Δημήτρης Πατέλης*
[Δημοσιεύθηκε στο: Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις. Υλικά του Διεθνούς Συνεδρίου των περιοδικών Διάπλους – Στίγμα – Ουτοπία, εκδόσεις Κ.Ψ.Μ., Αθήνα 2007, σελ. 173-184.]
Το θέμα του συνεδρίου είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και άκρως σημαντικό από
θεωρητικής και πρακτικής απόψεως. Επιτρέψτε μου να σταθώ σε ορισμένες
μεθοδολογικές επισημάνσεις για μια θεωρητική περιοδολόγηση και για την
διακρίβωση του χαρακτήρα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας.
Είναι ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι η ομιλία μου έπεται ιδιαίτερα περιεκτικών
και ενδιαφερουσών ομιλιών, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να εδράζεται σε ορισμένες
ιδέες και απόψεις που ήδη διατυπώθηκαν,
αλλά και να συνιστά έμμεση ή άμεση κριτική άλλων.
Φυσικά, όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Α. Χρύσης, ζητούμενο είναι η διεθνής
ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος. Το θέμα είναι όμως, πώς θα
ανασυγκροτηθεί αυτό το διεθνές συνειδητό υποκείμενο; Για να ανασυγκροτηθεί το
διεθνές επαναστατικό υποκείμενο, χρειάζεται μια ιστορική αλληλουχία αναγκαίων
όρων. Πρωτίστως, χρειάζεται η ωρίμανση των αντικειμενικών όρων για την
ανάδειξη αυτού του υποκειμένου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται απαραιτήτως
και η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης. Επιπλέον, χρειάζεται και η συνειδητή
συγκρότηση αυτού του υποκειμένου, η οποία προϋποθέτει μια θεωρητική και μεθοδολογική διερεύνηση των
πραγματικών δυνατοτήτων και της πραγματικής αναγκαιότητας που απορρέει από την
ιστορική νομοτέλεια, για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, για να ξεπεράσουμε τα όσα
ο Κ. Πρέβε αποκάλεσε συμπλέγματα της ντροπής και της ήττας. Όσο παραμένουμε
απαθείς, αδαείς και ηττοπαθείς απέναντι στην δραματική εμπειρία του 20ου
αιώνα, δεν πρόκειται να αναγεννηθεί το επαναστατικό κίνημα. Και το κυριότερο: όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι η προηγούμενη
θεωρητική και μεθοδολογική μορφή του κλασικού μαρξισμού, έδειξε μεν τη δύναμη,
την ισχύ της, κατά την άνοδο των επαναστατικών κινημάτων, σε αυτό που εμείς
αποκαλούμε ρεύμα των «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» του 20ου
αιώνα, αλλά η αδυναμία της, η αδυναμία
του θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού άρχισε να γίνεται όλο και
περισσότερο ορατή με την ήττα αυτού του πρώιμου σοσιαλισμού και με την εδραίωση
κεφαλαιοκρατικών παλινορθωτικών διαδικασιών. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι
εκ
των ων ουκ άνευ όρος για την ανασύνταξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος,
είναι η επαναθεμελίωση της θεωρίας και της μεθοδολογίας του μαρξισμού, είναι η
διαλεκτική υπέρβαση-άρση της κλασικής μορφής του μαρξισμού. Υπό τον όρο
«διαλεκτική άρση» δεν εννοούμε απόρριψη ή εγκατάλειψη αυτού του κεκτημένου,
αλλά την διαλεκτική ανάπτυξή του, τον μετασχηματισμό του σε ένα ανώτερο επίπεδο
θεωρητικής σύνθεσης, με αντίστοιχη αναβάθμιση των περιγραφικών, ερμηνευτικών
και προγνωστικών του δυνατοτήτων. Όμως αυτή η «διαλεκτική άρση» προϋποθέτει να
διακριβώσουμε ποια είναι τα κεκτημένα του κλασικού μαρξισμού, προϋποθέτει την
ανάδειξη ακριβώς της ισχύος και της αδυναμίας του. Αυτή η προβληματική απαιτεί
συστηματικότερη πραγμάτευση (αναλυτικότερα βλ. την ιστοσελίδα της Λογικής της
Ιστορίας ).
Ο ιμπεριαλισμός της εποχής μας, ως γνωστικό αντικείμενο της επαναστατικής
θεωρίας και ως πρακτικό-πολιτικό πρόβλημα αναζήτησης επαναστατικής διεξόδου από
τα αδιέξοδα που γεννά, συνιστά μια τυπική περίπτωση κρισιακής γνωσιακής
συγκυρίας. Οι αλλεπάλληλες προβληματικές είτε κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες,
ανακύπτουν νομοτελώς σε κάθε γνωστική διαδικασία, σε κάθε επιστημονική έρευνα, όταν
μέσω του υπάρχοντος επιστημονικού κεκτημένου είναι ανέφικτη πλέον η
επιστημονικά επαρκής, αντικειμενική, πιστή και πλήρης περιγραφή, εξήγηση και
πρόβλεψη σε ότι αφορά το γνωστικό αντικείμενο. Το ίδιο ισχύει και για την
επαναστατική θεωρία.
