Δημήτριος Σ. Πατέλης

 

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ:

ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η ΕΚΠΤΩΣΗΣ;

(Εισήγηση στο πανελλήνιο διεπιστημονικό Συνέδριο προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή Ευτύχη Μπιτσάκη: "Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική" Ιωάννινα 26 Μαΐου 1996)

 

                        Η προσέγγιση του θέματος της εισήγησής μου (που αποτελεί συγκεκριμενοποίηση υπό ορισμένη οπτική του θέματος του παρόντος συνεδρίου), προϋποθέτει μια στοιχειωδώς συστηματική εξέταση της θέσης, του ρόλου και τη σημασίας της κοινωνικής συνείδησης, καθώς και της ιδιότυπης αλληλεπίδρασης των μορφών της τελευταίας[1].

 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ

 

                        Η κοινωνική συνείδηση (κοινωνικό συνειδέναι) συνιστά ουσιώδες φαινόμενο, έκφανση της ουσίας της κοινωνίας ως ολότητας, που απορρέει από τη μεταβολή της δραστηριότητας των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, από τη μεταβολή της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, των σχέσεων παραγωγής και συνολικά των κοινωνικών σχέσεων. Ακριβώς αυτή η ενεργός μεταβολή, ο μετασχηματισμός (σε αντιδιαστολή με την παθητική προσαρμογή) γεννά την ανάγκη ιδεατής προτρέχουσας σύλληψης της επικείμενης (ή εν εξελίξει) αλλαγής της πραγματικότητας και διαφορίζει την ανθρώπινη συνείδηση από τις μη κοινωνικές (πολιτισμικές) μορφές αλληλεπίδρασης και ψυχισμού.

                        Η συνείδηση εμπεριέχει δύο πλευρές: αφ' ενός μεν συνιστά γνώση, γνωστική διαδικασία, ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας του ανθρώπου αφ' ετέρου δε συνιστά ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των σχέσεων των ανθρώπων προς τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή η δεύτερη πλευρά, το συν-ειδέναι, αποτελεί και την συνείδηση αφ' εαυτής, δηλαδή τη συνείδηση από την άποψη της κοινωνικής της ύπαρξης, της ύπαρξης της μέσω των κοινωνικών σχέσεων. Η δεύτερη πλευρά αφ' εαυτής εμπεριέχει και προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση, δεδομένου ότι η από κοινού συνειδητοποίηση είναι ανέφικτη αν τα άτομα δεν διακρίνουν τον εαυτό τους από τον κοινωνικό τους περίγυρο και δεν έχουν επίγνωση της θέσης και του ρόλου τους σ' αυτόν τον περίγυρο. Η πρώτη πλευρά, το συν-ειδέναι (η γνωστική διαδικασία και τα εκάστοτε αποτελέσματά της, οι γνώσεις) ανακύπτει κατ' εξοχήν από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση ενώ η δεύτερη πλευρά, το συν-ειδέναι, από την αλληλεπίδραση και τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, στη συνεργασία. Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής (η εργασία ως ανταλλαγή ύλης με τη φύση και η εργασία ως κοινωνική εργασία) υφίστανται πραγματικά μόνον ως εσωτερική ενότητα στη διαφορά τους, συγκροτώντας την ουσία του κοινωνικού όλου, και η κοινωνική συνείδηση ως ουσιώδης έκφανση αυτού του όλου, υφίσταται μόνον ως εσωτερική ενότητα των παραπάνω αντίστοιχων πλευρών της.

                        Η πρώτη πλευρά της συνείδησης (ειδέναι) καθορίζεται κυρίως από τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, ως αλληλένδετη με το σκοπό, τη σκοποθεσία, τη σκοπιμότητα και γενικότερα με τη διευθέτηση της κίνησης προς ορισμένο αποτέλεσμα της δραστηριότητας (διοίκηση). Γι' αυτό και συνιστά τη γνωσιακή πλευρά της συσχέτισης του ανθρώπου ως υποκειμένου με την αντικειμενική πραγματικότητα, με τα όποια αντι-κείμενα. Η δεύτερη πλευρά της συνείδησης (συν-ειδέναι), η καθαυτό συνείδηση, καθορίζεται κυρίως από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην εργασία, από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και ευρύτερα, από τις κοινωνικές τους σχέσεις. Στη γνώση το υποκείμενο αντιμετωπίζει αυτό που γνωρίζει κατ' εξοχήν ως διάφορο, ως ανεξάρτητο από το υποκείμενο της γνώσης, δηλαδή ως αντι-κείμενο και από την άποψη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού που εμπεριέχει το τελευταίο. Το συν-ειδεναι ως ενότητα των ανθρώπων στην αμοιβαία διαφορά τους προϋποθέτει την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδηση.

                        Η επιστήμη, ως συστηματική παραγωγή γνώσης της νομοτέλειας, της ουσίας  πραγμάτων, διαδικασιών και φαινομένων, συνιστά μεν κυρίως (ανώτερη) μορφή του ειδέναι (σε αντιδιαστολή λ.χ. με την καθημερινή τρέχουσα γνώση), πλην όμως, ως οργανική πλευρά της συνείδησης αποτελεί και μορφή κοινωνικής συνείδησης. Όσο διατηρείται ο υποδουλοτικός καταμερισμός της εργασίας[2] (ως χαρακτηριστικό της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και των κοινωνικών τάξεων), είτε κατάλοιπά του, οι επιστήμες υποδιαιρούνται σε φυσικές και κοινωνικές. Οι φυσικές επιστήμες συνιστούν κατά κύριο λόγο γνώση, διαδικασία παραγωγής γνώσης για τη φύση (πάντοτε υπό το πρίσμα της άμεσης ή έμμεσης, της δυνάμει η ενεργεία ένταξής τους στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης). Οι κοινωνικές επιστήμες εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην καθ' αυτό συνείδηση (συν-ειδέναι), αλλά στο βαθμό που αποτελούν γνώση εξετάζουν την κοινωνία ως αντικείμενο. Η επιστήμη που αντιστοιχεί στην ανεπτυγμένη (αταξική) ανθρώπινη κοινωνία, είναι η συνθετική και εσωτερικά ενιαία επιστήμη, στιγμές της οποίας (αδιάρρηκτες στη διαφορά τους) είναι η γνώση της φύσης και η συνειδητοποίηση της κοινωνίας.

                        Δεδομένου ότι αντικείμενο της συνείδησης, με τη στενή έννοια, είναι οι σχέσεις παραγωγής (ως ανεξάρτητες από τη συνείδηση και καθοριζόμενες από το αναγκαίο φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχουν κατά κύριο λόγο οι παραγωγικές δυνάμεις), ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία είναι αντιστρόφως ανάλογος της αντιστοιχίας των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής προς τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις. Ο ρόλος αυτός μεγιστοποιείται στα μεταβατικά στάδια της παρακμής ορισμένων σχέσεων παραγωγής (η αντικατάσταση των οποίων χωρίς την ενεργό συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων είναι ανέφικτη). Χαρακτηριστικά της κοινωνικής συνείδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα με τη βοήθεια πράξεων, αισθημάτων και νόησης. Σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές:

                        1. Η "ηθική μορφή" της συνείδησης αφορά το πεδίο συνειδητοποίησης και πραγματοποίησης πράξεων (στάσεων, συμπεριφορών, διαβημάτων, εγχειρημάτων κ.λ.π.) οι οποίες εξετάζονται από την άποψη της ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία συνολικά, δηλ. από την άποψη του "καλού" και του "κακού". Ύψιστο καλό (αγαθό, αρετή) είναι οι ενέργειες που κατά τον βέλτιστο τρόπο συμβάλλουν στη διατήρηση και ανάπτυξη της κοινωνίας, της ανθρωπότητας ως ολότητας. Στις βαθμίδες εκείνες της ανάπτυξης της κοινωνίας στις οποίες δεσπόζουν αντίθετα και αντιφατικά συμφέροντα, η εν λόγω μορφή κοινωνικής συνείδησης αποκτά δύο επιπλέον αναγκαίες και αλληλένδετες εκφάνσεις: την πολιτική και το δίκαιο.

