Οι θεωρητικές ανεπάρκειες του «μαθήματος των γονιδίων»

 του Περικλή Παυλίδη

 

(Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 68-69, Δεκέμβριος 2003-Φεβρουάριος 2004, σσ. 56-60)

 

 

Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.

Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

(B.Brecht)

 

       Το ζήτημα  της ανθρώπινης φύσης σε συνάρτηση με τις πνευματικές ικανότητες και τις επιδόσεις του ατόμου  αναδείχτηκε   ήδη από την αρχαιότητα σε σημαντικό θέμα προβληματισμού. Οι απαντήσεις που δόθηκαν σηματοδότησαν αντίστοιχες αντιλήψεις για τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής.   Στο σπουδαίο έργο του Πλάτωνα, Πολιτεία, η κατάφαση της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες συνοδεύτηκε από την εισήγηση   της κυριαρχίας του ανώτερου πνευματικά στρώματος των  φιλοσόφων επί του κατώτερου πνευματικά στρώματος των δημιουργών. Αιώνες αργότερα, απόψεις που υποστήριξαν τη γενετικά καθορισμένη πνευματική ανισότητα των ανθρώπων καθοδήγησαν πολιτικές διακρίσεων σε βάρος εθνικών, φυλετικών, πολιτισμικών  μειονοτήτων, με αποκορύφωμα τη σκόπιμη και συστηματική εξόντωση ανθρώπων (εβραίων, τσιγγάνων, σλάβων κ.α.) στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

       Το εν λόγω  ζήτημα παραμένει εξαιρετικά επίμαχο και στις μέρες μας. Παρουσιάζει δε   έντονο παιδαγωγικό ενδιαφέρον μιας και άπτεται συγκεκριμένων  ερμηνειών των ανισοτήτων στις μορφωτικές-σχολικές επιδόσεις των μαθητών.

      Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι διάφορες αντιλήψεις   περί ανθρώπινης νοημοσύνης  που υποθέτουν την ύπαρξη μιας γενικής πνευματικής ικανότητας του ατόμου  η οποία κατά ορισμένους έχει γενετική ή και γενετική προέλευση. 

    Στο πνεύμα αυτών των αντιλήψεων αναπτύσσεται η προβληματική  μιας σειράς άρθρων του προέδρου  του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σ. Ν. Αλαχιώτη, στην εφημερίδα Το Βήμα: Τα γονίδια της γνώσης,  11/01/2004, Όταν τα γονίδια λένε... μάθημα,  01/02/2004, Οι πολλαπλές νοημοσύνες, 15/02/20.

      Στο πρώτο από αυτά ο Σ. Ν. Αλαχιώτης αναζητεί τους παράγοντες που διαμορφώνουν τις εξαιρετικές ικανότητες ορισμένων ανθρώπων, εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι  «η κοινωνία επιβραβεύει τους ταλαντούχους», «παντού ξεχωρίζει ο “προικισμένος”»1.

     Η άποψη του Σ. Ν. Αλαχιώτη ότι η κοινωνία επιβραβεύει τους προικισμένους θα μπορούσε να θεωρηθεί  ορθή αν γινόταν λόγος για τους κοινωνικο-ταξικά  προικισμένους, γι’ αυτούς που η κοινωνική υπεροχή τους μεταφράζεται και σε υπεροχή «ικανοτήτων»,  σε υπεροχή «μορφωτικού κεφαλαίου», για να θυμηθούμε έναν όρο του P. Bourdieu.

       Αλλά όχι! Ο Σ. Ν. Αλαχιώτης αναφέρεται σε μια άλλους είδους προίκα, γενετικής-γονιδιακής προέλευσης, την οποία η φύση κατά  άνισο τρόπο μοίρασε στους ανθρώπους, και που δεν είναι άλλη από την περιβόητη   νοημοσύνη.

