ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας

O κομμουνισμός

 

Κομμουνισμός με την ευρεία έννοια του όρου είναι η ώριμη ανθρώπινη κοινωνία σε αντιδιαστολή με το σύνολο της προγενέστερης ιστορίας της ανθρωπότητας ως ιστορίας της ανώριμης ανθρώπινης κοινωνίας.

Εάν αναφερθούμε σε αυτήν προκαταρτικά και πολύ ευσύνοπτα, γι’ αυτό και σχεδόν σχηματικά, ώριμη κοινωνία είναι η ανθρώπινη κοινωνία στην οποία έχει ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός των δεσμών που ανέκυψαν από τη φύση και έχει εδραιωθεί ολοσχερώς η κυριαρχία των ιδιότυπα ανθρώπινων σχέσεων. Ιδιότυπα ανθρώπινες σχέσεις είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων  κατ’ εξοχήν ως προσωπικοτήτων.

Η κομμουνιστική κοινωνία εν συνόλω συνιστά την αυθεντική ιστορία, την καθαυτό ιστορία της ανθρωπότητας, σε αντιδιαστολή με την προϊστορία και όλα τα στάδιά της. Ο Κ. Μαρξ θεωρούσε την ανάπτυξη των ταξικών κοινωνιών ως προϊστορία, ακριβώς διότι οι κοινωνίες αυτές αναπτύσσονται ανταγωνιστικά: «Οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής διαδικασίας της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά με την έννοια του ανταγωνισμού ο οποίος αναφύεται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων, ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες στα σπλάχνα της αστικής κοινωνίας σχέσεις παραγωγής δημιουργούν συν τοις άλλοις και τους υλικούς όρους για την επίλυση αυτού του ανταγωνισμού. Γι’ αυτό με τον αστικό κοινωνικό σχηματισμό, ολοκληρώνεται η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας». [ 1, τ.13, σ.7-8]. Ο Φ. Ένγκελς διακρίνει επίσης τον κομμουνισμό ως την αυθεντική ανθρώπινη ιστορία απ’ όλη την προγενέστερη ιστορία της ανθρωπότητας. Τα ζώα, κατά το συλλογισμό του Φ. Ενγκελς, είναι «παθητικά αντικείμενα … της ιστορίας», «της προέλευσής τους και της σταδιακής ανάπτυξής τους μέχρι την τωρινή κατάστασή τους.», «και στο μέτρο που συμμετέχουν σ’ αυτή, συμμετέχουν χωρίς να το ξέρουν και χωρίς να το θέλουν. Αντίθετα, όσο πιο πολύ απομακρύνονται οι άνθρωποι από τα ζώα με τη στενή έννοια της λέξης, τόσο πιο πολύ δημιουργούν οι ίδιοι, συνειδητά την ιστορία τους, τόσο μικρότερη γίνεται η επιρροή απρόβλεπτων φαινομένων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων και τόσο πιο ακριβής γίνεται η αντιστοιχία του ιστορικού αποτελέσματος με τον προκαθορισμένο σκοπό. Αν, ωστόσο, εφαρμόσουμε στην ανθρώπινη ιστορία αυτό το μέτρο, ακόμα και στην ιστορία των πιο προηγμένων λαών, και πάλι βρίσκουμε ότι κι εδώ ακόμα υπάρχει μια κολοσσιαία δυσαναλογία ανάμεσα στους προκαθορισμένους σκοπούς και στα αποτελέσματα, ότι κυριαρχούν τα απρόβλεπτα αποτελέσματα, και πως οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις είναι πολύ πιο ισχυρές από εκείνες που ενεργοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο. Και δεν θα μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, όσο η ουσιαστικότερη ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων, αυτή που τους ανύψωσε από τη ζωώδη στην ανθρώπινη κατάσταση και που αποτελεί το υλικό βάθρο κάθε άλλης δραστηριότητας –η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή, δηλαδή σήμερα η κοινωνική παραγωγή– βρίσκεται πάνω απ’ όλα υποταγμένη στο παίγνιο μη σκόπιμων αποτελεσμάτων ανεξέλεγκτων δυνάμεων, δεν πετυχαίνει παρά κατ’ εξαίρεση τον επιδιωκόμενο σκοπό και καταλήγει τις περισσότερες φορές στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο Δαρβίνος δεν ήξερε τι σκληρή σάτιρα έγραφε για την ανθρωπότητα και ειδικά για τους συμπατριώτες του, όταν αποδείκνυε ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός, ο αγώνας για την ύπαρξη, που οι οικονομολόγοι τον εξυμνούν σαν την ανώτερη κατάκτηση της ιστορίας, είναι η κανονική κατάσταση του ζωικού βασιλείου. Μόνο η συνειδητή οργάνωση της ανθρώπινης παραγωγής, όπου η παραγωγή και η κατανομή θα πραγματοποιούνται σχεδιασμένα, μπορεί να υψώσει την ανθρωπότητα πάνω από το ζωικό κόσμο από τη σκοπιά της κοινωνικής ζωής, με τον ίδιο τρόπο που η παραγωγή ανύψωσε την ανθρωπότητα από την αυστηρά βιολογική άποψη.» [1, τ.20, σ.358-359]*.

Είναι πασιφανές ότι ο Κ. Μαρξ στο χωρίο που παραθέσαμε ως προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας εννοεί την ιστορία των ταξικών - ανταγωνιστικών κοινωνιών και δεν έχει υπ’ όψιν του εκείνη την κοινωνία η οποία αποκαλείται σήμερα πρωτόγονη. [Και αυτό] διότι εκείνο τον καιρό, μέχρι την έκδοση του βιβλίου του Μόργκαν «Η αρχαία κοινωνία» η διερεύνηση της εν λόγω κοινωνίας ήταν εντελώς ανεπαρκής. Αλλά ο Φ. Ένγκελς στο εδάφιο που παραθέσαμε έχει υπ’ όψιν του και την πρωτόγονη κοινωνία. Αυτό έπεται από μίαν άλλη εργασία του Φ. Ένγκελς που συνέγραψε σχεδόν τον ίδιο χρόνο: « Ο ρόλος της εργασίας στη διαδικασία μετατροπής του πιθήκου σε άνθρωπο», όπου διατυπώνεται η ίδια σκέψη και μάλιστα η κοινωνία με την πρωταρχική κοινή ιδιοκτησία συγκαταλέγεται ευθέως μεταξύ των κοινωνιών, οι οποίες είναι ανίκανες να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις απώτερες κοινωνικές επιπτώσεις των ενεργειών, που κατευθύνονται στη παραγωγή [στο ίδιο, σ.496 –497]**.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς εξέταζαν τον κομμουνισμό εν συγκρίσει με όλες τις ταξικές ανταγωνιστικές κοινωνίες και εν συγκρίσει με όλη την προγενέστερη του κομμουνισμού ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, εκείνο που αποτελούσε κατά κύριο λόγο αντικείμενο της έρευνάς τους ήταν η κεφαλαιοκρατία, εντός της διαδικασίας της εμφάνισης, της ανάπτυξης και του αναπόδραστου θανάτου της. Αποκαλύπτονται οι τάσεις εκείνες εντός της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, οι οποίες επέτρεπαν την αυστηρά επιστημονική πρόβλεψη γνωρισμάτων της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτό το καθήκον υπαγορευόταν από τις βασικές ανάγκες της εποχής. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο εκείνο που εγειρόταν στο προσκήνιο, ήταν η σύγκριση κεφαλαιοκρατίας και κομμουνισμού. Φυσικά, βασικό [στοιχείο] στην παγκόσμια ιστορική ανάπτυξη είναι ο δρόμος της κίνησης της ανθρωπότητας μέσω της υπέρβασης, της εξάλειψης της κεφαλαιοκρατίας προς τη δημιουργία του κομμουνισμού. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατία γίνεται παγκόσμιο σύστημα, ως προς την ουσία της δεν είναι σε θέση να εξαλείψει την ανισομέρεια της ιστορικής ανάπτυξης, να μετασχηματίσει σε παγκόσμια κλίμακα τα κατάλοιπα των προκεφαλαιοκρατικών σταδίων ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό, η συγκριτική μελέτη του κομμουνισμού και των ανταγωνιστικών κοινωνιών, του κομμουνισμού και του συνόλου της προγενέστερης ιστορίας της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένου και του πρωτόγονου συστήματος, δεν έχει μόνο θεωρητική αλλά και τεράστια πρακτική σημασία: ο κομμουνισμός συγκροτείται μέσα σε μια διαδικασία εξάλειψης της ανισομέρειας της ανάπτυξης διαφόρων περιφερειών κ.ο.κ., μέσα σε μια διαδικασία κατά την οποία δεν μετασχηματίζονται μόνον οι κεφαλαιοκρατικές, αλλά και οι προκεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις. Και αυτό το καθήκον καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό στην εποχή μας, κατά την οποία ασθενείς κρίκοι του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι οι ασθενώς ανεπτυγμένες και εξαρτημένες χώρες, στις οποίες συχνά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο οι προκεφαλαιοκρατικές σχέσεις.

Ο κομμουνισμός μπορεί να εξετάζεται έναντι των μη κομμουνιστικών σχηματισμών και των μη κομμουνιστικών τύπων ανάπτυξης. Εδώ ο όρος «κομμουνισμός» προβάλλει κατ’ εξοχήν υπό την ευρεία έννοια της λέξης. Ωστόσο, η κομμουνιστική κοινωνία λαμβανόμενη σε παγκόσμια – ιστορική κλίμακα, διανύει και η ίδια τα εξής διαφορετικά στάδια:

1.Σχηματισμός των ιστορικών προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας. Κατά τον εγγύτερο τρόπο οι προϋποθέσεις αυτές σχηματίζονται στα σπλάχνα της κεφαλαιοκρατίας.

2.Πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού: η σοσιαλιστική επανάσταση και η περίοδος της μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό.

3.Η διαμόρφωση της κομμουνιστικής κοινωνίας: ο σοσιαλισμός. Εδώ, όπως και σε κάθε περίοδο διαμόρφωσης, διακρίνονται τρεις περίοδοι. Πρώτη είναι η αρχική περίοδος της διαμόρφωσης κατά την οποία ο κομμουνισμός υφίσταται επί κληροδοτηθείσης τεχνικής βάσης. Δεύτερη περίοδος είναι η αρχή της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης. Τρίτη περίοδος είναι η ολοκλήρωση της δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης. Πρόκειται για την περίοδο της κατ’ εξοχήν μετεξέλιξης του σοσιαλισμού στην ανώτατη φάση του κομμουνισμού.

