ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η διαμόρφωση της ανθρώπινης
κοινωνίας
Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας ο τρόπος παραγωγής υλικών αγαθών που έχει ανακύψει διαμορφώνεται και μετασχηματίζει την κληροδοτημένη φυσική βάση. Φυσικά, ήδη από μόνη της η πρωταρχική εμφάνισή του αποτέλεσε ταυτοχρόνως και ορισμένο μετασχηματισμό της φυσικής βάσης. Κατά το προηγούμενο στάδιο ανέκυψαν και τα βασικά συστατικά στοιχεία της εργασίας, των παραγωγικών δυνάμεων, ανέκυψαν οι σχέσεις παραγωγής. Τότε σε τι συνίστατο η ιδιαιτερότητα της διαμόρφωσης του τρόπου παραγωγής υλικών αγαθών και του μετασχηματισμού της βάσης που κληροδοτήθηκε από τη φύση κατά τη βαθμίδα της διαμόρφωσης;
Το στάδιο της διαμόρφωσης περιλαμβάνει τις δουλοκτητικές, τις φεουδαρχικές και τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες.
Εάν κατά το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης υπερτερούσαν οι φυσικοί δεσμοί, οι φυσικοί όροι, ενώ ο τρόπος παραγωγής, οι κοινωνικές πηγές της ανάπτυξης ενέκυπταν ως άγων μεν πλην όμως μη κυρίαρχος συντελεστής [παράγων] ανάπτυξης, κατά το στάδιο της διαμόρφωσης πραγματοποιείται η βαθμιαία μετατροπή αυτού του άγοντα συντελεστή σε κυρίαρχο. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της διαμόρφωσης, η κληροδοτηθείσα από την προκοινωνική ανάπτυξη φυσική βάση δεν μετασχηματίζεται ακόμα πλήρως από την κοινωνική ανάπτυξη. [Και μάλιστα] όσο πλησιέστερα [βρισκόμαστε] στην αρχή του εν λόγω σταδίου, τόσο λιγότερο είναι μετασχηματισμένη η κληροδοτηθείσα βάση από την κοινωνική ανάπτυξη. Και αντιστρόφως: όσο πλησιέστερα [βρισκόμαστε] στο τέλος του εν λόγω σταδίου, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό εντάσσεται η φυσική βάση -σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή- στην κοινωνική ανάπτυξη υπό την ιδιότητα μίας στιγμής της.
Ήδη από τις απαρχές του σταδίου της διαμόρφωσης, η δράση του τρόπου παραγωγής υπό την ιδιότητα του άγοντα συντελεστή της ανάπτυξης της κοινωνίας, εν γένει και εν συνόλω (δηλ. από την άποψη της ιστορίας ολόκληρης της ανθρωπότητας), έπαψε να εξαρτάται από τυχαίες συνθήκες και κατέστη ως επί το πλείστον αναγκαία.
Η διαδικασία διαμόρφωσης της κοινωνίας από την άποψη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.1 Η περίοδος της διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων (σε αντιδιαστολή με την πρωταρχική τους εμφάνιση), εάν έχουμε υπ’ όψιν το προϊόν της παραγωγής, αρχίζει από εκείνη τη βαθμίδα, κατά την οποία το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων επιτρέπει την παραγωγή ενός σταθερού πλεονάσματος, υπεράνω του εντελώς απαραίτητου για τη διατήρηση της φυσικής, της βιολογικής ύπαρξης και εξακολουθεί μέχρι να επιτευχθεί εκείνο το επίπεδο, κατά το οποίο καθίσταται εφικτή η παραγωγή μιας αφθονίας υλικών αγαθών. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του σταδίου υπάρχει η εξής αντίφαση. Αφ’ ενός μεν, η παραγωγή ήδη υπάρχει, αναπτύσσεται, τα μέσα [οι πόροι] προς το ζην κατά βάση δεν αγρεύονται, αλλά παράγονται. Αφ’ ετέρου δε τα προς το ζην μέσα δεν επαρκούν για τη βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και καθ’ όλη τη διάρκεια του εν λόγω σταδίου, μεταξύ των ανθρώπων διεξάγεται πάλη για τα μέσα προς το ζην, για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών. Από αυτή την πλευρά, οι άνθρωποι δεν εγείρονται ακόμα υπεράνω του κόσμου των ζώων και από αυτή την άποψη η πάλη τους είναι μια πάλη κοινωνικών ζώων.
Εάν έχουμε υπ’ όψιν τα εργαλεία της εργασίας, της παραγωγής, χαρακτηριστικό του σταδίου της διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων είναι, αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, τα «φυσικά ανακύψαντα μέσα παραγωγής». «Εδώ –γράφουν- προβάλλει η διαφορά μεταξύ εργαλείων παραγωγής, τα οποία ανέκυψαν φυσικά και εργαλείων παραγωγής δημιουργημένων από τον πολιτισμό. Το χωράφι (το νερό κλπ..) μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εργαλείο παραγωγής, το οποίο ανέκυψε φυσικά. Στην πρώτη περίπτωση, επί εργαλείων παραγωγής τα οποία ανέκυψαν φυσικά, τα άτομα υποτάσσονται στη φύση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αυτά υποτάσσονται στο προϊόν της εργασίας» [1,τ.3, σ.65]. *
Εκτός αυτού, στο στάδιο της διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων εντάσσεται επίσης και εκείνη η βαθμίδα ανάπτυξης των «δημιουργημένων, από τον πολιτισμό εργαλείων», δηλ. των παρηγμένων εργαλείων, κατά την οποία αυτά άρχισαν να κατακτούν την κυριαρχία στην παραγωγή, διαδραμάτιζαν ακόμα και το ρόλο των κυρίαρχων, αλλά εδώ αυτή η κυριαρχία δεν τους ανήκει στο ακέραιο, δηλ. η βαθμίδα της ανάπτυξης αυτών των μέσων δεν έφθασε ακόμα στην πλήρη ωριμότητά της.