Οι παράγοντες που καθορίζουν αυτήν την κρισιακή γνωσιακή συγκυρία είναι
τόσο ενδοεπιστημονικοί, ενδογενείς, όσο και εξωεπιστημονικοί, εξωγενείς. Στους
ενδοεπιστημονικούς, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι στο εν λόγω
γνωστικό πεδίο, έχουν εμφανιστεί νέα φαινόμενα, η επιστημονική περιγραφή και η
θεωρητική εξήγηση των οποίων είναι ανέφικτη στα πλαίσια του διαθέσιμου
θεωρητικού κεκτημένου. Σε αυτή την περίπτωση, δύο τινά συμβαίνουν: 1.από την
μία πλευρά οι φορείς του διαθέσιμου κεκτημένου, συσπειρώνονται δογματικά ώστε
να προασπιστούν παντίοις τρόποις και πάσει θυσία το δίκαιο και την άνευ όρων
ισχύ της αντίληψής τους περί θεωρίας, και 2.από την άλλη πλευρά εμφανίζονται
πολλοί και διάφοροι εκ του προχείρου αρνητές και αναθεωρητές οποιασδήποτε
θεωρητικής γνώσης. Και μάλιστα, η μέχρι πρότινος, η μέχρις εσχάτων, μέχρι
παραλόγου και εκ του προχείρου δογματική προάσπιση της κεκτημένης θεωρίας,
συνιστά κατά κανόνα το προοίμιο για την
άνευ όρων παράδοση στην σχετικοκρατία, στην ανορθολογική σχετικοποίηση των
πάντων, για την παραίτηση όχι μόνο από την θεωρία, αλλά και από κάθε διέξοδο
στην πράξη.
Τι βλέπουμε στο θέμα του ιμπεριαλισμού σήμερα; Βλέπουμε λοιπόν, αφ’ ενός
μεν, ορισμένους που προσπαθούν να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια κάποιας
κεκτημένης θεωρίας, σαν να την έχουν στην τσέπη τους, αφ’ ετέρου δε, κάποιους
οι οποίοι επικαλούμενοι την αλλαγή της συγκυρίας, απορρίπτουν συλλήβδην κάθε
θεωρητικό κεκτημένο και αποτρέπουν ουσιαστικά από οποιαδήποτε θεωρητική
διάγνωση, από οποιαδήποτε ερευνητική προοπτική. Εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω,
ότι στην τελευταία περίπτωση, πετούν και το βρέφος μαζί με τα σαπουνόνερα.
Έχοντας φερ’ ειπείν κάποιοι την πικρή εμπειρία της επίκλησης μιας μηχανιστικά
εννοούμενης «θεωρίας των σταδίων» (στο πνεύμα του οικονομισμού, είτε του
απροκάλυπτου αστισμού) για την ιδεολογική κάλυψη της ρεφορμιστικής ενσωμάτωσης γραφειοκρατικοποιημένων
εργατικών κομμάτων στις αστικές δομές, απορρίπτουν συλλήβδην κάθε δυνατότητα
θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και
οποιαδήποτε έννοια του νόμου και της ιστορικής νομοτέλειας. Ανάγεται ωστόσο ο
νόμος και η νομοτέλεια οπωσδήποτε στην λαπλασιανού τύπου ερμηνεία τους; Δεν
υπάρχει άραγε στα πλαίσια του κεκτημένου της επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας η
κατηγορία της διαλεκτικά εννοούμενης ιστορικής νομοτέλειας; Υπενθυμίζω ότι η
τελευταία εννοείται ως φάσμα δυνατοτήτων, οι πιθανότερες των οποίων μόνο μέσω
της δράσης των εκάστοτε ιστορικών υποκειμένων υλοποιούνται στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Σε ποικίλα εγχειρήματα προσδιορισμού του χαρακτήρα του νέου σταδίου της
κεφαλαιοκρατίας, στην καθημερινή γλώσσα αλλά και στην επιστημονική βιβλιογραφία
έχει πλέον επικρατήσει ο ασαφής και ιδεολογικά φορτισμένος όρος
«παγκοσμιοποίηση», χωρίς να υπάρχει σαφής εννοιολογικός προσδιορισμός του (βλ.
σχετικά και Πατέλης 2005).
