Δημήτρης Πατέλης

 

Μια Επανεξέταση του Οικονομικού Ρομαντισμού

Ο Δημήτρης Πατέλης είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ της Μόσχας.

Η ιστορία των κοινωνικών επιστημών αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας είναι αναπόσππαστα συνδεμένη με την προοδευτικότερη σε κάθε ιστορική φάση κοινωνικο-πολιτική τοποθέτηση, η οποία μέσα στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας αναζητά την τεκμηρίωση της αποτελεσματικής κοινωνικής δραστηριότητας για τοον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοι­νωνίας.

Σήμερα το όλο πλέγμα των κοινωνικών επιστημών ιδιαίτερα από τη σκοπιά της φιλοσοφικής και μεθοδολογικής τους θεμελίωσης, έχει περιέλθει σε μια πρωτοφανή κρίση. Μια κρίση η οποία συνδέεται με μια πρωτόγνωρη γνωσεοθεωρητική συγκυρία που σηματοδοτείται στο μεν κοινωνικό πεδίο από τον αντίκτυπο της εν εξελίξει αντεπαναστατικής απόπειρας ακύρωσης των υπαρκτών εγχειρημάτων οικοδόμησης εναλλακτικού τύπου κοινωνιών σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά και με την επισήμανση των ορίων πληρότητας και επάρκειας του επιστημονικού κεκτημένου της μαρξιστικής θεωρίας. Η κρίση της επιστήμης, μέσα στην όλη σύγχυση προσανατολισμών που τη χαρακτηρίζει, εμπεριέχει δύο τάσεις: 1. τη δημιουργική τάση, η οποία συνδυάζοντας τον κριτικό αναστοχασμό του διαθέσιμοου επιστημονικού κεκτημένου με τη διερεύνηση των νέων πτυχών του γνωστικού αντικειμένου (των νέων τάσεων, αναγκών, νομοτελειών κλπ. της κοινωνίας) προωθεί την επιστημονική γνώση σε ανώτερο ποιοτικά επίπεδο, και 2. τη καταστροφική τάση, η οποία — ανεξάρτητα από τις προθέσεις των φορέων της- προχωρά στην εγκατάλειψη και στην παραβίαση των εσωτερικών νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της επιστημονικής νόησης, στον εκφυλισμό και εκχυδαϊσμό της επιστήμης, στην εισαγωγή ανορθολογικών — μυστικιστικών στοιχείων κλπ.

Προς το παρόν η εν λόγω κρισιακή γνωσιοθεωρητική συγκυρία δεν έχει εκδηλώσει με σαφή τρόπο (τουλάχισστον σε ευρεία κλίμακα) τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών τάσεων. Από αυτή την άποψη η αναδρομή στην ιστορία της κοινωνικής θεωρίας προσφέρει πολύτιμα εργαλεία για την αποσαφήνιση της σημερινής κρίσης, δεδομένου μάλιστα ότι μια απ' τις συνιστώσες της κατα­στροφικής τάσης, παίρνει τη μορφή της αναζήτησης διεξόδου στο παρελθόν της επιστήμης, σε κατώτερες και παρωχημένες βαθμίδες της επιστημονικής γνώσης.


Οι παραπάνω επισημάνσεις καθιστούν σκόπιμη και επίκαιρη τη σύντομη διαφορά στις απόψεις του οικονομικού ρομαντισμού που επιχειρείται εδώ.

Ο ρομαντισμός είναι ιδιαίτερα γνωστός ως ρεύμα της τέχνης και της αισθητικής. Λιγότερο γνωστή είναι η ιδιότυπη συμβολή του ρομαντισμού στις κοινωνικές επιστήμες και κυρίως στην πολιτική οικονομία, όπου εκφράζεται ανάγλυφα η ιδιότυπη στάση ζωής του και η κοινωνικό-πολιτική του τοπο­θέτηση. Στο άρθρο αυτό περιορίζουμε την αναφορά μας στο έργο του Σισμοντί λόγω του περιορισμένου χώρου αλλά και (κυρίως) επειδή πάντοτε το έργο ενός κλασικού στοχαστή με την αυθεντική πρωτοτυπία του παρέχει περισσότερες δυνατότητες για μια μεθοδολογική ανάλυση, απ' ό,τι οι ποικίλες μορφές που παίρνει στα χέρια των επιγόνων.

Ο Ελβετός οικονομολόγος Σισμοντί (J.-C.-L. Sismonde de Sismondi) κατέχει ειδική θέση στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, διότι «στέκει έξω από τα κύρια ρεύματα, ... είναι ένθερμος οπαδός της μικρής παραγωγής και διαμαρτύρεται κατά των υπερασπιστών και των ιδεολόγων της μεγάλης παραγωγής....»1.

Ο Σισμοντί γεννήθηκε το 1773 στα περίχωρα της Γενεύης όπου και πέθανε το 1842 . Οι προγονοί του προέρχονταν από τη Βόρειο Ιταλία, έζησαν οτη Γαλλία και αφού ασπάσθηκαν τον καλ6ινισμό (ο πατέρας του ήταν πάστορας) εγκαταστάθηκαν στη Γενεύη. Παρ' όλες τις «πολυεθνικές» επιδρά­σεις που δέχθηκε (έζησε στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία και στη Β, Ιταλία) η παιδεία του ήταν γαλλική. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η μετέπειτα εξέλιξη των ιδεών του θα πρέπει να είχε σχέση και με τα παιδικά βιώματα του στον ήσυχο πατριαρχικό-γεωργικό μικρόκοσμο της απόμακρης τότε από τα ανε­πτυγμένα αστικά κέντρα γενέτειρας του. Σ' όλη τη ζωή του πίστευε ότι «η ευτυχία τις περισσότερες φορές έρχεται στα σπιτικά των τίμιων δουλευτών, χειροτεχνών και φάρμερ και αποφεύγει τις μεγαλουπόλεις με τις βιομηχανίες, τα εμπορικά καταστήματα και τις τράπεζες»2. Ωστόσο αυτή η πατριαρχική ζωή, κατάλοιπο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινωνικού συστήματος, με τις ιδιοσυντήρητες οικογένειες ως αυτοτελείς οικονομικές μονάδες και την τόσο προσφιλή για τον Σισμοντί «συνήθεια να ζεις από την εργασία των χεριών σου» (l’ habitude de se tournir soi-meme) εκτοπίζεται στο παρελθόν με την ακάθεκτη επέλαση της βιομηχανικής παραγωγής. Η βιομηχανική παραγωγή παίρνει τη θέση της χειρροτεχνίας και ο άλλος αγαπημένος ήρωας του Σισμοντί, ο περήφανος για την τέχνη του χειροτέχνης της συντεχνίας, με τα δικά του εργαλεία και την ολιγαρκή του σεμνότητα παραχωρεί τη θέση του στον εξαθλιωμένο προλετάριο....

Ο Σισμοντί μελετά, αλλά κυρίως παρατηρεί όλο τον αναβρασμό της περιρρέουσας πραγματικότητας και γράφει τους στοχασμούς του. Και είναι πολυγραφότατος. Στην πρώτη οικονομική εργασία του («Περί εμπορικού


πλούτου...»)3 παρουσιάζεται ως μαθητής και εκλαϊκευτής του Α. Σμιθ. Μετά όμως από τη δεύτερη επίσκεψη του στη Μ. Βρετανία (1815) αναθεωρεί τις απόψεις του και υιοθετεί μια κριτική στάση τόσο έναντι του καπιταλισμού όσο και έναντι της κλασικής πολιιτικής οικονομολογίας συνολικά. Οι θέσεις του αυτές δημοσιοποιούνται στο έργο του: «Νέες αρχές της πολιτικής οικο­νομίας και περί του πλούτου στη σχέση του με τον πληθυσμό» το 18194. Βλέποντας στην πρώτη σημαντική οικονομική κρίση του 1825 επαλήθευση των ιδεών του και διάψευση των θεμελίων της «ορθόδοξης» επιστήμης επανεκδίδει το 6ι6λίο του το 1827 οξύνοντας την πολεμική του με τη ρικαρντιανή σχολή.

Η αντίληψη του Σισμοντί για το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας σχηματίζεται από ένα σύνολο αναφορών σε θεματικές δημόσιας διοίκησης, οικονομικής πολιτικής, δημοσιονομικών, νομικής και δικαίου, πολιτικής κλπ., στη 6άση των οποίων βρίσκεται η ηθική και το συναίσθημα. Αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι «η υλική ευημερία των ανθρώπων, εφ' όσον εξαρτάται από το κράτος»5. Η πολιτική οικονομία όμως είναι η «διοίκηση του λαϊκού πλούτου»6. Αλλά σαν «επιστήμη της διοίκησης θέτει, είτε οφείλει να θέτει, ως στόχο της την ευτυχία των ανθρώπων, οι οποίοι συνενώνονται στην κοινωνία. Αναζητά τα μέσα για να τους διασφαλίσει συμφωνά με τις απαιτήσεις της φύσης τους τη μέγιστη ευδαιμονία, και μάλιστα να εξασφα­λίσει αυτή την ευδαιμονία στο μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων»7. Έτσι μια χρησιμοθηρική ηθική (utilitarismus), που παραπέμπει άμεσα στον ηδονικό λογισμό (hedonic calcules) του J. Bentharn,8 χωρίς να υιοθετεί την απολο­γητική στάση του τελευταίου τίθεται στη βάση της κριτικής θεώρησης του Σισμοντί.