Η διαμόρφωση των παραγωγικών δυνάμεων αρχίζει μετά την πρωταρχική εμφάνιση των συστατικών τους στοιχείων και ως προς την ουσία της έγκειται στη διαμόρφωση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Κατά το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της κοινωνίας ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας μόλις εμφανίζεται, και μάλιστα -ενόσω κυριαρχεί η άγρευση– υφίσταται κατά βάση ως συγκεκριμένη ταύτιση με τους βιολογικούς δεσμούς των ανθρώπων, με τη φυσική σχέση προς τη φύση.
Η μετάβαση στην κυριαρχία
της παραγωγής (στην πρώιμη κτηνοτροφία και γεωργία) στα σπλάχνα της πρωταρχικής
εμφάνισης της κοινωνίας οδήγησε στη διαμόρφωση μιας αναντιστοιχίας των
παραγωγικών δυνάμεων προς τις υφιστάμενες τότε σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και
σε τελευταία ανάλυση, προοπτικά, στην υπέρβαση των ορίων αυτού του σταδίου.
Ο κοινωνικός
καταμερισμός της εργασίας αντιστοιχεί στο
στάδιο της διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Εδώ ο κοινωνικός χαρακτήρας
της εργασίας υφίσταται μέσω του καταμερισμού, του διαμελισμού του, μπορούμε να
πούμε: μέσω της άρνησής του. Ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας,
ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας από θετικής απόψεως, παρά το
γεγονός ότι ανακύπτει κατά την τελευταία βαθμίδα (υποστάδιο) της διαμόρφωσης
της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν αντιστοιχεί στις σχέσεις παραγωγής αυτού του
υποσταδίου.
Κατά το στάδιο της
διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας υπό την ιδιότητα των
κοινωνικών [παραγωγικών δυνάμεων], υφίσταται ήδη μια διαφορά της ιδιαζόντως
κοινωνικής σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση από τη φυσική τους σχέση προς τη
φύση, και αυτή η διαφορά αναπτύσσεται. Η ιδιαζόντως κοινωνική σχέση προς τη
φύση, αποχωρίζεται όλο και πιο πολύ από τη φυσική σχέση προς τη φύση ενώ όλο
και πιο πολύ μετασχηματίζει την τελευταία. Συνάμα, στα πλαίσια της διασύνδεσης
μεταξύ ιδιότυπα κοινωνικής και φυσικής σχέσης προς τη φύση, αναπτύσσονται οι
προϋποθέσεις της ενότητάς τους, βάσει πλέον της δεσπόζουσας θέσης της
ιδιαζόντως κοινωνικής (και όχι φυσικής) σχέσης προς τη φύση. Η διαμόρφωση του
κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας αρχίζει να ολοκληρώνεται όταν στην κλίμακα
του συνόλου της ανθρωπότητας αρχίζουν να υπερτερούν εντός της παραγωγής διαδικασίες,
στις οποίες οι διάφοροι άνθρωποι λειτουργούν ως στιγμές [συστατικά λειτουργικά στοιχεία] της
ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας. Η δε πλήρης αποπεράτωση της
διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής επέρχεται όταν και εφ’ όσον
τα παρηγμένα μέσα παραγωγής αποκτούν την πλήρη
κυριαρχία και όταν η όλη παραγωγική διαδικασία της ανθρωπότητας καθίσταται
εσωτερικά διαρθρωμένη.
Κατά το στάδιο της
διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων, πραγματοποιείται η μετάβαση από την
επικρατούσα χρήση ανευρεθέντων στη φύση σε έτοιμη μορφή αντικειμένων της
εργασίας, στην επικράτηση της χρήσης τεχνητών αντικειμένων της εργασίας,
αντικειμένων της εργασίας με προδιαγεγραμμένες ιδιότητες.
Κατά το στάδιο της
διαμόρφωσης των παραγωγικών δυνάμεων η ανθρωπότητα αρχίζει να περνά στη σκόπιμη
επενέργεια επί του συνόλου των γήινων φυσικών όρων, επί του συνόλου
του γήινου φυσικού περιβάλλοντος. Τέλος, κατά το στάδιο αυτό διαμορφώνεται ο άνθρωπος ως συνιστώσα της
ιδιαζόντως κοινωνικής παραγωγικής σχέσης προς τη φύση.
Όλες οι προαναφερθείσες
μεταβολές σημαίνουν ότι ο άνθρωπος παρεισφρέει στην ουσία των φυσικών
διαδικασιών, συνεπώς, προϋποθέτουν τη δρομολόγηση της μετάβασης από το καθημερινό εμπειρικό επίπεδο
ανάπτυξης των γνώσεων στη δεσπόζουσα θέση του θεωρητικού [επιπέδου]. Η διαμόρφωση
του ανθρώπου υπό την ιδιότητα της παραγωγικής δύναμης δεν σημαίνει μόνο
πρόσκτηση «εργαλείων, δημιουργημένων από τον πολιτισμό», αλλά και μετατροπή του
σε ένα άτομο θεωρητικά εξοπλισμένο, ικανό για ολόπλευρη δραστηριότητα, η
αναγκαιότητα της οποίας διαμορφώνεται με τη μετάβαση στην κυριαρχία παρηγμένων
μέσων εργασίας (η διάρθρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας καθορίζεται σε αυτό
το στάδιο κατά κύριο λόγο από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας).