    Υποστηρίζει, λοιπόν, στο παραπάνω άρθρο  ότι σύμφωνα με μελέτες  «οι διαφορές, των ατόμων ενός πληθυσμού ως προς τη λεκτική ικανότητά τους οφείλονταν κατά 60% στον γενετικό παράγοντα· το ποσοστό αυτό βρέθηκε 50% για τη δυνατότητα αντίληψης του χώρου· το ίδιο και για τη νοημοσύνη.». Επίσης, κάνει λόγο για θεωρίες που καταφάσκουν τη «σοβαρή γενετική βάση» της αριθμητικής και συλλογιστικής ικανότητας.   

 

      Βέβαια ο Σ. Ν. Αλαχιώτης προσπαθεί να είναι προσεκτικός και να μην τα αναγάγει όλα σε βιολογικούς παράγοντες, κάνοντας  ενίοτε  αναφορά και στο ρόλο του  κοινωνικού περιβάλλοντος. Επίσης, αποφεύγει ο ίδιος να διατυπώσει προσωπικές απόψεις. Περιορίζεται σε παράθεση σχετικών με το θέμα θεωριών, χωρίς να κρίνει την εγκυρότητά τους, δίνοντας έτσι την εντύπωση της  αντικειμενικότητας.  

       Η αντικειμενικότητα όμως του Σ. Ν. Αλαχιώτη είναι πλασματική διότι και μόνο το γεγονός ότι πραγματεύεται το  ζήτημα  των ανθρώπινων πνευματικών ικανοτήτων στα πλαίσια των θεωριών περί νοημοσύνης και περί του βαθμού στον οποίο αυτή καθορίζεται βιολογικά-γενετικά συνιστά κραυγαλέα μονομέρεια, δηλωτική προσωπικών αντιλήψεων και προτιμήσεων. 

      Αυτό που αποσιωπά ο Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι ότι υπάρχει και μια άλλη  ερμηνεία (ιδιαίτερα ισχυρή στην κοινωνιολογία, στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική) της διαφοράς των σχολικών επιδόσεων, της γλωσσικής-εκφραστικής «ανεπάρκειας» και  της ανισότητας  των  κοινωνικών «επιβραβεύσεων», η οποία αναδεικνύει τους   κοινωνικούς  όρους διαφοροποίησης των ανθρώπων και η οποία πραγματεύεται το γίγνεσθαι της προσωπικότητας ως φαινόμενο και πρόβλημα, κατεξοχήν,  των κοινωνικών σχέσεων.

      Στο άρθρο του Όταν τα γονίδια λένε... μάθημα διερωτώμενος για τη   «“ρίζα” των μαθησιακών δυσκολιών που εμφανίζονται συχνά στα παιδιά» ο Σ. Ν. Αλαχιώτης εστιάζει μόνο στο ρόλο του γενετικού παράγοντα (στο γενετικό καθορισμό της δυσλεξίας) καλώντας σε μια συγκαταβατική αντιμετώπιση των «τεμπέληδων μαθητών», οι οποίοι δεν έχουν ευθύνη για την τεμπελιά τους από τη στιγμή που φύσει δυσκολεύονται να αφομοιώσουν τις προσφερόμενες γνώσεις2.

       Αυτό, όμως, που δεν λένε τα γονίδια και παραγνωρίζει ο Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι η μαζική περίπτωση «τεμπελιάς» των μαθητών, η μαζική  απαξιωτική στάση προς το σχολείο που εκδηλώνεται από το μαθητικό κοινό των «τελευταίων θρανίων» και εκφράζει, αφενός,  την αδυναμία των μαθητών, λόγω του περιορισμένου πολιτιστικού «κεφαλαίου» που διαθέτουν από τον κοινωνικό τους περίγυρο να αντιληφθούν τη σημασία και το περιεχόμενο των  «εκτιθέμενων» στο σχολείο γνώσεων και, αφετέρου, τη  συνειδητοποίηση μιας αδήριτης πραγματικότητας, ότι το σχολείο και οι γνώσεις που προσφέρει δεν οδηγούν πουθενά ή ότι οδηγούν σε ένα μέλλον όπου η γνώση και  η πνευματική καλλιέργεια, εν γένει,  έχει μικρή έως καθόλου σημασία. 

