Περικλής Παυλίδης

Μαχητές του ΔΣΕ χωρίς «ψυχή»

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: ΠΡΙΝ, 1 Νοεμβρίου 2009)

 

Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή βαθιά καταπιάνεται με τον εμφύλιο πόλεμο, εστιάζοντας την προσοχή στα γεγονότα του τελευταίου έτους του. Το θέμα είναι δύσκολο, το εγχείρημα – τολμηρό, τα αποτελέσματά του όμως είναι πενιχρά και προβληματικά. Μέσα σε πληθώρα πολεμικών σκηνών οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και οι στρατιώτες του Εθνικού δίνουν μια παράσταση σύγκρουσης, η οποία αδυνατεί να μας πείσει για την αυθεντικότητά της. Ο δημιουργός της ταινίας προσπαθεί να σταθεί πάνω από τις κοινωνικές αντιθέσεις που οδήγησαν στο εμφύλιο πόλεμο, πλάθοντας μιαν ιστορική ουτοπία, στην οποία δεν υπάρχουν αντίθετα ταξικά συμφέροντα, αντίθετες ιδεολογίες, κοινωνική έχθρα, συμμορίες δοσιλόγων και δεξιών, πογκρόμ, βασανιστήρια και κομμένα κεφάλια αγωνιστών. Έτσι βλέπουμε το στρατόπεδο της «εθνικοφροσύνης» να ενεργεί πολεμικά σχεδόν χωρίς τη θέλησή του, υπό την πίεση των Αμερικανών, με τους αξιωματικούς του σε ρόλους διεκπεραιωτή εντολών, εγκλωβισμένους στην κακή συγκυρία, που δεν παύουν όμως να είναι άνθρωποι καλής θέλησης, πρόθυμοι να αποφύγουν την άσκοπη αιματοχυσία.

Οι δε μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού παρουσιάζονται με δυσδιάκριτα κίνητρα και σκοπούς. Μόνο σαφές στοιχείο είναι η ταύτισή τους με τη Σοβιετική Ένωση και η προσμονή της σοβιετικής βοήθειας, η οποία βεβαίως δεν έρχεται, για να μείνουν στο τέλος μόνοι και απογοητευμένοι να υποστούν συντριπτική ήττα. Αναφερόμενη στο Δημοκρατικό Στρατό η ταινία αδυνατεί εξόφθαλμα να συλλάβει το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της επαναστατικής, αριστερής, κομμουνιστικής ψυχοσύνθεσης (όχι μόνο στην εξεταζόμενη περίοδο, αλλά σε μια ολόκληρη εποχή που ξεκινά πολύ πριν την αντίσταση και διατηρείται αρκετά χρόνια μετά την ήττα στον εμφύλιο): τη βαθιά, ακλόνητη πεποίθηση ότι όσες θυσίες κι αν χρειαστούν, δε θα πάνε χαμένες, γιατί η τελική νίκη του λαού είναι σίγουρη, η νίκη της λαοκρατίας και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Με αυτή τη βεβαιότητα κομμουνιστές και αριστεροί αντιμετώπισαν τα βασανιστήρια, την εξορία, τα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Με αυτήν ακριβώς τη βεβαιότητα πολέμησαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού.

Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη δε στερείται καλών προθέσεων. Διακρίνεται σαφώς από στάση ανθρωπιστική. Ο δημιουργός αναδεικνύει το δράμα των απλών ανθρώπων, θυμάτων μιας σύγκρουσης που δεν ήθελαν, ενώ παράλληλα καταγγέλλει το διχασμό, τον πόλεμο και το θάνατο. Πρόκειται όμως για στάση αφηρημένου ανθρωπισμού, η οποία αντιμετωπίζει τους πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων ειδολογικά, απλώς ως ανθρώπους, εκτός των ουσιωδών κοινωνικών σχέσεών τους, και παραγνωρίζοντας, συνεπώς, όλα εκείνα τα στοιχεία που τους διακρίνουν ως ιστορικές προσωπικότητες.
Έτσι το ερώτημα της ταινίας «γιατί οι Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες», βρίσκει μόνο μιαν επιδερμική απάντηση που ρίχνει την ευθύνη στους ξένους (σε Αμερικανούς και Σοβιετικούς), ενώ κατ’ ουσίαν μένει αναπάντητο.

Εν γένει, από τη σκοπιά του αφηρημένου ανθρωπισμού, καθώς και της εμφανούς εξιδανίκευσης της εθνικής ενότητας, είναι εκ προοιμίου αδύνατο να γίνει κατανοητό το φαινόμενο των ταξικών συγκρούσεων και εμφυλίων πολέμων, αυτό το τόσο συχνό, συγκλονιστικό και κρίσιμο για την κοινωνική εξέλιξη φαινόμενο στην ιστορία του 20ου αιώνα, και όχι μόνο.

Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Παντελής Βούλγαρης επιχειρεί να πραγματευτεί την εμφύλια σύγκρουση ως καλλιτέχνης και όχι ως ιστορικός. Προβάλλει τις ιδέες του χρησιμοποιώντας εικόνες και μορφές, οι οποίες διεγείρουν το θυμικό μας. Οι μορφές, βασικό μέσο αισθητικής έκφρασης, έχουν κατεξοχήν ατομική διάσταση: κεντρικοί ήρωες της ταινίας είναι δύο αδέλφια, ο Βλάσης και ο Ανέστης. Το δράμα του εμφυλίου προβάλλεται μέσα από τον συμβολικής αξίας χωρισμό τους, δεδομένου ότι, ως συνέπεια τυχαίων περιστατικών, βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, χωρίς όμως να πάψουν ποτέ να αγαπούν ο ένας τον άλλο και να προσπαθούν, με κάθε ευκαιρία, να συναντηθούν κρυφά.

Η δύναμη όμως της τέχνης συνάπτεται με την ικανότητα του καλλιτέχνη να εκφράζει στην ατομικότητα της αισθητικής μορφής τις καθοριστικές και καθολικές πλευρές των γεγονότων, την ουσιώδη ιδιοτυπία της εποχής. Όταν οι ήρωες, όπως συμβαίνει στη ταινία, δεν είναι τίποτε περισσότερο από άτομα, όταν οι ατομικές βιογραφίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλώς ανθρώπινα δράματα, στερούμενα βαθύτερων κοινωνικο-ιστορικών γνωρισμάτων, τότε οι μορφές χάνουν την αισθητική τους αξία και τη συμβολική δύναμη που τις καθιστά διαχρονικά συγκινητικές. Οι ήρωες της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, αποκαθαρμένοι από στάσεις ζωής, ιδεολογίες και ιδανικά, στερούνται ψυχής, είναι ανταλλάξιμοι και τυχαίοι.

Εξήντα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το βλέμμα στις κοινωνικές συγκρούσεις του παρελθόντος καθορίζεται, αναπόφευκτα, από τη στάση απέναντι στις κοινωνικές αντιθέσεις του παρόντος και στην αναγκαιότητα της χειραφετημένης κοινωνίας του μέλλοντος. Η «βαθιά ψυχή» των μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού παραμένει στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη terra incognita, γιατί ο δημιουργός της, μέσα στη συμφιλιωτική του ζέση, αντιμετωπίζει, υπόρρητα, το παρελθόν υπό το πρίσμα ενός παρόντος χωρίς χειραφετική προοπτική και εναλλακτικό μέλλον.