Όπως επισημαίνει ο Λένιν ο Σισμοντί «σε όλα τα σημεία διαφέρει από τους κλασικούς κατά το ότι τονίζεει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού. Αυτό από το ένα μέρος. Από το άλλο, σε κανένα σημείο δεν μπορεί (ούτε και θέλει) να συνεχίσει παραπέρα την ανάλυση των κλασικών και για το λόγο αυτό περιορίζεται σε μια συναισθηματική κριτική του καπιταλισμού με το πρίσμα του μικροαστού. Η αντικατάσταση αυτή της επιστημονικής ανάλυσης με συναισθηματικά παράπονα και μοιρολόγια τον κάνει να καταλαβαίνει τα πράγματα κατά εξαιρετικά επιπόλαιο τρόπο»9. Κάτω από αυτό το πρίσμα παραγματοποιεί τη συνολική κριτική του στον καπιταλισμό, μετατοπίζοντας την προσοχή της έρευνας από την παραγωγή στην κατανάλωση διακηρύσσο­ντας τα πρωτεία της δεύτερης έναντι της πρώτης.

«Ο άνθρωπος όταν γεννιέται — γράφει ο Σιομοντί — φέρνει μαζί του σ' αυτόν τον κόσμο τις ανάγκες τις οποίες πρέπει να ικανοποιήσει για να επιβιώσει, επιθυμίες, που τον υποχρεώνουν να βρίσκει ευτυχία σε ορισμένες απολαύσεις, και την ικανότητα για εργασία, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να ικανοποιεί και τις μεν και τις δε. Η παραγωγή είναι η πηγή του πλούτου του η οποία προκαλείται από τις επιθυμίες και τις ανάγκες του»10. Παρά το γεγονός ότι αναφέρει την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των αναγκών του πρωτόγονου ανθρώπου και του σύγχρονου του, εφ' όσον δεν αναλύει ιστορικά την εν λόγω διαφορά, παραμένει δέσμιος μιας αφηρημένης εξωιστορικής θεώρησης των αναγκών οι οποίες πραγματικά ανάγονται σε καθαρά φυσιο­λογικές. Στο κεφάλαιο «Ο σχηματισμός του πλούτου στον απομονωμένο άνθρωπο» συνεχίζοντας την κλασική αστική παράδοση κατασκευάζει τη δική του ροβινσονιάδα, δείχνοντας ότι η αλληλουχία ικανοποίησης των αναγκών κινεί την παραγωγή. Η μετάβαση από την ροβινσονιάδα στην εξέταση της καπιταλιστικής κονωνίας πραγματοποιείται με εκπληκτική αφέλεια μέσω του ισχυρισμού ότι η ιστορία του απομονωμένου ανθρώπου είναι η ιστορία όλης της ανθρωπότητας11. Έτσι η διαφορά μεταξύ απλών εμπορευματοπαραγωγών και καπιταλιστικής κοινωνίας ανάγεται σε καθαρά ποσοτική.

Ο Σισμοντί εδώ δεν πρωτοτυπεί. Απλώς συνεχίζει ιδιότυπα την κλασική αστική παράδοση της φιλοσοφίας του ανθρώπου. Για τη φεουδαρχική συνεί­δηση, ο άνθρωπος πρόβαλε ως κοινωνική οντότητα πλήρως προκαθορισμένη από τη φυσική της υπόσταση., δεδομένου ότι η ένταξη του σε ορισμένη ομάδα ήταν πάντοτε προκαθορισμένη από τη φυλογένεση από τη γενεαλογία του. Η αστική συνεείδηση επίσης δεν είναι ικανή να διακρίνει την ουσία του ανθρώπου από τη φύση του (όπως και το εσωτερικό από το εξωτερικό κλπ.) Όμως η αστική αντίληψη για τον άνθρωπο έγκειται στο γεγονός ότι ως ουσία εκλαμβάνεται η αποκλειστικά ατομική φύση του ανθρώπου και κατά κύριο λόγο εκείνο το οποίο προσιδιάζει στη διαδικασία της οντογένεσης του ανθρώπου. Οι κοινωνικές, διαφοροποιήσεις δεν προβάλλουν πλέον ως φυσικές διακρίσεις όπως κατά το μεσαίωνα (η αναβίωση του μεσαιωνικής απόχρωσης κοινωνικού ρατσισμού πρωτοεμφανίζεται στην εκχυδαϊσμένη αστική ιδεολο­γία στα τέλη του 19ου αι.). Στην πορεία της εμφάνισης και διαμόρφωσης του καπιταλισμού το άτομο ως ξεχωριστή οντότητα, απαλλαγμένο από τα δεσμά της δουλοπαροικίας και της φεουδαρχικής συντεχνίας γίνεται «αυτοτελές» υποκείμενο, γίνεται πρόσωπο που αναπτύσσει δραστηριότητα και συνάπτει σχέσεις. Πρόκειται για δραστηριότητα και για σχέσεις που (στα πλαίσια της δέσμιας στις καπιταλιστικές σχέσεις συνείδησης) προβάλλουν ως σχέσεις βουλητικού και νομικο-πολιτικού χαρακτήρα. Χρειάσθηκε να περάσει η κοινωνία από την τραγική δοκιμασία της απόσπασης των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και τους όρους εργασίας για να αναδειχθεί από την άνοδο του καπιταλισμού το πρότυπο εκείνο του ατόμου που αποτέλεσε τη βάση των αστικών ανθρωπολογικών απόψεων12.

Μαζί με τις οντογενετικές φυσικές ιδιότητες του ξεχωριστά παρμένου ατόμου, του εκπροσώπου του είδους homo sapiens η αστική συνείδηση εντοπίζει και κάποιες άμεσα και εσωτερικά προσιδιάζουσες σε κάθε άτομο ιδιότητες, κατηγορήματα κοινωνικού (συγκεκριμένου ιστορικού) χαρακτήρα, τις οποίες ππροσλαμβάνει ως εξίσου φυσικές. Ο θεμελιώδης αντιιστοριομός της αστικής κοινωνικής φιλοσοφίας (η άλλη όψη της ανικανότητας της να δια­κρίνει την ουσία της κοινωνίας στην αντιφατικότητα της ως διαφορετική από την αμεσότητα της) βρίσκεται στη δάση όλων των αντιφατικών ανθρωπολο­γικών εγχειρρημάτων της.

Όλες οι αστικές ανθρωπολογικές απόψεις είναι ανίκανες (όχι υποκειμε­νικά, αλλά από την σκοπιά των μεθοδολογικών περιορισμών του τρόπου προσέγγισης που υιοθετούν) να διατυπώσουν κάποια μη αντιφατική οριοθέ­τηση των εννοιών «φύση» και «ουσία» του ανθρώπου.

Κατ' αυτό τον τρόπο η ύπαρξη οποιασδήποτε τέτοιου είδους σύγχυσης ουσίας και φύσης του ανθρώπου, αναγωγής της πρώτης (είτε στοιχείων της) στην δεύτερη, αποτελεί σαφή ένδειξη αντιιστορικής αντιμετώπισης τον κα­πιταλισμού13.

Στις συγκεκριμένες-ιστορικές ιδιότητες της «φύσης» του ανθρώπου σύσ­σωμοι σχεδόν οι εκπρόσωποι της κλασικής αστικής σκέψης κατατάσσουν τα λεγόμενα έμφυτα δικαιώματα, δηλαδή τις ιδεολογικές μορφές που αντανα­κλούν τις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις. «Η σφαίρα της κυκλοφορίας και της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσια της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ...»14.

Οι τόσο διαδεδομένες κατά την κλασική περίοδο ροόινσονιάδες στην πολιτική οικονομία, αποτελούν απόπειρες διερεύνησης και ερμηνείας των νομοτελειών της παραγωγής, όχι στα πλαίσια των συγκεκριμένων ιστορικών κοινωνικών συνθηκών, αλλά με τη βοήθεια του αφηρημένου μοντέλου ενός απομονωμένοου παραγωγού (κυνηγού, αλιέα, γεωργού κλπ.) ο οποίος προβάλ­λει ως ενσάρκωση του εκάστοτε ανθρωπολογικού προτύπου. Η αφέλεια του αντιιστορισμού των ανθρωπολογικών απόψεων που βρίσκονται στη βάση αυτού του μοντέλου είναι συχνά παροιμιώδεις.

Ο D. Ricardo αναγκάζει αμέσως τον πρωτόγονο ψαρά και τον πρωτόγονο κυνηγό «υπό την ιδιότητα των κατόχων εμπορευμάτων, να ανταλλάσσουν ψάρι και θήραμα ανάλογα με τον αντικειμενοποιημένο σ' αυτές τις ανταλλα­κτικές αξίες χρόνο εργασίας. Καιι μάλιστα πέφτει σε τέτοιον αναχρονισμό, ώστε ο πρωτόγονος ψαράς και ο πρωτόγονος κυνηγός χρησιμοποιούν κατά τον απολογισμό των εργαλείων εργασίας τους τους πίνακες των ετήσιων ποσοστιακών αποσβέσεων που ίσχυαν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου το 1817"15

Ο Σισμοντί συνεχίζει αυτή την παράδοση της κλασικής αστικής οικονο μίας. Μόνο που το ανθρωπολογικό πρότυπο της ροβινσονιάδας του, δεν είναι ο εξιδανικευμένος αστός των προκατόχων του, αλλά ο εξιδανικευμένος μικροαστός, ο αγρότης με το πατριαρχικό μικρό νοικοκυριό του, είτε ο χειροτέχνης-μάστορας μικροπαραγωγός.

Με 6άση λοιπόν το «μικροαστικό και μικροαγροτικό μέτρο» ο Σισμοντί «ανέλυσε με πολύ μεγάλη οξύνοια τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής. Ξεσκέπασε τις υποκριτικές απολογίες των οικονομολόγων. Απόδειξε με αδιάψευστο τρόπο τα καταστροφικά αποτελέσματα των μηχανών και του καταμερισμού της εργασίας, τη συγκέντρωση των κεφαλαίων και της γαιοκτησίας, την υπερπαραγωγή, τις κρίσεις, τον αναγκαστικό αφανισμό των μικροαστών και των αγροτών, την αθλιότητα του προλεταριάτου, την αναρχία στην παραγωγή, τη χτυπητή δυσαναλογία στην κατανομή του πλούτου, τον εξοντωτικό βιομηχανικό πόλεμο ανάμεσα στα έθνη, τη διάλυση των παλιών εθίμων, των παλιών οικογενειακών σχέσεων των παλιών εθνοτήτων»16.