 4.  Ώριμη κομμουνιστική κοινωνία, δηλ. η ανώτατη φάση του κομμουνισμού. Με τον όρο «κομμουνισμός», υπό τη στενή του έννοια, επισημαίνεται ο ανεπτυγμένος, ο ώριμος κομμουνισμός.

Ο σχηματισμός των ιστορικών προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας λαμβάνει χώρα στα σπλάχνα της κεφαλαιοκρατίας. Η μετάβαση της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητάς της, σήμαινε ότι ωριμάζουν οι αντικειμενικοί όροι της εξάλειψής της, συνεπώς, και ότι ωριμάζουν οι ιστορικές προϋποθέσεις της πλέον ανεπτυγμένης κοινωνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού ωρίμασαν όταν και όποτε άρχισε να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή η μηχανική παραγωγή και μάλιστα όταν οι μηχανές άρχισαν να παράγονται κατά βάση μέσω μηχανών. Έτσι, διανοίχθηκε κατ’ αρχήν η δυνατότητα δημιουργίας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας μετετράπη σε τεχνική αναγκαιότητα και τα ίδια τα παρηγμένα μέσα εργασίας απέκτησαν αναγκαία κοινωνικό χαρακτήρα (δηλ. [απέκτησαν] κοινωνικό χαρακτήρα, οι όροι του οποίου τίθενται από την αναγκαία φύση των παρηγμένων μέσων εργασίας). Στο βαθμό που αναπτυσσόταν και μεγεθυνόταν η μηχανική παραγωγή, αναπτυσσόταν και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, με αύξουσα την κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Με την ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής σχηματίσθηκε και η σύγχρονη εργατική τάξη. Η τάξη των παραγωγών, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί στην εργασιακή πειθαρχία, έχουν ενοποιηθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις και διαθέτουν αρκετή παιδεία [καλλιέργεια, πολιτισμικό επίπεδο] ώστε να χειρίζονται τις μηχανές. Μεταξύ των άμεσων ιστορικών προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας οι οποίες ανακύπτουν στα σπλάχνα της κεφαλαιοκρατίας πρέπει να συμπεριληφθεί και η ηθική [το ήθος], η τέχνη, η φιλοσοφία, η πολιτική, η επιστημονική ιδεολογία της εργατικής τάξης.

Ωστόσο, όλα αυτά παραμένουν μόνον ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού, διότι [εδώ] κυριαρχούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, η κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής και επί αυτής της βάσης, σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της ζωής της κοινωνίας διατηρείται η κυριαρχία της τάξης των κεφαλαιοκρατών.

Πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού είναι το στάδιο της διεξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης, της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και της εγκαθίδρυσης της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί εκείνων των μέσων παραγωγής, κατά τη χρήση των οποίων ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας συνιστά τεχνική αναγκαιότητα.

Γενικά χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα, ότι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής οφείλει να προσανατολίζεται στο βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Μ’ άλλα λόγια, η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας είναι σκόπιμη στο βαθμό εκείνο στον οποίο αναπτύχθηκε ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Είδ’ άλλως παρατηρείται είτε [βεβιασμένη] επίσπευση των γεγονότων, είτε καθυστέρηση. Και οι δύο [αποκλίσεις από το εν λόγω κριτήριο] οδηγούν σε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.

Εφ’ όσον υπάρχει μεγάλη βιομηχανία, η γεωργία δεν είναι το καθοριστικό είδος παραγωγής, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η μεγάλη βιομηχανία. Γι’ αυτό  η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής αρκεί για την πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού, για την αποφασιστική επενέργεια επί του συνόλου της παραγωγικής ζωής της κοινωνίας.

Το στάδιο της διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας: ο σοσιαλισμός. Ποια είναι η βασική αντίφαση αυτού του σταδίου; Κατά τη γνώμη μας, είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Η αντιπαραβολή αυτής της διατύπωσης με τον κοινώς αποδεκτό ορισμό της βασικής αντίφασης της κεφαλαιοκρατίας ως αντίφασης μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής μπορεί να προκαλέσει απορία: [εάν ισχύει αυτό] έπεται  ότι με την εδραίωση του αποφασιστικού ρόλου της μηχανικής παραγωγής ωρίμασε ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, αλλά δεν έχει [ακόμα] ωριμάσει για την κοινωνική ιδιοκτησία. Η απορία αυτή λύνεται εάν δοθεί προσοχή στα παρακάτω. Οι αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και οι όροι για τη σοσιαλιστική επανάσταση ωριμάζουν όταν και όποτε ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα, δηλ. με τη μετάβαση στη μηχανική παραγωγή. Ωστόσο, με την έναρξη της μετάβασης στη μηχανική παραγωγή, ο κοινωνικός ή μάλλον ακριβέστερα ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής μόλις ανακύπτει. Η διαμόρφωση, και η ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής [είναι μια διαδικασία η οποία] διεξάγεται με την περαιτέρω ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής και φτάνει στην ωριμότητά της κατά το ανώτατο στάδιο της μηχανικής παραγωγής, όπου η αυτοματοποίηση της λαϊκής οικονομίας συγκροτεί ένα περίπλοκο σύμπλεγμα (αυτοματοποιημένο όχι μόνο στο επίπεδο σειρών [συναρμολόγησης], τμημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων, αλλά και σε επίπεδο κλάδων και στο σύνολο των κλάδων).

Κατά το στάδιο της ανωριμότητας, όταν ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής βρίσκεται στην πορεία της ωρίμανσής του, μπορούν να υπάρχουν τόσο σοσιαλιστικές, όσο και κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής*.

Στο βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής έχει εμφανισθεί και αναπτύχθηκε, υπάρχει και η αντίφαση μεταξύ αυτού και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, η αναντιστοιχία των τελευταίων προς τον χαρακτήρα της παραγωγής. Στο βαθμό όμως που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν έχει ωριμάσει καθ’ όλα [πλήρως] διατηρούνται και οι δυνατότητες παράτασης της ύπαρξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής.

Με την εμφάνιση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής ανακύπτει η πραγματική δυνατότητα αλλά και η ιστορική νομιμότητα της εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, της διεξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, στο βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής ανέκυψε και αναπτύχθηκε, μεταξύ αυτού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας της παραγωγής αποκαθίσταται μια αντιστοιχία. Στο βαθμό όμως που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως, δεν έχει ωριμάσει, εδώ έχει θέση [και] μια αναντιστοιχία μεταξύ του τελευταίου και της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Και στο βαθμό που ισχύει αυτό η κοινωνική ιδιοκτησία είναι ακόμα τυπική.

Ο σοσιαλισμός ως κατώτερη φάση του κομμουνισμού έχει ως βάση του την κοινωνική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής. Η τελευταία υφίσταται σε αλληλεπίδραση με τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής ο οποίος έχει μεν ανακύψει πλέον, αλλά δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως.

Πρώτη περίοδος ανάπτυξης του σοσιαλισμού και πρώτη περίοδος διαμόρφωσης του κομμουνισμού: η ανάπτυξη του κομμουνισμού επί κληροδοτηθείσης τεχνικής βάσης. Η διάρκεια αυτής της περιόδου ανάπτυξης του σοσιαλισμού –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– εξαρτάται από το αφετηριακό επίπεδο ανάπτυξης της μηχανικής παραγωγής.

Η κληροδοτούμενη από την κεφαλαιοκρατία τεχνική βάση είναι η μηχανική παραγωγή. Η καθαυτό μηχανική παραγωγή1 (σε αντιδιαστολή με την αυτοματοποιημένη παραγωγή) δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελέσει μιαν ενιαία παραγωγή στην κλίμακα μίας μεμονωμένης χώρας, πολλώ μάλλον δε στην κλίμακα της ανθρώπινης κοινωνίας εν συνόλω. Η μηχανική παραγωγή επιμερίζεται σε ενδεχομένως μεγάλες μεν, πλην όμως ξεχωριστές και εξωτερικά συνδεδεμένες παραγωγικές διαδικασίες. Κατά τη βαθμίδα της μηχανικής παραγωγής ο κοινωνικός χαρακτήρας της  παραγωγής έχει μεν καταστεί πλέον τεχνική αναγκαιότητα, αλλά [αυτό ισχύει] για μεμονωμένες μηχανές είτε συστήματα μηχανών, μη ενοποιημένων στην κλίμακα της χώρας (πολλώ μάλλον δε της ανθρωπότητας συνολικά) σ’ ένα ενιαίο σύστημα μηχανών. Γι’ αυτό η μηχανική παραγωγή, αφ’ ενός μεν, γεννά την ανάγκη για ενιαίες κοινωνικές ενέργειες, για ενιαία κοινωνική παραγωγική δραστηριότητα των μελών της κοινωνίας, [επομένως,] γεννά την ανάγκη [για την εγκαθίδρυση] της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Αφ’ ετέρου δε, η κοινωνική ιδιοκτησία, η οποία εδράζεται  επί της μηχανικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι καθ’ όλα ώριμη: η απουσία ενιαίου συστήματος μηχανών στην κλίμακα ολόκληρης της χώρας (και της ανθρωπότητας) δημιουργεί τους όρους της αναγκαιότητας μη παραγωγικού (με τη στενή έννοια του όρου) δεσμού, και κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απομόνωση [των επιμέρους] παραγωγικών διαδικασιών, δημιουργεί την αναγκαιότητα των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Όταν η κοινωνική ιδιοκτησία διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, οι τελευταίες υποβαθμίζονται στη θέση της υπηγμένης στιγμής, μιας στιγμής [συνιστώσας] η οποία υφίσταται σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή.

