Ευχές και κατάρες ή γνώση και συνειδητή σκοποθεσία;

Του Δημήτρη Πατέλη[1]

«Φωνή της Πάρου» 2021.1.3

Σε κάθε έναρξη ενός νέου ημερολογιακού έτους, οι άνθρωποι συνηθίζουν να προβαίνουν σε κάποιους απολογισμούς του παρελθόντος –τουλάχιστον του παρελθόντος έτους– και να φαντάζονται κάποια αναγκαία η/και επιθυμητά μελλούμενα –τουλάχιστον για το νέο έτος. Έτσι, την πρωτοχρονιά, τις πρώτες μέρες του χρόνου, είτε στη βάση κάποιου απολογισμού, είτε για να τηρήσουν το έθιμο, ανταλλάσσουν ευχές για το νέο έτος, ειλικρινείς, είτε απλώς εθιμοτυπικές αν όχι και προσποιητές. Όμορφο έθιμο, που έχει και ψυχοθεραπευτικές διαστάσεις: ανταλλάσσοντας ευχές οι άνθρωποι δείχνουν πιο καλοσυνάτοι, καλοπροαίρετοι και, ενδεχομένως, τονώνουν το ηθικό, βελτιώνουν κάπως αμοιβαία την διάθεση κατά την επικοινωνία, στο πνεύμα μιας εορταστικής ατμόσφαιρας.

Θα χρειαζόταν ολόκληρη πραγματεία για την περιγραφή και εξήγηση των ιστορικών καταβολών και της σημασίας αυτού του εθίμου. Εδώ θα αρκεστώ σε μερικές απλές επισημάνσεις. Κάθε ευχή, εκφράζει ελπίδα ή επιθυμία για κάτι, για το ελλείπον, ευκταίο και επιθυμητό. Οι άνθρωποι «κάνοντας μιαν ευχή» λεκτικοποιούν και διατυπώνουν επιθυμίες, με την ελπίδα αυτές «να γίνουν πραγματικότητα». Τι είναι αυτό που γεννά την ανάγκη για ευχή; Μήπως η γνώση; Η δύναμη, η πραγματική δυνατότητα επίτευξης σκοπών; Όχι βέβαια. Τουναντίον. Όταν η ζωή των ανθρώπων εκτυλίσσεται με όρους, τρόπους και κατευθύνσεις που οι ίδιοι δεν γνωρίζουν, δεν ορίζουν, δεν καθορίζουν, αυτοί δεν είναι και δεν αισθάνονται ότι είναι ενεργητικά υποκείμενα. Τότε νοιώθουν ότι είναι μάλλον παθητικά αντικείμενα, ενεργούμενα, έρμαια ανεξέλεγκτων και αλλότριων δυνάμεων και θελήσεων. Το βίωμα αυτό συνδέεται με το μείζον πρόβλημα της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από την φύση, από την ίδια την εργασία-δραστηριότητά του, από τα μέσα, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτής της δραστηριότητας, από τους συνανθρώπους του, από τον ίδιο τον εαυτό του και την κοινωνία. Για αυτό και η ευχή συνδέεται με κάτι το άγνωστο και μυστηριώδες, με την αρχέγονη μυθολογία και την μαγεία, με τις μετέπειτα θρησκείες. Εξ ου και η προς-ευχή, η απεύθυνση σε κάποιαν υπερφυσική επέκεινα δύναμη, ώστε –μέσω του εξευμενισμού της– αυτή να παρέμβει και ως εκ θαύματος, να πορευτούν όλα «κατ’ ευχήν»… Η ευχή έχει στον αντίποδά της το αναγκαίο αρνητικό παρακολούθημά της: την κατάρα.  

Ωστόσο, στο βαθμό που ο άνθρωπος γίνεται ενεργό υποκείμενο, στο βαθμό που ερευνά, διαγιγνώσκει τους εκάστοτε πραγματικούς όρους και τα όρια της ύπαρξής του, στο βαθμό που ατομικά και συλλογικά εκπονεί σκοπούς, θέτει στόχους και αγωνίζεται για την εκπλήρωσή τους μετά λόγου γνώσεως, αίρει και τα παραπάνω μυστήρια της αλλοτρίωσης, ορίζει συνειδητά τις τύχες του. Τότε δεν έχει ανάγκη από την μοίρα, το ριζικό, την ειμαρμένη ή το πεπρωμένο του ώστε να εύχεται ή να απεύχεται… Σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από την αλλοτρίωση, η καλοπροαίρετη στάση ζωής δεν θα έχει ανάγκη από εθιμοτυπικά ευχολόγια. Θα είναι η κανονικότητα της εξανθρωπισμένης κοινωνίας.


[1]                      Αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης  dpatelis@isc.tuc.gr