Η διαμόρφωση της
κοινωνίας, εάν [υπό αυτό τον όρο]
εννοούμε την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής,
πραγματοποιείται υπό την καθοριστική –σε τελευταία ανάλυση– επίδραση των
διαμορφούμενων παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, η διαμόρφωση των σχέσεων παραγωγής
είναι μια σχετικά αυτοτελής διαδικασία. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι μεν και
κάτι το εξωτερικό έναντι των σχέσεων παραγωγής, αλλά ταυτοχρόνως παραγωγικές
δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής συναπαρτίζουν μιαν εσωτερική ενότητα, τον
κοινωνικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η εσωτερική ενότητα και η «πάλη» τους είναι που
συναπαρτίζουν την εσωτερική πηγή
[κινητήριο δύναμη] αυτοανάπτυξης της
κοινωνίας. Ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής, η εσωτερική πηγή αυτοανάπτυξης
της κοινωνίας, δεν είναι κάτι το αμετάβλητο, [αλλά] διανύει
επίσης ένα στάδιο διαμόρφωσης.
Η ύπαρξη [διαθέσιμων] παρηγμένων
μέσων παραγωγής οροθετεί τις καθαυτό σχέσεις παραγωγής. Η ύπαρξη «εργαλείων
παραγωγής τα οποία ανέκυψαν φυσικά», η υποδούλωση του ανθρώπου στη δράση
φυσικών δυνάμεων δημιουργεί τους όρους για τη διατήρηση της μεν είτε της δε
μορφής φυσικού δεσμού, φυσικής ομαδοποίησης του πληθυσμού των ανθρώπων. Στο
εξής θα τα αποκαλούμε αυτά «ομαδοποιήσεις
[πληθυσμού] οι οποίες ανέκυψαν φυσικά», «δεσμούς οι οποίοι ανέκυψαν φυσικά»,
[«φυσικής προέλευσης δεσμούς»].
Αντιφατικά πραγματοποιείται η ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής κατά
τη βαθμίδα της διαμόρφωσης της κοινωνίας, τόσο από την άποψη [του γεγονότος]
ότι διαμορφώνεται [εδώ] η αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων
παραγωγής, η οποία θα οδηγήσει τελικά στην εξάλειψη αμφότερων των πλευρών αυτής
της αντίφασης, όσο και από την άποψη [του γεγονότος] ότι οι σχέσεις παραγωγής
διαμελίζονται σταδιακά από τους φυσικούς δεσμούς των ανθρώπων, τους υποτάσσουν
και τους αίρουν. Οι καθαυτό σχέσεις παραγωγής μετατρέπονται σταδιακά σε
ολοσχερώς κυρίαρχες έναντι των «φυσικής προέλευσης δεσμών» μεταξύ των ανθρώπων.
Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η πάλη των ανθρώπων για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών [τους] δημιουργούν τους όρους ύπαρξης των τάξεων και της μεταξύ αυτών πάλης. Συνεπώς, το στάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνίας είναι το στάδιο της ανταγωνιστικής ταξικής της ανάπτυξης. Το στάδιο αυτό διαιρείται με τη σειρά του σε μερικά υποστάδια, στα οποία θα αναφερθούμε αργότερα.
Οι σχέσεις παραγωγής είναι
σχετικά αυτοτελείς. Η σχετική αυτοτέλειά τους εκφράζεται με ορισμένη μη
σύμπτωση του σταδίου (καθώς και των υποσταδίων) διαμόρφωσης των παραγωγικών
δυνάμεων και του σταδίου (καθώς και των σταδίων) διαμόρφωσης των σχέσεων
παραγωγής. Αρχικά ανακύπτει το νέο στάδιο (υποστάδιο) παραγωγικών δυνάμεων, το
οποίο αρχίζει να μην αντιστοιχεί στο προηγούμενο στάδιο (υποστάδιο) σχέσεων
παραγωγής και κατά την περαιτέρω ανάπτυξή του έρχεται σε αντίφαση με το παλαιό
στάδιο (υποστάδιο) σχέσεων παραγωγής. Η αντίφαση λύεται είτε με μετάβαση στο
νέο στάδιο (υποστάδιο) σχέσεων παραγωγής, είτε -με την επίτευξη της ωριμότητας-
[με τη μετάβαση] στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ουσιώδη αλλαγή της
ίδιας της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής (συγκεκριμένα,
μέσω της απώθησης του ανθρώπου από τη σφαίρα της άμεσης παραγωγής).
Έτσι, όπως ήδη
διαπιστώσαμε, η παράγουσα βιοποριστική δραστηριότητα διανύει την πρώιμη βαθμίδα
της ήδη κατά το στάδιο της πρωταρχικής ανάπτυξης της κοινωνίας και με την
περαιτέρω ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, αναπτύσσεται η αντίφαση
μεταξύ αυτών και του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος της κοινωνίας. Η επίλυση
αυτής της αντίφασης σηματοδοτεί την μετάβαση στο στάδιο της διαμόρφωσης.
Ανάλογη είναι και η
διαδικασία που εκτυλίσσεται με τις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές
δυνάμεις, οι οποίες υφίστανται καθ’ όλο το στάδιο της διαμόρφωσης της
κοινωνίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις που
αντιστοιχούν στο στάδιο διαμόρφωσης της κοινωνίας αρχίζουν ν’ αναπτύσσονται ήδη
στα σπλάχνα της πρωταρχικής της εμφάνισης, ενώ οι αντίστοιχες του σταδίου της
ωριμότητας της κοινωνίας παραγωγικές δυνάμεις, αρχίζουν να αναπτύσσονται κατά
το στάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνίας.
Η διαμόρφωση της κοινωνίας,
έναντι προπαντός του σταδίου της πρωταρχικής εμφάνισής της, συνιστά την άρνηση
της προγενέστερης ανάπτυξης της κοινωνίας.
