιλοσοφίας) μπορεί να υπάρξει μόνο από ανθρώπους, η κοινωνική στάση των οποίων ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ομάδων εκείνων (τάξεων, στρωμάτων) οι οποίες κατατείνουν αντικειμενικά στην προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Απ' εδώ απορρέει μια επιπλέον ανώτερη ανάγκη-παρώθηση για την ανάπτυξη της θεωρίας: η ανάγκη (στην περίπτωσή μας θεωρητικής και εμμέσως πρακτικής) συμβολής στην προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Ιδιαίτερα διδακτικό ενδιαφέρον, -μοναδικό από την άποψη της αλληλοδιαπλοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής-παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική εποχή κατά την οποία η κλασσική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικό-φιλοσοφικών, πολιτικο -οικονομικών και γνωσεολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων έπαψε να υφίσταται.

Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε, κατά τον Κ. Μαρξ "η ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος, αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη απολογητική των κολάκων". Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας εφ' όσον οι "διάκονοί" τους υιοθετούσαν τη σκοπιά της κυρίαρχης πλέον και πολιτικά αστικής τάξης.

Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας, παρά την τεράστια συνεισφορά τους, είχαν ορισμένους τυπικούς ιστορικά προσδιορισμένους περιορισμούς. Αντιλαμβάνονταν την κοινωνία βασικά σαν άθροισμα απο­μονωμένων ατόμων, σαν ένα όλο του οποίου τα στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους κυρίως εξωτερικά. Ένα στοιχείο, ως μέρος του όλου, παρ­μένο ξεχωριστά από τα άλλα στοι­χεία, δεν ήταν δυνατόν να κατανοη­θεί.

Η αντίληψη της αστικής πολιτικής οικονομίας περί του μεμονωμένου ατόμου (η λεγόμενη ροβινσωνάδα) αναπτυσσόταν στο έδαφος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Η ιδιωτική ιδιοκτησία αλλοτριώ­νει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, που έχουν κυριευτεί από τις σχέ­σεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντιλαμ­βάνονται τον άνθρωπο σαν «άτο­μο», σαν απομονωμένη μονάδα, και την κοινωνία σαν μηχανικό όλο, σαν συνονθύλευμα τέτοιων ατό­μων.

Ο εκφυλισμός της αστικής πολιτικής οικονομίας συνδέεται με τον απολογητικό εκχυδαϊσμό της από τα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της κυρίαρχης τάξης» (Κ. Marx). Μια γενική νομοτέλεια που διέπει την διάλυση οποιασδήποτε θεωρητικής κατεύθυνσης, (όπως π.χ. και του μαρξισμού) είναι η μετάβαση από την δογματική υπεράσπιση και συντήρηση μιας σχηματικοποιημένης και χονδροειδούς αντίληψης αυτής της κατεύθυνσης, στην πλήρη απόρριψή της, στον σκεπτικισμό, στην σχετικοκρατία στον εκλεκτικισμό και τελικά στον αγνωστικισμό. Η μοναδική υπηρεσία που παρέχουν στην επιστήμη οι κάθε λογής επίγονοι, έγκειται στο γεγονός ότι με την απολυτοποίηση κάποιων πλευρών του συστήματος του δασκάλου τους, που τους οδηγούν σε ακρότητες, παραλογισμούς κ.λ.π., καθιστούν πιο σαφή και εμφανή τον περιορισμένο χαρακτήρα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, τα οποία εμπεριέχοντα σε λανθάνουσα μορφή στο έργο κάθε αυθεντικού διανοητή.

Η λογοκλοπή, η τάση φραστικής συγκάλυψης και αποφυγής των αντιφάσεων με σοφιστικά τεχνάσματα, ο εκλεκτικισμός, η χρησιμοποίηση επιστημονικοφανούς ορολογίας και τεχνηέντως στρυφνών διατυπώσεων αναφορικά με κοινοτυπίες για την συγκάλυψη της θεωρητικής τους ένδειας, ο ερευνητικός μινιμαλισμός, η άγνοια των κεκτημένων της επιστήμης κ.λ.π. χαρακτηρίζουν την προσπάθεια των εκάστοτε εκχυδαϊστών να προσαρμόσουν την επιστήμη «σε μιαν άποψη που δεν έχει αντληθεί από την ίδια την επιστήμη (όσο λαθεμένη και αν είναι αυτή η τελευταία), αλλά απ’ έξω, από ξένα προς αυτήν εξωτερικά συμφέροντα...» (K. Marx).

Η σημερινή ποικιλομορφία αγοραίων εκφυλιστικών φαινομένων στις οικονομικές επιστήμες συνδέεται με την κυριαρχία μιας θετικιστικής – τεχνοκρατικής θεώρησης και μεθοδολογίας. Σε αυτά τα πλαίσια επικρατεί η άκριτη και εξωιστορική αντιμετώπιση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής αλλά και των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων.  Στο πνεύμα του «αντικειμενισμού», οι οικονομολόγοι αυτού του τύπου, κατασκευάζουν μαθηματικά μοντέλα και γραφικές παραστάσεις, «επεξεργάζονται» στατιστικά στοιχεία, περιγράφουν εμπειρικά καταστάσεις, εκπονούν και υπαγορεύουν πολιτικές διαχείρισης – διαιώνισης των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και εκμετάλλευσης (επιδιώκοντας συχνά την ανάδειξή τους στα διάφορα κλιμάκια της εξουσίας), σαν να μην έχει να κάνει το αντικείμενό τους με τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων. Η αστική οικονομική επιστήμη μόνο σε επιμέρους πτυχές μπορεί να παράσχει πλέον γνώσεις περί του γνωστικού αντικειμένου (οι οποίες σε κάθε περίπτωση χρήζουν κριτικής επεξεργασίας).

Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητάς της (Αγγλία), ενώ η αστική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Τότε ανέκυψε η μαρξική συμβολή στην επιστήμη, μέσα από μια περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής - επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού: της γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (βλ. Καντ, Φίχτε, Σέλιγκ, Χέγκελ και Φόυρμπαχ), της κλασσικής αστικής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμίθ, Ντ. Ρικάρντο κ.α.) και των ουτοπιστικών σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών ιδεών (C. N. Saint- Simon, F. M. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.α.).

Τα παραπάνω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψης του Μαρξ) να συγκροτήσει, με τη μέθοδο της «ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο», τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητας της, γεγονός που την κατέστησε την πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη στα πλαίσια του μαρξισμού. Αυτή η εν πολλοίς ανυπέρβλητη αναβάθμιση (επαναστατικοποίηση) της οικονομικής επιστήμης επετεύχθη μέσω της συνθετικής ανάπτυξης οικονομικού, κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού – μεθοδολογικού στοχασμού.

 Η μαρξική οικονομία εγκαινιάζει ένα ριζικά νέο τύπο συνθετικής επιστημονικής έρευνας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξής της στους τομείς της οικονομικής ιστορίας, της σύγχρονης βαθμίδας της κεφαλαιοκρατίας, του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος κλπ. (Ο  Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος, το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου»).

           Ο νέος οικονομολόγος οφείλει να γνωρίζει ότι η αυθεντική επιστημονικότητα στις κοινωνικές επιστήμες δεν ταυτίζεται με τις φενάκες περί «καθαρής», ακαδημαϊκής («καθηγητικής» κατά τον K. Marx) επιστήμης, αλλά ούτε και με τις ιδεοληπτικές προκαταλήψεις που ανάγουν χονδροειδώς την επιστήμη σε κάποιες άμεσα κοινωνικο - πολιτικές τοποθετήσεις. Η αυθεντική επιστημονικότητα δεν έγκειται ούτε στην «αθροιστική» συνένωση, στον «μέσο όρο» μεταξύ των δύο αυτών ακροτήτων.

Η πραγματική οικονομική επιστήμη προϋποθέτει (τόσο κατά την «φυλογένεση» όσο και κατά την «οντογένεση» της) την ουσιώδη και διαμεσολαβημένη αλληλοδιείσδυση, αλληλοπροσδιορισμό και αλληλοεμπλουτισμό «εξωτερικού» και «εσωτερικού» στο δικό της πεδίο, στα πλαίσιά της, εν εαυτή. Προϋποθέτει μια κριτική στάση έναντι του αντικειμένου της έρευνας (των σχέσεων παραγωγής ως βάσης του κοινωνικού βίου), αλλά και κριτική δημιουργική στάση έναντι των κεκτημένων της επιστήμης, της θεωρίας.

 Προϋποθέτει μια προοδευτική κοινωνικο - πολιτική τοποθέτηση όχι δογματικά άκαμπτη, αλλά διαρκώς τεκμηριούμενη θεωρητικά - μεθοδολογικά έτσι ώστε να οδηγείται σε αποτελεσματική δραστηριότητα για τον ριζικό μετασχηματισμό του αντικειμένου της έρευνας σύμφωνα με τις νομοτέλειες που το διέπουν.(Αναλυτικότερα επ’ αυτού βλέπε το κείμενό μου: «Επιστήμες, φιλοσοφία και πολιτική...»). 

Τα παραπάνω δεν είναι «πρόσθετα εφόδια», αλλά απαραίτητα στοιχεία της επιστημονικότητας του φοιτητή μιας οικονομικής σχολής, του οικονομολόγου που συνειδητοποιεί την κοινωνική του αποστολή από τη σκοπιά του προοδευτικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο άκρατος ατομισμός, η άκριτη θεώρηση και η απολογητική εξύμνηση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματική επιστημονική γνώση, όσο επιστημονικοφανές κι αν είναι το περιτύλιγμά τους.

 

  1. Ποια πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα αναγνωρίζετε στο να επιτραπεί η ίδρυση ιδωτικών ή μη-κερδοσκοπικών πανεπιστημίων;

 

Το ερώτημά σας δεν επιδέχεται συνοπτική απάντηση μέσω ενός πίνακα πλεονεκτημάτων – μειονεκτημάτων, εισροών – εκροών… Αυτό νομίζω ότι είναι σαφές από την ανάλυση που επιχείρησα να παραθέσω βάσει του 1ου ερωτήματός σας.

Σήμερα παρουσιάζεται ως μονόδρομος το «Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο», ένας όρος που υποδηλώνει την πιο άμεση υπαγωγή του Πανεπιστήμιου στο κεφάλαιο, μια σύμφυση του Πανεπιστήμιου με το χώρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, προσομοίωσή του μ’ αυτόν με στόχο την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση της επιστήμης αλλά και της οργάνωσης, της υποδομής του Πανεπιστημίου από το κεφάλαιο. Θεσμοί ανασυγκροτούνται, αναδιατάσσονται και νέοι δημιουργούνται, με στόχο να καταστούν όλο και πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ επιχείρησης και Πανεπιστημίου. Η έρευνα και η εκπαίδευση αναπροσανατολίζονται σε όλο και πιο αγοραία κατεύθυνση, ενώ το επιχειρηματικό «μάνατζμεντ» εκτοπίζει τις διοικητικές ιεραρχικές δομές. Ταυτόχρονα το Πανεπιστήμιο ωθείται να λειτουργεί σαν ιδιότυπη επιχείρηση (με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια) με αντίστοιχες εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά το κράτος παίζει στρατηγικό ρόλο, με επιλεκτικές χρηματοδοτήσεις, και με ανασυγκρότηση του θεσμικού πλαισίου.