Ο Σισμοντί εισήγαγε στο λεξιλόγιο της κοινωνικής επιστήμης των νέων χρόνων την λέξη «προλεταριάτο» ανασημασιοδοτώντας τον αρχαίο λατινικό όρο. Όλο το έργο του διέπεται από μια φιλανθρωπική συναίσθηση των απάνθρωπων συνθηκών ζωής του προλεταριάτου και άλλων εργαζομένων. «Το κέρδος του επιχειρηματία συχνά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ληστεία των χρησιμοποιούμενων από αυτόν εργατών. Δεν εξοικονομεί επειδή η επιχείρηοή του παράγει περισσότερα απ όσα έχουν ξοδευθεί γι' αυτήν, αλλά επειδή δε δίνει στους εργάτες αρκετή αμοιβή για την εργασία τους»17. Περιγράφοντας την κατάσταση της Μ. Βρετανίας ο Σισμοντί μέμφεται εκείνους που «δε δίνουν σημασία στο γεγονός ότι όλοι όσοι ζουν με την εργασία των χεριών τους, όλοι οι δημιουργοί του πλούτου αναγκάζονται να περιορίζονται στα πλέον απα­ραίτητα, ότι το ένα δέκατο τους κάθε χρόνο υποχρεώνεται να καταφεύγει στη δημόσια φιλανθρωπία, ότι τα τρία πέμπτα του έθνους που αποκαλούν πλούσιο, δοκιμάζουν ακόμα μεγαλύτερες στερήσεις από αυτές που δοκιμάζει το ίδιο μέρος άλλων εθνών που αποκαλούνται φτωχά»18. Παρά τη φιλανθρω­πική στάση του (ή μάλλον ακριβώς λόγω αυτής της μικροαστικής στάσης του) δεν κατανοούσε τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης. Αν και κάθε άλλο παρά σοσιαλιστής ήταν η ίδια η εποχή, που έδωσε στην κριτική που ασκούσε στον καπιταλισμό σοσιαλιστικό χαρακτήρα καθιστώντας τον, όπως έλεγαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο, αρχηγό της φιλολογίας του μικροαστικού σοσιαλισμού όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στην Αγγλία19.

Σε αντιδιαστολή με την παράδοση των A.Smith και D.Ricardo που επικέντρωναν την προσοχή τους στην συσσώρευση, ο Σισμοντί, ξεκινώντας από τα πρωτεία των αναγκών και της κατανάλωσης, έθεσε στο προσκήνιο της θεώρησης του την αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης και αναφορικά με αυτή την αντίθεση — το πρόβλημα της αγοράς. Στην εξελικτική αντίληψη του Ricardo, ο οποίος έβλεπε την οικονομική διαδικασία ως αλληλοδιαδοχή καταστάσεων ισορροπίας μέσω κάποιας αυτόματης «προσαρμο­γής», ο Σισμοντί αντιπαραθέτει την αντίληψη του για τις οικονομικές κρίσεις.

Σε γενικές γραμμές η αντίληψη του Σισμοντί για τον καπιταλισμό είναι η εξής20: Επιδιώκοντας την κερδοφορία οι καπιταλιστές προσπαθούν να απομυζήσουν όσον μπορούν περισσότερο κέρδος από τους εργάτες τους. Λόγω των φυσικών νόμων του πολλαπλασιασμού, η προσφορά εργασίας υπερτερεί μόνιμα της ζήτησης, γεγονός που επιτρέπει στους καταναλωτές να κρατούν το μισθό σε επίπεδα πείνας, με αποτέλεσμα να περιορίζεται στο ελάχιστο η αγοραστική δύναμη των εργατών, παρά το γεγονός ότι η εργασία τους παράγει όλο και περισσότερα εμπορεύματα, Η εισαγωγή των μηχανών με την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανεργίας, επιτείνει τη δυσαναλογία. Έτσι όλο και περισσότερη κοινωνική εργασία ασχολείται με την παραγωγή πολυτελών αγαθών για τους πλούσιους, η ζήτηση των οποίων είναι περιορισμένη και ασταθής. Από εδώ λοιπόν, από την εικόνα της υπερπαραγωγής και της υποκατανάλωσης που παρουσιάζει ο Σισμοντί, συνάγει σχεδόν άμεσα το αναπόφευκτο των κρίσεων21.

Η μόνη σωτηρία που 6λέπει ο Σισμοντί είναι η ενίσχυση του ρόλου κάποιων «τρίτων προσώπων» που θα αντισταθμίζουν την αντίθεση κεφά-λαιου-μισθωτής εργασίας. Εδώ εκδηλώνεται η ιδιότυπη σχέση μεταξύ Μάλθους και Σισμόντι. Ο πρώτος «δανείζεται» από τον δεύτερο τις αντιθέσεις που αυτός επισημαίνει (για να τις χρησιμοποιήσει κατά του προλεταριάτου και υπέρ των μεγαλογαιοκτημόνων) ο δε δεύτερος «δανείζεται» από τον πρώτο μιαν εκδοχή της περί υπερπληθυσμού «θεωρίας» του. Δε διστάζει μάλιστα να επικρίνει και την πολιτική της εκκλησίας που δεν παρεμβαίνει στο θέμα της γεννητικότητας και των γάμων.... Και οι δύο προβάλλουν την αναγκαιότητα κάποιων «τρίτων προσώπων». Μόνο που σε αντιδιαστολή με τον αντιδραστικό απολογητή των Αγγλων μεγαλογαιοκτημόνων, ο Σισμοντί εντάσσει σε αυτά προπαντός τους μικρούς εμπορενματοπαραγωγονς (αγρό­τες, χειροτέχνες, μάστορες κλπ.), θεωρούσε επίσης ότι η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ανέφικτη χωρίς την εξωτερική αγορά την οποία ο Σισμοντί ανήγαγε μονόπλευρα σε εξαγωγή εμπορευμάτων από τις ανεπτυγμένες χώρες στις λιγότερο ανεπτυγμένες22.

Απορρίπτοντας το ρόλο του «αόρατου χεριού» το οποίο κατά τον A.Smith εναρμονίζει τον κυκεώνα των ιδιοτελών κινήσεων των ατόμων προωθώντας το κοινωνικό σύνολο, ο Σισμοντί καταδεικνύει τις τρομακτικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Εκείνο που ο Σισμοντί προτείνει θετικά είναι η λήψη σειράς μέτρων κρατικού παρεμβατικού χαρακτήρα οε κλίμα συναίνεσης μεταξύ των «κοινω­νικών εταίρων». Επέμεινε για την λήψη «μόνο βαθμιαίων και πλάγιων μέτρων εκ μέρους της νομοθεσίας, μόνο την πραγμάτωση στις σχέσεις μεταξύ αφεντικού και εργάτη πλήρους δικαιοσύνης, η οποία θα επιφόρτιζε τον πρώτο με όλη την ευθύνη για το κακό που προκαλεί στο δεύτερο»23.

Προτείνει τη δημιουργία κοινωνικής πρόνοιας για την προάσπιση εκείνων «οι οποίοι λόγω της ατέλειας των θεσμών μας δεν μπορούν να υπερασπισθούν μόνοι τους τον εαυτό τους»24, για τη μείωση του χρόνου εργασίας, για τη θέσπιση ελάχιστου μισθού, κάνει λόγο για το επιθυμητό της συμμετοχής των εργατών στα κέρδη...

Είναι πραγματικά συναρπαστικά τα κείμενα του Σισμοντί. Μόνο που δεν εντάσσονται στην καθαυτό επιστημονική βιβλιογραφία. Η διαπραγμάτευση πλευρών και πτυχών της καπιταλιστικής οικονομίας και η ανάδειξη αντιφα­τικών και αρνητικών πλευρών της διαδραματίζουν στο έργο του κατά κάποιο τρόπο δευτερεύοντα ρόλο εφόσον αποτελούν την αφορμή-για την ηθικολογική-ανθρωπολογική κριτική του και την παρουσίαση της οπισθοδρομικής τον ουτοπίας. Από θεωρητικής πλευράς ο Σισμοντί λίγα πράγματα έχει να προ­βάλλει, υστερώντας κατά πολύ στην ερμηνεία των θεμελιωδών κατηγοριών ακόμα και από τον A.Smith.