Εδώ είναι απαραίτητο να
αναφερθούμε στη σχέση που υπάρχει μεταξύ της προτεινόμενης από εμάς
περιοδολόγησης και των βασικών υφιστάμενων [στη βιβλιογραφία] περιοδολογήσεων.
Στην κατά
[κοινωνικοοικονομικούς] σχηματισμούς διαίρεση της [ιστορίας της] κοινωνίας, δεν
εντοπίζεται ευθέως η ανάπτυξη της κοινωνίας, παρά μόνον επισημαίνεται η
μία ιστορική μορφή παραπλεύρως της άλλης, οι σχηματισμοί παρουσιάζονται ως εξωτερικοί
προς αλλήλους.
Υπάρχει και μια γενικότερου
χαρακτήρα διαίρεση [της ιστορίας] της κοινωνίας: προταξική, ταξική, αταξική. Ως
αφετηριακό [σημείο αναφοράς] για τον ορισμό, λειτουργεί εδώ ένα από τα
στάδια της κοινωνίας – το ταξικό, ενώ τα χαρακτηριστικά των υπολοίπων
παρατίθενται μόνον αρνητικά [αποφατικά] έναντι αυτού. Εδώ επίσης δεν
εντοπίζεται θετικά η ανάπτυξη της κοινωνίας. Εκτός αυτού, η εν λόγω διαίρεση
της ιστορίας διαλαμβάνει μόνο μία από τις πλευρές της ανάπτυξης (αν και αυτή
είναι εξαιρετικά σημαντική). Και τέλος, κατά την υποδιαίρεση της ιστορίας [με κριτήριο
την ύπαρξη] κοινοτικής, ιδιωτικής και κοινωνικής ιδιοκτησίας, διακρίνεται μια
ουσιώδης πλευρά της αναπτυξιακής διαδικασίας και μάλιστα θετικά, ωστόσο, η [εν
λόγω] διαδικασία εξετάζεται μονόπλευρα. Στη δική μας περιοδολόγηση
καταδεικνύεται ευθέως ότι γίνεται λόγος περί των σταδίων ανάπτυξης της
κοινωνίας και η περιοδολόγηση δίδεται από την άποψη της συνολικής ανάπτυξης της
ανθρωπότητας ως ολότητας, δηλ. [εδώ] γίνεται λόγος περί της περιοδολόγησης της
ιστορίας της ανθρωπότητας βάσει του εσωτερικού θεμελίου της [εν λόγω]
αναπτυξιακής διαδικασίας.
Εάν χαρακτηριστικό –κάθε
άλλο παρά πάντοτε σαφές και συνειδητοποιούμενο– των οπαδών της πενταμελούς
[κατά σχηματισμούς] διαίρεσης της ιστορίας, είναι η επιδίωξή τους να έχουν ως
σημείο εκκίνησης το βασικό ζητούμενο της σύγχρονης εποχής, χαρακτηριστικό των
αντιπάλων τους είναι η επιδίωξή τους να έχουν ως σημείο εκκίνησης την ιδιοτυπία
των προκεφαλαικρατικών κοινωνιών και θα λέγαμε επίσης, από την – έστω και ασαφή και μη συνειδητοποιημένη –
επιδίωξη να επισημάνουν μόνο την ομοιότητα της κομμουνιστικής κοινωνίας
(συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης, της σοσιαλιστικής φάσης της) με το
πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα και με τις μεν είτε τις δε μορφές αποσύνθεσής του,
με τα κατάλοιπά του. Ας μας επιτραπεί να προβούμε σε μια τολμηρότερη κρίση,
ωθώντας τις απόψεις τους μέχρι το λογικό τους πέρας, το οποίο μπορεί και να μη
συνειδητοποιείται από τους αντιπάλους της «πεντάδας» [των κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών]. Μπορούμε να πούμε, ότι ως βαθύτερη γνωσιολογική ρίζα αυτών των απόψεων
λειτουργεί η υπερεκτίμηση –σε ακραίες μάλιστα περιπτώσεις η απολυτοποίηση– της
ομοιότητας του κομμουνισμού με το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα ως «πρωτόγονο
κομμουνισμό», με τα κατάλοιπα αυτού του συστήματος που έχουν επιβιώσει.
Ακριβώς όταν εκδηλώνεται
τέτοια υπερεκτίμηση και τέτοια απολυτοποίηση, καθίστανται καθ’ όλα λογικές η
υπερεκτίμηση και –σε ακραίες περιπτώσεις– η απολυτοποίηση των μορφών της
κοινοτικής δομής.
Κατά την άποψή μας ο
βασικός [ο θεμελιώδης] αντικειμενικός σκοπός της σύγχρονης εποχής -η πάλη εναντίον της κεφαλαιοκρατίας, η
άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, η διεξαγωγή της σοσιαλιστικής επανάστασης-
είναι σε τελευταία ανάλυση υπηγμένος στον αντικειμενικό σκοπό [στο
καθήκον] της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Και [αυτός ο σκοπός]
οφείλει πλέον εφεξής να εξετάζεται –όχι μόνο στο πρακτικό - πολιτικό πεδίο αλλά
και στο πεδίο της μεθοδολογίας της ιστορικής έρευνας– εντός της προοπτικής της
διευθέτησης του προβλήματος της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Και ακριβώς υπό το πρίσμα
του σκοπού της οικοδόμησης της
κομμουνιστικής κοινωνίας, εκείνο που
προβάλλει στο προσκήνιο δεν είναι η αντιπαράθεση του κομμουνισμού
μόνο στην κεφαλαιοκρατία, αλλά η διαφορά και η διασύνδεση [η συνάφεια]
του κομμουνισμού με όλη την προγενέστερη ιστορία της ανθρωπότητας ως
προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση η προσοχή
εστιάζεται στην εξής σπείρα της ελικοειδούς ανάπτυξης: πρωτόγονο κοινοτικό
σύστημα - προταξική κοινωνία, πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας –
ανταγωνιστικές, ταξικές κοινωνίες, διαμόρφωση της κοινωνίας, κομμουνισμός –
αταξική κοινωνία, ώριμη ανθρώπινη κοινωνία. Συνεπώς, η κατά σχηματισμούς
διάρθρωση* της ιστορίας αποδεικνύεται αναγκαία μεν συνιστώσα, η
οποία όμως υπάγεται σε μια γενικότερη διάρθρωση της ιστορίας.
