ΠΣΕ-εύδη και αλήθειες περί παιδείας και ΑΕΙ

Δημήτρης Πατέλης


Η εποχή μας βιώνεται από την πλειονότητα του πληθυσμού ως εποχή «κρίσης αξιών». Παρά το γεγονός ότι κυμαίνονται τα αξιολογικά πρόσημα και παρατηρείται ορισμένη πόλωση κατά καιρούς μεταξύ κοινωνικο-πολιτικών ομά­δων ως προς το τι συνιστά αξία και τι απα­ξία, μια εκπληκτική συναίνεση παρατηρείται αναφορικά με την αξιολογική αποτίμη­ση της παιδείας-μόρφωσης. θεωρείται σχε­δόν αυταπόδεικτα κοινός τόπος ότι η μόρ­φωση είναι αξία αφ' εαυτής. Το εκάστοτε ζητούμενο επικεντρώνεται λοιπόν στη σφαί­ρα των δικαιωμάτων, στο πεδίο δηλλαδή της πρόσβασης ή των αποκλεισμών, τηςς ελευθε­ρίας ή της απαγόρευσης. Στο βαθμό που η προβληματική αυτή υιοθετείται άκριτα από την Αριστερά και την προοδευτική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) διανόηση, το όλο ζήτη­μα υπάγεται για άλλη μια φορά πλήρως στο πεδίο της αστικής διαχείρισης, στα πλαίσια των   κυρίαρχων   κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και των στρατηγικών επιλογών τους. Εκείνο που μένει και πάλι στο απυρό­βλητο είναι η ουσία των στρατηγικών επιλο­γών, σε τελευταία ανάλυση, η ταξική τους εμβέλεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγο­νός ότι η πρωτοφανούς κλίμακας διαφημι­στική προβολή της «μεταρρύθμισης» (που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις μεθόδους του Γκέμπελς) επικεντρώνεται στον «εκσυγ­χρονισμό» της παιδείας μέσω του «ανοίγ­ματος» του Πανεπιστημίου, φέρνοντας του­λάχιστον σε αμηχανία σημαντικό μέρος της Αριστεράς, το οποίο επί μακρόν προέτασσε το «άνοιγμα της πρόσβασης στην τριτοβάθ­μια εκπαίδευση» ως κεντρική διεκδίκηση, επενδύοντας το με αφελείς διαφωτιστικές ελπίδες προοδευτικοποίησης του λαού μέσω της πρόσβασης στην αυταξία της «μόρφω­σης», είτε (στις «πονηρές» εκδοχές της επι­χειρηματολογίας του) ευελπιστώντας σε μια όξυνση της κρίσης μέσω του «πληθωρι­σμού» των διπλωμάτων και της «απομυθο­ποίησης» .των προοπτικών επαγγελματικής σταδιοδρομίας...


Για πολλοστή φορά στα τελευταία χρό­νια και λόγω της απουσίας θεωρητικής πρό­βλεψης στο χώρο της Αριστεράς, οι πολιτι­κοί διεκπεραιωτές των συμφερόντων της άρ­χουσας τάξης υλοποιούν τη μονοπωλιακή αποκλειστικότητα τους στις πρωτοβουλίες στρατηγικών επιλογών, με την Αριστερά να τους παρακολουθεί με κινήσεις αμυντισμού ή αμηχανίας. Βλέπετε η «πονηρή» εκδοχή της επιχειρηματολογίας περί «ανοίγματος» απέβη κουτοπονηριά στις μέρες της νεοφιλε­λεύθερης «παγκοσμιοποιημένης» κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης, δεδομένου ότι εγ­γράφεται πλήρως στη ζωτικά αναγκαία και διακρατικά σχεδιοποιημένη «σύγχρονη» δια­χείριση των δυνάμεων της εργασίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι προτεινόμενοι στα πλαίσια της «μεταρρύθμισης» Αρσένη μηχα­νισμοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνο­νται στην ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και του ελέγ­χου της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης, στην ανάγκη ρύθμισης των ανισορροπιών μεταξύ εργασιοβόρων και αυτοματοποιημένων παραγωγικών δια­δικασιών, μεταξύ του τομέα «εντάσεως ερ­γασίας» και του τομέα «εντάσεως κεφαλαί­ου» (τεχνολογίας) σε εθνική και διεθνή κλί­μακα.