Μάταια θα αναζητήσει κανείς στα κείμενα του αυστηρή ανάπτυξη των θεωρητικών ζητημάτων που έθεσε η κλασική αστική οικονομική σκέψη, πόσο μάλλον μιαν εσωτερικά συγκροτημένη θεωρία για τις σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού. Η αντιφατικότητα του είναι πασιφανής σε κάθε 6ήμα. Ξεχνώ­ντας π.χ. τα περί «ληστείας των εργατών» κάπου βλέπει το κεφάλαιο σαν «πράγμα σε ακινησία», ενώ αλλού υιοθετεί την άποψη του «πρωτοπόρου» εκχυδαϊστή της πολιτικής οικονομίας J.B. Say περί του κεφαλαίου ως «πα­ράγοντα της παραγωγής» ταυτίζοντας το με τα μέσα παραγωγής25, και για τη συσσώρευση ως πράξη συνδεόμενη με την αρετή και την εγκράτεια του καπιταλιστή. Αλλού πάλι υιοθετεί την (γεωγραφικά εγγύτερη γι' αυτόν) αντίληψη των φυσιοκρατών για τη γαιοπρόσοδο σαν «δώρο της γης». Ενώ στηλιτεύει τη δυσαναλογία στην κατανομή του πλούτου, πλέκει το εγκώμιο της νομικής προάσπισης της διότι «αυτή η ανισομέρεια υπηρετεί το κοινό όφελος»26. Ενώ έχει αφιερώσει τόσες σελίδες στην αθλιότητα της ανισότητας, μέμφεται εκείνους που θέλουν να καταργήσουν αυτή την τάξη που «εξυπηρετεί και το φτωχό και τον πλούσιο» και περιορίζεται μόνο στη «βελτίωση και διατήρηση της»27. Κατά τον Σισμοντί «ο νομοθέτης δεν πρέπει να θέτει ως στόχο του την ισότητα της κατάστασης όλων των ανθρώπων, αλλά την ευδαιμονία των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει ο καθένας τους. Δε θα πετύχει αυτήν την ευδαιμονία με το μοίρασμα των περιουσιών. Κατ1 αυτό τον τρόπο θα κατέστρεφε μόνο την εργατικότητα, η εργασία είναι η μοναδική πηγή του πλούτου — λέει εναρμονιζόμενος με τους κλασικούς της αστικής οικονομικής σκέψης — και κίνητρο για την εργασία είναι ακριβώς η περιουσιακή ανισότητα, την οποία η εργασία αναδημιουργεί αδιάλειπτα»28. Οι θέσεις του αυτές κάνουν σαφή τη διαφορά του από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές της εποχής του (R.Owen, F.Fourier, Saint-Simon κ.ά.). Αν και αναφέρεται στο ευκταίο και επιθυμητό της συγκρότησης «συνεταιρισμένων παραγωγών», σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές αφ' ενός μεν υπέτασσε αυτόν τον ευσεβή πόθο στα πλαίσια του ιερού και απαρα6ίαστου της αστικής νομικο-πολιτικής θεσμικότητας, <αφ' ετέρου δε, οι παραγωγοί αυτοοί δεν ήταν άλλοι από τους εξιδανικευμένους μικροπαραγωγούς με τα πρωτόγονα παρα­δοσιακά και ατομικά κινούμενα ιδιόκτητα μέσα εργασίας τους, (γη, εργαλεία κλπ.), ενώ ο συνεταιρισμός που ονειρευόταν δεν ήταν άλλος από μιαν αναβίωση της μεσαιωνικής συντεχνίας29. Έτσι όπως επισήμανε ο Λένιν, η δασική διαφορά μεταξύ του Σισμοντί και των ουτοπιστών-σοσιαλιστών είναι, ότι ενώ ο πρώτος στρεφόταν προς τα πίσω, οι δεύτεροι στρέφονταν μπροστά30.

Και η οπισθοδρομική αυτή τάση του Σισμοντί αποκτά απροκάλυπτα αντιδραστικό-ουτοπικό χαρακτήρα, όταν επικαλούμενος τα δεινά που επέφε­ραν οι μηχανές στρέφεται κατά των επιστημονικών ανακαλύψεων και ευρε­σιτεχνιών...

Ο Λένιν έδειξε πως οι ρομαντικοί τύπου Σισμοντί ανοίγουν κατά τον ίδιο τρόπο «τη μικρή παραγωγή σε «κοινωνική οργάνωση», σε «μορφή παραγωγής, αντιπαραθέτοντας την στον καπιταλισμό», γεγονός που, εκτός από εξαιρετική αφέλεια, «είναι ένας τεχνητός και λαθεμένος χωρισμός της μιας μορφής της εμπορευματικής οικονομίας (μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο) και καταδίκη της, με ουτοπική εξιδανίκευση της άλλης μορφής της ίδιας εμπορευματικής οικο­νομίας (μικρή παραγωγή)»31. Εννοούν λοιπόν κάποιο αφηρημένο «μικρό νοικοκυριό» που στέκει έξω από τις ιστορικά συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, τρέφοντας αυτααπάτες σχετικά με τον δήθεν εναλλακτικό ως προς τον καπιταλισμό χαρακτήρα μιας γενικευμένης θέσπισης αυτού του αφηρημένου προτύπου τους. Αγνοούν δηλαδή παντελώς δύο αποφασιστικής σημασίας γεγονότα: Ότι δηλαδή η μικρή παραγωγή που βασίζεται σε κινού­μενα από την ατομική εργασία μέσα παραγωγής με την αναγκαία συνακό­λουθη της ιδιωτική ιδιοκτησία του άμεσου παραγωγού στις συνθήκες παρα­γωγής του νομοτελειακά: 1. είτε καταστρέφεται στην προκαπιταλιστική μορφή της με την άνοδο του καπιταλισμού που έχει ως απαραίτητη προϋ­πόθεση την απαλλοτρίωση του άμεσου παραγωγού (βλ. την «πρωταρχική συσσώρευση»), είτε 2. στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό αναπαράγεται ως υποταγμένη ασταθής και ενδιάμεση μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μεταξύ μεγάλου κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Εκείνο λοιπόν που διαφεύγει παντελώς από τη ρομαντική «λογικκή» είναι το γεγονός ότι το ιδεώδες της «μικρής παραγωγής» ιστορικά μεν γεννά τον καπιταλισμό ο οποίος αποτελεί τη νομοτελειακή μετεξέλιξη της μικρής παραγωγής, λογικά δε, στον ανεπτυγ­μένο καπιταλισμό αποτελεί αναπόσπαστο συμπληρωματικού, παραπληρωματικού και υποταγμένου χαρακτήρα και προς τη μεγάλη κεφαλαιοκρατική παραγωγή συστατικό στοιχείο της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγω­γής του όλου πλέγματος των καπιτααλιστικών κοινωνικών σχέσεων. «Στην πραγματικότητα ο μικροπαραγωγός που αποθεώνεται από τους ναρόντνικους, είναι για το λόγο αυτό ένας μικροαστός· ο μικροαστός αυτός που 6ρίσκεται στις ίδιες αντιφατικές σχέσεις, όπως και κάθε άλλο μέλος της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, υπερασπίζει τον εαυτό του επίσης με την πάλη και η πάλη αυτή από το ένα μέρος δημιουργεί συνεχώς μια μικρή μειοψηφία μεγαλοαστών και από το άλλο σπρώχνει την πλειοψηφία στις γραμμές του προλεταριάτου. Στην πραγματικότητα, — συνεχίζει ο νεαρός Λένιν, — ... δεν υπάρχουν μικροπαραγωγοί που να μη βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές αντίθετες τάξεις, και η μέση αυτή θέση καθορίζει κατ1 ανάγκην τον ειδικό χαρακτήρα της μικροαστικής τάξης, τη διττότητα, τη διπλοπροσωπία της την έλξη της προς τη μειοψηφία που 6γαίνει κερδισμένη από τον αγώνα, την εχθρική της στάση απέναντι στους «αποτυχημένους», δηλ. στην πλειοψη­φία»32. Και ο Λένιν καταλήγει: «Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η εμπορευ­ματική οικονομία, τόσο πιο δυνατά και έντονα προβάλλουν οι ιδιότητες αυτές τόσο πιο φανερό γίνεται ότι η εξιδανίκευση της μικρής παραγωγής εκφράζει απλώς μια αντιδραστική, μικροαστική άποψη»33.

Ως προς το θετικό του περιεχόμενο, ο ουτοπικός αυτός «σοσιαλισμός» δεν παύει να «θέλει είτε ν' αποκαταστήσει τα παλιά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής και μαζί τους τις παλιές σχέσεις ιδιοκτησίας και την παλιά κοινωνία, είτε να 'κλείσει ξανά με τη 6ία τα σύγχρονα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής μέσα στα πλαίσια των παλιών σχέσεων ιδιοκτησίας, των σχέσεων που είχαν ανατιναχθεί και που δεν μπορούσαν παρά να ανατιναχθούν απ' αυτά τα ίδια τα σύγχρονα μέσα παραγωγής. Και στις δυο περιπτώσεις ο σοσιαλισμός αυτός είναι ταυτόχρονα και αντιδραστικός και ουτοπικός.

Συντεχνιακό καθεστώς για τη βιομηχανία και πατριαρχική οικονομία για την αγροτική οικονομία, αυτή είναι η τελευταία του λέξη»34, συνοψίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς.

Βέβαια ο μικροαστικός χαρακτήρας της ουτοπίας του Σισμοντί δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν κάτι το πρωτόγονο παρ' όλη την αφέλεια του) και να ερμηνεύεται στα πλαίσια ενός αναγωγικού κοινωνιολογισμού. Ο ίδιος ο Σισμοντί έλεγε: «Με παρουσίασαν στην πολιτική οικονομία εχθρό της κοινωνικής προόδου, οπαδό των 6άρ6αρων και καταπιεστικών θεσμών. 'Όχι δε θέλω εκείνο που υπήρχε κάποτε, θέλω όμως κάτι το καλύτερο σε σύγκριση με το σημερινό. Δεν μπορώ να κρίνω για το παρόν, παρά μόνο συγκρίνοντας το με το παρελθόν και δεν επιθυμώ καθόλου την αναστήλωση των παλαιών ερειπίων, όταν αποδεικνύουν με τη βοήθεια τους τις αιώνιες ανάγκες της κοινωνίας»35. Στην πολλεμική του με τη ρικαρντιανή σχολή που δεν έβλεπε άλλη


