Περικλής Παυλίδης
Λέκτορας
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Α.Π.Θ.
Η εργασία ως
πολιτισμός.
Για τη
μορφωτική διάσταση του κοινωνικού ιδεώδους.
(Ανακοίνωση στο 5ο ∆ΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ
∆ΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟ
ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΕΤΣΟΒΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ και του ΜΕ.Κ.∆.Ε. του Ε.Μ.Π.
με θέμα:
"Παιδεία, Έρευνα, Τεχνολογία. Από το χθες στο αύριο"
Μέτσοβο, 29 Σεπτεμβρίου 2007.)
Περίληψη
Στο παρόν κείμενο επιχειρείται
η παρουσίαση του κοινωνικού ιδεώδους της χειραφετημένης εργασίας, η οποία διαλαμβάνεται
ως πολιτισμική δημιουργία συναπτόμενη με την πολύπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπων.
Αντικείμενο εξέτασης
αποτελούν οι αλλαγές που συντελούνται στο χαρακτήρα της εργασίας στη σύγχρονη
κεφαλαιοκρατική κοινωνία, όπως αυτές αναδεικνύονται από τις θεωρίες περί
μεταβιομηχανικής και μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, περί κοινωνίας της
πληροφορίας και της γνώσης, περί μεταφορντικής οικονομίας και άυλης εργασίας,
περί μεταμοντέρνας κατάστασης.
Παράλληλα με την
επισήμανση του αυξανόμενου ρόλου της γνώσης και της μόρφωσης στη σύγχρονη
οικονομία, γίνεται αναφορά στην αδυναμία της κεφαλαιοκρατίας να καταστεί
αυθεντική κοινωνία της γνώσης, δεδομένου ότι στα πλαίσια των κυρίαρχων σχέσεων
καθολικού ανταγωνισμού, η επιστήμη μετατρέπεται σε αποξενωμένη από τους
ανθρώπους και απειλητική γι’ αυτούς δύναμη, υπονομεύεται ο εγγενώς συνεργατικός
χαρακτήρας της επιστημονικής έρευνας, εμπορευματοποιείται ο πολιτισμός και
αναπτύσσεται ευρέως ο ανορθολογισμός.
Κομβική θέση στο κείμενο
κατέχει η ανάδειξη της διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εργασίας ως παραγωγής, ως
μέσου για την παραγωγή, ιδιοποίηση συγκεκριμένων προϊόντων και ως εξωτερικής
ανάγκης των ανθρώπων, και, αφετέρου, της εργασίας ως εσωτερικής ανάγκης και
αυτοσκοπού.
Η κυριαρχία της εργασίας ως παραγωγής
εκφράζεται στην κεφαλαιοκρατία με την υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στην αφηρημένη,
νεκρή εργασία. Αυτό το γεγονός επηρεάζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση της
προσωπικότητας, υποτάσσοντας την εκπαίδευση του ατόμου και την ανάπτυξη της
δημιουργικότητάς του στην ανταγωνιστική και αβέβαιη προοπτική εμπορευματοποίησης
της ικανότητας προς εργασία.
Στο κείμενο επιχειρείται
η παρουσίαση του ιδεώδους της εργασίας ως πολιτισμού, εν σχέση προς την αυτοματοποίηση
της παραγωγής και τη μετατροπή της επιστημονικής γνώσης σε παραγωγική δύναμη.
Επισημαίνεται ο ιδιότυπος χαρακτήρας των επιστημονικών γνώσεων ως καθολικού
τρόπου ιδιοποίησης των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής και ως καθολικής
παραγωγικής δύναμης των ανθρώπων, η ύπαρξη και ανάπτυξη της οποίας συνάπτεται
με την ενότητα και συνεργασία τους.
Από τη σκοπιά του
ιδεώδους της εργασίας ως πολιτισμού, αναδεικνύεται η προοπτική νέας οργάνωσης των
κοινωνικών σχέσεων, όχι πλέον βάσει της ιδιοποίησης, κυρίως, υλικού πλούτου, αλλά
βάσει της καλλιέργειας-ιδιοποίησης πλούτου πολιτισμικών ικανοτήτων, στα πλαίσια
ενός ελευθέρου καταμερισμού εργασίας, όπου η σημασία της εργασίας θα συνίσταται
στην ίδια τη διαδικασία της εργασίας, ως διαδικασία πολιτισμικής δημιουργίας.
Εισαγωγή.
Η μόρφωση των ανθρώπων και
η διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους συνάπτονται άμεσα με το χαρακτήρα της
εργασιακής δραστηριότητας, με τις σχέσεις καταμερισμού της, καθώς και με τις
σχέσεις κατανομής-ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Από τη στιγμή που η
μόρφωση των ανθρώπων, εν γένει, αφορά στην πνευματική αφομοίωση των
επιτευγμάτων του πολιτισμού, καθώς και στην καλλιέργεια της ικανότητας
δημιουργίας πολιτισμού, τότε η νοηματοδότηση, η σκοποθεσία, το περιεχόμενο και
η εμβέλεια της αφομοίωσης του πολιτισμού και της καλλιέργειας δημιουργικών
ικανοτήτων καθορίζονται αποφασιστικά από τη δυνατότητα των ανθρώπων (από το
βαθμό, την εμβέλεια αυτής της δυνατότητας) να χρησιμοποιούν και να αναπτύσσουν
τις αφομοιωμένες κοινωνικές, δημιουργικές ικανότητες στην εργασιακή τους
δραστηριότητα.
Η μόρφωση των ανθρώπων
(η διαμόρφωσή τους διαμέσου της αφομοίωσης πολιτισμικών επιτεύξεων), η σημασία
και ο ρόλος της στην κοινωνία είναι αντίστοιχα του βαθμού στον οποίο η εργασία
τους ενσαρκώνει πολιτισμικές επιτεύξεις, διακρίνεται από κοινωνικά-πολιτισμικά
χαρακτηριστικά, συνιστά πολιτισμική δημιουργία. Ως εκ τούτου, φρονούμε ότι η
μόρφωση, στην πλέον ανεπτυγμένη και αυθεντική διάστασή της, αφορά στην κοινωνική
πραγματικότητα όπου η εργασία των ανθρώπων συνιστά πολιτισμική δημιουργία.
Στο παρόν κείμενο θα
εξεταστεί η εργασία με τη μορφή της κατεξοχήν πολιτισμικής δημιουργίας, ως ένα
ιδεώδες το οποίο τοποθετείται πέραν της σημερινής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας
και συνδέεται, άμεσα, με τη ριζική αλλαγή του τύπου εργασιακής δραστηριότητας
των ανθρώπων, όπως αυτός εμφανίστηκε και διαμορφώθηκε στη μέχρι τώρα ιστορική
πορεία της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα ιδεώδες κοινωνικό και ταυτόχρονα
μορφωτικό, κατά το οποίο η διαμόρφωση των ανθρώπων ως πολύπλευρα ανεπτυγμένων
προσωπικοτήτων συνιστά τον πυρήνα του εγχειρήματος χειραφέτησης της εργασίας.
Σκοπός του κειμένου
είναι να ανιχνεύσει τις προοπτικές του εν λόγω ιδεώδους στις σύγχρονες τάσεις
εξέλιξης της εργασίας και συνάμα να αναδείξει την αναγκαιότητά του, όπως αυτή
προκύπτει από τις αντιθέσεις της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας. Από μεθοδολογικής
σκοπιάς, η άποψη που θα παρουσιάσουμε θα στηριχθεί, κυρίως, σε ορισμένες
θεμελιώδεις ιδέες των κλασικών του μαρξισμού, καθώς και του σοβιετικού στοχαστή
Β.Α.Βαζιούλιν, αναφορικά με το νέο περιεχόμενο που θα μπορούσε να αποκτήσει η
εργασία σε μια κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Εργασία και
γνώση: νέα φαινόμενα.
Σημαντικές αλλαγές
συντελούνται τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο της εργασίας, οι οποίες
συνεπάγονται τον επανακαθορισμό του ρόλου της γνώσης και της μόρφωσης στη
σύγχρονη κοινωνία και δίνουν την εντύπωση της μετάβασης σε μια ριζικά νέα
πραγματικότητα.
Μια από τις πρώτες
θεωρίες που επιχείρησαν να ερμηνεύσουν αυτές τις αλλαγές ήταν αυτή της
μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Ο Daniel
Bell, στο έργο του The coming of Post-industrial society, θα θεωρήσει
ειδοποιό γνώρισμα της επερχόμενης μεταβιομηχανικής κοινωνίας τη μετάβαση από
την οικονομία της παραγωγής αγαθών στην οικονομία των υπηρεσιών, όπου κομβικός
είναι ο ρόλος της θεωρητικής γνώσης, ως πηγής καινοτομιών και ως παράγοντα
διαμόρφωσης της κοινωνικής πολιτικής (Bell,
1973, σ.14).
Κύριος θεσμός της νέας
κοινωνίας είναι τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, οι χώροι, δηλαδή,
όπου η επιστημονική γνώση κωδικοποιείται και εμπλουτίζεται (Bell, 1973, σσ.44, 246). Κυρίαρχη τεχνολογία καθίσταται
πλέον η διανοητική (intellectual technology), με κύριο μέσο της τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, κάτι
που παρέχει στη νέα κοινωνία πρωτόγνωρες δυνατότητες σχεδιοποίησης των
δραστηριοτήτων της, πρόβλεψης των εξελίξεων και διεύθυνσης συστημάτων μεγάλης
κλίμακας, με πληθώρα αλληλεπιδρώντων μεταβλητών (Bell, 1973, σσ.26, 31-33). Ο Daniel Bell εκτιμά ότι η μεταβιομηχανική
κοινωνία θα χαρακτηρίζεται από την ορθολογική διεύθυνση των διαδικασιών της και
όχι από την ανεξέλεγκτη δράση των δυνάμεων της αγοράς. Η κατίσχυση της
επιστημονικής και τεχνολογικής ορθολογικότητας στην οικονομική και κοινωνική
ζωή θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη σε κυρίαρχη δύναμη των τεχνοκρατών και επιστημόνων,
στη θέση της τάξης των ιδιοκτητών κεφαλαίου.
Αργότερα, ο Daniel Bell θα
ονομάσει τη νέα κοινωνία «κοινωνία της πληροφορίας» (information society),
η οποία, κατά τη γνώμη του, συνιστά ένα νέο τρόπο παραγωγής, στα πλαίσια του
οποίου η εργασία και το κεφάλαιο, ως βασικές μεταβλητές της βιομηχανικής
κοινωνίας, αντικαθίστανται από την πληροφορία και τη γνώση (Bell, 1980, σ.506).
Ο αμερικανός
μελλοντολόγος Alvin Toffler θα
κάνει λόγο για την έλευση μιας νέας εποχής, του «τρίτου κύματος», οι
τεχνολογίες της οποίας θα επιτρέψουν στην ανθρωπότητα να δημιουργήσει ένα
πολιτισμό με «ολοκληρωτική μνήμη», με ποσοτικά απέραντη και ουσιαστικά ενεργή
συσσώρευση και αποθήκευση πληροφοριών. Η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε αυτές
τις πληροφορίες θα έχει ως συνέπεια τον βίο σε μια πληροφοριο-σφαίρα, η οποία
θα καθιστά το πολιτισμικό περιβάλλον «ευφυές» (Τόφλερ, 1982, σσ.207-218). Με
την έλευση του «τρίτου κύματος» θα αλλάξει, άρδην, ο χαρακτήρας της παραγωγής αγαθών.
Στη θέση της μαζικής, τυποποιημένης βιομηχανίας του «δεύτερου κύματος» θα
αναπτυχθεί η μικρή, εξατομικευμένη παραγωγή, υπό τον διαρκώς αμεσότερο έλεγχο
του καταναλωτή, ενώ η μαζική, συγκεντρωτική απασχόληση των εργαζομένων στις
μεγάλες, ιεραρχικά δομημένες επιχειρήσεις του «δευτέρου κύματος», θα
παραχωρήσει τη θέση της σε περισσότερο αποκεντρωμένες, ατομικές και οικιακές μορφές
εργασιακής δραστηριότητας (Τόφλερ, 1982, σσ.225-226, 236-250).
Ο Toffler φρονεί ότι η νέα κοινωνία της πληροφορίας σηματοδοτεί
το θάνατο του βιομηχανισμού και τη γέννηση ενός νέου πολιτισμού, όπου η γνώση
θα παίζει αποφασιστικό ρόλο. Στην «υπερ-συμβολική» οικονομία του «τρίτου
κύματος» οι εργαζόμενοι, ως φορείς γνώσεων, θα είναι ιδιοκτήτες των μέσων
παραγωγής, δεδομένου ότι οι διανοητικές ικανότητες και γνώσεις που κατέχουν θα
παραμένουν πάντα δικές τους. Συνακόλουθα, οι εργαζόμενοι θα πάψουν να είναι
ανταλλάξιμοι και θα αποκτήσουν πρωτόγνωρη αυτονομία και διαπραγματευτική
ικανότητα (Τόφλερ, 1991, σσ.286-293). Τελικά, η τεχνολογία της πληροφορίας θα
προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα της κατάργησης των γραφειοκρατικών
ιεραρχιών, της αποκέντρωσης δομών και θεσμών, της ανάπτυξης ενός επικοινωνιακού
και δημοκρατικού μοντέλου κοινωνικών σχέσεων (Τόφλερ, 1991, σσ.235-242.
