Περικλής Παυλίδης

 

Το πανεπιστήμιο  στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία.

 

(Κείμενο ομιλίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της Διεθνούς Αντιϊμπεριαλιστικής Αντικαπιταλιστικής Συνάντησης, 5/5/06

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος  78, καλοκαίρι 2006)

 

       Σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα της εργασίας, σε συνάρτηση με την καθοριζόμενη από τους νόμους  της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δυναμική επιστημονικο-τεχνική ανάπτυξη, δρομολογούν το ριζικό  επαναπροσδιορισμό  της  θέσης και το ρόλου  της ανώτατης εκπαίδευσης   στις κοινωνίες των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών.    

            Η  επιστημονική γνώση αποτελεί σήμερα παραγωγική δύναμη. Οι επιτεύξεις  στο χώρο της έρευνας αποκτούν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη μορφή βιομηχανικών εφαρμογών.

          Η σχέση επιστημονικής έρευνας και υλικής παραγωγής τείνει να μετατραπεί σε μιαν ενιαία αδιάλειπτη διαδικασία, όπου οι ανάγκες της παραγωγής οδηγούν σε συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα, τα αποτελέσματα των οποίων αποκτούν, σχεδόν αμέσως,   παραγωγική διάσταση. Συνακόλουθα η παραγωγή και εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ όρος  της παραγωγής πραγμάτων[1].

       Δεδομένης όμως της κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων,  ο ισχυρός πλέον δεσμός μεταξύ επιστημονικής έρευνας και παραγωγικής διαδικασίας μεταφράζεται σε άμεση υποταγή της επιστήμης στο κεφάλαιο.

      Το πανεπιστήμιο για μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας του ήταν αποστασιοποιημένο από τις εργασιακές δραστηριότητες της κοινωνίας. Ως προνομιακός χώρος των ελεύθερων τεχνών και των ανθρωπιστικών σπουδών, υπηρετούσε την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας,  καλλιεργώντας παράλληλα  γενικές πνευματικές ικανότητες  στους γόνους των κοινωνικών ελίτ

        Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε να προσδίδει στην ανώτατη εκπαίδευση  παραγωγικό και ερευνητικό προσανατολισμό. Η εμπλοκή όμως του πανεπιστημίου  στην επιστημονικο-τεχνική πρόοδο παρέμενε, για μεγάλο χρονικό διάστημα,  αρκετά ασθενής και έμμεση,   ενώ σημαντικότερος  ήταν ο ρόλος του στην εκπαίδευση εργασιακού δυναμικού, απαραίτητου για την προσφορά εξειδικευμένων υπηρεσιών  (νομικών, ιατρικών, τεχνικών, εκπαιδευτικών, στρατιωτικών κλπ) καθώς και για τη στελέχωση ενός  διαρκώς διογκούμενου γραφειοκρατικού  μηχανισμού διεύθυνσης της παραγωγής και της κοινωνίας.

       Σήμερα, η τάση άμεσης σύζευξης της παραγωγής γνώσεων με την  παραγωγή πραγμάτων,  σε συνάρτηση με την αποφασιστική σημασία που αποκτά η επιστημονική γνώση για την κερδοφορία της επιχειρηματικής δραστηριότητας ωθεί το πανεπιστήμιο σε διαρκή-συστηματική  εμπλοκή στην επιστημονική έρευνα,  σε στενή σχέση με τους χώρους   πρακτικής  εφαρμογής των αποτελεσμάτων της.

       Από τη στιγμή  που η επιστημονική γνώση, ως παραγωγική δύναμη, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κερδοφορίας  της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας  η διαρκώς αυξανόμενη  υπαγωγή του πανεπιστημίου στις ανάγκες της παραγωγής συνεπάγεται την ολοένα και  πιο ισχυρή  υποταγή του σε αγοραίες   σκοπιμότητες και δραστηριότητες. Η λειτουργία των πανεπιστημίων καθορίζεται πλέον αποφασιστικά από τις χρησιμοθηρικές ανάγκες του κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας και την ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της[2].