Όπως επισημαίνει έυστοχα ο συνάδελφος Ν. Σάμαρης, στην Ελλάδα έχουμε το προσωπικό που έχει σύμβαση σύμφωνα με το γνωστό το Π.Δ. 407 που είχε γίνει «για να λύσει ορισμένα έκτακτα προβλήματα νέων τμημάτων σε περιφερειακά πανεπιστήμια» και μετεξελίχθηκε σε προαγωγό σκληρής εκμετάλλευσης πνευματικής εργασίας. «Ο πιο τυχερός παίρνει μια ολόκληρη θέση για ένα χρόνο. Ο λιγότερο τυχερός μοιράζεται τη θέση με άλλον ένα και έπεται συνέχεια με τον πανεπιστημιακό σαλαμοκόφτη. Μια θέση σε τρεις,σε τέσσαρες …..έχουμε και επίδοση μεγαλύτερη του μία στους δέκα στην Πάτρα ,το ρεκόρ δεν το γνωρίζω. Με ένα χαρτζιλίκι των 50.000 δρχ. και μερικές ελπίδες για μια μελλοντική υποστήριξη σε μια πιθανή προκήρυξη μιας θέσης ΔΕΠ γίνονται χρυσές δουλειές. Όμως η αθλιότητα σε εργασιακές συνθήκες έχει και «ανώτερη» διεθνή βαθμίδα αντίστοιχη με τους οικονομικούς μετανάστες. Πρόκειται για τους διαφόρων ειδών μεταπτυχιακούς. Η Βαθμολογική απεργία των μεταπτυχιακών του μεταπτυχιακών του Yale για συλλογικές συμβάσεις εργασίας που οργανώθηκε από τη συνδικαλιστική τους οργάνωση GESO χτυπήθηκε αλύπητα από τις αρχές του πανεπιστήμιου. Aντίθετα το 1998 οι Ενώσεις μεταπτυχιακών των Παν/μίων της California με απεργιακές κινητοποιήσεις μια βδομάδα πριν τις εξετάσεις επέβαλαν την αναγνώριση των συνδικαλιστικών τους δικαιωμάτων και συλλογικές διαπραγματεύσεις για τις αμοιβές τους. Στην Ελλάδα ο τα πράγματα είναι πιο πίσω και από τον αναχρονιστικό όρο υπότροφος (Είσαι υπό αλλά ούτε καν σε τρέφω)».

Πολύ συχνά, όπως δείχνει η εμπειρία πιο προηγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών, Πανεπιστημιακοί παίρνουν μετοχές σε εταιρίες του Πανεπιστημίου τους, Πανεπιστήμια παίρνουν μετοχές εταιριών του προσωπικού τους, Πανεπιστήμια και Πανεπιστημιακοί παίρνουν μετοχές σε εταιρίες που συνεργάζονται με τα ιδρύματά τους, Πανεπιστημιακοί συμμετέχουν σε Δ.Σ εταιριών σαν αντιπρόσωποι είτε του ιδρύματός τους είτε ομάδας Παν/κών, είτε του εαυτού τους. Όλα αυτά δεν είναι δεν είναι κάποιες δραστηριότητες άσχετες με το Παν/μο αλλά αντίθετα το ίδιο γίνεται  το κέντρο εξόρμησής τους.

Είναι αφελής και απλοϊκή η άποψη που  ταυτίζει την επιχειρηματικοποίηση με την ιδιωτικοποίηση δηλαδή τη λειτουργία ιδιωτικών Παν/μίων. Πολύ συχνά ο δημόσιος τομέας δεν αναιρεί αλλά αντιθέτως βοηθά πιο αποτελεσματικά την επιχειρηματικοποίηση. Άλλωστε είναι γεγονός ότι η εκμεταλλεύσιμη πανεπιστημιακή έρευνα και εκπαίδευση συμφέρει τις ίδιες τις επιχειρήσεις δεδομένου ότι ελαχιστοποιεί το κόστος με την αξιοποίηση τεράστιας υποδομής και έμπειρου επιστημονικού δυναμικού.

Τα παραπάνω εκδηλώνονται ανάγλυφα με δέσμη μέτρων αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης («προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων στις ανάγκες της αγοράς», αξιολόγηση εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μονάδων, ΑΕΙ, «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», νέο νομοσχέδιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα, ποικίλα   «Επιχειρησιακά Προγράμματα Αρχικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης» [ΕΠΕΑΕΚ] κ.ο.κ.). Με αυτά επιχειρείται η σταδιακή θεσμική υπονόμευση - υποκατάσταση του Δημόσιου χαρακτήρα της Εκπαίδευσης. Τα μέτρα αυτά συνδέονται πάντα με ποικίλες και πολλαπλές αξιολογήσεις ώστε να αποκτούν μιαν επίφαση καθαρά τεχνικού - ποσοτικοποιημένου και άρα «ουδέτερου» χαρακτήρα (βλ. Λιοδάκης Γ., Αλεξάκης Γ., Παπαγγελής Θ. κ.α.).

Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή αυτών των μέτρων σε ουσιώδεις πλευρές του θεσμικού και κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της εκπαίδευσης (ιδιαίτερα της ανώτατης), είναι σοβαρότατες:

·                        εισάγονται κριτήρια ιδιωτικοοικονομικής ανταγωνιστικότητας (έλεγχος ολικής ποιότητας, αυτοχρηματοδότηση, επιχειρηματικά ήθη κ.ο.κ.),

·                        ευνουχίζεται η επιστημονική έρευνα, η αποτελεσματικότητα της οποίας αξιολογείται φορμαλιστικά, μέσω «έγκυρων και έγκριτων πιστοποιήσεων»,  ποσοτικοποιήσεων και ομοιομορφισμών, που την καθιστούν μετατρέψιμη στην αριθμητική – στατιστική γλώσσα της γραφειοκρατίας, δηλ. «αξιολογικά μετρήσιμη» με τα γνωστά συμπαρομαρτούντα της υπερπαραγωγής papers ...