318-321).
Αρκετά σημεία των
παραπάνω απόψεων συναντώνται στη θεωρία της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας του Peter F. Drucker. Σύμφωνα με αυτή, στην εποχή μας συντελείται η
ανάδυση μιας νέας πραγματικότητας, στην οποία κύριος συντελεστής της παραγωγής
δεν είναι πια το κεφάλαιο, οι φυσικοί πόροι και η εργασία, αλλά οι γνώσεις (Drucker, 2000, σσ.15,17). Ο Peter F.Drucker ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια μετακαπιταλιστική
πραγματικότητα, με βασικό κριτήριο του «μετακαπιταλιστικού» της χαρακτήρα, το νέο,
αποφασιστικό ρόλο των γνώσεων στην οικονομία. Κύριες κοινωνικές ομάδες της
μετακαπιταλιστικής κοινωνίας θα είναι εφεξής οι «εργάτες των γνώσεων» οι
«επαγγελματίες των γνώσεων», οι «υπάλληλοι των γνώσεων.». Οι γνώσεις, ως μέσα
παραγωγής, θα παραμένουν πάντα ιδιοκτησία των φορέων τους (Drucker, 2000, σσ.18, 88-90). Στη μετακαπιταλιστική κοινωνία αναβαθμίζεται
αποφασιστικά η σημασία της μόρφωσης στη ζωή των ανθρώπων, η δια βίου μάθηση (Drucker, 2000, σ.259).
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Drucker δεν παραλείπει να επισημάνει ότι στη νέα κοινωνία
κυρίαρχο θα είναι και πάλι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, στο οποίο η γνώση
θα λειτουργεί ως αποφασιστικό μέσο οικονομικού ανταγωνισμού (Drucker, 2000, σσ.17,233,249).
Ο Manuel Castells
συνδέει τον ρόλο της γνώσης στη σύγχρονη κοινωνία με την επανάσταση της
πληροφοριακής τεχνολογίας και τη δημιουργία πληροφοριακών δικτύων, τα οποία
μετατρέπουν την παγκόσμια κεφαλαιοκρατική οικονομία σε ένα ενιαίο σύστημα. Η
παραγωγική δραστηριότητα καταμερίζεται πλέον σε διάφορες περιοχές του πλανήτη
με εξαιρετικά ευέλικτο τρόπο. Το σύστημα αυτό αν και δεν έχει ακριβώς πλανητικό
χαρακτήρα (δεν ενσωματώνει, δηλαδή, όλες τις παραγωγικές διαδικασίες που
συντελούνται στον πλανήτη) επηρεάζει, όμως, άμεσα ή έμμεσα τη ζωή όλης της
ανθρωπότητας (Castells, 1996, σσ.2,96,102,204). Κατά
τον Castells, οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και
αυτοματοποίησης συνεπάγονται όχι τη μείωση των θέσεων εργασίας, αλλά την αλλαγή
του περιεχομένου τους, τον περιορισμό των μονότονων, επαναλαμβανόμενων
δραστηριοτήτων, την ενίσχυση της αυτονομίας αλλά και της συνεργασίας μεταξύ των
εργαζομένων, την εξατομίκευση της εργασιακής δραστηριότητας, σε συνάρτηση με
την αποκέντρωση της παραγωγής. (Castells, 1996,
σσ.242-247,264-265).
Ένα σύνολο θεωριών που
δομούνται πάνω στην ιδέα του μεταφορντισμού ερμηνεύουν τις αλλαγές στην εργασία
ως διαδικασία υπέρβασης του φορντικού παραγωγικού μοντέλου, το οποίο ταυτίζεται
με τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες.
Εμβληματική εκδοχή της
θεωρίας του μεταφορντισμού είναι αυτή που εκφράστηκε σε μια σειρά άρθρων στο
περιοδικό Marxism Today από
αριστερούς βρετανούς διανοούμενους. Όπως υποστήριξαν, βρισκόμαστε ήδη σε «Νέους
καιρούς» (New Times), έκφραση που αποτέλεσε σύμβολο των ιδεών τους (Hall, Jacques, 1989). Ως
ειδοποιά γνωρίσματα των «Νέων καιρών», της μεταφορντικής δηλαδή, εποχής,
αναφέρονται η στροφή προς την ευέλικτη εξειδίκευση της εργασιακής διαδικασίας,
η έμφαση στην ικανοποίηση εξατομικευμένων καταναλωτικών αναγκών, ο περιορισμός
του ποσοστού των χειρωνακτών εργατών και η αύξηση του υπαλληλικού προσωπικού
και των εργαζομένων στις υπηρεσίες, η διάδοση της ευέλικτης εργασίας, αλλά και
της ημιαπασχόλησης, η κυριαρχία των πολυεθνικών στην οικονομία, η
παγκοσμιοποίηση των χρηματιστικών αγορών, η εμφάνιση νέων κοινωνικών διαχωρισμών,
η παρακμή των συλλογικών ταυτοτήτων, ο πλουραλισμός των τρόπων ζωής και ο
κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων (Hall, 1996, σ.225).
Στην Ιταλία, η έννοια
του μεταφορντισμού συνδέθηκε με την ιδέα περί «άυλης εργασίας». Ο Maurizio Lazzarato
ορίζει ως άυλη την εργασία η οποία παράγει το πληροφοριακό και πολιτιστικό
περιεχόμενο του εμπορεύματος. Η άυλη εργασία δομείται σε μορφές άμεσα
συλλογικές και συνδέεται με δραστηριότητες όπως η χρήση της κυβερνητικής, ο
ψηφιακός έλεγχος, η κάθετη και οριζόντια επικοινωνία, ο καθορισμός πολιτιστικών
προτύπων, η διαμόρφωση της μόδας και της κοινής γνώμης. Ο Lazzarato διατυπώνει την άποψη, ότι στην αφετηρία της άυλης
εργασίας βρίσκεται μια εργατική δύναμη που μπορεί να οργανώνει πλέον αυτόνομα τη
δραστηριότητά της και τις σχέσεις της με τους παράγοντες του επιχειρείν (Lazzarato, 1996, σσ. 133-137).
Οι M.Hardt και A.Negri,
υιοθετώντας την παραπάνω προβληματική θα υποστηρίξουν ότι ειδοποιό γνώρισμα της
άυλης εργασίας είναι ο άμεσα συνεργατικός της χαρακτήρας, κάτι που συνεπάγεται
τη δυνατότητα αυτοαξιοποίησης της εργασίας, έξω από τα πλαίσια του ρόλου του
κεφαλαίου ως οργανωτικής και ενεργοποιητικής δύναμης (Hardt, Negri, 2001,
σ.126, Hardt, Negri, 2002, σ.395).
Υπερεκτιμώντας, όμως, αρκετά την κλίμακα ανάπτυξης των «μεταφορντικών»
στοιχείων στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατική οικονομία, οι Hardt και Negri
θα βιαστούν να ισχυριστούν ότι η σύγχρονη
ζωντανή εργασία είναι τεχνικο-επιστημονική και άμεσα κοινωνική και ότι το υποκείμενο
αυτής της εργασίας είναι ο κοινωνικός εργάτης, στην εποπτεία του οποίου περνούν
οι γενικές συνθήκες της παραγωγής και αναπαραγωγής, αφήνοντας στο κεφάλαιο τη
δυνατότητα μόνο κάποιου εξωτερικού ελέγχου (Hardt, Negri, 2001, σ.128).
Ο Andre Gorz, επισημαίνοντας
φαινόμενα όπως η μικροηλεκτρονική επανάσταση και η αυτοματοποίηση, η ανάδειξη
της εφευρετικότητας, της αυτο-οργάνωσης και αυτενέργειας των εργαζομένων, η
συμμετοχή τους στην ορθολογικοποίηση και βελτίωση της παραγωγής (τογιοτισμός),
καταλήγει στο συμπέρασμα περί κυριαρχίας της άυλης-διανοητικής εργασίας.
Ανατρέχοντας σε μαρξικές ιδέες των Grundrisse,
ο Gorz ισχυρίζεται ότι στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία
καθοριστικό στοιχείο της εργασίας αποτελεί η εφαρμογή της «γενικής νοημοσύνης»
και ότι ο χρόνος της εργασίας έχει πάψει να λειτουργεί ως το μέτρο του πλούτου
που δημιουργείται (Gorz, 1999, σσ.75,193). Βάσει των
παραπάνω, και απλουστεύοντας το περιεχόμενο της κοινωνικής χειραφέτησης, ο Gorz εισηγείται την αντικατάσταση της εργασίας, [την οποία
θεωρεί ήδη είναι νεκρή, ένα φάντασμα που «επιβιώνει μετά την κατάργησή της» (Gorz, 1999, σελ.130)], από αυτό που ο ίδιος ονομάζει
πολυδραστηριότητα, καθώς και τη χορήγηση σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως
εργασιακής προσφοράς, ενός επαρκούς «κοινωνικού εισοδήματος» (Gorz, 1999, σσ.190, 192, 197).
Αν οι θεωρίες περί
μεταφορντισμού εστιάζουν κυρίως την προσοχή σε σημαντικές αλλαγές που
συντελούνται στο χώρο της εργασίας, οι θεωρίες περί μετανεωτερικότητας
καταπιάνονται περισσότερο με τις πολιτιστικές αλλαγές που διακρίνουν τη μεταφορντική
κοινωνία. Ετερόκλητες, εν πολλοίς, οι θεωρίες αυτές τείνουν να ερμηνεύουν τη
σύγχρονη παραγωγή γνώσης και πολιτισμού όχι απλώς ως αντανάκλαση του μεταβιομηχανικού
οικονομικού συστήματος, αλλά ως κύρια ορίζουσα της πραγματικότητας. Στη θέση
της παραδοσιακής μαρξιστικής διάκρισης μεταξύ οικονομικής βάσης και
ιδεολογικο-πολιτισμικού εποικοδομήματος προβάλλεται τώρα η ιδέα της διάχυσης
του πολιτισμού στην οικονομία και της οικονομίας στον πολιτισμό (Kumar, 1995, σσ.114,116).
Ο Λυοτάρ, στο έργο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση θα επισημάνει
εμφατικά την καθοριστική επίδραση που ασκούν οι μεταβιομηχανικές τεχνολογίες και
κυρίως αυτές της κυβερνητικής και πληροφορικής, στον τρόπο με τον οποίο
πραγματοποιείται η έρευνα-παραγωγή και η μετάδοση των γνώσεων (Λυοτάρ, 1993,
σ.31). Η γνώση, θα δηλώσει, αποκτά αποφασιστική σημασία στην οικονομική
δραστηριότητα, στο βαθμό που δύναται να μετατραπεί σε πληροφορία και με αυτή τη
μορφή να χρησιμοποιηθεί και να λειτουργήσει ως παραγωγική δύναμη (Λυοτάρ 1993,
σ.33).
Ο Scott Lash θα υποστηρίξει ότι το νέο
καθεστώς συσσώρευσης, ο νέος τρόπος παραγωγής, συνιστά καθεστώς σήμανσης. Τα
μέσα παραγωγής καθίστανται πολιτισμικά, ενώ οι σχέσεις παραγωγής δε
διαμεσολαβούνται τόσο συχνά από τα υλικά μέσα παραγωγής, παρά υφίστανται ως
σχέσεις του discourse (Lash, 1990, σ.39).
Χαρακτηριστική είναι η
άποψη του Baudrillard, ότι στη μετανεωτερική
πραγματικότητα η απόσταση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου εξαφανίζεται, με
αποτέλεσμα το ένα να μετατρέπεται διαρκώς στο άλλο, σε μια χαώδη ροή
πληροφοριών και ρευστών νοημάτων. Ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα
ηλεκτρονικό-εικονικό κόσμο, στον κόσμο των συμβόλων, των αναπαραστάσεων, της
προσομοίωσης, χωρίς να μπορεί να διακρίνει οτιδήποτε, έξω από αυτά. Ο Baudrillard κάνει λόγο για μια υπερ-πραγματικότητα, στην οποία
κυριαρχούν τα simulacra, τα αντίγραφα χωρίς
πρωτότυπα, οι εικόνες χωρίς εξάρτηση από κάποια αντικειμενική πραγματικότητα,
όπου, συνεπώς, είναι αδύνατο να γίνει διάκριση μεταξύ φανταστικού και
πραγματικού, αληθούς και ψευδούς (Baudrillard,
1988, σ.166,170).
Οι
αντιθέσεις της προόδου.
Στο παρόν κείμενο δεν μπορώ
να προβώ σε συστηματική, κριτική εξέταση των παραπάνω θεωριών. Πρέπει να
επισημανθεί, ότι με περισσότερο ή λιγότερο σαφή τρόπο υπαινίσσονται, ψηλαφούν,
αναδεικνύουν σημαντικές τάσεις αλλαγής του χαρακτήρα της εργασίας στη σύγχρονη
κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Ωστόσο, σχεδόν όλες με μεγάλη σπουδή υπερμεγεθύνουν
την κλίμακα εξάπλωσης των νέων φαινομένων, δημιουργούν την πλασματική εντύπωση
της εύρυθμης και εξελικτικής υπέρβασης της κεφαλαιοκρατίας από μια νέα
πραγματικότητα, ενώ επιπροσθέτως αποφεύγουν την αναφορά στις αντιθέσεις του
παρόντος ή απλουστεύουν σημαντικά τη φύση, τη δυναμική τους και τους τρόπους επίλυσής
τους (Για μια κριτική εξέταση αυτών των θεωριών βλέπε: Αλεξίου, 2002,
σσ.151-186, Σταμάτης, 2005, σσ.170-204). Η δική μου αντίληψη των νέων
φαινομένων αναγνωρίζει σε αυτά χειραφετικές δυνατότητες μόνο στο βαθμό που
μπορούν να θεωρηθούν ως εκείνη η πλευρά των ουσιωδών αντιθέσεων της
κεφαλαιοκρατίας η οποία δύναται να θεμελιώσει το εφικτό της ριζικής κοινωνικής
αλλαγής.