                        Η πολιτική συνείδηση είναι ένα περίπλοκο πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος έναντι εκείνου προς τον οποίο κατευθύνεται η πράξη, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λ.π.) υλικών συμφερόντων. Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λ.π.) συμφέροντα νικητών και ηττημένων κυρίως μέσω του δικαίου, με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης[3].

                        2. Η "αισθητική μορφή" συγκροτείται από τη διάθλαση του περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του πρίσματος των αισθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων), ως αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα της ουσίας (απεικάσματα, παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο κ.λ.π.). Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η "θρησκευτική συνείδηση", ως "άμεση, δηλαδή συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επί αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές" (Ενγκελς)[4].

3.   Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης, του στοχασμού και σε καθολικές μορφές, της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και τη συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην ανάπτυξη της κοινωνίας.

 

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 

         Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και "Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή απειρία"[5]. Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση).

                        Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η πρώτη και η δεύτερη μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ' εαυτές δεν μπορούν να καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ' εξοχήν μη-επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες που ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική επιστήμη, περί δικαίου επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.), είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις μορφές εκείνες της κοινωνικής συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται (στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία) σε αυτές. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, στοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης "ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων)[6].

                        Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης.

                        Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία[7] ως επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής Φιλοσοφίας και ταυτόχρονα πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών).

                        Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται ιδιαίτερα μέσω της μαρξικής συμβολής στην ανάπτυξη της περί των σχέσεων παραγωγής της Κεφαλαιοκρατίας επιστήμης ("Κεφάλαιο")[8]. Εκτός από την εγγύτητα της κατηγοριακής νόησης επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, η εν λόγω οργανική σχέση εδράζεται και στην ιδιοτυπία του αντικειμένου, ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και πρωτίστως της πολιτικής οικονομίας ως θεμελιώδους κοινωνικής επιστήμης. Η ορισμένη αλληλοεπικάλυψη των αντικειμένων της έρευνας, δεν σημαίνει αναγωγή της φιλοσοφίας λ.χ. στην επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί μέρους επιστήμη.

                        Οι προοπτικές της ανάπτυξης του φιλοσοφικού συνειδέναι και των κοινωνικών επιστημών διαφαίνονται στο εγχείρημα της "Λογικής της Ιστορίας". Η τελευταία συνιστά θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική αμοιβαία συνάφειά τους. Το εν λόγω εγχείρημα έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική "άρση" της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και μέσω αυτής, την αφετηρία μίας "άρσης" του μαρξισμού, αλλά και του υποδουλωτικού "καταμερισμού της εργασίας" μεταξύ κοινωνικών επιστημών και "κοινωνικής φιλοσοφίας".

                        Από τα παραπάνω - έστω και σχηματικά - καθίσταται σαφές ότι η φιλοσοφία δεν ανάγεται σε αυθαίρετες κατασκευές υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης φιλοσοφούντων εν τη παρόδω (πόσο μάλλον δε σε έκθεση ιδεών παρορμητικού χαρακτήρα κ.λ.π.). Η φιλοσοφία ως η βαθύτερη μορφή του συν-ειδέναι, συνιστά ιδιότυπη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία στην ανάπτυξή της (οντογενετική και φυλογενετική) διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες[9], αντίστοιχες με αυτές που διέπουν την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστήμης.

                        Η οργανική σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ανάγεται σε μία (αναγκαία, πλην όμως πάντοτε ανεπαρκή εκ των πραγμάτων) διεπιστημονική ευρυμάθεια εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ("Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει"-Ηράκλειτος)[10]. Η επιστημονική φιλοσοφία αναπτύσσεται (κατά τη φυλογένεση και την οντογένεσή της) σε συνδυασμό με μία τουλάχιστον από τις επιμέρους επιστήμες. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν στην ιστορία διάφορες επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, λογική κ.λ.π.). Η πολιτική οικονομία αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς την οργανική αλληλεπίδρασή της με την επιστημονική φιλοσοφία από την εποχή της κλασσικής αστικής φιλοσοφίας και του Μαρξ. Προνομιακό πεδίο γόνιμης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστήμης διανοίγεται στην εποχή μας και με τις προοπτικές ανάπτυξης του πλέγματος των βιολογικών επιστημών[11].

                        Η θεωρητική εξέταση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη του επιστημονικού φιλοσοφικού στοχασμού απαιτεί ξεχωριστή συστηματική έρευνα[12]. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές επισημάνσεις για την ανάπτυξη, την κρίση και τις εκφυλιστικές τάσεις στην κοινωνική επιστήμη και στην "κοινωνική φιλοσοφία".

 

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

 

                        Η επιστήμη είναι μια διαδικασία συστηματικής παραγωγής γνώσεων και ως τέτοια συγκροτεί ένα ιδιότυπο κοινωνικό μόρφωμα, ένα αντικείμενο ενασχόλησης ορισμένης ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στον καταμερισμό της εργασίας. Ως είδος εργασίας η επιστημονική δραστηριότητα υφίσταται: α) με τη μορφή της επαναλαμβανόμενης επιστημονικής εργασίας (αναπαραγωγή δεδομένων κεκτημένων κ.λ.π.) και β) με τη μορφή της τελειοποίησης της υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας και συνεπώς με τη μορφή επιστημονικής δραστηριότητας-έρευνας, η οποία οδηγεί πέραν των ορίων της κεκτημένης εργασίας, προς άλλη (ανώτερη, στην περίπτωση της προοδευτικής ανάπτυξης της επιστήμης) βαθμίδα της έρευνας. Κυριολεκτικά επιστημονική νόηση είναι η αναπτυσσόμενη, η τελειοποιούμενη νόηση, η οποία προσιδιάζει κατ' εξοχήν στη δεύτερη (στη δημιουργική) μορφή  της επιστημονικής εργασίας, εμπεριέχοντας σε ανηρμένη μορφή την πρώτη (αναπαραγωγική).

 

ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ  ΕΡΕΥΝΑΣ. ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ  ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ.

