για τισ νομοτελειεσ τησ μεταβασησ στον κομμουνισμο.
σοσιαλισμοσ, κομμουνισμοσ και αντεπανασταση
των Μ.
Δαφέρμου, Π. Παυλίδη, Δ. Πατέλη
1.
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Η κομμουνιστική κοινωνία συνολικά, αποτελεί την αυθεντική
ιστορία της ανθρωππότητας, την καθ' αυτό ανθρώπινη ιστορία,
κατά την οποία (στο βαθμό ανάπτυξης της) οι κατ' εξοχήν φυσικοί και
φυσικής προέλευσης δεσμοί της ανθρωπότητας
αναιρούνται από τους κατ' εξοχήν
ανθρώπινους, κοινωνικούς και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων καθίστανται σχέσειις μεταξύ ολόπλευρα
αναπτυγμένων προσωπικοτήτων. Η νέα αυτή κοινωνία διανύει, κατά την ανάπτυξξη της διάφορα στάδια. Συνοπτικά, τα σττάδια αυτά είναι τα εξής:
1. Η εμφάνιση των προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας (και όχι ακόμα της ίδιας της ουσίας της) η οποία παρατηρείται στα πλαίσια της ώριμης κεφαλαιοκρατίας.
2. Η πρωταρχική εμφάνιση της κομμουνιστικής
κοινωνίας σηματοδοτείται από την διεξαγωγή της σοσιαλιστικής
επανάστασης και την όλη περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.
3. Η διαμόρφωση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ο
σοσιαλισμός. Εδώ, όπως και σε κάθε διαδικασία διαμόρφωσης
διακρίνονται τρεις περίοδοι:
α) Η αρχικής περίοδος διαμόρφωσης του κομμουνισμού, η ύπαρξη του κομμουνισμού σε
κληροδοτημένη από τον καπιταλισμό τεχνική βάση.
β) Η έναρξη της δημιουργίας της υλικοτεχνικής βάσης που αντιστοιχεί στον κομμουνισμό
και
γ) Η ολοκλήρωση της δημιουργίας αντίστοιχης του
κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης. Πρόκειται για την περίοδο της κατεξοχήν μετεξξέλιξης του σοσιαλισμού στην ανώτεερη φάση του κομμουνισμού.
4. Η ώριμη κομμουνιστική κοινωνία, δηλαδή η ανώτερη φάση τoυ κομμουνισμού (Βλ.
aναλυτικά: Β.Α. Βαζιούλιν. Η λογική της ιστορίας.
Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα, 1988)
Ας εξετάσουμε, όμως αυτά τα στάδια αναλυτικότερα:
1. Η εμφάνιση των ιστορικών προϋποθέσεων της
κομμουνιστικής κοινωνίας ολοκληρώνεται στα σπλάχνα του καπιταλισμού. Η μετάβαση του καπιταλισμού στο στάδιο της ωριμότητας του, σημαίνει ταυτόχρονα και ωρίμανση των αντικειμενικών όρων της κατάργησης
του, οι οποίοι αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις
μετάβασης στην πιο αναπτυγμένη
κοινωνία. Έτσι, οι ιστορικές
προϋποθέσεις του κομμουνισμού ωρίμασαν όταν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή αρχίζει να διαδραματίζει η μηχανοποιημένη παραγωγή, και μάλιστα όταν άρχισε η παραγωγή μηχανών από
μηχανές. Ταυτόχρονα, διανοίχθηκε γενικά η δυνατότητα δημιουργίας μίας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας μετατράπηκε σε τεχνολογική
αναγκαιότητα, τα ίδια τα παρηγμένα
μέσα εργασίας απέκτησαν αναγκαία κοινωνικό χαρακτήρα, δηλ. ένα κοινωνικό χαρακτήρα που καθορίζεται από την αναγκαία υφή των παρηγμένων μέσων εργασίας. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η μηχανοποιημένη παραγωγή και εδραιώνεται, αναπτύσσεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, αναπτύσσεται η
κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Με την
ανάπτυξη της μηχανοποιημένης παραγωγής
διαμορφωνόταν και η σύγχρονη εργατική
τάξη, η τάξη των παραγωγών που είναι
διαπαιδαγωγημένοι στην εργασιακή
πειθαρχία, συνενώνονται σε μεγάλες
επιχειρήσεις και διαθέτουν ένα
πολιτιστικό επίπεδο επαρκές για τον
χειρισμό των μηχανών. Στις άμεσες
ιστορικές προϋποθέσεις της
κομμουνιστικής κοινωνίας
συμπεριλαμβάνονται επίσης και η
ηθική, η τέχνη, η φιλοσοφία, η πολιτική,
η επιστημονική ιδεολογία της εργατικής
τάξης.
Όμως, όλα αυτά εξακολουθούν να παραμένουν απλώς ιστορικές προϋποθέσεις του
κομμουνισμού, διότι κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και σ' αυτή τη βάση σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της ζωής της κοινωνίας
διατηρείται η κυριαρχία της αστικής τάξης.
Όσο ο καπιταλισμός κυριαρχεί αναπτύσσεται τόσο
εκτατικά, όσο και εντατικά. Εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι ο σχηματισμός
του παγκόσμιου καπιταλιστικού
συστήματος (τα όρια του οποίου συρρικνώνονται με τη δημιουργία του
παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος). Εσωτερικό δε όριο της εκτατικής ανάπτυξης του είναι το όριο της επέκτασης της κεφαλαιοκρατικής
ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο (βλ. Λένιν). Παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός περνά στην εντατική του ανάπτυξξη από το στάδιο ακόμα της ωριμότητας του (παραγωγή κατ' εξοχήν σχετικής υπεραξίας με την παραγωγή μηχανών από μηχανές), η εντατική
ανάπτυξη του γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η
αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων
παραγωγής εντείνεται, ωστόσο δεν
μπορεί να είναι απόλυτη, διότι η
απόλυτη αναντιστοιχία προϋποθέτει την
απόλυτη εκτόπιση της ζωντανής
εργασίας από την παραγωγική
διαδικασία, την απόλυτη
αυτοματοποίηση της παραγωγής συνολικά
(τη μεγιστοποίηση του σταθερού
κεφαλαίου και την αναγωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι
ένα όριο (της εντατικής ανάπτυξης
του καπιταλισμού), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρξης του καπιταλισμού ως ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται από τον ενδότερο
πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από
τη θέση της ζωντανής εργασίας στην
παραγωγική αλληλεπίδραση της
κοινωνίας με τη φύση. Από αυτήν την
άποψη, η αυτόματη κατάρρευση του
καπιταλισμοί είναι ανέφικτη και
απραγματοποίητη
Ανεδαφικές είναι επίσης και οι απόψεις που προσκολλημένες στην ιστορική αναλογία
θεωρούν την μετάβαση της ανθρωπότητας στην κομμουνιστική κοινωνία ως παρόμοια με την (εν πολλοίς
αυθόρμητη) μετάβαση από την φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία. Η κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας και η πρωταρχική
εμφάνιση του κομμουνισμού επιτυγχάνεται μόνο στη
βάση της συνειδητής επαναστατικής δραστηριότητας των
ανθρώπων, στο βαθμό που οξύνονται οι εσωτερικές αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας.
Κάθε αντίθετος ισχυρισμός είναι αντιδραστική ουτοπία.
Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού παρατηρείται μία απότομη
όξυνση και διαπλοκή ττων αντιφάσεων του καπιταλισμού (μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μεταξύ
μονοπωλίων, μεταξύ μονοπωλιακού και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, μεταξύ μονοπωλίων και ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών κ.λ.π.) Ο πλέον
ασθενής, ο πλέον τρωτός και ευάλωτος κρίκος του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματοςς είναι εκείνες οι ασθενώς ανεπτυυγμένες εξαρτημένες χώρες, στις οοποίες συμπυκνώνονται με την οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του. Έτσι, η
ανισομέρεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού (που διαρκώς εντείνεται)
παρέχει μεν στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του τη δυνατότητα να "αποσοβούν", να αποσβένουν και να κατευνάζζουν τυχόν επιπτώσεις των κρίσεων και των οξυμένων κοινωνικών
συγκρούσεων από το εσωτερικό τους, επιτυγχάνοντας σχετικά υψηλό τεχνολογικό και βιοτικό επίπεδο και υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης των εργαζομένων τους σε ένα κλίμα γενικής συναίνεσης (εργατική αριστοκρατία, καταναλωτικά πρότυπα, τυπική δημοκρατία και συμμετοχή κ.λ.π.), ταυτόχρονα όμως διοχετεύει το τίμημα αυτής της "ευημερίας" (που συνήθως δεν είναι ππαρά μια κτηνώδης μορφή βαρβαρότητας του καταναλωτισμού και της αλλοτρίωσης) των αναπτυγμένων χωρών, στις λιγότερο ανεπτυγμένες
και υπανάπτυκτες, στις εξαρτημένες χώρες του λεγόμενου "τρίτου κόσμου&quoot;. Μερίδιο των "καρπών" αυτής της ανισομέρειας, της
ανισότιμης ανταλλαγής, της
νεοαποικιακής ληστρικής
εκμετάλλευσης κ.λ.π. καρπώνονται (επίσης ανισομερώς) τα διάφορα στρώματα της εργατικής τάξης και
των πιο ανεπτυγμένων
καπιταλιστικών χωρών. Η κατάσταση αυτή έχει σαν αποτέλεεσμα την ευρεία διάδοση του οππορτουνισμού και του ρεφορμισμού στην συνείδηση των εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών ανώτερου ή και μέσου επιπέδου ανάπτυξης, με την συνακόλουθη παραμόρφωση, γραφειοκρατικοποίηση και σοσιαλδημοκρατικοποίηση και των εργατικών κομμάτων τους. Οι απαρχές αυτής της διαδικασίας είχαν επισημανθεί από τον Λένιν. Οι επισημάνσεις αυτές του Λένιν διατηρούν και σήμερα στο ακέραιο την επικαιρότητα τους, ωστόσο δεν αρκούν για να περιγράψουν την έκταση, το βάθος,
τις νέες εκλεπτυσμένες
μορφές διεθνούς
εκμετάλλευσης με τα διάφορα
συστήματα ολοκλήρωσης, εξάρτησης κ.λ.π. Οι επισημάνσεις αυτές έχουν τεράστια σημασία για την πρόβλεψη των πιθανοτήτων έκρηξης επαναστατικών καταστάσεων και για το χωροχρονικό προσδιορισμό τους.
Η σύγχρονη παγκόσμια
επαναστατική διαδικασία εφόσον
διεξάγεται στο εσωτερικό
του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αναπτύσσεται προπαντός
μέσα από την πάλη για την
ανεξαρτησία, για τη μετάβαση σε "μη καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης"t; (μόνο κατ' αυτό τον τρόπο είναι εφικτή η εδραίωση και διατήρηση της ανεξαρτησίας και η επίτευξη υψηλού επιπέδου ανάπτυξης) των χωρών εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών δυνάμεων. Ωστόσο, στις χώρες αυτές, λόγω ακριβώς της ανισομέρειας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, διατηρούνται ακόμη σε σημαντικό βαθμό και αναπαράγονται από τον καπιταλισμό και τις
προκαπιταλιστικές σχέσεις. Έτσι, όσο πιο εύκολη είναι η έκρηξη της επανάστασης σ'
αυτές τις χώρες, τόσο πιο δύσκολη
είναι η θετική πλέον οικοδόμηση των προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας και της ίδιαας της νέας κοινωνίας.
Όμως, ο νικηφόρος
αγώνας αυτών των χωρών για
ανεξαρτησία και μη καπιταλιστική
ανάπτυξη, η εξάλειψη της εκμετάλλευσης
τους από πλευράς των ανεπτυγμένων
καπιταλιστικών δυνάμεων,
προκαλεί την εμπλοκή αυτού του παγκόσμιου μηχανισμού παρασιτισμού,
"απόσβεσης" και διοχέτευσης της όξυνσης,
δημιουργώντας ευνοϊκές δυνατότητες για την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης
και στις πλέον ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Έχουμε λοιπόν αντικειμενικά να κάνουμε
με δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας σε παγκόσμια
κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των πρώιμων επαναστάσεων σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλους τους κινδύνους ήττας, καπιταλιστικής παλινόρθωσης κ.λ.π.). Μάρτυρες των αρχών αυτού του σταδίου είμαστε σήμερα.
Η τωρινή αντεπανάσταση δεν είναι τυχαία. Αποτελεί
αναγκαία και νομοτελειακή στιγμή αυτού του
σταδίου (όπως θα δούμε παρακάτω).
Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου, με την κυρίως εκτατική
συρρίκνωση του παγκκόσμιου καπιταλισμού θα οδηγήσει στη μετάβαση στο δεύτερο στάδιο των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με τις οποίες θα εκλείψει και ο
καπιταλισμός, οριστικά και αμετάκλητα από την
αρένα της ιστορίας.