Μερίδα της αριστερής διανόησης ανάγει κάθε αναφορά στην παγκοσμιοποίηση σε
μυθεύματα, ιδεολογικές κατασκευές, πολιτικές επιλογές και εκφάνσεις του ακραίου
νεοφιλελευθερισμού. Στα όρια της φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της
σύγχρονης κοινωνίας κινούνται ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται
εσπευσμένα, αποσπασματικά και εκ του προχείρου, μέσω εκλεκτικών συρραφών
συγκεχυμένων εμπειρικών –
φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας.
Άνθρωποι, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια
της κοινωνικής θεωρίας και της μεθοδολογίας του μαρξισμού, καταπιάνονται
ευθαρσώς με την διαύγαση των παγκόσμιων διαδικασιών, καταλήγοντας σε
προφητικούς αφορισμούς. Έτσι προκύπτει πληθώρα
εγχειρημάτων συγκάλυψης και παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδολογικών
δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από
ιστορικές αναλογίες, είτε (και) δια της ονοματοθεσίας (βλ. π.χ. M. Hardt & Α. Negri, Friedman)... Η ζωτική ανάγκη θεωρητικής έρευνας δεν αναπληρώνεται με φραστικά
υποκατάστατα της πραγματικής διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της
πραγματικότητας που «αντιστέκονται» στη διαύγαση, απλώς «προσάπτοντας
κατηγορούμενο στο υποκείμενο», όπως θα έλεγε ο Χέγκελ.
Όσο αφορά δε την διερεύνηση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, εάν δεν
ανατρέξουμε εκ νέου στα νήματα της σκέψης του θεωρητικού κεκτημένου του Μαρξ,
και ιδιαίτερα του Κεφαλαίου, όπου εκδηλώνεται και η μεθοδολογική ισχύς αυτού
του κεκτημένου, θα παραμένουμε σε δυσχερή θέση. Δεν θα μπορούμε να αποτιμήσουμε
κριτικά την μεγάλη, την ιδιοφυή θα έλεγα θεωρητική συνεισφορά του Λένιν και θα
παραμένουμε ανίκανοι να προβούμε σε μία νέα, αντάξια των αναγκών της εποχής θεωρητικά
συγκροτημένη θεμελίωση του κινήματος.
Η ανάπτυξη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού της εποχής μας, προϋποθέτει, αφ΄
ενός μεν επίγνωση και ανάπτυξη της μεθοδολογίας, αφ’ εταίρου δε, κριτική
διερεύνηση της πληθώρας των εμπειρικών δεδομένων που αφορούν την σύγχρονη
κεφαλαιοκρατία. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Λένιν, για να καταδείξει την
νομοτέλεια της ανισομερούς ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας (ώστε να
διακριβώσει την ύπαρξη του «ασθενούς κρίκου» του συστήματος και της
επαναστατικής προοπτικής της εποχής), προέβη σε μια κλασική απαρίθμηση ουσιωδών
γνωρισμάτων του ιμπεριαλισμού της εποχής του, στο γνωστό έργο, το οποίο ο ίδιος
αποκαλούσε εκλαϊκευτικό δοκίμιο. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι αποτέλεσμα της
σεμνότητας του Λένιν. Ο ίδιος είχε εν πολλοίς επίγνωση του τι έκανε. Τα
φιλοσοφικά του τετράδια και τα τετράδια για τον ιμπεριαλισμό, είναι ενδεικτικά
του εύρους και του βάθους του ερευνητικού προγράμματός του.
Η συσσώρευση εμπειρικού υλικού αναφορικά με τις
τελευταίες εξελίξεις στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, συνηγορεί υπέρ της
ανάγκης ενός εμπλουτισμού, μιας νέας σύνθεσης (γενίκευσης και συγκεκριμενοποίησης),
μιας διαλεκτικής άρσης-υπέρβασης των κεκτημένων της συμβολής του Μαρξ στη διάγνωση της κεφαλαιοκρατίας αλλά και του
Λένιν στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού*. Οι ιστορικές αλλαγές που έχουν επέλθει από την
εποχή του Λένιν, είναι ασύγκριτα ευρύτερες και βαθύτερες από εκείνες που είχαν
μεσολαβήσει από την εποχή του Κεφαλαίου του Μαρξ, και υπαγόρευσαν την
κριτική-αναστοχαστική ανάλυση του Λένιν.
Το πρόβλημα δεν λύνεται με αποσπασματικές
περιγραφές και ονοματοθεσίες. Η νέα
θεωρητική σύνθεση που θα αναδεικνύει τις νομοτέλειες του νέου σταδίου της
παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, θα εδράζεται στην ανάπτυξη της λογικής και
μεθοδολογίας του Κεφαλαίου του Μαρξ, και της Λογικής της Ιστορίας
(Βαζιούλιν).
Ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, θεωρούμενος
υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Βαζιούλιν, σ.371-394), συνιστά
την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι η ανάπτυξη της
μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί παρηγμένων μέσων παραγωγής (επί σχετικά
αντίστοιχης εαυτής βάσης), και η κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών
σχέσεων.
Στην θεωρητική περιοδολόγηση που βρίσκουμε στο μαρξικό έργο, υπάρχει μια
πολύ στενή διασύνδεση ανάμεσα στο λογικό και στο ιστορικό, ανάμεσα στην εξέταση
της δομής, της διάρθρωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και στην
διακρίβωση των ιστορικών σταδίων μέσω των οποίων νομοτελώς αναπτύχθηκε η
κεφαλαιοκρατία κατά το γίγνεσθαί της. Από τις προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατίας –την χειροτεχνία και το εμπόριο-
που γεννιούνται στα σπλάχνα της φεουδαρχίας, στην πρωταρχική εμφάνιση της
κεφαλαιοκρατίας (με την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου) και από αυτήν,
στην διαμόρφωση της κεφαλαιοκρατίας,
στις ιστορικές φάσεις του κεφαλαίου που αναλύει ο Μαρξ κατά την εξέταση της
μετάβασης από την παραγωγή απόλυτης στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, με τις
αλλαγές στους τεχνικούς και κοινωνικούς όρους της παραγωγής, στα μέσα
παραγωγής, στον τρόπο παραγωγής με την στενή έννοια και τις συνακόλουθες
αλλαγές στον καταμερισμό και στον χαρακτήρα της εργασίας: από την χειροτεχνία
στην μανιφακτούρα και από αυτήν στην παραγωγή μηχανών, αρχικά με χειροτεχνικό
και βιοτεχνικό τρόπο, στη συνέχεια δε, στην μετάβαση στην ωριμότητα της κεφαλαιοκρατίας, στην παραγωγή μηχανών μέσω μηχανών,
στην βιομηχανία με εκμηχανισμέη μηχανουργία. Χαρακτηριστικό της τελευταίας
είναι η μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο
κεφάλαιο, με τον κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό της εργασίας εντός της παραγωγικής
διαδικασίας να καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα.
Η μελέτη της περιοδολόγησης της ιστορίας της κεφαλαιοκρατίας, μας οδηγεί
στην διάκριση της περιοδολόγησης με την στενή και με την ευρεία έννοιά της: αφ’
ενός μεν ως περιοδολόγηση με την στενή έννοια, των σταδίων ανάπτυξης της
κεφαλαιοκρατίας ως οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού, αφ’ εταίρου δε,
εντάσσοντας την περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας στα πλαίσια μιας ευρύτερης
περιοδολόγησης της ιστορίας ως ολότητας, της ενιαίας στην πολυμορφία της
ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας, όπου η κεφαλαιοκρατία προβάλλει ως η τρίτη
και τελευταία βαθμίδα του σταδίου της διαμόρφωσης της ανθρωπότητας και
ταυτοχρόνως, ως ο προθάλαμος, η
δημιουργία των προϋποθέσεων της καθαυτό ανάπτυξης της ανθρωπότητας, της
κομμουνιστικής κοινωνίας. Εδώ η τελευταία δεν προβάλλει ως απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, αλλά ως διαλεκτική
άρνηση της άρνησης, ως άρση όλης της προγενέστερης ιστορίας (ταξικών και
προταξικών μορφών της συμπεριλαμβανομένων). Η επισήμανση αυτή έχει
ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι είναι πολύ έντονα παρούσα και ιστορικά
δικαιωμένη μια αντικαπιταλιστική διάθεση, η οποία δυστυχώς περιορίζεται συχνά
σε έναν αφηρημένο αντικαπιταλισμό, χωρίς να είναι εις θέση να
διερευνήσει θεμελιωδώς την όλη ιστορική διαδικασία, ώστε να διακριβώσει τι
αρνούμαστε και τι διατηρούμε μετασχηματίζοντας και αναπτύσσοντάς το, από όλο το
ιστορικό γίγνεσθαι, από όλη την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Διότι,
ειρήσθω εν τη παρόδω, χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατίας, ως ανώτερης βαθμίδας
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι μεν ο τεράστιος μετασχηματισμός του συνόλου
των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά αυτός ο μετασχηματισμός έχει ιστορικούς
περιορισμούς. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής αδυνατούν να
μετασχηματίσουν ριζικά το σύνολο των κληροδοτημάτων των προκεφαλαιοκρατικών
μορφών, των προταξικών συμπεριλαμβανομένων εν πολλοίς. Οι μορφές αυτές
εντάσσονται τρόπον τινά στην τροχιά του κεφαλαίου, μετασχηματισμένες μεν, αλλά
διατηρώντας σημαντικά στοιχεία τους, και κατ’ αυτό τον τρόπο καθίστανται
οργανικό στοιχείο της εγγενούς ανισομέρειας του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού
συστήματος. Αυτό το στοιχείο του κοινωνικού γίγνεσθαι απαιτεί ιδιαίτερη
διερεύνηση.