 

      Όταν, λοιπόν, η μόρφωση του ανθρώπου, η αφομοίωση των επιτευγμάτων   του πολιτισμού αντιμετωπίζεται στα πλαίσια των βιολογικών –γενετικών παραγόντων που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία, στα πλαίσια της αναζήτησης του «γονιδίου της μόρφωσης» τότε εκ προοιμίου το ζήτημα τίθεται σε εσφαλμένη μεθοδολογική βάση. Το πλαίσιο  έρευνας εγκλωβίζεται στις βιολογικές προϋποθέσεις της προσωπικότητας, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, εξετάζονται, επίσης, μονομερώς, από τη σκοπιά δηλαδή  του πώς η βιολογική φύση καθιστά του ανθρώπους άνισους μέσα στον πολιτισμό, ενώ δεν καταδεικνύεται  το γεγονός ότι η βιολογική μας φύση αποτελεί προϋπόθεση του πολιτισμού ακριβώς, επειδή δεν προκαθορίζει τη δραστηριότητα του ανθρώπου στη σχέση του με το περιβάλλον, δεν προκαθορίζει ένα συγκεκριμένο ρόλο και μια συγκεκριμένη και ιεραρχικά δομημένη θέση  μέσα στην κοινωνία, παρά αφήνει ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη πολύπλευρων μορφών δραστηριότητας με αποτέλεσμα την εμφάνιση της δυνατότητας πολύπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου. Η ανάδειξη της δυνατότητας, βάσει της βιολογικής μας φύσης, για πολύπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία καθιστά ανούσια την προβληματική περί φυσικής ισότητας ή ανισότητας των ικανοτήτων μας.    

      Εκτός όμως αυτού, η εστίαση στις βιολογικές προϋποθέσεις της προσωπικότητας δεν αγγίζει την θεμελιώδη πλευρά του θέματος, δηλαδή το γεγονός ότι μόνο διαμέσου  της ένταξης στο εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων  το κάθε  άτομο αφομοιώνει τα επιτεύγματα  του πολιτισμού, αποκτά παιδεία και καθίσταται προσωπικότητα.

       Αν σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων η πρόσβαση στα αγαθά της παιδείας δεν είναι ίση σε όλους, (ούτε μπορεί να  είναι όσο ο πολιτισμός καθορίζεται από σχέσεις ταξικής στρωμάτωσης και σύγκρουσης), και αν η κοινωνία επιβραβεύει μόνον τους «ταλαντούχους» αυτό δεν έχει να κάνει με τον υποτιθέμενο γενετικό καθορισμό της  ανεπαρκούς  νοημοσύνης των μη ταλαντούχων αλλά με την ίδια την κοινωνία, η οποία ενδιαφέρεται μόνον για τους «ικανούς», τους «προικισμένους», τους «άριστους» και αδιαφορεί για όλους τους άλλους. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι αυτή η αδιαφορία για τους άλλους, για τους «ανίκανους» και «αδύναμους» δεν αποτελεί ζήτημα κακών προθέσεων αλλά αναπόδραστη συνέπεια των κυρίαρχων στην κεφαλαιοκρατική εποχή μας σχέσεων εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικού ανταγωνισμού, ταξικής  ανισότητας. 

       Η ίδια η άποψη ότι υπάρχουν κάποιοι ιδιαίτερα ικανοί και ταλαντούχοι οι οποίοι θα πρέπει να αναδεικνύονται και να επιβραβεύονται, το ιδεολόγημα του συρμού  περί αξιοκρατίας, προέρχεται ακριβώς από την αποτύπωση μυριάδες φορές στη συνείδηση των ανθρώπων  πληθώρας καθημερινών γεγονότων που δηλώνουν κοινωνική ανισότητα και ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να φαντάζει πλέον ως φαινόμενο φυσικής τάξης  το να υπάρχει παντού μια ιεραρχική ταξινόμηση των ανθρώπων σε άριστους, καλούς, μέτριους κ.ο.κ

      Αλλά ας εξετάσουμε το επίμαχο ζήτημα της νοημοσύνης στο οποίο εστιάζει την προσοχή ο  Σ. Ν. Αλαχιώτης.  Όπως και ο ίδιος αναφέρει, η πλέον διαδεδομένη αντίληψη εννοεί ως νοημοσύνη μια ικανότητα χειρισμού της πολυπλοκότητας και επίλυσης προβλημάτων3.  