προοπτική κοινωνικής ανάπτυξης από τον καπιταλισμό, ο Σισμοντί έθετε το ερώτημα: Μπορούμε άραγε στη 6άση του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός είναι προοδευτικότερος από το σχηματισμό που αντικατέστησε να συμπεράνουμε «ότι κατακτήσαμε τώρα την αλήθειαα, ότι δε θα ανακαλύψουμε μια θεμελιώδη φαυλότητα στο σύστημα της μισθωτής εργασίας... όπως την ανακαλύψαμε στα συστήματα της δουλείας, της φεουδαρχίας, των συντεχνιών... θα έλθει, αναμ­φίβολα, ο καιρός που τα εγγόνια μας θα μας θεωρούν βάρβαρους επειδή αφήσαμε τις εργαζόμενες τάξεις χωρίς προστασία, θα μας θεωρούν εξίσου 6άρ6αρους με εκείνα τα έθνη που έχουν υποδουλώσει αυτές τις τάξεις»36. Το γεγονός ότι ο Σισμοντί σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη θετικιστική-εξελικτι-κή υπεραισιοδοξία για την πορεία της κεφαλαιοκρατίας που κυριαρχούσε στην οικονομολογία της εποχής του, αντιλαμβάνεται την αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας και υποψιάζεται τον παροδικό της χαρακτήρα συνιστά μεγάλη συμβολή. Αντιδραστικός δεν ήταν επειδή απεργαζόταν κυριολεκτικά μια παλινόρθωση του μεσαίωνα, αλλά επειδή «στους πρακτικούς του πόθους «σύγκρινε το παρόν με το παρελθόν» και όχι με το μέλλον ακριβώς επειδή «προσπαθούσε να αποδείξει τις αιιώνιες ανάγκες της κοινωνίας» με τη βοήθεια των «ερειπίων» και όχι με τη βοήθεια των τάσεων της νεότατης ανάπτυξης»37. Ούτε πρέπει να φανταζόμαστε το χαρακτηρισμό «μικροαστικός» ως μομφή για κάποια άμεση ιδιοτελή ταύτιση του Σισμοντί με τα συμφέροντα του μικρομαγαζάτορα ή του μικροκτηματία. Οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των μικροαστών μπορεί από άποψη μόρφωσης, καλλιέργειας και ατομικής κατά­στασης να διαφοροποιούνται ριζικά από τη μικροαστική τάξη. «Εκπρόσωπους του μικροαστού — κατά τον Κ. Μαρξ τους κάνει το γεγονός ότι η σκέψη τους δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια που δεν ξεπερνά η ζωή των μικροαστών, και γι αυτό θεωρητικά φτάνουν στα ίδια προβλήματα και στις ίδιες λύσεις, στα οποία οδηγεί τον μικροαστό πρακτικά το υλικό του συμφέρον και η κοινωνική του κατάσταση. Αυτή είναι γενικά η σχέση μεταξύ πολιτικών και φιλολογικών εκπροσώπων μιας τάξης και της τάξης που αυτοί εκπροσω­πούν»38.

Η συμβολή του Σισμοντί στην οικονομική σκέψη μπορεί να αποτιμηθεί συγκεκριμένα και ιστορικά μόνον αν το έργο του ενταχθεί στη δυναμική της ανάπτυξης της οικονομικής επιστήμης, αλλά και ευρύτερα της κοινωνικο-φιλοσοφικής σκέψης της εποχής του39. Κατά τον Μαρξ «η ιστορία της σύγχρονης πολιτικής οικονομολογίας τελειώνει με τον Ρικάρντο και τον Σισμοντί —με δυο αντίποδες από τους οποίους ο ένας μιλά αγγλικά και ο άλλος γαλλικά, — όπως τότε που αρχίζει στα τέλη του XVII αιώνα με τους Petty και Boisguillebert»40. Και πράγματι η ιστορικά διαμορφωμένη ιδιο­τυπία της εθνικής πολιτισμικής παράδοσης, παίρνει στο έργο του Σισμοντί τη μορφή της από οπισθοδρομικής κριτικής του αναπτυγμένου καπιταλισμού και των συνεπειών της ανάπτυξης του. Ο Σισμοντί «επιτίθεται στο μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Boisguillebert επιτίθεται στο χρήμα. Αν στο πρόσωπο του Ρικάρντο η πολιτική οικονομία συνάγει ανελέητα τα τελικά της πορίσματα, και μ' αυτό ολοκληρώνεται, ο Σισμοντί συμπληρώνει αυτό το αποοτέλεσμα αποτελώντας ο ίδιος την αμφι­βολία της»41. Οι οικονομολόγοι, που όπως ο Ρικάρντο, ταύτιζαν την ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας με την ουσία της κοινωνίας γενικά (δηλ. ταύτιζαν την παραγωγή υπεραξίας με τον τρόπο παραγωγής με την ευρεία του έννοια, με κάθε κοινωνικό τρόπο παραγωγής με οποιαδήποτε παραγω­γική αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση), έστρεφαν την προσοχή τους μόνο στην ανάπτυξη των παραγωγικκών δυνάμεων, τις οποίες ταύτιζαν συχνά με τα μέσα παραγωγής (διότι οι συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις παραγωγής προσλαμβάνονται εδώ απλώς ως «τελετουργικές μορφές» των παραγωγικών δυνάμεων), και «στην αύξηση του βιομηχανικού πληθυσμού και εξετάζουν την προσφορά άσχετα με τη ζήτηση, — κατανόησαν τη θετική ουσία του κεφαλαίου ορθότερα και βαθύτερα απ' ό,τι εκείνοι οι οικονομολόγοι, οι οποίοι, όπως ο Σισμοντέ, υπογραμμμίζουν τα όρια της κατανάλωσης και του υπάρχοντος κύκλου ισοδυνάμων, αν και ο Σισμοντί κατανόησε βαθύτερα το περιορισμένο της θεμελιωμένης στο κεφάλαιο παραγωγής, τον αρνητικό μονόπλευρο χαρακτήρα της. Ο Ρικάρντο κατανόησε περισσότερο την καθο­λική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ο Σισμοντί — τον ιδιότυπο περιορισμό του»42. Από αυτή την άποψη ο Σισμοντί επικεντρώνει την προσοχή του στο γεγονός ότι η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι αντιφατική και διαισθάνεται ότι αυτή η αυτοανάπτυξη θα προσκρούσει σε κάποιο όριο γεννημένο από την ίδια, ότι οι αντιφάσεις που γεννά πρέπει να οδηγήσουν τον καπιταλισμό στον θάνατο του. Ωστόσο, εφ' όσον ο ιστορικός χαρακτήρας και η δυναμική αυτών των αντιφάσεων δεν αποκαλύπτονται σε καθαρή μορφή δεδομένου ότι κάποιες αντιφάσεις απλώς επισημαίνονται, όπως επισημαίνο­νται, διαισθητικά, και εφ' όσον η διαίσθηση αυτή κατευθύνεται από την οπτική της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και όχι από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, του δυναμικού πόλου της θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλισμού, το αντικείμενο της έρευνας (ο καπιταλισμός) και η υπάρχουσα θεωρία επι­κρίνονται απλώς εξωτερικά και επιφανειακά. Και αυτό διότι η κριτική του Σισμοντί δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τις προϋποθέσεις τόσο του καπιτα­λισμού, όσο και της αστικής οικονομικής σκέψης, προσλαμβάνοντας τις ως δεδομένες και ουσιαστικά αμετάβλητες.

«Να γιατί θα ήθελε μέσω του ήθους, του νόμου κλπ. να θεσπίσει εξωτερικά όρια για την παραγωγή, τα οποία ωστόσο ακριβώς επειδή είναι απλώς εξωτερικά και τεχνητά όρια θα ανατρέπονταν αναπόφευκτα από το «κεφά­λαιο»43.


Η προσέγγιση ενός γνωστικού αντικειμένου το οποίο συνιστά οργανικό όλο, προσέγγιση που περιορίζεται σε μιαν επιφανειακή επισήμανση ~ απα­ρίθμηση αντιφάσεων, έξω από μια συστηματική κατηγοριακή αντίληψη για το αντικείμενο, είναι ανίκανη να έχει μια σαφή ιεραρχημένη διατεταγμένη εικόνα για τη θέση, το χαρακτήρα, τις σχέσεις και το ρόλο της κάθε αντίφασης σε αυτό, για τη δυναμική που συνιστά η κλιμακούμενη διαβάθμιση της αμοιβαίας σχέσης των πόλων της δαασικής αντίφασης (ταυτότητα, διάκριση, διαφορά, αντίθεση και καθαυτήν αντίφαση) η οποία (αντίφαση) με την κίνηση της καθορίζει με διαφορετικό τρόπο τη καθεμία από τις υπόλοιπες (παράγω­γες, δευτερεύουσες κλπ.) αντιφάσεις του αντικειμένου. Η ανικανότητα αυτή υπονομεύει και ευνουχίζει εκ προοιμίου την όποια επαναστατική, ριζοσπα­στική διάθεση του φορέα μιας τέτοιας προσέγγισης, εφ' όσον χωρίς τις παραπάνω θεωρητικές προϋποθέσεις είναι αδύνατο να θεωρηθεί το αντικεί­μενο ως διαδικασία αυτοανάπτυξης η οποία αρθρώνεται τελικά από τη διαδικασία επίλυσης της ουσιώδους αντίφασης του οργανικού όλου44. Μ' άλλα λόγια, είναι αδύνατο να θεωρηθεί το εν λόγω αντικείμενο ως διαδικασία αυτοανάπτυξης, η οποία έχει την προοδευτική και την οπισθοδρομική φάση της, η οποία οδηγεί το αντικείμενο σε μιαν άλλη ποιότητα μέσω της άρνησης — «άρσης» του εαυτού του. Τέτοιου είδους προσέγγιση δεν μπορεί παρά να είναι στον ένα ή στον άλλο 6αθμό αντιιστορική45. Στην οικονομική και φιλοσοφική σκέψη της περιόδου που εξετάζουμε, η σύγχυση επιτείνεται και από το γεγονός ότι η έρευνα αφορά ταυτόχρονα δύο γνωστικά αντικείμενα η διάκριση των οποίων ήταν τότε αντικειμενικά ανέφικτη. Πρόκειται για δύο ολότητες από τις οποίες η μία (ο καπιταλισμός) αποτελεί τη σχετικά αυτοτελή τελική φάση διαμόρφωσης της δεύτερης (της ώριμης κοινωνίας, της ανθρω­πότητας ως ολότητας).