Προς το παρόν, βέβαια, το κέντρο του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος έχει
μετατοπισθεί γεωγραφικά προς τις ασθενέστερες
καπιταλιστικές χώρες. Από τον περασμένο αιώνα παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση του "κέντρου
της επανάστασης" προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες
χώρες, μία μετατόπισηη που εξακολουθεί μέχρι σήμερα (από τη Γαλλία στη Γερμανία και από εκεί στη Ρωσία, στην Κίνα στο Βιετνάμ, στην Κούβα κ.λπ.). Το γεγονός αυτό δεν έχει ακόμα συνειδητοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα από το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα και ιδιαίτερα (για
τους λόγους που προαναφέραμε
κυρίως), από τους κομμουνιστές των
ανεπτυγμένων και με μέσο επίπεδο
ανάπτυξης καπιταλιστικών χωρών. Έτσι,
αντί για συσπείρωση στη
βάση ενός ποιοτικά νέου, βαθύτερου,
θεωρητικά και πρακτικά συγκροτημένου προλεταριακού διεθνισμού, ικανού να
αντικρούει τη διαρκώς ενισχυόμενη
συσπείρωση και επίθεση του ιμπεριαλισμού, έχουμε ένα κατακερματισμό του
διεθνούς επαναστατικού κινήματος, μία "πλουραλιστική ενίσχυση" φυγόκεντρωων τάσεων. Από το "διεθνισμό"
που ήθελε τα κομμουνιστικά κόμματα παραρτήματα και απολογητές της όποιας
εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, περάσαμε
αισίως στην αρχή της "μη
ανάμειξης στα εσωτερικά" του
άλλου κόμματος, στην υιοθέτηση
δηλαδή σχέσεων καθαρά τυπικής
αστικής νομιμότητας, εθιμοτυπίας και
διαγωγής, που όχι απλώς ευνουχίζει
την επαναστατικότητα αλλά και την
υπονομεύει εγκληματικά, στερώντας της τη δυνατότητα διεθνούς συντονισμού και παρέμβασης. Τα κομμουνιστικά κόμματα παραδέχονται λοιπόν και εγκολπώνονται τα γεωγραφικά σύνορα του αστικού κράτους στο οποίο
κατοικοεδρεύουν, ως το αποκλειστικό πεδίο "δράσης", δικαιοδοσίας και σφαίρα ευθύνης τους, με μία επαρχιώτικη εθνοκεντρική, είτε
ευρωκεντρική-κοσμοπολίτικη νοοτροπία,
παρέχοντας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό
σύστημα απεριόριστες δυνατότητες χειραγώγησης και κυριαρχίας. Ο διεθνισμός μετατρέπεται στην καλύτερη περίπτωση σε τελετουργικό ευχολόγιο διακήρυξη, στη χειρότερη δε σε "υπερταξικό", άχρωμο και άοσμο κοσμοπολιτισμό. Έτσι, οποιαδήποτε απόπειρα στροφής της προβληματικής του κομμουνιστικού κινήματος στην αναγέννηση και ανάπτυξη του
διεθνισμού ταυτίζεται πλέον στην
συνείδηση των "κομμουνιστών"
με περιθωριακές, αριστερίστικες κ.λ,π. τάσεις και απορρίπτεται εκ προοιμίου. Η κατάντια αυτή θεωρητικοποιείται
κιόλας με την αντίληψη κατά την οποία, το κάθε
εθνικό κράτος αποτελεί σήμερα έναν
αυτοτελή, αυτάρκη και κλειστό
σχηματισμό-δομή, με θεμελιωδώς
ανεπανάληπτες και μοναδικές
ιδιομορφίες που οδηγούν στην ύπαρξη
πολλών "μαρξισμών", "εθνικών
δρόμων για το σοσιαλισμό", ποικίλων
χρωμάτων και αποχρώσεων σοσιαλισμού,
με την υιοθέτηση στην πράξη ενός
μεθοδολογικού πλουραλισμού. Οι απαρχές αυτής της "νέας εκδοχής" του εξελικτισμού βρίσκονται στον οικονομισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Παρακάτω θα επανέλθουμε στο ζήτημα της θεωρητικής θεμελίωσης του διεθνισμού.
Η πορεία της ανθρωπότητας εκτυλίσσεται βασικά μέσα από την άρνηση, την άρση, την
κατάργηση του καπιταλισμού προς την εγκαθίδρυση και
ανάπτυξη του κομμουνισμού. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στην πορεία του
μετατρέπεται σε παγκόσμιο σύστημα και υποτάσσει, μεταμορφώνει στα μέτρα του τα υπολείμματα των προκαπιταλιστικών σταδίων ανάπτυξης της
ανθρωπότητας, από την ουσία του δεν είναι σε θέση
να άρει την αννισομέρεια στην ιστορική ανάπτυξη (την οποία ανισομέρεια αναπαράγει και
επιτείνει), να μετασχηματίσει σε παγκόσμια
κλίμακα και ριζικά αυτά τα βιώσιμα (και βολικά γι' αυτόν) υπολείμματα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η συγκριτική μελέτη του κομμουνισμού και όλης της προγενέστερης ιστορίας της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτόγονης κοινωνίας, δεν έχει μόνο θεωρητική, αλλά και πρακτική σημασία, εφόσον η μετάβαση στη νέα κοινωνία διεξάγεται μέσα από τη διαδικασία εξάλειψης της ανισομέρειας της ανάπτυξης
διαφόρων περιοχών χωρών, κ.λ.π. μέσα από τη διαδικασία μετασχηματισμού όχι μόνο των καπιταλιστικών, αλλά και προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και αυτό το καθήκον αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που ασθενείς κρίκοι του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος είναι
οι λιγότερο ανεπτυγμένες και εξαρτημένες
χώρες, στις οποίες εξακολουθούν να
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο οι
προκαπιταλιστικές σχέσεις.
2. Η πρωταρχική εμφάνιση
του κομμουνισμού. Πρόκειται για το στάδιο
της διεξαγωγής της σοσιαλιστικής
επανάστασης, της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη (δικτατορία του προλεταριάτου, τσάκισμα της αστιικής κρατικής μηχανής) και της εγκκαθίδρυσης της κοινωνικής ιδιοκτη/span>σίας
σε εκείνα τα μέσα παραγωγής, κατά
την χρησιμοποίηση των οποίων ο
κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας
αποτελεί τεχνική αναγκαιότητα.
Η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής θα πρέπει να προσανατολίζεται στην εκάστοτε
βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα
της εργασίας. Με άλλα λόγια η
επιβολή της κοινωνικής ιδιοκτησίας είναι σκόπιμη στο βαθμό που έχει αναπτυχθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Στην
αντίθετη περίπτωση πραγματοποιούνται δύο
"αποκλίσεις": α)
προσπάθειες βεβιασμένης επίσπευσης
των γεγονότων, επιβολής του μέλλοντος
στο παρόν κ.λ.π. και β) καθυστέρηση
από την ίδια την αναγκαιότητα των γεγονότων, παραίτηση από την όποια παρέμβαση στην τροπή τους (με την αναγόρευση κάθε παρέμβασης σε βεβιασμένη βουλησιαρχική πράξη), ενατενιστική αντιμετώπιση του παρόντος, που οδηγεί τελικά σε παλινόρθωση του παρελθόντος. Τόσο η μεν όσο και η δε "απόκλιση" μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.
Η
συγκεκριμένη κλίμακα της πραγματοποιούμενης
σ' αυτό το στάδιο κοινωνικοποίησης
(και όχι μόνο σε αυτό το στάδιο) δεν
θα πρέπει να αντιμετωπίζεται
"καθαρά" και "αντικειμενικά" με αποκλειστικό κριτήριο την κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων
στη συγκεκριμένη χώρα (χώρες). Η τελευταία θα πρέπει να είναι το καθοριστικό κριτήριο, το οποίο όμως τροποποιείται σημαντικά
από τη διεθνή συγκυρία, τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τις ιδιομορφίες της ευρύτερης συγκυρίας στην οποία δρομολογούνται αυτές οι
διαδικασίες σε κάθε χώρα (χώρες).
Π.χ. η συγκεκριμένη πορεία κολλεκτιβοποίησης - εκβιομηχάνισης που ακολουθήθηκε σε αυτό το στάδιο της ΕΣΣΔ, ήταν σε σημαντικό βαθμό "απόκλιση" του πρώτου είδους που αναφέραμε,
ήταν βεβιασμένη επίσπευση των γεγονότων. Ωστόσο, η διαπίστωση
αυτή δεν αρκεί. Η διαδικασία αυτή
χρειάζεται να εξεταστεί στο πλαίσιο
των όρων που προαναφέραμε. Οπότε,
ανακύπτουν τα ερωτήματα: Ήταν δυνατό
να επιβιώσει η επανάσταση σε
συνθήκες καθυστέρησης, αποκλεισμού
και ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης;
Ποια θα ήταν η τύχη της ΕΣΣΔ αν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η ιμπεριαλιστική επίθεση την εύρισκε χωρίς το επίπεδο εκβιομηχάνισης που είχε επιτευχθεί (όπως είχε επιτευχθεί); Νομίζουμε ότι για τους επαναστάτες η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Υπάρχει, βέβαια και η επιλογή, κατά την οποία, για να τηρηθεί το γράμμα και η "καθαρότητα" του μοντέλου, είναι προτιμότερο να θυσιαστεί μία ολόκληρη συγκεκριμένη -ιστορική, πραγματική επαναστατική διαδικασία.
Εφόσον υπάρχει η μεγάλη βιομηχανία, η γεωργία δεν αποτελεί τον καθοριστικό τομέα
της παραγωγής. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει πλέον η μεγάλη βιομηχανία. Γι' αυτό αρκεί η επιβολή της
κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα της μεγάλης βιομηχανικής
παραγωγής για την πρωταρχική εμφάνιση του
κομμουνισμού, για την αποφασιστική επίδραση σε ολόκληρη την παραγωγική ζωή της κοινωνίας. Στο στάδιο αυτό
περιλαμβάνεται λοιπόν η "μεταβατική
περίοδος" (Λένιν) κατά την οποία συνυπάρχουν διάφοροι τρόποι παραγωγής, <διάφορα
είδη παραγωγικών σχέσεων, κοινωνικοοικονομικών δομών: (κατά τον Λένιν 5: ο σοσιαλιστικός τομέας, ο κρατικός καπιταλισμός, ο ιδιωτικός καπιταλισμός η μικρή εμπορευματική και η πατριαρχική παραγωγή) με άγοντα και αποφασιστικό το ρόλο του σοσιαλιστικού τομέα. Όταν ο σοσιαλιστικός
τομέας, εκτός από άγοντος και αποφασιστικός
τομέας της παραγωγής μετατρέπεται σε
κυρίαρχο (κατ' εξοχήν με την έννοια της τυπικής κοινωνικοποίησης, αν και από τώρα όχι μόνο από με
αυτήν) πραγματοποιείται και η
μετάβαση στο επόμενο στάδιο.
Κατά
την πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού, η
ουσία του εμφανίζεται, όχι όμως σε καθαρή μορφή. Οι πλευρές του νέου όλου δεν είναι ακόμα διακριτές. Η ουσία του κομμουνισμού είναι συγχωνευμένη, συμπυκνωμένη με τις μορφές εκδήλωσης της και δεν υφίσταται έξω από αυτές. Π.χ. οι ριζικές αλλαγές της επανάστασης γίνονται μέσω του εποικοδομήματος, ξεκινούν από το εποικοδόμημα, η πρώτη κοινωνικοποίηση συνιστά κατ' εξοχήν βουλητική πολιτική πράξη νομικού περιεχομένου, ωστόσο δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτά. Εδώ οφείλεται η τάση ταύτισης της οικονομίας
του σοσιαλισμού με την οικονομική πολιτική που κυριαρχεί
σε αυτό το στάδιο. Δεν συνιστά απλώς
αυταπάτη, αλλά είναι έκφραση
νομοτελειακής αντικειμενικής φαινομενικότητας.
Τα πράγματα έτσι δείχνουν, αλλά από μία άποψη έτσι είναι στην πραγματικότητα. Το κυριότερο
εδώ δεν είναι τόσο η αυστηρή χρονολογική
οριοθέτηση των σταδίων, όσο η διάκριση του βασικού περιεχομένου του κάθε σταδίου.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι το γίγνεσθαι του νέου όλου (της κομμουνιστικής κοινωνίας)
πραγματοποιείται μέσα από τη διαπάλη δύο βασικών
τάσεων. Η πρώτη τάση οδηγεί στον μετασχηματισμό των κληροδοτημένων από τις προηγούμενες βαθμίδες
ανάπτυξης της ανθρωπότητας σχέσεων και στη
δημιουργία αντίστοιχης του
κομμουνισμού βάσης (μετάβαση στον
ώριμο κομμουνισμό). Η δεύτερη τάση
οδηγεί στην παγίωση και συντήρηση
κληροδοτημένων από το παρελθόν
σχέσεων, στην αναστολή της διαμόρφωσης
των νέων σχέσεων, και τελικά, στην
καταστροφή της ουσίας της νέας
κοινωνίας, στην επάνοδο της παλαιάς
(κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση).
3. Το στάδδιο διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας: ο σοσιαλισμός.
