ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Κάθε επιστημονική εργασία οφείλει να εμπεριέχει νέα γνώση, είδ’ άλλως δεν συνιστά κυριολεκτικά επιστημονική εργασία. Εξ αυτού ορμώμενοι, θα επιθυμούσαμε να διευκρινίσουμε τι είναι αυτό το νέο που εμπεριέχεται στη δεδομένη μονογραφία.

Η όποια, ευσύνοπτη κατάδειξη των νέων αποτελεσμάτων που έχουν προκύψει αποτελεί φυσικά και ορισμένη σχηματοποίηση. Ωστόσο, και μόνον ως κατάδειξη της ουσίας της όλης υπόθεσης, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η ίδια η ουσία της υπόθεσης αποκαλύπτεται στο βιβλίο εν συνόλω, μια απαρίθμηση των νέων αποτελεσμάτων (όπου αναπόφευκτα απαριθμούνται μόνο μερικά από αυτά) είναι θεμιτή: διευκολύνει την κατανόηση.

Στο βιβλίο «Η λογική του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ» (1968) και στον σχετικό με αυτό κύκλο άρθρων περί του «Κεφαλαίου», εκθέσαμε τη δική μας ερμηνεία της λογικής του «Κεφαλαίου» και παρουσιάσαμε τη θεμελίωσή της. Επί μακρόν αυτή η ερμηνεία δεν είχε πρακτικά την παραμικρή αναγνώριση. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια άρχισε να αλλάζει η κατάσταση. Στις προαναφερθείσες εργασίες αποδεικνυόταν συστηματικά, ότι η διαλεκτική υλιστική λογική διαφοροποιείται ριζικά από την ιδεαλιστική λογική του Χέγκελ, ότι η τελευταία συνδέεται εσωτερικά με τη μεταφυσική και ότι η διαλεκτική υλιστική λογική διαφοροποιείται και ως προς τη δομή της από την ιδεαλιστική λογική του Χέγκελ. Εν τω μεταξύ αποκαλύφθηκε και το γεγονός ότι το βάθος και η περιεκτικότητα της λογικής του Χέγκελ υπερέβαιναν τα όσα μέχρι τότε αντιλαμβάνονταν. Έτσι λοιπόν εάν λάβουμε μόνο τη γενική διάρθρωση αυτής της λογικής (υποδιαίρεση σε είναι, ουσία, φαινόμενο, πραγματικότητα), απεδείχθη ότι είναι όμοια με τη γενική διάρθρωση της μεγάλης σπείρας της ελικοειδούς λογικής που ενυπάρχει στο «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ, αλλά και με τη γενική διάρθρωση μίας εκάστης των υπολοίπων σπειρών. Η σφαίρα τού είναι συνιστά από λογικής απόψεως τη σφαίρα της επιφάνειας, της απλούστατης σχέσης, ενώ από ιστορικής απόψεως, τη σφαίρα των προϋποθέσεων, της αρχής της αναπτυξιακής διαδικασίας.

Στην πορεία αυτής της έρευνας αποκαλύψαμε και τη διάρθρωση [την υποδιαίρεση] της αναπτυξιακής διαδικασίας στο στάδιο των προϋποθέσεων (της αρχής), στο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης, στο στάδιο της διαμόρφωσης και στο στάδιο της ωριμότητας (εάν λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η προοδευτική ανάπτυξη).

Σχεδόν ταυτοχρόνως ανακαλύψαμε, ότι η διαίρεση στις σφαίρες του είναι, δηλ. της απλούστατης σχέσης, της ουσίας, του φαινομένου και της πραγματικότητας επιτρέπει την αποκάλυψη της λογικής που διέπει, την ώριμη ανθρώπινη κοινωνία, ενώ η διαίρεση στα προαναφερθέντα στάδια [επιτρέπει την αποκάλυψη] της λογικής της ιστορίας της  ανθρωπότητας.1

Απεδείχθη ότι είναι εφικτή η εξέταση της ανθρώπινης κοινωνίας ως οργανικού όλου, και της ιστορίας της ως ιστορίας της αρχής της (των προϋποθέσεών της), της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας της, της διαμόρφωσης και της ωριμότητάς της. Συνάμα αποκαλύφθηκαν και περισσότερο ιδιότυπες δυνατότητες.