Ο κομμουνισμός, όσο υφίσταται έχοντας ως βάση την καθαυτό μηχανική παραγωγή, δεν αναπτύσσεται επί μιας βάσης δημιουργημένης από τη δική του ανάπτυξη, αλλά επί αναντίστοιχης εαυτού βάσης. Όπως αναφέραμε παραπάνω, κατά τη μηχανική παραγωγή, σε αντιδιαστολή  με τη χειρωνακτική παραγωγή, αποκτά ουσιαστική σημασία η αλλαγή, η τελειοποίηση των μηχανών, ενώ η χρήση τους εκτοπίζεται σταδιακά (ως προς τη σημασία της για την παραγωγή προϊόντων) στο παρασκήνιο. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής ο αποφασιστικός ρόλος ανήκει στην τελειοποίηση των μηχανών, [εδώ] η εργασία που αφορά τη χρήση των μηχανών υπερτερεί ποσοτικώς έναντι της εργασίας που αφορά τη τελειοποίησή τους. Και η κατάσταση αυτή διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία υπερτερεί στην παραγωγή η μη αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή. Η μηχανή είναι ένα ως επί το πλείστον μηχανικό μέσο εργασίας, γι’ αυτό και κατά την παραγωγή μέσω μηχανών υπερτερεί η μηχανική εργασία, η εργασία που είναι μονότονη, ομοιόμορφη κ.ο.κ. Η ουσία του ανθρώπου ως ανθρώπου αλλά και η φύση του ανθρώπου, απλώς ως έμβιου όντος, δεν εναρμονίζεται με τη φύση της μηχανικής εργασίας. Το γεγονός ότι υπερτερεί η μηχανική εργασία, προκαλεί το ανικανοποίητο του ανθρώπου από την εργασία του, γεγονός που σημαίνει ότι υπό αυτούς τους όρους είναι ανέφικτο να υπερτερεί η ανάγκη για εργασία. Ο άνθρωπος μπορεί [εδώ] να εργάζεται οικειοθελώς, ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει λόγω της ελκυστικότητας της μηχανικής εργασίας, αλλά λόγω της συνειδητοποίησης της αναγκαιότητάς της (κοινωνικής και προσωπικής). Αντικειμενική υλική βάση τέτοιου είδους συνείδησης ως μαζικού φαινομένου αποτελούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, η κοινωνική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής (η κυριαρχία της οποίας είναι επί του παρόντος τυπική).

Εξαιρετικά σημαντικός παράγων της τελειοποίησης των μηχανών είναι η τελειοποίηση που επιτυγχάνουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι τις χειρίζονται. Ο παράγων αυτός ενεργοποιείται στην περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι ενδιαφέρονται για την τελειοποίηση της εργασιακής διαδικασίας. Είναι ακριβώς η κοινωνική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής που δημιουργεί ευνοϊκές δυνατότητες για την ενεργοποίηση μαζικού ενδιαφέροντος για την τελειοποίηση της εργασιακής διαδικασίας από τους άμεσους παραγωγούς. Και μάλιστα, όπως είναι φυσικό, οι δυνατότητες αυτές αυθόρμητα μπορεί και να μη πραγματωθούν σε επαρκή βαθμό. Ωστόσο, ο σημαντικότερος παράγων τελειοποίησης και ανάπτυξης της μηχανικής παραγωγής είναι η επιστήμη και η ένταξη των κατακτήσεών της στην παραγωγή και αυτό διότι η δημιουργία νέων μηχανών (πολλώ μάλλον δε ριζικά νέων [που εδράζονται σε νέες αρχές]) απαιτεί απαραιτήτως γνώσεις των νομοτελειών που διέπουν την ουσία διαδικασιών και φαινομένων. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τις κεφαλαιοκρατικές, διανοίγουν τη μέγιστη δυνατότητα επικέντρωσης δυνάμεων και πόρων στις πλέον θεμελιώδεις κατευθύνσεις ανάπτυξης της επιστήμης, συγκεντροποιημένης χρηματοδότησής τους, ευρείας εισαγωγής τους στην πρακτική κλπ..., διότι επί κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, υπάρχει η δυνατότητα χρησιμοποίησης όλων των δυνάμεων και των πόρων ως ενιαίο όλο στις κατευθύνσεις που χρειάζονται. Η  πρόβλεψη των επικείμενων επιστημονικών ανακαλύψεων είναι δύσκολη, και ενίοτε ανέφικτη. Όσο θεμελιωδέστερες είναι οι ανακαλύψεις, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες πρόβλεψής τους. Ως εκ τούτου, έχει τεράστια σημασία η δημιουργία δυνατοτήτων για τη διεξαγωγή βασικών [ θεμελιωδών] ερευνών, οι οποίες, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, δεν έχουν πρακτική αξία. Τεράστια σημασία έχει επίσης η δυνατότητα ευέλικτου επαναπροσανατολισμού δυνάμεων και πόρων στην περίπτωση που εντοπίζονται νέες κατευθύνσεις με προοπτική στην επιστήμη.

Η μη αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή, ανοίγοντας για πρώτη φορά στην ιστορία την προοπτική της δημιουργίας αφθονίας υλικών αγαθών, επιτρέπει φερ’ ειπείν μόνο την άμεση προσέγγιση της δημιουργίας σταθερής αφθονίας [αυτών των αγαθών], διότι εδώ η ανάπτυξη της παραγωγής εξακολουθεί να συγκρατείται από τον άνθρωπο. Εάν επί χειροκίνητων εργαλείων εργασίας η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων ήταν κατά βάση ανάλογες των εργασιακών προσπαθειών που κατέβαλε ο άμεσος παραγωγός, επί μη αυτοματοποιημένης μηχανικής παραγωγής η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων καθορίζεται πλέον κατά βάση από την ποσότητα και την ποιότητα των μηχανών. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων εξακολουθεί να εξαρτάται ουσιαστικά από την εργασία που αφορά τον χειρισμό των μηχανών, από τα όρια των δυνατοτήτων των άμεσων παραγωγών οι οποίοι χρησιμοποιούν τις μηχανές, από τον αριθμό των άμεσων παραγωγών. Η παραγωγή σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών δεν μπορεί να καταστεί κατ’ αρχήν βιώσιμη [αειφόρος], όσο η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων εξαρτώνται ουσιαστικά από τις ικανότητες των άμεσων παραγωγών να χειρίζονται έτοιμα, παρηγμένα μέσα εργασίας. Εξυπακούεται ότι η μετάβαση στην αειφόρο παραγωγή αφθονίας υλικών αγαθών δεν συνιστά ένα βραχυπρόθεσμο άλμα. Πρόκειται για ένα άλμα παρατεταμένης διάρκειας.

Εάν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής κατά το στάδιο της μηχανικής παραγωγής κατά βάση εμποδίζουν την ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής του παρέχουν το πλέον τελειοποιημένο –για το στάδιο της μη αυτοματοποιημένης μηχανικής παραγωγής– σύστημα σχέσεων παραγωγής. Επί σοσιαλισμού ο βαθμός ανάπτυξης της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από το βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της μηχανικής παραγωγής. Και το ζητούμενο έγκειται στην ολόπλευρη συνεισφορά στην κατεύθυνση της επίτευξης της [εκάστοτε] μέγιστης αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του βαθμού ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.  Ανάσχεση στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού μπορεί να επέλθει τόσο από καθυστέρηση σε αυτή την υπόθεση, όσο και από [βεβιασμένη] επίσπευση της κίνησης προς τα εμπρός.

Επί σοσιαλισμού [ακόμα] δεν μπορεί να καταστεί υπέρτερη η εργασία ως ανάγκη, αλλά καθίσταται πλέον άγουσα η εργασία [που επιτελείται] χάριν της κοινωνικής αναγκαιότητας, του κοινωνικού οφέλους, της κοινωνικής αξίας της εργασίας. Το άτομο μπορεί να συνειδητοποιεί την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας τόσο άμεσα οπότε η συνειδητοποίηση αυτή λειτουργεί ως άμεσα συνειδητοποιούμενο κίνητρο δραστηριότητας), όσο και έμμεσα, φερ’ ειπείν μέσω του συστήματος της καθιερωμένης στην κοινωνία κλίμακας αξιών, όταν το μεν είτε το δε είδος εργασίας προβάλλει ως ιεραρχικά διατεταγμένο στην εν λόγω κλίμακα αξιών, περιβάλλεται κατά το μάλλον ή ήττον από γόητρο [κύρος] και ο άνθρωπος προτιμά λιγότερο αμειβόμενη εργασία, η οποία όμως, εκτιμάται περισσότερο στην κοινωνία, έχει μεγαλύτερο γόητρο. Το γόητρο, η κοινωνική αξία της εργασίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η εργασία που αποσκοπεί απλώς στη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης [του ανθρώπου] έχει πάψει πλέον, είτε παύει να είναι το κύριο [ζητούμενο], ενώ η εργασία [όπου επιτελείται] λόγω της ανάγκης για εργασία, δεν έχει ακόμα καταστεί κύρια [μορφή εργασίας]. Απ’ εδώ απορρέει, το γεγονός ότι σ’ όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του ατόμου στο προσκήνιο εγείρεται το ζήτημα του γοήτρου. Η εργασία [που επιτελείται] χάριν της κοινωνικής αναγκαιότητας, χάριν της κοινωνικής αξίας της εργασίας, είναι κατ’ αρχήν ανώτερη της εργασίας που επιτελείται κατά κύριο λόγο μόνο χάριν της υποστήριξης της βιολογικής ύπαρξης. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά επί του παρόντος η εργασία αυτή δεν επιτελείται κατά κύριο λόγο χάριν της ανάγκης για εργασία. Εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να παραμένει εξωτερική αναγκαιότητα για τον άνθρωπο, είναι ακόμα σε ορισμένο βαθμό ξένη [αλλότρια] προς τον άνθρωπο, ακόμα δεν συνιστά γι’ αυτόν κατά βάση εσωτερική αναγκαιότητα. Από μόνη της τέτοιου είδους εργασία γεννά πλέον αναπόφευκτα την κοινωνική αναγκαιότητα πειθαναγκασμού προς εργασία.

Όσο υπερτερεί στην παραγωγή η μη αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή, ποσοτικώς υπερτερεί η εργασία που αφορά το χειρισμό (και όχι την τελειοποίηση, την ανάπτυξη) των μηχανών, συνεπώς, κατά βάση, δεν εξαλείφεται το έδαφος για την ύπαρξη ουσιαστικών διαφορών μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας*.