Είναι γεγονός ότι
στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, τουλάχιστον στις περισσότερο προηγμένες περιοχές
της, η κοινωνική εργασία αλλάζει, με ένα τρόπο που φέρνει τη γνώση στο
επίκεντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η γνώση με ταχείς ρυθμούς μετατρέπεται
σε παραγωγική δύναμη, η παραγωγή γνώσεων καθίσταται οργανικό μέρος της
παραγωγής πραγμάτων. Ως εκ τούτου, η εργασιακή δραστηριότητα των ανθρώπων,
τείνει να αποκτήσει άμεσα μορφωτικό χαρακτήρα, να μετατραπεί σε πολιτισμική
δημιουργία. Στις δεδομένες συνθήκες, η επιστημονική εκπαίδευση τείνει ολοένα
και περισσότερο να αποτελέσει την κύρια οδό δημιουργίας εργασιακών ικανοτήτων
και εργασιακού δυναμικού.
Εκτός αυτού, η
επανάσταση των τεχνολογιών πληροφορικής υπόσχεται την καθολική πρόσβαση στη γνώση,
πέρα από χωρο-χρονικούς περιορισμούς. Η γνώση δεν θα είναι εφεξής
εγκλωβισμένη-περιορισμένη σε ξεχωριστά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα ηλεκτρονικά πολυμέσα
τείνουν να δημιουργήσουν ένα μορφωτικό περιβάλλον όπου το άτομο, στις συνθήκες
του καθημερινού του βίου, θα μπορεί να έρχεται σε επαφή με ένα ευρύτατο φάσμα γνώσεων
και πνευματικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας (Smith, Webster, 1997,
σ.106). Ο κάθε χώρος της ανθρώπινης καθημερινότητας θα μπορεί εφεξής να
λειτουργεί ως χώρος μάθησης, ενώ η σχέση με τη γνώση θα είναι ευέλικτη και
ιδιαιτέρως εξατομικευμένη, με δυνατότητα ικανοποίησης κάθε είδους μορφωτικής
ανάγκης.
Η μετατροπή της επιστήμης
σε παραγωγική δύναμη, η σταδιακή αυτοματοποίηση της παραγωγής και συνάμα η τάση
περιορισμού της άμεσης –φυσικής εμπλοκής των εργαζομένων σε αυτή, η ραγδαία
ανάπτυξη της διανοητικής διάστασης της εργασίας, η διεύρυνση της πολυμορφίας
του περιεχομένου της, σε συνάρτηση με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου και την
αυξανόμενη πρόσβαση στα επιτεύγματα του παγκόσμιου πολιτισμού σηματοδοτούν την
εμφάνιση πρωτόγνωρων δυνατοτήτων συνεχούς και πολύπλευρης ανάπτυξης της
ανθρώπινης προσωπικότητας. Τα φαινόμενα αυτά συγκροτούν τη σύγχρονη βαθμίδα της
τάσης ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων παραγωγής μέσα στην
κεφαλαιοκρατία, για την οποία είχε κάνει ήδη λόγο στην εποχή του ο Κ.Μαρξ,
αναφερόμενος στην εκμηχάνιση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (Μαρξ, 1978, τ.1,
σ.401).
Όμως στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, αυτή
η πρωτόγνωρη σύζευξη εργασίας και γνώσης, συνοδευόμενη από εξίσου πρωτόγνωρες
ανάγκες και δυνατότητες για μάθηση και πολιτισμική δημιουργία, αποκτά μιαν
αντεστραμμένη μορφή από αυτή των χειραφετικών δυνατοτήτων που ενέχει. Η
επιστημονική γνώση, στα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής,
καθίσταται μέσο ανταγωνισμού για την ιδιοποίηση του μέγιστου κέρδους και συνάμα
μέσο χειραγώγησης και υποταγής των ανθρώπων.
Ο Λυοτάρ αναγνωρίζει ότι
στη «μεταμοντέρνα κατάσταση» η επικρατούσα παραίτηση από τις μεγάλες αφηγήσεις,
που θεμελίωναν στο παρελθόν την επιστημονική έρευνα, συνοδεύεται από την
εκτεταμένη υπαγωγή της γνώσης σε χρησιμοκρατικές και εμπορευματικές διαδικασίες
(Λυοτάρ, 1993, σ.33). Τώρα, πλέον, το παραδοσιακό γνωσιολογικό ερώτημα για το
αν είναι αληθής η κεκτημένη-διδασκόμενη γνώση αντικαθίσταται από το ενδιαφέρον
για το κατά πόσο είναι εμπορεύσιμη (Λυοτάρ, 1993, σσ.115,126).
Η επιστημονική γνώση ως
συστατικό στοιχείο της μισθωτής εργασίας υποτάσσεται και αυτή στην καθολική
διαδικασία αλλοτρίωσης της εργασίας, καθίσταται ιδιοκτησία του κεφαλαίου,
λειτουργεί και αναπτύσσεται υπό την καθοριστική κηδεμονία του. Η μετατροπή της
γνώσης σε παραγωγική δύναμη, συνεπάγεται την υποχρέωση των εργαζομένων ως
φορέων του εμπορεύματος «εργασιακή ικανότητα» να αποκτούν επιστημονικές
ειδικεύσεις, προκειμένου να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Αναπόδραστα, λοιπόν,
η κυρίαρχη στάση της κοινωνίας απέναντι στη γνώση είναι εξόχως πραγματιστική.
Η διαρκώς διευρυνόμενη
κυριαρχία του κεφαλαίου επί της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής γνώσεων
υπονομεύει και στρεβλώνει, βαθύτατα, τον εγγενή συνεργατικό χαρακτήρα της
επιστημονικής εργασίας και την ειδοποιό για αυτόν ελεύθερη διάθεση των
αποτελεσμάτων της. Επιδίωξη των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών είναι να ελέγξουν τις
κατευθύνσεις και τις διαδικασίες της επιστημονικής έρευνας, να τις υποτάξουν στην
ικανοποίηση των δικών τους, επιχειρηματικών συμφερόντων. Ένα ευρύ φάσμα νόμων,
κανόνων, συμφωνιών και περιορισμών έρχεται να ρυθμίσει τη σχέση ερευνητών και
εταιριών με στόχο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πάνω στην
παραγόμενη γνώση και την παρεμπόδιση της πρόσβασης σε αυτή τρίτων. Αυτό
συνεπάγεται την παρακολούθηση της δραστηριότητας των ίδιων των ερευνητών, τον
έλεγχο των επιλογών τους, τον περιορισμό της αυτονομίας τους. Τα παραπάνω
συνάπτονται άμεσα με την ολοένα και πιο στενή εξάρτηση (ως προς τη
χρηματοδότηση, τις κατευθύνσεις, το περιεχόμενο και την οργάνωση της
επιστημονικής έρευνας αλλά και της μετάδοσης γνώσεων) των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων
από τις πολυεθνικές εταιρίες. (Perelman, 1998,
σσ.80-103, Schiller, 1999, σσ.146-176, S.Slaughter, G.Rhoades, 2004,
σσ.69-130).
Η σύζευξη γνώσης και
εργασίας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει ως αποτέλεσμα η γνώση, η παραγωγική
της λειτουργία και ο κοινωνικός της ρόλος να ξεφεύγουν από το συλλογικό έλεγχο
των ανθρώπων, να μετατρέπονται σε μιαν ανεξέλεγκτη δύναμη, η οποία υπηρετώντας
κερδοσκοπικές –ανταγωνιστικές δραστηριότητες, προβάλλει ως κάτι ξένο και
απειλητικό για την κοινωνία.
Είναι το φαινόμενο στο
οποίο είχαν αναφερθεί εμφατικά οι εκπρόσωποι της Σχολής της Φρανκφούρτης,
χρησιμοποιώντας τη βεμπεριανής προέλευσης έννοια της «τεχνολογικής
ορθολογικότητας» για να δηλώσουν τη μετατροπή της επιστήμης (στα πλαίσια της
σχέσης της με την τεχνολογία και την κεφαλαιοκρατική παραγωγή) σε δύναμη που καταδυναστεύει
φύση και ανθρώπους. «Η τεχνολογική ορθολογικότητα είναι σήμερα η ορθολογικότητα
της ίδιας της κυριαρχίας. Είναι ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της αποξενωμένης
από τον εαυτό της κοινωνίας.... Αυτό δεν είναι ένα αποτέλεσμα του νόμου της
κίνησης της ίδιας της τεχνολογίας, αλλά της λειτουργίας της στη σημερινή
οικονομία.» (Χόρκχαϊμερ, Αντόρνο, 1986, σ.142, βλ. και Marcuse, 1971, σσ.46-47).
Η επιστημονικο-τεχνική
πρόοδος αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ενός καλύτερου μέλλοντος.
Τα επιτεύγματά της φαντάζουν, όπως λέει ο Rifkin, ως μηχανικά τέρατα που μειώνουν τις αποδοχές των
ανθρώπων, «κλέβουν τις δουλειές τους και απειλούν την ίδια τη ζωή τους.». (Rifkin, 1996, σ.117). Ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός των
ιδιωτικών συμφερόντων στη σύγχρονη οικονομία, συναπτόμενος με εξόχως ιδιοτελείς
νοοτροπίες και στάσεις, καθιστά αδύνατη τη συλλογική αντιμετώπιση προβλημάτων
μείζονος σημασίας, όπως είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, διακυβεύοντας,
τοιουτοτρόπως, το μέλλον της ανθρωπότητας (Thurow, 1997, σ.439).
Η αδυναμία των ανθρώπων
να ελέγξουν τις επιστημονικο-τεχνικές δυνάμεις που γεννά η εργασία τους συνοδεύεται
και επιτείνεται από την παρακμή του πνευματικού πολιτισμού, του προνομιακού
χώρου κριτικού αναστοχασμού του παρόντος και συγκρότησης εναλλακτικών θεωρήσεων
του μέλλοντος. Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία χαρακτηρίζεται σήμερα από «κατακλυσμιαία
εξάπλωση της κουλτούρας σε όλη την έκταση της κοινωνικής σφαίρας» (Jameson 1999, σ.92). Το φαινόμενο αυτό, όμως, φέρει το στίγμα
της ευρύτατης εμπορευματοποίησης της πολιτισμικής δημιουργίας. Ο πολιτισμός
παράγεται για να καταναλώνεται και, ως εκ τούτου, μετατρέπεται σε διασκέδαση,
ταυτίζεται με την κυρίαρχη πραγματικότητα και την καθημερινή της συνείδηση,
καλλιεργεί τον κομφορμισμό. Διατηρεί λοιπόν την ισχύ της η επισήμανση που είχε
γίνει προ καιρού, ότι «Ο παράδεισος που προσφέρεται από τη βιομηχανία της
κουλτούρας είναι φτιαγμένος από την ίδια καθημερινότητα. Η φυγή και το κλέψιμο
είναι κανονισμένες εκ των προτέρων έτσι ώστε να οδηγούν ξανά στην αφετηρία.»
(Χόρκχαϊμερ, Αντόρνο, 1986, σ.166).
Σε αυτές τις
συνθήκες η καλλιέργεια του πνεύματος εκφυλίζεται σε ημιμόρφωση, σε συσσώρευση
«ημικατανοημένων» και «ημιβιωμένων» στοιχείων που «τείνουν προς τη
δεισιδαιμονία» (Adorno, 2000, σ.64). Ο Δ.Πατέλης
σημειώνει, ότι στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού εργασίας η περί
του αντικειμένου γνώση υποκαθίσταται από τη λεκτικοποίηση-λεκτική διαχείριση
συσσωρευμένου υλικού. «Η κατακερματισμένη γνώση, υποβαθμιζόμενη σε πληροφορία
προς αναπαραγωγή, εγκεκριμένη και ταξινομημένη κατά μαθήματα, υπονομεύει τις
δυνατότητες δημιουργικής κοσμοθεωρητικής στάσης. Οι παρεχόμενες γνώσεις
υπάγονται πλέον σαφέστατα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας,
κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα
κελεύσματα της αγοράς.» (Πατέλης, 2003, σσ.153-154).
Θριαμβική στιγμή της
εμπορευματοποίησης του πολιτισμού αποτελεί η περιβόητη μετανεωτερική κουλτούρα (Jameson, 1999, σ.12).
Η μετανεωτερική απόρριψη των ποιοτικών διακρίσεων, των ουσιωδών συναφειών, και
η κατάφαση του επιφανειακού, του ασύνδετου, του χαώδους είναι ειδοποιά
γνωρίσματα ενός «πολιτισμού» της καθολικής εμπορευματοποίησης, όπου το άτομο
καλείται να καταναλώνει διαρκώς, παραδομένο σε μιαν ακατάπαυστη ροή επιθυμιών
και ρόλων, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, αλλά και χωρίς δυνατότητα
αποστασιοποίησης, έλλογου ελέγχου, συνειδητής αντίδρασης.