1. Για πρώτη φορά ανέκυψε η δυνατότητα να διαχωρίσουμε την απλούστατη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας και να τη διακρίνουμε από την ουσία. Για πρώτη φορά εμφανίσθηκε η αναγκαιότητα να διακριβώσουμε την αντίληψη περί της ουσίας του ανθρώπου, να διακρίνουμε την ουσία από το φαινόμενο και την πραγματικότητα. Έγινε απαραίτητη η διακρίβωση της θέσης που διατύπωσε ο Κ. Μαρξ το 1845 στις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», κατά την οποία η ουσία του ανθρώπου «στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων» [1, τ.3, σελ.3], μέσω της διάκρισης της καθαυτό ουσίας του ανθρώπου σε αντιδιαστολή με το φαινόμενο και την πραγματικότητα.2 Για πρώτη φορά κατέστη εφικτή η συστηματική και σφαιρική [ως ολότητα] αντίληψη [και παρουσίαση] της ανθρώπινης κοινωνίας ως ενότητας βιολογικού και κοινωνικού.

2. Η προαναφερθείσα διάρθρωση των σταδίων της αναπτυξιακής διαδικασίας μας επέτρεψε να αντιληφθούμε [και να παρουσιάσουμε] με νέο τρόπο την ιστορία της ανθρωπότητας, την περιοδολόγησή της. Σε τι έγκειται ο νεωτερισμός αυτής της περιοδολόγησης και αυτής της θεώρησης της ιστορίας; Ο νεωτερισμός έγκειται στο γεγονός ότι μέχρι τώρα το γενικό [το κοινό στοιχείο] στην ιστορία της ανθρωπότητας εξεταζόταν ως κάποια αμετάβλητη ομοιότητα, η οποία διακρινόταν μέσω της σύγκρισης διαφόρων σταδίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται αντιληπτές οι έννοιες παραγωγή γενικώς, διανομή γενικώς, κατανάλωση γενικώς, ανταλλαγή και κυκλοφορά γενικώς, διανομή γενικώς, κατανάλωση γενικώς, σχέσεις παραγωγής γενικώς. Ως εξ ίσου αμετάβλητη στην ιστορία ομοιότητα θεωρούνται και οι έννοιες παραγωγικές δυνάμεις αφ’ εαυτές, σχέσεις παραγωγής αφ’ εαυτής η διαλεκτική σχέση τους αφ’ εαυτή, ο τρόπος παραγωγής (η ενότητα παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής) αφ’ εαυτός κλπ... Εκείνο το οποίο επιδιώκουν [βάσει αυτής της αντίληψης] να αναζητήσουν ανά τους διάφορους σχηματισμούς ως βάση [θεμέλιο] της περιοδολόγησής τους είναι κάποια αμετάβλητη βάση, κάποια αμετάβλητα γνωρίσματα του τρόπου παραγωγής... [Και μάλιστα] η ταξινόμηση θεωρείται συνεπής, εάν πραγματοποιείται επί μίας βάσεως.

Η δική μας προσέγγιση έγκειται στην παραδοχή για πρώτη φορά του γεγονότος ότι η όποια αλλαγή, η ανάπτυξη στην ιστορία δεν αφορά μόνο το ξεχωριστό, το μοναδιαίο, το ειδικό, αλλά και το γενικό [το κοινό στοιχείο]. Εξ αυτού έπεται ότι η περιοδολόγηση της ιστορίας οφείλει να πραγματοποιείται σε αντιστοιχία με τη μεταβαλλόμενη, με την αναπτυσσόμενη βάση [θεμέλιο] της περιοδολόγησης. Στην ιστορία της ανθρωπότητας εκείνο που αλλάζει [μεταβάλλεται], αναπτύσσεται, δεν είναι μόνο το [εκάστοτε] συγκεκριμένο περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων, των σχέσεων παραγωγής, της διαλεκτικής τους [σχέσης], του εποικοδομήματος, των μορφών κοινωνικής συνείδησης..., αλλά και οι παραγωγικές δυνάμεις αφ’ εαυτές, τα συστατικά στοιχεία που τις απαρτίζουν αφ’ εαυτά, οι σχέσεις παραγωγής αφ’ εαυτές κλπ... Φερ’ ειπείν ο Κ. Μαρξ αναλύει στην εισαγωγή του στα οικονομικά χειρόγραφα του 1857-1858 [265 - σ.τ.μ.] τη γενική σχέση μεταξύ παραγωγής, κατανάλωσης, διανομής, ανταλλαγής και κυκλοφορίας [ως σχέση που απαντάται σε κάθε ιστορική βαθμίδα]. Εδώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται περί ενός γενικού [κοινού στην ιστορία στοιχείου] το οποίο έχει διακριθεί μέσω της σύγκρισης, αλλά περί εκείνου του γενικού, το οποίο φέρει ανεξίτηλο το στίγμα της κεφαλαιοκρατικής βαθμίδας της ανάπτυξης. Επιπλέον, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να επισημάνει ότι, στο βιβλίο μας έτσι έχει παρουσιαστεί ακόμα και η εργασία γενικώς.