     Επειδή όμως υπάρχουν πάμπολλα είδη πολυπλοκότητας και προβλημάτων όπως πάμπολλα είναι τα είδη των δραστηριοτήτων  που αναπτύσσει ο άνθρωπος (εργασιακές-παραγωγικές, διοικητικές, πολιτικές, ψυχαγωγικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές, θεωρητικές) γίνεται σαφές ότι στην πραγματικότητα το άτομο δεν αναπτύσσει μια  γενική ικανότητα αλλά ένα σύνολο ικανοτήτων. Η έννοια της νοημοσύνης ως γενικής ικανότητας,  ως «διάχυτης και σφαιρικής ποιότητας της σκέψης», συνιστά αφαίρεση από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επιμέρους ικανοτήτων που αναπτύσσει ένα άτομο βάσει της ιδιομορφίας της εκάστοτε δραστηριότητάς του.  Η αφαίρεση αυτή έχει νόημα μόνο στα πλαίσια  της προσπάθειας να ποσοτικοποιηθούν αυτές οι ικανότητες, προκειμένου να  αθροιστούν, ώστε να προκύψει ένας γενικός δείκτης και μια αντίστοιχη ιεραρχική διαφοροποίηση-κατάταξη ανθρώπων.

        Στο αποτέλεσμα του  γενικού δείκτη της νοημοσύνης  δεν υπάρχει πλέον η ποικιλομορφία των εν ενεργεία και εν δυνάμει ικανοτήτων που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα, δεν υπάρχει η ζώνη εγγύτερης  ανάπτυξης, δεν υπάρχει  το κοινωνικό  «σώμα» του ατόμου, το πλέγμα, δηλαδή,   των κοινωνικών σχέσεων η συμμετοχή στο οποίο καθορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης. Κοντολογίς, δεν υπάρχει  η ίδια η προσωπικότητα ως κάτι ζωντανό, πολύπλευρο, αντιφατικό και  δυναμικό.  

     Η θεωρία του Gardner, την οποία αναφέρει ο Σ. Ν. Αλαχιώτης, και η οποία δίνει έμφαση στη διάκριση πολλών, αντί του ενός, ειδών νοημοσύνης, όπως η γλωσσική, η λογικομαθηματική αλλά και η φυσιογνωστική και η υπαρξιακή νοημοσύνη (η ικανότητα να θέτει κανείς βασικά ερωτήματα για την ύπαρξη, τη ζωή και το θάνατο) προδίδει μάλλον την αποτυχία του εγχειρήματος να εκφραστούν με μια λέξη όχι μόνο διαφορετικές ικανότητες αλλά και διαφορετικά φαινόμενα της κοινωνικής-πολιτισμικής ζωής των ανθρώπων, όπως ο προβληματισμός για  τη ζωή και το θάνατο.

     Για την ιδεολογία της νοημοσύνης φρονούμε ότι ισχύει αυτό που εύστοχα επισημαίνει ο Michel Tort, ότι πρόκειται, δηλαδή, για συμπυκνωμένη  εκδοχή της αστικής ιδεολογίας:   «αστική αναπαράσταση της γνώσης και των ικανοτήτων ως ιδιότητας του ατόμου,  ύπαρξη καθαυτό νοητικών ικανοτήτων που να μπορούν να ανακαλυφθούν και να μετρηθούν έξω και πριν από κάθε πρακτική εφαρμογή»· «μανία για ταξινόμηση των ατόμων· λατρεία της διαφοράς, του ανταγωνισμού και της άμιλλας: πρέπει να έχεις περισσότερα από τον άλλον· τεστ-ενέδρα, όπως οι εξετάσεις· αστική ιδεολογία της γνώσης: η κατασκευασμένη τεχνητά λύση προϋπάρχει της ερωτήσεως, μένει να βρεθεί η σωστή απάντηση»4.