Όμως, η μετανεωτερική διάλυση
του υποκειμένου, του ενσυνείδητου ατόμου, το οποίο διαθέτει σαφή και σταθερή
ταυτότητα είναι ένα φαινόμενο που εγγράφεται πρωτίστως στις σύγχρονες σχέσεις
εργασίας. Η αυτοματοποίηση και πληροφοριοποίηση της παραγωγής, αναβαθμίζοντας
την ταχύτητα και ευελιξία της, οδηγούν, υπό το καθεστώς φρενήρους, παγκόσμιου
οικονομικού ανταγωνισμού, σε βαθύτατες αναδιαρθρώσεις των συνθηκών εργασιακής
απασχόλησης. Οι άνθρωποι, παγκοσμίως, καλούνται να επιβιώσουν σε μιαν εξόχως
απορρυθμισμένη αγορά εργασίας, όπου η ευέλικτη διάθεση, μίσθωση, απασχόληση της
εργατικής δύναμης αποτελεί τον κυρίαρχο κανόνα. (Castells, 1996, σσ.264-272).
Παρά τα φαινόμενα του
«μεταφορντισμού» και της «άυλης εργασίας» που εμφανίζονται σε ορισμένους
θύλακες προηγμένων οικονομιών, στις περιφέρειες του κεφαλαιοκρατικού κόσμου ο
φορντικός βιομηχανισμός αλλά και η προβιομηχανική χειρωνακτική εργασία
αποτελούν αδήριτη πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους (Χτούρης, 1997,
σσ.62-67). Στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, δίπλα σε ένα πυρήνα
εργαζομένων, δραστηριοποιούμενων στο χώρο της πληροφοριακής οικονομίας, με κατά
κανόνα υψηλές αποδοχές και σημαντικά εργασιακά προνόμια, συσσωρεύεται ένας
τεράστιος αριθμός ατόμων, ημιειδικευμένων και ανειδίκευτων, εγκλωβισμένων σε
ένα καθεστώς ημιαπασχόλησης και περιστασιακής απασχόλησης, με εξαιρετικά ισχυρή
την πιθανότητα της μη απασχόλησης και της περιθωριοποίησης. Στην περιβόητη «μεταφορντική»
οικονομία οι θέσεις εργασίας γίνονται ολοένα και πιο λίγες (Rifkin, 1996, σσ. 219-304), ή, σε κάθε περίπτωση,
καθίστανται επισφαλείς και λιγότερο αμειβόμενες για όλους τους εργαζόμενους, ακόμη
και για αυτούς που είναι φορείς επιστημονικών γνώσεων και ειδικοτήτων (Castells, 1996, σσ. 274-279, Thurow, 1997, σσ.49-54, 243-245, 263-265). Καθόσον η
παρουσία των ανθρώπων στο σύστημα της κοινωνικής εργασίας είναι εξαιρετικά
επισφαλής, η σχεδίαση του μέλλοντος γίνεται, εν πολλοίς, αδύνατη και η ζωή περιορίζεται
σε προσωρινές και εφήμερες ρυθμίσεις (Bauman,
2002, σ.79).
Η περιβόητη
«μεταφορντική» ή «μετανεωτερική» κοινωνία προβάλλει ως μια πραγματικότητα
ανασφάλειας, ρευστότητας των σχέσεων, αποξένωσης και μοναξιάς, φαινόμενα που γεννούν
στη συνείδηση μιαν ανορθολογική εικόνα του κόσμου, όπου όλα φαντάζουν ξένα και
απειλητικά. Συνέπεια και ιδεολογική έκφραση αυτής ακριβώς της κατάστασης είναι
η μετανεωτερική άρνηση της αλήθειας στο πνεύμα του άκρατου σχετικισμού. «Τώρα
...που η λογική βρίσκεται σε παρακμή, η νοοτροπία του ‘τα πάντα ισχύουν’
διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία» (Gergen, 1997,
σ.241). Ο Τέρι Ίγκλετον θα σημειώσει ότι «Όσο κι αν δεν θ’ άρεσε στον Χέγκελ,
φαίνεται ότι σήμερα οτιδήποτε είναι πραγματικό είναι παράλογο και ό,τι είναι
λογικό δεν είναι πραγματικό.» (Ίγκλετον, 2003, σελ.25). Και βέβαια, είναι η
ίδια η φύση του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού εργασίας, με τον κατακερματισμό
και την ανταγωνιστική αυτονόμηση των δραστηριοτήτων που τη διακρίνει, η οποία,
παράλληλα με τους επιμέρους εξορθολογισμούς που προκαλεί, γεννά και αναπαράγει,
αναπόδραστα, την καθολική ανορθολογικότητα (Lukács, 1971, σσ. 101-103).
Η σύγχρονη
κεφαλαιοκρατική κοινωνία, παρά τις αλλαγές που παρουσιάζει στο χαρακτήρα της
εργασίας, οι οποίες αναβαθμίζουν τη σημασία της μόρφωσης στην ανθρώπινη εργασία
και ζωή, αδυνατεί, νομοτελώς, να εξελιχθεί σε μια κοινωνία της αυθεντικής
γνώσης και κατανόησης του κόσμου (Σταμάτης, 2005, σσ.196-204). Στην επικρατούσα
πραγματικότητα της συντριπτικής υπαγωγής εργασίας και γνώσης στα συμφέροντα του
κεφαλαίου, της πρωτόγνωρης χρησιμοθηρικής αξιοποίησης της επιστήμης με στόχο το
κέρδος, πέραν κάθε κοινωνικού ελέγχου και σε βάρος των ανθρώπινων αναγκών, το
προοδευτικό δυναμικό της γνώσης και της παιδείας δε δύναται εφεξής να αφορά σε
κάποιο νέο μορφωτικό ιδεώδες, σε ένα νέο πρόταγμα Διαφωτισμού. Οι προοπτικές
της παιδείας συνάπτονται πλέον αποφασιστικά με τις προοπτικές της εργασίας, με τη
δυνατότητα και προοπτική χειραφέτησης της εργασίας.
Η εργασία
ως παραγωγή.
Οι προκλήσεις ενώπιον των
οποίων βρίσκεται σήμερα η ανθρωπότητα δεν περιορίζονται στην αντιμετώπιση,
απλώς, κάποιων προβληματικών πτυχών της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Κατ’ ουσίαν παραπέμπουν στην αναγκαιότητα θεμελιώδους αλλαγής του μέχρι τώρα
κυρίαρχου τύπου ιστορικής εξέλιξης. Πρόκειται για την αναγκαιότητα αυτού που ο Μαρξ
αποκαλούσε υπέρβαση της προϊστορίας της ανθρωπότητας (Marx, 1986, σ.182). Εδώ κομβική σημασία αποκτά το ζήτημα
του ριζικού μετασχηματισμού του χαρακτήρα της εργασίας, του ριζικού
επαναπροσδιορισμού του ρόλου και της σημασίας της στη ζωή των ανθρώπων.
Από τις απαρχές της
κοινωνικής ζωής και μέχρι τη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία η εργασία
ενδιέφερε και ενδιαφέρει τους ανθρώπους κυρίως από τη σκοπιά του αποτελέσματός
της, του τελικού προϊόντος της. Η εργασία θεωρούμενη από τη σκοπιά του
αποτελέσματός της συνιστά παραγωγική διαδικασία, παραγωγή. Έτσι, λοιπόν, στη
μέχρι τώρα πορεία της ανθρωπότητας, στον μέχρι τώρα κυρίαρχο τύπο ιστορικής
εξέλιξης, η ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης προβάλλει κυρίως ως
παραγωγή, ως δραστηριότητα που καθορίζεται από το αποτέλεσμά της, από το τελικό
της προϊόν. Αντίστοιχα, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στα πλαίσια της
εργασίας, αφορούσαν και αφορούν, πρωτίστως, στην ιδιοποίηση του αποτελέσματος της
εργασίας, του τελικού προϊόντος της παραγωγής, και ως τέτοιες συνιστούν σχέσεις
παραγωγής (Βαζιούλιν, 2004, σ.193).
Με άλλα λόγια, στη μέχρι
τώρα ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τους
ανθρώπους, αυτό που καθορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, δεν είναι η εργασία ως
ζωντανή δημιουργική δραστηριότητα, ως εξελισσόμενη διαδικασία, αλλά το
αποτέλεσμα της παραγωγής, η δημιουργία δια της εργασίας προϊόντων ικανών να
ικανοποιήσουν βιολογικές ανάγκες. Η εργασιακή δραστηριότητα, ως δημιουργία,
αποτελούσε και αποτελεί ακόμη το μέσο για την παραγωγή -ιδιοποίηση
συγκεκριμένων προϊόντων, ενώ η κατανάλωση αυτών των προϊόντων και η βιολογική
συντήρηση του ανθρώπινου είδους, το σκοπό της εργασίας. Μάλιστα, η απουσία
επαρκών μέσων κατανάλωσης για τη βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών
των ανθρώπων και παράλληλα η εμφάνιση της δυνατότητας της εργασίας να παράγει,
σε σταθερή βάση, υπερπροϊόν οδήγησαν, σε ορισμένη βαθμίδα της ιστορικής
εξέλιξης, στον κοινωνικό ανταγωνισμό και στην ταξική διαφοροποίηση της
κοινωνίας.
Ένα άλλο ειδοποιό
γνώρισμα του μέχρι τώρα κυρίαρχου τύπου εργασιακής δραστηριότητας των ανθρώπων
είναι η κυρίως άμεση εμπλοκή τους, ως φορέων φυσικών, μυϊκών δυνάμεων, στην
παραγωγική διαδικασία. Ο χειρωνακτικός χαρακτήρας της εργασίας (ο
αφετηριακός-αρχέγονος χαρακτήρας της) διατηρήθηκε με διαφορετικές μορφές και,
βεβαίως, σε διαρκώς μειούμενη κλίμακα σε όλη τη μέχρι τώρα ιστορική πορεία της
ανθρωπότητας και εξακολουθεί να υφίσταται, ευρέως, ακόμη και στις μέρες μας.
Όμως, η εργασία ως
άμεση, χειρωνακτική προσπάθεια συνιστά, εν πολλοίς, δραστηριότητα των φυσικών
δυνάμεων του ανθρώπου. Ο χειρώνακτας εργαζόμενος (αν εξετάσουμε την εργασία του
σε καθαρή μορφή) εργάζεται κυρίως ως ένα μυϊκό σύστημα, ως ένα ξεχωριστό φυσικό
σώμα, ενώ η αποτελεσματικότητα της εργασίας τους εξαρτάται, πρωτίστως, από το
μέγεθος και τη διάρκεια της φυσικής προσπάθειας που καταβάλλει.
Η χειρωνακτική εργασία
συνιστά εργασία μηχανική. «Η επικράτηση της χρησιμοποίησης της μηχανικής
παραγωγής φέρει τη σφραγίδα της προέλευσης του ανθρώπου από τον ζωικό κόσμο (το
χέρι αποτελεί όργανο μηχανικής μετατόπισης). Η εργασία με όλα τα συστατικά της
διαμορφωνόταν κατά τη χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν της μηχανιστικής μορφής
κίνησης. Ως προς την ουσία της, η χειρωνακτική εργασία είναι προσαρμοσμένη στη
μηχανιστική δραστηριότητα.» (Βαζιούλιν, 2004, σ.416).Πρόκειται, κατά κανόνα,
για εργασία κοπιώδη και επιβλαβή για τη φυσική αλλά και πνευματική ανάπτυξη του
εργαζομένου. Σε συνθήκες δε ταξικής στρωμάτωσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο τα επιβλαβή στοιχεία της χειρωνακτικής εργασίας ενισχύονται στο έπακρο.
Στο βαθμό, λοιπόν, που στην εργασιακή δραστηριότητα παραμορφώνονται και
καταστρέφονται οι δυνάμεις του ανθρώπου, η εργασία αυτή δεν μπορεί να συνιστά
εσωτερική του ανάγκη. Αντιθέτως, συνιστά ανάγκη εξωτερική, δηλαδή, ανάγκη η
οποία αφορά στη διασφάλιση της βιολογικής του ύπαρξης, διαμέσου της παραγωγής
και ιδιοποίησης προϊόντων κατανάλωσης.
Η εργασία που συνιστά
εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων πραγματώνει και αναπτύσσει τις φυσικές
δυνατότητές τους, καλλιεργεί και αναβαθμίζει τις δημιουργικές-πολιτισμικές τους
ικανότητες. Σ’ αυτή την περίπτωση, ύψιστος σκοπός της εργασίας δεν είναι το
τελικό της αποτέλεσμα, τα προϊόντα κατανάλωσης, αλλά η ίδια η εργασία ως
διαδικασία, η βελτίωση της ποιότητας της εργασιακής δραστηριότητας. Η εργασία
ως αυτοσκοπός είναι συνυφασμένη με την ποιοτικά αναπτυσσόμενη εργασία. Ποιοτική
ανάπτυξη της εργασίας σημαίνει τελειοποίηση-ολοκλήρωση συγκεκριμένης εργασιακής
διαδικασίας και μετάβαση σε νέα εργασιακή διαδικασία. «Η τελειοποίηση της ήδη
υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας και η μετάβαση σε άλλη, σε νέα εργασιακή
διαδικασία, από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτήν, συνιστά
δημιουργία· τέτοια εργασία είναι δημιουργική εργασία. Η τελειότητα είναι
και κάλλος, [ωραιότητα, ευμορφία]. Η δημιουργία είναι ως προς την ουσία της
τελειοποίηση...κάθε δημιουργική εργασία είναι εργασία κατά τους νόμους της
ομορφιάς [της καλαισθησίας]. Το κύριο, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της
εργασίας, η οποία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία είναι η δημιουργία κατά
τους νόμους της ομορφιάς.» (Βαζιούλιν, 2004, σ.176).