Κατά τη γνώμη μας, είναι νόμιμο επίσης να επισημάνουμε, ότι όταν υπερτερεί η μηχανική παραγωγή, η γεωργία διαδραματίζει υπηγμένο  ρόλο και στο βαθμό που αναπτύσσεται η μηχανική παραγωγή όλο και περισσότερο υποβαθμίζεται στη θέση ενός κλάδου της βιομηχανίας. Εν τούτοις, όσο κι αν εξοπλίζεται η αγροτική οικονομία με μηχανές, βασικά χαρακτηριστικά μέσα παραγωγής εξακολουθούν να είναι σε αυτήν η γη και τα ζώα, δηλ εν γένει και εν συνόλω φυσικής προέλευσης μέσα παραγωγής. Ωστόσο, όσο αυτά [τα μέσα] διατηρούν τη θέση τους, κατά τη γνώμη μας, είναι ανέφικτη η πλήρης εξάλειψη των ουσιαστικών διαφορών μεταξύ αγροτικής οικονομίας και βιομηχανίας, μεταξύ πόλης [άστεως] και χωριού [υπαίθρου] **.

Κατά το στάδιο που εξετάζουμε ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, της παραγωγής δεν είναι ώριμος. Διατηρείται η απομόνωση [ο αποσπασματικός, ο κατακερματισμένος χαρακτήρας] της εργασίας, της παραγωγής, γεγονός που σημαίνει ότι διατηρούνται και οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις. Οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις εκτοπίζονται στο βαθμό που ωριμάζει ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής.

Δεύτερη περίοδος της ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως δεύτερη περίοδος της διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας: το αρχικό στάδιο του σχηματισμού αντίστοιχης του ώριμου κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης.

Στη χώρα μας η περίοδος αυτή άρχισε περίπου κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας 1950 έως τη δεκαετία του 1960 και αποκάλεσαν το σοσιαλισμό σε αυτό το στάδιο «ανεπτυγμένο σοσιαλισμό». Χαρακτηριστικό της αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης είναι προπαντός και κατά κύριο λόγο η αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή. Εάν διαιρέσουμε όλη την περίοδο αυτής της παραγωγής στις μεγαλύτερες βαθμίδες της, μπορούμε να διακρίνουμε την μη ανεπτυγμένη και την ανεπτυγμένη, την ώριμη αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή***.

Ανεπτυγμένη αυτοματοποιημένη παραγωγή είναι εκείνη η οποία συγκροτεί ένα περίπλοκο σύμπλεγμα [αυτοματοποιημένης παραγωγής]. Μη ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση, είναι η αυτοματοποίηση σε επίπεδο μηχανών – αυτομάτων, ξεχωριστών αυτομάτων σειρών [παραγωγής –συναρμολόγησης], τμημάτων κλπ... Η μη ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση αφορά το πρώτο στάδιο  δημιουργίας αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης. Σε αυτό το στάδιο, σε τελευταία ανάλυση, πραγματοποιείται ραγδαία περικοπή της ανειδίκευτης εργασίας, του ειδικού βάρους των φυσικών προσπαθειών, των χειρωνακτικών ενεργειών και αναβάθμιση της κατάρτισης και της γενικής παιδείας [του πολιτισμού, της καλλιέργειας] των εργαζομένων.

Εάν λάβουμε την [όλη] διαδικασία σε καθαρή μορφή, της αυτοματοποίησης προηγείται άμεσα η ανώτατη βαθμίδα εκμηχάνισης, το σύστημα της περίπλοκης εκμηχάνισης. Η μη ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση συνυπάρχει αναπόφευκτα με την εκμηχάνιση και την έχει ως δική της ευρεία βάση. Εξ ου και η ισχύς με την οποία εγείρεται κατά το δεύτερο στάδιο της διαμόρφωσης του κομμουνισμού για πρώτη φορά το ζήτημα της ανάπτυξης της οικονομίας ως συνολικού πλέγματος. Η ανώτατη βαθμίδα της εκμηχάνισης και η μετάβαση στην αυτοματοποίηση, σηματοδοτούν την τεχνική δυνατότητα άμεσης προσέγγισης προς τη δημιουργία σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών. Βαθμηδόν αρχίζει να δημιουργείται επαρκής ποσότητα των μεν είτε των δε παραγωγών, οι οποίες εξασφαλίζουν αφθονία και εκείνο που βγαίνει πλέον στο προσκήνιο δεν είναι η ποσοτική αύξηση της παραγωγής, αλλά η βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής (φυσικά ενώ συνεχίζεται η ποσοτική της αύξηση).

Χαρακτηριστικό αυτού του σταδίου γίνεται συνεπώς, η εντατική ανάπτυξη.

Η ανώτατη βαθμίδα της εκμηχάνισης και η μετάβαση στην αυτοματοποίηση της παραγωγής δημιουργούν τους όρους για την ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής στην αγροτική οικονομία, για την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης στην αγροτική οικονομία (μεγέθυνση της παραγωγής, αύξηση της εξειδίκευσης και της συνεργασίας [του συνεταιρισμού]). Πραγματοποιείται βαθμηδόν προσέγγιση των δύο μορφών ιδιοκτησίας. Η ανώτατη βαθμίδα της εκμηχάνισης, σε τελευταία ανάλυση και της αυτοματοποίησης επίσης2 δημιουργούν τους όρους για την αναγκαιότητα αναβάθμισης του γενικού μορφωτικού επιπέδου (στις σοσιαλιστικές χώρες σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης θεσπίσθηκε η καθολική μέση εκπαίδευση), οδηγούν σε αναβάθμιση του ειδικού βάρους των στοιχείων πνευματικής εργασίας εντός της φυσικής εργασίας. Προχωρά εντατικά η διαδικασία προσέγγισης κοινωνικών ομάδων και τάξεων, εθνών και εθνοτικών ομάδων, ενισχύεται η κοινωνικό - πολιτική και η ηθική ενότητα της κοινωνίας, αναπτύσσεται η σοσιαλιστική δημοκρατία, η συμμετοχή των μαζών στη διοίκηση, τελειοποιείται η διοίκηση της κοινωνίας, η οποία γίνεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό σφαιρική [συστημική] και ασκείται σε όλο και βαθύτερη και πληρέστερη επιστημονική βάση.

Ο σοσιαλισμός είναι ως προς τη φύση του ανώριμος, υπό διαμόρφωση κομμουνισμός. Κατά τη διαδικασία της διαμόρφωσής της η νέα κοινωνία δεν υφίσταται απομονωμένη από την βάση που κληρονόμησε. Αν και μετασχηματίζει την τελευταία με το δικό της τρόπο, εν τούτοις δεν πρόλαβε ακόμα να τη μετασχηματίσει πλήρως. Ο σοσιαλισμός συνιστά τη μετάβαση στον ώριμο κομμουνισμό. Γνωρίσματα και πλευρές καθαυτό κομμουνιστικές εξακολουθούν να συνυπάρχουν (έχοντας ποικίλους βαθμούς ενότητας) με προκομμουνιστικές και διαφορίζονται από τις τελευταίες.

Έτσι λοιπόν επί σοσιαλισμού [συν]υπάρχουν αναπόφευκτα σχεδιοτελής ανάπτυξη και εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις. Ο αποφασιστικός ρόλος της σχεδιοτέλειας της κοινωνίας εν συνόλω σχηματίζεται για πρώτη φορά με την εμφάνιση και εδραίωση του σοσιαλισμού. Επί σοσιαλισμού μετασχηματίζονται και οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, διότι από τη θέση των κυρίαρχων σχέσεων (που κατέχουν επί κεφαλαιοκρατίας) οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις υποβαθμίζονται σε υπηγμένες.

Αμφότερες οι πλευρές είναι ενιαίες και συνάμα αντίθετες. Έκαστη εκ των δύο αυτών πλευρών εάν εξετασθεί χωριστά, είναι αναγκαία για το σοσιαλισμό. Ωστόσο, η σχεδιοτέλεια είναι εκείνη η πλευρά της ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας η οποία έχει μέλλον, εδράζεται  εσωτερικά στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, της παραγωγής, ενώ οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, είναι εκείνη η αναγκαία πλευρά του σοσιαλισμού, η οποία πρεσβεύει κατά κύριο λόγο εκείνο το οποίο δεν έχει ακόμα μέχρι τέλους μετασχηματισθεί από τον κομμουνισμό. Οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις δεν είναι κάτι το εξωτερικό ως προς τη «φύση» του σοσιαλισμού, αλλά μια αναγκαία [αναπόφευκτη] πλευρά αυτής της «φύσης», η οποία διατηρείται σε κατά το μάλλον ή ήττον μετασχηματισμένη μορφή από την παλαιά κοινωνία, δεδομένης της ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, της παραγωγής. Εάν  θεωρήσουμε [την όλη διαδικασία] από την άποψη του κομμουνισμού, οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις είναι ένα αναγκαίο επί σοσιαλισμού «κακό». Αυτό επ’ ουδενί λόγω δεν ισοδυναμεί με την αντίληψη κατά την οποία επί σοσιαλισμού χρειάζεται να πνίγονται αυτές οι σχέσεις με όλα τα μέτρα [που μπορούν να ληφθούν].

Η μεν υπερεκτίμηση του βαθμού ωριμότητας της υποκείμενης σε σχεδιοποίηση ανάπτυξης, του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, οδηγεί σε υπέρμετρη συγκεντροποίηση και σε όλες τις «χάρες» που συνδέονται με αυτό (διόγκωση του διοικητικού μηχανισμού, υπερεκτίμηση της σημασίας των διοικητικών τρόπων διαχείρισης κλπ.., κ.ο.κ.). Η δε υπερεκτίμηση του ρόλου των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων συνιστά πραγματική υποχώρηση, κίνηση απ’ ευθείας οπισθοδρομική*.

Το μέτρο της συσχέτισης αυτών των αντιφατικών πλευρών (της σχεδιοτέλειας και [του πεδίου ισχύος] των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων) οφείλει να είναι αντίστοιχο του βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και κατά κύριο λόγο, του βαθμού ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, της παραγωγής.