 

       Τι συμβαίνει όμως με την περίπτωση που η μελέτη ομοκυττάρων διδύμων, τα οποία προέρχονται από το ίδιο ωάριο και έχουν ταυτόσημο γενετικό υπόβαθρο, οδηγεί σε συμπεράσματα αναφορικά με το γενετικό καθορισμό των  μαθησιακών ικανοτήτων, από τη στιγμή που οι επιδόσεις αυτών των παιδιών σε διάφορες δοκιμασίες-tests δεν παρουσιάζουν σοβαρές διαφορές; Τι είναι αυτό που μετράνε στην εν λόγω  περίπτωση τα τεστ ευφυΐας και το οποίο   φαίνεται να έχει γενετικό υπόβαθρο;

        Oπως επισημαίνει ο R. Lewontin «Στα τεστ I.Q. επιβραβεύεται η ταχύτητα και συνεπώς τα γονίδια μπορεί να έχουν κάποια επίδραση στους χρόνους αντίδρασης ή στη γενική ταχύτητα των διεργασιών του κεντρικού νευρικού συστήματος.»5. Είναι φυσικό να αναγνωρίσουμε ότι  ως προς το νευρικό σύστημα τα ομοκύτταρα δίδυμα θα μοιάζουν μεταξύ τους και στους γονείς τους.

      Eνας από τους θεμελιωτές της επιστημονικής μελέτης του νευρικού συστήματος, ο Ι. Π. Παυλόφ, είχε διακρίνει τέσσερεις τύπους νευρικού συστήματος και τέσσερεις αντίστοιχους τύπους ιδιοσυγκρασίας. Σήμερα, βέβαια,  οι ταξινομήσεις του ελέγχονται (ελέγχεται ο αριθμός των τύπων νευρικού συστήματος, αλλά και  το κατά πόσο υπάρχουν τέτοιοι καθαροί τύποι), αυτό, όμως,  που έχει σημασία, εν προκειμένω, είναι μια σημαντική, κατά τη γνώμη μας, επισήμανση του Ρώσσου επιστήμονα, ότι μόνο σε εργαστηριακές συνθήκες και διαμέσου εξειδικευμένων δοκιμασιών μπορούμε να διακρίνουμε σε καθαρή μορφή ορισμένα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος και ότι στην καθημερινή ζωή αυτό που εκδηλώνεται και επηρεάζει τη δραστηριότητα του ατόμου δεν είναι οι έμφυτες ιδιαιτερότητες του νευρικού συστήματος (αυτό που ο Ι. Π. Παβλόφ αποκαλούσε  γονότυπο), αλλά ο χαρακτήρας, δηλαδή, οι κεκτημένοι από την εμπειρία και αγωγή τρόποι αντίδρασης (αυτό που ο Ι. Π. Παβλόφ αποκαλούσε  φαινότυπο)6.

      Αν οι άνθρωποι παρουσιάζουν κάποιες διαφορές ως προς τις αντιδράσεις του νευρικού συστήματος, (κάτι που μάλλον αποτελεί το μόνο γενετικής φύσεως στοιχείο το οποίο εκφράζεται στα τεστ νοημοσύνης, παράλληλα με την αναπόδραστη έκφραση διαφορών ως προς την αποκτημένη εμπειρία και γνώσεις),  αυτό ουδόλως σημαίνει ότι υπάρχουν ανώτεροι, αποτελεσματικοί, ικανοί  και κατώτεροι, αναποτελεσματικοί, ανίκανοι   τύποι νευρικού συστήματος. Ο τύπος του νευρικού συστήματος είναι δηλωτικός μόνο του ρυθμού των νευρικών λειτουργιών και όχι της αποτελεσματικότητας της ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία, σε ότι αφορά στο άτομο,  εξαρτάται από το σύνολο των χαρακτηριστικών της  προσωπικότητας, από το βαθμό στον οποίο το κάθε  άτομο κατέστη φορέας των επιτευγμάτων του πολιτισμού.