 

                        Ανάλογα με τη μορφή της επιστημονικής εργασίας και τον τρόπο προσέγγισης της επιστημονικής δραστηριότητας, ανακύπτει πληθώρα υποκειμένων, τύπων της "επιστημονικής κοινότητας". Αντίστοιχος της πρώτης μορφής επιστημονικής ενασχόλησης είναι κατ' εξοχήν ο άνθρωπος για τον οποίο η "επιστημονική" δραστηριότητα είναι μόνο μέσο: για την ικανοποίηση άμεσων βιοτικών αναγκών του, για την καταξίωση και αναγνώρισή του στην κοινωνία, για την εξασφάλιση κύρους και γοήτρου κοινωνικού. Ακραία και νοσηρή κατάληξη αυτής της τάσης μπορεί να αποβεί η αναγωγή της επιστήμης σε αφορμή προβολής της ναρκισσευόμενης φιλαυτίας του "επιστήμονα", ως εσωτερίκευση του αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού ρόλου της επιστήμης και του φετιχισμού της πνευματικής παραγωγής στην ανταγωνιστική κοινωνία. Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται με την καθαρά ποσοτική αποτίμηση της "παραγωγής" στο χώρο της κατ' αυτό τον τρόπο εννοούμενης "επιστήμης" και (ιδιαίτερα στις μέρες μας) με τη συστηματική αξιοποίηση της κραυγαλέας διαθεσιμότητας παρόμοιων "επιστημόνων", σε μια προσπάθεια κατίσχυσης των χειραγωγικών παρεμβάσεων της βιομηχανίας θεάματος-ακροάματος των Μ.Μ.Ε. Έτσι μπορεί, να γίνεται χρήση της επιστήμης και της φιλοσοφίας για την προώθηση αναγκών, συμφερόντων και σκοπιμοτήτων ξένων προς τις εσωτερικές ανάγκες της έρευνας.

                        Ωστόσο σε κάθε επιστήμη πραγματικοί επιστήμονες είναι εκείνοι που μέσω των ανακαλύψεων τους (διεύρυνση-εμβάθυνση των κεκτημένων της επιστήμης) αναπτύσσουν την επιστήμη, δηλ. οι άνθρωποι που αφοσιώνονται στην αναζήτηση της αλήθειας, μετατρέποντας σε θεμελιώδη ανάγκη τους την ανάγκη για επιστημονικό έργο. Η επιστημονική - ερευνητική δραστηριότητα προβάλλει γι' αυτούς τους ανθρώπους ως εσωτερική αναγκαιότητα που αναπτύσσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοανάπτυξη. Οι άνθρωποι αυτοί ως φορείς συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων δρουν, πρεσβεύουν ορισμένα κοινωνικά συμφέροντα, στάσεις κ.λ.π. Η ικανοποίηση αυτής της θεμελιώδους ανάγκης τους πρέπει να συμβαδίζει με την ιδεολογία, τις κοινωνικές τους στάσεις και αντιστρόφως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία όπου ο ρόλος του συν-ειδέναι δεσπόζει έναντι του συν-ειδέναι. Γι' αυτό και ουσιώδης συμβολή στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας μπορεί να υπάρξει μόνο από ανθρώπους, η κοινωνική στάση των οποίων ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ομάδων εκείνων (τάξεων, στρωμάτων) οι οποίες κατατείνουν αντικειμενικά στην προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Απ' εδώ απορρέει μια επιπλέον ανώτερη ανάγκη-παρώθηση για την ανάπτυξη της θεωρίας: η ανάγκη (στην περίπτωσή μας θεωρητικής και εμμέσως πρακτικής) συμβολής στην προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας[13].

 

         Η ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ. Είναι πλέον θεωρητικά αποδεδειγμένο ότι η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης υπάγεται σε ορισμένες νομοτέλειες και εκτυλίσσεται ως "φυσικο- ιστορική" διαδικασία, στιγμές της οποίας είναι οι εκάστοτε γνωσιακές συγκυρίες[14]. Οι τελευταίες ως ιστορικά συγκεκριμένες βαθμίδες της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας προσδιορίζονται από: 1. την υφή, τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου. 2. το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης περί του αντικειμένου, τα κεκτημένα στη φυλογένεση (ιστορία) της επιστήμης μέσα και τους τρόπους διερεύνησής του (μετάβαση από το εμπειρικό στο θεωρητικό επίπεδο, ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στα νοητά συγκεκριμένο, από τη διάνοια στο λόγο κ.λ.π.)[15]. 3. το επίπεδο ανάπτυξης του συγκεκριμένου ερευνητή (συλλογικού και ατομικού), από την ικανότητα του να στοχάζεται διαλεκτικά (στο επίπεδο του λόγου και όχι απλώς της προδιαλεκτικής διάνοιας), το βαθμό κριτικής αφομοίωσης των κεκτημένων της φυλογένεσης της επιστήμης, σε συνδυασμό με ορισμένες ιδιότητες της προσωπικότητας του ερευνητή (αντικειμενικότητα[16], ιστορική - κριτική στάση μετασχηματισμού του αντικειμένου, αφομοίωση των βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας, όπως αυτές εσωτερικεύονται και διαθλώνται διαμεσολαβημένα στο πεδίο της έρευνάς του, μετατροπή των ερευνητικών καθηκόντων σε ζωτικής σημασίας νόημα της προσωπικότητας, σε εσωτερικό σκοπό, απαλλαγή από εξωεπιστημονικές ιδιοτελείς επιδιώξεις κ.λ.π.). Η ακριβής διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας μέσω της λογικής-μεθοδολογικής ανάλυσης της γνωστικής διαδικασίας παρέχει τη δυνατότητα γονιμοποιού ευρετικής επενέργειας στην περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, βάσει της νομοτέλειας που διέπει την επιστημονική νόηση, μιας νομοτέλειας, η απροσδιοριστία της οποίας αίρεται στο βαθμό που ωριμάζει  η επιστήμη, και η οποία εκδηλώνεται ως κάθε φορά συγκεκριμένο ιστορικά φάσμα δυνατοτήτων προώθησης (ή διάλυσης) της επιστήμης. Η υλοποίηση των μεν, είτε των δε υφιστάμενων δυνατοτήτων ανάπτυξης της επιστήμης, εξαρτάται άμεσα από τον εκάστοτε συγκεκριμένο ερευνητή (ερευνητές), αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν εξαρτάται από πληθώρα αποκλειστικά ατομικών, ψυχολογικών κ.λ.π. ιδιοτήτων, δεδομένου ότι η επιστήμη θα τραβήξει τον δρόμο της ούτως ή άλλως. Από αυτές τις ιδιότητες εξαρτάται ωστόσο κατά πολύ η κλίμακα των παλινωδιών-παρεκκλίσεων της πορείας της έρευνας, που απορρέουν από τις αντιφάσεις της γνωστικής διαδικασίας, από εξωτερικές ως προς την επιστήμη παρεμβάσεις, από κρισιακές συγκυρίες, αλλά και η εμβέλεια των προωθητικής ισχύος ανακαλύψεων (εφ' όσον ωριμάζουν οι κατάλληλες συνθήκες και η επιστημονική έρευνα οδηγεί προς μία μεγάλη ανακάλυψη)[17].