Τρίτη περίοδος της διαμόρφωσης του κομμουνισμού: η περίοδος της σταδιακής μετεξέλιξης του σοσιαλισμού στην ανώτατη φάση του κομμουνισμού. Χαρακτηριστικό της υλικό - τεχνικής βάσης αυτής της περιόδου είναι η μετάβαση από τη μη ανεπτυγμένη στην ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση, η σταδιακή διάδοση της ανεπτυγμένης μορφής της αυτοματοποίησης. Κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται η μετατροπή της αγροτικής οικονομίας σε συνεχή, αδιάλειπτη, υψηλής παραγωγικότητας και ανεξάρτητη από τις καιρικές συνθήκες παραγωγή. Τέτοιου είδους παραγωγή θα απαιτήσει κολοσσιαία δαπάνη ενέργειας ώστε να πάψει να είναι μόνον εποχική και να καταστεί συνεχής, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Εάν για τη μετάβαση στη μηχανοποίηση (συμπεριλαμβανομένης και της γεωργίας) απεδείχθη απαραίτητη η χρήση της ενέργειας του ατμού και των υδάτων, για τη βαθμίδα της ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης, για την τελειωτική μετατροπή της αγροτικής οικονομίας σε κλάδο της βιομηχανίας θα απαιτηθεί –αν αναφερθούμε στο θέμα μεταφορικά– ασύγκριτα ισχυρότερη ενεργειακή πηγή. Και τέτοια πηγή δημιουργείται. Περί τη δεύτερη με τρίτη δεκαετία του 21ου αι. αναμένεται ότι θα είναι πραγματικότητα η μετατροπή σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από θερμοπυρηνική σύντηξη σε συνήθεις τροφοδότες ενέργειας [βλ.114].

Ώριμη κομμουνιστική κοινωνία είναι εκείνη η κοινωνία, χαρακτηριστικό της υλικοτεχνικής βάσης της οποίας είναι το ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα, η παραγωγή αυτομάτων μέσω αυτομάτων. Κατά το στάδιο της μη ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης επιτρέπεται να γίνεται λόγος περί δημιουργίας αυτομάτων μέσω αυτομάτων μόνο κατ’ ευφημισμό, διότι εδώ στη διαδικασία δημιουργίας αυτομάτων μέσω αυτομάτων παρεμβάλλονται σε σημαντικό βαθμό μη αυτοματοποιημένες παραγωγικές διαδικασίες, χειρισμοί κλπ. Η βαθμίδα του συμπλέγματος αυτοματοποιημένης παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων προϋποθέτει τη δυνατότητα ευέλικτης αναδιάρθρωσης και μετάβασης από την παραγωγή ενός είδους προϊόντος σε άλλο, ικανότητες παραγωγής ποσότητας προϊόντων που υπερβαίνουν κατά πολύ, τις αντίστοιχες ικανότητες της μη αυτοματοποιημένης παραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, σε αυτή τη βαθμίδα της αυτοματοποίησης η ευελιξία της παραγωγής και η ικανότητά της για ανάπτυξη υπερτερούν ριζικά έναντι των αντίστοιχων ιδιοτήτων της μηχανικής παραγωγής.

Ακριβώς η βαθμίδα της ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης λειτουργεί ως η αναγκαία βάση για τη σταθερή διασφάλιση της ποσοτικής και ποιοτικής αφθονίας υλικών αγαθών.

Ως όριο πέραν του οποίου ξεκινά η [εν λόγω] αφθονία, λειτουργεί η δυνατότητα διασφάλισης του βέλτιστου για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης των ατόμων. Όταν επιτυγχάνει η σοσιαλιστική κοινωνία τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης κατά το οποίο έρχεται σε θέση [που της επιτρέπει] να διασφαλίσει στο κάθε μέλος της κοινωνίας το ποσοτικό και ποιοτικό βέλτιστο ζωτικών πόρων, τότε επέρχεται ποιοτική αλλαγή του χαρακτήρα της περαιτέρω κοινωνικής ανάπτυξης. Εκτός αυτού, η βαθμίδα της ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης αλλάζει άρδην τον χαρακτήρα της εργασίας. Σε συνθήκες μη αυτοματοποιημένης μηχανικής παραγωγής, ακόμα και κατά τη μη ανεπτυγμένη βαθμίδα της αυτοματοποίησης, υπερτερεί η εργασία που αφορά το χειρισμό μηχανών, μια εργασία η οποία είναι εν γένει και εν συνόλω κατ’ εξοχήν μηχανική. Κατά τη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης περιστέλλεται δραστικά ο όγκος της μηχανικής εργασίας. Στα πλαίσια της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας, αυξάνει σημαντικά το μερίδιο της εργασίας που αφορά την τελειοποίηση και ανάπτυξη των αυτομάτων και καθίσταται [η εργασία αυτή] υπέρτερη [έναντι των λοιπών εργασιών]. Η ποσότητα, η διάρκεια της αναγκαίας εργασίας που αφορά το χειρισμό έτοιμων παρηγμένων μέσων παραγωγής, καθίσταται συγκριτικά ασήμαντη. Η δυνατότητα δραστικής μείωσης της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, καθίσταται εφικτή ακριβώς όταν εδράζεται στην ώριμη αυτοματοποίηση.

Η εργασία που αφορά την τελειοποίηση και ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής, είναι εργασία ως επί το πλείστον δημιουργική και απαιτεί επιστημονικές γνώσεις σε βάθος. Κατά τη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης η δημιουργική εργασία καθίσταται τελικά υπέρτερη [έναντι της μη δημιουργικής]. Μόνο τότε εξαλείφονται πλήρως οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας.

Όσο θα υπάρχει η ανθρωπότητα και η εργασία, θα εξακολουθεί να υπάρχει πάντοτε η αναγκαία για την κοινωνία εργασία. Ωστόσο, στη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης, όπως απορρέει από τα προαναφερθέντα, αλλάζει ουσιαστικά προπαντός και κατά κύριο λόγο ο χαρακτήρας της αναγκαίας εργασίας: η αναγκαία εργασία μετατρέπεται από κατ’ εξοχήν μηχανική σε κατ’ εξοχήν δημιουργική. Γι’ αυτό αλλάζει και η αμοιβαία σχέση μεταξύ αναγκαίας και όλης της υπόλοιπης εργασίας του ανθρώπου: βαθμηδόν όλο και πιο πολύ χάνει τη σημασία της η σαφώς διαγεγραμμένη διαχωριστική γραμμή, η οποία οριοθετούσε την αναγκαία εργασία έναντι της λοιπής εργασίας, διότι και η αναγκαία εργασία, όπως άλλωστε και όλη η εργασία, γίνεται εσωτερική ανάγκη. Σε αυτή την περίπτωση το όριο μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης από την εργασία τίθεται κατά κύριο λόγο από την ικανότητα του ανθρώπου προς τη βέλτιστη εργασία.

Κατά το στάδιο της εκμηχάνισης βαθμηδόν παρατηρείται ολοένα και περισσότερη απελευθέρωση του ανθρώπου από την αναγκαιότητα να καταβάλλει φυσικές προσπάθειες.

[Έκτοτε] για την διατήρηση της βέλτιστης βιολογικής ύπαρξης των ατόμων καθίσταται αναγκαία η φυσική αγωγή [καλλιέργεια] ως καταβολή [εφαρμογή] φυσικών προσπαθειών για τη διατήρηση και τελειοποίηση της υγείας. Τέτοιου είδους καταβολή φυσικών προσπαθειών καθίσταται αυθεντική φυσική αγωγή μόνον όταν και όποτε πραγματοποιείται ως ικανοποίηση ανάγκης του οργανισμού. [Τότε] η καταβολή φυσικών προσπαθειών μετατρέπεται σε εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου.

Κατά το στάδιο της αυτοματοποίησης ο άνθρωπος όλο και περισσότερο απαλλάσσεται από τη μηχανική πνευματική εργασία. Κατά τα φαινόμενα η ώριμη αυτοματοποίηση θα έχει ως επακόλουθο τον περιορισμό της ανάγκης της κοινωνίας για «όγκο» πνευματικής εργασίας. Γι’ αυτό κατά την άποψή μας, η αυτοματοποίηση γεννά σε τελευταία ανάλυση την ανάγκη για νοητική αγωγή (κατ’ αναλογία με την ανάγκη για φυσική αγωγή). Και αυτή καθίσταται αυθεντική αγωγή, μόνον ως εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για εφαρμογή των νοητικών του προσπαθειών.

Μέχρις ότου επιτευχθεί η απόλυτη αυτοματοποίηση –και [κατά τα φαινόμενα] απουσιάζουν οι προοπτικές επίτευξής της τουλάχιστον στο ορατό μέλλον– θα διατηρείται η ανάγκη της κοινωνίας για εργασία (με τη στενή έννοια) συμπεριλαμβανομένης και τη αναγκαίας εργασίας. Ωστόσο, κατά το στάδιο της ώριμης αυτοματοποίησης εκείνος ο χρόνος που θα υπερτερεί δεν θα είναι ο αναγκαίος, αλλά ο ελεύθερος. Κατά την άποψή μας, βασική ασχολία του ανθρώπου της κομμουνιστικής κοινωνίας εκτός της επιτέλεσης δημιουργικής εργασίας και πέραν των ορίων του καθαυτό αναγκαίου χρόνου, θα είναι η ενασχόληση με τη φυσική και νοητική αγωγή (όπου ως είδη αγωγής συμπεριλαμβάνεται η άγρα, το κυνήγι και ο τουρισμός3). Επί πλέον δεν θα πρόκειται μόνο περί στενά νοητικής αγωγής, αλλά περί πνευματικής αγωγής γενικότερα, όπου η νοητική αγωγή εντάσσεται μόνον ως μέρος, ως πλευρά (φερ’ ειπείν, η ενασχόληση με την τέχνη, η επικοινωνία χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για επικοινωνία κλπ..., κ.ο.κ.).

Η ίδια η φυσική αγωγή, ακριβώς ως αγωγή προϋποθέτει την νοητική και γενικά την πνευματική ανάπτυξη και αντεπιδρά σε αυτήν με τη σειρά της. Είναι αυτονόητο ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα επιτελεί ακόμα και την αυστηρά αναγκαία εργασία με μεγάλη απόδοση [αφοσίωση].

Έτσι λοιπόν, κατά το στάδιο της ώριμης αυτοματοποίησης, σε συνθήκες της ανώτατης φάσης του κομμουνισμού, αποκτά εξαιρετική σημασία η ολόπλευρη καλλιέργεια του ανθρώπου, η ολόπλευρη ανάπτυξη του πολιτισμού του ανθρώπου.