Αυτή την [τελευταία]
διάρθρωση θα την αποκαλούσαμε διάρθρωση [περιοδολόγηση] βάσει των τύπων
της ιστορικής διαδικασίας.
Οι τύποι της ιστορικής
διαδικασίας είναι τμήματα μιας ελικοειδούς κίνησης. Ο κομμουνισμός πρεσβεύει
μόνο τρόπον τινά επιστροφή στο
πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, επιστροφή σε νέα βάση και σε μετασχηματισμένη
μορφή.
Εν τω μεταξύ οι αντίπαλοι
των οπαδών της πενταμελούς διάρθρωσης της ιστορίας της ανθρωπότητας ορμώνται –
έστω με ασάφεια και μη συνειδητοποιώντας το – από μιαν αντίληψη περί ιστορίας
ως κυκλικής [περιφοράς]. Και μάλιστα, εάν αυτή η αντίληψη εφαρμοσθεί με
συνέπεια, σημαίνει πλήρη ταύτιση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, της
κοινοτικής δομής με τον κομμουνισμό.
Η διαμόρφωση της κοινωνίας ως τμήμα [τόξο] σπείρας της έλικος της ιστορίας της ανθρωπότητας, συνιστά μια διαδικασία υπέρβασης, άρνησης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος. Αλλά η άρνηση κάποιου τινός υφίσταται μόνο μέχρις ότου, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, εντός της μεν είτε της δε σχέσης, διατηρείται εκείνο το οποίο τελεί υπό άρνηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμόρφωσης δεν έχει θέση μόνον η άρνηση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, αλλά και –σε ποικίλους βαθμούς, σε ποικίλες σχέσεις και μορφές– η διατήρηση κατάλοιπων, επιβιώσεων του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος. Εκτός αυτού, η άρνηση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος από το σύστημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν συνιστά μόνο μίαν άρνηση, αλλά και κατάφαση, δηλ. [θετική] δημιουργία στα πλαίσια αυτής της άρνησης των προϋποθέσεων για την άρση του, για την εγκαθίδρυση πλέον όχι της ιδιοκτησίας της κοινότητας των γενών, ούτε και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά της κοινωνικής ιδιοκτησίας, των προϋποθέσεων του κομμουνισμού.
Τα όποια εγχειρήματα [υπό]
διαίρεσης της ιστορίας των προκεφαλαιοκρατικών κοινωνιών βάσει των μορφών της
κοινοτικής δομής, σημαίνουν ότι προτάσσεται εκείνο που εκλείπει. Η
[υπό-]διαίρεση της ιστορίας των ανταγωνιστικών κοινωνιών βάσει των μορφών της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας, σημαίνει ότι [εδώ] προτάσσεται εκείνο το οποίο συνιστά την
άρνηση της πρωτόγονης κοινότητας, της κοινοτικής δομής.
Εάν όμως εκκινούμε από το
γεγονός ότι κομμουνισμός είναι η [πραγματική] ιστορία της ανθρωπότητας, ενιαία
με όλη την προγενέστερη ιστορία και διαφορετική από αυτήν (ως προϊστορία), εάν
εκκινούμε από το πρόταγμα της οικοδόμησης του κομμουνισμού ως το κύριο
ζητούμενο, τότε πρέπει να διαρθρωθεί το στάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνίας σε
τέτοιες βαθμίδες, στις διαφορές [μεταξύ] των οποίων θα λαμβάνονται υπ’ όψιν αμφότερες
οι πλευρές: και η διατήρηση των μεν είτε των δε μορφών, σχέσεων κλπ.., του
πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, και η άρνηση του πρωτόγονου κοινοτικού
συστήματος από το σύστημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Οι βαθμίδες διαμόρφωσης
κάτι τινός καθορίζονται, σύμφωνα με την ίδια τη φύση της διαδικασίας της διαμόρφωσης,
προπαντός και κατά κύριο λόγο από το τι
[είναι αυτό που] διαμορφώνεται. Αυτό το οποίο διαμορφώνεται καθορίζει
και εκείνο το οποίο δεν εκλείπει, αλλά διατηρείται από την προγενέστερη
ανάπτυξη. Γι’ αυτό με την εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως ειδικού
συνόλου σχέσεων παραγωγής), με τη δράση της υπό την ιδιότητα του άγοντος
συντελεστή της ανάπτυξης, η διάρθρωση της ιστορίας πρέπει να πραγματοποιείται
κατά κύριο λόγο βάσει των ιστορικών μορφών της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο διατηρούνται εδώ επιβιώσεις της πρωτόγονης
κοινοτικής δομής.