·                        επιβάλλεται η ηγεμονία της χρηματοδοτούμενης δραστηριότητας («αναπτυξιακής», εφαρμοστικής, χρησιμοθηρικής και κυρίως αγοραίας) και η αμεσότερη υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, σε βάρος της  απρόσκοπτης εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας (που οφείλει να ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες της ανθρωπότητας και στην εσωτερική λογική της έρευνας) (βλ. γενικότερα και «Η αγορά απομυζά το αμερικανικό πανεπιστήμιο», Le Monde Diplomatique, κ.ά.)  ,

·                        τα κριτήρια είναι σαφώς προσανατολισμένα στη στρατηγική μιας ανασυγκρότησης της εκπαίδευσης σε κατευθύνσεις πρόδηλα αντιδραστικές (π. χ. «Συμβατότητα της Πράξης με τις Εθνικές και Κοινοτικές Πολιτικές», «Συνέπεια και συνεκτικότητα με την Εθνική και Ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση» - βλ. Λευκή βίβλος για την απασχόληση, ανώτατη εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων, δια βίου εκπαίδευση, τα όποια αλήστου μνήμης Π.Σ.Ε. και τα νεότευκτα Π.Δ.Ε. κ.ο.κ., βλ και    Δ. Πατέλης. ΠΣΕ-εύδη και αλήθειες περί παιδείας και ΑΕΙ. Ουτοπία, Νο 31, 1998, σελ. 157-160.),

·                        εισάγονται πλάγιες πηγές εσόδων για μέλη Δ.Ε.Π., γεγονός που παγιώνει ατομικές ιδιοτέλειες και διαφθορά σε βάρος των συλλογικών διεκδικήσεων του κλάδου,

·                        υπονόμευση της όποιας αυτοτέλειας των συλλογικών οργάνων, επιβολή εξωπανεπιστημιακού ελέγχου και αξιολόγησης και εθισμός σε τέτοιες πρακτικές, το πλαίσιο, οι δεσμεύσεις, οι επιλέξιμες δαπάνες και οι κατευθύνσεις γενούν διαπλοκή, νέες εξουσιαστικές δομές, μετασχηματίζουν ομάδες μελών Δ.Ε.Π. σε διαχειριστές – εργολάβους (managers), που πραγματοποιούν προσλήψεις κλπ., επιτείνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ (τουλάχιστον) δύο κατηγοριών μελών Δ.Ε.Π. κ.ο.κ. (βλ. τη σχετική ανακοίνωση του Τομέα Κοινωνικών Επιστημών του Γενικού Τμήματος του Πολυτεχνείου Κρήτης, Χανιά 17.4.2002).

 

Με τα παραπάνω δεν θέλω να υποβαθμίσω τους κινδύνους μιας πλήρους και απροκάλυπτης ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων. Τα περί «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» είναι υποκριτικά φύλλα συκής. Θέλω απλώς να τονίσω ότι ή αγοραία άλωση του Πανεπιστημίου έχει προωθηθεί ήδη σφόδρα, με πολιορκητικό κριό τις άνωθεν  παρεμβάσεις κρατικών και διακρατικών (θεσμικών και εξωθεσμικών) μέτρων και προγραμμάτων.

 Το υπαγόμενο στην πολιτική εξουσία δημόσιο δεν είναι παλλαϊκό ούτε και πανάκεια. Η εξουσία είναι ένα σύνθετο πεδίο δραστηριότητας (πράξεων), κοινωνικής συνείδησης (και αυτοσυνείδησης), κοινωνικών σχέσεων, οργανώσεων ανθρώπων αλλά και υ­λικών μέσων του εποικοδομήματος, για τη διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγω­γής των ανθρώπων στους κανόνες και στις φε­ρόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Εδρά­ζεται στην ύπαρξη ουσιώδους διαφοράς, αντί­θεσης και αντίφασης υλικών συμφερόντων με­ταξύ ατόμων, μεταξύ ατόμων και κοινωνίας, μεταξύ ατόμων και μέρους της κοινωνίας, με­ταξύ μερών της κοινωνίας (ομάδων, τάξεων), μεταξύ μέρους της κοινωνίας και του συνόλου της κοινωνίας. Η εξουσία ασκείται από τους ε­κάστοτε νικητές της παραπάνω διαπάλης και του συσχετισμού δυνάμεων, τα υλικά συμφέ­ροντα των οποίων επιβάλλονται και στους ητ­τημένους ως κοινά κοινωνικά συμφέροντα. Στις ανταγωνιστικές ταξικές κοινωνίες κύριο γνώρισμα της εξουσίας είναι οι σχέσεις κυ­ριαρχίας και υποταγής.

Ωστόσο η ύπαρξη δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης μέσω (έστω και τυπικά) αυτόνομων ΑΕΙ, λειτουργεί ως όρος και πεδίο αγώνων που διαφέρει ποιοτικά από τα ιδρύματα – παραρτήματα ιδιωτικών εταιρειών.

 

 

  1. Πιστεύετε ότι οι καθηγητές θα πρέπει να αξιολογούνται από τους φοιτητές τους; Με ποιον τρόπο μπορούν οι καθηγητές να αντιληφθούν αν η ποιότητα της διδασκαλίας τους συναντά τις προσδοκίες των φοιτητών τους;

 

Είναι πεποίθησή μου ότι οι καθηγητές θα πρέπει να «αξιολογούνται» από τους φοιτητές τους και αυτό αποτελεί στοιχείο της καθημερινής ζωής των πανεπιστημίων. Το ερώτημα που εγείρεται σε κάθε κριτική θεώρηση της αξιολόγησης είναι: ποιος αξιολογεί ποιόν, γιατί και με τι κριτήρια; Έχω την αίσθηση ότι ορισμένοι κύκλοι, προτάσσοντας το ζήτημα της αξιολόγησης των καθηγητών απ’ τους φοιτητές, και γενικότερα των εκπαιδευτών από τους εκπαιδευόμενους, επιδιώκουν  άλλους στόχους από αυτούς που διακηρύσσουν.