Βλέπουμε ότι η φυσική και πνευματική αγωγή [καλλιέργεια, πολιτισμός], η δραστηριότητα του ανθρώπου σε αυτούς τους τομείς, δεν συνιστά εργασία με τη στενή έννοια του όρου, δηλ. δεν συνιστά εργασία στην καθαυτό σφαίρα της υλικής παραγωγής. Ωστόσο, η δραστηριότητα [που αναπτύσσεται] στον τομέα της φυσικής και πνευματικής αγωγής αποτελεί, ως προς την προέλευσή της, εργασία με την ευρεία έννοια του όρου, εργασία κατ’ εξοχήν ως αυτοσκοπό. Ωστόσο, η εργασία ως αυτοσκοπός, η εργασία η οποία επιτελείται για να ικανοποιηθεί [η αντίστοιχη] εσωτερική φυσική και πνευματική ανάγκη, κατά τους νόμους της αλήθειας, του αγαθού [του καλού] και του κάλλους [της ομορφιάς] δεν συνιστά πλέον εργασία, αλλά πολιτισμό ως ολόπλευρη δράση, ζωή του πολιτισμού εντός των βασικών της εκφάνσεων, ολόπλευρη πολιτισμική δραστηριότητα.

Βασικός σκοπός της ανθρωπότητας κατά την ανώτατη φάση του κομμουνισμού γίνεται σε πλήρη βαθμό η ολόπλευρη ανάπτυξη ενός εκάστου ως αυτοσκοπός, ως εσωτερική ανάγκη και ως αναγκαίος όρος της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων.

Αναφερόμενοι στις ιστορικές προθεσμίες ωρίμανσης του κομμουνισμού, συχνά παραπέμπουν στην επιτάχυνση των ρυθμών της ιστορικής ανάπτυξης και προσδοκούν, ότι η ωρίμανση του κομμουνισμού θα πρέπει να επέλθει σχεδόν κατά τη διάρκεια της ζωής μίας γενεάς. Σε αυτή την περίπτωση λησμονείται το γεγονός, ότι η εμφάνιση και διαμόρφωση του κομμουνισμού δεν μπορεί να ταυτίζεται απλώς με τη μετάβαση από κάποιον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό προς κάποιον άλλο, ότι η νίκη του κομμουνισμού δεν θα είναι απλώς και μόνον νίκη επί της κεφαλαιοκρατίας, αλλά εμφάνιση και διαμόρφωση ενός εντελώς νέου τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας. Και εάν [η εν λόγω μετάβαση] επιδέχεται κάποια [ιστορική] σύγκριση, αυτή θα πρέπει να αφορά μάλλον τη μετάβαση από την προταξική κοινωνία προς την ταξική παρά, φερ’ ειπείν, τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία. Πρέπει να υπάρχει σε πλήρη βαθμό επίγνωση του βάθους, του μεγέθους, του ριζικού χαρακτήρα των [επερχόμενων] κοινωνικών μετασχηματισμών που θα λάβουν χώρα κατά τα στάδια της εμφάνισης και διαμόρφωσης του κομμουνισμού, του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι ένας ποιοτικώς νέος τύπος ανάπτυξης της κοινωνίας εν συγκρίσει τόσο με την ιστορία των ταξικών ανταγωνιστικών κοινωνιών, όσο και με το σύνολο της μέχρι τώρα παρελθούσας ιστορίας της ανθρωπότητας.

Όλη η παρελθούσα και η ορατή στο μέλλον πορεία που έχει διανύσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της, εάν διακρίνουμε τη βασική [τη νομοτελή] πορεία της, αναπτυσσόταν ελικοειδώς. Δεδομένου ότι συνήθως τα εγχειρήματα (ειδικής) περιγραφής των χαρακτηριστικών αυτής της σπείρας είναι ιδιαίτερα συνοπτικά [με έμφαση στην κλιμάκωση]: προταξική κοινωνία, κοινοτική ιδιοκτησία, — ταξική κοινωνία, ιδιωτική ιδιοκτησία, — αταξική κοινωνία, κοινωνική ιδιοκτησία, εμείς θα επιχειρήσουμε να την εξετάσουμε διεξοδικότερα και ειδικά να εξετάσουμε την βασική ελικοειδή κίνηση της ιστορίας, διατυπώνοντας την δική μας άποψη επ’ αυτού του αντικειμένου.

Ας εξετάσουμε αυτή τη σπείρα ξεκινώντας από την περιγραφή των χαρακτηριστικών της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση.

Η αφετηριακή σχέση έχει ανακύψει φυσικά. Στα πλαίσιά της χρησιμοποιούνται μέσα επενέργειας, δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στη συνέχεια όλο και μεγαλύτερο ρόλο αρχίζουν να διαδραματίζουν τα μέσα επενέργειας [στη φύση] τα οποία έχουν δημιουργηθεί από την εργασία, μέχρι που ο ρόλος αυτών των μέσων γίνεται ο καθοριστικός έναντι όλων των υπολοίπων [μέσων]. Μετά από αυτό επέρχεται κατά κάποιο τρόπο μια επιστροφή στο αφετηριακό σημείο, αλλά η «επιστροφή» αυτή εδράζεται σε νέα βάση: σταδιακά αποκτούν αποφασιστική σημασία τα αυτενεργά μέσα επενέργειας στη φύση, και μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, τα αυτενεργά, τα αυτομάτως δρώντα μέσα αρχίζουν από μόνα τους να παράγουν τον εαυτό τους, τα αυτόματα αρχίζουν να δημιουργούν αυτόματα, πραγματοποιείται η αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων επίδρασης στη φύση. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στο αφετηριακό σημείο έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος αρχίζει και πάλι να έχει να κάνει με διαδικασίες δημιουργίας αντικειμένων, ικανών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του, οι οποίες (διαδικασίες) διεξάγονται σε σημαντικό βαθμό από μόνες τους [αυτομάτως], χωρίς την άμεση εργασία. Ωστόσο, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια κατά κάποιο τρόπο επιστροφή, διότι: α) οι τελευταίες διαδικασίες έλκουν την καταγωγή τους από την εργασία και β) στην κάθε δεδομένη στιγμή η αυτοματοποιημένη παραγωγή κατευθύνεται, σε τελευταία ανάλυση, από την εργασία των ανθρώπων σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Δηλαδή, η αυτοματοποιημένη παραγωγή παραμένει υπηγμένη στην εργασία, στους ανθρώπους, διατηρείται στη θέση του μέσου παραγωγικής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση. Δεν πρόκειται πλέον για ένα μέσο που έχει προκύψει με φυσικό τρόπο, αλλά για ένα μέσο τεχνητό, δημιούργημα των ανθρώπων, το οποίο έχει μετατραπεί σε σημαντικό βαθμό σε αυτενεργό [σε αυτόματο]. Στο βαθμό που έχει μετατραπεί σε αυτενεργό, γίνεται και ανεξάρτητο από τους ανθρώπους. Ακριβέστερα, τα μέρη της αυτοματοποιημένης παραγωγής αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σχετική αυτοτέλεια[1], αν και συνολικά η παραγωγή εξακολουθεί να υπάγεται στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κατά όλο και πιο ευέλικτο τρόπο για τους σκοπούς τους ολόκληρη την παραγωγή στο σύνολο της και ως όλο.

Κάτι αντίστοιχο, αν και όχι πανομοιότυπο, συμβαίνει με το υλικό που υφίσταται την επίδραση. Αρχικά χρησιμοποιείται υλικό δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στη συνέχεια, υλικό το οποίο υφίσταται προπαρασκευαστική επεξεργασία εντός της εργασιακής διαδικασίας, ωστόσο, εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές του φυσικές ιδιότητες, τις οποίες διέθετε και πριν από την επεξεργασία. Στο τελικό τμήμα αυτής της σπείρας της έλικας δημιουργείται τεχνητό υλικό με προκαθορισμένες ιδιότητες.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σπείρας της έλικας της ιστορίας, μεταβάλλεται ουσιαστικά η αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας με τη φύση. Αρχικά, η επενέργεια της ανθρωπότητας στη φύση μπορεί να συγκριθεί ως προς την κλίμακα [και το βάθος της επίδρασης], με αυτή που ασκούν τα ζώα στο περιβάλλον τους. Η αλήθεια είναι ότι εξ υπαρχής οι άνθρωποι, σε αντιδιαστολή με τα ζώα, επενεργούν στη φύση κατ’ εξοχήν με τη βοήθεια παραγωγικών οργάνων. Ωστόσο, αρχικά [οι άνθρωποι] δεν έχουν επίγνωση ούτε των φυσικών, ούτε των κοινωνικών συνεπειών της επενέργειας τους στη φύση, και υπό αυτή την έννοια [αυτή η επενέργειά τους] παραμένει ζωώδης. Στη συνέχεια αρχίζει ολοένα και περισσότερο να διαφοροποιείται εμφανώς η κλίμακα και το βάθος της επενέργειας των ανθρώπων στη φύση, από αυτή των ζώων. Σταδιακά οι άνθρωποι αρχίζουν να προβλέπουν τις όλο και απώτερες [και βαθύτερες] συνέπειες της επενέργειας τους στη φύση.  Η επενέργεια αυτή καθίσταται τελικά τόσο σημαντική ως προς το βάθος και την κλίμακα της, ώστε καταλαμβάνει ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον στους κόλπους του οποίου διαμορφώθηκε η ανθρωπότητα, δηλαδή ολόκληρη τη Γη, όλο το έδαφος και το υπέδαφος της. Η ανθρωπότητα αποκτά σε τελευταία ανάλυση όλο και πιο πολύ τη δυνατότητα ολοσχερούς καταστροφής της Γης, είτε με πόλεμο, είτε ειρηνικά. Στο βαθμό όμως που η ανθρωπότητα κατέχει μόνο τις άμεσες κοινωνικές συνέπειες της δραστηριότητάς της, η παραγωγική της επενέργεια -όσο αυξάνουν οι δυνατότητές της- καθίσταται όλο και πιο καταστροφική, μέχρι που τίθεται πράγματι υπό απειλή η ίδια η ζωή της ανθρωπότητας. Ωστόσο, στο βαθμό που διαμορφώνονται οι παγκόσμιοι παραγωγικοί δεσμοί και εμβαθύνει η παραγωγική επενέργεια, η καταστροφική επίδραση στην μάνα Γη καθίσταται όλο και πιο σφαιρική, ολόπλευρη. Μόνο με τη μετάβαση στη σχεδιοτελή ανάπτυξη της κοινωνίας οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις απώτερες  κοινωνικές συνέπειες της δραστηριότητάς τους και να κατευθύνουν την παραγωγική ισχύ τους σε ασφαλή για αυτούς πλαίσια. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή αυτή θα είναι τόσο σημαντική και βαθιά, ώστε σταδιακά θα οδηγήσει στο μετασχηματισμό όλης της Γης (του εδάφους και του υπεδάφους της), και κατά συνέπεια, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος της ανθρωπότητας, το οποίο δεν θα είναι πλέον φυσικό, αλλά τεχνητό.