Όπως ήδη αναφέραμε, οι αντιφάσεις του καπιταλισμού και οι όροι για τη διεξαγωγή της σοσιαλιστικής επανάστασης ωριμάζουν
από τη στιγμή που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής γίνεται
τεχνική αναγκαιότητα, με τη μετάβαση στη
μηχανοποιημένη παραγωγή (με τη
μετάβαση από τη τυπική στην
πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο
κεφάλαιο). Όμως με την αρχή της
μετάβασης στην μηχανοποιημένη
παραγωγή, ο κοινωνικός, είτε για την ακρίβεια ο καθ' εαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής μόλις εμφανίζεται. Στο στάδιο δε της ωρίμανσης του, της διαμόρφωσης του, ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής
φτάνει με τη περαιτέρω ανάπτυξη της μηχανοποιημένης παραγωγής. Η δε ωριμότητα του επιτυγχάνεται στο ανώτερο στάδιο της μηχανοποιημένης παραγωγής, όπου δηλαδή η λαϊκή οικονομία συνιστά ένα ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα (αυτοματοποιημένο όχι μόνο στο επίπεδο των αλυσίδων συνεχούς εν αλληλουχία παραγωγής, τμημάτων εργοστασίων κ.τ.λ. αλλά και ολόκληρων τομέων και του συνόλου των τομέων, του όλου πλέγματος της παραγωγής).
Κατά το στάδιο της
ανωριμότητας, της διαδικασίας δηλαδή διαμόρφωσης, ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, μπορούν
να υπάρχουν τόσο σοσιαλιστικές όσο και
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Το στάδιο αυτό σσυνιστά την υλικοτεχνική βάση της συνύπαρξης των δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά και των
παλινορθωτικών αντεπαναστατικών εγχειρημάτων που νομοτελειακά συνοδεύουν τις "πρώιμες"
σοσιαλιστικές επαναστάσεις.
Εφόσον ο κοινωνικός
χαρακτήρας της παραγωγής και αναπτύχθηκε, έρχεται σε ανντίθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, παρατηρείται
δηλαδή μια αντιστοιχία
μεταξύ των τελευταίων και
αυτού του χαρακτήρα της παραγωγής.
Στο βαθμό δε που ο κοινωνικός
χαρακτήρας της παραγωγής δεν έχει
ωριμάσει πλήρως, εξακολουθούν να
υπάρχουν δυνατότητες διατήρησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (ή παλινόρθωσης τους).
Με την εμφάνιση του
κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής δημιουργείται η πραγματική δυνατότητα και η ιστορική νομιμότητα της εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας της κοινωνικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της
διεξαγωγής της σοσιαλιστικής
επανάστασης. Με την εγκαθίδρυση δε
της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής μεταξύ της τελευταίας και
του κοινωνικού χαρακτήρα της
παραγωγής (στο βαθμό που αυτός εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε), αποκαθίσταται μια αντιστοιχία. Στο βαθμό δε που ο κοινωνικός χαρακτήρας της
παραγωγής δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί
πλήρως, δεν έχει ωριμάσει, παρατηρείται
μια αναντιστοιχία με την κοινωνική
ιδιοκτησία και κατά συνέπεια (στο
βαθμό που έχει θέση αυτή η αναντιστοιχία)
η κοινωνική ιδιοκτησία
είναι ακόμα τυπική (νομική κ.λ.π.). Η μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική κοινωνικοποίηση είναι μια
διαδικασία η οποία (παρά τις
αντίθετες διαδεδομένες απόψεις) δεν
ανάγεται σε "δημοκρατικές", "συμμετοχικές"
κ.λ.π. διαδικασίες του εποικοδομήματος
(παρά τη σημασία των τελευταίων).
Είναι ζήτημα κατ' εξοχήν του
χαρακτήρα των παραγωγικών-εργασιακών
διαδικασιών.
Παρατηρούμε, δηλαδή,
ότι ο βαθμός ωρίμανσης του
κοινωνικού χαρακτήρα της
παραγωγής που είναι αναγκαίος και
επαρκής για την ανατροπή, για την
άρνηση του καπιταλισμού, δεν είναι επαρκής για τη θετική πλέον οικοοδόμηση, για τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Στη δεύτερη περίπτωση τα κριτήρια εκτίμησης του βαθμού ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής (αλλά και των υπόλοιπων πλευρών του κοινωνικού όλου) δεν είναι πλέον τα κριτήρια του καπιταλισμού, αλλά τα κριτήρια του κομμουνισμού της αταξικής κοινωνίας ως διαδικασίας. Υπάρχει συνεπώς μια
αναπτυσσόμενη διαδικασία αντιστοιχίας - αναντιστοιχίας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Επομένως, η βασική αντίφαση του σταδίου διαμόρφωσης του κομμουνισμού,
η βασική αντίφαση του σοσιαλισμού είναι η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής και της ανωριμότητας (της ανεπαρκούς
ωρίμανσης) του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.
Ο σοσιαλισμός ως
κατώτερη φάση του κομμουνισμού
έχει ως βάση του τη κοινωνική
ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η οποία
υπάρχει μέσα στην αλληλεπίδραση της
με τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Ο τελευταίος, ενώώ έχει πλέον εμφανιστεί, δεν έχει ακόμα ωριμάσει πλήρως. Η βασική αντίφαση του σοσιαλισμού, για να
παίξει τον ρόλο της κινητήριας δύναμης ανάπτυξης του, πρέπει να αναπτύσσεται, δηλαδή να οδηγείται διαρκώς προς την επίλυση της. Αυτό προϋποθέτει
και την προώθηση, την ανάπτυξη και των δύο πόλων της.
3.α) Η πρώτη
περίοδος ανάπτυξης του
σοσιαλισμού και η πρώτη περίοδος διαμόρφωσης του κομμουνισμού: Η ανάπτυξη του κομμουνισμού σε κληροδοτημένη τεχνική βάση. Η διάρκεια αυτής της περιόδου ανάπτυξης του σοσιαλισμού εξαρτάται κατ' εξοχήν από το αφετηριακό επίπεδο ανάπτυξης της μηχανοποιημένης παραγωγής.
Η κληροδοτημένη από τον καπιταλισμό τεχνική παραγωγή είναι η μηχανική, η μηχανοποιημένη (δηλ. μη αυτοματοποιημένη) παραγωγή. Η τελευταία από την ίδια την υφή και το χαρακτήρα της, δεν μπορεί να είναι εσωτερικά ενιαία στην κλίμακα μιας μεμονωμένης χώρας, πόσο μάλλον σε παγκόσμια κλίμακα, στη συνολική παραγωγική διαδικασία της ανθρωπότητας. Η μηχανοποιημένη παραγωγή κατ' ανάγκη επιμερίζεται, κατακερματίζεται σε μεμονωμένες, (ανεξάρτητα από το μέγεθος τους) παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες συνδέονται
μεταξύ τους εξωτερικά. Όπως ήδη αναφέραμε, στη βαθμίδα της μηχανοποιημένης παραγωγής ο κοινωνικός χαρακτήρα της παραγωγής καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα. Ωστόσο ο χαρακτήρας αυτός αφορά μεμονωμένα μηχανήματα, ή συστήματα μηχανών τα οποία δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα μηχανών, η ενότητα του οποίου διασφαλίζεται με αντίστοιχη τεχνική, τόσο στην κλίμακα της μεμονωμένης χώρας, όσο και σε πανανθρώπινη κλίμακα. Γι' αυτό το λόγο η μηχανοποιημένη παραγωγή, αφ' ενός μεν γεννά την ανάγκη ενιαίων,
ενοποιημένων κοινωνικών πράξεων, για μια ενιαία παραγωγική δραστηριότητα της κοινωνίας συνολικά και επομένως για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αφετέρου δε η κοινωνική ιδιοκτησία που εδράζεται στα μηχανοποιημένα (όχι ακόμα αυτοματοποιημένα) μέσα παραγωγής, στη μηχανοποιημένη παραγωγή δεν μπορεί να είναι πλήρως ώριμη. Η απουσία ενιαίου συστήματος, ενιαίου δικτύου μηχανών στην κλίμακα ολόκληρης της χώρας (και της ανθρωπότητας) υπαγορεύει την αναγκαιότητα μη παραγωγικής, εξωπαραγωγικής συνάφειας (με την στενή έννοια της
λέξης) και ταυτόχρονα το σχετικό οικονομικό
απομονωτισμό, την αναγκαιότητα
ύπαρξης των εμπορευματικών -
χρηματικών σχέσεων . Όταν όμως είναι αποφασιστικός ο ρόλος της κοινωνικής ιδιοκτησίας, οι τελευταίες ανάγονται στη θέση της
υποταγμένης στιγμής, μιας στιγμής που υπάρχει
σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη μορφή.
Ο κομμουνισμός, όσο υπάρχει στη βάση της καθ' εαυτό μηχανικής παραγωγής, δεν
αναπτύσσεται πάνω σε μια βάση, η οποία
δημιουργείται από τη δική του ανάπτυξη, αλλά σε μια βάση
που δεν αντιστοιχεί ακόμα στην ουσία του.
Στην μηχανοποιημένη παραγωγή, παρά τη σημασία της
εργασίας για τη τελειοποίηση των μηχανών, η εργασία για την απλή χρησιμοποίηση των μηχανών υπερτερεί
ποσοτικά της εργασίας για τη τελειοποίηση τους, κατάσταση που εξακολουθεί να παρατηρείται καθ' όλη τη διάρκεια της μη αυτοματοποιημένης μηχανικής παραγωγής. Κίνητρο για
μια τέτοιου είδους εργασία δεν μπορεί
να αποτελεί ακόμα η ανάγκη για
εργασία. Ο άνθρωπος σε αυτή την
περίοδο μπορεί να εργάζεται εθελοντικά, όχι όμως λόγω της έλξης και του ενδιαφέροντος που του
προκαλεί η εργασία αλλά λόγω της
συνειδητοποίησης αυτής της ανάγκης (είτε ως προσωπικής είτε ως κοινωνικής). Αντικειμενική υλική βάση τέτοιου είδους μαζικής κλίμακας φαινομένων στο σοσιαλισμό μπορεί να αποτελέσουν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (η οποία κυριαρχεί μεν πλην όμως τυπικά). Ενδεικτικό από αυτή την άποψη το σταχανοφικό κίνημα.
Καθοριστικός σε αυτή τη περίοδο είναι ο ρόλος της επιστήμης και της εφαρμογής των επιτευγμάτων της στην
παραγωγή. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής
διανοίγουν τεράστιες δυνατότητες
επικέντρωσης δυνάμεων και πόρων στις
κυριότερες κατευθύνσεις ανάπτυξης
της επιστήμης, στους πλέον
προωθημένους τομείς της θεμελιώδους
έρευνας και της τεχνολογίας. Οι δυνατότητες αυτές μπορεί να υλοποιούνται και τότε τα αποτελέσματα τους είναι θεαματικά (βλ. π.χ. τη διαστημική τεχνολογία), μπορεί όμως και να αναχαιτίζονται διοικητικά (βλ. π.χ. την τύχη της γενετικής, της κυβερνητικής, της λογικής κ.λπ.).
Η μηχανοποιημένη παραγωγή δίνει τις δυνατότητες για την παραγωγή μιας αφθονίας
καταναλωτικών αγαθών. Ωστόσο η αφθονία αυτή δεν μπορεί να διασφαλιστεί φερέγγυα και σταθερά όσο η εργασία των παραγωγών είναι κατ' εξοχήν εργασία - χρησιμοποίηση
έτοιμων μέσων εργασίας. Η μετάβαση σε μια
σταθερή παραγωγή διαρκούς αφθονίας υλικών αγαθών συνιστά μεν άλμα, δεν μπορεί ωστόσο να
πραγματοποιηθεί άμεσα.
Όσο υπερτερεί η μη αυτοματοποιημένη μηχανοποιημένη παραγωγή, υπερτερεί ποσοτικά η
εργασία - χρησιμοποίηση (και όχι η τελειοποίηση, ανάπτυξη) των μηχανών και συνεπώς δεν έχει εκλείψει το έδαφος για την ύπαρξη διαφορών μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας.
Παρά το γεγονός ότι στο
βαθμό που μηχανοποιείται η
αγροτική παραγωγή μετατρέπεται
σε βιομηχανικό κλάδο, εφόσον
εξακολουθούν να παραμένουν κυρία
μέσα παραγωγής η γη και τα ζώα (δηλ. τα μη παρηγμένα μέσα παραγωγγής) παραμένει ανέφικτη η πλήρης εξέλιξη των ουσιωδών διαφορών αγροτικής οικονομίας -βιομηχανίας, χωρίου - πόλης.
3.β) Η δεύτερη
περίοδος ανάπτυξης του
σοσιαλισμού ως δεύτερη περίοδος διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας: το αρχικό στάδιιο διαμόρφωσης αντίστοιχης του
αναπτυγμένου κομμουνισμού
υλικοτεχνικής βάσης.
Στη Σοβιετική Ένωση η
περίοδος αυτή αρχίζει περίπου
κατά τη δεύτερη πενταετία του
1950 - αρχές της δεκαετίας του 1960.
Η περίοδος αυτή βαφτίστηκε από τους
επίσημους ιδεολόγους
"αναπτυγμένος σοσιαλισμός". Η υπερεκτίμηση του σταδίου ανάπτυξης επιφέρει θεωρητική και πρακτική σύγχυση, ενώ ιδεολογικά δρα ως απολογητική, καθαγιασμός του κεκτημένου, του παρόντος.
Ο ίδιος ο όρος
"αναπτυγμένος σοσιαλισμός"
δημιουργεί θεωρητική και πρακτική σύγχυση με την απροσδιοριστία του (συσκοτίζοντας το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός είναι ανώριμος κομμουνισμός).
