Περικλής Παυλίδης
Παιδεία
και καθημερινή συνείδηση υπό το πρίσμα της κοινωνικής προόδου.
(ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, τεύχη 131, 132)
Εισαγωγή
Αφετηρία του άρθρου αυτού
αποτελεί το ερώτημα σε ποιο βαθμό η παιδεία δύναται να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα
κοινωνικής αλλαγής και προόδου ή συνιστά απλά έκφανση, παθητική αντανάκλαση και
ιδεολογική αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.
Από τη
σκοπιά του ζητήματος αυτού θα επιχειρηθεί η εξέταση του ιδιαίτερου τρόπου με
τον οποίο οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις εκφράζονται στην καθημερινή συνείδηση
των ανθρώπων, δηλαδή σ’ εκείνη τη μορφή συνείδησης η οποία διαμορφώνει ένα σύνολο
ιδεών, κοσμοαντιλήψεων, στάσεων που συγκροτούν τον πυρήνα της κυρίαρχης
ιδεολογίας.
Η
σκοπιμότητα της αναφοράς στις ιδέες της καθημερινής συνείδησης έγκειται στο
γεγονός ότι αυτές σχηματίζουν ένα αντιφατικό αφετηριακό πλαίσιο δια μέσου του
οποίου συντελείται η περαιτέρω διαμόρφωση της συνείδησης των ανθρώπων, με τη
συμμετοχή και των μορφών οργανωμένης και συστηματικής μετάδοσης παιδείας. Η
σχέση καθημερινής συνείδησης και πραγματικότητας προκαθορίζει τα πλαίσια στα
οποία κινείται η σκόπιμη, δια μέσου της παιδαγωγίας, διαμόρφωση της ανθρώπινης
συνείδησης.
Στο
άρθρο θα διερευνηθεί ο ρόλος της καθημερινής συνείδησης ως νοητικής βάσης της κομφορμιστικής ύπαρξης των
ανθρώπων μέσα στην κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα. Επίσης, πρόκειται να
εξετάσουμε τη δυνατότητα και τους τρόπους υπέρβασης της καθημερινής συνείδησης
σε συνάρτηση με τη διερεύνηση του περιεχομένου μιας παιδείας που θα είναι στην
υπηρεσία της κοινωνικής χειραφέτησης.
Με τον
όρο παιδεία εννοούμε το σύνολο των πολιτισμικών επιδράσεων που διαμορφώνουν την
ανθρώπινη προσωπικότητα, τη διαδικασία βίωσης του πολιτισμού. Ιδιαίτερα
σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία επιτελεί η παιδαγωγία, η σκόπιμη,
οργανωμένη και συστηματική μετάδοση της παιδείας στη νέα γενιά.
Η
παιδαγωγία ως διακριτή δραστηριότητα των ανθρώπων στα πλαίσια του κοινωνικού
καταμερισμού εργασίας συνιστά ένα φάσμα παιδαγωγικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των
παιδαγωγών και των παιδαγωγούμενων. Οι μορφές οργάνωσης αυτών των
αλληλεπιδράσεων ποικίλουν στις διάφορες ιστορικές βαθμίδες.
Στις
απαρχές της κοινωνικής ζωής η πρωτόγονη ανθρώπινη κοινότητα με το σύνολο των
εθίμων, των τελετών και των λοιπών δραστηριοτήτων της αποτελούσε ταυτόχρονα ένα
ενιαίο φορέα διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς. Με την εμφάνιση του υποδουλωτικού
καταμερισμού εργασίας και της ταξικής στρωμάτωσης η παιδαγωγία καθίσταται
αντικείμενο δραστηριότητας ειδικής κατηγορίας ανθρώπων, εξειδικευμένων στο
παιδαγωγικό έργο.
Αυτή η
ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής εργασίας αποκτά σταδιακά και μια ξεχωριστή θεσμική
υπόσταση με αποκορύφωμα τον εκπαιδευτικό θεσμό όπως τον ξέρουμε στις μέρες μας.
Η
ύπαρξη της παιδαγωγίας με τη μορφή ενός ξεχωριστού πεδίου του κοινωνικού
καταμερισμού εργασίας, αναγνωρισμένου από την κοινωνία ως πλέον κατάλληλου και
αρμόδιου για τη συστηματική μετάδοση της παιδείας στη νέα γενιά και, συνεπώς,
ως πλέον αρμόδιου για τη διάπλαση της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων,
δημιουργεί την εντύπωση ότι η παιδαγωγία παίζει ένα αυτόνομο και καθοριστικό
ρόλο στη διαμόρφωση των ανθρώπων και των μεταξύ τους σχέσεων.
Εκτός
αυτού, το στοιχείο της σκοπιμότητας στο παιδαγωγικό έργο, δηλαδή, της
συνειδητής επιλογής και επεξεργασίας των πνευματικών αγαθών, των γνώσεων, των
ηθικών, αισθητικών, κοσμοθεωρητικών ιδεών που προορίζονται για μετάδοση στους νέους ανθρώπους, καθώς και των
τρόπων-μορφών αυτής της μετάδοσης, αναδεικνύει την αντικειμενική δυνατότητα της
κοινωνίας να κατευθύνει τη δική της αναπαραγωγή, διαμορφώνοντας στη νέα γενιά
συγκεκριμένους τύπους προσωπικότητας.
Στη βάση των παραπάνω φαινομενικών και
αντικειμενικών ιδιοτήτων της παιδείας γεννήθηκε η ελπιδοφόρα αντίληψη ότι
διαμέσου αυτής μπορεί να επιτευχθεί το ιδεώδες ενός καλύτερου και πιο
ανθρώπινου κόσμου, να προωθηθεί δραστικά η κοινωνική χειραφέτηση και πρόοδος.
Η εν
λόγω ιδέα είναι βαθιά ριζωμένη στην
πνευματική κληρονομιά του Διαφωτισμού. Η πίστη στην παντοδυναμία της παιδείας,
η πεποίθηση ότι η ορθή αγωγή μπορεί διορθώσει τα ελαττώματα της κοινωνικής
ζωής, ότι η γνώση της αλήθειας και η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας θα
οδηγήσει στην πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση των ανθρώπων αποτελούν το
στίγμα του αιώνα των φώτων.
Το
κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα έθεσε
εμφατικά το ζήτημα της σταδιακής δημοκρατικής εξέλιξης-βελτίωσης της κοινωνίας
διαμέσου μιας προοδευτικά αναδομημένης παιδείας. Ο J.Dewey, κορυφαίος
εκπρόσωπος αυτού του κινήματος, δήλωνε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω πως η
εκπαίδευση είναι η βασική μέθοδος της κοινωνικής προόδου και της κοινωνικής μεταρρύθμισης.»[1].
Την
ίδια ιδέα συναντάμε και στον κορυφαίο Έλληνα παιδαγωγό και κοινωνικό οραματιστή
Δ.Γληνό, ο οποίος αναφέρει με γλαφυρό τρόπο: «Και το ανήσυχο Σήμερα, βαθιά
συνταραγμένο από τις αιματηρές δυσαρμονίες της ζωής και τον αβάσταγό τους πόνο,
την παιδεία μελετάει και αναστοχάζεται, πώς να ριζοβολήσουν μέσα στις
μελλούμενες ψυχές τα σπέρματα μιανής αρμονικότερης και ηθικότερης συνυπαρξίας
των ανθρώπων.»[2].
Συνυφασμένο με την αντίληψη ότι με τη βοήθεια της
παιδείας μπορεί να οικοδομηθεί ένας καλύτερος κόσμος είναι και το πρόταγμα μιας
παιδείας στην υπηρεσία της ειρήνης. Για παράδειγμα, η κορυφαία παιδαγωγός Μ.Μοντεσσόρι
δηλώνει ότι «η προετοιμασία της ειρήνης μέσω της παιδείας είναι ο πιο
αποτελεσματικός και εποικοδομητικός τρόπος ν’ αντιταχθούμε στον πόλεμο…»[3].
Μάλιστα,
υπάρχει και η άποψη που αποσπά πλήρως το πρόβλημα του πολέμου από οποιοδήποτε
πλαίσιο κοινωνικο-οικονομικών αντιθέσεων και το ανάγει σε πρόβλημα κατεξοχήν
της εκπαίδευσης: «Η ελλιπής ή εσφαλμένη εκπαίδευση έχει όντως θεωρηθεί
πρωταρχική αιτία των πολέμων και συνεπώς υπεύθυνη για τη μη εδραίωση μιας
τοπικής ή παγκόσμιας ειρήνης.»[4].
Απόρροια
των παραπάνω αντιλήψεων, που θεωρούν την παιδεία καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής εξέλιξης, είναι η άποψη περί ενός
ξεχωριστού και αποφασιστικού ρόλου των παιδαγωγών μέσα στην κοινωνική ολότητα.
Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι οι λειτουργοί της παιδείας είναι αυτοί που ευθύνονται για τη διαμόρφωση του τρόπου
σκέψης της νέας γενιάς και συνεπώς για την κοινωνία του μέλλοντος που αυτή η
γενιά θα οικοδομήσει.
Η παντοδυναμία της παιδείας μεταφράζεται έτσι
σε παντοδυναμία των παιδαγωγών. Σύμφωνα με τη δήλωση του J.Dewey «Κάθε
δάσκαλος θα έπρεπε να πραγματοποιεί το νόημα της αποστολής του, ότι δηλαδή ως
κοινωνικός λειτουργός είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της συγκεκριμένης
κοινωνικής τάξης και την εξασφάλιση της σωστής κοινωνικής προόδου. Από της
άποψη αυτή ο δάσκαλος είναι διαρκώς ο προφήτης του αληθινού θεού και ο θυρωρός
της αληθινής βασιλείας των ουρανών.»[5]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σχετική άποψη
του Κ.Ι Δεσποτόπουλου: «…προϋπόθεση για την ευόδωση της παιδείας, στην
ανθρωπιστική λειτουργία της προπάντων, είναι το υψηλό παιδαγωγικό φρόνημα των
παιδαγωγών, η πεποίθησή τους δηλαδή ότι από αυτούς προκαθορίζεται η πνευματική
φυσιογνωμία και ηθική συγκρότηση των ανθρώπων της αυριανής κοινωνίας…»[6].
Όλες οι
παραπάνω απόψεις υπονοούν μιαν ισχυρή αυτονόμηση της παιδείας από τις κυρίαρχες
κοινωνικές σχέσεις, έτσι ώστε όχι μόνο να μένει ένα μεγάλο περιθώριο για την
προστασία της παιδείας από την διαβρωτική επιρροή ενός κατεστημένου και ενίοτε
παρηκμασμένου συστήματος κοινωνικών σχέσεων αλλά και για να μπορεί η παιδεία να
επενεργεί στο σύστημα αυτό και να το αλλάζει.
Στην αισιόδοξη άποψη που υποστηρίζει ότι η παιδεία και οι λειτουργοί της, οι παιδαγωγοί, έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν, να αναδιαμορφώνουν, να αλλάζουν ριζικά τη συνείδηση των ανθρώπων βάζοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου μπορεί να αντιπαραθέσει κανείς την ένσταση που διατύπωσε κάποτε ο Κ.Μαρξ: «Η υλιστική θεωρία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των περιστάσεων και της παιδείας, και ότι επομένως οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα άλλων περιστάσεων και διαφορετικής παιδείας, ξεχνάει ότι οι άνθρωποι είναι ακριβώς εκείνοι που αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει κι αυτός ανάγκη να παιδαγωγηθεί.»[7].
Ποιος, λοιπόν, διαπαιδαγωγεί και διαμορφώνει τους παιδαγωγούς και, κατ’ επέκταση, ποιος διαμορφώνει το περιεχόμενο της παιδείας;
Αν απομακρυνθούμε από μιαν
απάντηση η οποία θα εντόπιζε το γίγνεσθαι της παιδείας αποκλειστικά μέσα στα
όρια του ίδιου του εαυτού της, και θα εκλάμβανε, συνεπώς, την παιδεία ως
απολύτως αυτοσκοποθετούμενη και αυτοκαθοριζόμενη – ως αυθύπαρκτη διαδικασία του
ανθρωπίνου πνεύματος, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε εκτός παιδείας, μέσα στις
κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, τους όρους εκείνους που καθορίζουν τις κυρίαρχες
μορφές συνείδησης, τους κυρίαρχους τύπους προσωπικότητας άρα και την παιδεία
και παιδαγωγία.
Εφόσον δεχτούμε ότι η παιδεία και οι παιδαγωγοί καθορίζονται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, τότε το περιεχόμενο της παιδείας και η συνείδηση των παιδαγωγών δεν μπορεί παρά να αντανακλούν αυτές τις σχέσεις ως κυρίαρχες, με άλλα λόγια, να εκφράζουν ιδεολογικά τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις.
