Περικλής Παυλίδης
Υποκείμενο της εργασίας και σοσιαλισμός
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: ΠΡΙΝ, αρ.φύλλου 1111, 4 Νοεμβρίου 2012, σελ.20)
Αντιμετωπίζοντας την παγκόσμια
καπιταλιστική κρίση οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να διεξάγουν αποφασιστικούς
ταξικούς αγώνες αν δεν εμφορούνται από σαφή τελικό σκοπό, θεμελιωμένο στη
συνειδητοποίηση του εφικτού της οργάνωσης της εργασίας χωρίς την κηδεμονία του
κεφαλαίου, της δυνατότητας δηλαδή ανάκτησης από τους ίδιους όλων εκείνων των
λειτουργιών που το κεφάλαιο, ως αποξενωμένη και ανεξέλεγκτη κοινωνική δύναμη, επιτελεί
στο σύστημα της παραγωγής. Με άλλα λόγια το ζήτημα της εργασίας θα πρέπει να
τεθεί σήμερα από τη σκοπιά της διαμόρφωσης του κοινωνικού της χαρακτήρα, των
προϋποθέσεων ανάδειξης των εργαζομένων σε πραγματικά υποκείμενα του συστήματος
της παραγωγής, σε σχεδιαστές, διευθυντές και ρυθμιστές αυτού.
Δέον να σημειωθεί ότι οι
εργαζόμενοι στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα κοινωνικής εξέλιξης στερούνταν αντικειμενικά
αυτή τη δυνατότητα. Στις κοινωνίες που προηγούνται του βιομηχανικού καπιταλισμού
αποκλειστικός τύπος εργαζόμενου είναι ο χειρώνακτας-εμπειροτέχνης. Η εργασία
του στηρίζεται κυρίως στη χρήση χειροκίνητων εργαλείων βάσει της φυσικής του
δύναμης και αντοχής, καθώς και της ατομικής του εμπειρίας και δεξιότητας. Συνακόλουθα,
κι όταν ακόμα δύναται να ελέγχει όλη τη δραστηριότητά του, αφενός είναι
εγκλωβισμένος σε μιαν εξαιρετικά επιδερμική αντίληψη-γνώση των αντικειμένων στα
οποία επενεργεί παραγωγικά (ας μη μας διαφεύγει ότι ο προβιομηχανικός εργάτης είναι
κατά κανόνα αναλφάβητος), αφετέρου, τα χειροκίνητα μέσα εργασίας δεν του
επιτρέπουν βαθύτερους μετασχηματισμούς του περιβάλλοντος για την ικανοποίηση
των αναγκών του. Έτσι παραμένει υποταγμένος στην παντοδυναμία της φύσης, ενώ το
πενιχρό παραγόμενο προϊόν/υπερπροϊόν καθιστά αδύνατη την
υπέρβαση των σχέσεων εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η βιομηχανική επανάσταση
αλλάζει άρδην τους όρους εργασίας. Για πρώτη φορά αποφασιστική παραγωγική
δύναμη καθίστανται οι μηχανές, οι οποίες τίθενται σε κίνηση από ισχυρές πηγές
ενέργειες και παράγουν προϊόντα σε μαζική κλίμακα, διασφαλίζοντας σχετική
αφθονία καταναλωτικών αγαθών. Οι μηχανές μπορούν να αναπτυχθούν βάσει της συστηματικής
δημιουργίας και χρήσης επιστημονικών γνώσεων, πράγμα που για πρώτη φορά συνδέει
την επιστήμη με την υλική παραγωγή.
Για τη χρήση των μηχανών
απαιτούνται πλέον εργαζόμενοι που είναι φορείς τουλάχιστον στοιχειωδών σχολικών
γνώσεων και τεχνικής ειδίκευσης. Μάλιστα όσο πιο περίπλοκο γίνεται το
βιομηχανικό σύστημα, τόσο περισσότερο αυξάνει ο αριθμός των ειδικευμένων
εργαζομένων, οι οποίοι, εκτός από τον άμεσο χειρισμό των μηχανών,
διεκπεραιώνουν ποικίλες άλλες αναγκαίες εργασίες, σχετικές με την τεχνική και
λογιστική υποστήριξη της παραγωγής, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες κλπ.
Με την ανάπτυξη του
βιομηχανικού καπιταλισμού για πρώτη φορά εμφανίζεται μια τάξη – το βιομηχανικό
προλεταριάτο, η οποία κατέχει συγκεκριμένου επιπέδου γενικές και τεχνικές γνώσεις
και εμπλέκεται σε συλλογικές εργασιακές δραστηριότητες που της επιτρέπουν να
αναπτύξει συνείδηση των κοινών ταξικών της συμφερόντων. Αυτή η τάξη αποτέλεσε
την πρωτοπορία στις ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες που υλοποίησαν τα μεγάλα
επαναστατικά –σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα.