                        Ο βέλτιστος τρόπος δημιουργικής παρέμβασης του ερευνητή στην γνωσιακή συγκυρία, η ικανότητα επαναστατικοποίησης της επιστήμης μέσω θεμελιωδών ανακαλύψεων, χαρακτηρίζεται ως μεγαλοφυία. Η μεγαλοφυία του ερευνητή-στοχαστή, όπως αποκαλύπτει η ιστορία του πολιτισμού, προϋποθέτει την ικανότητά του, συνειδητοποιώντας τις ωριμάζουσες θεμελιώδεις κοινωνικές ανάγκες, να τις μετατρέπει σε εσωτερική παρώθηση της δραστηριότητάς του, σε ιδιότυπη ψυχολογική προδιάθεση για γνώση, για την ανακάλυψη της αλήθειας[18]. Αυτό όμως δεν αρκεί. Η ορθή κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση σε προοδευτική κατεύθυνση και η υποκειμενική "όρεξις του ειδέναι"[19] είναι μεν αναγκαίες πλην όμως μη ικανές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της επιστήμης. Για την τελευταία είναι απαραίτητο επίσης ο ερευνητής, εντάσσοντας τη δραστηριότητά του στα "πλαίσια", στο πεδίο της εσωτερικής λογικής της επιστήμης (γεγονός που προϋποθέτει ορισμένη κριτική αφομοίωση και μετασχηματισμό των κληροδοτημένων από την φυλογένεση της έρευνας κεκτημένων), να συμβάλλει στην υπέρβαση, στην άρση αυτών των "πλαισίων" στην φορά και κατεύθυνση της εσωτερικής νομοτέλειας ανάπτυξης της επιστήμης, κατά τρόπον ώστε αυτή η εσωτερική νομοτέλεια να τίθεται "ως αυτοπραγμάτωση εμπράγματη ενσάρκωση του υποκειμένου"[20].

                        Στο εσωτερικό της επιστήμης υπάρχει απαραίτητα ορισμένος καταμερισμός εργασίας, ο οποίος δεν εδράζεται σε μιαν άκαμπτη κατανομή ρόλων και λειτουργιών ως προς τα αμετάβλητα υφιστάμενα και δεδομένα εμπράγματα μέσα και τους όρους της εργασίας, αλλά, τουναντίον, προϋποθέτει την αμοιβαία ανταλλαγή ικανοτήτων, τον αλληλοεμπλουτισμό των προσωπικοτήτων-κοινωνών καθολικών μορφών αλληλεπίδρασης με το αντικείμενο της γνώσης και μεταξύ τους. Πρόκειται για έναν ιδιότυπα διαμεσολαβημένο καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας και συνεργασίας. "Καθολική εργασία είναι κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση. Καθορίζεται εν μέρει από την συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων"[21]. Με αυτή την έννοια οι χαρακτηριστικές γι' αυτή τη συνεργασία σχέσεις της εργασίας του παρελθόντος και του παρόντος, στα πλαίσια της πραγματικής ανάπτυξης και επαναστατικοποίησης της επιστήμης, προβάλλουν ως προαπείκασμα του χαρακτήρα της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων της αναπτυγμένης (αταξικής) ανθρώπινης κοινωνίας. Ωστόσο στην ανταγωνιστική κοινωνία, οι σχέσεις αυτές λειτουργούν μόνον εν μέρει και ευνουχίζονται από τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων και της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Τα ψήγματα αυτών των δημιουργικών-καθολικών σχέσεων ασφυκτιούν και συχνά καταπνίγονται από την γραφειοκρατική οργανωτική δομή και ιεραρχία των φορέων της επίσημης θεσμικότητας της επιστήμης και της φιλοσοφίας (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων κ.λ.π.) η κύρια σκοπιμότητα ύπαρξης των οποίων στην ανταγωνιστική κοινωνία ("παραγωγικότητα" της κερδοφορίας είτε παραγωγή, αναπαραγωγή και κατίσχυση του κυρίαρχου καταμερισμού της εργασίας μέσω της θεσμικής και ιδεολογικής νομιμοποίησής του) οδηγεί σε εργαλειακή σχέση προς την πραγματική έρευνα και σε πραγματισμό. Το περίπλοκο σύστημα ένταξης-αποκλεισμού και ανέλιξης στη γραφειοκρατική ιεραρχική κλίμακα των μηχανισμών αυτής της θεσμικότητας, βιωματικά εσωτερικευόμενο (και νομιμοποιούμενο με το περί "αξιοκρατίας" ιδεολόγημα) αναδεικνύει τη "σταδιοδρομία" σε αυτοσκοπό και το διαγκωνισμό για επικράτηση - κυριαρχία σε μέθοδο "επιτυχίας" (καριερισμός). Η ιεραρχία της εξουσίας που επιβάλλεται και ως ιεραρχία της γνώσης, οδηγεί σ' ένα πλέγμα πρακτικών αυταπατών που αμβλύνει την κριτική διάθεση και μειώνει την ευελιξία της σκέψης, γεγονός που προκαλεί βαθμιαία απώλεια της ικανότητας για δημιουργικό νεωτερισμό στην έρευνα, ανάγοντας την τελευταία σε κατ' εξοχήν αναπαραγωγική. Η μορφή (ο τύπος) υποκαθιστά το περιεχόμενο, τα μέσα - το σκοπό, η ιδιότητα του ερευνητή - στοχαστή υποκαθίσταται από αυτήν του τιτλούχου - αξιωματούχου, η συστηματική ερευνητική εργασία - από την τελετουργική εμμονή σε τυπικά πλαίσια, πρωτόκολλο κ.α. συνδηλωτικά στοιχεία της κατ' επίφασιν επιστήμης, η συλλογικότητα στην έρευνα - από σχέσεις κυριαρχίας - υποταγής, από κολακεία "δημόσιες σχέσεις" κ.ο.κ.. Η κομφορμιστική υπαγωγή - ενσωμάτωση σ' αυτή τη θεσμικότητα υποβάλλει και επιβάλλει βαθμιαία την κυρίαρχη ιδεολογία μ' έναν αποτελεσματικό τρόπο λογοκρισίας-αυτολογοκρισίας.

                        Ο αυθεντικός ερευνητής, όπως κάθε δημιουργική προσωπικότητα, λόγω της κριτικής - στοχαστικής του στάσης, προσαρμόζεται με δυσκολία στο κοινωνικό περιβάλλον του και βάσει των αγοραίων κριτηρίων "καθωσπρεπισμού" θεωρείται συνήθως "δύστροπος χαρακτήρας" με "αποκλίνουσα συμπεριφορά"[22]. Κατά κανόνα δεν εγγράφεται στο πλαίσιο των εν λόγω θεσμικοτήτων, ενώ στις σπάνιες περιπτώσεις επισφαλούς ένταξής του σε αυτές (διατηρώντας και αναπτύσσοντας την σχέση του με την επιστήμη και την κοινωνία) αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος, ως "γραφικός" είτε ως επιβεβαίωση της "πλουραλιστικής μεγαλοθυμίας" των μηχανισμών, προς επίρρωση της "αμερόληπτης" νομιμοποιητικής λειτουργίας τους.

                        Η λειτουργία των εν λόγω μηχανισμών αποκτά σήμερα μιαν έντονα κοσμοπολίτικη διάσταση, μέσω της παγκοσμιοποίησης των "δημοσίων σχέσεων" της "επιστημονικής κοινότητας", των διακρατικών- διαπανεπιστημιακών σχέσεων, του συνεδριακού τουρισμού και των συμπαρομαρτούντων τους[23].

 

Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.