      Δέον να επισημανθεί ότι  ως φορέας του πολιτισμού και διαμέσου της αλληλεπίδρασής του με τους άλλους ανθρώπους το άτομο είναι σε θέση να αναπροσαρμόζει και να αναδομεί τις ικανότητές του, να  αναπτύσσει σκόπιμα τις ικανότητες που χρειάζονται για συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας.

         Για το ζήτημα του γενετικού καθορισμού της ευφυίας ο A.Jacquard αναφέρει ότι «Αυτό που στην πραγματικότητα παραλαμβάνει το παιδί δεν είναι μια ικανότητα να διαλογίζεται ή να επινοεί, αλλά μόνον οι συνταγές παρασκευής των πρωτεϊνών που του επιτρέπουν να διαλογίζεται και να επινοεί. Σίγουρα, υπάρχουν γονίδια που καταστρέφουν τα όργανα αυτά, ή που εμποδίζουν το σχηματισμό τους, δηλαδή “γονίδια της βλακείας”, αλλά δεν γνωρίζουμε γονίδια στα οποία οφείλεται μια ιδιαίτερα ζωηρή ευφυΐα. Η ευφυΐα είναι μια παρατεταμένη δόμηση και όχι ένα δώρο.»7.

 

          Ο  Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και θα περιμέναμε στα άρθρα του να εκφραστεί μια παιδαγωγική θεώρηση των μαθησιακών προβλημάτων. Αυτό, όμως, με το οποίο καταπιάνεται είναι η αναγωγή των μορφωτικών προβλημάτων σε ζητήματα βιολογίας και γενετικής. Οι προμετωπίδες των κειμένων του δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τις εμφάσεις του συγγραφέα: Όταν τα γονίδια λένε... μάθημαΤα γονίδια της γνώσης

     Αναφερόμενος στο πρώτο από τα παραπάνω άρθρα ο Γ. Τσιάκαλος εύστοχα επισημαίνει ότι οι διατυπώσεις του Σ. Ν. Αλαχιώτη «υποβάλλουν στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες, που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις δύο απόψεις: Πρώτον, την άποψη ότι η σύγχρονη επιστημονική διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν σε μαθησιακές δυσκολίες και σε φτωχές επιδόσεις στο σχολείο πραγματοποιείται στο χώρο της γενετικής, και όχι στο χώρο της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας. Και δεύτερον, την άποψη ότι πράγματι υπάρχει γενετική επίδραση στις μαθησιακές ικανότητες και στη σχολική επιτυχία.»8.

 

        Άποψή μας είναι ότι   ο  Σ. Ν. Αλαχιώτης αδυνατεί να αντιληφθεί την ιδιομορφία της κατεξοχήν ανθρώπινης, δηλαδή, της  κοινωνικής πραγματικότητας, σε σχέση  με αυτή της φύσης και του ζωικού βασιλείου. Οι ισχυρισμοί  του στο άρθρο Το ταξίδι στην «ελευθερία της ζωής» ότι «Οι πόλεμοι για την κατάκτηση της ελευθερίας δεν αποτελούν προνόμιο μόνο του ανθρώπου.», ότι «H ελευθερία δεν είναι προνόμιο μόνο του ανθρώπου. Είναι επιταγή της φύσης, της ίδιας της ζωής που όμως εξαργυρώνεται πανάκριβα, και κατακτάται δύσκολα σε όποια βαθμίδα της εξελικτικής ιεραρχίας επιχειρείται» και ότι  «η εξέλιξη απελευθερώνει κάθε φορά όλο και περισσότερο τη ζωή από την καταπίεση της φύσης»9 είναι δηλωτικοί της  παραγνώρισης της ιδιομορφίας των κοινωνικών φαινομένων και της ελευθερίας, ως αποκλειστικά ανθρώπινης ιδιότητας. Στο εν λόγω άρθρο η ελευθερία ανάγεται στην εξελικτική ενίσχυση της προσαρμοστικής ικανότητας των βιολογικών ειδών.