Η μη αναπτυγμένη
αυτοματοποίηση είναι η
αυτοματοποίηση στο επίπεδο μηχανών
-αυτόματων, μεμονωμένων
αυτοματοποιημένο αλυσίδων παραγωγής, τμημάτων παραγωγής κ.λπ. Η μη αναπτυγμένη αυτοματοποίηση κατ' ανάγκη συνυπάρχει με τη μηχανοποίηση, η οποία συνιστά και την
ευρύτερη βάση της. Γι' αυτό το λόγο, κατά το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης του κομμουνισμού, για πρώτη φορά εγείρεται τόσο έντονα και επιτακτικά το ζήτημα της ανάπτυξης της οικονομίας ως ενιιαίου συμπλέγματος.
Σε αυτό το στάδιο
αρχίζει να καλύπτεται ποσοτικά η ανάγκη σε καταναλωτικά αγαθά και σε μέσα παραγωγής και εγείρεται βαθμιαία το ζήτημα της ποιότητας της παραγωγής.
Συνεπώς, σε αυτό το
στάδιο χαρακτηριστική
αρχίζει να γίνεται η εντατική ανάπτυξη. Σε αυτό το
στάδιο διευρύνονται και
εμβαθύνουν οι δυνατότητες
ενοποίησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τίθεται σε ανώτερο πλέον επίπεδο το ζήτημα του μέτρου συσχέτισης εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων-σχεδιοποίησης. (Βλ. σχετικά Διαλεκτική τευχ. 1, σελ. 81-82).
Στις αρχές ιδιαίτερα
αυτής της περιόδου στην ΕΣΣΔ,
παρ' όλες τις αντιξοότητες και
τις καταστροφές του πολέμου,
παρατηρείται θεαματική πρόοδος σε διάφορους τομείς. Ενώ το 1917 η σοβιετικκή βιομηχανία ως προς το μέσο τεχνικό της επίπεδο βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την Ινδία, το
1965 το μέσο τεχνικό επίπεδο της παραγωγής της ξεπερνούσε ήδη αυτό της Βρετανίας. Ενώ το 1953 ο όγκος της σοβιετικής βιομηχανικής παραγωγής ανερχόταν στο 1/3 του αντίστοιχου των ΗΠΑ (Βλ. αναλυτικότερα S.Lilley, <Men, machines
Και μόνο αυτά τα στοιχεία δείχνουν πόσο
ανεδαφικοί είναι οι ισχυρισμοί που παρουσιάζουν την ΕΣΣΔ ως "καπιταλισμό αγροτο-κοινωνικού τύπου..."
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ανέκυψε το ζήτημα της τελειοποίησης των
σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, και της βαθμιαίας
μετάβασης από την τυπική κοινωνικοποίηση στην πραγματική κοινωνικοποίηση. Χρειάζονταν δηλαδή ουσιαστικά
βήματα στην κατεύθυνση της προώθησης -λύσης της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού. Το γεγονός ότι
τα καθήκοντα που ανέδειξε η διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας στη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν
εκπληρώθηκαν με συνέπεια, οι κωλυσιεργίες, οι αμφιταλαντεύσεις και οι παλινωδίες δημιούργησαν τις
προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης.
Η αρχική περίοδος διαμόρφωσης αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης
στην περίπτωση της ΕΣΣΔ (και όχι μόνο) δεν ολοκληρώνεται. Η
διαδικασία αποδόμησης του σοσιαλισμού και η
δρομολόγηση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού ανακόπτει την αναπτυξιακή διαδικασία. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε.
3.γ)
Η τρίτη περίοδος διαμόρφωσης του κομμουνισμού - η περίοδος σταδιακής μετεξέλιξης τουυ σοσιαλισμού στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Για την υλικοτεχνική βάση αυτής της περιόδου,, χαρακτηριστική είναι η μετάβαση ααπό τη μη αναπτυγμένη αυτοματοποίηση σττην αναπτυγμένη αυτοματοποίηση, η σσταδιακή επέκταση της αναπτυγμένης
μορφής αυτοματοποίησης.
4. Η ώριμη κομμουνιστική κοινωνία είναι η
κοινωνία για την υλικοτεχνική βάση της
οποίας χαρακτηριστική είναι η
αυτοματοποίηση συνολικά της
παραγωγής ως συμπλέγματος, η
παραγωγή αυτόματων από αυτόματα, η
ενοποιημένη (κατ' αρχήν σε πλανητικό
επίπεδο) ανθρωπότητα.
Η βαθμίδα της αναπτυγμένης αυτοματοποίησης λειτουργεί
ως αναγκαία βάση για τη διαρκή και σταθερή
διασφάλιση της ποσοτικής και ποιοτικής
αφθονίας υλικών αγαθών. Εδώ κυριαρχεί η εργασία για τη μεταβολή, για τη τελειοποίηση και ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής.
Η εργασία παύει πλέον να προβάλλει ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του παραγωγού και μετατρέπεται σε πρωτεύουσα ζωτική ανάγκη του
ανθρώπου.
Η εργασία αυτή είναι κατ' εξοχήν δημιουργική εργασία, η οποία απαιτεί βαθιές
επιστημονικές γνώσεις και ευρύτερη πολιτιστική,
αισθητική καλλιέργεια. Μόνο τότε εξαφανίζονται οι
ουσιώδεις διαφορές μεταξύ φυσικής και διανοητικής
εργασίας, (βλ. αναλυτικότερα Β. Α. Βαζιούλιν. Ιστορία
και κομμουνιστικό ιδανικό, Διαλεκτική, τευχ. 3, σελ 61-73).
Η συστηματική ανάπτυξη της θεωρίας για τον κομμουνισμό
δεν μπορεί να αναχχθεί σε επιλεκτικές επισημάνσεις του 19ου αιώνα ούτε και να περιοριστεί σε
προγνωστικά στοιχεία που συνάγουν οι Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς (με εκπληκτική διορατικότητα) από τη μελέτη
των προϋποθέσεων του κομμουνισμού στα πλαίσια του καπιταλισμού. Όσο αντιφατική και ιδιότυπη και αν είναι η εμπειρία σοσιαλιστικής
οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, παραμένει ανεκτίμητη
πηγή για ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα. Από αυτή την άποψη, η περίπτωση της ΕΣΣΔ είναι και θα παραμείνει "κλασική" μέχρι να ανακύψουν ιστορικά βαθύτεροι και μεγαλύτερης
εμβέλειας επαναστατικοί μετασχηματισμοί.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η εμπειρία οικοδόμησης της αταξικής, κομμουνιστικής
κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, δεν είναι ένα "κοινωνικό
πείραμα" όόπως ισχυρίζονται μερικοί, και δεν συνιστά "απόκλιση" από την κατευθυντήρια αρτηρία της ιστορικής νομοτέλειας. Η
ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας είναι
κλασσικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι σε αυτήν εκδηλώθηκαν τα τυπικά και χαρακτηριστικά νομοτελειακά
γνωρίσματα, καθώς επίσης και οι πλέον πιθανές τάσεις
των πρώιμων σοοσιαλιστικών επαναστάσεων. Συνεπώς, η διερεύνηση αυτής της εμπειρίας και η
αποκάλυψη του αντικειμενικού, του νομοτελειακού της χαρακτήρα μπορεί να συμβάλλει στην διεξοδικότερη
ανακάλυψη της λογικής της μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό.
Οι θέσεις αυτές δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τάσεις απολογητικής και
καθαγιασμού του συνόλου αυτής της αντιφατικής
εμπειρίας, (πόσο μάλλον των όποιων χειρισμών των βαθμιαία διαφθειρόμενων ηγετικών κλιμακίων της
ΕΣΣΔ). Υπογραμμίζουν απλώς, ότι η επιστημονική
διερεύνηση αυτής της εμπειρίας δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την αντιπαραβολή αυτής της εμπειρίας με διάφορα σχήματα - ιδεότυπους, ούτε και με την μικροαστική ιδεαλιστική μέθοδο του Προυντόν (κρατάω τις "καλές" πλευρές και πετάω τις "κακές"...)
Τονίζουν την αναγκαιότητα συστηματικής, συγκεκριμένης ανάλυσης της
συγκεκριμένης πραγματικότητας, με όλη την
πολυμορφία και αντιφατικότητα της. (Πράγμα που είναι αδύνατο να κατανοήσει η
παραλύουσα μπροστά στις αντιφάσεις μεταφυσική
νόηση του φοβισμένου από την ήττα αριστερούτσικου μικροαστού των ημερών μας).
Χρειάζεται επιπλέον να υπογραμμίσουμε ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί η ουσία αυτής της ανεκτίμητης ιστορικής εμπειρίας στα πλαίσια μίας μεταφυσικής
λογικής του "μαύρου- άσπρου". Σήμερα στις
ποικίλες προσεγγίσεεις της εν λόγω εμπειρίας κυριαρχούν δύο τάσεις: 1) η εξιδανίκευση αυτού του
σοσιαλισμού, των θετικών πλευρών του, η διόγκωση των επιτευγμάτων του με αντίστοιχη αποσιώπηση (μέχρι
εθελοτυφλίας) των αρνητικών πλευρών του, των στιγμών της ήττας και της αποτυχίας τουυ, και 2) η συλλήβδην απόρριψη-αμαύρωσση όλων των κατακτήσεων των αδύνα<μων
μεν, πλην όμως μοναδικών νεαρών
βλαστών της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Και οι δύο παραπάνω τάσεις είναι
εξηγήσιμες (από ταξικής και μεθοδολογικής σκοπιάς αλλά και από την άποψη
της κλινικής ψυχολογίας...) Η δεύτερη τάση
είναι ιδιαίτερα βολική μιας και μετατρέποντας κάθε τι το "υπαρκτό" σε ταμπού, και διαχωρίζοντας μετά βδελυγμίας τη θέση της από
την "ποταπή" εμπειρία και πράξη,
επιτρέπει στους φορείς της να παραμείνουν
άμεμπτοι και αμόλυντοι στον ιδεολογικό τους παράδεισο... Κοινό στοιχείο και των δύο παραπάνω τάσεων είναι τελικά η ιδεαλιστική και μεταφυσική αντιμετώπιση αυτής της
εμπειρίας, που έχει ως αποτέλεσμα να
ερμηνεύουν την κεφαλαιοκρατική
αντεπανάσταση είτε ως αποτέλεσμα
εξωτερικής παρέμβασης είτε ως προϊόν
βουλητικών πράξεων (είτε και με τα
δύο). Χαρακτηριστικό της δεύτερης
τάσης είναι η αναζήτηση της στιγμής
της "επιβολής" της αντεπανάστασης
όλο και πιο βαθειά στο ιστορικό
παρελθόν, με ακραία περίπτωση τη
βαθμιαία άρνηση του σοσιαλιστικού
χαρακτήρα των μεγαλύτερων προλεταριακών
επαναστάσεων....
Παραμένει ζητούμενο για
την ιστορική επιστήμη η
θεωρητική ανάλυση της σοβιετικής
ιστορίας ως αντικειμενικής, νομοτελειακής και αντιφατικής διααδικασίας, δηλαδή ως διαδικασίας εμφάνισης, διαμόρφωσης
και ανάπτυξης ή ανάσχεσης της ανάπτυξης ορισμένων αντιφάσεων.
Η δραματική κατάσταση
που διαμορφώνει η κλιμάκωση
της αντεπανάστασης καθιστά
ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη
επιστημονικής διερεύνησης της
πραγματικής πορείας σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, της διαλεκτικής επανάστασης και
αντεπανάστασης σε αυτή την πορεία και στα πλαίσια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.
Η αντεπανάσταση, όπως άλλωστε και η επανάσταση, διέπεται από ορισμένες
νομοτέλειες. Εμφανίζεται μαζί με την επανάσταση, ως
αντίποδας της επανάσττασης. Ο ρόλος και ο χαρακτήρας της είναι διαφορετικός σε διάφορες
συγκυρίες. Η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι η
αντεπανάσταση είναι γενικά χαρακτηριστικό, νομοτελειακό φαινόμενο για την περίοδο του γίγνεσθαι, της
διαμόρφωσης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.
Όταν δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα η αντίστοιχη των
νέων σχέσεων παραγωγής υλικοτεχνική βάση και
εξακολουθούν να αναπτύσσονται στη βάση που τους έχει κληροδοτηθεί από το προηγούμενο στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης. Στις συνθήκες αυτές, όπως προαναφέραμε, διατηρείται ακόμα η δυνατότητα παλινόρθωσης των παλαιών σχέσεων παραγωγής και ορισμένης
καταστροφής των "νεαρών βλαστών"
των νέων κοινωνικών μορφών.
Η νομοτέλεια αυτή εκδηλώνεται με ξεχωριστή ιδιομορφία, έκταση και ένταση στις
διαδικασίες ανατροπής των κατακτήσεων των σοσιαλιστικών κοινωνιών που δρομολόγησαν μια ριζικά διαφορετικού τύπου ανάπτυξη.
Όσο λιγότερο ανεπτυγμένη είναι η υλικοτεχνική βάση της παραγωγής, όσο λιγότερο
αντιστοιχεί στην ουσία των νέων σχέσεων παραγωγής, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα παλινόρθωσης των παλαιών
κοινωνικών μορφών. Η εποχή του γίγνεσθαι των νέων κοινωνικών σχέσεων είναι μια εποχή έντονου και
απεγνωσμένου αγώνα μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης.