 

                        Η ανάπτυξη της έρευνας προϋποθέτει την ύπαρξη συνθηκών ευνοϊκών για τον επικοινωνιακό-διαλογικό χαρακτήρα της σκέψης. Εδώ δεν πρόκειται για ένα διάλογο "εαυτού χάριν". Το ζητούμενο δεν είναι διοικητικού χαρακτήρα διευθετήσεις (δηλ. το αν θα επιτρέπεται ή θα απαγορεύεται ο διάλογος). Η δημιουργική διαλογικότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος της έρευνας δεδομένου ότι: 1. βελτιστοποιεί την αυτοκριτική στάση του ερευνητή και συντελεί στην υπέρβαση των στοιχείων του υποκειμενισμού μέσω της αντιπαραβολής των ιδεών, 2. μέσω της ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας αναβαθμίζει τη θεωρητική θεμελίωση και απόδειξη, 3. καλλιεργεί την ικανότητα πρόσληψης των απόψεων του αντιπάλου και κυρίως 4. αναπτύσσει τις δυνατότητες ανάδειξης των αντιφάσεων της γνωστικής διαδικασίας και συνειδητής παρέμβασης στην προώθηση-άρση τους[24]. Συνεπώς η εν λόγω διαλογικότητα αποσκοπεί στην αποκάλυψη αληθούς και ορθής γνώσης περί του αντικειμένου, και συνιστά τρόπο ένταξης διαφόρων ερευνητών στην εσωτερική νομοτέλεια ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Κατ' αυτό το διαλογικό καταμερισμό της εργασίας, υποκείμενα του οποίου είναι οι ερευνητές ως προσωπικότητες (είτε ως συνεργάτες-παραγωγοί γνώσης, είτε ως συνεργάτες στην παιδαγωγική αλληλεπίδραση δάσκαλου-μαθητή), διαφαίνονται ορισμένες τάσεις της επικείμενης πραγματικής κοινωνικοποίησης της εργασίας, δεδομένου ότι εδώ η ερευνητική κοινότητα δεν κοινωνικοποιεί τόσο εμπράγματα μέσα και προϊόντα, όσο μέσα, τρόπους και προϊόντα της πνευματικής δημιουργίας δηλ. κατά κύριο λόγο δυνάμει και ενεργεία δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων. Η δια του επιστημονικού διαλόγου κριτική αφομοίωση ("παραγωγική κατανάλωση") της εκάστοτε κεκτημένης επιστημονικής γνώσης σημαίνει ταυτόχρονα και τελειοποίηση, ανάπτυξη τόσο της επιστήμης όσο και του ερευνητή.

 

ΚΡΙΣΙΑΚΗ ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ «ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.

 

                        Κάθε επιστήμη εμπεριέχει δυνατότητες προοδευτικής ανάπτυξης: 1) μέχρι την επίτευξη πλήρους και επαρκούς για την τελέσφορη πρακτική παρέμβαση γνώσης των εσωτερικών αμοιβαίων δεσμών του αντικειμένου (δηλ. μέχρι να εξαντληθούν οι γνωστικές δυνατότητες στο επίπεδο της ανεπτυγμένης διαλεκτικής νόησης, στο επίπεδο του λόγου), 2) όσο η αυτοτέλεια των συστατικών στοιχείων της (τάσεων, πτυχών, κατευθύνσεων) παραμένει σχετική ως προς την εσωτερική συνοχή τους και υπάγεται σε αυτήν. Συνεπώς η επιστήμη εμπεριέχει τάσεις αυτοκαταστροφής ως δυνατότητες από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της, ακόμα και αν δεν έχει φθάσει στο επίπεδο της ωριμότητάς της.

                        Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει τόσο γόνιμες, δημιουργικές όσο και άγονες αυτοκαταστροφικές τάσεις. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών (ενδοεπιστημονικών) και εξωτερικών (κοινωνικο -οικονομικών πολιτικών, ιδεολογικών κ.λ.π.) παραγόντων Είναι γνωστές λ.χ. οι περιπτώσεις κατά τις οποίες σκοπιμότητες πολυεθνικών οικονομικών ομίλων θέτουν φραγμούς σε έρευνες εφαρμοσμένων και τεχνικών επιστημών, οι ανακαλύψεις των οποίων αντιστρατεύονται εκ των πραγμάτων τον σχεδιασμό αυτών των ομίλων. Ως φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών-δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου (δηλ. της βασικής παραγωγικής δύναμης) λειτουργούν οι περικοπές των δαπανών για βασική έρευνα, λόγω της μη άμεσης σύνδεσής τους με την "παραγωγικότητα" (κερδοφορία). Εδώ η κρίση οφείλεται σε άμεση επιβολή εξωτερικών σκοπιμοτήτων.

                        Οι μείζονος σημασίας κρισιακές συγκυρίες στην ιστορία ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και της Φιλοσοφίας οφείλονται συνήθως σε συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται κατ' εξοχήν με την προσέγγιση των ορίων ορισμένου επιστημονικού κεκτημένου, με την εξάντληση των δυνατοτήτων εξήγησης του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, με την εμφάνιση νέων δεδομένων, γεγονότων κ.λ.π. Οι εξωτερικοί παράγοντες αφορούν την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική συγκυρία, ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές των κοινωνικών αναγκών και των συσχετισμών των δυνάμεων. Η κρίση των φυσικών επιστημών στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αι. φανέρωσε έντονα τον συνδυασμό των εν λόγω παραγόντων, ενώ εκδηλώθηκε παράλληλα και ως κρίση των φιλοσοφικών θεμελίων των επιστημών[25].

                        Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, -μοναδικό από την άποψη της αλληλοδιαπλοοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής-παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική εποχή κατά την οποία η κλασσική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικό-φιλοσοφικών, πολιτικο -οικονομικών και γνωσεολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων έπαψε να υφίσταται. Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε "η ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος, αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη απολογητική των κολάκων"[26]. Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας εφ' όσον οι "διάκονοί" τους υιοθετούσαν τη σκοπιά της κυρίαρχης πλέον και πολιτικά αστικής τάξης.

                        Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες κρισιακές συγκυρίες στο πεδίο των λογικών-μεθοδολογικών ερευνών και της φιλοσοφικής θεμελίωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και της κοινωνικής θεωρίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα έντονα κατά τις δεκαετίες του 1960-1970 στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ., λόγω της ανάπτυξης των σχετικών επιστημονικών αναζητήσεων σε συνδυασμό με θεμελιωδώς νέες ανάγκες της εν λόγω κοινωνίας. Η πορεία και η έκβαση των συγκρούσεων μεταξύ των δημιουργικών θεωρητικών τάσεων και των κυρίαρχων τότε επίσημων απολογητικών ιδεολογημάτων απαιτεί συστηματική ανάλυση (πόσο μάλλον σε χώρες όπως η δική μας, όπου η προβληματική αυτή παραμένει παντελώς άγνωστη)[27].

                        Κατά τη γνώμη μου η πλέον περίπλοκη και μείζονος εμβέλειας κρισιακή γνωσιακή συγκυρία του αιώνα εκτυλίσσεται στις μέρες μας και συνδέεται με την πορεία της συσχέτισης επανάστασης και αντεπανάστασης, με την εδραίωση της τελευταίας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε χώρες του πρώτου ρεύματος των σοσιαλιστικών επαναστάσεων (κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση) με τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα και τη συνακόλουθη απώλεια προσανατολισμού του επαναστατικού και ευρύτερα του προοδευτικού κινήματος. Τα παραπάνω εκδηλώνονται κατ' εξοχήν ως κρίση του μαρξισμού, εφ' όσον με αυτόν συνδέεται κυρίως η επιστημονικότητα των θεμελιωδών κεκτημένων των κοινωνικών επιστημών, των μεθοδολογικών ερευνών και της Φιλοσοφίας. Οι δύο τελευταίες κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες (και ιδιαίτερα η κρίση των ημερών μας) καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας τη διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του μαρξισμού, σε μια νέα σύνθεση που δε θα συνιστά πλέον απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει την ανθρωπότητα από τη σκοπιά των θετικών αναγκών της αναπτυγμένης αταξικής κοινωνίας[28]. Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγχείρημα της "Λογικής της Ιστορίας", το οποίο ανέκυψε ως γόνιμη χρησιμοποίηση-ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του μαρξισμού[29]. Ωστόσο η άρση της πρωτοφανούς κρίσης της κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας των ημερών μας παραμένει ζητούμενο. Το μόνο δεδομένο προς το παρόν είναι αφ' ενός μεν οι συνδεόμενες με το προαναφερθέν εγχείρημα δημιουργικές τάσεις ανάπτυξης της θεωρίας, αφ' ετέρου δε η χαώδης ποικιλομορφία τάσεων αποδόμησης, εκφυλισμού και έκπτωσης (με όλη την πολυσημία του όρου: υποβάθμιση της επιστημονικής ισχύος, απαξίωση-υποτίμηση της αγοραίας τιμής, λόγω της υπερδιαθεσιμότητας ορισμένων "επιστημόνων" για εκποίηση-έκδοση, κοινωνική και ηθική μείωση και ανυποληψία...).