      Αυτή η διασταλτική ερμηνεία της ελευθερίας παραγνωρίζει ένα σπουδαίο γεγονός, ότι η ελευθερία ως ιδιότητα που χαρακτηρίζει την κοινωνία (και το κοινωνικό άτομο) σηματοδοτεί ένα τεράστιο άλμα στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, συγκριτικά με την αντίστοιχη  σχέση των άλλων ειδών. Οι άνθρωποι εργάζονται, αλληλεπιδρούν με τη φύση διαμέσου της συνειδητής και συστηματικής  χρήσης εργαλείων (διαμέσου  μορφολογικά και λειτουργικά μετασχηματισμένων φυσικών σωμάτων).  Η εργασία,  στην πορεία διαμόρφωσης της οποίας διαμορφώθηκε και ο ίδιος ο άνθρωπος,    άλλαξε άρδην τον τρόπο προσαρμογής του ανθρώπινου είδους στη φύση. Εδώ δεν πρόκειται για αύξηση της προσαρμοστικότητας που συντελείται στα πλαίσια φυσικών-βιολογικών διαδικασιών (μεταλλάξεων) όπως συνέβη στα άλλα είδη, αλλά για αύξηση της προσαρμοστικότητας διαμέσου της συνειδητής αλλαγής του φυσικού περιβάλλοντος, διαμέσου της προσαρμογής της φύσης στις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο και τον καθιστά  το μοναδικό ελεύθερο ον είναι ότι, ως επί το πλείστον,  δεν είναι πλέον δέσμιος των γενετικών τρόπων αύξησης της προσαρμοστικότητάς  του, αλλά  ο ίδιος επιλέγει τους τρόπους προσαρμογής, αλλάζοντας-προσαρμόζοντας συνειδητά τη φύση στον εαυτό του.  

      Η βιολογική εξέλιξη με την κορύφωσή της στους ανθρώπους κατέστησε εφικτή την ανθρώπινη ελευθερία: δημιούργησε ένα ον βιολογικά μη προσαρμοσμένο σε ένα περιορισμένο περιβάλλον, σε ένα περιορισμένο είδος σχέσης με τη φύση και γι’ αυτό ικανό να αναπτύσσει ποικίλες μορφές αλληλεπίδρασης με το φυσικό περίγυρο. Εδώ, όμως, πρόκειται ακόμη για την  ελευθερία εν δυνάμει.

      Η ελευθερία εν ενεργεία συνδέεται πλέον με την συνειδητοποίηση αντικειμενικών δυνατοτήτων και νομοτελειών και με την ικανότητα του κοινωνικού ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο βάσει αυτής της συνειδητοποίησης.   Στο μικρό διάστημα ύπαρξης του νεώτερου Homo Sapiens οι μεταλλάξεις ήταν ασήμαντες και δεν προώθησαν καθόλου την προσαρμοστικότητα του ανθρώπινου είδους. Πόσο αλματώδης όμως και εντυπωσιακή υπήρξε η  ανάπτυξη της ελευθερίας απέναντι στη φύση ως συνέπεια των σχέσεων και νόμων που καθορίζουν την κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων!

 

      Σχετικά με  την κοινωνική ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία παραγνωρίζεται στην  περίπτωση του  βιολογικού αναγωγισμού θα θέλαμε να θυμηθούμε τη διευκρίνιση του  Ε. Μπιτσάκη  ότι   «Ο άνθρωπος είναι φυσικό ον. Ωστόσο δεν ανάγεται … στο σύνολο των πρωτονίων, των νετρονίων και των ηλεκτρονίων που συνιστούν τον  οργανισμό του. Ο άνθρωπος είναι βιολογικό ον. Ωστόσο δεν ανάγεται στο σύνολο  των κυττάρων του, ή στο σύνολο των χημικών του αντιδράσεων. Ο άνθρωπος δεν  ανάγεται στη βιολογική του ολότητα. Η κοινωνική φύση του προϋποθέτει τη φυσική  και τη βιολογική του ιδιαιτερότητα και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει»10.