Από τη σκοπιά λοιπόν της επιφανειακής (διαισθητικής κλπ.) επισήμανσης κάποιων αντιφάσεων του αντικειμένου διακρίνεται μια κάποια εικασία για την ιστορικότητα του αντικειμένου. Τα ψήγματα αυτά ιστορισμού, μπορεί καταρ­χήν να συνιστούν πρόοδο σε σύγκριση με τον αφελή θετικιστικό εξελικτικισμό των κλασικών που δεν έβλεπαν καν αντιφάσεις στον καπιταλισμό, πρακτικά όμως μπορούν να οδηγήσουν, μόνο σε εξωτερικές, αυθαίρετες, επιφανειακές και τεχνητές (στην περίπτωση του Σισμοντί-αντιδραστικές) ουτοπικές «εναλ­λακτικές» προτάσεις, ανίκανες να θίξουν την ουσία του καπιταλισμού. Όσο όμως η υπάρχουσα πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση και δε διαφαίνονται αντικειμενικές δυνάμεις (είτε επειδή δεν υπάρχουν είτε επειδή η ύπαρξη και ο ρόλος τους δεν έχουν θεμελιωθεί θεωρητικά) ικανές να την ανατρέψουν, η πραγματικότητα αυτή προσλαμβάνεται ως εξωτερική ως προϊόν αυθαιρεσίας. Οι ανεπίλυτες αντιφάσεις της πραγματικότητας αντικαθίστανται, και διευθετούνται στο πεδίο της συνείδησης ως ευσεβείς πόθοι. Η πραγματική κατάσταση αντιστρέφεται και υποκαθίσταται από τη φανταστική. Η «λογι­κή» αυτής της πράξης που απορρέει απ' όσα περιγράψαμε παραπάνω έχει ως εξής: Ο καπιταλισμός είναι αντιφατικός και φθοροποιός. Ξεκίνησε από την Αγγλία και «θέλουν να τον επι6άλλουν στ' άλλα έθνη». Είναι «τεχνητός», «επιβεβλημένος» έξωθεν και άνωθεν, φυτό «του θερμοκηπίου», «σκόπιμα εισαχθέν», «θεσπισμένο», «λάθος του νομοθέτη» είτε προϊόν «άγονου μιμη­τισμού». Ιθύνων νους όμως που παρέσυρε τον νομοθέτη στη «θέσπιση» και «επιβολή» του δεν είναι άλλος από τη σύγχρονη του οικονομική θεωρία. Πρόκειται τελικά για «λάθος των οικονομολόγων» που «το έριξαν (se sont jetes) στις αφαιρέσεις και ξέχασαν τον άνθρωπο»... Δεν είναι όμως μόνο η οικονομία που οδηγεί τον Σισμοντί σε τέτοιου είδους αντίληψη. «Ένα από τα σημαντικότερα πορίσματα τα οποία μπορούν να συναχθούν στη βάση της μελέτης της ιστορίας, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση είναι η πιο πραγματική αιτία του χαρακτήρα του λαού»46, μας πληροφορεί ο Σισμοντί ως ιστορικός (από τη σκοπιά δηλαδή της κύριας ασχολίας του).

Αρκεί λοιπόν να επιλέγει ο θεωρητικός το «σωστό» μοντέλο για να το εφαρμόσει ο νομοθέτης! Όλη η αντικειμενική κοινωνική πραγματικότητα (πόσο μάλλον η οικονομία, τα μέσα παραγωγής, η τεχνολογία κλπ.) δεν είναι παρά μόνο ενσάρκωση ιδεατών μοντέλων!

Ο Μαρξ διατυπώνει στα Grundrisse ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: «Ο άξεστος υλισμός των οικονομολόγων που εξετάζουν τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων και τους προσδιορισμούς που αποκτούν τα πράγ­ματα, όταν είναι υποταγμένα σ' αυτές τις σχέσεις σαν φυσικές ιδιότητες πραγμάτων, ισοδυναμεί με τον εξίσου άξεστο ιδεαλισμό και ακόμα με τον φετιχισμό, ο οποίος προσάπτει στα πράγματα κοινωνικές σχέσεις ως εγγενείς προσδιορισμούς τους και ταυτόχρονα τα μυστικοποιεί»47. Αυτή η αντιστροφή που έχει τις ρίζες της στην πρόσληψη της αντικειμενικής φαινομενικότητας, όπως την ανέλυσε ο Μαρξ στο φετιχισμό του εμπορεύματος, βρίσκεται στη βάση της εγγενούς αντιφατικότητας της αστικής συνείδησης, η οποία κινείται μεταξύ ανεπίλυτων αντινομιών (αντικειμενισμός — υποκειμενισμός, ενατένι­ση — χειραγώγηση κλπ.).

Η κριτική-ηθικολογική προσέγγιση του Σισμοντί θέτει ένα υπαρκτό και σοβαρό ηθικό ερώτημα. Το ερώτημα αυτό αφορά το «τίμημα» της προόδου της ανθρωπότητας σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού, τη συσχέτιση ατομι­κών, ομαδικών και καθολικών συμφερόντων στην τελευταία φάση της «προϊ­στορίας» της ανθρωπότητας, στον καπιταλισμό. Από μόνη της η ανάδειξη αυτού του ζητήματος υπονομεύει τις αυταπάτες περί δήθεν αρμονικής ανά­πτυξης του καθολικού συμφέροντος το οποίο αθροιστικά διασφαλίζεται από τις εγωιστικές ιδιοτελείς επιδιώξεις των ατόμων (βλ. το «αόρατο χέρι του A.Smith και τον ωφελιμισμό του Bentham).

 Στα στάδια εκείνα της ιστορίας της κοινωνίας, όπου η ανάπτυξη της γίνεται κατ' εξοχήν μέσω του διχασμού της κοινωνίας σε αντίθετα και αντιφατικά μέρη με τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, η ανάπτυξη πραγ­ματοποιείται σε 6άρος των συμφερόντων, μέσω της καταπίεσης και της άρνησης των συμφερόντων ενός μέρους (είτε μερών) της κοινωνίας από ένα άλλο. Από ηθική σκοπιά άμεσα και κατά κύριο λόγο κυριαρχεί τότε το κακό (το ιδιωτικό, το εκ μέρους συμφέρον σε 6άρος του πανανθρώπινου). Και μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο προάγεται η κοινωνία προς την πραγμάτωση του ανώτερου καλού, του συμφέροντος της ενιαίας ανθρωπότητας48. Μέχρι να επιτευχθεί αυτό το επίπεδο ανάπτυξης, το επίπεδο της ώριμης δηλαδή της ατομικής κοινωνίας, της αυθεντικής ανθρώπινης ιστορίας, οι άνθρωποι στον ένα ή στον άλλο βαθμό, κατ' ανάγκην θα προβάλλουν ως μέσα και όχι ως αυτοσκοπός. Κάθε ισχυρισμός περί του αντιθέτου, περί άμεσης κυριαρχίας των πανανθρώπινων συμφερόντων ενόσω η ανθρωπότητα σπαράσσεται από ποι­κίλους ανταγωνισμούς, λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως άξεστη αντιδραστική απολογητική των κυρίαρχων τάξεων.. «Ζωντανό» παράδειγμα τέτοιου είδοους απολογητικής είναι και η μεγαλοφφυής σύλληψη της «Νέας Σκέψης» των Μ. Γκορμπατσόφ, Α. Γιάκοβλεφ και Σια... Γι’ αυτό ο Μαρξ, εξαίροντας τη συμβολή του Σισμοντί επισημαίνει ότι «η παραγωγή για την παραγωγή δε σημαίνει παρά την ανάπτυξη των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων, δη­λαδή ανάπτυξη του πλούτου της ανθρώπινης φύσης ως αυτοσκοπού. Αν, όπως κάνει ο Σισμοντί, αντιπαραθέσει κανείς στο σκοπό αυτόν το καλό των ξεχωριστών ατόμων, τότε αυτό σημμαίνει πως ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να σταματήσει η ανάπτυξη του είδους, για να εξασφαλισθεί το καλό των ξεχω­ριστών ατόμων, ότι λ.χ. δεν επιτρέπεται να διεξαχθεί πόλεμος, στον οποίον οπωσδήποτε χάνονται άτομα.

Ο Σισμοντί έχει δίκιο μονάχα έναντι των οικονομολόγων που συγκαλύ­πτουν., αρνούνται αυτήν την αντίθεση. Με μια τέτοια προσέγγιση παραμένει ακατανόητο το ότι αυτή η ανάπτυξη των ικανοτήτων του γένους «άνθρωπος», παρ' όλο που γίνεται στην αρχή σε βάρος της πλειοψηφίας των ανθρώπινων ατόμων και ακόμα ολόκληρων ανθρώώπινων τάξεων, τελικά θα καταστρέψει αυτό τον ανταγωνισμό και θα συμπέσει με την ανάπτυξη του κάθε ξεχωριστού ατόμου ότι δηλαδή η ανώτερη ανάπτυξη της ατομικότητας εξαγοράζεται μόνο με το τίμημα μιας τέτοιας ιστορικής διαδικασίας στην πορεία της οποίας τα άτομα θυσιάζονται»49.

Εκτιμώντας συνολικά τις απόψεις του Σισμοντί θα διαπιστώσουμε ότι το πλούσιο έργο του ήταν αρκετά αντιφατικό. Έθεσε με τον προβληματισμό του μια σειρά ερωτημάτων (για τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, για τις κρίσεις κλπ.) στα οποία δεν μπόρεσε να απαντήσει παρά μόνο με αναχρονιστικές μικροαστικές ηθικολογίες. Αλλά όπως έλεγε ο Λένιν: «οι ιστορικές υπηρεσίες


δεν κρίνονται από κείνο που δεν έδωσαν οι προσωπικότητες της ιστορίας σε σύγκριση με τις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά από το καινούριο που έδωσαν σε σύγκριση με τους προγενέστερους τους»50.