        Το πανεπιστήμιο διαπλέκεται  στενά με τον κόσμο των επιχειρήσεων.  Μεγάλες πολυεθνικές είναι παρούσες στα ΑΕΙ, όπως φερ’ ειπείν στο Cambridge,    όπου έχουν ιδρύσει και χρηματοδοτούν έδρες οι: BP, Shell, Unilevel, Price Waterhouse, Marks and Spencer, Rolls-Royce, AT and T, Mocrosoft, Zeneca[3]. Τα προγράμματα αρκετών πανεπιστημίων σχεδιάζονται βάσει των αναγκών και υπαγορεύσεων των επιχειρήσεων. Εκπρόσωποι των τελευταίων  συμμετέχουν στη διεύθυνση  των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, ενώ πρόεδροι πανεπιστημίων και πρυτάνεις συμμετέχουν αντίστοιχα στα διοικητικά συμβούλια των συνδεδεμένων με αυτά  επιχειρήσεων[4].

         Ειδοποιό γνώρισμα των σύγχρονων πανεπιστημίων είναι η αυξανόμενη μαζικότητά τους και ο ενισχυμένος  επαγγελματικός τους προσανατολισμός. Δεδομένου ότι η επιστημονική γνώση αποτελεί σήμερα παραγωγική δύναμη, η απόκτησή της συνιστά προϋπόθεση για τη συγκρότηση εμπορεύσιμων επαγγελματικών προσόντων  ενός διαρκώς διευρυνόμενου μέρους των μισθωτών εργαζομένων[5]. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον για την επιστημονική  γνώση και η ικανοποίησή του διαμέσου πανεπιστημιακών σπουδών συνάπτεται άμεσα με τη μαζική   επιδίωξη των δυνάμει μισθωτών εργαζομένων να υπάρξουν επιτυχώς σε μιαν αβέβαιη και άκρως ανταγωνιστική  αγορά εργασίας.   

         Ως ιδρύματα  παροχής επιστημονικών γνώσεων τα πανεπιστήμια καθίστανται χώροι δημιουργίας μεγάλου   μέρους του εργασιακού δυναμικού. Η συνακόλουθη μαζικοποίησή τους αυξάνει σε υψηλό βαθμό το κόστος λειτουργίας τους.  Εδώ ανακύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα προσαρμογής των πανεπιστημίων στα νέα δεδομένα,  στην αντιμετώπιση του οποίου αποσκοπούν αρκετές από τις επιχειρούμενες  μεταρρυθμίσεις στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.

      Το παραδοσιακό  πανεπιστήμιο απευθυνόταν, κατά κανόνα, σε μιαν ολιγάριθμη ελίτ, προσφέροντάς της αντίστοιχο της κοινωνικής της θέσης υψηλό επίπεδο σπουδών. Η μαζικοποίηση των πανεπιστημίων που αρχίζει να παρατηρείται μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο συνεπάγεται το άνοιγμα των ΑΕΙ σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένου και μέρους της εργατικής τάξης. Σήμερα το πανεπιστήμιο δεν μπορεί παρά να είναι μαζικό, δεδομένης της προαναφερθείσας συμμετοχής  της επιστημονικής γνώσης  στη συγκρότηση εμπορεύσιμων εργασιακών ικανοτήτων.   

         Όμως για  το κεφάλαιο και το αστικό κράτος είναι αδιανόητο να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο  ένα μεγάλο μέρος των μελλοντικών μισθωτών εργαζομένων με τις παραδοσιακές μορφωτικές  προδιαγραφές που αφορούσαν  στην  κοινωνική ελίτ. Η παραδοσιακή πανεπιστημιακή ευρυμάθεια, ως εξοικείωση με τα σημαντικότερα επιτεύγματα του πολιτισμού, η  συστηματική και ολόπλευρη ενασχόληση με συγκεκριμένα  επιστημονικά πεδία, η καλλιέργεια ερευνητικών ικανοτήτων και δημιουργικής σκέψης   είναι στοιχεία εξόχως σημαντικά για ένα αξιοπρεπή ανθρώπινο βίο, αποτελούν όμως περιττή δαπάνη όταν προσφέρονται στο μεγάλο μέρος των μισθωτών εργαζομένων που προορίζονται να λειτουργήσουν ως απλό μέσον της ταχύτερης και μέγιστης κερδοφορίας του κεφαλαίου. 