Στην κεφαλαιοκρατία η
εργασία των ανθρώπων, ως ζωντανή δραστηριότητα, είναι υποταγμένη στη νεκρή
εργασία, πρώτον, διότι χωρίς την ανταλλαγή της εργασιακής ικανότητας του
εργαζομένου με μισθό, με μέρος δηλαδή της κατεχόμενης από τους κεφαλαιοκράτες
συσσωρευμένης προηγούμενης εργασίας, ο ίδιος ο εργαζόμενος δε δύναται να
συμμετάσχει στην παραγωγική διαδικασία, δεν δύναται να καταστεί εργαζόμενος, και,
δεύτερον, διότι στην ίδια την εργασία του ο εργαζόμενος υποχρεώνεται στην
υπηρέτηση (εν πολλοίς ως άμεση φυσική-μυϊκή δύναμη) της λειτουργίας των μέσων
παραγωγής, οι συνθήκες, ο ρυθμός, η ένταση και η διάρκεια της οποίας (της
λειτουργίας) καθώς και οι αντίστοιχες προς αυτή εργασιακές ενέργειες του
εργαζόμενου δεν καθορίζονται από τον ίδιο, από τις δικές του ανάγκες, αλλά από
τις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου. «Η δραστηριότητα του εργάτη,
περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται
ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο.» (Μαρξ, 1990,
σ.531).
Ο κυρίαρχος νόμος
της κεφαλαιοκρατίας, ο νόμος της συσσώρευσης κεφαλαίου, συνίσταται ακριβώς στην
υπαγωγή της ζωντανής εργασιακής δραστηριότητας των εργαζομένων στη διαδικασία
ιδιοποίησης-συσσώρευσης αξίας-υπεραξίας, νεκρής, δηλαδή αφηρημένης εργασίας. «Το
κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα ρουφώντας
ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία
ρουφά.» (Μαρξ, 1978, τ.1, σ.244).
Για τους ίδιους
τους μισθωτούς εργαζόμενους η σημασία της εργασίας στην κεφαλαιοκρατία
εστιάζεται κυρίως στην ιδιοποίηση, με τη μορφή του μισθού, μέρους του τελικού
προϊόντος, απαραίτητου για την ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών και την αναπαραγωγή
της ικανότητάς τους προς εργασία. Οι σχέσεις, εν γένει, μεταξύ εργασίας και
κεφαλαίου ορίζονται αποφασιστικά από την ανταγωνιστική διαδικασία
κατανομής-ιδιοποίησης του τελικού προϊόντος, υφίστανται ως σχέσεις παραγωγής.
Στις δεδομένες συνθήκες ο άνθρωπος γίνεται σκλάβος των υλικών αγαθών. Η
συσσώρευση - ο πλούτος των υλικών πραγμάτων και όχι ο πλούτος της
δραστηριότητας και της προσωπικής ανάπτυξης ορίζει τη στρατηγική του βίου (Ρίχτα,
1976, σ.117, Ιλένκοφ, 1976, σ.29).
«Επί κεφαλαιοκρατίας τα
προϊόντα της εργασίας κυριαρχούν επί των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των
παραγωγών. Γι’ αυτό και κατά την [θεωρητική] αναπαράσταση της κεφαλαιοκρατίας
εγείρεται στο προσκήνιο η εξέταση της διαδικασίας μετασχηματισμού της φύσης από
τον άνθρωπο από την άποψη του προϊόντος, επομένως, η όλη διαδικασία προβάλλει
προπαντός ως παραγωγή (αντίστοιχα προβάλλουν σε πρώτο πλάνο τα μέσα παραγωγής,
ο τρόπος παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής)» (Βαζιούλιν,
2004, σ.193).
Εδώ θα πρέπει να
σημειώσουμε, ότι στο βαθμό που οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στα πλαίσια της
παραγωγικής τους αλληλεπίδρασης με τη φύση καθορίζονται, κυρίως, από τη σχέση
τους προς το παραγόμενο προϊόν, στο βαθμό δηλαδή που στις σχέσεις αυτές δεσπόζει
η κατανομή-ιδιοποίηση του αποτελέσματος της εργασίας-παραγωγής, η ίδια η
εργασία δεν αποτελεί ακόμη κυρίαρχη στην κοινωνία εσωτερική ανάγκη των
ανθρώπων, δεν αποτελεί ακόμη κυρίαρχη δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων,
δεν αποτελεί πολιτισμό.
Αυτό ασκεί
καθοριστική επίδραση στη σχέση μεταξύ εργασίας και μόρφωσης. Η εργασιακή
δραστηριότητα έχει, εν γένει, μορφωτική διάσταση, το εύρος και η σημασία της
οποίας αυξάνουν κατά τρόπο αντίστοιχο προς την ωρίμανση της ίδιας της εργασίας.
Η εργασία συνιστά σκόπιμη, συλλογική αλλαγή της φύσης, πράγμα που συνάπτεται με
την αναγκαιότητα απόκτησης γνώσεων αναφορικά με το αντικείμενο της εργασιακής
επενέργειας, τα μέσα της εργασίας, αλλά και την αναγκαία σχέση προς τους άλλους
ανθρώπους, στα πλαίσια της οποίας συντελείται η εργασία. Η απόκτηση των γνώσεων
αυτών συντελείται, αφενός, άμεσα στην ίδια την εργασιακή διαδικασία, και,
αφετέρου, σε μια διακριτή διαδικασία εκπαίδευσης της εκάστοτε νέας γενιάς.
Όσο λιγότερο η
εργασία του κάθε ξεχωριστού ατόμου εξαρτάται από τα κοινωνικά στοιχεία της
εργασίας των άλλων ανθρώπων (όσο λιγότερο τα μέσα παραγωγής είναι διαμορφωμένα
από την εργασία των ανθρώπων και αποτελούν εργασιακά-πολιτισμικά επιτεύγματα
και όχι απλώς φυσικά σώματα που χρησιμοποιούνται για την εργασία), όσο λιγότερο
είναι ανεπτυγμένος ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, τόσο λιγότερο η
εκπαίδευση διαφοροποιείται από την άμεση εργασιακή δραστηριότητα, τόσο λιγότερο
η μόρφωση του ανθρώπου εκτείνεται πέρα από τα όρια της απόκτησης εμπειρικής
γνώσης με τη μορφή της εργασιακής μαθητείας.
Αντιθέτως, όσο περισσότερο η εργασιακή
δραστηριότητα του κάθε ατόμου εξαρτάται από την εργασία των άλλων, (από τη
χρήση μέσων παραγωγής τα οποία είναι προϊόν συλλογικής εργασιακής προσπάθειας,
ενσάρκωση συσσωρευμένων γνώσεων και πολιτισμικών επιτευγμάτων της
ανθρωπότητας), όσο περισσότερο είναι ανεπτυγμένος ο κοινωνικός χαρακτήρας της
εργασίας, τόσο περισσότερο η εκπαίδευση της νέας γενιάς, ως μελλοντικών
εργαζομένων, διαφοροποιείται από την άμεση εργασιακή δραστηριότητα,
συγκροτείται ως σχετικά αυτόνομος κλάδος του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Η αυτονομία αυτή σημαίνει ταυτόχρονα εμβάθυνση των εσωτερικών δεσμών (σε
αντιδιαστολή προς της εξωτερική, άμεση σχέση) μεταξύ εκπαίδευσης και εργασίας
(Βαζιούλιν, 2004, σ.178).
Η σημασία της
εκπαιδευτικής δραστηριότητας ως ξεχωριστού κλάδου του κοινωνικού καταμερισμού
εργασίας, καθορίζεται αποφασιστικά από τη σημασία και το ρόλο των εργασιακών
επιτευγμάτων της ανθρωπότητας (των σύγχρονων και των παρελθοντικών γενεών) στην
εργασία του κάθε ξεχωριστού ατόμου, από το βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού
χαρακτήρα της εργασίας. Ως εκ τούτου, η πλέον αποφασιστική συμμετοχή της
εκπαίδευσης στη ζωή και δραστηριότητα των ανθρώπων είναι οργανικά συνυφασμένη με
το ώριμο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας.
Στην κεφαλαιοκρατία, με
την εμφάνιση της εκμηχανισμένης παραγωγής, για πρώτη φορά η εργασία των
ανθρώπων αρχίζει να αποκτά κατεξοχήν κοινωνικό χαρακτήρα, διότι, αφενός οι
μηχανές μπορούν να λειτουργήσουν μόνο μέσα σε ένα σύστημα που απαιτεί
συντονισμένες ενέργειες από τους εργαζόμενους και, αφετέρου, η σχεδίαση,
κατασκευή και ανάπτυξη των μηχανών απαιτεί εκτεταμένη χρήση της επιστήμης,
δηλαδή επιστημονικών γνώσεων οι οποίες, κατ’ ουσίαν, αποτελούν συλλογικό
επίτευγμα της ανθρωπότητας (των σύγχρονων και παρελθοντικών γενεών).
Μόνο στην εποχή του βιομηχανικού
καπιταλισμού, όταν αρχίζει να γίνεται κυρίαρχος ο κοινωνικός χαρακτήρας της
εργασίας (χωρίς όμως να καθίσταται κυρίαρχος ολοκληρωτικά), η εκπαίδευση
αρχίζει να απευθύνεται στο σύνολο των εργαζομένων και να παίζει σημαντικό ρόλο
στη διαμόρφωσή τους ως τέτοιων (Πατέλης, 2002, σσ.70-71).
Η απόκτηση, εντός και
δια της εκπαίδευσης, εργασιακών, δημιουργικών ικανοτήτων γεννά, ταυτόχρονα, και
την ανάγκη χρησιμοποίησης, ανάπτυξης, καλλιέργειάς τους. Η επιλογή εργασιακής
δραστηριότητας αποκλειστικά σύμφωνα με τις εργασιακές ικανότητες που έχει
καλλιεργήσει ο άνθρωπος συνιστά επιλογή σύμφωνα με την εσωτερική ανάγκη για
εργασία. Εφόσον στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία η διαμόρφωση των ανθρώπων ως
εργαζομένων είναι ζήτημα εκπαίδευσης, ζήτημα δηλαδή της αφομοίωσης επιστημονικών
γνώσεων, επιτευγμάτων του πολιτισμού και καλλιέργειας της νόησης, εμφανίζεται η
αναγκαιότητα και δυνατότητα επιλογής εργασιακών δραστηριοτήτων κατά αντιστοιχία
προς ένα φάσμα ανεπτυγμένων ήδη στον άνθρωπο πολιτισμικών-εργασιακών ικανοτήτων
και αναγκών, εμφανίζεται δηλαδή η αναγκαιότητα και δυνατότητα ένταξης στον
κοινωνικό καταμερισμό εργασίας βάσει κεκτημένων από την εκπαίδευση γνώσεων,
ικανοτήτων, ειδικοτήτων.
Όμως στην
κεφαλαιοκρατία η δυνατότητα επιλογής εργασιακής δραστηριότητας σύμφωνα με τις
αποκτηθείσες ικανότητες και την εσωτερική ανάγκη για εργασία είναι μεν υπαρκτή,
πλην όμως δεν είναι ούτε μπορεί να καταστεί κυρίαρχη. Κυρίαρχη είναι η υποταγή
των μισθωτών εργαζομένων στο κεφάλαιο, στην συσσωρευμένη νεκρή, αφηρημένη
εργασία. Ως εκ τούτου, η ένταξή τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας
καθορίζεται από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, από τη διαδικασία συσσώρευσης
κεφαλαίου. Συνακόλουθα, η ένταξη του μισθωτού εργαζομένου στον κοινωνικό
καταμερισμό εργασίας καθορίζεται, ως επί το πλείστον, από την πράξη της ανταλλαγής
της εργασιακής του ικανότητας με μισθό. Έτσι, η συμμετοχή των εργαζομένων στο
σύστημα της παραγωγής προκύπτει ως κάτι άσχετο προς τις πολιτισμικές ικανότητες
και ανάγκες τους, ως κάτι που καθορίζεται από την άναρχη και αβέβαιη διαδικασία
κοινωνικού ανταγωνισμού για τη μετατροπή της εργασιακής ικανότητας σε
εμπόρευμα. Σε αυτή την περίπτωση ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας έχει εξόχως
υποδουλωτικό για των εργαζόμενο χαρακτήρα.
Στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική
κοινωνία η αφομοίωση των επιτευγμάτων του πολιτισμού και η διαμόρφωση του
ανθρώπου ως εργαζομένου εντάσσεται, εκ προοιμίου, στην προοπτική συγκρότησης
εμπορεύσιμης εργασιακής ικανότητας, με αποτέλεσμα η επιλογή σπουδών και
μορφωτικών δραστηριοτήτων να πραγματοποιείται όχι σύμφωνα με τις κλίσεις και
τις πραγματικές επιθυμίες του ανθρώπου, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για τη
ζήτηση εργασιακών ικανοτήτων-εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας (Sarup, 2006, σ. 291). Το αυθεντικό ενδιαφέρον για τη
μόρφωση υποκαθίσταται από την επιδίωξη της πιστοποίησης εμπορεύσιμων
επαγγελματικών προσόντων διαμέσου ακαδημαϊκών τίτλων. Η αξιολόγηση στην
εκπαίδευση συνιστά, πρωτίστως, κατίσχυση της αγοραίας-ανταλλακτικής «λογικής» μέσα
στην ίδια την παιδαγωγική σχέση. Από τη στιγμή που η τελευταία μεταλλάσσεται σε
διαδικασία παραγωγής του εμπορεύματος «εργασιακή ικανότητα», η αξιολόγηση (ως
ομοιογενοποίηση, σύγκριση, ποσοτική διαφοροποίηση και κατάταξη των
αξιολογούμενων) συνάπτεται, οργανικά, με την πιστοποίηση της ανταλλακτικής
αξίας αυτού του εμπορεύματος.
Απότοκη της
υπαγωγής της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι η διαρκώς
ισχυροποιούμενη τάση της αυστηρής εξειδίκευσης, η οποία αποσκοπεί στη
βελτιστοποίηση των ικανοτήτων και της αποδοτικότητας του μελλοντικού
εργαζόμενου σε συγκεκριμένα-περιορισμένα πεδία εργασίας, καθιστώντας τον
ταυτόχρονα περισσότερο επικερδή για το κεφάλαιο. Πρόκειται για το φαινόμενο του
επαγγελματικού κρετινισμού, της αφύσικης και καταπιεστικής για τον άνθρωπο
μονομερούς ανάπτυξής του, συνυφασμένης με τη μονομέρεια της αλλοτριωμένης
δραστηριότητας και ζωής του (Ιλένκοφ, 1976, σσ.110-111).
Εδώ,
χρειάζεται να παρατηρήσουμε ότι από τη στιγμή που στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία
κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, επακριβώς, τις ποιοτικές και ποσοτικές
παραμέτρους της ζήτησης του εμπορεύματος «εργασιακή ικανότητα», οι όποιες
προσπάθειες συγκρότησής του και, εν γένει, η προσωπική καλλιέργεια, η
διαμόρφωση και ανάπτυξη του ανθρώπου ως προσωπικότητας καθίστανται έρμαιο
πληθώρας αστάθμιστων παραγόντων και τυχαίων περιστατικών, υποτάσσονται στην
κίνηση ανεξέλεγκτων κοινωνικών δυνάμεων που λειτουργούν ως απρόβλεπτη ειμαρμένη.
Η εργασία
ως πολιτισμός.
Η προοπτική χειραφέτησης
της εργασίας και την ανάδειξής της σε αυτοσκοπό του βίου συνάπτεται με την
αναγκαιότητα κατάργησης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και εγκαθίδρυσης της
κοινής, κοινωνικής ιδιοκτησίας των ανθρώπων στα μέσα παραγωγής. Εν προκειμένω,
η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής γίνεται αντιληπτή ως υπαγωγή των
μέσων αυτών στην υπηρέτηση των αναγκών των ανθρώπων, αφενός των βιολογικών και
αφετέρου των κατεξοχήν εργασιακών, της εσωτερικής, δηλαδή, ανάγκης για εργασία,
για δημιουργική δραστηριότητα.
Ο πλούτος
της χειραφετημένης κοινωνίας, σύμφωνα με μια σπουδαία επισήμανση του Κ.Μαρξ,
ισούται με την «καθολικότητα αναγκών, ικανοτήτων, απολαύσεων, παραγωγικών
δυνάμεων κλπ. των ατόμων», με «την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης κυριαρχίας
πάνω στις φυσικές δυνάμεις, τόσο εκείνες της λεγόμενης φύσης όσο και της ίδιας
της ανθρώπινης φύσης», με «την απόλυτη ανάδειξη των δημιουργικών κλίσεων του
ανθρώπου, χωρίς προϋπόθεση άλλη από την προηγούμενη ιστορική εξέλιξη, που κάνει
αυτοσκοπό αυτή τη συνολικότητα της ανάπτυξης» (Μαρξ, 1990, σσ. 367-368).
Κοινωνικοποίηση
των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι οι άνθρωποι ως εργαζόμενοι παύουν να
υποτάσσονται σε αυτά, και διαμέσου αυτών στα συμφέροντα των εκμεταλλευτών της
εργασίας τους, ενώ αντιθέτως τα μέσα παραγωγής, ως συλλογικός πλούτος της
κοινωνίας, υποτάσσονται στις ανάγκες τους, γίνονται μέσα πολύπλευρης ανάπτυξης
του καθενός. Τότε οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παύουν να καθορίζονται από την
κατανομή-ιδιοποίηση του τελικού προϊόντος της παραγωγής, των μέσων κατανάλωσης,
παύουν, δηλαδή, να καθορίζονται από τη διαδικασία διασφάλισης, δια της
παραγωγής, της βιολογικής τους επιβίωσης και αναπαραγωγής. Τότε η εργασία
αναδεικνύεται ως εσωτερική ανάγκη, ως ελεύθερη δραστηριότητα πραγμάτωσης, καλλιέργειας
και ανάπτυξης των δημιουργικών ικανοτήτων όλων των μελών της κοινωνίας.
Αυτή η αλλαγή
είναι εφικτή, πρωτίστως, όταν γίνεται εφικτή η βέλτιστη ικανοποίηση των
βιολογικών αναγκών, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει τη διασφάλιση
ποσοτικής και ποιοτικής αφθονίας μέσων κατανάλωσης. Για να επιτευχθεί όμως κάτι
τέτοιο θα πρέπει η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος να πάψει
να εξαρτάται από τις περιορισμένες, άμεσες φυσικές δυνάμεις των εργαζομένων. Με
την εμφάνιση και ανάπτυξη της εκμηχανισμένης παραγωγής για πρώτη φορά στην
ιστορία της ανθρωπότητας η ποσότητα και ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος
εξαρτάται από την ποσότητα και ποιότητα των χρησιμοποιούμενων τεχνικών μέσων.
Γι’ αυτό και η μαζική παραγωγή μέσων κατανάλωσης συνιστά φαινόμενο της
βιομηχανικής κοινωνίας.
Όμως στην
εκμηχανισμένη παραγωγή η ποιότητα και ποσότητα των προς κατανάλωση αγαθών
εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, από την εργασία των ανθρώπων για το χειρισμό των
μηχανών, από την άμεση φυσική προσπάθεια των χειριστών των μηχανών. Από τη
στιγμή που η ποιότητα και ποσότητα των προς κατανάλωση αγαθών εξαρτάται από
τους άμεσους παραγωγούς που χειρίζονται τις μηχανές (από τον αριθμό τους και τα
όρια των δυνατοτήτων τους) η παραγωγή αφθονίας μέσων κατανάλωσης δεν μπορεί να
καταστεί σταθερή. Μόνο με την ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση της παραγωγής θα
διαμορφωθεί και η αναγκαία βάση για τη διαρκή εξασφάλιση ποσοτικής και
ποιοτικής αφθονίας αγαθών (Βαζιούλιν, 2004, σσ.404,407).
Η ανεπτυγμένη
αυτοματοποίηση της παραγωγής, υπό την έννοια της παραγωγής αυτομάτων από
αυτόματα, συνεπάγεται και τη ριζική αλλαγή της θέσης του ανθρώπου στην
παραγωγική διαδικασία. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την άμεση εμπλοκή στην
παραγωγή ως φυσική δύναμη, ως υπηρέτης μηχανών και μηχανικών διαδικασιών, και
μετατρέπεται σε σχεδιαστή, ρυθμιστή, διευθυντή παραγωγικών διαδικασιών. «Σ’
αυτή τη μεταλλαγή, ως μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου
δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος
αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του
ανθρώπου, η δική του κατανόηση της φύσης και ο εξουσιασμός της διαμέσου της
ύπαρξης του ανθρώπου ως κοινωνικού σώματος – μ’ ένα λόγο, η ανάπτυξη του
κοινωνικού ατόμου.» (Μαρξ, 1990, σ.538).
Στη βαθμίδα της
ανεπτυγμένης, ώριμης αυτοματοποίησης της παραγωγής (στη βαθμίδα της παραγωγής
αυτομάτων από αυτόματα) περιορίζεται στο ελάχιστο ο όγκος της εργασίας που
απαιτείται για τη χρήση μηχανών, της επαναλαμβανόμενης, στερεότυπης, μηχανιστικής
εργασίας, ενώ καθίσταται κυρίαρχη η μεταβαλλόμενη-καινοτόμος εργασία για την
ανάπτυξη και βελτίωση των αυτομάτων και των αυτόματων παραγωγικών διαδικασιών.
Η εργασία για τη σχεδίαση και ανάπτυξη της αυτόματης παραγωγής είναι κατεξοχήν
δημιουργική, απαιτεί βαθιές επιστημονικές γνώσεις, πολύπλευρη καλλιέργεια της
ανθρώπινης νόησης. Στη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης της παραγωγής
επικρατεί η δημιουργική εργασία και εξαφανίζεται η αντίθεση μεταξύ φυσικής και
διανοητικής εργασίας.
Βεβαίως, ένα μέρος της
ανθρώπινης εργασιακής δραστηριότητας θα διατηρεί πάντα το χαρακτήρα της
αναγκαίας εργασίας. Στη βαθμίδα όμως της ώριμης αυτοματοποίησης η ίδια η
αναγκαία εργασία, ως εργασία διανοητική και διευθυντική, θα αποκτήσει
δημιουργικό χαρακτήρα, πράγμα που θα καταστήσει επουσιώδη της διαφορά μεταξύ
αναγκαίας και ελεύθερης εργασίας.
Στα πλαίσια της ώριμης
αυτοματοποίησης της παραγωγής καθίσταται ώριμη και η κοινωνική ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής. Στην περίπτωση της ώριμης αυτοματοποίησης των μέσων παραγωγής
το προϊόν της παραγωγής παύει να συνιστά αποτέλεσμα πληθώρας κατακερματισμένων
συγκροτημάτων «άνθρωποι-χειροκίνητα εργαλεία», «άνθρωποι – μηχανές» και συνεπώς
στη μονάδα του παραγόμενου προϊόντος παύει να ενσαρκώνεται η
ιδιαίτερη-διαφορετική εργασία ξεχωριστών ανθρώπων, ή ξεχωριστών ομάδων
ανθρώπων, «το προϊόν παύει να είναι προϊόν της μεμονωμένης άμεσης εργασίας και
ως παραγωγός εμφανίζεται αντίθετα, ο συνδυασμός της κοινωνικής δραστηριότητας.»
(Μαρξ, 1990, σ.542). Στην περίπτωση της ώριμης κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής, όπου ως παραγωγός (από τη σκοπιά της συμμετοχής του ανθρώπου στην
παραγωγή) εμφανίζεται όχι η πληθώρα κατακερματισμένων, άμεσων, φυσικών
ανθρώπινων δυνάμεων, αλλά ο «συνδυασμός της κοινωνικής δραστηριότητας»,
παραγωγός είναι, κατ’ ουσίαν, όλη η ανθρωπότητα στην ενότητά της, η ανθρωπότητα
ως ολότητα.
Πώς μπορεί, όμως, η
ανθρωπότητα ως ολότητα, η ενωμένη ανθρωπότητα, να συνιστά παραγωγό, ενιαία παραγωγική
δύναμη; Στα Grundrisse ο Μαρξ αναφερόμενος στα μέσα εργασίας της βιομηχανίας
επισημαίνει ότι «Είναι όργανα του ανθρώπινου μυαλού δημιουργημένα με το
ανθρώπινο χέρι· αντικειμενοποιημένη επιστήμη. Η ανάπτυξη του πάγιου
κεφαλαίου δείχνει σε ποιο βαθμό η γενική κοινωνική γνώση, knowledge, έχει γίνει άμεση παραγωγική δύναμη, και άρα οι όροι
της κοινωνικής βιοτικής διαδικασίας έχουν οι ίδιοι υπαχθεί στον έλεγχο του
γενικού νου και έχουν μετασχηματισθεί αντίστοιχα.» (Μαρξ, 1990, σ.539).
Η δυνατότητα της
ανθρωπότητας να συνιστά ενιαία παραγωγική δύναμη συνάπτεται με την κατοχή αυτού
που ο Μαρξ αποκαλεί «γενική κοινωνική γνώση», «γενικό νου» -«άμεση παραγωγική
δύναμη», ή όπως είδαμε παραπάνω, «γενική παραγωγική δύναμη», «κατανόηση της
φύσης». Πρόκειται για την ικανότητα προς γενική - καθολική εργασία, δηλαδή για
την ικανότητα προς επιστημονική έρευνα, κατανόηση και γνώση του κόσμου. Όπως
επισημαίνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο,
«Γενική εργασία είναι όλη η επιστημονική εργασία, όλες οι ανακαλύψεις, όλες οι
εφευρέσεις. Προϋπόθεσή της αποτελεί, εν μέρει η συνεργασία με ζώντες, εν μέρει
η χρησιμοποίηση των εργασιών των προγόνων.» (Μαρξ, 1978, τ.3, σ.135). Η
ανθρωπότητα καθίσταται ενιαία παραγωγική δύναμη ως φορέας επιστημονικών γνώσεων
καθώς και της ίδιας της ικανότητας προς επιστημονική-διανοητική εργασία. Η
επιστήμη ως παραγωγική δύναμη είναι, κατ’ ουσίαν, η καθολική παραγωγική δύναμη
της ανθρωπότητας, η παραγωγική δύναμη της ενιαίας ανθρωπότητας (Πατέλης, 2002,
σσ.90-91, Ρίχτα, 1976, σσ.36,61, 228-229).