Όταν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, εννοούμε πάντοτε τις
ιστορικές (χωροχρονικά προσδιορισμένες) διαβαθμίσεις της ανάπτυξη της
ουσίας, της βασικής αντίφασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με τη
στενή και με την ευρεία έννοια) και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους. Διαπιστώνουμε
λοιπόν, ότι η ανάπτυξη αυτή, –μια κάθε άλλο παρά γραμμική διαδικασία συνέχειας-ασυνέχειας– διέπεται από τους
νόμους της διαλεκτικής, και διανύει ορισμένα στάδια (φάσεις κ.ο.κ.), στο καθ’
ένα από τα οποία, ορισμένος τύπος, ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων –ως νέα βαθμίδα εντατικής ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής– οδηγεί σε
νέου τύπου εκτατική ανάπτυξη και σε πολλών επιπέδων αναδιάρθρωση των όρων
συσχέτισης εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης σε εθνική, περιφερειακή και
παγκόσμια κλίμακα.
Εξωτερικό όριο της εκτατικής
ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ο σχηματισμός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος (τα
όρια του οποίου συρρικνώνονται με τη δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλιστικού
συστήματος). Εσωτερικό δε όριο της εκτατικής
ανάπτυξής της, είναι
το όριο της επέκτασης (δια της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο
(βλ. και Λένιν σ.403, 428).
Παρά το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατία περνά στην εντατική της ανάπτυξη από το στάδιο ακόμα της ωριμότητας της (παραγωγή κατ’
εξοχήν σχετικής υπεραξίας με την παραγωγή μηχανών από μηχανές), η εντατική ανάπτυξή της γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η
αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων
παραγωγής εντείνεται, ωστόσο δεν
μπορεί να είναι απόλυτη, διότι η
απόλυτη αναντιστοιχία
προϋποθέτει τον απόλυτο εκτοπισμό της
ζωντανής εργασίας από την παραγωγική
διαδικασία, την απόλυτη
αυτοματοποίηση της παραγωγής συνολικά
(τη μεγιστοποίηση του σταθερού
κεφαλαίου και την αναγωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι ένα όριο –
άκρον άωτον (της εντατικής ανάπτυξης
της κεφαλαιοκρατίας), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας ως ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται από τον ενδότερο
πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από
τη θέση της ζωντανής εργασίας στην
παραγωγική αλληλεπίδραση της
κοινωνίας με τη φύση. Από αυτήν την
άποψη, η αυτόματη
κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας είναι
ανέφικτη και απραγματοποίητη. Αλλά η εγγενής αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας γεννά το πραγματικό
ιστορικό όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας: την σοσιαλιστική
επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυριαρχίας της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Επομένως, η
όποια συγκεκριμενοποίηση της περιοδολόγησης του ιμπεριαλισμού, οφείλει σήμερα
να εντάξει οργανικά στο πεδίο της έρευνας την γενίκευση της μέχρι τώρα
πορείας της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, την αντιφατική πορεία των
χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και την πρόβλεψη των τάσεων της παγκόσμιας
επαναστατικής διαδικασίας.
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού (πολλώ
μάλλον δε, του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, και των ενισχυόμενων και
προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και
εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της
παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφισβήτητη
παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του εξαρτημένου
κόσμου, διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική προοπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη
δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πορεία της ως ενεργού πραγματικότητας. Εδώ δεν
πρόκειται για μια ποσοτική, εκτατική – γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά
αμετάβλητης κεφαλαιοκρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές
και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της
αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά
στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια
αλλαγή του πεδίου εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, που οδηγεί
αναπόδραστα σε εντατικές αναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική
και διεθνή κλίμακα (βλ. π.χ. την μετάβαση από την αποικιοκρατία στις
νεοαποικιοκρατικές μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης, την μετάβαση στην
κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, το «κοινωνικό κράτος», κ.ο.κ.).
Η σύγχρονη θεωρία οφείλει να αναδείξει την
ιστορική δυναμική της αλληλεπίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης
κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σοσιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και
αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων υπό
το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης.
Έχουμε λοιπόν
αντικειμενικά να κάνουμε με δύο στάδια
της επαναστατικής διαδικασίας και της
οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα
των πρώιμων
επαναστάσεων σε χώρες με ασθενές ή
μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με
όλους τους κινδύνους ήττας, καπιταλιστικής παλινόρθωσης κ.λπ.). Η
ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου, οδηγεί στη
μετάβαση στην εποχή
των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με τις οποίες θα εκλείψει και ο καπιταλισμός, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας.
Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο πρώιμος
σοσιαλισμός, που ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής
βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (νικηφόρες
πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων,
ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο
ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής
εργασίας κ.ο.κ.) και ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του
κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις
αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από
υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επαπειλούμενοι πόλεμοι –Β΄ Παγκόσμιος, «Ψυχρός
Πόλεμος», πληθώρα τοπικών «θερμών»- βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» και γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας,
βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό,
κ.ο.κ.).
Αντίστοιχα δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη
της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του
σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του
σοσιαλισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των
δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου (αναλυτικότερα βλ. Βαζιούλιν 1994 & 2004,
σ.395-422).
Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια
από τις τελευταίες φάσεις της προϊστορίας της, όπου κυριαρχεί η ιδιωτική
ιδιοκτησία και τα εγωιστικά ιδιοτελή συμφέροντα. Ο καθοριστικός κρίκος των
εγωιστικών συμφερόντων της εποχής μας στις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι οι πολυεθνικές
εταιρίες, οι οποίες θέτουν εαυτόν υπεράνω εθνικών συνόρων και κρατών.
Πολυεθνικές ή διεθνικές εταιρίες
είναι οι μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί όμιλοι – συγκροτήματα, που διαθέτουν ευρύ
διεθνές (περιφερειακό και παγκόσμιο) δίκτυο παραρτημάτων, τμημάτων και
εταιρικών ενώσεων (μέσω εξαγορών, στρατηγικών ενώσεων, συγχωνεύσεων κλπ.) και
κυριαρχούν σε κάποιον είτε σε κάποιους τομείς της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής
οικονομίας (βλ. π.χ. την ένωση ΑΤΤ, OLIVETI και TOSHIBA, τις αμοιβαίες εξαγορές και συγχωνεύσεις στην
αεροναυπηγική, στην αυτοκινητοβιομηχανία, κ.ο.κ.). Συγκεντρώνουν κολοσσιαίους
παραγωγικούς, επιστημονικοτεχνικούς και χρηματιστικούς πόρους, αναπτύσσουν
δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους, υποτάσσοντας όλο και πιο σημαντικό μέρος των
παραγωγικών δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας. Σηματοδοτούν μια διαδικασία αύξουσας διεθνοποίησης
της παραγωγής μέσω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Μετατρέπονται σε ενιαία
παραγωγικά τεχνολογικά συγκροτήματα, βάσει των οποίων ο
ενδοεπιχειρησιακός καταμερισμός εργασίας μετατρέπεται σταδιακά και αντιφατικά σε
διεθνή. Επιδεικνύουν επιχειρησιακή προσαρμοστικότητα και ευελιξία στις
διακυμάνσεις της συγκυρίας της παγκόσμιας αγοράς, επιτάσσουν μονοπωλιακά τα
επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας (με αντίστοιχες μονομέρειες και
στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της έρευνας) και εάν συντρέχουν λόγοι, μεταφέρουν
εσπευσμένα τα κέντρα της δραστηριότητάς τους από χώρα σε χώρα και από κλάδο σε
κλάδο, με βασικό κριτήριο τον βέλτιστο για την κερδοφορία τους συνδυασμό των
όρων της παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής. Κυρίαρχη τάση είναι η συγχώνευση
του πολυεθνικού-βιομηχανικού με το πολυεθνικό-τραπεζικό κεφάλαιο και μέσω αυτής,
η κερδοσκοπία στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς (οι ανταλλαγές
αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν μόλις το 1-1,5% των παγκόσμιων συναλλαγών)
(Ναξάκης).
Η παγκόσμια δικτύωσή τους, αναπτύσσεται πρωτίστως
στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό πεδίο και στο διεθνές εμπόριο
(εξ’ ου και τα αντίστοιχα «θεσμικά» όργανα: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο, Ο.Ο.Σ.Α., G8,
Τριμερής, Λέσχη των Παρισίων, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, κλπ.), ενώ έπεται
η δικτύωση-συνεργασία στο πεδίο της παραγωγής και της εμβάθυνσης του
διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.
Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων
που λειτουργεί ως βάση της εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού,
παρατηρείται ορισμένη νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ως
βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού
λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής,
τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και
εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.). Το δεύτερο στάδιο της (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο
των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80, οπότε
παρατηρείται η μετάβαση
στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία
αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη
αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε
παγκόσμιο ιστό). Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της
αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των
βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης,
νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ..
Οι πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις
κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη
θέση στον κόσμο.