Ωστόσο, ας μη μας
διαφεύγει ότι ο βιομηχανικός εργάτης παρέμενε υποταγμένος σε ένα άτεγκτο-υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας, σε στερεότυπες,
μονότονες και κοπιώδεις δραστηριότητες υπηρέτησης των μηχανών, στη μερικότητα
των ξεχωριστών θέσεων και διαδικασιών παραγωγής. Οι εργαζόμενοι της εκμηχανισμένης παραγωγής και πολύ περισσότερο οι απλοί χειρώνακτες
αδυνατούσαν να διαχειριστούν από μόνοι τους ευρύτερες παραγωγικές διαδικασίες,
ενώ χωρίς έξωθεν ιδεολογική-πολιτική καθοδήγηση αδυνατούσαν να αναπτύξουν αποφασιστικούς
επαναστατικούς κοινωνικούς αγώνες.
Ως εκ τούτου θεωρώ
απλουστευτικές όλες εκείνες τις αντιλήψεις του σοσιαλισμού, οι οποίες,
αναφορικά με τα επαναστατικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα, θεώρησαν
εφικτή την άμεση ανάδειξη των χειρωνακτών εργαζομένων (προβιομηχανικού ή και
βιομηχανικού τύπου) σε σχεδιαστές και διευθυντές της σοσιαλιστικής οικονομίας
και κοινωνίας. Επρόκειτο για εξιδανίκευση στο έπακρο του κληρονομημένου από το
ιστορικό παρελθόν τύπου εργαζομένου, ο οποίος παρέμενε εγκλωβισμένος στο
διατηρούμενο σε μεγάλη κλίμακα (αναπόφευκτα ακόμη και στις πλέον
εκβιομηχανισμένες σοσιαλιστικές κοινωνίες) υποδουλωτικό
καταμερισμό εργασίας.
Η ανάδειξη των εργαζομένων
σε πραγματικά υποκείμενα της παραγωγικής διαδικασίας προϋποθέτει τη ριζική
αλλαγή του περιεχόμενου της εργασίας τους, την ωρίμανση του κοινωνικού της χαρακτήρα.
Η ωρίμανση του κοινωνικού
χαρακτήρα της εργασίας συνίσταται στην ολοκλήρωση της αυτοματοποίησης της
παραγωγής (η οποία είναι εφικτή μόνο στο πλαίσιο της κυριαρχίας της
σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής), στην παρεμβολή μεταξύ των
εργαζόμενων και του φυσικού περιβάλλοντος αυτοματοποιημένων παραγωγικών διαδικασιών,
οι οποίες ελέγχονται συνειδητά και συλλογικά από την κοινωνία. Η αυτοματοποίηση
της παραγωγής καθιστά εφικτή την παραγωγή αγαθών με όρους όχι μόνο αφθονίας
αλλά και υψηλής ποιότητας, προσαρμοσμένης σε εξειδικευμένες ατομικές ανάγκες.
Η ανάπτυξη του κοινωνικού
χαρακτήρα της εργασίας εκφράζεται σήμερα δυναμικά σε ευρύ φάσμα επιστημονικο-τεχνολογικών εξελίξεων, όπως η εμφάνιση
εξαιρετικά ευέλικτων ρομποτικών συστημάτων και η αυτοματοποίηση της παραγωγής στην
κλίμακα ολόκληρων εργοστασίων, οι τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας και τα παγκόσμια δίκτυα
πληροφοριών, η δημιουργία νέων πολυλειτουργικών υλικών
με προσχεδιασμένες ιδιότητες (νανοτεχνολογίες), η εμφάνιση
νέων μορφών ενέργειας (εκ των οποίων εξαιρετικές φαίνεται να είναι οι
προοπτικές της ηλιακής), η ανάπτυξη των βιοτεχνολογιών και η εμφάνιση μορφών καλλιέργειας
φυτών με υψηλό επίπεδο σχεδίασης και ελέγχου των φυσικο-παραγωγικών
διαδικασιών (υδροπονία-αεροπονία).
Η τάση αυτοματοποίησης της
παραγωγής επιτρέπει την κατανόηση των προϋποθέσεων εξόδου των ανθρώπων από την
παραγωγή ως άμεσων –φυσικών συντελεστών της, και ανάδειξής τους σε σχεδιαστές,
διευθυντές, ρυθμιστές της.
Οι άνθρωποι αποτελούν πραγματικά
υποκείμενα της εργασίας όταν διαχειρίζονται παραγωγικές δυνάμεις και
διαδικασίες ως κάτοχοι και δημιουργοί γνώσεων, ως φορείς νοητικών ικανοτήτων (τις
οποίες ο Κ.Μαρξ αποκαλούσε «γενική διάνοια» «κοινωνικό
νου»), κατ’ ουσίαν ως φορείς ανεπτυγμένης κοινωνικής
συνείδησης. Ανεπτυγμένη συνείδηση σημαίνει ικανότητα νοητικής διείσδυσης στις εσωτερικές
σχέσεις και ουσιώδεις πτυχές των πραγμάτων, διακρίβωσης τάσεων–προοπτικών
εξέλιξής τους, αλλά και ικανότητα αναστοχασμού του
ίδιου του περιεχομένου της συνείδησης, των διαδικασιών της γνωστικής δραστηριότητας.