Στην κλασική επισήμανσή τους οι Κ.Μαρξ και Φ.Ένγκελς αναφέρουν: «Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της.»[8].
Όσον αφορά την ιδεολογία ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια του Α.Γκράμσι να αναδείξει τον ενεργό ρόλο της στη διατήρηση-αναπαραγωγή ενός συστήματος ταξικής κυριαρχίας. Ο Α.Γκράμσι συνδέει την ηγεμονία μιας τάξης μέσα στη κοινωνία με την ικανότητα να διατηρεί διαμέσου της ιδεολογίας τη συνοχή ενός συνασπισμού αντιφατικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων[9]. Η ιδεολογία λειτουργεί, τρόπον τινά, ως το «τσιμέντο» που διασφαλίζει την ενότητα του κοινωνικού σχηματισμού.
Αν,
λοιπόν, η κυρίαρχη ιδεολογία εκφράζει και αναπαράγει το κυρίαρχο κοινωνικό
σύστημα τότε η σχέση παιδείας και
κοινωνικής αλλαγής εξαρτάται, εν πολλοίς, από την σχέση παιδείας και κυρίαρχης
ιδεολογίας.
Το
ζήτημα αυτό (η ιδιαίτερη σχέση παιδείας και ιδεολογίας) απασχόλησε αρκετούς
στοχαστές, οι οποίοι εκκινώντας από τις γνωστές μαρξιστικές θέσεις
καταπιάστηκαν με τη μελέτη της θεσμικής εξάρτησης της παιδαγωγίας από την
κυρίαρχη κεφαλαιοκρατική κοινωνική δομή και ιδιαίτερα από το κράτος. Αυτοί
κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι η παιδεία, αντί για δύναμη κοινωνικής αλλαγής, λειτουργεί
η ίδια ως πεδίο αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, και διαμέσου αυτής, ως
μέσο υπαγωγής των ανθρώπων στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις[10].
Σύμφωνα
με τη θεωρία της αντιστοιχίας που διατύπωσαν οι S.Bowles
και H.Gintis το εκπαιδευτικό σύστημα
στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής των
κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, επειδή η δομή και οι σχέσεις που αναπτύσσονται
στο εσωτερικό του βρίσκονται σε αντιστοιχία προς τις κυρίαρχες κοινωνικές δομές
και σχέσεις. Οι σχέσεις εξουσίας –πειθαναγκασμού μεταξύ διδασκόντων και
διδασκομένων μέσα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς αντανακλούν τις σχέσεις εξουσίας
και υποταγής μεταξύ εργαζομένων και κεφαλαιοκρατών στη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής[11].
Σκεπτόμενος
στην ίδια κατεύθυνση ο Μπάμπης Νούτσος επισημαίνει ότι το σχολείο αναπαραγάγει
και διαδίδει την κυρίαρχη ιδεολογία όχι μόνο με τη μορφή της μετάδοσης γνώσεων
–ιδεών αλλά και διαμέσου της λεγόμενης «πρακτικής ιδεολογίας», της υποβολής
δηλαδή των μαθητών σ’ ένα σύνολο σχέσεων και πρακτικών δραστηριοτήτων που αναπαράγουν τα υλικά πλαίσια των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής[12].
Ο R.Miliband
αναφέρεται στο νομιμοποιητικό ρόλο της ιδεολογίας που διαδίδει το
εκπαιδευτικό σύστημα από τη στιγμή που μεταδίδει στα παιδιά της εργατικής τάξης
αξίες και αρχές οι οποίες κρίνονται θεμελιακές και ουσιαστικές για τη διατήρηση
της κοινωνικής ολότητας και αντικειμενικά υποθάλπουν την αποδοχή της
καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων[13].
Έχει
σημασία να αναφέρουμε το γεγονός ότι ο R.Miliband, αναγνωρίζοντας
γενικά τη σημασία του ελέγχου από την άρχουσα τάξη των μέσων πνευματικής
παραγωγής για την ιδεολογική νομιμοποίηση της εξουσίας της, αφήνει να εννοηθεί
ότι ο συμβιβασμός της εργατικής τάξης με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα συντελείται
και κατά ένα αυθόρμητο τρόπο, μέσα από την εμπειρική πρόσληψη των συνθηκών της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ως αυταπόδεικτων νόμων της φύσης[14]. Πρόκειται,
όμως, για ιδέα η οποία στο έργο του R.Miliband δεν αποκτά καμία
περαιτέρω ανάπτυξη και γι’ αυτό παραμένει ασαφής.
Ιδιαίτερη,
όμως, αναφορά θα πρέπει να κάνουμε στη θεωρία του L.Altousser
η οποία συνιστά μια ξεχωριστή προσέγγιση του ρόλου των θεσμών της παιδείας
στην επιβολή - διάδοση της ιδεολογίας των κυρίαρχων τάξεων πάνω στα υπόλοιπα
μέλη της κοινωνίας και στη διασφάλιση, διαμέσου της κυρίαρχης ιδεολογίας, της
κοινωνικής συναίνεσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου καθεστώτος.
Όπως ο ίδιος υποστηρίζει η παιδεία καθορίζεται
από τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Ο τελευταίος αποτελείται από τον
Κατασταλτικό Κρατικό Μηχανισμό (ΚΚΜ) και από τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του
Κράτους (ΙΜΚ). Η παιδεία στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία υπάγεται στους
εκπαιδευτικούς θεσμούς του Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους. Η κυρίαρχη
αστική τάξη διατηρεί την κοινωνική της εξουσία όχι μόνο με τη βοήθεια της
καταστολής (δηλαδή του ΚΚΜ) αλλά κυρίως διαμέσου της ηγεμονίας της στους ΙΜΚ.
Μάλιστα,
στην κεφαλαιοκρατία το ρόλο του καθοριστικού Ιδεολογικού Μηχανισμού του
Κράτους επιτελεί το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι κατεξοχήν υπεύθυνο για τη διάδοση-επιβολή της κυρίαρχης
ιδεολογίας που δεν είναι άλλη από την ιδεολογία της άρχουσας τάξης[15].
Η
ιδιαιτερότητα των απόψεων του L.Altousser έγκειται στο ότι ανάγει τη διαμόρφωση
της κυρίαρχης ιδεολογίας αποκλειστικά στο έργο συγκεκριμένων θεσμών-μηχανισμών,
ελεγχόμενων από την άρχουσα τάξη. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι η κυρίαρχη
ιδεολογία εισβάλει στην κοινωνία από έξω, με άλλα λόγια, ότι χωρίς τους
συγκεκριμένους ΙΜΚ δε δύναται να υπάρξει κυρίαρχη ιδεολογία που να εκφράζει
αντικειμενικά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Τις απόψεις του L.Altousser φαίνεται να
υιοθετεί ο Ν.Πουλαντζάς, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η κυρίαρχη ιδεολογία
ενσαρκώνεται στους κρατικούς μηχανισμούς που έχουν επίσης για ρόλο να εκπονούν,
να ενσταλάζουν και να αναπαράγουν αυτή την ιδεολογία, πράγμα σημαντικό για την
οργάνωση και την αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, των κοινωνικών
τάξεων και της ταξικής κυριαρχίας.»[16].
Στο Ν.Πουλαντζά, όμως, συναντάμε και άλλες
ιδέες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε μια διαφορετική κατανόηση της
κυρίαρχης ιδεολογίας. Ασκώντας κριτική στην απλουστευτική ιστορικιστική
αντίληψη, η οποία παρουσιάζει την κυρίαρχη ιδεολογία ως το δημιούργημα μιας
άρχουσας τάξης η οποία λειτουργεί ως κοινωνικό υποκείμενο, ο Ν.Πουλαντζάς
διατυπώνει την άποψη ότι «Το υπόβαθρο του ιδεολογικού στοιχείου εξαρτάται απ’
το γεγονός ότι καθρεφτίζει τον τρόπο με τον οποίο οι δρώντες παράγοντες ενός
σχηματισμού, που είναι και φορείς των δομών τους, ζουν τις συνθήκες της ύπαρξής
τους, τη σχέση ζωής των δρώντων παραγόντων μ’ αυτές τις συνθήκες. Η ιδεολογία
είναι παρούσα σε τέτοιο βαθμό μέσα σ’ όλες τις δραστηριότητες των δρώντων
παραγόντων που γίνεται αδιαχώριστη απ’ τη βιωμένη τους εμπειρία.»[17].
Σε άλλο
σημείο ο Ν.Πουλαντζάς αναφέρει ότι «Η ενότητα αυτή του ιδεολογικού στοιχείου
δεν προέρχεται καθόλου από κάτι που θα ήταν γενετικά συσχετισμένο με μια τάξη-υποκείμενο
και την ταξική της συνείδηση. Αυτή ανήκει αρχικά, στη σχέση της ιδεολογίας με
τα ανθρώπινα βιώματα μέσα σ’ ένα σχηματισμό και τη φαντασιακή της επένδυση.»[18].
Οι
παραπάνω ιδέες του Ν.Πουλαντζά διαγράφουν μια αντίληψη της κυρίαρχης ιδεολογίας
ως μορφώματος που δεν συγκροτείται απλά από κάποια κυρίαρχη τάξη ή κάποιους
κρατικούς μηχανισμούς, αλλά προκύπτει, πρωτίστως, αυθόρμητα, ως αντανάκλαση στη
συνείδηση των μελών όλης της κοινωνίας των εμπειριών και βιωμάτων τους.
Φρονούμε
ότι στις ιδέες του αυτές ο Ν.Πουλαντζάς πλησιάζει αρκετά το ζήτημα της σχέσης
μεταξύ κυρίαρχης ιδεολογίας και καθημερινής συνείδησης χωρίς όμως να το θέσει
κατά συγκεκριμένο τρόπο.
Η αναπαράσταση της πραγματικότητας στα πλαίσια της
καθημερινής συνείδησης.
Οι
απόψεις που συνδέουν την παιδεία με τη δυνατότητα ενός καθοριστικού ρόλου της
στην αλλαγή των ανθρώπινων συνειδήσεων και της κοινωνίας, καθώς κι εκείνες που
αντιλαμβάνονται την παιδεία ως εξαρτημένη από θεσμούς –μηχανισμούς αναπαραγωγής
της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κοινωνικού καθεστώτος, εξετάζουν την ανθρώπινη
συνείδηση, τις γνώσεις, κοσμοθεωρίες, τα ιδεώδη των ανθρώπων ως κάτι που
απορρέει από την περισσότερο ή λιγότερο σκόπιμη και συστηματική παιδαγωγική
επενέργεια σ’ αυτούς.
Αναμφίβολα στην παιδεία του ανθρώπου και,
κυρίως, στις θεσμικά οργανωμένες και κατευθυνόμενες μορφές παροχής παιδείας
οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση της συνείδησής του, της ιδεολογίας
του και ως εκτούτου η κοινωνική του συμπεριφορά, η στάση του απέναντι στις
κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις.
Ωστόσο όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ένα
άλλο επίπεδο διαμόρφωσης της συνείδησης και της ιδεολογίας το οποίο, λόγω της
ιδιομορφίας του, διατηρεί μια σημαντική
αυτονομία απέναντι στην παιδαγωγία και γενικά στην κατευθυνόμενη από
μηχανισμούς ιδεολογική επενέργεια στους ανθρώπους, και μάλιστα συγκροτεί ένα
αφετηριακό φάσμα-πλαίσιο δυνατοτήτων σκόπιμης εμπλοκής της παιδαγωγίας στην
περαιτέρω ανάπτυξη-διαμόρφωση της
ανθρώπινης συνείδησης.
Πρόκειται για ένα επίπεδο στο οποίο η
συνείδηση διαμορφώνεται ως η πλέον άμεση, αυθόρμητη, μη αναστοχαστική
αντανάκλαση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και ως η πλέον άμεση έκφραση της
στάσης του ατόμου απέναντι στις εν λόγω σχέσεις. Ως τέτοια η συνείδηση
προϋπάρχει της παιδείας-παιδαγωγίας, αποτελώντας συνάμα την αφετηρία τους.
Πρόκειται για τη συνείδηση που διαμορφώνεται στο επίπεδο της καθημερινότητας,
για την καθημερινή συνείδηση των ανθρώπων και την ιδεολογία που γεννάται στα
πλαίσια αυτής.
Φρονούμε ότι οι ιδέες της καθημερινής -
εμπειρικής συνείδησης, της αφετηριακής και καθολικής συνείδησης των ανθρώπων, οι
ιδέες που γεννώνται ως άμεση –εμπειρική
αντανάκλαση της πραγματικότητας συγκροτούν την πλέον χαρακτηριστική της εν λόγω
πραγματικότητας και μαζική ιδεολογία και συνεπώς συνιστούν την κυρίαρχη
ιδεολογία.