Στην απλούστερη των περιπτώσεων, το όλο εγχείρημα τίθεται με όρους «πελατοκεντρικού» management: η διοίκηση του ΑΕΙ (και οι προϊστάμενες αρχές του), ως επιχειρηματικά εννοούμενη μονάδα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, λαμβάνει υπ’ όψιν την γνώμη του φοιτητή (πελάτη-χρήστη αυτών των υπηρεσιών) για να χειρισθεί δεόντως τον διδάσκοντα (υπάλληλο-διεκπεραιωτή αυτών των υπηρεσιών). Συχνά μάλιστα το εγχείρημα αυτό προβάλλει και ως αντιαυταρχικό μέτρο κατά της αυθαιρεσίας και του ανεξέλεγκτου του καθηγητικού κατεστημένου…ή ως  τρόπος, με τον οποίο «μπορούν οι καθηγητές να αντιληφθούν αν η ποιότητα της διδασκαλίας τους συναντά τις προσδοκίες των φοιτητών τους»…

Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι οι όροι του «πελατοκεντρικού» management υπονομεύουν ανεπανόρθωτα και τελικά ακυρώνουν την παιδαγωγική αλληλεπίδραση. Ο εκπαιδευτικός που υποβαθμίζεται στον ρόλο του «επιτυχημένου» πωλητή-πλασιέ κερδοφόρων υπηρεσιών αυτοκαταργείται.  Το θέμα δεν είναι απλώς η «ανταπόκριση στις προσδοκίες των φοιτητών» ως αγοραία εναρμόνιση της προσφοράς στη ζήτηση.

Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η νέα αγοραία επιδρομή στα Παν/μια που αποκαλείται «αξιολόγηση Παν/μίων». Είναι η διαδικασία στα πλαίσια της οποίας αντιμετωπίζονται ως προβληματικές επιχειρήσεις όσα ιδρύματα δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα «μόρια της επιχειρηματικότητας». Επίσης η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως μηχανισμός θέσπισης της άρσης της μονιμότητας. Τα εκ πρώτης όψεως «αθώα» ερωτηματολόγια της αξιολόγησης από τους φοιτητές ήταν το προανάκρουσμα. Το μείζων ερώτημα είναι τι θα κάνουμε με τους λογής αξιολογητές που με την επιχειρηματική τους μεζούρα θα κληθούν να υπαγορεύσουν μέτρα όχι μόνο για κάθε ΑΕΙ, τμήμα και τομέα, αλλά και για τον κάθε εκπαιδευτικό. Η αξιολόγηση αυτού του τύπου συνιστά  απροκάλυπτη επιχειρηματική βία που ασκείται κατά της επιστήμης, της παιδείας και των φορέων της.

Όπως αναφέραμε και παραπάνω,  οι άνθρωποι της επιστήμης (αλλά και της τέχνης) ούτως ή άλλως σύρονται στο πεδίο του ανταγωνισμού και της αξιολόγησης σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου, της Αγοράς (ειρήσθω εν παρόδω: δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι θιασώτες των αγοραίων δογμάτων γράφουν τη λέξη «αγορά» όπως και οι θεολόγοι του μεσαίωνα τη λέξη «θεός», δηλ. με κεφαλαίο…).

Σε όλες τις γλώσσες, η ίδια η σχετική ορολογία («αξία», «αξιολόγηση», «τιμή», «εκτίμηση», «αποτίμηση» κλπ.) ανέκυψε από τον κόσμο των αξιακών σχέσεων και της τιμής, ως μορφής έκφρασης της αξίας, από ένα κόσμο στον οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών αξιών των εμπορευμάτων.  Φυσικά κάθε συνείδηση και αυτοσυνείδηση προϋποθέτει ορισμένη σύγκριση μεταξύ των ανθρώπων. Ο κάθε άνθρωπος συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους ανθρώπους, αντιπαραβάλλει τους ανθρώπους, τις ιδιότητες, τις ικανότητες και τη διαγωγή τους. Μ’ άλλα λόγια προβαίνει σε μίαν εξίσωση μεταξύ των ανθρώπων, επιχειρώντας τη διάκριση «σταθερών» και «μεταβλητών» στοιχείων τους.

Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι αυτή η συγκριτική-εξισωτική συσχέτιση των ανθρώπων έγινε κυρίαρχη στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, της παραγωγής. Χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας είναι η εξίσωση διαφορετικών πραγμάτων, ως οργανικό στοιχείο της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, της αγοράς. Εδώ όμως το πιο σημαντικό και ουσιώδες εμπόρευμα (πράγμα που έχει αξία και τιμή) είναι η ικανότητα του εργάτη για εργασία, είναι η εργασιακή δύναμη. Κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, και της συνείδησης που τους αντιστοιχεί είναι η εξίσωση των εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων που πραγματοποιείται στη λεγόμενη «αγορά εργασίας», είναι η εξισωτική τυποποίηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που πραγματοποιείται μέσω της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, όταν επιτυγχάνεται το επίπεδο  της παραγωγής με μηχανές. Κοινός παρανομαστής αυτής της εξίσωσης είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία ως ποσοτικό μέγεθος (εργατώρες, ημέρες εργασίας κ.λπ.) άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της (άσχετα με τις αξίες χρήσης που παράγει).

Το ιδεολόγημα της «αξιοκρατίας» (που γίνεται πάλι της «μόδας» στις μέρες μας, μαζί με τους περί εκσυγχρονισμού πομφόλυγες) εκφράζει παραστατικά το μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης: ο καθ’ ένας πρέπει να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει αυτό που αξίζει. Τα περί «γνήσιας», «άδολης», «μη πελατειακής» κλπ. αξιοκρατίας δεν θίγουν την ουσία του προβλήματος. Απλώς μεταθέτουν παρελκυστικά το όλο πρόβλημα στην πιο «αντικειμενική» αποτίμηση, στην «καλύτερη» αξιολόγηση, στον «σωστό» καθορισμό της «τιμής» που πρεσβεύει το κάθε άτομο, η κάθε κοινωνική ομάδα και τάξη στο παζάρι των αξιών, στην αγορά «αξίων» και «αναξίων»...