Ως προς την ίδια την ουσία
της διαδικασίας διαμόρφωσης, εκείνο το οποίο βρίσκεται υπό διαμόρφωση
μόνο προς το τέλος της διαδικασίας ολοκληρώνει την υπέρβαση της κληροδοτηθείσης
[από το παρελθόν] βάσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμόρφωσης, εκείνο
που βρίσκεται υπό διαμόρφωση δεν υφίσταται επί της δικής του, αλλά επί
ξένης, κληροδοτηθείσης βάσης. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις ιστορικές μορφές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας: υφίστανται
επί ξένης βάσης, επί μίας βάσης η οποία έχει κληροδοτηθεί από το πρωτόγονο
κοινοτικό σύστημα. Μόνο στο τέλος του σταδίου της διαμόρφωσης ολοκληρώνεται η
υπέρβαση της κληροδοτηθείσης απ’ το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα βάσης και
ολοκληρώνεται ο σχηματισμός μίας βάσης αντίστοιχης των σχέσεων της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας. Πλήρης επικράτηση των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επέρχεται
μόνο κατά το στάδιο της ολοκλήρωσης της διαμόρφωσης, δηλ. επί κεφαλαιοκρατίας.
Κάθε διαδικασία διαμόρφωσης
υποδιαιρείται κατά τη γνώμη μας σε τρία στάδια ή περιόδους: 1) αρχική περίοδος
διαμόρφωσης, μετασχηματισμού της κληροδοτηθείσης βάσης 2) εμφάνιση της
αντίστοιχης [του υπό διαμόρφωση οργανικού όλου] νέας βάσης 3) ολοκλήρωση της
διαμόρφωσης της αντίστοιχης [του οργανικού όλου] νέας βάσης. Φερ’ ειπείν, η
διαδικασία διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας έχει ως εξής: 1) η περίοδος της
μανουφακτούρας [βιοτεχνική περίοδος] (η περίοδος της οικιακής κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής) 2) η μετάβαση στη μεγάλη βιομηχανία, στην παραγωγή με μηχανές (κατά
την περίοδο αυτής της μετάβασης, οι ίδιες οι μηχανές δημιουργούνταν ακόμα κατά
βιοτεχνικό, χειροτεχνικό τρόπο) 3) η ολοκλήρωση της μετάβασης, η περίοδος της
καθ’ εαυτώ μεγάλης βιομηχανίας (κατά την περίοδο αυτή υπερτερεί πλέον η
παραγωγή μηχανών μέσω μηχανών [η εκμηχανισμένη μηχανουργία]).
Κατά την περίοδο
διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας οφείλουν κατά την άποψή μας να διακριθούν
τρεις περίοδοι:
1. Η αρχική περίοδος
διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Εδώ εντάσσεται ο δουλοκτητικός
κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Η ιδιωτική ιδιοκτησία έχει πλέον εμφανισθεί,
αλλά εν γένει και εν συνόλω υφίσταται και αναπτύσσεται επάνω στη βάση μέσων
παραγωγής φυσικής προέλευσης2, στη
βάση μιας άμεσης σχέσης των ανθρώπων προς τους όρους της παραγωγής και προς
αλλήλους, μίας σχέσης που κληροδοτήθηκε από το προγενέστερο στάδιο. Η ιδιωτική
ιδιοκτησία εξακολουθεί να υπάγεται στην κοινότητα του γένους, στην κοινοτική
ιδιοκτησία επί της γης.
Γι’ αυτό και στις δουλοκτητικές
κοινωνίες η δουλική εργασία μπορεί να υπερτερεί ποσοτικώς έναντι της κοινοτικής
εργασίας μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις.
2. Η περίοδος της μετάβασης
σε μια βάση αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι η φεουδαρχία.
Χαρακτηριστικό ακριβώς του φεουδαρχικού κοινωνικό-οικονομικού σχηματισμού είναι
το γεγονός ότι υπερτερεί η ιδιωτική ιδιοκτησία επί της γης, δηλ. επί
ενός φυσικής προέλευσης μέσου
παραγωγής. Συνεπώς, η ιδιωτική ιδιοκτησία εξακολουθεί να υφίσταται επί μη
αντίστοιχης εαυτής βάσης.
Σε τι συνίσταται όμως η
μετάβαση στην αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάση; Τα σιδηρά εργαλεία
εμφανίζονται και αρχίζουν να διαδίδονται ήδη πριν από τη φεουδαρχία. Ωστόσο,
αντίστοιχες της γεωργίας που εδράζεται στην ευρείας κλίμακας χρήση σιδηρών εργαλείων
και μάλιστα ως κύριο είδος παραγωγής, είναι ακριβώς οι φεουδαρχικές σχέσεις
παραγωγής.
Στον δουλοκτητικό
κοινωνικό–οικονομικό σχηματισμό η γεωργία εφαρμοζόταν κατ’ εξοχήν στις μαλακές
γαίες και μπορούσε να διεξάγεται κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια λίθινων
εργαλείων. Ωστόσο, εάν ο λίθος είναι ως προς τη φύση του ένα υλικό το οποίο
προσφέρεται για αρκούντως ευρεία χρήση (ως μέσα εργασίας) χωρίς προκαταρκτική
επεξεργασία, ο σίδηρος είναι ως προς τη φύση του τέτοιο υλικό το οποίο κατά την
κατά το μάλλον ή ήττον ευρεία χρήση του υπό την ιδιότητα των μέσων εργασίας
προϋποθέτει απαραιτήτως προκαταρτική επεξεργασία.