Εδώ
κάνουμε λόγο για τις ιδέες όλων των ανθρώπων που τηρούν μια συμβιβαστική στάση
απέναντι στις κυρίαρχες κοινωνικο-ταξικές σχέσεις και, ως εκτούτου, απέναντι
στο κυρίαρχο σύστημα κοινωνικο-ταξικής στρωμάτωσης. Από τη στιγμή που η κοινωνία στο σύνολό της ή στο μεγαλύτερο
μέρος της αποδέχεται την ύπαρξη και αναπαραγωγή της στα πλαίσια των κυρίαρχων
κοινωνικο-ταξικών σχέσεων, οι ιδέες που άμεσα αντανακλούν αυτές τις κυρίαρχες σχέσεις δεν
μπορεί παρά να είναι η ιδεολογία της πλειοψηφίας των μελών της κοινωνίας, η
κυρίαρχη ιδεολογία.
Αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία αναπαράγεται πλέον
και μέσα στην παιδεία στο βαθμό που η παιδεία δεν υπερβαίνει και δεν δύναται
αφεαυτής να υπερβεί και να αλλάξει ριζικά τις αντιλήψεις της καθημερινής
συνείδησης των ανθρώπων.
Τι
είναι όμως η καθημερινή συνείδηση; Πρόκειται για τη συνείδηση η οποία
διαμορφώνεται κυρίως κατά αυθόρμητο τρόπο και συνιστά άμεση πνευματική αφομοίωση
της πραγματικότητας στα πλαίσια της καθημερινής πρακτικής δραστηριότητας. Το
περιεχόμενο της καθημερινής συνείδησης αποτελείται από το σύνολο των αυθόρμητα
διαμορφωθέντων μαζικών ή ατομικών ιδεών οι οποίες αντανακλούν άμεσα μια πληθώρα
καθημερινών καταστάσεων εκφράζοντας κατά
κανόνα τη φαινομενικότητα αυτών. Η καθημερινή συνείδηση αποτελεί εμπειρική,
εισέτι μη γενικευμένη θεωρητικά αντανάκλαση των δεδομένων της ανθρώπινης ζωής
και δραστηριότητας.
Η
καθημερινή συνείδηση συνιστά αποσπασματική, επιδερμική, μη συστηματική, συχνά
αντεστραμμένη και στρεβλή απεικόνιση της πραγματικότητας. Χαρακτηρίζεται από
την ύπαρξη στερεότυπων αντιλήψεων και προκαταλήψεων, από επιπόλαιη και
συναισθηματική θεώρηση των πραγμάτων. Από αυτή τη σκοπιά η καθημερινή συνείδηση
βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αυτό που η αρχαία φιλοσοφία (Παρμενίδης, Πλάτων)
αποκαλούσε «δόξα» - απλή γνώμη. Αντίποδας της «δόξας» θεωρούταν η γνώση μιας
εσωτερικής αλήθειας των πραγμάτων, η οποία δεν είναι άμεσα αντιληπτή και γι’
αυτό απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική προσπάθεια, κριτική διάθεση και στοχασμό
προκειμένου να αποκαλυφθεί.
Η καθημερινή συνείδηση αποτελείται, κατά πρώτο
λόγο, από τα δεδομένα των βιωμάτων και της εμπειρίας που αποκτά το άτομο στην
καθημερινή του πρακτική δραστηριότητα. Πρόκειται τόσο για την προσωπική εμπειρία
όσο και για την εμπειρία που μεταδίδεται στο άτομο από τους άλλους ανθρώπους. Η
δεύτερη περίπτωση αφορά εμπειρία η οποία μεταδίδεται κυρίως προφορικώς από τους
γονείς, τους φίλους, τους γνωστούς, τους συναδέλφους ή και γραπτώς, όταν
πρόκειται για αυτοβιογραφίες, προσωπικές βιωματικές αφηγήσεις κλπ.[19].
Επίσης, αφορά τη συλλογική βιωματική
εμπειρία του λαού όπως αυτή διασώζεται στις παροιμίες, τα γνωμικά και γενικά σε
διάφορες μορφές του φολκλόρ[20].
Θα
πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι εδώ εξετάζουμε την καθημερινή συνείδηση σε
καθαρή μορφή, προκειμένου να αναδείξουμε τα ειδοποιά της γνωρίσματα. Αυτό
σημαίνει ότι η συνείδηση του ανθρώπου, όπως αυτή διαμορφώνεται στην
καθημερινότητα, δεν ανάγεται πάντα στην καθημερινή συνείδηση. Ο καλλιεργημένος
πνευματικά άνθρωπος συμμετέχει στην καθημερινή ζωή χωρίς να ταυτίζεται μαζί
της, από τη στιγμή που διαθέτει και ασκεί την ικανότητα του αναστοχασμού τόσο της
ύπαρξής του όσο και των ιδεών που την αντανακλούν.
Ας
έχουμε, λοιπόν, υπόψη την επισήμανση του Α.Γκράμσι, ότι «Ο κοινός νους δεν
είναι κάτι το άκαμπτο και στατικό, αλλά μεταλλάσσεται διαρκώς, εμπλουτίζεται με
επιστημονικές ιδέες και φιλοσοφικές απόψεις που έχουν εισχωρήσει στην καθημερινή
ζωή.»[21].
Σημαντικό γνώρισμα της καθημερινής συνείδησης
είναι η αυθόρμητα ρεαλιστική θεώρηση του
κόσμου, η οποία απορρέει από την ανάγκη επίτευξης θετικού αποτελέσματος στην
καθημερινή πρακτική δραστηριότητα. Πρόκειται για μια θεώρηση που συνδέεται με
τη λειτουργία του υγιούς κοινού νου, με την αυθόρμητη δηλαδή και υπάλληλη σε
πρακτικές σκοπιμότητες επιδίωξη της νόησης να συλλαμβάνει τις αληθινές
ιδιότητες των πραγμάτων και να ελέγχει τα συμπεράσματά της βάσει των άμεσων αποτελεσμάτων της πρακτικής
δραστηριότητας.
Ο αυθόρμητος ρεαλισμός του κοινού νου
διακρίνεται από μια πραγματιστική στάση έναντι του κόσμου. Αληθές θεωρείται
αυτό που διαμέσου της εμπειρίας αποδεικνύεται άμεσα λειτουργικό και
αποτελεσματικό. Ο G.Lukacs, στο μεγάλο έργο του Η ιδιομορφία του αισθητικού (Die
eigenart
des ästhetischen) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ένα γεγονός που αφορά στην αναγκαία βιοτική
οικονομία της καθημερινότητας είναι ότι στις συνήθεις συνθήκες όλος ο περίγυρός
μας –εφόσον αυτός συνεχίζει να λειτουργεί- γίνεται αντιληπτός και εκτιμάται
μόνο στη βάση των πρακτικών του λειτουργιών (και όχι στη βάση της
αντικειμενικής του ουσίας)»[22].
Σ’ αυτό
τον εγκλωβισμό της συνείδησης μέσα στη «βιοτική οικονομία της καθημερινότητας» έγκειται
και η αιτία της γνωσιακής ανεπάρκειας
του κοινού νου, ο οποίος συγκροτεί το περιεχόμενο της καθημερινής συνείδησης. Ο
κοινούς νους περιορίζεται σε μια πραγματιστική και συνεπώς περιστασιακή,
βιωματική αντανάκλαση του κόσμου. Προσλαμβάνει την πραγματικότητα
αποσπασματικά, αδυνατώντας να διακρίνει τη συνάφεια μεταξύ αντιφατικών
φαινομένων και διαδικασιών.
Η εν
λόγω ανεπάρκεια της καθημερινής συνείδησης απορρέει από το γεγονός ότι αυτή
αποτελεί εμπειρική αντανάκλαση της πραγματικότητας, συνειδητοποίηση των πτυχών
του υλικού κόσμου όπως αυτές προβάλλουν στην πληθώρα των περιστάσεων της
καθημερινής ζωής. Σ’ αυτή την εμπειρική θεώρηση του κόσμου αυτό που γίνεται
αντιληπτό είναι το άμεσα φανερό, η εξωτερική-φαινομενική πλευρά των πραγμάτων.
Η
φαινομενικότητα συνιστά αντεστραμμένη αντανάκλαση των πτυχών και σχέσεων του
κόσμου, στα πλαίσια της οποίας οι εσωτερικές και ουσιώδεις πλευρές τους φαντάζουν
ταυτόσημες με τις εξωτερικές και επουσιώδεις, και γενικά δεν διακρίνονται ακόμη
οι ουσιώδεις πλευρές από τις επουσιώδεις, από τις μορφές έκφρασής τους.
Γι’
αυτό και η καθημερινή συνείδηση χαρακτηρίζεται από πλάνες, από ψευδείς
κοσμοαντιλήψεις, αλλά και από δεισιδαιμονίες και ανορθολογικά στοιχεία εν γένει[23].
Για τον
κοινό νου αληθινό είναι ότι είναι εμφανές και μάλιστα πασιφανές, διότι η άμεση
πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου υφίσταται πάντα στα όρια του εμφανούς.
Εμφανές όμως είναι πάντα το επιμέρους. Η συνάφεια και η ολότητα δεν είναι
ορατές στη φαινομενικότητα των πραγμάτων. Το επιμέρους, όταν εξετάζεται εκτός
του πλαισίου των συναφειών του, προβάλλει ως δεδομένο, στατικό, αναλλοίωτο. «Η
απλοϊκή συνείδηση δεν βλέπει απλώς και μόνο το επιμέρους, αλλά ένα επιμέρους
δίχως ιστορία.» [24].
Οι
άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τον κόσμο στα πλαίσια της καθημερινής συνείδησης δεν
μπορούν να διακρίνουν γενικούς - καθολικούς δεσμούς και αλληλεπιδράσεις, δεν
μπορούν να συλλάβουν την ολότητα των διαφόρων καταστάσεων και διαδικασιών. Όταν
οι άνθρωποι συλλαμβάνουν μόνο κομμάτια της κατάστασής τους «που δεν τα βλέπουν
σαν αλληλεπενεργούντα συστατικά στοιχεία του συνόλου, τότε δεν μπορούν να
γνωρίζουν αληθινά αυτή την πραγματικότητα.»[25]. Σ’
αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανέλθουν στο επίπεδο γενικών -
καθολικών στόχων και υποθέσεων. Ο ορίζοντάς τους περιορίζεται σε μικρής (κυρίως
ατομικής) εμβέλειας συμφέροντα και επιδιώξεις.
Η ανεπάρκεια του κοινού νου και της
καθημερινής συνείδησης έγκειται στο γεγονός ότι η περιορισμένη καθημερινή
πρακτική δραστηριότητα του ατόμου και η εμπειρική επαφή με τους άλλους
καθορίζει το περιορισμένο γνωστικό εύρος της εμπειρίας του.
Ο κοινός νους, αυτός ο «αξιοσέβαστος σύντροφος
μέσα στα πλαίσια της καθημερινότητας των τεσσάρων τοίχων»[26]
βρίσκεται εγκλωβισμένος στην εξυπηρέτηση-διεκπεραίωση των καθημερινών, στερεότυπων, συνηθισμένων και
πολλάκις εμπειρικά δοκιμασμένων αντιδράσεων-στάσεων -ενεργειών- συμπεριφορών των
ανθρώπων.
Στην
καθημερινή ζωή ο άνθρωπος πολύ συχνά υποχρεώνεται από τις περιστάσεις σε άμεσες
ενέργειες βάσει των διαθέσιμων στη συνείδηση εμπειρικών γνώσεων χωρίς τη
δυνατότητα αναστοχασμού των γνώσεων αυτών και της σχέσης τους προς την
αντικειμενική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και στα πλαίσια της καθημερινής
συνείδησης έχουμε να κάνουμε με την «αμεσότητα του δεσμού μεταξύ θεωρίας και
πρακτικής»[27].
Πρόκειται για μια σχέση συνείδησης -
κοινωνικού Είναι η οποία στην πιο καθαρή μορφή της ταυτίζεται με αυτό που ο
P.Freire ονόμασε «κουλτούρα της σιωπής».
«Η
κουλτούρα της σιωπής είναι μια κουλτούρα όπου οι άνθρωποι αδυνατούν να πάρουν
μια απόσταση από τη βιοτική τους δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να τους είναι
ανέφικτο να αρθούν στο επίπεδο του στοχασμού.»[28]. Αυτή
η ταύτιση του ανθρώπου με τη βιοτική του δραστηριότητα (η οποία, όπως αναφέρει ο
Κ.Μαρξ και συμφωνεί μαζί του ο P.Freire, συνιστά, στην πιο καθαρή μορφή της, μια
ζωώδη στάση προς το περιβάλλον), συνεπάγεται μια μοιρολατρική αντιμετώπιση του
κόσμου. «Η συνείδηση σ’ αυτό το επίπεδο είναι εξαιρετικά μοιρολατρική κι έτσι
οι άνθρωποι παραμένουν αδρανείς. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.»[29].