    

     Με την εμφάνιση της κοινωνίας η τύχη του ανθρώπου έπαψε να βρίσκεται στα γονίδιά του και στις έμφυτες προσαρμοστικές του ικανότητες. Βέβαια, οι κοινωνικές σχέσεις δεν καταργούν τους νόμους της βιολογίας, ούτε όμως ανάγονται σ’ αυτούς. Οι δυνατότητες και προοπτικές του ανθρώπου ως πολιτισμικού όντος, καθώς επίσης τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει,  καθορίζονται πλέον από κοινωνικές νομοτέλειες. Αν σήμερα η ανθρωπότητα σπαράσσεται από κάθε είδους συγκρούσεις και πολέμους, αν ένα μικρό μέρος του κόσμου ευημερεί ενώ το μεγαλύτερο δυστυχεί, αν κάποιοι φαντάζουν ανώτεροι, ικανοί, ισχυροί ενώ κάποιοι άλλοι κατώτεροι και ανίκανοι,  αν βιώνουμε νέα έξαρση της θρησκοληψίας, του πνευματικού σκοταδισμού και  φανατισμού κάθε απόχρωσης, αν η παιδεία έχει γίνει εμπόρευμα και το περιεχόμενό της θυμίζει προϊόν προς κατανάλωση με ημερομηνία λήξης, αν πολλοί άνθρωποι αδιαφορούν για τα πνευματικά αγαθά μιας και ποτέ δεν τα έχουν γνωρίσει, αν κάποια παιδιά χρησιμοποιούν τον ανεπτυγμένο και κάποια άλλα τον περιορισμένο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας (έννοιες του B.Bernstein), η απάντηση για όλα αυτά και για πάρα πολλά άλλα δεν βρίσκεται στο «μάθημα» των γονιδίων αλλά στα ερευνητικά εγχειρήματα  της κοινωνικής θεωρίας. Η αντιμετώπιση δε των παραπάνω προβλημάτων δεν εξαρτάται από γονιδιακές μεταλλάξεις αλλά από τη δυνατότητα των ανθρώπων να αλλάζουν συνειδητά και ριζικά τις κοινωνικές σχέσεις.

 

 

Σημειώσεις

 

1. Σ. Ν. Αλαχιώτης,  «Τα γονίδια της γνώσης»,  Το Βήμα, 11-01-2004

2. Βλ. Σ. Ν. Αλαχιώτης, «Όταν τα γονίδια λένε... μάθημα»,  Το Βήμα, 01-02-2004

3. Βλ. Σ. Ν. Αλαχιώτης, «Οι πολλαπλές νοημοσύνες», Το Βήμα, 15-02-2004

4. Βλ. M. Tort, Ο δείκτης νοημοσύνης, εκδ. Ράπα, σελ.42

5. R. Lewontin, Η βιολογία ως ιδεολογία, Σύναλμα, Αθήνα 2000, σελ.63

6. Βλ. Γκυππενρέιτερ Ι. Μπ., Εισαγωγή στη γενική ψυχολογία, εκδ. Πανεπιστημίου της  Μόσχας, Μόσχα 1988, σσ. 251- 252

7. A. Jacquard, Ο άνθρωπος και τα γονίδιά του, εκδ. Π. Τραυλός-Ε. Κωσταράκη, Αθήνα 1997, σελ.106

8. Γ. Τσιάκαλος, «Όταν τα γονίδια ασκούν …πολιτική», Η κυριακάτικη  Αυγή, 08-02-2004 

9.  Σ. Ν. Αλαχιώτης,  «Το ταξίδι στην “ελευθερία της ζωής”», Το Βήμα, 31-08-2003

10.  Ε. Μπιτσάκης, Θεωρία και πράξη. Προβλήματα φιλοσοφίας του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα 1980, σελ. 266