Η επιστήμη, η
επιστημονική έρευνα, κατανόηση και γνώση πραγματοποιείται διαμέσου ιδιότυπων
ψυχικών εργαλείων, εργαλείων του νοείν, διαμέσου των επιστημονικών εννοιών (οι
έννοιες από τη φύση τους, ως ανεπτυγμένες έννοιες, δεν μπορούν παρά να είναι
επιστημονικές). Η επιστημονική γνώση υφίσταται στις έννοιες και γι’ αυτό το λόγο
υφίσταται για όλους τους ανθρώπους φορείς των επιστημονικών εννοιών. Η
επιστημονική γνώση ως δημιούργημα της επιστημονικής εργασίας των ανθρώπων (όπως
άλλωστε και όλα τα δημιουργήματα του νοείν), υφιστάμενη με τη μορφή των
εννοιών, δύναται να αποτελεί την ίδια στιγμή κτήμα όλων των ανθρώπων, χωρίς
ποτέ να αλλοτριώνεται από κανέναν ξεχωριστό δημιουργό της. Τα δημιουργήματα του
νοείν είναι αυτό που μπορούν να κατέχουν όλοι οι άνθρωποι μαζί και ταυτόχρονα ο
καθένας χωριστά.
Από την άλλη πλευρά,
δεδομένου ότι οι έννοιες, εν γένει, είναι το καθολικό θησαυροφυλάκιο της
συσσωρευμένης γνώσης της ανθρωπότητας, εμπειρικής και επιστημονικής, (η γλώσσα
ως σύνολο εννοιών είναι ο συλλογικός πλούτος της ανθρωπότητας) η διανοητική
εργασία του κάθε ανθρώπου, η δραστηριότητα δια μέσου εννοιών, είναι
δραστηριότητα με τη βοήθεια καθολικών ανθρώπινων μέσων. Όταν οι άνθρωποι
εργάζονται διαμέσου εννοιών-επιστημονικών εννοιών, τότε στην εργασία τους
συμμετέχει, έμμεσα, όλη η ανθρωπότητα (το σύνολο των παροντικών και
παρελθοντικών γενεών), τότε εργάζονται καθολικά.
Όταν οι άνθρωποι
εργάζονται, πρωτίστως και κατεξοχήν, ως φορείς επιστημονικών γνώσεων, τότε
εργάζονται ως φορείς κοινωνικής συνείδησης, ως όντα που έχουν όχι απλώς γνώση
του κόσμου και του εαυτού τους ως κάτι αντικειμενικού, αλλά και γνώση-συνείδηση
της ύπαρξής τους ως υποκειμένων, καθώς και γνώση-συνείδηση της ενότητάς τους με
τους άλλους ανθρώπους ως ενότητας μεταξύ υποκειμένων (Βαζιούλιν, 2004,
σσ.240-242). Συνακόλουθα, η καλλιέργεια της ικανότητας προς επιστημονική
–διανοητική εργασία των ανθρώπων συνάπτεται άμεσα με την πολύπλευρη καλλιέργεια
της συνείδησής τους, με την πολύπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητάς τους.
Η επιστημονική γνώση ως
κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της παραγωγικής δραστηριότητας, ως κυρίαρχη
παραγωγική δύναμη της ανθρωπότητας συνιστά, ταυτόχρονα, συλλογική-καθολική, ώριμη
παραγωγική δύναμη των ανθρώπων, αλλά και δύναμη που υφίσταται στην ενότητα των
ανθρώπων, στην ενότητα της ανθρωπότητας ως ολότητας, συνιστά δηλαδή σχέση
ενότητας της ανθρωπότητας, σχέση παραγωγής της ανθρωπότητας με την έννοια της
ανθρώπινης συνεργασίας για την παραγωγή γνώσεων, για την καλλιέργεια και
ανάπτυξη της νόησης, της συνείδησης. Εδώ, ακριβώς, η συνάφεια μεταξύ παραγωγικών
δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, (η οποία όπως κατέδειξε ο Β.Α.Βαζιούλιν
αποτελεί ιστορικά εξελισσόμενη, ουσιώδη σχέση της κοινωνίας – Βαζιούλιν, 2004,
σσ.423-428) υφίσταται ως κατεξοχήν αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και
σχέσεων παραγωγής, ως κατεξοχήν ώριμη διαλεκτική σχέση, στην οποία η κάθε
πλευρά μετατρέπεται στην άλλη: η σχέση παραγωγής μετατρέπεται σε παραγωγική
δύναμη, ενώ η παραγωγική δύναμη συνιστά σχέση παραγωγής, δεσμό όλων των
ανθρώπων.
Ας δούμε όμως
διεξοδικότερα τη σχέση παραγωγής ως ώριμη κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής, εν γένει, συνιστούν σχέσεις κατανομής και
ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Τι ιδιοποιείται στην περίπτωση της
αυτοματοποιημένης παραγωγής η ανθρωπότητα; Ιδιοποιείται μέσα παραγωγής που
μπορούν να λειτουργήσουν μόνο ως ενιαία μέσα παραγωγής, στην κλίμακα όλης της
παραγωγικής δραστηριότητας της ανθρωπότητας. Πώς όμως μπορεί να ιδιοποιηθεί
αυτά τα μέσα η ανθρωπότητα;
Για μια μεγάλη
ιστορική περίοδο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής αλλά και της εργατικής
δύναμης που τα έθετε σε κίνηση είχε τη μορφή της επιβολής φυσικού ελέγχου επί
αυτών, φυσικής κατοχής, περιχαράκωσης, αποθήκευσης, εγκλεισμού, φύλαξης. Για
μεγάλη ιστορική περίοδο ιδιοποιούμαι σήμαινε κατέχω και ελέγχω κάτι (τις πρώτες
ύλες, τα εργαλεία, τις εγκαταστάσεις, τη συνολική ύπαρξη του εργαζόμενου ή μόνο
την ικανότητά του προς εργασία) ως αντικείμενο.
Η ιδιοποίηση των μέσων
παραγωγής αλλάζει άρδην, όταν πρόκειται για αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής,
για μέσα που υφίστανται ως ενιαία συγκροτήματα διεθνούς-παγκόσμιας κλίμακας και
δεν μπορούν να τεθούν υπό τον ξεχωριστό φυσικό έλεγχο ατόμων ή ομάδων, χωρίς αυτό
να τα καταστρέψει ως μέσα παραγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση η ιδιοποίηση
μπορεί να επιτευχθεί μόνον ως συλλογική ιδιοποίηση, ως συλλογική διεύθυνση,
σχεδίαση, οργάνωση αυτών των μέσων παραγωγής. Εν προκειμένω, ο ξεχωριστός
άνθρωπος μπορεί να καταστήσει «δικά του» τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής
μόνον ως φορέας των απαραίτητων γνώσεων και εργασιακών ικανοτήτων που θα του
επιτρέψουν τη συμμετοχή στη συλλογική διευθυντική εργασία.
Ιδιοποίηση, λοιπόν, των
εν λόγω μέσων σημαίνει διανοητική αφομοίωσή τους, αποαντικειμενοποίηση των
κωδικοποιημένων σε αυτά επιστημονικών γνώσεων, χρησιμοποίηση επιστημονικών
γνώσεων για τη διαχείριση και ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. «Η ίδια αυτή η
ιδιοποίηση αυτών των δυνάμεων δεν είναι τίποτε περισσότερο από την ανάπτυξη των
ατομικών ικανοτήτων που αντιστοιχούν στα υλικά μέσα παραγωγής. Η ιδιοποίηση
μιας ολότητας μέσων παραγωγής είναι, πια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η ανάπτυξη
ενός συνόλου ικανοτήτων στα ίδια τα άτομα.» (Μαρξ, Ένγκελς, 1989, τ.Α΄, σ.126).
Τοιουτοτρόπως, η ιδιοποίηση των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, η κοινωνική
ιδιοκτησία επί αυτών σημαίνει μόρφωση του ανθρώπου, καλλιέργεια των
δημιουργικών του ικανοτήτων. Αντιστρόφως, η ανάπτυξη του ανθρώπου, η
καλλιέργεια των δημιουργικών του ικανοτήτων αποτελεί τον πιο αποφασιστικό
παράγοντα εξέλιξης των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής και του τεχνικού
πολιτισμού, εν γένει (Ρίχτα, 1976, σσ. 52, 165, 167).
Οι Κ.Μαρξ και
Φ.Ένγκελς είχαν επισημάνει εμφατικά την αναγκαιότητα υπέρβασης του
υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, που καταδικάζει
τους εργαζόμενους σε μονομερή ανάπτυξη των ικανοτήτων τους, και τη σημασία της
διαμόρφωσης πολύπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων, προκειμένου να είναι σε
θέση να αφομοιώσουν και να διευθύνουν τα πολυσύνθετα μέσα παραγωγής που άρχισε
να αναπτύσσει η αστική κοινωνία κατά την είσοδό της στο στάδιο της
εκβιομηχάνισης (Engels, 1976, σ.352, Μαρξ,
Ένγκελς, 1989, τ.Β΄, σ.189).
Για τους κλασικούς του
μαρξισμού το κοινωνικό ιδεώδες της αταξικής κοινωνίας προβάλλει ταυτόχρονα και
ως μορφωτικό ιδεώδες, ως ιδεώδες πολύπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων. Στον
ορίζοντα αυτού του ιδεώδους αναδεικνύεται η περίπτωση στην οποία η εκπαίδευση θα
μπορεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην εργασιακή και ευρύτερα κοινωνική
δραστηριότητα του ανθρώπου, σε μια δραστηριότητα που θα ορίζεται από τον ελεύθερο
καταμερισμό εργασίας. Ελεύθερος καταμερισμός εργασίας σημαίνει ανάπτυξη των
ανθρώπινων σχέσεων, πρωτίστως, βάσει του καταμερισμού της ζωντανής εργασιακής
τους δραστηριότητας με στόχο την ικανοποίηση της ανάγκης του καθενός για
εργασία. Η ανάγκη για εργασία, ως εσωτερική ανάγκη, είναι αυτή που απορρέει, αφενός,
από τις φυσικές κλίσεις του ανθρώπου, από τις συναπτόμενες με την ιδιοσυγκρασία
ιδιαίτερες ροπές προς δραστηριότητες συγκεκριμένου τύπου και, αφετέρου, από τις
διαμορφωμένες στα πλαίσια της εκπαίδευσης, αλλά και της καθημερινής, αυθόρμητης
μορφωτικής εμπειρίας, πολύπλευρες δημιουργικές-πολιτισμικές ικανότητες.
Ακριβώς όταν κυριαρχεί ο
ελεύθερος καταμερισμός εργασίας, η εκπαίδευση, διαμορφώνοντας ανθρώπους με
πολύπλευρες ικανότητες, καλλιεργεί και την εσωτερική ανάγκη για δημιουργική
απασχόληση και, τοιουτοτρόπως, επηρεάζει σημαντικά την επιλογή-κατανομή
εργασιακών δραστηριοτήτων. Ο Ένγκελς, αναφερόμενος στο ρόλο της εκπαίδευσης στην
κομμουνιστική κοινωνία, σημειώνει ότι «Η εκπαίδευση θα δώσει στους νέους
ανθρώπους τη δυνατότητα να αφομοιώνουν γρήγορα όλο το σύστημα της παραγωγής, τη
δυνατότητα να μεταβαίνουν από τον ένα κλάδο της παραγωγής στον άλλο, σύμφωνα με
τις ανάγκες της κοινωνίας και τις ατομικές τους κλίσεις. Η εκπαίδευση θα τους
απελευθερώσει, συνεπώς, από τη μονομέρεια την οποία ο σύγχρονος καταμερισμός
εργασίας επιβάλλει στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η
κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας θα δώσει στα μέλη της τη δυνατότητα να
χρησιμοποιούν πολύπλευρα τις πολύπλευρα ανεπτυγμένες ικανότητές τους.» (Engels, 1976, σ.353).
Θα πρέπει, ωστόσο, εδώ να
διευκρινίσουμε ότι το εν λόγω ιδεώδες της πολύπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου
δεν επαγγέλλεται «τη συνύπαρξη σε ένα μόνο άτομο ‘όλων’ των ιδιαίτερων μορφών
δράσης και ‘όλων’ των σχετικών επαγγελματικών ικανοτήτων» (Ιλένκοφ, 1976,
σ.113). Το ιδεώδες της πολύπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας θα πρέπει να
εννοηθεί ως ανάπτυξη στον καθένα των καθολικών ικανοτήτων που τον κάνουν
άνθρωπο και όχι απλώς εκπρόσωπο ενός επαγγέλματος, ως διασφάλιση για όλους τους
ανθρώπους συνθηκών ανάπτυξης προς κάθε κατεύθυνση (Ιλένκοφ, 1976, σσ.113-114).