Μέσω αυτής της αρχής εδραιώνεται ο ανταγωνισμός ως βασική αρχή του κυρίαρχου τρόπου ζωής. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει, δομεί, εγκαθιδρύει και επικυρώνει ιεραρχικά συστήματα κοινωνικών ελίτ. Επειδή τα κριτήρια είναι ασαφή και διάχυτα και οι δοκιμασίες αλλεπάλληλες, το άτομο ενστερνίζεται το κόστος και τη μόνιμη απειλή της αποτυχίας ως προσωπική ενοχή και βρίσκεται σε μόνιμη ανασφάλεια. Η κατάσταση αυτή το καθιστά πρόσφορο για εξουσιαστική χειραγώγηση και αποδομεί την προσωπικότητά του, μέσω υποκατάστατων καταξίωσης δια του έχειν, σ’ ένα φαύλο κύκλο «καταναλωτικής ιδιωτείας που επιτείνει την ανασφάλεια και τα αδιέξοδα». Εδώ έχουμε υποκατάσταση της όποιας επιδίωξης ηθικής ελευθερίας από το κυνήγι της «επιτυχίας». Το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών» ως από μηχανής  θεός της «αξιοκρατίας» έρχεται να καθαγιάσει τον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό ως υποκατάστατο κάθε αιτήματος κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι εκπαιδευτικοί, ως διαχειριστές - διανεμητές του επίσημου πολιτισμού και των διαπιστευτηρίων του, εσωτερικεύουν και αναπαράγουν την ιδεολογία του «χαρίσματος» ως οργανικό στοιχείο της αξιολόγησης. Ο κομφορμιστικός και υποτακτικός οίστρος στα πλαίσια αυτού του ρόλου επιτείνεται με τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις και με τις ιεραρχικά επιβαλλόμενες αξιολογήσεις εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ. που κατά κανόνα οδηγούν σε εσωτερίκευση του βιώματος του επισφαλούς σε μια πλήρη συμπλεγμάτων ψυχολογία θύτη και θύματος. Η εμφατική επικέντρωση του εκπαιδευτικού έργου με την αξιολόγηση στο δίπολο «επιβράβευση – ποινή» ανάγει την αγωγή σε διαμόρφωση έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένων εξαρτημένων αντανακλαστικών κομφορμιστικής προσαρμογής του ανθρώπου στις κυρίαρχες απαιτήσεις. Βαθμοί και τίτλοι σπουδών, γίνονται εισιτήρια  προς  την κοινωνική διαστρωμάτωση μέσω των επαγγελμάτων με όχημα την εκπαίδευση. Εκείνο που αξιολογείται τελικά από την άτυπη και θεσμοθετημένη αξιολόγηση, είναι ο βαθμός εσωτερίκευσης του κυρίαρχου πρότυπου, του αναγκαίου για την κυρίαρχη τάξη φάσματος τύπων σχέσης προς την εργασία και την κοινωνία.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού υποβαθμίζεται σε λειτουργίες διεκπεραίωσης τεχνικού ελέγχου και εποπτείας, η βασική σπουδή του οποίου επικεντρώνεται στα «αντικειμενικά κριτήρια» και στην «ακρίβεια» των μετρήσεων αυτού του ψευδοφυσικού μεγέθους.

Η ποσοτική ιεράρχηση ανθρώπων στην εκπαίδευση (ως εκδήλωση της ποσοτικοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων όπου κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις) εθίζει στο δήθεν ορθολογικό και θεσμικά αδέκαστο της απόδοσης δικαιοσύνης, αλλά και της διατίμησης της εργασιακής δύναμης του καθ’ ενός στην αγορά. Το ποσοτικά συγκρίσιμο και μετρήσιμο σημασιοδοτείται ως «αντικειμενικό» και κοινωνικά ουδέτερο. Αυτή η τεχνοκρατική - γραφειοκρατική αντιμετώπιση τείνει να υποβαθμίσει όλους τους ανθρώπους της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης σε ενεργούμενα – αντικείμενα.  Η λειτουργία αυτή της εκπαιδευτικής ιεραρχικής δομής εξασφαλίζεται καλύτερα στο βαθμό που όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν «λειτουργοί» ενστερνίζονται και αναπαράγουν την αντίληψη του ατομισμού και της αξιοκρατίας με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα του «ανθρώπινου», «πολιτισμικού» ή «μορφωτικού κεφαλαίου». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά την τρέχουσα αντίληψη και την κυρίαρχη πρακτική της εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας, οι εξετάσεις και οι αξιολογήσεις είναι η πεμπτουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η κορύφωση της λειτουργικότητας του θεσμού…

Τα παραπάνω καθιστούν σαφές ότι οι απόψεις που αποδίδουν τα προβλήματα της παιδείας στην ευθύνη των εκπαιδευτικών (ενός εκάστου, των «αναξίων – ανευθύνων», είτε εν συνόλω ) είναι από αφελείς  έως επικίνδυνα απολογητικές αυτής της γραφειοκρατικοποιημένης δομής.