                        Κατ' αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες είναι οι ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται μεγάλες επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Συνοδεύονται από επίπονες επιπλοκές, "οδύνες του τοκετού", πληθώρα τερατογονιών και εκτρωμάτων, αμφίβολες πατρότητες κ.λ.π. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκυρίες αυτές εκδηλώνονται αντικειμενικά, παρόμοια με τις επαναστατικές καταστάσεις στην ιστορία της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν μεν τον αναγκαίο, πλην όμως όχι ικανό όρο τελέσφορων και νικηφόρων επαναστάσεων. Η βαθμιαία κλιμάκωση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτόματα στο θρίαμβο της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης αν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσου του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας θεωρητικής σύλληψης (ανάδειξη των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας, ερμηνεία των αιτίων ανεπάρκειας αυτής, της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής εδραίωσης-καταξίωσης της νέας (Φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση, αναβάθμιση της έρευνας μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του προσδιορισμού του πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία "αίρεται" διαλεκτικά από την νέα θεωρία.. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια, δεδομένου ότι η απαιτούμενη συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες συστηματικό έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει κατά κανόνα σ' ένα άκρως δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις.

 

      ΤΥΠΟΛΟΓΙΑΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ» ΚΑΙ ΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.

 

                        Γι' αυτό ο Μαρξ διέκρινε αυστηρά τα "ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της κυρίαρχης τάξης" από την "ελεύθερη πνευματική παραγωγή του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού"[30]. Στα πρώτα κατέτασσε τους "ιδεολόγους", οι οποίοι "κάνουν κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της"[31]. Ο Μαρξ εξετάζοντας την παρεισφρέουσα στην επιστήμη αγοραία μορφή της ιδεολογικής συνείδησης, οδηγείται σε σειρά παρατηρήσεων και πορισμάτων αναφορικά με την πνευματική παραγωγή συν-ειδέναι.

                        Μάλιστα δεν ανάγει αυτή τη στάση μόνο σε εκδήλωση της όποιας αποκλειστικά προσωπικής σκοπιμότητας, κάποιων δόλιων προθέσεων των προσώπων, τα οποία επιδίδονται στη συγκρότηση επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων για τις κοινωνικές σχέσεις από το υλικό της λειτουργικά φετιχιστικής συνείδησης. Χωρίς να προσάπτει την ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό της θεωρίας αποκλειστικά στα άτομα ο Μαρξ σκιαγραφεί αυτούς τους "ιδεολόγους" κάθε άλλο παρά με ρόδινα χρώματα, εκλαμβάνοντας τους ως χαρακτηριστικούς τύπους ιδιότυπων μαζικών, κοινωνικών ρόλων.

                        Χαρακτηριστικό στοιχείο μερίδας αυτών των τύπων είναι ο παρασιτισμός. Ως "πρώτη ύλη" της "έρευνας" χρησιμοποιούνται τα κεκτημένα της αυθεντικής θεωρίας, των μεγάλων συστημάτων. Στον τύπο αυτό εμπίπτει και ο "εξ επαγγέλματος λογοκλόπος" (π.χ. Τ.R.Malthus)[32], ο οποίος σε αντιδιαστολή με τις πιθανές υπερβολές-πλάνες του αυθεντικού στοχαστή, σπεύδει πάντοτε να κάνει μια "επικερδή επιχείρηση" με αυτές τις υπερβολές[33]. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κοινοτοπίες, οι φενάκες, η χυδαιότητα, η νόθευση και η σύγχυση, προβάλλουν με το προσωπείο της επιστημονικοφανούς εκζήτησης της εκφοράς, της επιτήδευσης και του μανιερισμού. Η σκόπιμα περιπλεκόμενη διατύπωση και οι λεκτικές ακροβασίες (που δεν συνδέονται με την κλιμακούμενη εμβάθυνση της όντως περίπλοκης συνθετικής κατηγοριακής σκέψης), αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό του αδαούς[34]. Οι σημερινές "μεταμοντέρνες" εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων στην επιστήμη επιγόνων, με την "αποδόμηση" και τη διάλυση των πάντων στη "διακειμενικότητα", οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878: "ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η "ελευθερία της επιστήμης"  εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό ως την μοναδική αυστηρά επιστημονική μέθοδο"[35].

                        Οι διαλυτικές τάσεις της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας εκδηλώνονται σύμφωνα με ορισμένη νομοτέλεια-τάση. Αρχικά επιχειρείται μια δογματική υπεράσπιση και συντήρηση πάσει θυσία ορισμένης θεωρίας. Η στάση αυτή οδηγείται σε δογματικές σχηματοποιήσεις - συστηματοποιήσεις επιδιώκοντας με τη βοήθεια της τυπικής λογικής την εξάλειψη των αντιθέσεων της θεωρίας αυτής, αλλά και εκείνων των αντιθέσεων του αντικειμένου της έρευνας που θέτουν σε δοκιμασία τη θεωρία (π.χ. ο J.St. Mill)[36]. Εδώ οι αντιφάσεις "διευθετούνται" μέσω της άμεσης προσαρμογής του συγκεκριμένου στο αφηρημένο, συγκαλύπτονται με φραστικά τεχνάσματα είτε υπογραμμίζεται η ενότητα, η ταύτιση των αντιθέτων. Ο σχολαστικισμός της απολογητικής εκδηλώνεται με σοφιστικές υπεκφυγές απ' τα προβλήματα, με τη συγκάλυψη των αντιθέσεων, την απολυτοποίηση της ενότητας και την αποσιώπηση της πάλης των αντιθέτων[37].

                        Η στάση αυτή συνδέεται με τον προαναφερθέντα κομφορμισμό στην επιστήμη, με τον "ακαδημαϊσμό", με τη μορφή εκείνη εκχυδαϊσμού της επιστήμης που ο Μαρξ αποκαλούσε "καθηγητική". Η τελευταία "καταπιάνεται "ιστορικά" με την υπόθεση και με σοφή μετριότητα αναζητεί παντού το "καλύτερο" και μάλιστα γι' αυτήν δεν έχει σημασία αν καταλήγει τελικά σε αντιφάσεις, σημασία έχει μόνο η πληρότητα της επιλογής. Είναι ο ευνουχισμός όλων των συστημάτων, από τα οποία θραύουν παντού τις οξείες αιχμές, και τα οποία συνυπάρχουν ειρηνικά σ' ένα κοινό τετράδιο χωρίων... Ακόμα και οι πραγματικά βαθιές σκέψεις ενός Σμιθ, ενός Ρικάρντο και άλλων... καταντούν εδώ κάτι το αστόχαστο και μετατρέπονται σε αγοραία άποψη"[38].