Η αντεπανάσταση δεν είναι ούτε κεραυνός εν αιθρία, ούτε και αποκλειστικό έργο
κάποιων δαιμόνιων πρακτόρων και προδοτών κάποιου
"ξένου δάκτυλου" και κάποιων ηγεσιών
(όσο και αν αυτοί διαδραματίζουν "επάξια" τον ρόλο τους). Πρόκειται για μια αντιφατική διαδικασία που έρχεται να δδιευθετήσει ορισμένα υπαρκτά, πραγματικά προβλήματα στα οποία προσέκρουσε η σοσιαλιστική κοινωνία και
τα οποία δεν μπόρεσε να διευθετήσει έγκαιρα και με συνέπεια. (’λλο θέμα βέβαια, είναι ότι και η ίδια η
αντεπανάσταση δεν είναι ικανή να λύσει αυτά τα
ζητήματα).
Ένα από τα προβλήματα στα οποία προσέκρουσε η σοσιαλιστική κοινωνία, είναι π.χ. και
το πρόβλημα της επιχειρησιακής και αποτελεσματικής ένταξης των επιτευγμάτων της επιστημονικής
και τεχνικής προόδου στην παραγωγή και ο μετασχηματισμός της υλικής παραγωγής στη βάση των νέων τεχνολογιών. Στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες (π.χ. στην Ιαπωνία),
σε αντιδιαστολή με την ΕΣΣΔ (και όπου εξυπηρετούνταν η μεγέθυνση της κερδοφορίας) είχε επιτευχθεί σημαντική
επίσπευση του χρόνου που μεσολαβούσε μεταξύ επιστημονικής ανακάλυψης και χρησιμοποίησης της στην παραγωγή.
Η δημιουργική αξιοποίηση της εμπειρίας αυτών των
χωρών θα μπορούσε να συμβάλλει στην επίλυση
αυτού του προβλήματος. Αλλά η αστική αντεπανάσταση δεν αποσκοπεί στην μεταφορά της προωθημένης δυτικής εμπειρίας, αλλά στην καταστροφή, στην
εξάλειψη των πρώιμων μορφών του
κομμουνισμού και στη διευθέτηση των
εσωτερικών αντιφάσεων και των δομικών
δυσαναλογιών του παγκόσμιου
κεφαλαιοκρατικού συστήματος ( από το
οποίο η ΕΣΣΔ και οι περί αυτήν χώρες
είχαν βέβαιη επιτύχει σημαντικότατο
βαθμό αυτοτέλειας) μέσω της
νεοαποικιακής εκμετάλλευσης των
χωρών της τέως ΕΣΣΔ. Στην
πραγματικότητα, η αστική αντεπανάσταση δεν οδηγεί στον τεχνικό επανεξοπλισμό της παραγωγής (τον οποίο επαγγελόταν αρχικά η "περεστρόικα") αλλά στην επιδείνωση της τεχνικής της καθυστέρησης, και τελικά στην αποδιάρθρωση, στην καταστροφή της.
Εδώ δεν μπορούμε να επεκταθούμε σε μια εκτενή και συγκεκριμένη ανάλυση της
διαδικασίας αντεπαναστατικής ανακοπής της
ανάπτυξης του σοσιαλισμού.
(Βλ. Σχετικά: Συνέντευξη με τον Β.Α. Βαζιούλιν: Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα, και: Δ. Πατέλη για την κλιμάκωση της αστικής αντεπανάστασης στη
Ρωσία στο: Αριστερή Ανασύνταξη, τεύχος 4-5.)
Θεωρητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συσχέτιση της προσήλωσης σε κάποιο στόχο και
της απόκλισης από αυτόν στην διαδικασία που εξετάζουμε
εδώ. Κάθε πορεία υλοποίησης ενός ιδεατού στόχου διαφέρει ουσιαστικά από τον αρχικό -
ιδεατό στόχο (η εργασιακή - παραγωγική διαδικασία καθιστά σαφή
αυτή την επισήμανση). Πραγματικός στόχος είναι τελικά μόνο ο υλοποιημένος
στόχος. Ωστόσο κατά την υλοποίηση του είναι απαραίτητος ο γενικός προσανατολισμός. Η βεβιασμένη επίσπευση των γεγονότων (καθώς και ο αντίποδας της που παρουσιάζεται σήμερα ως εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς υποθετική εναλλακτική λύση από αρκετούς μαρξιστές) συνιστά αναμφίβολα
απόκλιση από τον στόχο, από τον γενικό
προσανατολισμό.
Ωστόσο οποιαδήποτε απόκλιση (συνεπώς και αντίστοιχη επιλογή των μέσων
πραγματοποίησης αυτής της απόκλισης) από το γενικό προσανατολισμό, στα πλαίσια της τάσης αμεσότερης επίσπευσης του τελικού στόχου, συνεπάγεται σχετική τροποποίηση
και του τελικού στόχου. Υπάρχει πάντοτε
κάποιο μέτρο η υπέρβαση του οποίου κατά την επιλογή των μέσων για την επίτευ<ξη του στόχου οδηγεί πλέον έξω από
τα πλαίσια του συγκεκριμένου στόχου. Η απόπειρα αποκατάστασης της μια απόκλισης (της βεβιασμένης επίσπευσης) οδήγησε στην πλήρη αλλαγή (ποιοτικά και ουσιαστικά) αυτού του τελικού στόχου, διαμέσου της άλλης απόκλισης, του αντίποδα της. Η πρώτη προετοίμασε το έδαφος για τη δεύτερη σε μια πορεία που κατέληξε στην τελική επικράτηση της
αντεπανάστασης κυρίως μέσα από τις ίδιες τις εσωτερικές αντιφάσεις του συγκεκριμένου ιστορικά τύπου σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η ταύτιση, η συγχώνευση, η σύμφυση της ουσίας της νέας κοινωνίας με τις εκφάνσεις
της (π.χ. πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης) κατά τη πρωταρχική εμφάνιση της νέας κοινωνίας (αλλά και συνολικά κατά τα πρώιμα στάδια της), η φετιχοποίηση ορισμένων ιστορικών μορφών που έχουν παροδικό χαρακτήρα και θα όφειλαν να
ξεπεραστούν στα επόμενα στάδια της
ιστορικής ανάπτυξης της νέας
κοινωνίας, εμπεριέχει δυνητικά τον κίνδυνο απόσπασης αυτονόμησης κ.λ.π., αυτών των εκφάνσεων, οι
οποίες μπορεί βαθμιαία να αποκτούν τη δική τους λογική, στόχους κ.λ.π. (όπως
π.χ. στη στοιχειώδη μορφή, στο εμπόρευμα ενυπάρχει δυνητικά το ενδεχόμενο της κρίσης υπερπαραγωγής του καπιταλισμού, η κρίση ως πιθανότητα λόγω της διάκριση της πράξης της αγοράς και της πώλησης, της προσφοράς και της ζήτησης κ.λ.π.).
Η λογική αυτή μπορεί να είναι όχι απλώς διαφορετική αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετη
από τη λογική της ανοδικής ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Συνεπώς, η απολυτοποίηση και η φετιχοποίηση
διαφόρων πλευρών της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία και ενίσχυση των
προϋποθέσεων της αντεπανάστασης.
Αυτή η λανθάνουσα δυνατότητα ενισχυόταν και
υπερδιογκονόταν στην ΕΣΣΔ με την
νομοτελειακά βεβιασμένη επίσπευση
των γεγονότων. Η τελευταία και ο κατάλληλος γι' αυτήν
μηχανισμός, εναρμονιζόταν με τη θυελλώδη
εκβιομηχάνιση, με την κατ' εξοχήν εκτατική ανάπτυξη της οικονομίας /span>(με την κατ' εξξοχήν διεύρυνση - επέκταση των γιγάντιων
επιχειρήσεων φορντικού - τεϋλοριανού τύπου). Σε αυτό
το επίπεδο της παραγωγής, μεγιστοποιείται το χάσμα μεταξύ εργασίας για την απλή χρησιμοποίηση μηχανών και εργασίας για την τελειοποίηση των μηχανών, μεταξύ φυσικής - χειρονακτικής και
διανοητικής εργασίας, μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής -οργανωτικής εργασίας κ,τ.λ.
Χωρίς όμως να διανύσει αυτό το επίπεδο παραγωγής η
κοινωνία δεν μπορεί να περάσει στα ανώτερα
επίπεδα παραγωγής (κάθε αντίθετος ισχυρισμός δεν είναι παρά ρομαντική ουτοπία).
Η αντεπανάσταση δεν προέκυψε αιφνιδιαστικά το 1985 όπως πιστεύουν πολλοί είτε κατ'
άλλους το 1953, στη δεκαετία του 1920 κ.λ.π. Όλη η ιστορία της ΕΣΣΔ
και η διαδικασία του γίγνεσθαι της νέας
κοινωνίας είναι μία περίοδος διαπάλης
μεταξύ επανάστασης και
αντεπανάστασης. Στα πρώτα
μεταπαναστατικά χρόνια η αντεπανάσταση
παίρνει τη μορφή της ιμπεριαλιστικής
επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου
εναντίον της σοβιετικής εξουσίας. Στη
συνέχεια η αστική αντεπανάσταση
παίρνει τη μορφή ιδεολογικών και
πολιτικών ρευμάτων, οι εκπρόσωποι των οποίων επιδιώκουν την επιβράδυνση των ρυθμών της επανάστασης, τη συντήρηση του status quo της μεταβατικής
περιόδου και την αργή βαθμιαία επάνοδο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων (Ουστριαλοφ και η αστική
διανόηση που συσπειρώνει το περιοδικό "Σμένα
Βεχ").
Κατά την περίοδο των δεκαετιών του 30-50 υπερτερούσε η τάση κατάπνιξης της αντεπανάστασης (αν και οι ιστορικές της ρίζες εξακολουθούσαν να υπάρχουν). Επιπλέον οι αριστερίστικες ακρότητες που κυριαρχούσαν σε αυτή την περίοδο δημιουργούν τους όρους για την μετάβαση σε μιαν απόκλιση αντίθετου χαρακτήρα κατά τα επόμενα στάδια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Αλλά οι άμεσες προϋποθέσεις της αστικής αντεπανάστασης δημιουργούνται στα τέλη της δεκαετίας του 60 οπότε εξασθενεί το άκαμπτο συγκεντροποιημένο σύστημα της περιόδου των δεκαετιών του 30-50 και ανακύπτει η αναγκαιότητα μετάβασης σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας.
Όταν ανέκυψε η αντικειμενική ανάγκη μετάβασης στο ανώτερο επίπεδο, στην
εντατική ανάπτυξη της οικονομίας (τέλη δεκαετίας του '50 -αρχές του 1960), η ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να συνειδητοποιηθεί από τον διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος προσανατολιζόταν μέχρι τότε αποκλειστικά στην εκτατική ανάπτυξη και μάλιστα είχε
φετιχιστικά ταυτίσει (λόγω ακριβώς,
κεκτημένης ταχύτητας στα πλαίσια της
γνωστής απόκλισης, της βεβιασμένης
επίσπευσης) την ανάπτυξη εν γένει του σοσιαλισμού με την εκτατική του ανάπτυξη και
τελικά δεν υλοποιήθηκε. Τότε είναι που χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να κερδίσει ο σοσιαλισμός στο πεδίο
των νέων τεχνολογιών της σοσιαλιστικής δημοκρατίας κ.λ.π. Η μη υλοποιούμενη
ανάγκη που ανέκυψε από τη βασική
αντίφαση του σοσιαλισμού (χωρίς τις
σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής
είναι άγνωστο πότε θα ωρίμαζε αυτή η
ανάγκη) οδήγησε σε μείωση των ρυθμών
ανάπτυξης σε μια παρατεταμένη
προκρισιακή κατάσταση (ιδιαίτερα στη
δεκαετία του '70 - αρχές δεκαετίας
του '80). Η κατάσταση αυτή
περιπλεκόταν και με τη διεθνή
συγκυρία (ενεργειακή κρίση, μετάβαση
στις νέες τεχνολογίες κ.λ.π.).
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της ΕΣΣΔ η ηγεσία της χώρας άρχισε να αναζητά
λύσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη όχι μέσα από την μελέτη των εσωτερικών νόμων οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, αλλά στην αστική πολιτική οικονομία. Από μόνο
του το γεγονός αυτής της στροφής της
πολιτικής ηγεσίας στην αστική
πολιτική οικονομία, που εκδηλώθηκε με
μια σειρά εγχειρημάτων μεταρρύθμισης
της οικονομίας της ΕΣΣΔ (με
κυριότερα αυτά του 1957 και του 1965)
σηματοδοτεί την ενίσχυση των
μικροαστικών τάσεων συνολικά στην
χώρα.