       Το μαζικό πανεπιστήμιο της σύγχρονης εποχής, ως   πανεπιστήμιο της μάζας των μισθωτών εργαζομένων, θα πρέπει να διασφαλίζει  χαμηλό κόστος σπουδών και  ευελιξία προγραμμάτων  (να διασφαλίζει την αντιστοιχία των παρεχόμενων γνώσεων και επαγγελματικών ικανοτήτων   στις τρέχουσες-συγκυριακές  ανάγκες της επιχειρηματικής δραστηριότητας) προκειμένου να είναι επωφελής για το κεφάλαιο η χρησιμοποίηση  των αποφοίτων του.

         Έτσι,  η δρομολογούμενη από τη διαδικασία της Μπολόνια διάσπαση της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε τρεις κύκλους,  οδηγεί σε χαμηλότερου κόστους, μικρότερης διάρκειας,  αποσπασματικές και υποβαθμισμένες προπτυχιακές σπουδές για τη μεγάλη μάζα των φοιτητών/φοιτητριών, η οποία θα διαθέτει  περιορισμένης εμβέλειας εργασιακές ικανότητες,   μεταθέτοντας την απόκτηση σφαιρικότερων και βαθύτερων γνώσεων καθώς και την ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα  στο δεύτερο και τρίτο κύκλο, του μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου, αντίστοιχα. 

     Ξεχωριστό πεδίο λειτουργίας των ΑΕΙ αποτελούν σήμερα τα προγράμματα της περιβόητης διά βίου εκπαίδευσης. Σε συνθήκες  ταχύρυθμης απαξίωσης των γνώσεων και ειδικοτήτων που κατέχουν οι εργαζόμενοι καθίσταται  επιτακτική ανάγκη η διαρκής προσαρμογή στα  μεταβαλλόμενα δεδομένα  της αγοράς εργασίας. Η διά βίου εκπαίδευση, μακράν από το να αποτελεί διά βίου ελεύθερη πνευματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των ανθρώπων, συνιστά «διά βίου»    εναγώνια προσπάθεια των εργαζομένων να διασφαλίσουν μέσω  συμπληρωματικών σπουδών, ταχύρυθμων καταρτίσεων και επανεκπαιδεύσεων περισσότερες  πιθανότητες για μεγαλύτερης διάρκειας παραμονή στην αγορά εργασίας.

         Το άχθος της συγκρότησης και διατήρησης εμπορεύσιμης εργασιακής ικανότητας διαμέσου πανεπιστημιακών σπουδών και προγραμμάτων διά βίου εκπαίδευσης φορτώνεται ολοένα και περισσότερο στις πλάτες των εργαζομένων, οι οποίοι καλούνται να  αγοράσουν μεγάλο μέρος των ακαδημαϊκών υπηρεσιών, ως σαν να αγόραζαν ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα.

         Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την ανώτατη εκπαίδευση είναι η ολοένα και μεγαλύτερη ένταξη  των λειτουργιών της  σε μια αγορά μορφωτικών υπηρεσιών, στην οποία συμμετέχουν  με τα «προϊόντα» τους ποικίλοι φορείς, όπως   ιδιωτικά  και δημόσια ΑΕΙ, ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις,  οργανισμοί, επιμελητήρια κλπ.  Αυτήν ακριβώς την αγορά «μορφωτικών προϊόντων» ανώτατης εκπαίδευσης, ως πεδίο επικερδούς επένδυσης κεφαλαίων, επιχειρεί να δημιουργήσει και στην Ελλάδα η σχεδιαζόμενη αναγνώριση της λειτουργίας  μη δημόσιων  πανεπιστημίων.