Οι ιεραρχικά επιβαλλόμενες αλλεπάλληλες αξιολογήσεις εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ. κατά κανόνα οδηγούν σε εσωτερίκευση του βιώματος του επισφαλούς σε μια πλήρη συμπλεγμάτων ψυχολογία θύτη και θύματος και επιβάλλουν αντίστοιχα πρότυπα συμπεριφοράς. Αξίζει να αναφερθούμε επιγραμματικά σε μερικά πρότυπα που παρέχει με το παράδειγμά του ορισμένος τύπος πανεπιστημιακού δασκάλου. Χωρίς να προσάπτουμε την ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό της επιστήμης και της παιδείας αποκλειστικά στα άτομα, ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μερικά πρότυπα, εκλαμβάνοντας τα ως χαρακτηριστικούς τύπους ιδιότυπων κοινωνικών ρόλων. Τα πρότυπα αυτά συνδέονται με τον κομφορμισμό στην επιστήμη, με τον «ακαδημαϊσμό», με τη μορφή εκείνη εκχυδαϊσμού της επιστήμης που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθηγητική».

Το περίπλοκο σύστημα ένταξης-αποκλεισμού και ανέλιξης στη γραφειοκρατική ιεραρχική κλίμακα των μηχανισμών αυτής της θεσμικότητας της οργανωμένης εκπαίδευσης, βιωματικά εσωτερικευόμενο (και νομιμοποιούμενο με το περί «αξιοκρατίας» ιδεολόγημα) αναδεικνύει τη «σταδιοδρομία» σε αυτοσκοπό και το διαγκωνισμό για επικράτηση - κυριαρχία σε μέθοδο «επιτυχίας» (καριερισμός). Η μορφή (ο τύπος) υποκαθιστά το περιεχόμενο, τα μέσα - το σκοπό, η ιδιότητα του ερευνητή - στοχαστή υποκαθίσταται από αυτήν του τιτλούχου - αξιωματούχου, η συστηματική ερευνητική εργασία - από την τελετουργική εμμονή σε τυπικά πλαίσια, πρωτόκολλο κ.α. συνδηλωτικά στοιχεία της κατ’ επίφασιν επιστήμης, η συλλογικότητα στην έρευνα - από σχέσεις κυριαρχίας - υποταγής, από κολακεία «δημόσιες σχέσεις» κ.ο.κ.. Η κομφορμιστική υπαγωγή - ενσωμάτωση σ’ αυτή τη θεσμικότητα υποβάλλει και επιβάλλει βαθμιαία την κυρίαρχη ιδεολογία μ' έναν αποτελεσματικό τρόπο λογοκρισίας-αυτολογοκρισίας.

Μεταξύ επιστημόνων και εκπαιδευτικών έχει διαδοθεί και τείνει να εδραιωθεί μια ιδιαίτερα αμοραλιστική στάση, κατά την οποία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η πηγή της χρηματοδότησης (ιδιωτικό κεφάλαιο, κρατικός προϋπολογισμός, αμυντικά κονδύλια κ.ο.κ.). Το όλο πρόβλημα ανάγεται σε τεχνικό – διαχειριστικό (αφορά π.χ. τη σύνταξη κατάλληλων για έγκριση από τα αρμόδια όργανα τεχνικών δελτίων για τα ΕΠΕΑΕΚ…), δεδομένης μάλιστα και της εξασφάλισης μίας σχετικής εισοδηματικής σταθερότητας μέσω της πρόσδεσης σε ποικίλα προγράμματα, σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Αρκεί να «τρέχουν» τα ερευνητικά προγράμματα, να συντελούν στην εξέλιξη – σταδιοδρομία των επιστημόνων (με δημοσιεύσεις, εμπλουτισμό των βιογραφικών σημειωμάτων με  «προσόντα» και προϋπηρεσίες, κ.ο.κ.) και να προσφέρουν επιπλέον έσοδα. Διαπλοκή με τον αγοραίο επιχειρηματικό κόσμο, νομότυπες-παράτυπες εξουσιαστικές δομές, μετατροπή ομάδων μελών Δ.Ε.Π. σε διαχειριστές – εργολάβους (managers), που πραγματοποιούν προσλήψεις, νέμονται κονδύλια κλπ., προνομιακή θέση εκείνων που «τα φέρνουν», επιτείνουν τη διαστρωμάτωση των πανεπιστημιακών...

Παράλληλα με την επικράτηση της «ακαδημαϊκής» ανωτερότητας αυτού του τύπου επιστημόνων … ατροφούν και οι ηθικοί ενδοιασμοί αναφορικά με τους σκοπούς, τα πεδία εφαρμογών και τις πιθανές χρήσεις του έργου τους. Άλλωστε, κατά τα κυρίαρχα θετικιστικά πρότυπα του αντικειμενισμού, ο επιστήμονας οφείλει να είναι κοινωνικά, ιδεολογικά, αξιολογικά κ.ο.κ. ουδέτερος και αμερόληπτος…Εάν μάλιστα προσθέσουμε και το μεταμοντέρνο πάθος για «αποδόμηση», η ίδια η αρχή της ανιδιοτελούς αναζήτησης της αλήθειας δεν έχει πλέον θέση στο πανεπιστήμιο. Ο γαλουχημένος και «καταξιωμένος» σε αυτό το πνεύμα επιστήμονας ελίσσεται με περισσή ευελιξία σε διοικητικά κλπ όργανα και διαδρόμους της εξουσίας. Τέτοιου τύπου επιστήμονας δεν θα διστάσει να συμμετάσχει και στα πλέον απίθανα προγράμματα.