Στην ευρεία χρήση του λίθου
ως μέσου επενέργειας αντιστοιχεί ο διαχωρισμός της παραγωγής μέσων άγρευσης
από τη χρήση των μέσων άγρευσης (δηλ. από την άγρευση αντικειμένων προς
κατανάλωση με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων άγρευσης). Ο δε διαχωρισμός της
παραγωγής μέσων παραγωγής από την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, ο
οποίος αρχικά ανακύπτει κατά τη χρήση σ’ αυτό το έργο του λίθου, εγείρεται επί
αντίστοιχης εαυτού βάσης μόνο με τη χρήση του σιδήρου (η χρήση του
χαλκού και του ορείχαλκου μπορεί να είναι μόνο ενδιάμεση μεταβατική βαθμίδα
στην πορεία από τη χρήση του λίθου στη χρήση του σιδήρου). Μόνο με τη διάδοση
της χρήσης του σιδήρου υπό την ιδιότητα του υλικού για την κατασκευή μέσων
εργασίας ο διαχωρισμός της παραγωγής μέσων παραγωγής από την παραγωγή
αντικειμένων προς κατανάλωση καθίσταται εσωτερικά αναγκαίος.
Η ευρείας κλίμακας χρήση
επομένως, και η παραγωγή σιδηρών μέσων – αρχικά κατά κύριο λόγο στη
γεωργία – συνιστά τη μετάβαση σε μια βάση αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
3. Η περίοδος της
ολοκλήρωσης του σχηματισμού αντίστοιχης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάσης: η
κεφαλαιοκρατία. Αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάση, κατά τη γνώμη
μας, δεν είναι τα φυσικής προέλευσης, αλλά τα παρηγμένα μέσα
επενέργειας. Οι φεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις (συμπεριλαμβανομένων και των
σχέσεων παραγωγής) είναι αντίστοιχες της βαθμίδας εκείνης, κατά την οποία ο
εσωτερικά αναγκαίος διαχωρισμός της παραγωγής μέσων παραγωγής από την παραγωγή
αντικειμένων προς κατανάλωση είναι [πλέον] γεγονός. Ωστόσο, εδώ πρόκειται περί
ενός διαχωρισμού, εντός του οποίου ο κύριος ρόλος ανήκει στη χρήση μέσων
εργασίας επί της γης (επί ενός φυσικής προέλευσης μορφώματος). Οι
κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις είναι αντίστοιχες ενός τέτοιου εσωτερικά
αναγκαίου διαχωρισμού της παραγωγής μέσων παραγωγής από την παραγωγή
αντικειμένων προς κατανάλωση, όπου τον κύριο ρόλο διαδραματίζει η παραγωγή
μέσων παραγωγής (και όχι η παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση), η χρήση
παρηγμένων μέσων εργασίας επί αντικειμένου της εργασίας, το οποίο έχει ήδη
περάσει μέσα από διαδικασία (είτε διαδικασίες) παραγωγής. Επί κεφαλαιοκρατίας για πρώτη φορά δεσπόζει η ιδιωτική
ιδιοκτησία επί παρηγμένων μέσων
παραγωγής. Η βιομηχανία και όχι η γεωργία γίνεται για πρώτη φορά το
κεφαλαιώδους σημασίας είδος παραγωγής.
Η βιομηχανία ως καθοριστικό είδος παραγωγής στην κλίμακα του συνόλου της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι υποχρεωτικά βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, μεγάλη βιομηχανία. Μέχρι να σχηματισθεί τέτοια βιομηχανία η χειροτεχνία [χειροτεχνική μεταποίηση] μπορεί να καθορίζει ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα μόνον εντός των πλαισίων της μεν είτε της δε ξεχωριστής συσσωμάτωσης πληθυσμού που βρίσκεται υπό εξαιρετικούς όρους.
1. Η αρχική περίοδος
διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο δουλοκτητικός κοινωνικοοικονομικός
σχηματισμός.
Ο δουλοκτητικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, όπως και κάθε στάδιο της παγκόσμιας ιστορικής διαδικασίας, διανύει με τη σειρά του τα εξής υποστάδια: αρχή, πρωταρχική εμφάνιση της ουσίας, διαμόρφωση, ωριμότητα και απονέκρωση [μαρασμός].
Ας εξετάσουμε την ουσία του
δουλοκτητικού σχηματισμού στην κλασσική, ώριμη και «καθαρή» μορφή. Εκείνο που
κυριαρχεί άμεσα είναι η κοινότητα, η κοινοτική δομή, η κοινοτική ιδιοκτησία που
έχουν μεταλλαχθεί υπό την επίδραση της εμφάνισης της ιδιοκτησίας επί των
δούλων. Η σχέση μεταξύ δουλοκτήτη (δουλοκτητών) και δούλου (δούλων), είναι μια
σχέση η οποία δεν έχει ακόμα αποκτήσει διάρθρωση, ενώ έχει εν τω μεταξύ αρχίσει
να διαρθρώνεται.
Πρώτον:
ο δουλοκτήτης ως ιδιοκτήτης του δούλου είναι ιδιοκτήτης του σώματος του δούλου.
Από αυτή την πλευρά ο δούλος προβάλλει υπό την ιδιότητα του αντικειμένου
της ιδιοκτησίας, ενώ οι δουλοκτήτες πρεσβεύουν τα υποκείμενα της ιδιοκτησίας.
Από αυτή την πτυχή [θεωρούμενος] ο δούλος είναι εργαλείο παραγωγής,
ένα από τα μέσα παραγωγής και η σχέση του δουλοκτήτη προς το δούλο συνιστά
παραγωγική σχέση προς τη φύση.
Δεύτερον:
η σχέση μεταξύ δουλοκτήτη και δούλου μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να εξετασθεί
και ως σχέση παραγωγής, η οποία μόλις
έχει αρχίσει να διαχωρίζεται από την
πρώτη [σχέση]*.
Η ιδιοκτησία ως σχέση παραγωγής είναι μια σχέση των υποκειμένων της
ιδιοκτησίας, διαμεσολαβημένη από τα αντικείμενα, τα οποία αποτελούν συστατικά
στοιχεία της παραγωγής. Κατά τη γνώμη μας ο δούλος δεν είναι μόνον αντικείμενο,
αλλά –έστω και σε ανεπαρκώς διακεκριμένη μορφή– είναι και υποκείμενο.