Η σχετική χαλάρωση του συγκεντροποιημένου διοικητικού συστήματος, η ενίσχυση
και η διεύρυνση του πεδίου ισχύος των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων
οδήγησαν στην εμφάνιση της "σκιώδους
οικονομίας" και στην έναρξη μιας διαδικασίας συγχώνευσης του διεφθαρμέένου μέρους της γραφειοκρατίας με τις δομές αυτής της "σκιώδους οικονομίας". Η τελευταία δεν ανέκυψε εκ του μηδενός. Ήταν προϊόν πραγματικών ανεπαρκειών και δυσαναλογιών της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ευδοκιμούσε με ιδιαίτερη επιτυχία αρχικά στη σφαίρα της κυκλοφορίας, του εμπορίου (αν και σε μερικές περιπτώσεις υπάγονταν σε αυτή ολόκληρες παραγωγικές μονάδες). Η
"σκιώδης οικονομία" μέσω της
εγκαθίδρυσης και δικτύωσης αντεστραμμένων
παραμορφωμένων και αλλοτριωμένων
σχέσεων, ανέπτυσσε ιδιότυπους
δεσμούς και διασυνδέσεις μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων αλλά και μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών. Κατ' αυτό τον τρόπο, ανταποκρινόμενη σε ανάγκες , τις οποίες η επιστήμη, η νόμιμη οικονομία και οι (αντίστοιχες της τυπικής κοινωνικοποίησης)
πολιτικές - διοικητικές δομές αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν, η "σκιώδης
οικονομία" παρασιτούσε πάνω στον
ανώριμο "κορμό" της νέας κοινωνίας,
χωρίς ωστόσο να είναι ικανή να
υποσκελίσει τις κυρίαρχες σοσιαλιστικές
αρχές παραγωγής, η αντεπαναστατική
ανατροπή των οποίων προϋποθέτει
απαραίτητα το τσάκισμα του
σοσιαλιστικού κράτους και τη δρομολόγηση
αστικής παλινόρθωσης μέσω
αντιδραστικού καθεστώτος.
Οι
βαθύτερες εμφανίσεις της "σκιώδους
οικονομίας" συνδέονται με τη
σχετική καθυστέρηση των παραγωγικών
δυνάμεων. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι
το 1985, το μερίδιο της χειρονακτικής
εργασίας στην βιομηχανία της ΕΣΣΔ
ανερχόταν στο 40%, στον τομέα
οικοδομής -κατασκευών-στο 50% ενώ στην αγροτική οικονομία ξεπερνούσε το 80%. Αυτό σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ δεν αναπτυσσόταν απλώς σε μη αντίστοιχη της νέας κοινωνίας βάση αλλά από την άποψη της υλικοτεχνικής υποδομής,
σε σημαντικότατο βαθμό, βρισκόταν σε επίπεδο
κατώτερο αυτού που αντιστοιχεί στην
αναπτυγμένη κεφαλαιοκρατία. Και αυτό παρά τους θυελλώδεις ρυθμούς οικονομιικής ανάπτυξης και παρά τα εντυπωσιακκά επιστημονικά και τεχνολογικά
επιτεύγματα που είχε να επιδείξει σε κάποιους
προωθημένους τομείς (σε ορισμένο
βαθμό μάλιστα και λόγω αυτών των
επιτευγμάτων). Η ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να
επιτύχει και να ξεπεράσει το επίπεδο
των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικότητας της εργασίας και της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης που (όπως προφητικά προέβλεψε ο Λένιν) αποδείχθηκαν καθοριστικά κριτήρια για την έκβαση του ανταγωνισμού, της διαπάλης των δύο παγκόσμιων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων στην εποχή μας. Κατ' αυτό τον τρόπο η παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας
στην ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν διαψεύδει αλλά τουναντίον επιβεβαιώνει τις σχετικές θέσεις τοου μαρξισμού. Όπως προέβλεπε ο Μαρξ η καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεεων οδήγησε σε αυτή την περίπτωση στην κατάσταση στην οποία "θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές" (βλ. "Γερμανική Ιδεολογία", τομ. Ι, Αθήνα 1979, σελ. 81).
Εδώ θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε, έστω και
επιγραμματικά, στο ζήτημα της διοίκησης, της γραφειοκρατίας. Οι περισσότερες προσεγγγίσεις εξετάζουν την γραφειοκρατία δαιιμονολογικά, αγνοώντας τις υλικές
- α>ντικειμενικές νομοτέλειες που διέπουν την ύπαρξη και τη λειτουργία της. Αγνοούν
π.χ. την θεμελιώδη θέση του μαρξισμού που
εξετάζει τη γραφειοκρατία ως νομοτελειακό αποτέλεσμα των διαφορών και αντιθέσεων μεταξύ ατομικών,
ομαδικών και κοινωνικών συμφερόντων. Έκφραση αυτών των διαφορών (αντιθέσεων κ.λ.π.) είνναι και το γεγονός ότι σημαντικό
μέρος του πληθυσμού εργάζεται χάριν του
μισθού της εργασίας (Βλ. αναλυτικότερα τις σχετικές αναφορές του Β.Α. Βαζιιούλιν στην Αριστ. Ανασ. Νο 4-5, σεελ 60-65).
Το
βασιζόμενο κατ' εξοχήν στην ιεραρχία, στο
άνωθεν προσανατολισμό διοικητικό
σύστημα μεταβαλλόταν επίσης
ιστορικά. Η ιεραρχία της διοίκησης
(και όχι απλώς ο συγκεντρωτισμός)
προϋποθέτει και αναπαράγει και την ιεραρχία
της γνώσης, της δημιουργικότητας κ.λ.π. Από αυτή κατά κανόνα αποκλείονται οι υφιστάμενοι που υπερτερούν
σε ικανότητες, ταλέντο κ.λ.π. από τους
προϊστάμενους και κυρίως από τα
στελέχη των ανωτέρων και ανωτάτων
κλιμακίων (πόσο μάλλον από τον ένα και μοναδικό ηγέτη...) Τα κατώτερα κλιμάκια της τείνουν να περιορίζονται αποκλειστικά στην εκτελεστική λειτουργία, στην μετατροπή τους σε απλά γρανάζια. Ωστόσο, η τάση αυτή δεν απορρέει μονόπλευρα
και καθοριστικά από την "λογική"
του μηχανισμού της διοίκησης της γραφειοκρατίας. Ένας τέτοιος ισχυρισμός λογικά καταλήγει σε καθαρό ιδεαλισμό.
Η ιεραρχία εκτελεστικών
καθηκόντων, λήψης
αποφάσεων, ελέγχου, εποπτείας κ.λ.π. υπαγορεύεται καθοριστικά σε τελευταία ανάλυση από την ιεραρχία της τεχνολογικής υπαγωγής της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία. Η ιεραρχία της γραφειοκρατίας τροποποιεί σχετικά, ενισχύει, αναπαράγει και επεκτείνει στις υπόλοιπες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, στις μορφές κοινωνικής συνείδησης κ.λ.π. αυτή την ιεραρχία της παραγωγής και
μόνο μέσα από τη
δραστηριότητα των ανθρώπων,
κατευθυνόμενη από την κοινωνική
συνείδηση, μέσα από τη
συνένωση και οργάνωση των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένωων, καθώς επίσης και με τη βοήθεια
συγκεκριμένων υλικών μέσων
πραγματοποίησης αυτής της δραστηριότητας (δηλ. ως εποικοδόμημα) επενεργεί με τη σειρά της στην παραγωγική διαδικασία (θετικά ή αρνητικά, προοδευτικά ή
συντηρητικά). Όμως ο
άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να
μετατραπεί πλήρως σε γρανάζι, σε ιμάντα μετάδοσης. Ιδιαίτερα σε αυτή τη χώρα, στη συγκεκριμένη
μετεπαναστατική περίοδο και με τους γνωστούς στόχους που
μετατρεπόταν σε υλική δύναμη με τον ενθουσιασμό εκατομμυρίων ανθρώπων. Ακόμα και κατά τη
περίοδο 1937-1938 η εργατική τάξη διαρκώς αναπαρήγαγε τη δυνατότητα της για μαζική κοινωνικό-οικονομική
δημιουργία. Αυτό μαρτυρούν οι τόσες πρωτοβουλίες
της, όπως το σταχανοφικό κίνημα, τα πλάνα πρωτοβουλίας
από τη βάση, οι ομάδες ιδιοσυντήρησης, το λεγόμενο "κοινωνικό ρυμουλκό" (ομπσεστβένι, μπουξίρ) "το προσκλητήριο
μονάδων παραγωγής και εργοστασίων", η σοσιαλιστική άμιλλα, τα πάμπολα όργανα εργατικού
ελέγχου σε όλα τα κλιμάκια της εξουσίας κ.λ.π. (Βλ. σχετικά Α. Καλγκανόφ, Α. Μπουζγκάλιν. Πώς προωθήθηκε το
"διοικητικό σύστημα", Ζητήματα Οικονομίας, Νο
12, 1988, σελ.. 25-35). Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι παρά την όποια απόκλιση η εξουσία
ανήκει τελικά (εκείνη τουλάχιστον την εποχή) στην
εργατική τάξη και ο προσανατολισμός της χώρας ήταν ρητά σοσιαλιστικός,
κομμουνιστικός.
Κατά την περίοδο που το δεδομένο ιεραρχικό σύστημα
διοίκησης, η γραφειοκρατία, ανταποκρινόταν σε γενικές γραμμές στις ανάγκες ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας και τις προωθούσε, παρ' όλες τις στρεβλώσεις, τις εκδηλώσεις βουλησιαρχίας, τον αυταρχισμό κ.λ.π. δεν ήταν σε θέση να εξαλείψει τη δημιουργική τάση, την
προσωπικότητα. Αυτό αντανακλάται και στο
ποιόν των ηγετών τους οποίους
αναδείκνυε σε διάφορες φάσεις της
ιστορίας της. Από τη στιγμή που παύει
πλέον πλήρως να συνειδητοποιεί και να προωθεί τις ειδικότερες ανάγκες της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, από τη στιγμή που αρχίζει να μετατρέπεται σε τροχοπέδη, σε φραγμό αυτής της ανάπτυξης, από τη στιγμή που στέκεται ανίκανη να προωθήσει την αναγκαία ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τις νέες τεχνολογίες, το όλο πλέγμα
των σοσιαλιστικών
σχέσεων παραγωγής, τη
συμμετοχή, την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας κ.λ.π., αρχίζει γι' αυτήν η αντίστροφη μέτρηση, η διαδικασίία αδρανούς αναπαραγωγής του status/span> της, η διαδικασία συγχώνευσης των πλέον διεφθαρμένων τμημάτων της με την παραοικονομία, τη μαφία, η διαδικασία δηλαδή σήψης και διάλυση της. Η έλλειψη διορατικότητας, η παντελής ανικανότητα θεωρητικής πρόβλεψης (με την εργαλειακή χρήση της θεωρίας) και ο πραγματισμός της (που στην εξωτερική πολιτική εκφραζόταν και με ενέργειες γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων) την οδηγούσαν στην λήψη σπασμωδικών μέτρων με τη μέθοδο του "βλέποντας και κάνονττας" και τελικά στον περιορισμό της ενασχόλησης της σε διαδικασίες κατ' εξοχήν αναπαραγωγής του status/span> της και του
παρασιτισμού της,
Τότε είναι που συνειδητοποιεί
ότι για να επιβιώσει (για
να διασώσει αυτό το status) πρέπει ναα μεταβάλει τη θέση της κααι τη θέση των κατ' εξοχήν ερισμάτων της π.χ. της παραοικονομίας και της μαφίας). Τότε το πλέον διεφθαρμένο, το
"φωτισμένο", το τεχνοκρατικό τμήμα της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
πρέπει πλέον να καταστρέψει το
σύστημα από τα μέσα, ότι πρέπει να αποδομήσει το σοσιαλισμό.
Ο στόχος και το
περιεχόμενο κάθε διοικητικού μηχανισμού βρίσκεται έξω από αυτό το μηχανισμό. Όταν ο μηχχανισμός αυτός φτάνει σε ένα τέτοιο σημείο αυτονόμησης που αρχίζει να
"δουλεύει" για τον εαυτό του, από μέσο τείνει να μετατραπεί σε αυτοσκοπό. Τότε είναι που αντικειμενικά και πρακτικά παραιτείται από το σκοπό την εκπλήρωση του οποίου προωθούσε κάποτε στον ένα ή στον άλλο βαθμό. Όμως η αναπαραγωγή του εαυτού
του, του παρασιτισμού του, μόνο ως αυταπάτη
των εκπροσώπων μπορεί να υπάρξει. Κανένας μηχανισμός διοίκησης δεν μπορεί να είναι αυθύπαρκτος και "εσωστρεφής".
Όταν λοιπόν παραιτείται από την προώθηση
κάποιου στόχου, κάποιου περιεχομένου, είτε
παύει να υφίσταται ως μηχανισμός διοίκησης (οπότε μεττατρέπεται σε κάτι άλλο, εντάσσεται σε
συγκεκριμένες τάξεις,
κοινωνικές ομάδες) είτε η παραίτηση του αυτή από το προηγούμενο περιεχόμενο, τον οδηγεί αυτόματα και αντικειμενικά στην υιοθέτηση κάποιου άλλου στόχου, κάποιου άλλου περιεχομένου, κατά κανόνα δε των διαμετρικά αντίθετων από ταξικής σκοπιάς. Βλέπουμε λλοιπόν ότι η σοβιετική γραφειοκρατία (τα πλέον διεφθαρμένα τμήματα της, διότι έχουμε να κάνουμε με τρομερά ανομοιογενές φαινόμενο) από την ανικανότητα της να προωθήσει
τους στόχους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το κομμουνιστικό περιεχόμενο, διαμέσου της κρίσης περνά στην παραίτηση
από αυτή και στην υιοθέτηση ανοικτά των στόχων και του περιεχομένου της καπιταλισττικής παλινόρθωσης. Παρατηρούμε λοιπόν εδώ ένα ιδιότυπο νόμο της "πτωτικής τάσης" του βάθους και της εμβέλειας
της προσωπικότητας που ηγείται και χαρακτηρίζει το ποιόν, τους στόχους και την ιστοορική λειτουργία που διεκπεραιώνει
ο μηχανισμός της διοίκησης. Από τις
πρώτες ηγεσίες των μπολσεβίκων, που
ήταν πραγματικά επιτελεία λαμπρών
προσωπικοτήτων, επιστημόνων -
επαναστατών με διεθνή ακτινοβολία, φτάνουμε σταδιακά στην πλήρη απουσία προσωπικότητας στη μαριονέτα (Τσερνιένκο).