Όπως αναφέρει ο
Β.Α.Βαζιούλιν «Ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας σημαίνει ανάπτυξη της
προσωπικότητας σε όλες τις βασικές κύριες σφαίρες της κοινωνικής ζωής...στις
σφαίρες αυτές συμπεριλαμβάνονται: η ικανοποίηση των αναγκών για διατήρηση της
βιολογικής ύπαρξης, η ολόπλευρη φυσική ανάπτυξη, η εργασία που πραγματοποιείται
χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία...η δραστηριότητα για την
τελειοποίηση των υλικών σχέσεων παραγωγής, οι εκφάνσεις της ζωτικής δραστηριότητας
της προσωπικότητας ...η τελειοποίηση σε όλες τις διατηρούμενες στην καθ’ όλα
ώριμη κοινωνία μορφές κοινωνικής συνείδησης.» (Βαζιούλιν, 2004, σ.288).
Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να
επισημάνουμε ότι, όταν οι κλασικοί του μαρξισμού κάνουν λόγο για τη χειραφετική
διάσταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έχουν κυρίως υπόψη τις
δυνατότητες που προσφέρει για την εγκαθίδρυση αυτού του τύπου ιδιοκτησίας ο
κοινωνικός χαρακτήρας της εκμηχανισμένης –βιομηχανικής παραγωγής. Δεδομένου,
όμως, ότι η εκμηχανισμένη παραγωγή δεν καταργεί την άμεση συμμετοχή του
εργαζομένου, ως φυσικής δύναμης, στην παραγωγική διαδικασία, (φαινόμενο
χαρακτηριστικό και των σοσιαλιστικών καθεστώτων του 20ου αιώνα,
μεγάλης σημασίας για την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων τους), η ιδιοποίηση των
εκμηχανισμένων μέσων παραγωγής, (ακόμη και όταν έχει νομικώς εγκαθιδρυθεί η
κοινωνική ιδιοκτησία επί αυτών) δε συνιστά αφομοίωση καθολικών ικανοτήτων που
οδηγούν σε μια συλλογική διευθυντική σχέση προς αυτά. Ο άνθρωπος ως φυσικός
συντελεστής της παραγωγής, ως παραγωγική δύναμη στη φυσική ατομικότητά του και
ως υπηρέτης των μέσων παραγωγής, αναπτύσσεται μονομερώς, στα πλαίσια της
ανάπτυξης συγκεκριμένων ικανοτήτων που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση περιορισμένου
εκτελεστικού έργου, ενώ ο ίδιος, νομοτελώς, αποτελεί αντικείμενο διεύθυνσης. Σε
αυτή την περίπτωση η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (όπως άλλωστε
συνέβη στα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα) έχει, εν πολλοίς
όχι όμως απολύτως, τυπικό χαρακτήρα. Οι εργαζόμενοι διευθύνουν τις παραγωγικές
τους δυνάμεις διαμέσου της αποσπασμένης από τους ίδιους διευθυντικής δύναμης
του κράτους.
Μόνον στην ώριμη
αυτοματοποιημένη παραγωγική διαδικασία η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής καθίσταται ουσιαστική κοινωνική ιδιοκτησία. Σε τελευταία ανάλυση,
ουσιαστική κοινωνική ιδιοκτησία των ανθρώπων στα μέσα παραγωγής είναι αυτή κατά
την οποία οι άνθρωποι ιδιοποιούνται τα μέσα παραγωγής ως φορείς της καθολικής
επιστημονικής εργασιακής ικανότητας, ως μορφωμένα, πολύπλευρα καλλιεργημένα,
πολιτισμικά ανεπτυγμένα άτομα. Αυτός ο τρόπος ιδιοποίησης αποτελεί τον
κατεξοχήν ανεπτυγμένο, ώριμο κοινωνικό τρόπο ιδιοποίησης του κόσμου, όπου το
«κτήμα» του ανθρώπου, οι επιστημονικές γνώσεις και δημιουργικές ικανότητες που
χρειάζονται για τη διεύθυνση των μέσων παραγωγής, υφίσταται και αναπτύσσεται
μόνον ως κτήμα και των άλλων ανθρώπων, μόνον ως συλλογικό πολιτισμικό
κεκτημένο, μόνον ως συλλογική πολιτισμική παραγωγική δύναμη της ανθρωπότητας.
Από τη στιγμή που η
εργασία έχει αποκτήσει δημιουργικό χαρακτήρα για τους ανθρώπους, έχει καταστεί
πεδίο εκδίπλωσης και ανάπτυξης των δημιουργικών τους ικανοτήτων, κυρίαρχο
στοιχείο των ανθρώπινων σχέσεων δεν θα είναι πλέον η κατανομή του παραγόμενου
προϊόντος (ωστόσο, η κατανομή του προϊόντος της παραγωγής, ως σχέση παραγωγής, ποτέ
δεν θα πάψει να υφίσταται, όσο υπάρχει η ανθρωπότητα, αν και θα υπηρετεί τις
ιδιαίτερες ανάγκες του καθενός), αλλά η εργασία και ο ελεύθερος καταμερισμός
αυτής, κυρίαρχο στοιχείο των ανθρώπινων σχέσεων θα είναι η ελεύθερη αλλαγή
εργασιακών δραστηριοτήτων με στόχο τη βέλτιστη ανάπτυξη των ανθρώπινων
ικανοτήτων. Όταν στις ανθρώπινες σχέσεις δεσπόζει η αντιμετώπιση της εργασίας
ως εσωτερικής ανάγκης, ως αυτοσκοπού, τότε αυτές υφίστανται, πρωτίστως, ως
σχέσεις εργασίας, ως σχέσεις ελεύθερου (βάσει των δημιουργικών ανθρώπινων
αναγκών) καταμερισμού της εργασίας και όχι ως σχέσεις παραγωγής.
Σε αυτή την περίπτωση η
ίδια η εργασία, όπως επισημαίνει ο Β.Α.Βαζιούλιν, παύει να αποτελεί εργασία, με
την έννοια της εργασίας όπως τη γνώριζε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα, αλλά αποτελεί,
κατεξοχήν, πολιτισμό, οι εργασιακές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων συνιστούν,
κατεξοχήν, σχέσεις αμοιβαίας πολύπλευρης καλλιέργειας. (Βαζιούλιν, 2004,
σ.414). Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων η ανάπτυξη της κάθε ξεχωριστής
προσωπικότητας αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη του συνόλου των ανθρώπων, ο
πλούτος σε συναισθήματα, γνώσεις και ικανότητες του κάθε ατόμου αποτελεί πλούτο
της ανθρωπότητας, και εν γένει ο πλούτος των ανθρώπων δεν είναι άλλος από τον
πλούτο των δημιουργικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων της κάθε προσωπικότητας.
Όταν στις σχέσεις μεταξύ
των ανθρώπων το κάθε άτομο έχει σημασία για τους άλλους όχι από τη σκοπιά των
υλικών μέσων που παράγει ή κατέχει, όχι, δηλαδή, από τη σκοπιά της σχέσης του προς
τη νεκρή εργασία, αλλά από τη σκοπιά των δημιουργικών ικανοτήτων που μπορεί να
θέσει στη διάθεση της ανάπτυξης των άλλων ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, τότε οι
σχέσεις αυτές αποκτούν κατεξοχήν μορφωτική διάσταση, καθίστανται καθολικές
παιδαγωγικές σχέσεις, σχέσεις συλλογικής πολιτισμικής ανάπτυξης των ανθρώπων.
Βιβλιογραφία.
Adorno T., Θεωρία της ημιμόρφωσης,
μτφρ.Λ.Αναγνώστου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000.
Αλεξίου Θ., Εργασία,
εκπαίδευση και κοινωνικές τάξεις, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 2002.
Βαζιούλιν Β.Α., Η
λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, μτφρ.Δ.Πατέλης, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα, 2004.
Baudrillard J., «Simulacra and
Simulations»,
στο: J.Baudrillard, Selected Writings, Polity Press,
Bauman Z., Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, μτφρ.Γ.Ι.Μπαμπασάκης,
εκδ.Ψυχογιός, Αθήνα, 2002.
Bell D., The Coming of Post-industrial
Society, Basic Books, Inc.,Publishers,
Bell D., «The social
framework of the information society», στο: T.Forester (επ.), The
Microelectronics Revolution, Basil Blackwell,
Castells M., The Rise of the Network Society, Blackwell Publishers,
Drucker P.F., Μετακαπιταλιστική
κοινωνία, μτφρ.Δ.Γ.Τσαούσης, Gutenberg,
Αθήνα, 2000.
Engels F., «Principles of Communism», στο: K.Marx, F.Engels, Collected Works,
vol.6, Progress Publishers,
Gergen K.J., Ο κορεσμένος εαυτός, μτφρ.Α.Ζώτος, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα, 1997.
Gorz A., Η αθλιότητα
του σήμερα και η προοπτική για το αύριο, μτφρ.Α.Βερυκοκάκη, εκδ.«Νέα
Σύνορα»-Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1999.
Hall S.,
Jacques M., (επ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s,
Hall S.,
«The meaning of New
Times», στο: S.Hall (επ.), Critical Dialogues in Cultural Studies,
Routledge,
Hardt M., Negri
A., Η εργασία του
Διονύσου, μτφρ.Π.Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα, 2001.
Hardt M., Negri
A., Αυτοκρατορία,
μτφρ.Ν.Καλαϊτζής, Scripta, Αθήνα, 2002.
Ίγκλετον Τ., Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας, μτφρ.Γ.Η.Σπανός,
εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα, 2003.
Ιλένκοφ Ε., Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, μτφρ.Α.Τσέλιος, Οδυσσέας,
Αθήνα, 1976.
Jameson F., Το
μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ.Γ.Βάρσος,
Νεφέλη, Αθήνα, 1999.
Kumar K., From Post-Industrial to
Post-Modern Society, Blackwell,
Lash S., Sociology of
Postmodernism, Routledge,
Lazzarato
M., «Immaterial Labour», στο: P.Virno, M.Hardt (επ.), Radical Thought in Italy: A
Potential Politics,
Lukács
G., History and Class Consciousness,
Merlin Press,
Λυοτάρ Ζ-Φ., Η μεταμοντέρνα κατάσταση,
μτφρ.Κ.Παπαγιώργης, εκδ.«Γνώση», Αθήνα, 1993.
Marcuse H., Μονοδιάστατος
άνθρωπος,μτφρ. Μπ.Λυκούδης, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1971.
Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τ.Β΄,
μτφρ.Δ.Διβάρης, Στοχαστής, Αθήνα, 1990.
Μαρξ Κ., Το κεφάλαιο, τ.1-3, μτφρ.Π.Μαυρομμάτης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,
1978.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Η γερμανική ιδεολογία, τ.Α΄,Β΄,
μτφρ.Γ.Κρητικός, Κ.Φιλίνης, Gutenberg,
Αθήνα, 1989.
Marx
K., «Preface to a
contribution to the critique of political economy», στο: K.Marx, F.Engels, Selected
Works, Progress Publishers,
Πατέλης Δ., «Η παιδεία ως συνιστώσα της
δομής και της ιστορίας της κοινωνίας. Εκπαίδευση και αξιολόγηση», στο:
Χ.Κάτσικας, Γ.Καββαδίας (επ.), Η
αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ποιος, ποιον και γιατί, εκδ.Σαββάλας, Αθήνα,
2002.
Πατέλης Δ., «Περί προτύπων στην κοινωνία
και στην εκπαίδευση», Σύγχρονη Εκπαίδευση,
2ο μέρος, τεύχος 131, Ιούλιος-Αύγουστος 2003.
Perelman
M., Class Warfare in the Information Age,
Macmillan, Houndmills, 1998.
Rifkin J.,Το τέλος της
εργασίας και το μέλλον της, μτφρ.Γ.Κοβαλένκο, εκδ.«Νέα Σύνορα»-Α.Α.Λιβάνη,
Αθήνα, 1996.
Ρίχτα Ρ., Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι, μτφρ.Ν.Καράς, εκδ.Ράππα, Αθήνα, 1976.
Sarup M., Μαρξισμός και
εκπαίδευση, μτφρ.Φ.Κοκαβέσης, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006.
Schiller D., Digital Capitalism. Networking the Global Market System, MIT Press,
Slaughter S., Rhoades G., Academic
Capitalism and the New Economy,
Smith A., Webster F., «Conclusion: An Affirming Flame», στο: A.Smith, F.Webster, (eds), The
Σταμάτης Κ., Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης», εκδ.Σαββάλας,
Αθήνα 2005.
Thurow L., Το μέλλον του
καπιταλισμού, μτφρ.Ε.Αστερίου, εκδ.Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1997.
Τόφλερ Α., Το τρίτο κύμα, μτφρ.Ε.Μπαρτζινόπουλος, εκδ.Κάκτος,
Αθήνα, 1982.
Τόφλερ Α., Νέες δυνάμεις, μτφρ.Γ.Κουσουνέλου, εκδ.
Κάκτος, Αθήνα, 1991.
Χόρκχαϊμερ Μ., Αντόρνο Τ., Η διαλεκτική του διαφωτισμού, μτφρ.Ζ.Σαρίκας,
εκδ.ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1986.
Χτούρης Σ.Ν., Μεταβιομηχανική κοινωνία και η κοινωνία της πληροφορίας, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα, 1997.