                        Κατ' αυτό τον τρόπο η δογματική σχηματοποίηση και η γελοιογραφικά χονδροειδής, προάσπιση της μέχρι πρότινος κυρίαρχης θεωρητικής κατεύθυνσης, ετοιμάζει το έδαφος για μηδενιστικές, σκεπτικιστικές, υποκειμενικές κ.λ.π. τάσεις μέχρι την πλήρη απόρριψη, όχι μόνο των παρωχημένων στοιχείων της θεωρίας, αλλά και κάθε ορθολογικής θεωρητικής προσέγγισης σε μια εκλεκτική- σχετικοκρατική και χαώδη σύγχυση. Η απέχθεια προς τη συστηματική έρευνα οδηγεί αυτή την τάση του εκχυδαϊσμού στον εκλεκτισμό, στην απόρριψη κάθε νοητικής συγκρότησης. Πρόσφορο καταφύγιο της ακαδημαϊκής "επιστήμης" γίνεται τότε ο ερευνητικός μινιμαλισμός, που βρίσκει εύκολα διέξοδο στην περιγραφική ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Είναι η προσφιλής ασχολία των λογίων, που κατά τον Καντ "έχουν ως Φιλοσοφία τους την Ιστορία της φιλοσοφίας"[39]. Όπως ορθά επισημαίνει ο Χέγκελ "η ιστορία της φιλοσοφίας, ως αφήγηση περί διαφόρων και ποικίλων απόψεων, μετατρέπεται ... σε αντικείμενο της αργόσχολης περιέργειας, είτε ... σε αντικείμενο ενδιαφέροντος πολυμαθών επιστημόνων"[40]. Σε αυτή την περίπτωση η θεωρητική εξέταση ενός ζητήματος συγχέεται με την χαώδη παράθεση ιδεών και απόψεων.

                        Το δίπολο δογματισμού-σκεπτικισμού (αναθεωρητισμού) χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις διαλυτικές τάσεις κάθε κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας (του τέλους της κλασσικής αστικής πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας, του τέλους του κλασσικού μαρξισμού κ.λ.π.). Η σημαντικότερη συνεισφορά των επιγόνων έγκειται στη μεγέθυνση και όξυνση αδυναμιών και αντιφάσεων, του έργου μεγάλων δημιουργών (συχνά μη αντιληπτών στο πρωτότυπο έργο αυτών των δημιουργών), που οδηγεί στην προώθηση της νέας (της ανώτερης) θεωρητικής σύλληψης.

                        Η αυθεντική επιστημονικότητα στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τις φενάκες περί "καθαρής", "ακαδημαϊκής", "καθηγητικής" επιστήμης, αλλά ούτε και με τις ποικίλες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις που ανάγουν χονδροειδώς επιστήμη και φιλοσοφία σε κάποιες άμεσα κοινωνικο-πολιτικές τοποθετήσεις. Προϋποθέτει (τόσο κατά τη "φυλογένεση" όσο και κατά την "οντογένεσή" της) την ουσιώδη και διαμεσολαβημένη αλληλοδιείσδυση, τον αλληλοπροσδιορισμό και τον αλληλοεμπλουτισμό "εξωτερικού" και "εσωτερικού" στο δικό της πεδίο, στη λογική της ανάπτυξής της. Προϋποθέτει μια συνεπή προοδευτική κοινωνικο -πολιτική τοποθέτηση, όχι δογματικά άκαμμπτη, αλλά διαρκώς τεκμηριούμενη θεωρητικά και μεθοδολογικά ώστε να κατατείνει προς αποτελεσματική δραστηριότητα για τον ριζικό μετασχηματισμό του αντικειμένου της έρευνας (του κοινωνικού γίγνεσθαι) σύμφωνα με την εγνωσμένη νομοτέλεια που το διέπει.

                        Η ζωή και το έργο του τιμώμενου σε αυτό το συνέδριο στοχαστή, του Ευτύχη Μπιτσάκη, αναδεικνύουν παραδειγματικά το γεγονός, ότι σε κρίσιμες περιόδους, η προμηθεϊκή στάση είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της γόνιμης-στρατευμένης δημιουργίας, όσο βαρύ κι αν είναι το τίμημα (διώξεις, φυλακίσεις, αποσιωπήσεις, συκοφαντίες κ.λ.π.). Παραδείγματα όπως αυτό, αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα σε συνθήκες πολιτικής, ιδεολογικής και θεωρητικής ήττας του επαναστατικού κινήματος, όχι μόνο στα περιορισμένα πλαίσια της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, σε συνθήκες γενικής κρίσης του μαρξισμού και απώλειας της προοπτικής.



[1] Η προτεινόμενη προσέγγιση του θέματος αναπτύσσεται στο: Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα, 1988. Βλ. επίσης το λήμμα: Συνείδηση κοινωνική, στο Φιλοσοφικό, Κοινωνιολογικό λεξικό τόμος 5ος εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1995.

[2] Βλ. τα λήμματα: εργασία (τομ. 2ος), αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας (τομ. 1ος), τάξεις κοινωνικές-πάλη των τάξεων (τομ. 5ος) στο ίδιο λεξικό.

[3] Βλ. τα λήμματα: εξουσία (τομ. 2ος), ηγεσία (τομ. 2ος), διοίκηση (τομ. 2ος), δίκαιο (τομ. 2ος), στο ίδιο λεξικό.

[4] Ενγκελς Φ. Αντι-Ντύρινγκ. Ρωσ. εκδ. Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς. Έργα, τομ. 20, σ. 329.

[5] Είναι αντίθετες με την προτεινόμενη εδώ κατανόηση της φιλοσοφίας αλλά και με τη φιλοσοφία του κλασσικού μαρξισμού, οι απόπειρες συγκρότησης προμαρξικού τύπου μεταφυσικής "οντολογίας" περί του "καθ' όλου" φυσικής φιλοσοφίας κλπ.-βλ. π.χ. την περί "διαλεκτικού υλισμού" αντίληψη του Στάλιν, του Μπουχάριν και της επίσημης σοβιετικής φιλοσοφίας. Οι αντιλήψεις αυτές όπως και η αναγωγή τη φιλοσοφίας σε εξέταση "των γενικών νομοτελειών της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης" είναι χαρακτηριστικές για καταστάσεις κατά τις οποίες η φιλοσοφία δεν έχει αποχωρισθεί, δεν έχει καταστεί σαφώς διακριτή από τις υπόλοιπες μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Βλ. σχετικά Β.Α. Βαζιούλιν, ο.π. σελ. 183-194.

[6] Η μεταφυσική αντιδιαστολή επιστήμης-ιδεολογίας αδυνατεί να συλλάβει αυτή τη διαλεκτική προβληματική (βλ. π.χ. L.Althusser).

[7] Βλ. το λήμμα: διαλεκτική λογική (τομ. 2ος και συμπλήρωμα, τομ. 5ος) στο προαναφερθέν λεξικό.

[8] Βλ. σχετικά: Ιλιένκοφ Ε.Β. Η διαλεκτική αφηρημένου και συγκεκριμένου στο "Κεφάλαιο" του Κ.Μαρξ. Μόσχα, 1960. Β.Α.Βαζιούλιν: το πρόβλημα της αντίφασης στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Ουτοπία. 1994, Νο 12. του ίδιου: Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Επιστημονική σκέψη, Νο 36, 1987.