Ακόμα
και στην περίπτωση του Στάλιν στην περίοδο
της λεγόμενης "προσωπολατρείας"
η τελευταία (παρά τη σημερινή
συγκυριακή υστερία με αντίθετο
πρόσημο) κάθε άλλο παρά στερούνταν
περιεχομένου. Και αυτό παρά το γεγονός
ότι ο Στάλιν (όχι ως πρόσωπο αλλά ως
φορέας-λειτουργία της κορυφής ενός
μηχανισμού) εξόντωσε όσους απειλούσαν
έστω και δυνητικά με το ανάστημα τους
τη προβολή του δικού του αναστήματος,
της δικής του προσωπικότητας.
Όταν δε τίθεται ο στόχος της πλήρους αποδόμησης του σοσιαλισμού, της καταστροφής,
σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους, του διοικητικού συστήματος, επικεφαλής πρέπει να τεθεί άνθρωπος
κατ' εξοχήν βοναπαρτικού- τυχοδιωκτικού χαρακτήρα, ο πρώτος καταστροφέας (βλέπε Γκορμπατσώφ και Γιέλτσιν).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η έναρξη της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού
υλικο-τεχνικής βάσης (στάδιο 3β) δρομολογήθηκε στην ΕΣΣΔ σε άκρως
ανεπαρκείς και αντιφατικές συνθήκες,
γεγονός που συνδέεται άμεσα με την
αστική αντεπανάσταση που
επακολούθησε. Η αδυναμία ολοκλήρωσης
αυτής της διαδικασίας στα πλαίσια της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας δεν οφείλεται και τόσο (είτε
αποκλειστικά) σε αναξιοποίητες (είτε
ανεπαρκώς αξιοποιούμενες) ενδογενείς
δυνατότητες. Η αδυναμία αυτή
συνδέεται κυρίως με λόγους σε τελευταία
ανάλυση ανεξάρτητους από τη βούληση
της εκάστοτε ηγεσίας (που θα
εξετάσουμε παρακάτω).
Μπορεί μεν, όπως είδαμε, οι ιστορικές προϋποθέσεις της
αντεπανάστασης να ανέέκυψαν αρκετά πριν από το 1985 αλλά η πρωταρχική εμφάνιση της συνδέεται με την
ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από την
"φιλελεύθερη" τάση της ηγεσίας του ΚΚΣΕ το 1985. Αυτή η τροπή των πραγμάτων κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. (Εδώ θεωρούμε
ανάξια λόγου την επιεικώς φαιδρή και βλακώδη
αναγωγή του όλου προβλήματος σε
"ευθύνες" της ηγεσίας, που
χαρακτηρίζει τον ηθικολογικό
αφηρημένο δεοντολογισμό και την
βουλησιαρχία του γραφειοκρατικού
μικροαστισμού...). Ολόκληρη η χώρα
ποικιλόμορφα και σε όλα τα επίπεδα προετοιμαζόταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Η παραπάνω τάση της ηγεσίας αποτελούσε την
έκφραση ευρέως διαδεδομένων στην κοινωνία ατομιστικών, καταναλωτικών, μικροοαστικών κ.λ.π. διαθέσεων του πληηθυσμού. Συνδέεται με την μετάθεση του κομμουνιστικού ιδεώδους στο απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον, με την προσπάθεια, "εδώ και τώρα" χωρίς αγώνα
(πόσο μάλλον ταξικό), με μια προσαρμογή στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων (μετεξέλιξη της οποίας είναι η προσαρμογή αυτής της τάξης στα στενά εγωιστικά και ιδιοτελή συμφέροντα ατόμων και
ομάδων).
Αρχικά πραγματοποιείται περαιτέρω χαλάρωση της συγκεντροποιημένης διοίκησης της
οικονομίας της χώρας (που άνοιξε το δρόμο για την τελειωτική διάλυση αυτού του συσστήματος), και η νομιμοποίηση της &"σκιώδους οικονομίας". Οι ";νονοί" της παραοικονομίας
και της μαφίας καθιαγιάζονται και από εγκληματικά στοιχεία μετατρέπονται σε νομοτταγείς επιχειρηματίες. Κατ' αυτό τον ττρόπο δρομολογείται μια ιδιότυπη πρωτταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου κκυρίως στη σφαίρα της κυκλοφορίαςς. Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίίου του εξωτερικού εμπορίου ανοίγειι τις πόρτες της χώρας στο ξένο κεφάλααιο, το οποίο συμμετέχει ενεργά (πολλιτικά και οικονομικά) στην επιτάχυνση της κεφαλαιοκρατικοποίησης της χώρας.
Το 1991 οι άμεσοι πολιτικοί εκπρόσωποι της διαμορφούμενης νέας αστικής τάξης
αναλαμβάνουν την εξουσία και αρχίζουν την εγκαθίδρυση αστικού πολιτειακού συστήματος (μμηχανισμού προεδρικής εξουσίας). ΔΔεν πέτυχαν ωστόσο αμέσως να κατασττρέψουν ολοσχερώς τη σοβιετική εξουυσία, η οποία παρά την υποβάθμισηη και τον εκφυλισμό της εξακολουθεί ννα υπάρχει και να αντιστέκεται. Η οολοκληρωτική καταστροφή της εξουσίαας των Σοβιέτ επιτυγχάνεται μόνο μμετά από αιματηρό πραξικόπημα (Σεπτέέμβριος - Οκτώβριος του 1993).
Η
αντεπανάσταση σε γενικές γραμμές
κλιμακώνεται ως εξής "από το
ιδεολογικό πεδίο (κατεργασία -χειραγώγηση
της κοινωνικής συνείδησης μέσα από
τα ΜΜΕ) περνά στο πεδίο της πολιτικής
(διάλυση του παλαιού πολιτικού
εποικοδομήματος και εγκαθίδρυση
θεσμών της νέας αστικής εξουσίας) ενώ
ταυτόχρονα εμβαθύνει τους
μετασχηματισμούς στο πεδίο της
κυκλοφορίας, του εμπορίου και στο δημοσιονομικό τομέα. Μετά το πραξικόπημα του 1993 το κέντρο βάρους της αντεπανάστασης μετατοπίζεται από την πρωταρχική συσσώρευση στο πεδίο της κυκλοφορίας, του εμπορίου, στην αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων, δηλαδή στο βαθύτερο θεμέλιο των σχέσεων παραγωγής.
Με άλλα λόγια η αστική αντεπανάσταση "βαθαίνει" όσο συνεχίζει την ανοδική πορεία της. Το "παράδοξο" (εκ πρώτης όψεως) έγκειται στο γεγονός ότι αν και τα βαθύτερα αίτια της
αντεπανάστασης συνδέονται με την οικονομική
βάση της σοβιετικής κοινωνίας (με την
αλληλεπίδραση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής), η αντεπανάσταση εμφφανίζεται πρωταρχικά με αντεστραμμμένη, συγκαλυμμένη μορφή (χωρίς ννα αποκαλύπτει το ταξικό
περιεχόμενο της) σε πεδία
"απόμακρα" από την οικονομία
(στη φιλοσοφία, στην ιδεολογία, στη
λογοτεχνία κ.λ.π.) Μετά την κατάληψη
της εξουσίας από τις αντεπαναστατικές
δυνάμεις αρχίζει η απροκάλυπτη
εκδήλωση του ταξικού τους χαρακτήρα.
Βαθμιαία εγκαταλείπουν τα
ιδεολογικά προσωπεία και αποκαλύπτουν
κυνικά ότι πίσω από την απατηλή
φρασεολογία περί πανανθρώπινων αξιών
και δημοκρατίας κρύβονται τα ιδιοτελή συμφέροντα της πλουτοκρατίας και η τυφλή της δίψα για πλουτισμό.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι αν και η αντεπανάσταση νίκησε πολιτικά, ακόμα δεν έχει επιτελέσει τον κύριο στόχο της, την τελειωτική καταστροφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η διαδικασία παλινόρθωσης της
κεφαλαιοκρατίας δεν μπορεί να
ολοκληρωθεί χωρίς να διαλυθεί η
ουσία των πρώιμων μορφών της κομμουνιστικής κοινωνίας (δηλ. της τυπικής
κοινωνικοποίησης της παραγωγής) και χωρίς
την αποκατάσταση της ουσίας της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας (τη
δημιουργία αφενός μεν μιας τάξης
ιδιοκτήτων μέσων παραγωγής,
κεφαλαιοκρατών και αφετέρου μιας τάξης μισθωτών εργατών).
Η μοναδική κοινωνική ομάδα που έχει πλέον
διαμορφωθεί σε επαρκή βαθμό είναι η κομπραδόρικη
αστική τάξη, μια τάξη χρηματιστών,
εμπόρων, ανωτέρων κρατικών
αξιωματούχων, που εκποιούν συστηματικά τη χώρα στο ξένο κεφάλαιο. Η ρωσική αστιική τάξη διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο μέσω
κερδοσκοπικών "παιχνιδιών" στη
σφαίρα της κυκλοφορίας (και όχι στη
σφαίρα της παραγωγής), είναι παρασιτική,
αντιπαραγωγική και εγκληματικού χαρακτήρα. Αυτή η κομπραδόρικη αστική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας έχουν συγχωνευθεί με αυτά του ξένου κεφαλαίου, παίζει ουσιαστικά το ρόλο της "πέμπτης φάλαγγας", στη διαδικασία μετατροπής της Ρωσίας σε νεοαποικιακή εξαρτημένη χωρά.
Η λεγόμενη "εθνική αστική τάξη" ως σταθερή κοινωνική ομάδα με ορισμένα ταξικά
συμφέροντα δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Δεν διαμορφώθηκε ακόμα η τάξη των κεφαλαιοκρατών - ιδιοκτητών μέσων
παραγωγής αν και έχουυν ήδη ανακύψει κοινωνικές δυνάμεις αντιστοίχου προσανατολισμού.
Στην σημερινή βαθμίδα ανάπτυξης της αντεπανάστασης δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί η
κοινωνική - ταξική δομή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, δεν έχει ακόμα ωριμάσει ο ταξικός ανταγωνισμός (στην κλασσική του μορφή). Συνεπώς διατηρούνται ακόμα οι όροι αναπαραγωγής μικροαστικών συναινετικών - συμβιβαστικών αυταπατών, περί δήθεν
ειρήνευσης μεταξύ διαφόρων κοινωνικών
ομάδων με αντίθετα υλικά συμφέροντα.
Διαδεδομένες είναι π.χ. οι απόψεις
περί αναγκαιότητας συνεργασίας
μεταξύ "εθνικής" αστικής
τάξης, εργατών, αγροτών και μεσαίων
στρωμάτων χάριν της διατήρησης της
κρατικής ακεραιότητας , της εθνικής
κυριαρχίας και ανεξαρτησίας...
Η αντιφατικότητα της σημερινής βαθμίδας
κεφαλαιοκρατικοποίησης της χώρας έγκειται
στο γεγονός, ότι αφενός μεν έχει
πλέον αρχίσει η διαδικασία
κατακερματισμού της κρατικής
ιδιοκτησίας (η μετοχοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων αποτελεί μεταβατική μορφή προς την καθαυτό ιδιωτική ιδιοκτησία), αφετέρου δε οι εργάτες δεν έχουν ακόμα αποσπασθεί οριστικά από τα μέσα παραγωγής, δεν έχουν μετατραπεί ακόμα σε μισθωτούς εργάτες - προλετάριους.
Μια-από
τις βασικές αυταπάτες πολλών αριστερών κομμάτων της Ρωσίας (και όχι μόνο της Ρωσίας)) συνδέεται με τις απόπειρες τους να χρησιμοποιήσουν άμεσα τη μαρξική δδιδασκαλία περί του επαναστατικού ρόόλου της εργατικής τάξης στην ενν λόγω συγκυρία, αγνοώντας
παντελώς την ιδιοτυπία της σοβιετικής εργατικής τάξης, τη διαφορά της από την εργατική τάξη της εποχής των Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς (ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δογματισμού είναι η μετατροπή του μαρξισμού σε αφηρημένο σχήμα - καλούπι, που χρησιμοποιείται ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του αντικειμένου της έρευνας.) Βλ. Σχετικά το κείμενο μας! Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε. ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο 13,1994
Η
επαναστατική τάξη στην Ρωσία δεν έχει ακόμα
διαμορφωθεί. Η διαδικασία διαμόρφωσης της θα είναι μακροχρόνια και
βασανιστική. Γι' αυτό οι ελπίδες που τρέφουν πολλά κομμουνιστικά κόμματα περί
δυνατοτήτων κατάκτησης της εξουσίας στο εγγύς μέλλον και μεταστροφής της χώρας προς
το σοσιαλισμό, είναι άκρως ανεδαφικές. Ξεκινούν από το επιθυμητό και όχι από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας της τέως
ΕΣΣΔ και ολόκληρου του κόσμου. Παρόμοιες θέσεις είναι επίσης φθοροποιές και
επικίνδυνες διότι με τον αποπροσανατολισμό
και την ιδεολογική σύγχυση που προκαλούν προετοιμάζουν νέο κύκλο μαζικών ματαιώσεων και απογοητεύσεων.