Η
κυριαρχία της καθημερινής συνείδησης στην ανθρώπινη ζωή είναι δηλωτική της
υποταγής του ατόμου στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις ως σε κάτι αναπόδραστο
και αναλλοίωτο.
Καθημερινή συνείδηση και κυρίαρχη ιδεολογία
Η συνείδηση των ανθρώπων, η διαμόρφωση,
αναπαραγωγή ή αλλαγή του περιεχομένου της καθορίζεται, ως επί το πλείστον, από
τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, από τις αντιθέσεις που αυτές εμπεριέχουν και
από τη δυναμική εξέλιξής τους. Αυτός ο καθορισμός εκφράζεται κατά τον πλέον
ισχυρό τρόπο στην καθημερινή συνείδηση των ανθρώπων και στην ιδεολογία (στην
αντίληψη δηλαδή για τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου με τους
συνανθρώπους του) που τη διακρίνει.
Πιστεύουμε,
λοιπόν, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία μιας κοινωνίας αποτελεί ιδεατή έκφραση των
κυρίαρχων υλικών-κοινωνικών σχέσεων και ως εκτούτου είναι δημιούργημα ολόκληρης
της κοινωνίας, πρωτίστως, ως άμεση-εμπειρική αντανάκλαση, στο επίπεδο της
καθημερινής συνείδησης, των σχέσεων
αυτών. Πρόκειται για την αντανάκλαση των εν λόγω σχέσεων ως δοσμένων και αναπόδραστα κυρίαρχων.
Μια κοινωνία (τα μέρη της κοινωνίας) που στον ένα
ή τον άλλο βαθμό είναι προσαρμοσμένη στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις (ή είναι
σε θέση να προσαρμόζεται σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις), είναι συμβιβασμένη
με τις εν λόγω σχέσεις και γι’ αυτό δέχεται άκριτα τα δεδομένα της εμπειρικής
συνείδησης.
Όταν ο λαός παραμένει παθητικός, όταν δεν
αποζητά στόχους, ιδεώδη που θα τον οδηγούσαν σε μια νέα κοινωνική
πραγματικότητα τότε οι ιδέες της καθημερινής του συνείδησης χαίρουν μιας
αδιαφιλονίκητης μαζικής κυριαρχίας. Σε αυτή την περίπτωση η πνευματική ζωή
περιορίζεται κυρίως στην αναπαραγωγή της καθιερωμένης ιδεολογίας.
Η
αυθόρμητη ταύτιση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων με το κυρίαρχο κοινωνικό
καθεστώς και την κυρίαρχη τάξη υφίσταται ως μια ιδιότυπη ιδεολογική ταύτιση, η
οποία έχει τη μορφή της άκριτης αποδοχής
των ιδεών της καθημερινής - εμπειρικής –
φενακιστικής συνείδησης.
Στα
πλαίσια της καθημερινής συνείδησης οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, που στην
εποχή μας ταυτίζονται με τις κεφαλαιοκρατικές, (η ιδιωτική ιδιοκτησία, η
«ελευθερία» των αποξενωμένων εμπορευματοπαραγωγών, ο κοινωνικός ανταγωνισμός
και η επιδίωξη του ιδιωτικού συμφέροντος, η ψευδαίσθηση της ιδιότυπης
«αυτενέργειας» του χρήματος και των εμπορευμάτων) φαντάζουν φυσικές, αιώνιες,
αναλλοίωτες και αναπόδραστες.
Ο
Β.Ι.Λένιν είχε επισημάνει εμφατικά το γεγονός ότι η ιδεολογία που διαμορφώνει
κατά αυθόρμητο τρόπο μέσα στην καθημερινότητά της η εργατική τάξη δεν είναι
άλλη από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Αυτό συμβαίνει διότι η εργατική τάξη
από μόνη της δεν δύναται να σχηματίσει σαφή συνείδηση των πραγματικών –καθολικών
συμφερόντων της καθώς και της δυνατότητας να επιτύχει τη χειραφέτησή της[30].
Είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε ότι και η
ίδια η κυρίαρχη τάξη βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη στην καθημερινή -
εμπειρική - παραμορφωτική αντίληψη που σχηματίζει για την κοινωνική
πραγματικότητα. Δεδομένου ότι τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης ταυτίζονται με
τη διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων που διασφαλίζουν και αναπαράγουν την
κυριαρχία της, οι ιδέες της καθημερινής συνείδησης οι οποίες παρουσιάζουν το
κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα ως φυσικό και αιώνιο υπηρετούν αντικειμενικά τα
συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, είναι οι ιδέες της κυριαρχίας της. Η κυρίαρχη
τάξη δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ιδέες αυτές από τη στιγμή που θα ήταν
αδιανόητο να αμφισβητήσει το υλικό τους υπόστρωμα, τη δική της κυριαρχία.
Η
προσκόλληση των ανθρώπων στις ιδέες της καθημερινής συνείδησης είναι δηλωτική μιας
συμβιβαστικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα. Όπως επισημαίνει η Α.Χέλερ
«Το “γεννημένοι στην καθημερινότητα” σημαίνει ότι οι άνθρωποι αποδέχονται σαν
δοσμένες και χρησιμοποιούν τη μια πλάι στην άλλη τις λειτουργίες της
καθημερινής ζωής.»[31].
Συνεχίζοντας τον παραπάνω συλλογισμό της προσθέτει, επίσης, ότι «Είναι επίσης
μια αναμφισβήτητη αλήθεια …ότι ο μεμονωμένος άνθρωπος, βυθισμένος στην
καθημερινή ζωή, θεωρεί το γύρω κόσμο σαν ένα “ωραίο και έτοιμο δεδομένο”·
ότι αυτός ιδιοποιείται αυθόρμητα το σύστημα εθίμων και χειραγωγήσεων αυτού του
γύρω κόσμου· ότι η πράξη του είναι πραγματιστική …ότι η γνώση του-μετρημένη
με το φιλοσοφικό μέτρο –είναι απλή γνώμη.»[32].
Όταν
και στο βαθμό που η προσαρμογή στην πραγματικότητα είναι εφικτή, η καθημερινή-εμπειρική συνείδηση
είναι επαρκής για μια τέτοια
δραστηριότητα, από τη στιγμή που προσαρμογή στην πραγματικότητα σημαίνει, πάνω
απ’ όλα, αποδοχή της πραγματικότητας ως δεδομένης και ταυτόχρονα αποδοχή του
περιεχομένου της καθημερινής συνείδησης ως δεδομένου.
Αναφορικά
με τη συνάφεια μεταξύ καθημερινής συνείδησης και αποδοχής της πραγματικότητας
ως δεδομένης παρουσιάζει ενδιαφέρον η επισήμανση της Α.Χέλερ: «Η άμεση ενότητα
σκέψης και δράσης επιβάλλει ώστε στην καθημερινή ζωή να μην υπάρχει καμιά
διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που “ισχύει” και σ’ αυτό που είναι “αληθινό”: αυτό που
φαίνεται να ισχύει είναι και αληθινό. Κατά συνέπεια, η στάση της καθημερινής
ζωής είναι απόλυτα πραγματιστική.» Αλλά «…αυτό που ισχύει είναι και αληθινό
μόνο στο μέτρο που εμείς, με τη βοήθειά του, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε
στην καθημερινότητα, με όσο το δυνατό λιγότερες προστριβές.»[33].
Η πραγματιστική –κερδοσκοπική στοχοθεσία της
εκπαιδευτικής ζήτησης
Οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και η συμβιβαστική
στάση των ανθρώπων προς αυτές εκδηλώνονται στην κοσμοαντίληψη της καθημερινής
συνείδησης με τη μορφή της ιδιότυπης αποδοχής τους ως δεδομένων, φυσικών και
αναλλοίωτων, και δι’ αυτού του τρόπου εισβάλουν στο χώρο της παιδείας και την
καθορίζουν.
Σε μια
κοινωνία η οποία χαρακτηρίζεται από την πλήρη κυριαρχία των κεφαλαιοκρατικών
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων ο εγκλωβισμός του ατόμου στις ιδέες της
καθημερινής του συνείδησης σημαίνει την αποδοχή των αξιακών σχέσεων, των
σχέσεων εμπορευματικής ανταλλαγής, ως αναπόδραστων, ως μοναδικού πλαισίου της
ανθρώπινης ύπαρξης.
Στις εν λόγω συνθήκες το άτομο μέσα από την
καθημερινή του συνείδηση διαμορφώνει κοσμοαντίληψη, ηθικές αρχές, ιδεολογία και
στόχους ζωής κατά τρόπο που να υπηρετεί
πάνω απ’ όλα την προσπάθεια προσαρμογής
στην πραγματικότητα.
Προσαρμογή, εν προκειμένω, σημαίνει επιβίωση
σε συνθήκες καθολικής αποξένωσης και ανταγωνισμού, καθολικών εμπορευματικών
ανταλλαγών και αξιακής αποτίμησης των πάντων, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως της
εργασιακής ικανότητας των ανθρώπων. Κατά την επισήμανση του Κ.Τσουκαλά
«βρισκόμαστε μπροστά στην αποθέωση του οικονομικού ορθολογισμού στο πλαίσιο του
οποίου ο homo economicus “εις
το τετράγωνον” δεν σχεδιάζει μόνο τη μεγιστοποίηση του κέρδους του αλλά και
αυτοσχεδιάζεται ο ίδιος ως μέλλων ορθολογικός εργαζόμενος.»[34].
Στη
δοσμένη πραγματικότητα οι επιθυμίες, οι επιδιώξεις, οι στόχοι ζωής των ατόμων,
στα σημεία εκείνα που αφορούν στην παιδεία και στο μέτρο που διαμορφώνονται στα
πλαίσια της καθημερινής συνείδησης (στο μέτρο δηλαδή που δεν γίνεται αντιληπτή
καμία εναλλακτική κοινωνική προοπτική) αναφέρονται σε μορφωτικά αγαθά ενταγμένα
στην πραγματιστική λογική της επιβίωσης σ’ ένα περιβάλλον καθολικών
εμπορευματικών –χρηματικών σχέσεων.
Έτσι,
κατά νομοτελειακό τρόπο, η στοχοθεσία που αφορά στην παιδεία καταλήγει στη σύνδεση
της εκπαιδευτικής ζήτησης με την «πρόσκτηση οικονομικά αξιοποιήσιμων αγοραίων
προσόντων»[35]
και στην αυστηρή υπαγωγή του υλικού και χρονικού κόστους της εκπαίδευσης στη
λογική του προσδοκώμενου οικονομικού
οφέλους[36]. Η
λογική αυτή καθίσταται κυρίαρχη λογική της κοινωνίας: «τα σεβάσμια κερδοσκοπικά
κίνητρα της μόρφωσης υπερκάλυψαν σαν μούχλα ολόκληρη την κουλτούρα.»[37].
Όπως
πολύ χαρακτηριστικά ο J.F.Lyotard
περιγράφει την παραπάνω κατάσταση «Η ρητή ή όχι ερώτηση που τίθεται από τον
επαγγελματικά προσανατολισμένο φοιτητή, από το κράτος ή από το ίδρυμα της
ανώτερης εκπαίδευσης δεν είναι πια: αληθεύει; αλλά: σε τι χρησιμεύει; Μέσα στο
πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της γνώσης, αυτή η τελευταία ερώτηση τις
περισσότερες φορές σημαίνει: μπορεί να πουληθεί;» [38].
Για την
καθημερινή συνείδηση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας φυσιολογική μορφωσιακή
στοχοθεσία είναι αυτή η οποία υπάγεται στην πραγματιστική λογική της αποκόμισης
του μέγιστου κέρδους, όπως φυσιολογική στάση και νόημα ζωής εν γένει είναι η
επιδίωξη του ατομικού οφέλους και κέρδους, διότι μόνο αυτή η επιδίωξη
διασφαλίζει την επιβίωση του ατόμου μέσα σε μια πραγματικότητα που προβάλλει
για το ίδιο ως φυσική, μοναδική και αναπόδραστη.
Η
παιδεία αφεαυτής δεν μπορεί να καταστήσει κυρίαρχους άλλους στόχους ζωής,
συμπεριλαμβανομένων και των μορφωσιακών, ακόμη και στην περίπτωση που αυτοί συνάδουν αντικειμενικά προς την
κοινωνική πρόοδο, διότι κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε άμεση και αγεφύρωτη αντίθεση
με τις αντιλήψεις της καθημερινής συνείδησης. Η τελευταία, ως ιδεατή έκφραση
ενός, εν πολλοίς, μη συνειδητού ούτε συνειδητοποιημένου συμβιβασμού με τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις,
θεωρεί παράλογο οτιδήποτε δεν είναι
λειτουργικό και αποτελεσματικό, οτιδήποτε δεν προάγει την προσαρμοστικότητα του
ατόμου μέσα στο κυρίαρχο κοινωνικό status quo.