Η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας για τη δημιουργία τεχνητού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της αυτοματοποίησης και της δημιουργίας τεχνητών υλικών σημαίνουν ότι θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την έξοδο της ανθρωπότητας από τα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος της, για την υπέρβαση των ορίων του αποκλειστικά γήινου πολιτισμού και τη μετάβαση στο διαστημικό πολιτισμό.

Η αναγκαιότητα της μετάβασης στον διαστημικό πολιτισμό υπαγορεύεται μεταξύ άλλων και από τα όρια των αποθεμάτων φυσικών πρώτων υλών [πόρων] για την παραγωγή, χώρου για την εγκατάσταση της παραγωγής και του πληθυσμού (κατά τη γνώμη μας η δημιουργία αφθονίας υλικών αγαθών θα επιφέρει μια νέα δημογραφική έκρηξη).

Δεν είναι μόνο τα μέσα της παραγωγικής επενέργειας στη φύση και τα χρησιμοποιούμενα στην παραγωγή υλικά που αναπτύσσονται ελικοειδώς, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος, η θέση, ο ρόλος και η σημασία του στην παραγωγική σχέση προς τη φύση. Από την αρχή η εργασία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της εμφάνισης και της περαιτέρω ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Όμως στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υπερτερεί η παραγωγή αλλά η άγρα [ο εκπορισμός] έτοιμων αγαθών. Αντίστοιχα και οι άνθρωποι -από τη σκοπιά της δραστηριότητας που υπερτερεί- δεν είναι παραγωγοί αλλά «[τροφο-]συλλέκτες». Αντίστοιχα οι «τεχνικές» και οι δεξιότητες τους είναι κατ’ εξοχήν «τεχνικές» και δεξιότητες που αφορούν τη χρησιμοποίηση μέσων επενέργειας (δημιουργημένων είτε που έχουν βρεθεί σε έτοιμη μορφή στη φύση) μέσα στη διαδικασία της άγρας, οι δε γνώσεις τους [απορρέουν] κατ’ εξοχήν από την άμεση παρατήρηση. Δεδομένου ότι η άγρα με τη βοήθεια μέσων επενέργειας, δεδομένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση είτε δημιουργημένων από την εργασία, αποτελεί ανηρημένη ζωώδη σχέση προς τη φύση, έπεται ότι και στη συνείδηση των ανθρώπων υπερτερεί η συνειδητοποίηση της ζωώδους σχέσης προς τη φύση, δηλαδή η συνείδηση της ζωντανής συγκεκριμένης συνάφειας με ό,τι τους περιβάλλει και των μεταξύ τους δεσμών. Με τη μετάβαση στην υπεροχή της παραγωγής [στην παράγουσα οικονομία] οι άνθρωποι καθίστανται κατά μείζονα κλίμακα  παραγωγοί. Όμως εντός της  παραγωγής, για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα, βασικά μέσα παραγωγής παραμένουν τα μέσα παραγωγής που έχουν προκύψει με φυσικό τρόπο: η γη και τα ζώα. Απ’ εδώ απορρέει και η παρατεταμένη επικράτηση της άμεσης σχέσης προς τη φύση: ο ίδιος ο παραγωγός προβάλλει κατ’ εξοχήν είτε σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ο ίδιος ο παραγωγός, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, δεν έχει ακόμα αποχωριστεί από τα μέσα παραγωγής, αποτελεί και ο ίδιος μέσο παραγωγής. Ο διαχωρισμός μέσων παραγωγής και παραγωγών, η διάκριση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, πραγματοποιείται στο βαθμό που αναπτύσσονται και διαδίδονται δημιουργημένα από την εργασία μέσα παραγωγής. Μεταξύ των δημιουργημένων από την εργασία μέσων παραγωγής αρχικά υπερτερούν τα μέσα εργασίας, τα οποία τίθενται σε λειτουργία από την ατομική χειρωνακτική εργασία.

Η έναρξη της διείσδυσης στην ουσία διαδικασιών και φαινομένων, αντιστοιχεί στην διάδοση της ατομικής χειρωνακτικής εργασίας (με, είτε χωρίς καταμερισμό εργασίας). Ωστόσο, [η διείσδυση αυτή] συνειδητοποιείται με τη μορφή του μοναδιαίου, είτε του ειδικού, δηλαδή με μορφή που αντιφάσκει της ουσίας. Ωστόσο, στο βαθμό που καταβάλλονται προσπάθειες για τη διάγνωση της ουσίας σε καθαρή μορφή, η γνώση αυτή υπάρχει ως εικασία, περιπεπλεγμένη με αρκετή δόση φαντασίας.

Στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας, αναπτύσσεται σε τελευταία ανάλυση το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, καθώς και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης και μάλιστα παραγωγική σημασία έχει [εδώ] η εμπειρική και όχι η θεωρητική γνώση.

Με την ανάπτυξη της παραγωγής με μηχανές και τη μετατροπή της σε αποφασιστικό είδος της παραγωγής, επικρατέστερη καθίσταται η μηχανική εργασία, [η φυσική εργασία] για τη χρησιμοποίηση των μηχανών. Εν τω μεταξύ η τελειοποίηση, πολλώ δε μάλλον η δημιουργία μηχανών απαιτεί, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, όχι μόνο εμπειρικές αλλά και θεωρητικές γνώσεις (η ίδια η εμπειρία σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό κατευθύνεται από τη θεωρία και μετατρέπεται σε πείραμα). Η θεωρητική και η πειραματική γνώση αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία. Η μηχανική παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την υπέρβαση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης και γνωστικής διαδικασίας. Ωστόσο, το έδαφος αυτό ετοιμάζεται πλήρως με την ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση, κατά την οποία, η εργασία που αφορά την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής, αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής χρησιμοποίησης μηχανών.

Με την ανάπτυξη της απλής μηχανικής παραγωγής και στη συνέχεια της αυτοματοποιημένης παραγωγής, αναπτύσσεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας.

Η ιστορική ανάπτυξη του χαρακτήρα της εργασίας εκτυλίσσεται με ελικοειδή μορφή: από την εργασία που είχε συλλογικό χαρακτήρα -ο οποίος ανέκυψε με φυσικό τρόπο- στην εκτόπιση αυτού του χαρακτήρα, στην ανάπτυξη της ατομικής χειρωνακτικής εργασίας και από αυτήν στον καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Από τη διαδικασία λήψης αντικειμένων κατανάλωσης, κατά την οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν άμεση παρατήρηση, στη διείσδυση στην ουσία των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών, στη διάκριση της ουσίας σε καθαρή μορφή, στη θεωρία και στην εμπειρία η οποία βασίζεται στη χρησιμοποίηση της θεωρίας (στο πείραμα), στην επιστήμη ως παραγωγική δύναμη. Από τη δραστηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με τη βοήθεια οργάνων του σώματος) κατά κύριο λόγο δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής, προς την επικράτηση της εργασίας για τη χρησιμοποίηση δημιουργημένων μέσων παραγωγής και από αυτήν, στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία αυτενεργών μέσων παραγωγής.

 Με ελικοειδή τρόπο αναπτύσσονταν επίσης και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η ανάπτυξη προχώρησε από τους συλλογικούς δεσμούς φυσικής προέλευσης, προς τη διάλυση αυτών των δεσμών, προς τη διάκριση των ανθρώπων από τις τέτοιου είδους ομάδες και τη διαμόρφωση δεσμών μεμονωμένων ατόμων, ενοποιημένων από το γεγονός ότι όλοι οι υπόλοιποι προβάλλουν για το άτομο μόνον ως μέσο για την υποστήριξη της δικής του ύπαρξης και από αυτούς τους δεσμούς, στους αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων. Εν τω μεταξύ, ενώ οι αφετηριακές συλλογικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και αποκομμένες η μία απ’ την άλλη, στο τέλος αυτής της σπείρας της έλικας, συλλογική ομάδα [κολεκτίβα] θα είναι ολόκληρη η ενοποιημένη ανθρωπότητα. Αναγκαία ενδιάμεση φάση καθ’ οδόν προς αυτήν την παγκόσμια ενοποίηση των ανθρώπων συνιστά ο διαχωρισμός τους. Αυτή η αλλαγή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων εδράζεται στην ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής στη βάση και στην ενότητά τους με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων: από την ιδιοκτησία του γένους και της φυλής, από την κοινοτική ιδιοκτησία στην ιδιωτική ιδιοκτησία και από αυτήν στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αρχικά υπάρχει άμεση ταύτιση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για μιαν απόλυτη ταύτιση. Μεταξύ τους υπάρχουν διαφορές από την εμφάνιση κιόλας του ανθρώπου. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, όλο και περισσότερο προβάλλει σε πρώτο πλάνο η ουσιώδης διαφορά μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου [της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας] δεν εξαλείφεται πλήρως η άμεση ταύτιση τους. Στους προκεφαλαιοκρατικούς ανταγωνιστικούς σχηματισμούς, αυτό είναι κατά τη γνώμη μας δεδομένο με σαφή και εξόφθαλμο τρόπο: ο δούλος και εν μέρει ο φεουδαρχικά εξαρτημένος αγρότης ταυτίζονται με τα μέσα παραγωγής. Επί κεφαλαιοκρατίας η άμεση ταύτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής έχει σχεδόν εξαλειφθεί.                  Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να διατηρείται σε λανθάνουσα μορφή: η εργασιακή δύναμη είναι ένα πράγμα, το οποίο υπόκειται σε αγοραπωλησία, δηλαδή, εντός αυτής της σχέσης, εξισώνεται με τα μέσα παραγωγής.        

Επί κομμουνισμού επέρχεται εκ νέου αποκατάσταση της ταύτισης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται όμως εδώ για μια διαφορετική ταύτιση που εδράζεται σε νέα βάση: ο άνθρωπος απελευθερώνεται σταδιακά από την άμεση εργασία που αφορά τη χρησιμοποίηση των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγικής επενέργειας στη φύση.