        Σ’ αυτή  τη διαδικασία παράδοσης των πανεπιστημίων στις δυνάμεις της αγοράς το αστικό κράτος δεν είναι απλός παρατηρητής. Λαμβάνοντας νομοθετικά μέτρα, χρησιμοποιώντας κατάλληλα  τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ, παράλληλα με την επιβολή σε αυτά διαδικασιών αξιολόγησης, λειτουργεί ως ισχυρός μηχανισμός πίεσης για την ταχύτερη και βέλτιστη ανταπόκριση  των πανεπιστημίων  στις ανάγκες και επιταγές  της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.

       Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ η αξιολόγηση των ΑΕΙ, η οποία συνιστά διαρκή μηχανισμό ελέγχου της απόδοσής τους με αντίστοιχη τιμωρία των μη αποδοτικών ιδρυμάτων. Τα δημοφιλή ιδεολογήματα  ότι η αξιολόγηση των ΑΕΙ θα συμβάλλει, δήθεν, στην βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου αποσιωπούν ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ζήτημα, ότι η ποιότητα των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης καθορίζεται αποφασιστικά από την ποιότητα που αντιπροσωπεύουν για τις ανάγκες του κεφαλαίου οι αποκτηθείσες στα ΑΕΙ εργασιακές ικανότητες και ειδικότητες των μισθωτών εργαζομένων. Ύψιστος αξιολογητής της ποιότητας των ΑΕΙ είναι πάντα η αγορά εργασίας, όπερ η εκφραζόμενη στην αγορά εργασίας ζήτηση, εκ μέρους του κεφαλαίου, εργασιακού δυναμικού συγκεκριμένων προδιαγραφών.  

       Η υποχρέωση των πανεπιστημίων, διά μέσου της αξιολόγησης, να «ανοιχτούν στο κοινωνικό σύνολο» και στις επαγγελματικές του ανάγκες δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μεγαλύτερη προσαρμογή στις ανάγκες και απαιτήσεις της  αγοράς, οι οποίες για την  κοινωνία που κυριαρχείται  από    τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις και προσαρμόζεται κομφορμιστικά σε αυτές προβάλλουν, κατά αυθόρμητο τρόπο,  ως δικές της απαιτήσεις και ανάγκες.

      Η δρομολογούμενη συμμετοχή φοιτητών/φοιτητριών και κοινωνικών φορέων (επαγγελματικών επιμελητηρίων, επιχειρηματικών ενώσεων κλπ) στην αξιολόγηση των πανεπιστημίων δε συνεπάγεται τον έλεγχο της ποιότητας του πανεπιστημιακού έργου από τη σκοπιά των αυθεντικών ανθρώπινων αναγκών, θεωρούμενων υπό το πρίσμα της χειραφετημένης και δημιουργικής εργασίας. Αντιθέτως, συνεπάγεται την αξιολόγηση των ΑΕΙ υπό το πρίσμα των αναγκών της αλλοτριωμένης εργασίας, των αναγκών του κεφαλαίου και   του υποταγμένου σε αυτό κόσμου της μισθωτής εργασίας.  Για αμφότερους  οι γνώσεις και, εν γένει, οι εργασιακές ικανότητες  έχουν σημασία, πρωτίστως, ως μέσον, αφενός για την παραγωγή-ιδιοποίηση του μέγιστου  κέρδους, αφετέρου για τη λήψη μισθού.

       Σε μια εποχή όπου η επιστημονική γνώση αποκτά τεράστια  σημασία για την ανθρώπινη εργασία αλλά και για την καθημερινή δραστηριότητα, όπου εμφανίζονται πρωτόγνωρες δυνατότητες  επιστημονικής μόρφωσης και πολύπλευρης πνευματικής καλλιέργειας των ανθρώπων, το μαζικό ενδιαφέρον για τη γνώση παρουσιάζεται παραδομένο σε εξόχως χρησιμοθηρικές-αλλοτριωμένες από τους ανθρώπους επιδιώξεις.  Σε μια κοινωνία που θέλει να λέγεται «κοινωνία της γνώσης», αυτό που κυριαρχεί δεν είναι το  πρόταγμα  της καθολικής μόρφωσης που διατύπωσε κάποτε ο Διαφωτισμός, αλλά το μαζικό φαινόμενο της ημιμόρφωσης, όπου «Ημιμόρφωση είναι το πνεύμα που έχει καταληφθεί από το φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος»[6].