Ως εκ
τούτου, μια υποθετική κατάφαση μέσα στην παιδεία ενός τέτοιου «παράλογου»
εναλλακτικού στόχου ζωής και μόρφωσης, παρά το γεγονός ότι είναι εφικτή και
ενίοτε λαμβάνει χώρα, δεν δύναται ωστόσο να αποκτήσει μαζική διάσταση, αν δεν
αλλάξει ριζικά η καθημερινή συνείδηση των ανθρώπων ως έκφραση της μαζικής
δυσπιστίας προς την κυρίαρχη πραγματικότητα και της μαζικής επιδίωξης ενός εναλλακτικού,
νέου κόσμου.
Η αντίληψη περί ανθρώπινης αξίας και φυσικού
χαρίσματος ως «προϊόν» της καθημερινής συνείδησης.
Ο
ιδιαίτερος ρόλος της καθημερινής συνείδησης να καθιστά δεσπόζουσες μέσα στην
παιδεία επιδιώξεις-στόχους που εκφράζουν και υπηρετούν τις κυρίαρχες κοινωνικές
σχέσεις εδράζεται σε ένα ευρύτερο σύνολο
ιδεών, οι οποίες ως έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων συνθέτουν το
περιεχόμενο της κυρίαρχης ιδεολογίας και δια μέσου αυτής καθορίζουν το
περιεχόμενο της παιδείας.
Μια από
τις πλέον χαρακτηριστικές μεταξύ αυτών είναι η ιδέα περί ανθρώπινης αξίας, περί
μιας υποτιθέμενης αξιακής διάστασης των ανθρώπινων προσωπικοτήτων. Η ανθρώπινη
αξία ευρισκόμενη σε διαφορετική ποσοτικά κλίμακα μέσα σε κάθε άτομο συνιστά,
κατά την κοινή αντίληψη, θεμελιώδη παράγοντα ανθρώπινης διαφοροποίησης. Η ιδέα ότι ο
καθένας έχει μια δική του αξία (μικρή ή μεγάλη) αποτελεί ένα από τα
σημαντικότερα ειδοποιά γνωρίσματα της καθημερινής συνείδησης στην
κεφαλαιοκρατική κοινωνία.
Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία των καθολικών
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων η καθημερινή συνείδηση προσεγγίζει του
ανθρώπους αξιολογικά: αναγνωρίζει τους άλλους ως άξιους, ισάξιους ή ανάξιους,
υποκλίνεται στους καταξιωμένους και απαιτεί αξιοκρατία στην κατανομή των
κοινωνικών θέσεων.
«Ο χαρακτηρισμός της προσωπικότητας ακριβώς
από την άποψη της αξίας της συνιστά μερική περίπτωση της εξέτασης από την εν
λόγω άποψη της φύσης, του ανθρώπου και του κόσμου που έχει δημιουργήσει ο
άνθρωπος. Η έννοια “αξία” αποκτά ιδιαίτερη σημασία με την εγκαθίδρυση της
κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Σε καθεστώς κυριαρχίας
των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, τα πάντα –συμπεριλαμβανομένου και
του ανθρώπου –εντάσσονται στην τροχιά αυτών των σχέσεων και αποκτούν την τιμή
τους. Τα πάντα μπορούν να πωληθούν και να αγοραστούν, τα πάντα μπορούν να
αξιολογηθούν (εκτιμηθούν) και όντως αξιολογούνται (εκτιμούνται).»[39].
Το ζητούμενο για μια τέτοια αντίληψη είναι να
αποκαλυφθεί, να αποτιμηθεί επακριβώς, αυτή η αξία και πάνω απ’ όλα να αποδοθεί
στο άτομο το ισοδύναμό της, είτε με τη μορφή σχολικών βαθμών, πτυχίων,
ακαδημαϊκών τίτλων, είτε με τη μορφή χρηματικών αμοιβών,
επαγγελματικών-εργασιακών θέσεων, κοινωνικών προνομίων κλπ.
Σε ότι αφορά την παιδεία, αυτή, δεδομένης της
σημασίας της στο γίγνεσθαι της προσωπικότητας, καλείται να διαπλάσει άξιους
ανθρώπους, προσφέροντάς τους αγαθά υψηλής πνευματικής αξίας. Είναι
χαρακτηριστική η άποψη η οποία υποστηρίζει ότι «…η παιδεία μπορεί να σημαίνει
βελτίωση, καλυτέρευση ή επίτευξη και δόμηση εκείνου που αξίζει και ότι σίγουρα
η παιδεία πρέπει να αναμειγνύει μέσα στη λογική αναγκαιότητα κάτι που κάνει τα
άτομα να ζουν ως όντα αξιόλογα, ως όντα που αξίζουν.»[40]. Για
την καθημερινή συνείδηση η οποία εκλαμβάνει τους ανθρώπους ως κάτι που αξίζει
(ή δεν αξίζει) η παιδεία είναι ενταγμένη στη λογική της δημιουργίας ανθρώπων με
αξία, της διαμόρφωσης της ανθρώπινης αξίας.
Πρόκειται
για αντίληψη δηλωτική μιας κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία η θέση του
ατόμου στην κοινωνία εξαρτάται από την αξιακή-χρηματική διάσταση των υλικών και
πνευματικών αγαθών που κατέχει. Τα πνευματικά αγαθά καθώς και όλη η πολυμορφία
των στοιχείων που διακρίνουν την προσωπικότητα (κλίσεις, δεξιότητες, γνώσεις),
αν δεν μπορούν να αποτιμηθούν με βάση το καθολικό ισοδύναμο της αξίας, με το
χρήμα, (υποκατάστατο του οποίου στην εκπαίδευση αποτελούν οι βαθμοί, τα πτυχία,
οι τίτλοι) τότε δεν υπάρχουν ως τέτοια για την κοινωνία, δεν αναγνωρίζονται ως
κοινωνικά αξιόλογα και αναγκαία πνευματικά αγαθά, γνώσεις, ικανότητες κλπ.
Ο
καθολικός κανόνας της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας ότι, μόνο εφόσον το άτομο
καταφέρει να ανταλλάξει την εργασιακή του ικανότητα (μαζί με όλα τα πνευματικά
και σωματικά στοιχεία που τη συνθέτουν) με το αξιακό της ισοδύναμο, η κοινωνία
αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας τέτοιας ικανότητας και θεωρεί κοινωνικά αναγκαίες (και συνεπώς θεωρούνται
αναγκαίες και για το ίδιο το άτομο) τις γνώσεις και τις δεξιότητές του, οδηγεί
στην φενάκη της καθημερινής συνείδησης ότι είναι η ατομική αξία, ως κάποια
ξεχωριστή, ποιοτικά ομοιογενής και ποσοτικά μετρίσιμη ατομική ιδιότητα των
ανθρώπων, αυτή που καθορίζει ή θα πρέπει να καθορίζει τις κοινωνικές διαφορές.
Μάλιστα,
είναι διάχυτο το αίσθημα ότι η απρόσκοπτη και ακριβής, αποτίμηση αυτής της
αξίας, η αντικειμενική αξιολόγηση και η
αξιοκρατική κατάληψη εργασιακών και κοινωνικών θέσεων συνιστά μιαν ιδανική
κατάσταση την οποία όλοι θα πρέπει να επιδιώκουν.
Αυτές
οι αντιλήψεις περί ανθρώπινης αξίας παραγνωρίζουν
το γεγονός ότι μόνο σε μια κοινωνία όπου η διαμόρφωση και ανάπτυξη της
προσωπικότητας αντί να είναι αυτοσκοπός, αντί να είναι ο ύψιστος σκοπός των
κοινωνικών σχέσεων, είναι το μέσο για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, οι άνθρωποι
εκλαμβάνονται όχι όπως είναι πραγματικά, με την πολυμορφία των αναγκών και
επιθυμιών τους, των εμφανών ή λανθανουσών κλίσεων, δεξιοτήτων και δυνατοτήτων
ανάπτυξης, αλλά ομοιογενοποιημένοι και τυποποιημένοι ως συνέπεια της αφαίρεσης
που συντελείται κατά την αξιακή –ποσοτική αποτίμηση της εργασιακής τους
ικανότητας μέσα στην αγορά εργασίας.
Αυτή η απατηλή ιδέα περί ανθρώπινης αξίας,
επειδή ακριβώς συνδέεται με τη στατική-ποσοτική θεώρηση του ανθρώπου και άρα
παραγνωρίζει τα ποιοτικά-δυναμικά στοιχεία που διέπουν το γίγνεσθαι της
προσωπικότητας, εκλαμβάνει την υποτιθέμενη αξία ως φαινόμενο ατομικής φύσεως,
την ταυτίζει με την ατομικότητα.
Εκείνο, όμως, που κάνει τον άνθρωπο να
«αξίζει» ή να μην «αξίζει» βρίσκεται πέρα από τον ορίζοντα της καθημερινής
συνείδησης και τα όρια της ατομικότητάς στα οποία αυτή είναι εγκλωβισμένη.
Η «αξία» του ανθρώπου ή η απαξία του
εδράζονται σ’ ένα τέτοιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, στο οποίο η ανθρώπινη προσωπικότητα (άρα και η
ατομικότητα) δεν είναι εξυπαρχής κοινωνικά αναγκαία αλλά αναγνωρίζεται ως τέτοια
μόνο όταν συντελεστεί η ανταλλαγή της εργασιακής ικανότητας με το αξιακό της
ισοδύναμο, μόνο όταν ο άνθρωπος καταφέρει να ανταλλάξει την εργασιακή του
ικανότητα με το μισθό.
«Κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο των κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων και της συνείδησης που τους αντιστοιχεί είναι η εξίσωση των εργασιακών
δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων που πραγματοποιείται στη λεγόμενη “αγορά εργασίας”, είναι
η εξισωτική τυποποίηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που
πραγματοποιείται μέσω της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, όταν
επιτυγχάνεται το επίπεδο της παραγωγής με μηχανές.»[41].
Θεωρείται,
συνεπώς, ότι οι άνθρωποι έχουν ή δεν έχουν αξία, ότι αξίζουν ή δεν αξίζουν,
διότι στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας οι πιθανότητες και οι όροι της
παραπάνω ανταλλαγής δεν είναι ίδιες για όλους, διότι αν κάποιοι αναγνωρίζονται
τελικά (ως προς την εργασιακή τους ικανότητα) ως κοινωνικά αναγκαίοι, κάποιοι
άλλοι αναγνωρίζονται ως κοινωνικά περιττοί. Η ιδέα της ανθρώπινης αξίας ως ιδέα
της καθημερινής συνείδησης της κεφαλαιοκρατίας εκφράζει κατά αντεστραμμένο και
απολογητικό τρόπο μια κοινωνική διαδικασία δημιουργίας περιττών ανθρώπων.
Η
πραγματική υπέρβαση της ιδέας περί ανθρώπινης αξίας προϋποθέτει τη ριζική
αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία το κάθε
άτομο στην αμεσότητά του θα αναγνωρίζεται οργανικό -αναγκαίο μέλος της, και
κατά συνέπεια ο «πλούτος» και η «φτώχια» της κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας θα
θεωρείται αδιαπραγμάτευτο κεκτημένο της ανθρωπότητας, κοινωνικά αναγκαίος
«πλούτος» και «φτώχια». «Όχι μόνο ο πλούτος του ανθρώπου, αλλά και η φτώχια του
αποκτά στο σοσιαλισμό, κατά τον ίδιο βαθμό, ανθρώπινη και συνεπώς κοινωνική
σημασία.»[42].
Η
παιδεία στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία δεν δύναται να υπερβεί την εν λόγω ιδέα
της καθημερινής συνείδησης, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των μελών της
κοινωνίας παραμένει συμβιβασμένη με τις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις
και συνεπώς δεν αντιμετωπίζει κριτικά την έκφραση αυτών των σχέσεων στις ιδέες
της καθημερινής συνείδησης.
Αν
λοιπόν η πρακτική της αξιολόγησης είναι κυρίαρχη μέσα στους εκπαιδευτικούς
θεσμούς αυτό θα πρέπει να εκληφθεί ως αναπόδραστη φάση των καθολικών στην κοινωνία
σχέσεων αξιολόγησης (καθολικών με την έννοια της αναπαραγωγής του συνόλου της
κοινωνίας μέσα από της σχέσεις αυτές), δηλαδή ως φάση της διαδικασίας
μετατροπής των πάντων, και πρωτίστως της εργασιακής ικανότητας, σε
ανταλλακτικές αξίες.