Επίσης, σημαίνει αυτοσυνείδηση, κατανόηση του εαυτού και της θέσης του στην
κοινωνία, ως ενεργούντος υποκειμένου, και αυτόβουλη σχεδίαση του βίου.
Δεδομένου ότι η δημιουργία γνώσεων, η
ανάπτυξη νοητικών ικανοτήτων, η διαμόρφωση και καλλιέργεια της συνείδησης συντελούνται
μόνο εντός κοινωνικών δεσμών, στην περίπτωση της διανοητικής εργασίας ως
υποκείμενο εμφανίζεται η κοινωνική ενότητα των ανθρώπων, ο συνεργατικός–συντροφικός
δεσμός διαφορετικών, πολύπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.
Για τους ανθρώπους που
εργάζονται κατεξοχήν ως φορείς νόησης–συνείδησης και
ως δημιουργοί γνώσεων η εργασία τους αποτελεί πλέον μορφωτική εμπειρία, τα
αποτελέσματά της συνιστούν πνευματικό–πολιτισμικό κεκτημένο
της προσωπικότητάς τους. Μάλιστα, η διανοητική εργασία, ως δραστηριότητα επιστημονική,
διευθυντική, σχεδιαστική, οργανωτική, καλλιτεχνική και εκπαιδευτική, δεν
περιορίζεται πλέον σε συγκεκριμένα, αυστηρά περιορισμένα χρονικά πλαίσια, παρά
εκτείνεται σε όλες τις στιγμές ζωής και δράσης των ατόμων (εδώ αίρεται κατ’ ουσίαν η διάκριση μεταξύ αναγκαίου και ελεύθερου χρόνου
εργασίας), ενεργοποιώντας και αξιοποιώντας όλες τις πλευρές της προσωπικότητάς
τους. Συνακόλουθα η θεμελιώδης ανάπτυξη της διανοητικής εργασίας, η μεγιστοποίηση
της αποτελεσματικότητάς της προϋποθέτει την οργάνωση όλων των πλευρών της
κοινωνικής ζωής με τρόπο ώστε σε μέγιστο βαθμό να συμβάλουν στην πολύπλευρη καλλιέργεια
εκάστης προσωπικότητας.
Η πρόοδος της διανοητικής
εργασίας είναι εφικτή μόνο στην περίπτωση που προσφέρει ικανοποίηση στον ίδιο
τον εργαζόμενο, που συνιστά εσωτερική του ανάγκη και αυτοσκοπό. Εν προκειμένω, αυθεντικό
εργασιακό κίνητρο αποτελεί η ίδια η απόλαυση του δημιουργικού περιεχομένου της
εργασίας, της πρωτοτυπίας της, των κοινωνικών–επικοινωνιακών
πτυχών της, η εμπειρία της ολοκλήρωσης–τελείωσής της ως
διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η εργασία πραγματοποιείται βάσει των νόμων της
ομορφιάς και συνιστά, όπως επισημαίνει ο Β.Α.Βαζιούλιν,
πολιτισμό, πολιτισμική δραστηριότητα στις πλέον ουσιώδεις πλευρές της.
Στο βαθμό που σε συνάρτηση
με την επιστημονικο-τεχνική επανάσταση, την εξέλιξη
της τεχνοεπιστήμης και την τάση αυτοματοποίησης της
παραγωγής αποφασιστική παραγωγική δύναμη γίνονται οι άνθρωποι ως φορείς γνώσεων
και διανοητικών ικανοτήτων, ως πολύπλευρα καλλιεργημένες προσωπικότητες,
καθίσταται συνάμα εμφανής η αδυναμία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής να
ανταποκριθούν στην εσωτερική λογική ανάπτυξης της εργασίας και των παραγωγικών της
δυνάμεων.
Η κεφαλαιοκρατία, όντας θεμελιωμένη
στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και στην υποταγή όλων των πλευρών της
κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης και της εκπαίδευσης, στη «λογική»
του εμπορευματικού ανταγωνισμού (πράγμα που σήμερα εκδηλώνεται με τη μορφή της
εξαιρετικά καταστροφικής για τα εκπαιδευτικά και επιστημονικά ιδρύματα
νεοφιλελεύθερης αναδιοργάνωσης τους) είναι ουσιωδώς αναντίστοιχη
προς τις κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις που θα διασφάλιζαν την αυθεντική και
βαθιά μόρφωση–καλλιέργεια των ανθρώπων και την
ανάπτυξη μεταξύ τους δεσμών συντροφικότητας και αλληλεγγύης.
Δέον, μόνο η σοσιαλιστική κοινωνία η οποία εδράζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στη σχεδιοποιημένη λειτουργία τους με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών μπορεί να ανταποκριθεί στην τάση ανάδειξης των ανθρώπων, ως φορέων γνώσεων, νόησης–συνείδησης, σε αποφασιστική παραγωγική δύναμη, σε πραγματικό υποκείμενο της παραγωγής. Οι προοπτικές μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στη διανοητική εργασία, στην επιστήμη και στη μόρφωση είναι πλέον αναπόδραστα συνυφασμένες με τη σοσιαλιστική προοπτική.