Όμως
καμιά αντεπανάσταση δεν μπορεί να ακυρώσει το έργο της επανάστασης που ανέτρεψε. Όσοο και αν πασχίσει η παγκόσμια αντίδραση δεν θα μπορέσει να καταστρέψει
ολοκληρωτικά τις κατακτήσεις της Μεγάλης
Οκτωβριανής επανάστασης . Η συντριβή της αντεπανάστασης και η προώθηση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την επιστημονική γνώση των νομοτελειών που διέπουν την συσχέτιση επανάστασης - αντεπανάστασης στην πορεία
της ανθρωπότητας προς τον κομμουνισμό.
Η κομμουνιστική κοινωνία η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα του ριζικού μετασχηματισμού
του συνόλου της ιστορίας ολόκληρης της ανθρωπότητας, συνιστά μια κοσμοϊστορικής κλίμακας επαναστατική
διαδικασία που εκτυλίσσεται σε παγκόσμιο, πλανητικό επίπεδο. Από την άποψη λοιπόν της μετάβασης στον
κομμουνισμό του συνόλου της ανθρώπινης κοινωνίας (και όχι μόνο από την άποψη της εσωτεερικής ανάπτυξης μιας χώρας, είτε οομάδας χωρών που διανύουν αυτό το δρόμο κατά κάποιο τρόπο σε "κκλασσική μορφή") η παραπάνω περιοδολλόγηση τροποποιείται σημαντικά >και
αναδεικνύει τα εξής στάδια :
1.Η εμφάνιση των προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας στα σπλάχνα της παλαιάς. Πρόκειται
για τις ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού
όπως αυτές αναδεικνύονται καθ' όλη τη
διάρκεια της προκομμουνιστικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
2. Η πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού
: διεξαγωγή της πρώτης νικηφόρας
σοσιαλιστικής επανάστασης αρχικά σε
μια χώρα, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη του πρώτου "κύματος" των "πρώιμων" σοσιαλιστικών
επαναστάσεων, που συνιστά ταυτόχρονα
και την έναρξη του μετασχηματισμού,
σε μέρος του πλανήτη, των παλαιών
σχέσεων από τις νέες κομμουνιστικές σχέσεις (στο βαθμό και στην κλίμακα που αυτές ανέκυψαν και διαμορφώνονταιι), σε συνθήκες κατά τις οποίες οι παλααιές κοινωνικές σχέσεις διατηρούν τοον αποφασιστικό τους ρόλο στον παγκόόσμιο
συσχετισμό δυνάμεων. Οι συνθήκες
αυτές, σε συνδυασμό με τη κυριαρχία κληροδοτημένης από την κεφαλαιοκρατία υλικοτεχνικής βάσης όπως προαναφέραμε καθιστούν καθ' όλα πιθανές τις αντεπαναστατικές - παλινορθωτικές παλινωδίες στο μέρος εκείνο
του πλανήτη στο οποίο έχουν δρομολογηθεί οι
εν λόγω μετασχηματισμοί.
Το βάθος αυτών των μετασχηματισμών στο εκάστοτε μέρος του πλανήτη που αυτοί
δρομολογούνται στα πλαίσια του εν λόγω σταδίου, εκ των
πραγμάτων δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από την έναρξη
της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης
(στάδιο 3β της προηγούμενης περιοδολόγησης).
Με άλλα λόγια όσο το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό
σύστημα υπερτερεί (ποσοτικά και ποιοτικά) στο συσχετισμό δυνάμεων έναντι
του εκάστοτε διεθνούς σοσιαλιστικού συστήματος
η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμα και στις
πλέον ανεπτυγμένες χώρες αυτού του σοσιαλιστικού
συστήματος (δεδομένου μάλιστα του
γεγονότος ότι οι τελευταίες οφείλουν
να επωμίζονται τον ρόλο της
προωθητικής δύναμης και του "ρυμουλκού"
των ασθενέστερων χωρών του
σοσιαλιστικού συστήματος). Αυτό οφείλεται κυρίως στα εξής:
α) Η ολοκλήρωση της δημιουργίας αντίστοιχηης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης και η μετεξέλιξη του σοσιαλισμού σε κομμουνισμό είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας μέσω
της βαθμιαίας μετατροπής των παγκοσμιοποιούμενων
παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιες
σχέσεις παραγωγής και αντίστροφα.
β) Η παγκοσμιοποίηση,
όχι μόνο στο πεδίο της
κυκλοφορίας (εμπορεύματος κεφαλαίου)
αλλά βαθμιαία και στο επίπεδο της
παραγωγής έχει ήδη ιδιότυπα
δρομολογηθεί στα πλαίσια του σημερινού σταδίου του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.
γ)
Η ύπαρξη μιας ομάδας χωρών που έχουν εκπέσει
από την παγκόσμια "αλυσίδα"
της κεφαλαιοκρατίας, δημιουργεί μεν μεγαλύτερες δυνατότητες εδραίωσης, διεύρυνσης και εμβάνθυσης των δρομολογούμενων σε αυτές μετασχηματισμών, πλην όμως δεν μπορεί επ'ουδενί λόγω, ιδιαίτερα σε συνθήκες υπεροχής της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, να διασφαλίσει σε αυτές τις χώρες πλήρως αυθύπαρκτη, αυτάρκη, αυτοτελή και αυτοδύναμη ανάπτυξη, δεδομένου
ότι προϋποθέτει ποικίλες μορφές αλληλεπίδρασης με το αντίπαλο σύστημα
(οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής,
ιδεολογικής κ.λ.π.). Η αλληλεπίδραση
αυτή δεν είναι εξωτερικού -
μηχανικού (γεωπολιτικού κ.λ.π.)
χαρακτήρα, αλλά είναι πολυεπίπεδη και
ποικιλόμορφη, μετασχηματίζει τους
συσχετισμούς δυνάμεων και στο
εσωτερικό του κάθε πόλου.
Κατά το στάδιο που εξετάζουμε εδώ, μπορεί μεν να
είναι δεδομένη η (ποσοτική και ποιοτική) κυριαρχία των παλαιών σχέσεων (με όλες τιις συνακόλουθες εκάστοτε πιθανότητες παλινορθωτικών παλινωδιών κ.λ.π.),, ωστόσο η επαναστατική σοσιαλιστιική τάση που έχει ούτως ή άλλως δρομμολογηθεί συνιστά πλέον την άγουσα
τάση της κοινωνικής ανάπτυξης , η οποία,
παρά την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατίας
σε παγκόσμια κλίμακα, καθορίζει
τη νομοτελειακή τη μη αναστρέψιμη σε τελευταία ανάλυση (παρ'
όλες τις παλινωδίες κ.λ.π.) κατεύθυνση της
ανάπτυξης της ανθρωπότητας
προς τον κομμουνισμό (αν βέβαια αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής).
Από την άποψη της σχετικά αυτοτελούς από την παγκόσμια επαναστατική διαδικασία
θεώρησης του επιπέδου ανάπτυξης της πλέον ανεπτυγμένης σοσιαλιστική χώρας (ή ομάάδας χωρών), με κύριο κριτήριο τον βαθμό προώθησης της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού, μπορεί να επισημάνουμε την επίτευξη της έναρξης της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού
υλικοτεχνικής βάσης (στάδιο 3γ της
προηγούμενης περιοδολόγησης). Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι η παγκόσμια επαναστατική ανάπτυξη της ανθρώπινης ιστορίας εξακολουθεί
να βρίσκεται στα πλαίσια του 3ου σταδίου
της δεύτερης περιοδολόγησης. Το
γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την
πολυμορφία, το πολυεπίπεδο την ποικιλομορφία και την ιδιότυπη
ανισομέρεια που χαρακτηρίζει την νομοτέλεια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίίας.
3. Οι ποιοτικά και ουσιωδώς νέες κομμουνιστικές σχέσεις δεν είναι πλέον απλώς άγουσες
αλλά μετατρέπονται σε κυρίαρχες και
διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο καθορίζοντας την όλη πορεία της παγκόσμιας ανάπτυξης. Το σύστημα των σοσιαλιστικών χωρών αρχίζει να υπερτερεί στην παγκόσμια
οικονομία και στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Το
στάδιο αυτό σηματοδοτείται από την έναρξη του δεύτερου "κύματος"t; των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, κατά το οποίο, η εκτατική συρρίκνωση των δυνατοτήτων παρασιτισμού των ανεπτυγμένων
κεφαλαιοκρατικών χωρών, οδηγεί στην εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων
στις τελευταίες. Ταυτόχρονα οι πλέον
ανεπτυγμένες σοσιαλιστικές χώρες αποκτούν
εφάμιλλο τουλάχιστον των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών
χωρών επίπεδο ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων και δρομολογούν την αντίστοιχη του
κομμουνισμού υλικοτεχνική βάση. Η οριακή αυτή συρρίκνωση των εκτατικών δυνατοτήτων
παρασιτισμού των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών δεν σηματοδοτεί μόνο την εκτατική (γεωπολιτική κ.λ.π.) υπεροχή του σοσιαλισμού, αλλά και α)
την άρση της ποιοτικής και ουσιώδους
ιδιαιτερότητας του ιμπεριαλισμού ως παγκοσμίου μονοπωλιακού καπιταλισμού, β) την δρομολόγηση της εντατικής ανάπτυξης του
σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, με την
συνακόλουθη διαδικασία της άρσης της
ενδογενούς για την κεφαλαιοκρατία
ανισομέρειας της ανάπτυξης, λαών,
χωρών, ομάδων χωρών κ.λπ.
Η ολοκλήρωση της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης (3
της προηγούμενης περιοδολόγησης) είναι μια διαδικασία που οδηγεί στην κατ' εξοχήν μετεξέλιξη του
σοσιαλισμού (ο οποίος πλέον δεν κυριαρχεί απλώς
της κεφαλαιοκρατίας αλλά βαθμιαία εξαλείφει και τους τελευταίους θύλακες της - το σύνολο των
ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών) στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού σε πλανητική κλίμακα.
4. Η ανώτερη φάση του κομμουνισμού η ώριμη αταξική κοινωνία, κατά την οποία η κοινωνικοποίηση της παραγωγής
μετατρέπεται πλέον από τυπική σε πραγματική (βλ. την παραπάνω ανάλυση).
Η προτεινόμενη εδώ περιοδολόγηση αποτελεί υπόθεση εργασίας (η οποία φυσικά θα
συγκεκριμενοποιηθεί και θα τροποποιηθεί στην πορεία
εμβάθυνσης καιι διεύρυνσης) του ευρύτατου φάσματος ερευνών που σκιαγραφεί), για την επαναθεμελίωση της
επαναστατικής θεωρίας της εποχής μας. Η θεωρία αυτή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του σύγχρονου διεθνισμού και της ανασύνταξης του
διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Η ανασύνταξη αυτή είναι φυσικά ανέφικτη από τη
σκοπιά των δυνάμεων της
οπισθοφυλακής , των δυνάμεων της προηγούμενης βαθμίδας ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος (από τη σκοπιά της αναπόλησης ενός παρελθόντος), που έχοντας ουσιαστικά επιτελέσει τον ιστορικό τους
ρόλο διαχειρίζονται (με ποικίλους
βαθμούς επιτυχίας) τον βαθμιαίο
εκφυλισμό του. Εξίσου ανέφικτη είναι και από τη σκοπιά των ποικίλων (συνήθως αρνητικά ως προς αυτές προσδιοριζόμενων) δορυφόρων αυτών των δδυνάμεων, που παραμέ<νουν αγκυλωμένες στις διάφορες αυτοπροσδιοριστικές θεωρητικοποιήσεις των συγκυριακών ιδιαιτεροτήτων αποσκίρτησής τους από τον κύριο κορμό αυτών των δυνάμεων. Οι όποιες
απόπειρες οργανωτικών εξαναγκασμών (σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) χωρίς την θεμελιώδη ανάπτυξη της
επαναστατικής θεωρίας, είναι εκ προοιμίου θνησιγενείςς. Ο βαθμός περιπλοκότητας των σημερινών επαναστατικών καθηκόντων καθιστά περισσότερο από ποτέ επικίνδυνους τους οργανωτικούς πρακτικισμούς, το
"βλέποντας και
κάνοντας".
Η προτεινόμενη
περιοδολόγηση συνδέει οργανικά
(και όχι μηχανιστικά είτε συναισθηματικά)
το επαναστατικό κίνημα που
αναπτύσσεται στο διεθνές
κεφαλαιοκρατικό σύστημα, με το βαθμό ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης των νικηφόρων προλεταριακών επαναστάσεων, σε μια ενιαία διαδικασία μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό. Μιας μετάβασης που δεν είναι υπόθεση πίστης, αλλά επιστημονικά θεμελιωμένη διεθνούς επαναστατικής πρακτικής.
Ευχαριστούμε θερμά τους
συντρόφους: Μ. Μαξίμοφ, Β.
Βαζιούλιν, Γκ. Ντόπκιν, Σ.
Ραφικκ, Ν. Λιμνάτη, Σον Χιόν και τα μέλη της συντακτικής επιτροπής της Αριστερής Ανασύνταξης για τις
πολύτιμες κριτικές παρατηρήσεις τους.