Σε ότι
αφορά την ιδεολογική υποστήριξη της
αξιολόγησης και της αξιοκρατίας αυτή θα πρέπει να αποδοθεί, πρωτίστως, όχι σε
κάποια συνωμοτική δραστηριότητα των ιδεολόγων της κυρίαρχης τάξης, παρά στην
αυθόρμητη καθημερινή συνείδηση των ανθρώπων, στην οποία φαντάζει, αφενός μεν, φυσικό
και αυτονόητο οι άνθρωποι να είναι φορείς κάποιας «αξίας», αφετέρου δε, δίκαιο να καταλαμβάνουν μια θέση στην κοινωνία
σύμφωνα με την αξία τους.
Συναφής
προς την ιδέα περί ανθρώπινης αξίας είναι η αντίληψη της καθημερινής συνείδησης
περί φυσικού χαρίσματος, στο οποίο αποδίδεται η υπεροχή ορισμένων ατόμων στις
εκπαιδευτικές, επαγγελματικές και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Εδώ δεν
μπορούμε να μην αναφέρουμε τις επισημάνσεις των P.Bourdieu και J.Cl. Passeron, οι οποίοι εξετάζουν την πνευματική καλλιέργεια
των παιδιών των ανώτερων τάξεων μέσα στην καθημερινότητα των αλληλεπιδράσεων
τους με τον κοινωνικό περίγυρο και καταδεικνύουν εκείνη τη δύσκολα αντιληπτή
διαδικασία απόκτησης -«χωρίς πρόθεση ούτε προσπάθεια και σαν από όσμωση»[43],
ακριβώς δηλαδή μέσα στην καθημερινότητα- υψηλών πνευματικών αγαθών και
ικανοτήτων, που ως δοσμένο αποτέλεσμα δημιουργούν την ψευδαίσθηση του φυσικού
χαρίσματος.
Ταυτόχρονα, η αντίληψη περί φυσικού χαρίσματος
λειτουργεί απολογητικά ως προς την μορφωτική-πολιτισμική υπεροχή των ανώτερων
τάξεων, μιας και τα πολιτισμικά τους προνόμια «μετουσιώνονται, έτσι, από
κοινωνική κληρονομιά σε ατομική χάρη ή σε προσωπική αξία»[44].
Η καθημερινή συνείδηση των φορέων αυτού που οι
P.Bourdieu και J.Cl.Passeron αποκαλούν
μορφωτική ή πολιτισμική κληρονομιά αντιλαμβάνεται αυτή την μορφωτική υπεροχή ως
μια δεδομένη πραγματικότητα, ενώ αδιαφορεί για τα αίτιά της, για τις συνθήκες,
για τη γενεσιουργό διαδικασία. Θεωρούμενη ως δεδομένη αυτή η πολιτισμική
κληρονομιά αποκτά τη μορφή μιας
αυθύπαρκτης πνευματική υπεροχής.
Η
απουσία μεθοδικής προσπάθειας και φανερής σκόπιμης πρακτικής κατά τη μετάδοση
της μορφωτικής κληρονομιάς «ενισχύει στα μέλη της μορφωμένης τάξης την
πεποίθηση ότι δε χρωστούν παρά στα φυσικά τους χαρίσματα αυτές τις γνώσεις,
αυτές τις ικανότητες, αυτή τη συμπεριφορά που καθόλου δεν τους φαίνεται
αποτέλεσμα κάποιας μαθητείας.»[45].
Έχει
σημασία να υπογραμμίσουμε ότι τόσο μέσα στην εκπαιδευτική θεσμικότητα όσο και
στην κοινωνία εν γένει αυτή η μορφωτική υπεροχή των ανώτερων τάξεων στο βαθμό
που γίνεται αντιληπτή μόνο στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης θα γεννά
πάντα την ψευδή ιδέα του φυσικού χαρίσματος.
Κατά αντίστοιχο τρόπο αυτή η εμφανής στο επίπεδο
της καθημερινής συνείδησης διαφορά πνευματικών ικανοτήτων μεταξύ ανώτερων και
κατώτερων τάξεων γεννά στους εκπροσώπους των τελευταίων την απατηλή ιδέα της
απουσίας σ’ αυτούς του φυσικού χαρίσματος, την ιδέα της φυσικής κατωτερότητάς
τους. Έτσι οι λαϊκές τάξεις «επαναλαμβάνουν για λογαριασμό τους την αντίληψη
των ανώτερων τάξεων ότι υπάρχει διαφορά ουσίας, και βιώνουν το μειονέκτημά τους
ως προσωπική μοίρα.»[46].
Η
υπέρβαση αυτής της ψευδούς αλλά διαδεδομένης ιδέας περί φυσικού χαρίσματος δεν
μπορεί καταστεί εφικτή μέσα στα πλαίσια της παιδείας, στο βαθμό που η κοινωνία
δεν αντιμετωπίζει κριτικά την καθημερινή της συνείδηση.
Για να
γίνει, όμως, κάτι τέτοιο απαιτείται η κριτική στάση απέναντι στους κοινωνικούς όρους που γεννούν την μορφωτική
υπεροχή των ανώτερων τάξεων, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί την αμφισβήτηση
του ίδιου του συστήματος της ταξικής ανισότητας.
Το φαινόμενο του δογματισμού της καθημερινής συνείδησης
Εκτός
από τους σκοπούς, τις ιδέες και νοοτροπίες που η καθημερινή συνείδηση των
ανθρώπων εισάγει μέσα στην παιδεία και
που όλες κατατείνουν στην αποδοχή της κυρίαρχης κοινωνικής πραγματικότητας,
υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο το οποίο αφορά στον ειδοποιό για την εν λόγω
συνείδηση τρόπο σκέψης και συνιστά μείζον πρόβλημα κάθε μορφωτικού-παιδαγωγικού
εγχειρήματος.
Η
καθημερινή συνείδηση, όπως ήδη αναφέραμε, εκφράζει και υπηρετεί μια
πραγματιστική διάθεση προσαρμογής των ανθρώπων στην κοινωνική πραγματικότητα.
Στα πλαίσια αυτά, όσο η περιορισμένη καθημερινή εμπειρική γνώση καθοδηγεί
αποτελεσματικά την καθημερινή δραστηριότητα, όσο αποδεικνύεται λειτουργική σε
μια δοσμένη κατάσταση, τόσο περισσότερο απολυτοποιείται, γενικεύεται και
μετατρέπεται σε καθολικό πρότυπο θεώρησης των πραγμάτων, σε δόγμα.
Αυτή η
απολυτοποίηση της εμπειρικής πρόσληψης του επί μέρους συνιστά ένα ιδιόμορφο
δογματισμό. Πρόκειται για το δογματισμό της
καθημερινής συνείδησης. Ο δογματισμός εδώ αναφέρεται στην άκριτη αποδοχή, εν
είδει αυτονόητου, μιας, μερικών ή ενός
συνόλου ιδεών της καθημερινής
συνείδησης, καθώς επίσης στην προβολή, μετάδοση, διάδοση, αυτών
χωρίς αποδείξεις και αιτιολογία
Ο
Γκ.Χέγκελ στο δοκίμιό του Ποιος σκέπτεται
κατά αφηρημένο τρόπο; (Wer
denkt
abstrakt?) δίνει μια οξυδερκή περιγραφή των απλουστεύσεων
και απολυτοποιήσεων που συντελούνται στα πλαίσια της καθημερινής συνείδησης.
Η
πραγμάτευσή του έχει τη μορφή της εξιστόρησης ορισμένων περιστατικών. Όπως
διηγείται ο Γκ.Χέγκελ, ένας εγκληματίας οδηγείται στην κρεμάλα και το πλήθος
που τον παρατηρεί κάνει διάφορες επισημάνσεις. Για αρκετούς είναι μόνον ένας
δολοφόνος. Για κάποιες κυρίες, όμως, είναι ένας όμορφος και δυνατός άνδρας. Το
πλήθος βέβαια διαμαρτύρεται, διότι ο δολοφόνος δεν μπορεί να είναι ωραίος και
γενικά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένας δολοφόνος.
Ωστόσο,
κάποιος που γνωρίζει καλύτερα την ανθρώπινη ζωή θα εξέταζε τα αίτια που
οδήγησαν τον άνθρωπο αυτό στο έγκλημα. Θα αναφερόταν στην αρνητική επίδραση που
άσκησαν επάνω του οι κακές σχέσεις μεταξύ των γονέων του και η ιδιαίτερα σκληρή
τιμωρία που του επεβλήθη στο παρελθόν για ένα ασήμαντο αδίκημα. Για το κοινό
όμως αυτό είναι απαράδεκτο. Είναι αδιανόητο να δικαιώνει κάποιος ένα δολοφόνο![47]
Μια ηλικιωμένη πωλήτρια αυγών - συνεχίζει τη
διήγησή του ο Χέγκελ- στο άκουσμα της καταγγελίας από μια γυναίκα «Έϊ γιαγιά
πουλάς κλούβια αυγά!» απαντά: Εσύ είσαι κλούβια! Και αρχίζει να απευθύνει στην
αγοράστρια διάφορα προσβλητικά λόγια. Για την ηλικιωμένη πωλήτρια η αγοράστρια
προβάλλει μόνο από τη σκοπιά του «εγκλήματός» της να θεωρήσει τα αυγά κλούβια[48].
Ο
Γκ.Χέγκελ περιγράφει εδώ την αφηρημένη σκέψη, η οποία απολυτοποιεί το επί
μέρους, το φαινομενικό και επουσιώδες και καταλήγει στη δημιουργία
απλουστευτικών – στερεότυπων - δογματικών αντιλήψεων για πρόσωπα και πράγματα.
Αυτή η αφηρημένη
σκέψη αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα της καθημερινής συνείδησης.
Όπως
επισημαίνει ο Ε.Β.Ιλιένκοφ η αφηρημένη σκέψη «…εξιχνιάζει πολύ λίγο την πλούσια
πολλαπλότητα των πραγματικών φαινομένων. Ικανοποιείται με το να παρατηρεί μόνο
αυτό που “επικυρώνει”, μόνο αυτό που παρέχει μια “προφανή απόδειξη” στο
αποτελματωμένο στο κεφάλι δόγμα, στη γενική εικόνα και συχνά στο απλά εγωιστικό
συμφέρον.»[49].
Οι αφαιρέσεις της καθημερινής συνείδησης
διαμορφώνουν μια απλουστευτική, στερεότυπη και δογματική αντίληψη των άλλων, η
οποία κυριαρχεί διότι εδράζεται σε ένα πλαίσιο αλλοτριωτικών σχέσεων. Οι άλλοι
προβάλλουν στην καθημερινή συνείδηση μόνον από τη σκοπιά της μερικότητάς τους,
διότι το ενδιαφέρον γι’ αυτούς είναι πραγματιστικό - εργαλειακό και ως εκτούτου
περιορισμένο σ’ εκείνα τα επί μέρους στοιχεία που κατά τον καλύτερο τρόπο
εξυπηρετούν τα ιδιωτικά συμφέροντα, διότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι
εγκλωβισμένες στη μερικότητα των τυχαίων, περιστασιακών, χρησιμοθηρικών,
αλλοτριωτικών, ανταγωνιστικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν την ταξική κοινωνία.
Η εν
λόγω στερεότυπη αντίληψη για τους άλλους διαμορφώνει στο επίπεδο της
καθημερινής συνείδησης τις διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν τις
πολιτισμικές, φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές ταυτότητες ανταγωνιζόμενων ομάδων. Η
υποτιμητική-εχθρική στάση απέναντι στους άλλους στα πλαίσια σχέσεων ανισότητας
και διακρίσεων σε βάρος μιας ή μερικών μειονοτήτων βασίζεται ακριβώς σε μια
αντίληψη-στερεότυπο, δηλαδή σε «μια εικόνα για τον “άλλο”, βασικό γνώρισμα της
οποίας είναι η γενίκευση και η υπεραπλούστευση.»[50].
Αυτή η
εικόνα του άλλου, δηλαδή, το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι έχει
κάποιος ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας, μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά ως
στοιχείο ενταγμένο σε αυτό που ο A.Schutz αποκαλεί
«κοινή γνώση»[51].
Πρόκειται για έννοια συγγενική προς αυτή του κοινού νου, η οποία υποδηλώνει το
«σύνολο των παραδοχών για το φυσικό και κοινωνικό κόσμο που διαθέτει κάθε μέλος
μιας πολιτισμικής ομάδας και το χρησιμοποιεί στην αντιμετώπιση των καθημερινών
περιστάσεων επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης.»[52].