3. Τώρα μπορούμε πλέον να διακριβώσουμε τη σχέση μας προς την κατά [κοινωνικοοικονομικούς] σχηματισμούς προσέγγιση. Η υποδιαίρεση της ιστορίας σε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς βάσει του τρόπου παραγωγής είναι καθ’ όλα νόμιμη μεν, πλην όμως –κατά τη γνώμη μας– μονόπλευρη. Ο τρόπος παραγωγής όπως εξετάζεται στο προτεινόμενο στον αναγνώστη βιβλίο, συνιστά την ουσία, το εσωτερικό της ουσίας. Ωστόσο, το εσωτερικό, η ουσία, δεν υφίσταται χωρίς το εξωτερικό. Χωρίς το εξωτερικό, το εσωτερικό, η ουσία δεν προβάλλει πλέον για το υποκείμενο της γνώσης ως [κάτι το] εσωτερικό, ως ουσία. Επομένως, η περιοδολόγηση της ιστορίας οφείλει να πραγματοποιείται βάσει της ενότητας εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους κ.ο.κ., δηλ. κατά τα στάδια της αναπτυξιακής διαδικασίας, ως ενότητα φυσικού (συμπεριλαμβανομένου και του βιολογικού) και κοινωνικού, ως μια διαδικασία κατά την οποία το κοινωνικό ανακύπτει από το φυσικό και [στην οποία] το φυσικό μετασχηματίζεται από το κοινωνικό. Σε αντίθετη περίπτωση είναι αναπόφευκτη η υποτίμηση, η ανεπαρκής κατανόηση του ρόλου του φυσικού (του βιολογικού συμπεριλαμβανομένου) στην κοινωνία και στην ιστορία της κοινωνίας [κοινωνιολογισμός]. Τότε το φυσικό (συμπεριλαμβανομένου και του βιολογικού) φυσικά αναγνωρίζεται ως γεγονός και φυσικά, αναγνωρίζεται επίσης [τρόπον τινά] η αλληλεπίδραση φύσης και κοινωνίας. Ωστόσο, το φυσικό (του βιολογικού συμπεριλαμβανομένου) δεν εντάσσεται οργανικά στη συστηματική αντίληψη της κοινωνίας και της ιστορίας της ως ολότητας.

Δεν θα συνεχίσουμε την περαιτέρω διευκρίνιση των νέων αποτελεσμάτων [αυτής της έρευνας]. Το μόνο που θα επισημάνουμε επιπλέον είναι το γεγονός ότι κατά τη γνώμη μας, η προσέγγιση που αναπτύσσεται στο [παρόν] βιβλίο, είναι γενικότερη από την υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι μία επιστημονική αλήθεια. Γι’ αυτό και η περαιτέρω ανάπτυξη της επιστήμης, δεν μπορεί να την απαλείψει πλήρως. Μπορεί ωστόσο, να διακριβώσει τους όρους ισχύος [το πεδίο εφαρμοσιμότητάς] της στην περίπτωση που [τα υποκείμενα της έρευνας] περνούν στην εξέταση ευρύτερου κύκλου όρων.