Οι ιδέες του Σισμοντί ξαναήλθαν στο προσκήνιο στα τέλη του περασμένου αιώνα στη Ρωσία από τους φιλελεύθερους ναρόντνικους (λαϊκιστές) οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ο καπιταλισμός δεν έχει ερείσματα για να αναπτυχθεί στη Ρωσία, εφ1 όσον δε θα μπορέσει να λύσει το πρόβλημα της διάθεσης: ο λαός — έλεγαν — είναι υπερβολικά φτωχός για να αγοράσει την πληθώρα εμπορευμάτων τα οποία μπορεί να παράγει η μεγάλη καπιταλιστική βιομη­χανία. Πρότειναν λοιπόν έναν ειδικό «ρώσικο δρόμο» προς το σοσιαλισμό της αγροτικής κοινότητας («ομπσίνα»), παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό. Οι ιδέες αυτές, με διάφορες παραλλαγές είναι αρκετά διαδομένες στις χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου». Επανεμφανίζονται επίσης στη σύγχρονη «μετα-περεστροϊκή» Ρωσία με έντονη σλαβόφιλη χροιά.

Η μικροαστική και συχνά ρομαντική κριτική, γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολλές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ως κριτική από τη σκοπιά των «φορέων του πνευματικού πολιτισμού» στα πλαίσια των ευρύτερων ρευμάτων της «"τεχνοφοβίας"» και του αντιεπιστημονισμού που ανέκυψαν ως alter ego της αστικής «τεχνοκρατίας» και του αστικού επιστημονισμού. Η τάση αυτή συνήθως «αναλίσκεται σε μια «αντι-τεχνολογική» ηθικολογία, χωρίς να αρθρώνει μια πρόταση κοινωνικής χειρα­φέτησης που θα συνεπάγεται και τον ανακαθορισμό του ρόλου των παρα­γωγικών δυνάμεων»51. ΕΕξέχουσα θέση σ' αυτή την τάση κατέχει η σχολή της Φρανκφούρτης.

Όταν μερικοί — σι αριστεροί ριζοσπάστες και οι αριστεροί φιλελεύθεροι (η διάκριση αυτή γίνεται σήμερα όλο και πιο δύσκολη) επιχειρούν να εμβαθύνουν στα θεωρητικά θεμέλιαα της κριτικής τους, ανακαλύπτουν ότι το κύριο αντικείμενο των οικτιρμών και των εξορκισμών τους δεν είναι άλλο από μια μεταφυσικά υποσταοιοποιημένη εκδοχή τον βεμπεριανού μοντέλου της αστικής ορθολογικότητας, η οποία προβάλλει ως ενσάρκωση του «ορθολο­γισμού» εν γένει. Αντικείμενο της κριτικής τους δεν είναι η συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα αλλά το ιδεατό υποκατάστατο της, δηλαδή ένας κόσμος που προβάλλει, στη συνείδηση τους ως ενσάρκωση (υλοποίηση, πραγμάτωση) της τεχνοκρατικής ιδεολογίας.

Ο απόηχος της σύγκρουσης μεταξύ Ricardo και Σισμοντί μέσω του πιο σύγχρονου ιδεολογικού δίπολου τεχνοκρατίας-τεχνοφοδίας πέρασε και στο εσωτερικό της μαρξιστικής παράδοσης, ως αντιπαράθεση φαταλιστικού οι­κονομικού ντετερμινισμού, τεχνοκρρατικής ερμηνείας των παραγωγικών δυ­νάμεων (βλ. Μπερνστάιν, Κάουτσε, Στάλιν κλπ.) και «ηθικού σοσιαλισμού», «συνεταιριστικού σοσιαλισμού», «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», κλπ. Αυτό το δίπολο μηχανικιαμού ηθικολογίας βρισκόταν στην βάση των αρχικών ιδεολογημάτων της αντεπανάστασης της «περεστρόικα».

Ιδιαίτερα έντονη είναι η επίδραση του μικροαστικού οικονομικού ρομα­ντισμού στις απόψεις πολλών οικολόγων. Υιοθετώντας αυτούσια το αστικό τεχνοκρατικό ιδεολόγημα της βιομηχανικής κοινωνίας (μέσω της αναγωγής των σχέσεων παραγωγής στις παραγωγικές δυνάμεις και των τελευταίων στην τεχνολογία) μιλούν για παταγώδη αποτυχία τόσο του καπιταλισμού όσο και των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων. Ερμηνεύουν την υιοθέτηση μοντέλου ανά­πτυξης και τεχνολογίας ως καθαρά 6ουλητική - πολιτική πράξη52.

Οι απόψεις που αρνούνται είτε αδυνατούν να εξετάσουν θεωρητικά τη διαδικασία επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων και του κατα­μερισμού της εργασίας μέχρι την απομάκρυνση της ζωντανής εργασίας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής, μέχρι την άρση της αντίφασης μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας, δηλαδή μέχρι την άρση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής, με την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου και την επικράτηση της «καθολικής δραστηριότητας» (Μαρξ) των ολόπλευρα αναπτυγμένων προσωπικοτήτων ως θεμελιώδη όρο ανάπτυξης της αταξικής κοινωνίας, ακόμα και όταν κάνουν λόγο για μια κοινωνία «ελεύθερων συνεταιρισμών παραγωγών» προβάλλουν πρακτικά ένα τύπου Σισμοντί ευσεβή πόθο μικροαστικού περιεχομένου.

Η διεξοδική εξέταση των σημερινών εκδοχών οικονομικού ρομαντισμού απαιτεί ειδική μελέτη. Εδώ θα αρκεστούμε σε μερικές παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα. Ο οικονομικός ρομαντισμός είναι: 1) μια θεωρητική τάση που εμφανίστηκε νομοτελειακά σε μιαν ιδιότυπη γνωσιοθεωρητική συγκυρία της ιστορίας της επιστήμης ως έναρξη της εξέτασης των αντιφάσεων του αντικει­μένου στα πλαίσια της προδιαλεκτικής νόησης. 2) μια ιδεολογική τάση-τοποθέτηση με κοινωνικοψυχολογικές καταβολές που εδράζονται στην απόρ­ριψη της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας, στην απογοήτευση και στο σκεπτικισμό που δε 6λέπει άλλη διέξοδο παρά μόνο σε αναπολήσεις παρωχημένων καταστάσεων.

Στην εποχή μας η γνωσιοθεωρητική συγκυρία που γέννησε τον αυθεντικό οικονομικό ρομαντισμό του Σισμοντί .έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η θεωρία για τον καπιταλισμό έχει περάσει προ πολλού στο διαλεκτικό στάδιο και για την περαιτέρω ανάπτυξη της κάθε άλλο παρά έχει ανάγκη να ανατρέξει άμεσα στις θέσεις του Σισμοντί. Και όμως οι θέσεις αυτές επαναδιατυπώνονται σήμερα αρκετά έντονα και μάλιστα στο χώρο της αριστεράς (ιδιαίτερα εκείνης που επιχειρεί «να συνδυάσει το κόκκινο με το πράσινο»). Το φαινόμενο αυτό παραπέμπει κυρίως στη δεύτερη συνιστώσα του ρομαντι­σμού, στην ιδεολογική και κοινωνικο-ψυχολογική του διάσταση. Στην απο­γοήτευση από τον καπιταλισμό προστέθηκε και η απογοήτευση από την αντεπανάσταοη που αναφέραμε στην εισαγωγή αυτού του κείμενου.

Το οικολογικό κίνημα, μ' όλη την αντιφατικότητα του, ξεκινά από τον υπαρκτό στις ημέρες μας κίνδυνο αυτο-καταστροφής της ανθρωπότητας από τις επιπτώσεις της παραγωγικής δραστηριότητας και της κατανάλωσης του ανθρώπου. «Έτσι τα γεγονότα μας θυμίζουν σε κάθε 6ήμα, πως δεν κυριαρ­χούμε καθόλου πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ' έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που θα στεκόταν έξω από τη φύση, αλλά πως ανήκουμε στη φύση με τη σάρκα, το αίμα, και τοο μυαλό μας, πως είμαστε μέσα της και πως όλη μας η εξουσία βρίσκεται στο πλεονέκτημα που έχουμε σχετικά μ' όλα τ' άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να τους εφαρ­μόζουμε ορθά»53. Όμως αυτό το πλεονέκτημα που επισημαίνει ο Ένγκελς παραμερίζεται από τη ληστρική αντιμετώπιση της φύσης και του ανθρώπου. Κατά τον Μαρξ «μόνο στον καπιταλισμό η φύση γίνεται μόνο αντικείμενο για τον άνθρωπο, μόνο ένα χρήσιμο πράγμα' παύουν να την αναγνωρίζουν ως αυθύ­παρκτη δύναμη, και η θεωρητική διάγνωση των ιδίων της των νόμων προ­βάλλει μόνον ως δολιότητα, που στοχεύει στην υποταγή της φύσης στις ανθρώπινες ανάγκες, είτε ως καταναλωτικό πράγμα είτε ως μέσο παραγω­γής»54. Η υποταγή της φύοης (και του ανθρώπου) ατην κερδοφορία του κεφαλαίου είναι καταστροφική. Όπως προειδοποιούσε ο Μαρξ «ο πολιτισμός -αν αναπτύσσεται αυθόρμητα και δεν κατευθύνεται συνειδητά... αφήνει πίσω του την έρημο...»55. Απ' ό,τι φαίνεται αντίστοιχες ήταν συχνά και οι επιδόσεις της υπαρκτής μέχρι πρότινος απόπειρας άρσης του καπιταλισμού, αποδεικνύοντας ότι η πρώτη άρνηση φέρει ανεξίτηλα τα στίγματα του αντίποδα της. Ωστόσο το οικολογιικό είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να αφεθεί στην δικαιοδοσία κάποιων οικολόγων...