Στο
επίπεδο, λοιπόν, της καθημερινής συνείδησης η αντίληψη των διαφορών μεταξύ των
ανθρώπων εδράζεται ως επί το πλείστον στην πρόσληψη, γενίκευση και
απολυτοποίηση επί μέρους και επουσιωδών στοιχείων και γι’ αυτό το λόγο είναι ψευδής και απατηλή. Αυτή η αντίληψη όταν
αποτελεί τον οδηγό της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθίσταται ισχυρή προκατάληψη.
Φρονούμε ότι οι κάθε είδους ρατσισμοί έχουν ως γνωσιολογική τους βάση
(δεδομένου ότι η κοινωνική τους βάση αφορά στις αλλοτριωτικές σχέσεις μεταξύ
των ανθρώπων) τη δογματική προσήλωση σε ορισμένες απλουστευτικές και απατηλές
ιδέες της καθημερινής συνείδησης αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ ανθρώπων.
Συνεπώς,
μια παιδεία στην υπηρεσία του αγώνα κατά της καταπίεσης ανθρώπων βάσει
φυλετικών, πολιτισμικών, εθνικών, θρησκευτικών διαφορών θα πρέπει να στρέφεται
κριτικά εναντίον όχι μόνο των επεξεργασμένων και συστηματοποιημένων
ιδεολογημάτων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αλλά και των
ρατσιστικών-ξενοφοβικών δογμάτων και προκαταλήψεων που γεννώνται αυθόρμητα,
μέσα στην καθημερινή συνείδηση, σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι υποχρεώνονται
καθημερινά να επιβιώσουν σε συνθήκες ανταγωνισμού και αποξένωσης.
Σε ότι
αφορά το δογματισμό της καθημερινής συνείδησης θα πρέπει να υπογραμμίσουμε
εμφατικά ότι αυτός από τη στιγμή που παγιώνει μια επιδερμική και συνεπώς ψευδή
αντίληψη του κόσμου, γεννά προκαταλήψεις και λειτουργεί υπονομευτικά έναντι
κάθε εγχειρήματος αυθεντικής μόρφωσης, αντιστρατεύεται την παιδεία εν γένει και
την πνευματική χειραφέτηση των ανθρώπων και ως εκτούτου υπονομεύει κάθε
εγχείρημα κοινωνικής χειραφέτησης.
Οι κοινωνικοί όροι αμφισβήτησης της καθημερινής
συνείδησης
Η
αντίληψη της πραγματικότητας στα πλαίσια της καθημερινής συνείδησης ως φυσικής και
αναλλοίωτης δε σημαίνει, βέβαια, ότι η συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων
ταυτίζεται απόλυτα με τις ιδέες που εκφράζουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Η κοινωνική δυστυχία της υφιστάμενης την εκμετάλλευση τάξης εκφράζεται στην
καθημερινή συνείδηση των μελών της με τη μορφή μιας αυθόρμητης δυσφορίας, μιας
ακαθόριστης διαμαρτυρίας ενάντια στην περιρρέουσα πραγματικότητα, μιας
αυθόρμητης αμφισβήτησης της κοινωνικής της μειονεξίας.
Αυτή η
αυθόρμητη-στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης - αμφισβήτηση της κοινωνικής πραγματικότητας εκδηλώνεται
με δυναμισμό που είναι ανάλογος του βαθμού δυσκολίας προσαρμογής σ’ αυτή. Η
αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την
επιδίωξη μιας βαθύτερης κατανόησής της, ώστε να είναι περισσότερο
αποτελεσματική η κοινωνική δραστηριότητα των ανθρώπων. Μόνο όταν οι άνθρωποι
αδυνατούν να υπάρχουν στην καθημερινότητα χωρίς προστριβές, μόνο όταν
καθίσταται αδύνατος ο συμβιβασμός τους με το κοινωνικό status quo ανακύπτει η ανάγκη υπέρβασης των ιδεών που
παρουσιάζουν τον κόσμο ως δεδομένο, φυσικό και αναλλοίωτο, των ιδεών της
καθημερινής συνείδησης που ανταποκρίνονται, κυρίως, σε στερεότυπες κοινωνικές
συμπεριφορές.
Θα
πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη ότι η αυθόρμητη αμφισβήτηση του κοινωνικού status quo δεν
αρκεί για τη χειραφέτηση των κατώτερων κοινωνικά τάξεων. Η αμφισβήτηση της
κοινωνικής μειονεξίας, όσο εκδηλώνεται μόνο στο επίπεδο της καθημερινής
συνείδησης, δεν δύναται να αποκαλύψει τα πραγματικά αίτια της κοινωνικής
ανισότητας, διότι περιορίζεται σε επί μέρους εκφάνσεις των σχέσεων ταξικής
κυριαρχίας, Στις εκφάνσεις αυτές ως αίτιο και ουσία των κοινωνικών σχέσεων
προβάλλει το αιτιατό και επουσιώδες. Κλασική είναι η περίπτωση ενοχοποίησης από
τους εργάτες των πρώτων χρόνων της βιομηχανικής επανάστασης (κίνημα των
Λουδιτών) των μηχανών ως βασικού υπεύθυνου της δυσμενούς κοινωνικής τους θέσης.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση κατά την
οποία ως βασικός αντίπαλος των φορέων της χειρωνακτικής μισθωτής εργασίας
εκλαμβάνονται, στα πλαίσια της καθημερινής συνείδησης, οι διευθυντές-οργανωτές
της παραγωγής, οι φορείς της πνευματικής εργασίας, οι ξένοι εργάτες κ.α.
Σε ότι
αφορά την αμφισβήτηση στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης της ταξικής
μειονεξίας ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της αντι-σχολικής κουλτούρας, της
συγκρότησης δηλαδή από ορισμένα παιδιά της εργατικής τάξης ενός δικού τους,
αυτόνομου, πλαισίου άτυπων σχέσεων μέσα στο σχολείο, οι οποίες αμφισβητούν το
πρόγραμμα, την ιδεολογία, τους στόχους του εκπαιδευτικού θεσμού[53]. Η
παρουσία αυτών των παιδιών στο σχολείο καθορίζεται από την επιδίωξη της
ελαχιστοποίησης κάθε εμπλοκής σε οτιδήποτε διαδραματίζεται μέσα στα τυπικά
–επίσημα πλαίσια της σχολικής ζωής.
Στη συμπεριφορά αυτών των παιδιών εκφράζεται η
καθημερινή συνείδηση των γόνων μιας μερίδας της εργατικής τάξης η οποία
χαρακτηρίζεται από την αυθόρμητη απόρριψη των αξιών της κυρίαρχης ιδεολογίας
που εκπροσωπεί και διαδίδει το σχολείο: της πειθαρχίας-υπακοής, της ατομικής
επιτυχίας, της ανταγωνιστικότητας, της αξιοκρατίας κλπ. [54].
Αυτή όμως η αυθόρμητη αμφισβήτηση της σχολικής ιδεολογίας εδράζεται σε μιαν
αυθόρμητη αδιαφορία για τη μόρφωση καθώς και σε μια περιφρονητική στάση
απέναντι στην πνευματική εργασία και
τους φορείς της. Στην καθημερινή συνείδηση των παιδιών αυτών η μόρφωση και η
πνευματική εργασία εν γένει φαντάζουν ως
κάτι αλλότριο και εχθρικό.
Ταυτόχρονα
η καθημερινή τους συνείδηση κατατείνει σε μιαν εξιδανίκευση του είδους της
εργασίας που χαρακτηρίζει τους περισσότερους εργαζόμενους, της χειρωνακτικής
εργασίας. Στα πλαίσια αυτά εξιδανικεύεται η μυϊκή δύναμη, ο ανδρισμός που
ταυτίζεται με αυτή και γενικά η ικανότητα με τη φυσική δύναμή του ο καθένας να
εργάζεται και να αποκτά τα αναγκαία προς το ζειν[55].
Ωστόσο, όμως, η αυθόρμητη, στο επίπεδο της
καθημερινής συνείδησης εξιδανίκευση της χειρωνακτικής εργασίας συνιστά
εξιδανίκευση της μειονεκτικής θέσης μεγάλου μέρους των εργαζομένων στον
κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, η οποία συνδέεται με την εκτέλεση χειρωνακτικού
έργου. Η στάση αυτή υποδηλώνει τον συμβιβασμό με την ταξικά μειονεκτική θέση
των περισσοτέρων εργαζομένων στα πλαίσια ενός υποδουλωτικού καταμερισμού
εργασίας. Αυτό που δε συνειδητοποιούν τα παιδιά της αντι-σχολικής
κουλτούρας είναι ότι «η απόρριψη της πνευματικής εργασίας ενισχύει το χάσμα
μεταξύ σχεδιασμού και εκτέλεσης της παραγωγής.»[56].
Βλέπουμε,
λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση ότι η αμφισβήτηση των επίσημων θεσμών της
κοινωνίας που συντελείται στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης ουδόλως οδηγεί
σε μια συνειδητοποίηση των αυθεντικών προοπτικών κοινωνικής χειραφέτησης, παρά
εκφράζει μιαν ιδιόμορφη εξιδανίκευση της ταξικής μειονεξίας των κατώτερων
τάξεων καθώς και αποδοχή των σχέσεων που κάνουν μιαν άλλη τάξη ανώτερη.
Οι
ιδέες αυτών των παιδιών της αντι-σχολικής κουλτούρας, ως άμεση αντανάκλαση της κοινωνικής τους θέσης, εκφράζουν αντικειμενικά μια
στάση που είναι προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης, αποτελούν ιδέες της πνευματικής και κοινωνικής της
κυριαρχίας. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι τα αδιέξοδα της αυθόρμητης αμφισβήτησης της
πραγματικότητας ενισχύονται από την ιδεολογική χειραγώγηση των μελών της
κοινωνίας διαμέσου της συστηματικής διάδοσης επεξεργασμένων και
συστηματοποιημένων μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Φρονούμε ότι η αποτελεσματική αμφισβήτηση της
κοινωνικής πραγματικότητας προϋποθέτει την αμφισβήτηση των αυταπατών της
καθημερινής συνείδησης, την κατανόηση των φενακών της κυρίαρχης προπαγάνδας,
την κριτική θεώρηση της πραγματικότητας και τη διείσδυση στην ουσία-στις
εσωτερικές αντιφάσεις των φαινομένων. Προϋποθέτει, επίσης, την αμφισβήτηση της
καθημερινής αυθόρμητης ιδεολογίας που γεννάται στους κόλπους της ίδιας της
εργατικής τάξης: «επαναστατική ιδεολογία
της εργατικής τάξης υπάρχει μόνον όταν βασίζεται στην διαρκή κριτική της
αυθόρμητης ιδεολογίας της…»[57].
Σύμφωνα με την επισήμανση της Α.Χέλερ «Όσο
περισσότερο μια τάξη βρίσκεται “σε κίνηση”, όσο πλατύτερες είναι οι δυνατότητές
της για την πραγμάτωση μιας πράξης, τόσο λιγότερο οι κρίσεις της είναι
προκαταλήψεις. Η πολιτική δραστηριότητα με την πλατιά έννοια, η δραστηριότητα
που οδηγεί το κίνημα ενός μεγάλου κοινωνικού συνόλου, μπορεί να έχει επιτυχία
μόνον όταν στηρίζεται σε μια μη προκατειλημμένη σκέψη»[58]. «Η
πολιτική σφαίρα, όπως και η επιστημονική, υπερβαίνει συνεπώς την
καθημερινότητα»[59].
Αυτή η
υπέρβαση της καθημερινότητας, των βεβαιοτήτων και προκαταλήψεων της καθημερινής
συνείδησης, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για τη δυνατότητα εναλλακτικής
κοινωνικής εξέλιξης είναι, όπως αναφέραμε, εφικτά στα πλαίσια μιας ισχυρής
αδυναμίας των ανθρώπων να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και μιας
επακόλουθης ισχυρής επιθυμίας να
αλλάξουν την πραγματικότητα προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες τους.
Η εν λόγω αδυναμία προσαρμογής είναι βέβαια διαφορετική σε διαφορετικά τμήματα των
κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο οι
αντιθέσεις των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων έχουν οξυνθεί και δεν επιτρέπουν
πλέον την προσαρμογή των ανθρώπων στο κοινωνικό status quo. Γι’ αυτό το λόγο ο Κ.Μαρξ έδινε μεγάλη σημασία
στην αντικειμενική όξυνση των αντιθέσεων δηλώνοντας ότι «Μια νέα επανάσταση είναι
δυνατή μόνο σαν επακόλουθο μιας νέας κρίσης.»[60].
Το κρισιακό, συγκρουσιακό στοιχείο στις σχέσεις των ανθρώπων με την πραγματικότητα αποκαλύπτει εδώ την ιδιαίτερα μεγάλη σημασία του σε ότι αφορά την ουσιαστική αναβάθμιση του περιεχομένου και του ρόλου της ανθρώπινης συνείδησης: «…ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης στην ιστορία είναι αντιστρόφως ανάλογος της αντιστοιχίας των υπαρχουσών σχέσεων παραγωγής προς τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις και αποκτά τη μέγιστη σημασία του στα μεταβατικά στάδια της παρακμής ορισμένων σχέσεων παραγωγής (η αντικατάσταση των οποίων χωρίς της ενεργό συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων είναι ανέφικτη…)»[61].