Χαρακτηριστικό του νέου σταδίου στο οποίο έχει περάσει η
ανθρωπότητα, είναι η αντιφατική ενοποίηση της ανθρωπότητας βάσει των
μονοπωλιακών συμφερόντων αυτών των πλέον επιθετικών και κυρίαρχων πολυεθνικών
εταιριών, που στην πλειονότητά τους εδρεύουν σε μια μικρή ομάδα
χωρών – «εισοδηματιών» (στις χώρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου»).
Οι ισχυρότερες κεφαλαιοκρατικές χώρες γίνονται κράτη που
παρασιτούν μέσω της εκμετάλλευσης της πλειονότητας των καταπιεσμένων και
εξαρτημένων λαών. Διαδίδονται ευρέως ποικίλες ειδυλλιακές
αυταπάτες και τα απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα
του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης»
πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας,
όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση
σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ... Η
πολυθρύλητη «παγκοσμιοποίηση» της εποχής μας, είναι μια διαδικασία
κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες
πολυεθνικές. Πρόκειται για μιαν άκρως αντιφατική διαδικασία «ενοποίησης»
μέσω της επιβολής και ενίσχυσης παγκόσμιων όρων εκμετάλλευσης, μέσω της
παγίωσης και επίτασης των ανισοτήτων και της ανισομέρειας, μέσω της εδραίωσης
και διάχυσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, δηλαδή μέσω του περαιτέρω
διχασμού της ανθρωπότητας. Οργανική εκδήλωση αυτής της αντιφατικότητας,
είναι και ο εν εξελίξει Τρίτος Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος
(Πατέλης 2004).
Το ζητούμενο δεν είναι η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η απόρριψη κάθε
ενοποίησης της ανθρωπότητας εν γένει (η οποία είναι νομοτελής τάση, που
καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση -πολύ συχνά σε αντίθεση με τις πολυεθνικές ως
κυρίαρχες πλανητικά σχέσεις παραγωγής- από την ανάπτυξη των σύγχρονων
παραγωγικών δυνάμεων), αλλά ο αγώνας εναντίον εκείνης της «ενοποίησης»-καθυπόταξης
που επιτάσσεται και προωθείται βάσει των συμφερόντων των πολυεθνικών, ο αγώνας
εναντίον του σύγχρονου παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ο αγώνας
εναντίον της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Τυχόν εναντίωση στον
ενοποιητικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εν γένει και όχι
στην αστική-κεφαλαιοκρατική μορφή αυτής της ανάπτυξης, είναι αντιδραστικού
χαρακτήρα.
Έχουμε λοιπόν σήμερα ένα νέο στάδιο, ή υποστάδιο –αν θέλετε– του παγκόσμιου
ιμπεριαλισμού, για την θεωρητική κατανόηση του οποίου είναι απαραίτητο να
συνεκτιμηθούν διαλεκτικά όλες οι πτυχές, οι συνιστώσες και οι εκφάνσεις του. Σε
αυτά τα πλαίσια είναι απαραίτητη η αντίληψη της νέας φάσης στην οποία βρίσκεται
η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος, η ραγδαία αναβάθμιση της θέσης και του
ρόλου των πολυεθνικών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970-1980, η μετάβαση στην
εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού-τεχνολογικού συστήματος με τη δημιουργία
ενιαίων αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων, με την έναρξη της παραγωγή αυτομάτων
μέσω αυτομάτων, με την έναρξη της δημιουργίας αυτοματοποιημένων κλάδων
παραγωγής, με την έναρξη της παραγωγικής χρήσης της διαστημικής, της
τηλεματικής και της διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό.
Θα πρέπει συνεπώς να ληφθούν υπ’ όψιν όλες οι επιστημονικές, τεχνολογικές
και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που επήλθαν στο διάστημα που μεσολάβησε από την
εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού. Ας μη λησμονούμε την εκτίμηση του Ένγκελς,
κατά την οποία θα πρέπει να αλλάζει η αντίληψή μας για την διαλεκτική (άρα και
για τον μαρξισμό, για την επαναστατική θεωρία συνολικά) με τον αναστοχασμό κάθε
νέας επιστημονικής ανακάλυψης. Πόσες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις
έχουν ανακύψει από την εποχή των κλασικών; Θα πρέπει επίσης να αναστοχαστούμε και
κάτι που δεν υπήρχε επί Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν: την όλη πορεία της νίκης και
της ήττας των «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», η οποία δεν εξελίχθηκε εν
κενώ, αλλά επαναπροσδιόρισε ουσιαστικά τους όρους εκτατικής και εντατικής
ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας. Οι επαναστάσεις αυτές, όπως
διαπιστώσαμε, συρρίκνωσαν το πεδίο εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας και
ταυτοχρόνως, η αλληλεπίδραση τόσο μεταξύ των χωρών του «πρώιμου σοσιαλισμού»,
όσο και μεταξύ των τελευταίων και του καπιταλισμού της εποχής τους, σημάδεψαν
σημαντικές πτυχές και της εντατικής ανάπτυξης του τελευταίου. Θα ήταν φερ’
ειπείν τουλάχιστον αφελές να θεωρεί κανείς ότι φαινόμενα όπως το «κράτος
πρόνοιας», τα εργασιακά δικαιώματα, κ.ο.κ. θα μπορούσαν να ανακύψουν χωρίς την
επίδραση των νικηφόρων «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων».