Ο αμυντισμός και η αμηχανία της Αρι­στεράς απορρέει εν πολλοίς από την προα­ναφερθείσα αντίληψη περί παιδείας-μόρφωσης ως αυταξίας, από τις διαφωτιστικές αυταπάτες και από την παγιωμένη παράδο­ση της κατάταξης της εκπαίδευσης συλλή­βδην στο εποικοδόμημα της κοινωνίας και στους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κρά­τους». Στα πλαίσια αυτής της παράδοσης έχουν τεθεί όντως ουσιώδεις πτυχές του ρόλου της εκπαίδευσης ως μηχανισμού εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας και νο­μιμοποίησης των κυρίαρχων σχέσεων δια της επιλεκτικής-κατανεμητικής λειτουργίας της (στην κοινωνική διαστρωμάτωση-κινητικότητα) και της αξιολόγησης-πιστοποίησης κατοχής γνώσεων. Εκείνο που κατά κα­νόνα διαφεύγει της προσοχής αυτής της πα­ράδοσης είναι το γεγονός ότι σε κάθε κοι­νωνία με ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας μα­ζί με τους βασικούς κλάδους της παραγω­γής (παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και παραγωγή μέσων και αντικειμένων πα­ραγωγής) διακρίνεται και η παραγωγή-κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας μέσω της παραγωγής, αναπαρα­γωγής και διάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.

Αυτή η παραγωγική συνιστώσα της εκ­παίδευσης, δηλαδή η παραγωγή και η ανα­παραγωγή της βασικής παραγωγικής δύνα­μης —του ανθρώπου της εργασίας— είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εμβέλειας διάσταση του εκπαιδευτικού φαινομένου, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοι­πες λειτουργίες και κυρίως η λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέ­σεων. Συνεπώς, οποιαδήποτε στρατηγικού χαρακτήρα ριζοσπαστική διεκδίκηση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν ανήκει απλώς στη σφαίρα της ιδεολογικής αντιπαράθε­σης, πόσο μάλλον στη σφαίρα των εξωιστορικών «αξιών», αλλά αφορά τον πυρήνα του εκάστοτε κυρίαρχου και ιστορικά συ­γκεκριμένου τρόπου παραγωγής.

Στα πλαίσια της βελτιστοποίησης των όρων άντλησης υπεραξίας από τους δυνά­μει και ενεργεία «αποσχολήσιμους» σε συν­θήκες ήττας του εργατικού κινήματος και εκμηδένισης των παραδοσιακών συλλογικοτήτων κινείται και η επιχειρούμενη «εκ­συγχρονιστική μεταρρύθμιση» της παιδεί­ας. Προωθείται λοιπόν ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου «οι εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων. Οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα πιέζουν για θέ­σεις εργασίας» (Ν. Θεοτοκά, «Προγράμμα­τα Σπουδών Επιλογής», Πολίτης, τ. 56, σελ. 15). Επιδιώκεται δηλαδή μια άμεσα χειραγωγική και χρησιμοθηρική υπαγωγή της πα­ραγωγής της βασικής παραγωγικής δύνα­μης στις τρέχουσες αγοραίες ανάγκες του παγκόσμιας εμβέλειας επιθετικού κεφαλαί­ου, με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερ­δοφορίας δια του κατακερματισμού-ανταγωνισμού του υποκειμένου της εργασίας.

Η προοπτική αυτή συνιστά εν πολλοίς καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύ­ναμης (του ανθρώπου), δεδομένου ότι υπο­νομεύει τόσο την εσωτερική νομοτέλεια της ανάπτυξης της θεμελιώδους —ιδιαίτερα για την   τριτοβάθμια   εκπαίδευση—   βασικής έρευνας (στο όνομα μιας δήθεν διεπιστημο­νικότητας), όσο και τη βαθύτερη νομοτέλεια ανάπτυξης των δημιουργικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας, την προοπτική της ολό­πλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Η πραγματική διεπιστημονικότητα κατατείνει στη συνθετική-διαλεκτική ενοποίηση, στην ολοκλήρωση της επιστήμης και όχι στην ψευδεπίγραφη   παροχή   τίτλων   σπουδών εφήμερων χρηστών βραχύβιας, αγοραίας επιχειρησιακής κατάρτισης στη βάση μιας κατακερματισμένης, χαώδους και εεργαλειακά χρησιμοποιούμενης γνώσης.