Η συμβολή της παιδείας
στην πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση.
Με βάση όσα αναφέραμε παραπάνω κρίνουμε αναγκαίο
να επισημάνουμε ότι η παιδεία δεν δύναται να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις
φενάκες και πλάνες της καθημερινής τους συνείδησης, από τη στιγμή που
διατηρείται ισχυρή η συμβιβαστική, προσαρμοστική στάση των ανθρώπων προς την
κυρίαρχη πραγματικότητα και συνεπώς δεν αμφισβητείται το αυτονόητο των ιδεών
που προβάλλουν την πραγματικότητα ως δεδομένη, φυσική και αναλλοίωτη.
Με άλλα
λόγια, η παιδεία δεν δύναται να χειραφετήσει πνευματικά και κοινωνικά τους
ανθρώπους, δεν δύναται να οδηγήσει στην κοινωνική πρόοδο, όταν οι άνθρωποι δεν
επιθυμούν κάτι τέτοιο, όταν δεν αντιμετωπίζουν άμεσα και μαζικά μιαν
ανυπέρβλητη αδυναμία ύπαρξης μέσα στο κυρίαρχο σύστημα ταξικής στρωμάτωσης.
Η
παροχή στους ανθρώπους αληθών και βαθιών γνώσεων αναφορικά με τη φύση των
κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και τη δυνατότητα της κοινωνικής προόδου δεν
καθιστά τους ανθρώπους περισσότερο συνειδητοποιημένους, από τη στιγμή που οι
ίδιες οι ανάγκες τους δεν τους ωθούν
στην επιδίωξη μεγαλύτερης συνειδητοποίησης. Άλλωστε, «Η θεωρία πραγματώνεται
πάντα σ’ ένα λαό μόνο στο βαθμό που είναι πραγμάτωση των αναγκών του.»[62].
Η
αντίληψη, λοιπόν, που συνδέει την παιδεία με ένα αποφασιστικό ρόλο στην
επίτευξη της κοινωνικής προόδου και δικαιοσύνης συνιστά αυταπάτη. Η δήλωση του
P.Freire είναι κατηγορηματική: «Αντιμετωπίζοντας την παιδεία ανεξάρτητα από τη
δύναμη που τη συγκροτεί, αποκομμένη από τον συγκεκριμένο κόσμο όπου
σφυρηλατείται, οδηγούμαστε είτε να την ανάγουμε σ’ ένα κόσμο αφηρημένων
αξιών…είτε να την αντιληφθούμε σαν ένα βατήρα για την αλλαγή της
πραγματικότητας …Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι η παιδεία εκείνη που
διαπλάθει την κοινωνία σύμφωνα με ορισμένα πρότυπα, αλλά είναι η κοινωνία που αυτοδιαμορφώνεται σύμφωνα με τα
δικά της πρότυπα και διαπλάθει την παιδεία…»[63].
Η
παιδεία ως διαδικασία μόρφωσης έχει τις απαρχές της στις ανάγκες των ανθρώπων,
όπως αυτές προσδιορίζονται ιστορικά από την πορεία της κοινωνικής εξέλιξης.
Το
γνωστικό ενδιαφέρον για τα πράγματα ξεκινά από τις κοινωνικές ανάγκες, οι
οποίες εν είδει εικασίας για τα αντικείμενα που μπορούν να τις ικανοποιήσουν
κατευθύνουν τη γνωστική διαδικασία[64].
Αν «μια ριζική επανάσταση δεν μπορεί να είναι
παρά μόνο επανάσταση ριζικών αναγκών»[65],
τότε μια παιδεία στην υπηρεσία της κοινωνικής χειραφέτησης δεν μπορεί παρά να
ξεκινά από τις ανάγκες των ανθρώπων οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλέον μέσα στα
πλαίσια των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.
Αυτή η
αντίθεση μεταξύ των ανθρώπινων αναγκών και των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων
δημιουργεί την κατάσταση στην οποία «τα κάτω στρώματα» δεν επιθυμούν πια «να
ζήσουν όπως παλιά» ενώ παράλληλα παρατηρείται σημαντικό ανέβασμα της
δραστηριότητας των μαζών [66].
Θα πρέπει
να επισημάνουμε ότι η πραγματική μόρφωση του ανθρώπου διέρχεται από την υπέρβαση
της καθημερινής του συνείδησης. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο δεν αρκεί απλά η
αναγνώριση του απλουστευτικού, επιδερμικού, απατηλού χαρακτήρα της τελευταίας. Αυτή
η υπέρβαση της καθημερινής συνείδησης μπορεί να συντελεστεί μόνο ως κατανόηση
του περιεχομένου της, του ιδιόμορφου τρόπου με τον οποίο αυτή αντανακλά την
πραγματικότητα.
Εδώ
ανακύπτει η σημασία της κριτικής - επιστημονικής προσέγγισης του περιεχομένου
της καθημερινής συνείδησης, κάτι που συνιστά εμβάθυνση σ’ αυτό το περιεχόμενο
αλλά και απομάκρυνση από την άμεση ταύτιση μαζί του. «Η στοχαστική απόσταση από
την καθημερινή ζωή είναι ένα μέσο για να ωθήσεις τον εαυτό σου μακριά απ’ το
συνηθισμένο, ωθώντας το συνηθισμένο μακριά από σένα.»[68]. Η
διατύπωση αυτή του P.Freire ολοκληρώνεται νοηματικά στην επισήμανση του G. Lukacs: «…η
διείσδυση στην καθημερινή συνείδηση…είναι εφικτή μόνο διαμέσου της
επιστημονικής οδού, μόνο διαμέσου της απομάκρυνσης από αυτή τη συνείδηση ως
έχει.»[69].
Αυτή η
επιστημονική οδός αφορά πρωτίστως τη διείσδυση στην ουσία των φαινομένων, την
ανακάλυψη των εσωτερικών συναφειών-αλληλεπιδράσεων που καθορίζουν το γίγνεσθαι
των πραγμάτων. Η γνώση που προκύπτει από μια τέτοια οδό είναι αυτή που
αποκαλύπτει την αντιφατικότητα του κόσμου, τις ουσιώδεις αντιθέσεις που
συγκροτούν το μηχανισμό εξέλιξης - αλλαγής του.
Η
παιδεία που υπηρετεί την πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση των ανθρώπων δεν
μπορεί να περιορίζεται στην παρουσίαση του κόσμου ως δεδομένου, διότι μια
τέτοια εικόνα είναι απατηλή. Η αλήθεια του κόσμου, την οποία η παιδεία καλείται
να ενσαρκώσει, αφορά ακριβώς στη γνώση της αντιφατικότητάς του, των ουσιωδών
αντιθέσεών του, οι οποίες σηματοδοτούν το «μη εισέτι ον», το αναγκαίο και
εφικτό μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Η γνώση της αντιφατικότητας του
κόσμου επιτρέπει τη συνειδητή συμμετοχή στις διαδικασίες αλλαγής - εξέλιξής
του, διαμέσου της συνειδητής επενέργειας στην επίλυση των ουσιωδών του αντιφάσεων.
Από τη
σκοπιά, λοιπόν, της κοινωνικής προόδου το ζητούμενο είναι μια παιδεία να που
καλλιεργεί τη διαλεκτική σκέψη, την ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς
εννοιολογικά τις αντιφάσεις της πραγματικότητας και τη διαδικασία εμφάνισης,
διαμόρφωσης, επίλυσής τους. Η διαλεκτική σκέψη συνιστά την κατεξοχήν ώριμη ανθρώπινη
σκέψη: «Να καλλιεργείς ειδικά ανθρώπινα τη σκέψη σημαίνει να της καλλιεργείς τη
διαλεκτική, την ικανότητα να καθορίζει αυστηρά την αντίφαση και να φτάνει
έπειτα στην πραγματική λύση μέσα από τη συγκεκριμένη εξέταση του πράγματος, της
πραγματικότητας…»[70].
1. J.Dewey, My Pedagogic Greed, Washington D.C.,
1897, p. 15 Το παράθεμα δίνεται
από το βιβλίο H. Röhrs, Το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης,
εκδ.Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 53
2.Δ.Γληνός, «Το βασικό πρόβλημα
της παιδείας», στο: Δ.Γληνός, Εκλεκτές
σελίδες, τόμος Α΄, εκδ. Στοχαστής, σελ.64
6. Κ.Ι Δεσποτόπουλος, «Η
αποστολή της παιδείας», Φιλοσοφία και
παιδεία, τεύχος 17-18, Ιανουάριος 2000, σελ.5
7. Κ.Μαρξ, «Θέσεις για τον
Φώυερμπαχ», στο: Κ.Μαρξ, Φ.Ένγκελς, Η
γερμανική ιδεολογία, τ.1, εκδ.Gutenberg,
Αθήνα, 1989, σελ.46
11. S.Bowles, H. Gintis, Schooling in Capitalist
12. Βλ. Μπ. Νούτσος, «Ο
ρόλος της σχολικής ζωής στη διαμόρφωση τύπων πολιτικής συμπεριφοράς», στο:
«Παιδεία και πολιτική», Επιθεώρηση
πολιτικής επιστήμης, 1982, σσ. 56-57
17. Ν.Πουλαντζάς, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις,
τόμος β΄, εκδ.Θεμέλιο, Αθήνα, 1985, σελ. 38
21.A.Gramsci,
Selections from Prison Notebooks,
23. Βλ. Τ. Oizerman «Φιλοσοφία και
καθημερινή συνείδηση», Βοπρόσι φιλοσόφιϊ,
Μόσχα, 1967, №4, σελ. 120
24. M.Matthews, «Γνώση,
δράση και δύναμη», στο: Για μια
απελευθερωτική αγωγή, Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης, Αθήνα, 1985, σελ. 41
28. J.Spring, «Η
ανάπτυξη της συνείδησης: από τον Μαρξ στον Φρέιρε», στο: Για μια απελευθερωτική αγωγή, Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης,
Αθήνα, 1985, σελ. 49
29. P.Freire, «Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της “κριτικής συνειδητοποίησης”», στο: ό.π., σελ. 101
39. Β.Α.Βαζιούλιν, «Τα
παράδοξα της αξιοπρέπειας υπό το πρίσμα του Μαρξ», Ουτοπία, αρ.τεύχους 30, Μάιος – Ιούνιος 1998, σελ.145
41. Δ.Πατέλης, «Η
παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας της κοινωνίας», στο: Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ποιος, ποιον
και γιατί, εκδ.Σαββάλας, Αθήνα, 2002, σελ. 73
43. P.Bourdieu, J.Cl. Passeron, Οι κληρονόμοι.. Οι φοιτητές και η κουλτούρα, εκδ.
Ινστιτούτο του βιβλίου- Μ.Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1993, σελ. 63
45. P.Bourdieu
«Το συντηρητικό σχολείο: οι ανισότητες στην εκπαίδευση και την
παιδεία», στο: Α.Φραγκουδάκη, Κοινωνιολογία
της εκπαίδευσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1985, σελ. 336
47. Βλ. Γκ.Χέγκελ,
«Ποιος σκέπτεται κατά αφηρημένο τρόπο;» στο: Γκ.Χέγκελ, Εργασίες διαφόρων ετών, τ.1, εκδ. Μυσλ, Μόσχα, 1970, σσ. 391-392
50. Α.Γκότοβος, Ρατσισμός. Κοινωνικές, ψυχολογικές και
παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής, εκδ.Γ.Γ.Λ.Ε., Αθήνα,
1996, σελ. 28
60. Κ.Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως
το 1850, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ.159
61. Δ.Πατέλης,
«Συνείδηση κοινωνική», Φιλοσοφικό,
κοινωνιολογικό λεξικό, τ.5, εκδ.Καππόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ.71
62. Κ.Μαρξ, «Συμβολή
στην κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Εισαγωγή.», στο: Κ.Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα,
1999, σελ. 132
63. P.Freire, «Πρόσκληση
για κριτική συνειδητοποίηση», στο: Για
μια απελευθερωτική αγωγή, Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης, Αθήνα, 1985, σσ.
88-89
65. Κ.Μαρξ, «Συμβολή
στην κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Εισαγωγή.», στο: Κ.Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα,
1999, σελ. 132
66.Β.Ι.Λένιν, «Η
χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς» στο: Β.Ι.Λένιν, Άπαντα,
τ.26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 220
67. P.Freire, «Μερικές
παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της “κριτικής συνειδητοποίησης”», στο: ό.π.,
σελ. 99