Όλες οι απόψεις που υπήρξαν κάποτε επαναστατικές, νομοτελειακές είτε, τέλος πάντων, διαδραμάτισαν κάποιον προοδευτικό ρόλο στην εποχή τους, στο 6αθμό που αναπτύσσεται η κοινωνία είτε οι επιστήμες μετατρέ­πονται σε συντηρητικές και στη συνέχεια σε αντιδραστικές, όταν προσπα­θούν να τις χρησιμοποιήσουν σε συνθήκες σε σχέση με τις οποίες εκφυλί­ζονται είτε έχουν πλέον εκφυλισθεί. Αυτό ισχύει περισσότερο για τον μικροαστικό οικονομικό ρομαντισμό που από την εποχή του Σισμοντί είχε έναν αντιδραστικό ουτοπικό χαρακτήρα. Όπως έλεγε ο Ένγκελς το 1888, «όταν τα σκληροτράχηλα ιστορικά γεγονότα έδιωξαν κάθε μέθη αυταπάτης, η μορφή αυτή του σοσιαλισμού εκφυλίστηκε σε μιαν οικτρή αποχαύνωση»56. Απ ό,τι φαίνεται όμως υπάρχουν και στις ημέρες μας πολλοί που έχουν ανάγκη αυτή την «οικτρή αποχαύνωση».

Η στάση ζωής του υποκειμένου της αστικής κοινωνίας ανάγεται σε τελική ανάλυση σε δύο τύπους: τον χειραγωγικό, (εργαλειακό, χρησιμοθηρικό κλπ.) και τον ενατενιστικό (φιλανθρωπικό, φυσιολατρικό κλπ.). Κορυφαίοι και κλασικοί εκφραστές του δεύτερου τύπου ήταν στην φιλοσοφία ο Φόυερμπαχ και στην πολιτική οικονομία ο Σισμοντί.

1. Λένιν Β.Ι. Άπαντα, τόμ. 2, Σ.Ε., σελ. 129. Στο εξής οι παραπομπές θα γίνονται ο' αυτή την ελληνική έκδοση του έργου του Λένιν «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού. Ο Σισμοντί και οι οπαδοί του στη χώρα μας» (1897) με διορθώσεις βάσει του ρωσικού πρωτότυπου όπου κρίνεται σκόπιμο.

2. Ανίκιν Α.Β. Η νεότητα της επιστήμης. Μόσχα, 1975, σελ. 289-290.

3. De la richesse commerciale ou principes d' Sconomie politique, appliques a la legislation du commerce, f. 1, Gen., 1803.

4. Nouveaux principes d' economic politique, ou de la richesse dans ses rapports avec la population, t. 1-2, p., 1819, 2ed, P., 1827, Ρωσ<. εκδ., τ. 1-2, Μόσχα, 1937.

5. Στο ίδιο, τ. 1, σελ. 148.

6. Σισμοντί Σ. Νέες αρχές... Τ. 1, Μόσχα 1936, σελ. 150.

7. Στο ίόιο, σελ. 145.

8. Kaτά τον απολογητή αστό ηθικολόγο («μεγαλοφυΐα της αστικής βλακείας» κατά τον Μαρξ) J.Bentham ο οποίος σε αντίθεση με τον Σισμοντί ταυτίζει άμεσα τα συμφέροντα των ατόμων με αυτά της κοινωνίας η  ύψιστη ηδονή, η ηδονή τον πλούτου, θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της ιδιοτέλειας και του περίφημου «νόμου» του στον οποίο έδωσε 3 διατυπώσεις: 1) The greatest happiness of the greatest number, 2) The greatest possible quantity of happiness και 3) The maximation of the happiness. Βλ. σχ. τα έργα του. Introduction to the principles of morals and legislation, 1789 και: Deontology or the science of morality, 1834.

9. B.I. Λένιν, Απαντα, τ. 2, σελ. 201-202.

10. Σισμοντί. Νέες αρχές.... τομ. 1, σελ. 171.

11. Στο ίδιο, σελ. 13.

12. Βλ. σχετικά Κ. Μαρξ. Grundrisse..., τομ. Α, Στοχαστής, σελ. 53-54.

13. Βλ. σχετικά: I. Meszaros, Η θεωρία του Μαρξ για την Αλλοτρίωση, Εκδ. Ράππας Ε. Μπιτσάκη, Φιλοσοφία του ανθρώπου, Gutenberg· του ίδιου: Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες. Ουτοπία, 1, σελ. 20-46.

14. Κ. Μαρξ. Το Κεφάλαιο εκδ. Σ.Ε., τομ. 1, σελ. 188.

15. Κ. Μαρξ. Κριτική της πολιτικής οικονομίας, στο Κ,Μαρξ και Φ. Ενγκελς, 'Εργα, ρωσ. εκδ. τόμος 13, σελ. 46-47.

16. Μαρξ, Φ. Ενγκελς. Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος. ΣΕ. Αθήνα 1982, σελ. 52-53.

17. Σισμοντί Σ. Νέες αρχές.... τομ. 2, σελ. 38.    - .

18. Σισμοντί Σ. Νέες αρχές..... τομ. 1, σελ. 147.

19. Μαρξ, Φ. Ενγκελς. Μανιφέστο.... σελ. 52.

20. Για μια διεξοδική κριτική θεώρηση των οικονομικών απόψεων του Σισμοντί και των ομοϊδεατών ττου στη Ρωσία, 6λ. την κλασική εργασία του νεαρού Λένιν που προαναφέραμε.

21. Οι λαοί «μπορούν να χρεοκοπήσουν και επειδή ξοδεύουν υπερβολικά πολλά, και επειδή ξοδεύουν υπερβολικά λίγα» (Νέες αρχές..... τομ. 2, σελ. 209).

22. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο έργο της «Η συσσώρευση του Κεφαλαίου» (1913) ατή 6άση απόψεων παρεμφερών με αυτές του Σισμοντί υιοθετεί μια περιορισμένη, κατ' εξοχήν γεωπολιτική ερμηνεία του ιμπεριαλισμού.

23. Σισμοντί Σ. Νέες αρχές.... τομ. 2, σελ, 176.

24. Στο ίδιο, τομ. 1, σελ. 146.

25. Στο ίδιο, τομ. 1, σελ. 34.

26. Σισμαντί Σ. Νέες αρχές... τομ. 1, σελ. 147-148.


27. Στο ίδιο, σελ. 150.

28. Στο ίδιο.

29. Β.Ι. Λένιν, ʼπαντα... τομ. 2, σελ. 245-246.

30. Στο ίδιο, σελ. 251.

31. Β.Ι. Λένιν. ʼπαντα... τομ. 2, σελ. 225.

32. Β.ί. Λένιν. ʼπαντα... τομ. 2, σελ. 225-226.

33. Στο ίδιο, σελ. 226.

34. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Μανιφέστο... σελ. 53

35. Παρατίθεται από: Β.Ι. Λένιν. ʼπαντα... τομ. 2, σελ. 248-249.

36. Σιομοντί Σ. Νέες αρχές... τομ. 2, σελ. 209.

37. Β.Ι. Λένιν, ʼπαντα, τομ. 2, σελ. 249. Ο Λένιν επέμενε στην «ιστορικο-φιλοσοφική» σημασία των χαρακτηρισμών «μικροαστικός», «αντιδραστικός» κλπ.

38. Κ. Μαρξ. Η 18η Μπρυμαίρ τον Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, 'Έργα, ρωσ. εκδ., τομ. 8, σελ. 148.

39. Για μια διεξοδική διαπραγμάτευση αυτής της προβληματικής, 6λ.: Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση τον γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, στην ρωσική, Μόσχα, 1991.

40. Κ. Μαρξ Grundrisse... στο Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς Έργα, τομ. 46, ημιτόμιο Ι, σελ. 3.

41. Μαρξ. Κριτική της πολιτικής οικονομίας... Έργα, τομ. 13, σελ. 47.

42. Μαρξ. Grundrisse... Έργα τομ. 46, ημιτ. Ι, οελ. 388.

43. Μαρξ. Grundrisse... Έργα, τομ. 46, ημ. Ι, σελ. 388.

44 Η θεώρηση αυτή είναι εντελώς ανέφικτη όσο η επιστημονική γνώση κινείται στα πλαίσια της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand) και δε φτάνει στο λόγο (Vermmft).

45 Για μια διεξοδική μελέτη της μεθοδολογίας διερεύνησης του οργανικού όλου 6λ. Β.Α.Βαζιούλιν. Η λογική τον Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ., Μόσχα, 1968.

46. Histoire des R^publiques italiennes du moyen age, nouvelle fedition, T.I., Paris, Introduction, p.p. V-VI. Παρατίθεται από το: Για το ζήτημα της μανιάτικης αντίληψης της Ιστορίας. Πλεχάνωφ ΓΒ. Επιλογή Φιλοσ. Έργων, τομ. 1, αελ. 522.

47. Κ-Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, τ. 46, ημ. Π, σελ. 198.

48. Βλ. σχετικά Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας,. Μόσχα, 1988, σελ. 196.

49. Κ. Μαρξ. θεωρίες της υπεραξίας, μέρος II,... Έργα, τ. 26, μ. II, σελ. 123. Ελλην. εκδ. οελ. 134-135.

50. Λένιν Β. ʼπαντα, ρωσ. εκδ., τ. 2, σελ. 178. (ελλ. εκδ. σελ. 187).

51. Π. Νούτσου. Κ. Μαρξ: ο κριτικός της ιδεολογίας, θεμέλιο, Αθήνα, 1988, σελ. 76.

52. Βλ. π.χ. Γιούτα Ντίτφουρτ, Ζήσε άγρια και επικίνδυνα, Στάχυ, Αθήνα 1992, σελ. 111.

53. Έγκελς Φ, Η διαλεκτική της φύσης. Μετ. Ε,Μπιτσάκη. Σ.Ε. σελ. 159.

54. Μαρξ Κ. Grundrisse.., ρωσ. εκδ. μέρος Ι, σελ. 391.

55. Μαρξ Κ. Αλληλογραφία, στο Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, τομ. 32, σελ. 45.

56. Κ. Μαρξ. Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο... σελ. 53.

1