Ζούμε σήμερα στην εποχή της δημιουργίας των προϋποθέσεων των επικείμενων
ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να συγκροτήσουμε
την αντίστοιχη θεωρητική γενίκευση όχι μόνο της εμπειρίας, αλλά και της
επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόνο με την διαλεκτική άρση του
κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού θα καταστεί η θεωρία μας ικανή να μετουσιωθεί
σε προγραμματικό λόγο, σε στρατηγική και τακτική. Μόνο μετά από αυτό θα
επιτευχθούν σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο τα οργανωτικά μορφώματα του
νικηφόρου επαναστατικού στρατού του μέλλοντος. Δυστυχώς σήμερα, διατηρουμένων
σε ποικίλες μορφές και βαθμούς των καταλοίπων οργανωτικών μορφωμάτων
προγενέστερων ιστορικών εποχών του κινήματος, εν είδει ηττημένου και
κατακερματισμένου στρατεύματος, και των συνακόλουθων ιδεολογημάτων και
αγκυλώσεων, το έργο αυτό δυσχεραίνεται.
Η επαναστατική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης» του
κεφαλαίου και η μετάβαση σε άλλου τύπου ανάπτυξη, στην ενοποιημένη αταξική
κοινωνία του κομμουνισμού, δεν είναι μία από τις πιθανές επιλογές του
μέλλοντος, αλλά η μοναδική εναλλακτική λύση για την ίδια την ύπαρξη και
ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Βιβλιογραφία.
Friedman, T.L. 2004. The World is Flat – A Brief History of the Twenty- First Century. Farrar, Strauss and Giroux
Publishers, New York.
Schulz H. J. Παγκοσμιοποίηση. Αλήθειες και ψέματα. Πρωτοποριακή
βιβλιοθήκη. Αθήνα, 1999.
Βαζιούλιν Β. Α. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα.
Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69.
Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική
της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα,
2004.
Διεθνής
Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm.
Ζιγκλέρ
Ζ. Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες. Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Αθήνα, 2004.
Λένιν
Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, τ.27.
Λιοδάκη
Γ. Ιμπεριαλισμός και το νέο στάδιο του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Στο: Μύθοι
και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2003.
Μαρξ
Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.
Ναξάκη
Χ. Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα. Στο: Μύθοι και πραγματικότητα την
εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2003.
Παγκόσμια Ακαδημία Πολιτισμών. Ποια παγκοσμιοποίηση;
Εξάντας. Αθήνα, 2005.
Παπακωνσταντίνου Π. Η αμερικανική Τζιχάντ. Ελληνικά
Γράμματα. Αθήνα, 2003.
Πατέλη Δ. Παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, ιμπεριαλισμός και
πόλεμος. Ζητήματα θεωρητικής περιοδολόγησης. Επαναστατική Μαρξιστική
Επιθεώρηση, τεύχος 8, Ιούνιος 2004, σελ. 48 – 68.
Πατέλη Δ. Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και
προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας, ΔΙΑΠΛΟΥΣ τεύχος 9, Σεπτεμβριος 2005,
σελ. 28-32.
Σακελλαρόπουλου Σ. Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η
πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού. Gutenberg. Αθήνα, 2004.
Σαμίρ Αμίν. Πέρα από τον γερασμένο καπιταλισμό. Εκδ. Α.Α.
Λιβάνη. Αθήνα, 2004.
* Ο Δημήτρης Πατέλης είναι επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας του Πολυτεχνείου Κρήτης και μέλος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Η Λογική της Ιστορίας».
* Χαρακτηριστικό του πνεύματος της εποχής, είναι
και το γεγονός ότι συχνά απαξιώνεται και απορρίπτεται από μέρος της «αριστερής»
διανόησης η συμβολή του Λένιν, χωρίς καν να κατανοείται. Προσάπτουν φερ’ ειπείν
κάποιοι στον Λένιν την αντίληψη εκείνη, στην οποία άσκησε ο ίδιος δριμύτατη
κριτική στην εποχή του: την αναγωγή του ιμπεριαλισμού σε επεκτατική και
πολεμική πολιτική…