[9] Βλ. το λήμμα: "νομοτέλεια" στο ίδιο λεξικό (τομ. 4ος).

[10] Ευ. Ρούσσος. Ηράκλειτος (περί φύσεως), απόσπασμα 16(40), εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1987, σελ. 4.

[11] Για τη διεπιστημονική εμβέλεια και τις προοπτικές της μεθοδολογίας αυτής βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες, στο Μεθοδολογικά προβλήματα της σύγχρονης επιστήμης. Μόσχα, 1970.

[12] Βλ. λ.χ. Πατέλη Δημ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης. Μόσχα, 1991.

[13] Ο προσανατολισμός αυτός είναι σαφής ήδη από τη νεανική ηλικία του Κ. Μαρξ. Βλ. π.χ. την γυμνασιακή έκθεση του Μαρξ: Διαλογισμοί ενός νέου κατά την επιλογή του επαγγέλματος (1835). στο Κ. Μαρξ- Φ. Ενγκελς. Έργα, τομ. 40, σελ. 3-7.

[14] Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Περί του ζητήματος του "μηχανισμού" ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Vestnic Moskofskovo Universiteta, Ser. 8, 1964, Νο 2. του ίδιου: Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ.Μαρξ.  Μόσχα 1975. Πατέλη Δημ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση...

[15] Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική. Δεκ. 1992, Νο 67 και τα λήμματα: "Εμπειρικό και θεωρητικό", "ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο", "διάνοια και λόγος" στο προαναφερθέν λεξικό (τομ. 1ος-2ος και συμπλήρωμα-5ος).

[16] Η αντικειμενικότητα δεν εννοείται εδώ θετικιστικά, ως ταξική, ιδεολογική και αξιολογική ουδετερότητα (αντικειμενισμός) και αδιαφορία για τα κοινωνικά προβλήματα. Από ψυχολογικής πλευράς είναι αποδεδειγμένο ότι στη γνωσιακή σχέση προς το είναι εμπλέκεται οργανικά και η σχέση προς τους άλλους ανθρώπους. Βλ. Ρουμπινστάιν Σ.Λ. Οι βάσεις της γενικής ψυχολογίας, τομ. 1, Μόσχα 1989.

[17] Βαζιούλιν Β.Α. Το γίγνεσθαι της μεθόδου ... σελ. 31.

[18] Μεγαλοφυής κατά τον Κουζνετσόφ Μπ.Γκ. "είναι ο άνθρωπος η ζωή του οποίου συμπίπτει τα μέγιστα με τη ζωή της ανθρωπότητας. Τα ενδιαφέροντα του μεγάλου επιστήμονα είναι εγγενείς ανάγκες της αναπτυσσόμενης επιστήμης, επιδιώξεις της επιστήμης είναι οι ενύπαρκτες οδοί της επιστήμης, επιτυχίες του μεγαλοφυούς είναι οι μεταβάσεις της επιστήμης από έναν αναβαθμό σε άλλον, ανώτερο". Αϊνστάιν: η ζωή, ο θάνατος, η αθανασία. Μόσχα, 1979, σ. 18.

[19] Αριστοτέλη (Μεταφυσ. Α1, 981b, 13ε-β19).

[20] Μαρξ. Grundrisse, στο Κ. Μαρξ- Φ. Ενγκελς, Έργα, τομ. 46, ημιτ. ΙΙ, σελ. 109-110.

[21] Κ.Μαρξ. Το Κεφάλαιο. Τομ. 3ος, ελλ. εκδ. Σ.Ε. σελ. 135.

[22] Βλ. σχετικά: Διεπιστημονική προσέγγιση της διερεύνησης της επιστημονικής δημιουργίας. Μόσχα, 1990, σ. 96-97.

[23] Ο φαύλος κύκλος της διεθνούς "επιστημονικής κοινότητας" σκιαγραφείται γλαφυρά στο έργο του Τ.Λοτζ: Μικρός που είναι ο κόσμος. Πόλις, Αθήνα. 1996.

[24] Βλ. σχετικά: Διαφερμάκης Εμμ. Το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης επιστήμης και ηθικής. Διδακτορική διατριβή. Μόσχα, 1995.

[25] Βλ. σχετικά: Λένιν Β.Ι. Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός (Άπαντα, Σ.Ε. τ.18) καθώς και τα σχετικά έργα του Ε. Μπιτσάκη.

[26] Κ.Μαρξ. Επίλογος στη Β' έκδοση του Κεφαλαίου (ελλ. εκδ. Σ.Ε. τ.1, σελ. 17 σε ανεπαρκή μετάφραση).

[27] Οι δημιουργικές αυτές τάσεις συνδέονται κυρίως με το έργο των: Μ.Μ. Ρόζενταλ, Ε.Β. Ιλιένκοφ, Λ.Α. Μανκόφσκι, Β. Τιπούχιν, Ζ.Μ. Ορούτζιεφ και Β.Α. Βαζιούλιν.

[28] Σε αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζονται οι αναζητήσεις της διεθνούς διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας: Λογική της Ιστορίας. Βλ. σχετικά: Έργα της διεθνούς σχολής "Λογική της ιστορίας" τομ. 1. Η λογική της ιστορίας και οι προοπτικές ανάπτυξης της επιστήμης. Μόσχα 1993 και τομ. 2: Ιστορία και πραγματικότητα: Διδάγματα της θεωρίας και της πρακτικής. Μόσχα, 1995. Βλ. επίσης: Συνέντευξη με τον Β.Α. Βαζιούλιν. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή Ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994. Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. Για τις νομοτέλειες μετάβασης στον κομμουνισμό. Αριστ. Ανασύνταξη. τ. 7-8. 1995.

[29] Βλ. Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική του "Κεφαλαίου"... και Δ. Πατέλη. Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η συμβολή του Ενγκελς, στο: Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, Νο 1, 1995.

[30] Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας, μέρος Ι, Σ.Ε., σελ. 306.

[31] Κ.Μαρξ. Φ. Ενγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, τομ. 1, σελ. 94.

[32] Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας. μερ. ΙΙ, σελ. 131.

[33] στο ίδιο, σελ. 138.

[34] στο ίδιο, μέρος ΙΙΙ, σελ. 22-23.

[35] Φ. Ενγκελς. Παλιός πρόλογος στο Αντι-Ντύρινγκ. Κ.Μαρξ, Φ.Ενγκελς, Έργα, τ. 20, σελ. 365.

[36] Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας. μερ. ΙΙΙ, σελ. 94.

[37] στο ίδιο, σελ. 97-99. Επικαιρότατες είναι επίσης οι σχετικές επισημάνσεις του Χέγκελ στο 2ο κεφ. της περί της ουσίας διδασκαλίας της "Επιστήμης της Λογικής".

[38] Κ.Μαρξ. Θεωρίες της υπεραξίας, μερ. ΙΙΙ, σελ. 528 (γλωσσικές αλλαγές-δικές μου).

[39] Καντ. Ιμμάνουελ. Προλεγόμενα. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1982, σελ. 21.

[40] Χέγκελ. Παραδόσεις Ιστορίες της Φιλοσοφίας, βιβλ. 1ο, στο: Χέγκελ. Έργα, τομ. ΙΧ, Μόσχα, 1932, σελ. 18.

1