         Η απουσία αυθεντικού ενδιαφέροντος για τη μόρφωση είναι η άλλη όψη της απουσίας αυθεντικών-δημιουργικών προοπτικών για τον άνθρωπο στο πεδίο  της κοινωνικής εργασίας.

         Αν, λοιπόν,  η μόρφωση των ανθρώπων, το περιεχόμενο, το εύρος, οι μορφές και οι ρυθμοί της, δεν υπηρετεί τους ίδιους, τις κλίσεις και αυθεντικές επιθυμίες τους,   είναι γιατί η ίδια η εργασία τους,   ως το προνομιακό πεδίο εκδήλωσης των γνώσεων και των δημιουργικών τους ικανοτήτων δεν υπηρετεί τους ίδιους αλλά το κεφάλαιο.

        Συνεπώς, η διαμαρτυρία κατά του χρησιμοθηρικού-εμπορευματικού πνεύματος που αιχμαλωτίζει την ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι συνεπής όταν περιορίζεται σε μορφωτικά ιδεώδη, στο σχεδίασμα ενός εναλλακτικού μοντέλου πανεπιστημίου, μακριά από πρακτικές δραστηριότητες, κατά τα πρότυπα του χουμπολντιανού ιδρύματος της ελεύθερης αναζήτησης της αλήθειας χάριν της  αλήθειας. Δεδομένου του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα της σύζευξης μεταξύ εργασίας και γνώσης, η προοπτική χειραφέτησης της  γνώσης  και των θεσμών που τη θεραπεύουν  από  αγοραίες και κερδώες σκοπιμότητες  δεν  μπορεί να είναι άλλη   παρά αυτή της  απελευθέρωσης  της   εργασίας από την κυριαρχία του κεφαλαίου.

      Το σύγχρονο πανεπιστήμιο ως χώρος εκπαίδευσης ενός μαζικού και διαρκώς αυξανόμενου τμήματος των μισθωτών εργαζομένων συνάπτεται στενά με το χώρο της κοινωνικής εργασίας και ως εκ τούτου εσωτερικεύει σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές αντιθέσεις και εντάσσεις που τον χαρακτηρίζουν. Έτσι, λοιπόν, η διεκδίκηση εναλλακτικού πανεπιστημίου, εναλλακτικής ανώτατης εκπαίδευσης στην υπηρεσία των εργαζομένων και όχι του κεφαλαίου μπορεί να θεμελιωθεί  μόνο    στο πρόταγμα  μιας άλλης κοινωνίας, όπου η εργασία των ανθρώπων, ως συνεργατική  επιστημονική δραστηριότητα σχεδίασης και διεύθυνσης των συλλογικών  παραγωγικών δυνάμεων θα υπηρετεί την ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός ως προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.

 



 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Βλ. S.Slaughter, L.L.Leslie, Academic Capitalism, The John Hopkins University Press, Baltimore, London, 1999, σσ. 38, 204.

2. Βλ.ό.π., σσ. 39, 166, 191, 224.

3. Βλ.A.Renaut, Οι επαναστάσεις του πανεπιστημίου, μτφρ.Γ.Σταμέλος, Κ.Καρανάτσης, εκδ.Gutenberg, Αθήνα 2002, σελ. 28.

4. Βλ.Σ.Δ.Μαυρουδέας, Οι τρεις εποχές του πανεπιστημίου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σσ. 111-115, 117, 121- 123.

5. Στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ «ο αριθμός των νέων που κάθε χρόνιο αποκτούν τον πρώτο τίτλο σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πλησιάζει τον αριθμό των νέων που αποφοίτησαν από τη δευτεροβάθμια το 1950». Γ.Τσαμασφύρος, «Το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα», στο: Δ.Μπασαντής (επ.), Το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα, εκδ.Παπαζήσης, Αθήνα 2000, σελ. 16.

6. Th.Adorno, Θεωρία της ημιμόρφωσης, μτφρ.Λ.Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, σελ.57.