Τα παραπάνω επιτείνονται δραματικά στην «καθ' ημάς» εφαρμογή της βιαστικής και αγχωμένης «μεταρρύθμισης» υπό την ασφυκτική πίεση των προθεσμιών εκταμί­ευσης κοινοτικών κονδυλίων του Β' Κοι­νοτικού Πλαισίου Στήριξης (14 δισ. από το λεγόμενο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαί­δευσης και Αρχικής Κατάρτισης), αλλά και πελατειακών «εκταμιεύσεων», από τις κε­νές περιεχομένου λαϊκιστικές εξαγγελίες. Σ' αυτά τα πλαίσια πρέπει να εξεταστεί και η δημιουργία «νέων» και «επαναστατικών» προγραμμάτων, όπως και τα περίφημα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής.

Κάποιοι θεώρησαν το μικρό περιφερει­ακό και μέχρι πρότινος χωρίς αγωνιστικές εξάρσεις Πολυτεχνείο Κρήτης ως πεδίο δο­κιμής για τις εκτρωματικές «καινοτομίες» τους. Σκοτεινές συναλλαγές, πιέσεις, εξα­γορές, παρανομίες και παρατυπίες βρίσκο­νται από πέρυσι στην ημερήσια διάταξη για την πάση θυσία προώθηση του εκπαιδευτι­κού ανοσιουργήματος των ΠΣΕ.

Οι αλλεπάλληλες, αλλοπρόσαλλες, αυ­θαίρετες και απρόβλεπτες εξωθεσμικές κι­νήσεις έχουν αναχθεί σε θεσμικό «καθε­στώς» του ιδρύματος. Το στίγμα αυτού του «καθεστώτος» αναγνωρίζεται ανάγλυφα και συμβολικά όταν μεταξύ άλλων προέχει στις ιεραρχήσεις του η πρόσληψη φυλάκων-μπράβων (δηλαδή η ωμή καταστολή) έναντι της αμοιβής των συμβασιούχων διδασκό­ντων (που παραμένουν απλήρωτοι εδώ και πάνω από 10 μήνες). Επί όλων αυτών το ΥΠΕΠΘ τηρεί επισήμως μεν στάση Ποντίου Πιλάτου (επικαλούμενο την αυτοτέλεια του ιδρύματος), εμπράκτως όμως τηρεί στάση αρωγού και συμπαραστάτη της Πρυτανείας για την πιλοτική προώθηση του Ν, 2525.

Είναι γεγονός ότι η πολυτεχνειακή κοι­νότητα δεν επέδειξε τη δέουσα συλλογικότητα, εγρήγορση και αγωνιστικότητα, γεγο­νός που εκ των πραγμάτων εκλαμβάνεται από τις αδίστακτες πρυτανικές αρχές ως πίστωση χρόνου και πεδίο για αλλεπάλλη­λες εξωθεσμικές μεθοδεύσεις. Φωτεινή εξαίρεση και φορέας ενός ελπιδοφόρου μη­νύματος είναι η συγκροτούμενη και αναπτυσσόμενη συλλογικότητα του φοιτητικού κινήματος τους  ιδρύματος,  η  μαχητική      αντίδραση του οποίου αποτελεί και το μοναδικό ουσιαστικό και έμπρακτο αντίλογο στις εν λόγω μεθοδεύσεις. Το πρόβλημα      αποκομίσει όμως δεν είναι τοπικό, όπως άλλωστε δείχνει και το συγκροτούμενο μέτωπο στο χώρο της παιδείας. Και οι αγωνιστές φοιτητές του Πολυτεχνείου Κρήτης έχουν πράγματι να ανταλλάξουν πολύτιμες (θετικές και αρνητικές) εμπειρίες —που έχουν και εξακολουθούν να αποκομίζουν από την κλιμάκωση των αγώνων τους— με τους συναδέλφους τους των υπολοίπων ΑΕΙ της χώρας και όχι μόνο... 

1