Έχει περιγραφεί γλαφυρά στη βιβλιογραφία το προωθούμενο με τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις πρότυπο του «ευέλικτου απασχολήσιμου». Είναι ο ετερο-κατευθυνόμενος (other-directed) άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει σταθερούς σκοπούς και ιδεώδη στη ζωή του. Επιδιώκει πάσει θυσία την «αρμονία», να τα’ χει καλά με τον περίγυρό του, να μοιάζει με τους άλλους, να ανταποκρίνεται στα εκάστοτε κυρίαρχα αγοραία πρότυπα και κριτήρια αξιολόγησης. Ο κομφορμιστής πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι σε τέτοιο βαθμό έρμαιο εξωτερικών επιδράσεων, που ούτε ο ίδιος, ούτε και ο περίγυρός του δεν γνωρίζει ποιο είναι τελικά το «αυθεντικό του εγώ». Εκείνο που προτάσσεται είναι η συνειδητή και πρόθυμη προσαρμοστικότητα στα κυρίαρχα γούστα και απόψεις, ο μονοσήμαντος προσανατολισμός στη συμβατότητα με τα καθιερωμένα είτε απαιτούμενα προδιαγεγραμμένα πρότυπα. Έτσι κλιμακώνεται και η έκπτωση: αμβλύνεται η κριτική ικανότητα, ως αξίες υιοθετούνται τετριμμένες κοινοτοπίες, καλλιεργείται η αδιαλλαξία σε ότι φαίνεται ως «απόκλιση από τον κανόνα», ο δογματισμός και η «σκέψη» βάσει στερεοτύπων, επικρατεί η τάση μιμητισμού και υποβολής, η ανάγκη για άνωθεν επιδοκιμασία, η επιδίωξη ηρεμίας μέσω της αποφυγής τοποθέτησης και τελικά, καταρρακώνεται ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια.

Είναι μάταιο να περιμένει κανείς επαναστατικοποίηση της επιστήμης μέσω θεμελιωδών ανακαλύψεων από αυτόν τον τύπο επιστήμονα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει άλλου τύπου προσωπικότητα και την κριτική στάση έναντι της κοινωνίας, που επιτρέπει την ανάδειξη των βαθύτερων αναγκών της (όπως αυτές εσωτερικεύονται και διαθλώνται διαμεσολαβημένα στο πεδίο της έρευνάς του), κριτική στάση έναντι του αντικειμένου, κριτική - δημιουργική αφομοίωση των κεκτημένων της επιστήμης, μετατροπή των ερευνητικών καθηκόντων σε ζωτικής σημασίας νόημα της προσωπικότητας, σε εσωτερικό σκοπό, απαλλαγή από εξωεπιστημονικές ιδιοτελείς επιδιώξεις κ.λ.π. Τουναντίον, η «επιστημονική» δραστηριότητα που τείνει να είναι μόνο μέσο για την ικανοποίηση άμεσων βιοτικών αναγκών του ανθρώπου, για την καταξίωση και αναγνώρισή του στην κοινωνία, για την εξασφάλιση κύρους και κοινωνικού γοήτρου, για την καριέρα κ.λ.π., αμβλύνει την κριτική ικανότητα, υπονομεύει τη δυνατότητα συστηματικής αντικειμενικής έρευνας, οδηγεί σε όλο και πιο αγοραίου προσανατολισμού αναδιάταξη της ιεράρχησης των στόχων.

Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται με την καθαρά ποσοτική αποτίμηση της «παραγωγικότητας» στο χώρο της κατ’ αυτό τον τρόπο εννοούμενης «επιστήμης». Η απέχθεια προς τη συστηματική έρευνα, οδηγεί αυτή την τάση του εκχυδαϊσμού στον εκλεκτισμό, στην απόρριψη κάθε νοητικής συγκρότησης. Οι κοινοτοπίες, οι φενάκες, η χυδαιότητα, η νόθευση και η σύγχυση, προβάλλουν με το προσωπείο της επιστημονικοφανούς εκζήτησης της εκφοράς, της επιτήδευσης και του μανιερισμού. Η θεωρητική εξέταση ενός ζητήματος συγχέεται με την χαώδη παράθεση ποικίλων ιδεών και απόψεων περί αυτού.

Υπάρχουν βεβαίως διαβαθμίσεις ενσωμάτωσης σε αυτό το μηχανισμό, με αντίστοιχους ρόλους: από τον συμβιβασμό της απαθούς στάσης αποδοχής (ακόμα και εάν η απάθεια ερμηνεύεται κατ’ ιδίαν ως ιδιότυπη «απόρριψη του συστήματος»), της αδρανειακής μάζας που απαρτίζει την «σιωπηρά πλειοψηφία» (που κατά περίσταση μετατρέπεται και σε δύναμη κρούσης), του κομπάρσου και χειροκροτητή, του διαπλεκόμενου ερείσματος,  μέχρι και του ηγετικών αξιώσεων «ιδεολογικού εκφραστή» ή του πρωταγωνιστή.

Είναι πεποίθησή μου ότι «ο παιδαγωγός οφείλει επίσης να διαπαιδαγωγείται» εντός της ζωντανής παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με την εκ μέρους του επίδειξη ευελιξίας στην εκάστοτε αγοραία ζήτηση, ούτε και με την επιδίωξη να είναι παντίοις τρόποις αρεστός στο πελατειακά εννοούμενο κοινό του. Η παιδαγωγική αλληλεπίδραση ως «επεξεργασία» προσωπικοτήτων μέσω της επεξεργασίας γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, προϋποθέτει την ενεργητική παρέμβαση του εκπαιδευτικού στη διαμόρφωση του ανθρώπου ως υποκειμένου, δηλαδή ως όντος με γνώση και αυτογνωσία, με συνείδηση και αυτοσυνειδησία. Αυτό σημαίνει και ότι ο δάσκαλος οφείλει να έχει το σθένος να στραφεί – εάν και όπου απαιτείται από τη λογική του αντικειμένου της επιστήμης του και από την συνειδητοποίηση της κοινωνικής αποστολής του – εναντίον του κυρίαρχου ρεύματος. Δημαγωγία, κολακεία, εκδουλεύσεις και λαϊκισμός δεν συνάδουν με τον κοινωνικό ρόλο του πραγματικού εκπαιδευτικού.  Τι θέση θα κατελάμβανε λοιπόν σε αυτό το αγοραίο παίγνιο σε στυλ “Hit parade” ένας ενσυνείδητος παιδαγωγός, έναντι ενός «επιτυχημένου» προγραμματοθήρα εργολάβου-εργοδότη;

1