Πανεπιστήμια και οπλικά συστήματα.

ΗΜΕΡΗΣΙΑ  8/2/2008

Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης, Επίκουρος καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=4670&subid=2&tag=3452&pubid=899110

Η θέση και ο ρόλος του επιστήμονα αλλάζει άρδην, γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση μίας ιδιότυπης τεχνοκρατικής «συντεχνιακής συνείδησης»

Σε δημοσίευμα (Ένας γιατρός που κατασκευάζει ιπτάμενα όπλα στα Χανιά), αναφέρεται η θεαματική πορεία μιας βιομηχανίας οπλικών συστημάτων, η οποία, σε στενή συνεργασία με το Πολυτεχνείο Κρήτης και το Ε.Μ.Π., τροφοδοτεί τις Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας, της Αμερικής, του Καναδά και του Ισραήλ, εταιρείες κατασκευής αντιαεροπορικού και αμυντικού υλικού, αλλά και σημαντικό αριθμό νατοϊκών και άλλων φίλιων κρατών και αμυντικών βιομηχανιών. Επιβεβαιώνεται λοιπόν εκ νέου, ότι η επιλογή κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας.

Η μονομέρεια της στρατιωτικοποίησης της επιστήμης παραμορφώνει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Έτσι, ως αναγκαίο επακόλουθο της υπαγωγής της έρευνας στη λογική της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας, με τις «αμυντικές» ανάγκες ανακύπτει ένας ισχυρότατος εξωγενής ως προς την ερευνητική διαδικασία και εν πολλοίς παρελκυστικός παράγοντας, που παρεμβαίνει καταλυτικά και παραμορφωτικά στο έργο της. Οι επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες που αποσκοπούν στην καταστροφή, προωθούνται εν πολλοίς κατά προτεραιότητα, έναντι αυτών που αποσκοπούν στη δημιουργία, στην ικανοποίηση των βαθύτερων πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας.

Η θέση και ο ρόλος του επιστήμονα αλλάζει άρδην, γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση μίας ιδιότυπης τεχνοκρατικής «συντεχνιακής συνείδησης». Πέρα από κάθε έννοια επιστημονικής δεοντολογίας και ανθρωπισμού, κάποιοι επιστήμονες γίνονται (ή ευελπιστούν να γίνουν) σύμβουλοι διοικητικών, πολιτικών και στρατιωτικών φορέων, αξιολογητές και τιμητές των πάντων, εμπλέκονται (ή φιλοδοξούν να εμπλακούν) σε θεσμούς παρά την εξουσία. Μεταξύ των επιστημόνων γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση και εδραιώθηκε μια ιδιαίτερα αμοραλιστική στάση, κατά την οποία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η πηγή της χρηματοδότησης Το όλο πρόβλημα ανάγεται σε τεχνικό-διαχειριστικό, δεδομένης μάλιστα και της εξασφάλισης μίας σχετικής εισοδηματικής σταθερότητας, σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Αρκεί να «τρέχουν» τα ερευνητικά προγράμματα, να συντελούν στην εξέλιξη, αξιολόγηση και σταδιοδρομία των επιστημόνων (με δημοσιεύσεις, εμπλουτισμό των βιογραφικών σημειωμάτων με «προσόντα» και προϋπηρεσίες, κ.ο.κ.) και να προσφέρουν επιπλέον έσοδα. Παράλληλα με αυτή την «ακαδημαϊκή» ανωτερότητα αυτού του τύπου επιστημόνων, ατροφούν και οι ηθικοί ενδοιασμοί αναφορικά με τους σκοπούς, τα πεδία εφαρμογών, τα όρια, τους όρους και τις πιθανές χρήσεις του έργου τους. Άλλωστε, κατά τα κυρίαρχα θετικιστικά-τεχνοκρατικά πρότυπα του αντικειμενισμού, ο επιστήμονας οφείλει να είναι κοινωνικά, ιδεολογικά, αξιολογικά κ.ο.κ. ουδέτερος και αμερόληπτος...

Η εμπλοκή ερευνητών (του ΕΜΠ και του Πολυτεχνείου Κρήτης) σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, σε μια εποχή που η επιχειρούμενη από τις αρχές αντιμεταρρύθμιση στο Πανεπιστήμιο δημιουργεί φυτώρια αντιεπιστημονικών και αντιανθρωπιστικών πρακτικών. Εδώ εγείρονται ζητήματα ηθικής τάξεως, επιστημονικής δεοντολογίας, αλλά και θεσμικού χαρακτήρα. Ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν εν κρυπτώ και παραβύστω την προώθηση παρόμοιων προγραμμάτων, υπό ποίους όρους, και υπό τη ευθύνη ποίου θεσμικού οργάνου; Επιτρέπεται να μαθαίνουμε για όλα αυτά εκ των υστέρων από τον Τύπο, λόγω της όποιας οίησης κάποιου εμπλεκόμενου ιδιώτη-επιχειρηματία; Η επιστήμη, η τεχνολογία και το Πανεπιστήμιο δεν μπορούν να λειτουργούν ως θεσμοί υπεράνω κριτικής και κοινωνικού ελέγχου, χωρίς σαφή προσδιορισμό των ορίων και των όρων ανάπτυξής τους, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο, από καθολικές δημιουργικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, μετατρέπονται σε δυνάμεις διαφθοράς και καταστροφής. Η όποια σιωπή και συγκάλυψη συνιστά συνενοχή.