Όπως επισημάναμε, οι σχέσεις παραγωγής αλλάζουν, σε συνδυασμό με τις παραγωγικές δυνάμεις. Σε αντιστοιχία με αυτή την αλλαγή αλλάζουν και οι υπόλοιπες σφαίρες της ζωής της κοινωνίας: στην πρωτόγονη κοινωνία όλες οι σφαίρες της ζωής της κοινωνίας βρίσκονταν ακόμη σε μια σχέση άμεσης ταύτισης, κατά την περίοδο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας δρομολογείται μια ολοένα βαθύτερη και αύξουσα διαδικασία διαμελισμού και απομόνωσης διαφόρων σφαιρών της ζωής της κοινωνίας, ενώ κατά το στάδιο της ωριμότητας, στην κομμουνιστική κοινωνία επέρχεται μια κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στο αφετηριακό σημείο. Ωστόσο, η επιστροφή αυτή εδράζεται σε νέα βάση: εκείνες οι μορφές και οι σφαίρες της κοινωνικής ζωής που έχουν γεννηθεί από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, μετασχηματίζονται και εξαφανίζονται, ενώ οι υπόλοιπες μετασχηματιζόμενες, όλο και περισσότερο προχωρούν σε αμοιβαία αλληλοδιείσδυση.  Η αύξουσα σχετική αυτοτέλεια των μορφών του εποικοδομήματος και των μορφών της κοινωνικής συνείδησης είναι χαρακτηριστική για το στάδιο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Χαρακτηριστική της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαδικασία που κατατείνει στο αντίθετο: στην άρση της απομόνωσης [του κατακερματισμού] με διατηρούμενους, ενισχυόμενους και αναπτυσσόμενους τους μεταξύ τους δεσμούς. 

Ο κομμουνισμός (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης φάσης του) είναι η αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας, ως επιστέγασμα της ανάπτυξης, ως άρνηση της άρνησης της προγενέστερης ιστορίας.

Ο κομμουνισμός είναι ο νέος τύπος ανάπτυξης της ανθρωπότητας, ο οποίος, όταν φτάσει στην ωριμότητα του θα έχει, κατά τα φαινόμενα, και ο ίδιος διάφορα στάδια ανάπτυξης. Μόνον η κομμουνιστική, η αυθεντικά ενοποιημένη ανθρωπότητα θα είναι σε θέση να αποτρέψει τελειωτικά την απειλή της εμπόλεμης εξόντωσης της και της θανάτωσης της από τις [ανεξέλεγκτες] παράπλευρες επιπτώσεις της παραγωγής, να κατευθύνει ορθολογικά την ανάπτυξη των ατόμων (συμπεριλαμβανομένης και της τελειοποίησης της βιολογικής τους φύσης), της κοινωνίας, να μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες της ολόκληρη τη Γη και τον εγγύς της Γης χώρο, να εγκατασταθεί οριστικά έξω από τα όρια της Γης, να περάσει ολοκληρωτικά στον διαστημικό πολιτισμό, διατηρώντας τη Γη ως Μέκκα του διαστημικού τουρισμού.



* Βλ. και 266, σελ. 17-18. – σ.τ.μ.

** Στο ίδιο, σελ. 161. – σ.τ.μ.

* Αυτή η επισήμανση είναι ιδιαίτερα σημαντική από την άποψη των δυνατοτήτων κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις χώρες που επικράτησαν «πρώιμες» σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Βλ. και  – σ.τ.μ.

1 Στο εξής υπό τον όρο «μηχανική παραγωγή» εννοείται η «μη αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή».

* Βλ το λήμμα «αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας» στο 279. – σ.τ.μ.

** Βλ. το λήμμα «αντίθεση πόλης (άστεως) και υπαίθρου» στο 279. – σ.τ.μ.

***Για τα επίπεδα αυτοματοποίησης της παραγωγής βλ. και: 287. – σ.τ.μ.

 

2 Σε μερικές αρχικές βαθμίδες της η αυτοματοποίηση οδηγεί ακόμα και σε αύξηση του μεριδίου της χαμηλά ειδικευμένης εργασίας.

* Ανάλυση της ιστορικής εμπειρίας αυτού του τύπου ταλαντεύσεων και της τελικής επικράτησης της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης βλ. στα: 248, 250, 278, 289 και 294.

Από τη δεκαετία του 1990 ο Β.Α. Βαζιούλιν αναπτύσσει και διακριβώνει περαιτέρω την προσέγγισή του, διανοίγοντας νέα προοπτική ερευνών. Διακρίνονται δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των «πρώιμων επαναστάσεων» σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλους τους κινδύνους ήττας, κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης κλπ.....). Η αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση που επικράτησαν στην τέως ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες στις οποίες είχαν ξεσπάσει νικηφόρες  πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δεν είναι τυχαία γεγονότα ή «καρκινώματα» της ιστορίας. Αποτελούν αναγκαία και νομοτελή (όχι αναπόφευκτη) στιγμή αυτού του σταδίου. Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδί­ου, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», με τις οποίες και θα εκλείψει η κεφαλαιοκρατία, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας.

Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός». Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου σοσιαλισμού: α) ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (νικηφόρες πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής εργασίας κ.ο.κ.) και β) ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επαπειλούμενοι πόλεμοι –Β΄ Παγκόσμιος, «Ψυχρός Πόλεμος», πληθώρα τοπικών «θερμών»- βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» της κοινωνίας, βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό, κ.ο.κ.).

Αντίστοιχα δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου.

Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών (πολλώ μάλλον δε, του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, και των ενισχυόμενων και προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του εξαρτημένου κόσμου, διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική  προοπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πορεία της ως ενεργού πραγματικότητας. Ακόμα και στο επίπεδο του αστικού κοινού νου, το ρήγμα αυτό της ιστορίας βρίσκει την περιγραφική έκφρασή του. Υπάρχουν πλέον τρεις κόσμοι: ο «Πρώτος», ο «Δεύτερος» και ο «Τρίτος». Η πορεία του τελευταίου γίνεται μείζον ιστορικό διακύβευμα. Περίπλοκα συστήματα αλληλεπιδράσεων προκύπτουν στο εσωτερικό του καθ’ ενός τους και μεταξύ τους. Εδώ δεν πρόκειται για μια ποσοτική, εκτατική – γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά αμετάβλητης κεφαλαιοκρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια αλλαγή του πεδίου εκτατικής ανάπτυξης που οδηγεί αναπόδραστα σε εντατικές αναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα (βλ. π.χ. την μετάβαση από την αποικιοκρατία στις νεοαποικιοκρατικές μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης, την μετάβαση στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, το «κοινωνικό κράτος», κ.ο.κ.).

Η θεωρητική εξέταση οφείλει να αναδείξει την ιστορική δυναμική της αλληλεπίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σοσιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων υπό το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης.  – σ.τ.μ.

 

 

 

3 Συγκαταλέγουμε αυτά τα είδη τόσο στη φυσική, όσο και στην πνευματική αγωγή [πολιτισμό], διότι π.χ. το κυνήγι [παραστάσεων] με συσκευή μαγνητοσκόπησης, είτε η επίσκεψη μουσείων – κατά τη διάρκεια τουριστικής περιήγησης μάλλον δεν μπορεί να αποκαλείται μόνο φυσική αγωγή.

[1] Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας που έχει διανύσει η ανθρωπότητα υπερτερεί η μηχανική παραγωγή, η χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν (όμως κάθε άλλο παρά αποκλειστικά) της μηχανικής μορφής κίνησης, αν και από τα πρώτα κιόλας στάδια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται και άλλες μορφές κίνησης της ύλης (αυτό μαρτυρεί π.χ. η φωτιά). Η επικράτηση της χρησιμοποίησης της μηχανικής παραγωγής φέρει τη σφραγίδα της προέλευσης του ανθρώπου από τον ζωικό κόσμο (το χέρι αποτελεί όργανο μηχανικής μετατόπισης). Η εργασία με όλα τα συστατικά της διαμορφωνόταν κατά τη χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν της μηχανικής μορφής κίνησης. Ως προς την ουσία της, η χειρωνακτική εργασία έχει προσαρμοστεί στη μηχανική δραστηριότητα. Με βάση τις ήδη υπάρχουσες τάσεις, μπορεί να πει κανείς ότι στο μέλλον όλο και μεγαλύτερο ρόλο θα αποκτά ο μετασχηματισμός διαδικασιών (στη μηχανική παραγωγή μετασχηματίζονται κυρίως πράγματα), ότι ολοένα και μεγαλύτερη σημασία θα αποκτούν οι παραγωγές που βασίζονται στη χρησιμοποίηση πιο ανεπτυγμένων από τη μηχανική μορφών κίνησης. Σε τελική ανάλυση η παραγωγή, κατά τη γνώμη μας, θα καταστεί κατ’ εξοχήν βιολογική.

[Αλλού ο συγγραφέας συνεχίζει αυτή τη σκέψη: «Η βιοτεχνολογία ήδη συνιστά έναν από τους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής με τις μεγαλύτερες προοπτικές. Η μετάβαση όμως στη βιοπαραγωγή, θα σημάνει ότι θα περιέλθει στην κυριότητα των ανθρώπων η φύση ολόκληρου του έμβιου κόσμου (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου ως βιολογικού όντος). Ως εκ τούτου, ανακύπτουν δύο εναλλακτικές δυνατότητες: 1. Η δυνατότητα κατάκτησης των βιολογικών νομοτελειών (αναφορικά με τον άνθρωπο — η δυνατότητα εξάλειψης νοσημάτων και παράτασης της ζωής του ανθρώπου, εναρμόνισής του ως βιολογικού όντος) και ταυτοχρόνως, 2. η δυνατότητα υπονόμευσης των όρων ύπαρξης [του είναι] της ανθρωπότητας ως συνόλου βιολογικών όντων. Η παρέμβαση στην βιολογική φύση του ανθρώπου εγκυμονεί μια προοπτική αυτοκτονίας για την ανθρωπότητα. Εδώ παρατηρείται επίσης μια σπείρα της έλικος: από την «δημιουργία» του ανθρώπου (ως βιολογικού όντος) από την φύση προς την βιολογική αυτοδημιουργία (που εμπεριέχει την ικανότητα αυτοκαταστροφής) του ανθρώπου». Βλ. και 239, 247. – σ.τ.μ.].