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως και ο αντίποδάς της, η ιδεαλιστική εξήγηση της ιστορίας (μία εξήγηση μη επιστημονική ως προς την ουσία της), έχει ως βάση της τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, [τον διαχωρισμό] φυσικής και διανοητικής εργασίας. Ο κοινωνικός καταμερισμός φυσικής και διανοητικής εργασίας, δεν ανακύπτει αμέσως με το σχηματισμό της ανθρωπότητας. Επιτυγχάνει την κλασσική, την ανεπτυγμένη μορφή του επί κεφαλαιοκρατίας (επί κεφαλαιοκρατίας δημιουργούνται και οι δυνατότητες για την καθ’ όλα επιστημονική συνειδητοποίησή του και για τη συγκρότηση επιστημονικής αντίληψης της ιστορίας: της υλιστικής αντίληψης, δυνατότητες που υλοποιήθηκαν από τους Κ. Μαρξ και Φ. ΄Ενγκελς). Αυτός ο καταμερισμός δεν θα υφίσταται και κατά την ανώτατη φάση του κομμουνισμού. Ήδη επί κεφαλαιοκρατίας, πολλώ δε μάλλον στη σοσιαλιστική κοινωνία προδιαγράφεται το εφικτό [η πραγματικότητα] της προοπτικής υπέρβασης στο μέλλον της διαίρεσης φυσικής και διανοητικής εργασίας. Και εάν τοποθετηθεί κανείς στην οπτική γωνία της ανώτατης φάσης του κομμουνισμού, θα καταστεί σαφές ότι αυτό που συνιστά σήμερα το βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας, θα πάψει να συνιστά ερώτημα, πρόβλημα. Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε την προοπτική. Ο άνθρωπος δεν εμπνέεται στη ζωή του μόνον από το παρελθόν και το παρόν, αλλά και από το μέλλον. Ωστόσο, ενόσω εξακολουθεί να υπάρχει ο καταμερισμός φυσικής και πνευματικής εργασίας, διατηρείται και η διάκριση υλισμού και ιδεαλισμού, αλλά και η αναγκαιότητα διαπάλης μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού. Διατηρείται [επομένως,] και η αναγκαιότητα επεξεργασίας της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας σε αντιδιαστολή με την ιδεαλιστική της εξήγηση, καθώς και η αναγκαιότητα διαπάλης με την τελευταία. Εν τούτοις δεν πρέπει να λησμονείται το μέλλον, δεδομένου μάλιστα ότι ήδη ωριμάζουν στο παρόν οι όροι γι’ αυτό. Η θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη της μελλοντικής κοινωνίας είναι απαραίτητη ώστε να φωτίζεται ο πρακτικός υπέρ της αγώνας. Έτσι ώστε ο αγώνας αυτός να μην είναι τυφλός είτε σχεδόν τυφλός, αλλά συνειδητοποιημένος και εμπνευσμένος.

Ο επιστημονικός θεωρητικός αναστοχασμός της ανάπτυξης της κοινωνίας μας δείχνει, ότι η γενική πορεία της ιστορίας, μέσω τεθλασμένης κίνησης, μέσω τυχαιοτήτων, μέσω διαλείψεων, οδηγεί αναγκαία στον κομμουνισμό. Η αναγκαιότητα αυτή ανακύπτει [κάποτε], διαμορφώνεται και αναπτύσσεται και η ίδια. Και μάλιστα δεν αναπτύσσεται, δεν υλοποιείται παρακάμπτοντας τους ανθρώπους, αλλά εντός της δραστηριότητάς τους και μέσω αυτής, ως η τελική συνισταμένη της δραστηριότητάς τους, που διεξάγεται υπό ορισμένους όρους. Έτσι, σήμερα η ανθρωπότητα στην πορεία της δραστηριότητάς της, αφ’ ενός μεν αναπτύχθηκε τόσο, που δημιούργησε στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας πραγματικές δυνατότητες για τον έλεγχο προς το συμφέρον της των γήινων όρων, εκείνης της κοιτίδας, εντός της οποίας αυτή ανέκυψε, αφ’ ετέρου δε οι δημιουργημένες από την ανθρωπότητα και ξένες προς αυτήν δυνάμεις έχουν καταστεί τόσο ισχυρές, ώστε απειλούν την ίδια την ύπαρξή της.

Η απειλή που είναι καταφανέστερη, συνδέεται με την εμπόλεμη, με τη μη ειρηνική αυτοεξόντωση της ανθρωπότητας. Ταυτοχρόνως, μορφοποιείται και μια λιγότερο καταφανής, αλλά επίσης θανατηφόρος απειλή κατάπνιξης της ανθρωπότητας με ειρηνικό τρόπο, προπαντός και κατά κύριο λόγο μέσω των αρνητικών επιπτώσεων της αλληλεπίδρασής της με τη φύση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο εγείρεται ενώπιον των ανθρώπων ως ζήτημα ζωής ή θανάτου το ερώτημα: θα σταθούν άραγε ικανοί να υποτάξουν τις δυνάμεις εκείνες που δημιούργησαν οι ίδιοι και έχουν γίνει ξένες και θανατηφόρα εχθρικές προς αυτούς; Γι’ αυτό και ο αγώνας για τη δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας έχει καθοριστική σημασία για την απάντηση στο ερώτημα: θα επιβιώσει άραγε η ανθρωπότητα [ή θα αυτοκαταστραφεί];



1 Οι σκέψεις αυτές δημοσιοποιήθηκαν σε ευσύνοπτη μορφή αργότερα στην σύντομη εκλαϊκευτική πραγματεία: «Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας και η μεθοδολογία της έρευνάς της.» (1978) [ελληνική έκδοση: 246. – σ.τ.μ.]

2 Η λέξη «πραγματικότητα» χρησιμοποιείται στις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» σε αντιδιαστολή με τη μη – πραγματικότητα της ουσίας του ανθρώπου ως αφαίρεσης που υπάρχει στο άτομο, και όχι ως ενότητας ουσίας και φαινόμενου.