Μαρτυρίες του γεγονότος ότι ο δούλος σε ορισμένο βαθμό δεν είναι μόνον
αντικείμενο αλλά και υποκείμενο, συνιστούν η δυνατότητα υποδούλωσης ελευθέρων
(συμπεριλαμβανομένης και της αυτοεκποίησης υπό την ιδιότητα του δούλου) και η
δυνατότητα να καταστεί ο δούλος απελεύθερος, η δυνατότητα ύπαρξης διαφόρων
βαθμών δουλείας, αλλά και το γεγονός ότι
ο δούλος – όπως και κάθε άνθρωπος – διέθετε βούληση και συνείδηση. Εάν
παραδεχθούμε ότι ο δούλος είναι σε κάποιο βαθμό υποκείμενο (και εξυπακούεται
ότι η εν λόγω παραδοχή είναι βάσιμη), τότε η σχέση μεταξύ δουλοκτήτη και δούλου
αποδεικνύεται ότι είναι επίσης μια σχέση παραγωγής.
Τρίτον:
η ιδιοκτησία του δουλοκτήτη επί του δούλου συνιστά ιδιοκτησία επί του δούλου ως
ενός ειδικού σώματος της φύσης και όχι μόνον ως παραγωγού. Από αυτή την
άποψη ο δεσμός του δουλοκτήτη με τον δούλο εξακολουθεί να παραμένει ένας
φυσικός δεσμός, δεσμός με ένα φυσικό σώμα.
Επομένως,
η σχέση παραγωγής ακόμα εδώ μόλις αρχίζει να διαχωρίζεται από τους φυσικούς
δεσμούς.
Από
τα προαναφερθέντα έπεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της δουλοκτησίας
η σχέση μεταξύ δουλοκτήτη και δούλου
ποτέ δεν μπορεί να συνιστά μόνο σχέση παραγωγής και μάλιστα τέτοιου είδους όπως
η ιδιωτική ιδιοκτησία. Επομένως, δεν μπορεί να δοθεί περιγραφή των
χαρακτηριστικών της μόνο από την άποψη της ανάπτυξης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Κοινοτική
ιδιοκτησία επί των δούλων σημαίνει ότι αυτοί χρησιμοποιούνται στα πλαίσια μίας
«φυσικής προέλευσης πληθυσμιακής ομάδας». Εδώ επίσης, οι σχέσεις παραγωγής
ακόμα δεν έχουν καθ’ όλα διαχωριστεί από τους φυσικούς δεσμούς.
Σε
όλα τα στάδια της δουλοκτητικής κοινωνίας διατηρείται σε σημαντικό βαθμό η
κληροδοτηθείσα από το παρελθόν βάση (παρακάτω θα αναφερθούμε σε αυτήν πιο
συγκεκριμένα), γι’ αυτό και η λύση του προβλήματος της κλασσικής, της ώριμης
μορφής αυτής της κοινωνίας δεν είναι εντελώς ίδια με αυτήν που αφορά την
κεφαλαιοκρατική κοινωνία, όπου η διαμόρφωση της ανθρώπινης ιστορίας διανύει το
στάδιο (είτε το υποστάδιο) της ολοκλήρωσής της.
Η
κατάσταση εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση κατά τα ανώριμα στάδια της
δουλοκτητικής κοινωνίας, εξωτερικά παρουσιάζει ομοιότητες με αυτήν των αγροτών
επί φεουδαρχίας. Ωστόσο, ουσιαστικά, μεταξύ των μεν και των δε υπάρχει ουσιώδης
διαφορά. Χαρακτηριστικό της διαδικασίας του γίγνεσθαι3
της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι η μορφοποίηση
μιας σχέσης προς μέρος των ανθρώπων ως προς αντικείμενα ιδιωτικής
ιδιοκτησίας. Ακριβώς μέσω της μορφοποίησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί
ανθρώπων επιτελείται, κατ’ εξοχήν η ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί
της γης. Και μάλιστα [εδώ], εν γένει και εν συνόλω, η ιδιωτική ιδιοκτησία επί
των ανθρώπων επιτυγχάνει υψηλότερη ανάπτυξη, ενώ η ιδιωτική ιδιοκτησία επί της
γης παραμένει στιγμή υπαγόμενη στην κοινοτική ιδιοκτησία, στις κοινοτικές
σχέσεις. Τουναντίον, χαρακτηριστικό του γίγνεσθαι της φεουδαρχίας είναι
προπαντός η μορφοποίηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης.
Η
ιδιωτική ιδιοκτησία εμφανίζεται με τη μετάβαση στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Σε συνάρτηση με τους φυσικούς όρους βαθμηδόν βασική ασχολία των ανθρώπων
γίνεται είτε η γεωργία, είτε η κτηνοτροφία (εδραία*
είτε ημινομαδική [ημιφερέοικος]), είτε ποικίλοι συνδυασμοί γεωργίας και
κτηνοτροφίας. Οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να παράγουν τα βασικά
αντικείμενα προς κατανάλωση. Η μετάβαση στην παραγωγή των βασικών αντικειμένων
προς κατανάλωση είχε ως αποτέλεσμα την κανονικότητα, τη διάρκεια και τη
σταθερότητα [βιωσιμότητα, αειφορία] της λήψης τους και μάλιστα σε ποσότητες που
υπερέβαιναν το εντελώς απαραίτητο από βιοσυντηρητικής πλευράς επίπεδο. Ανέκυψε
η δυνατότητα οικειοποίησης αυτού του πλεονάσματος – που υπερέβαινε το
εντελώς απαραίτητο από βιοσυντηρητικής πλευράς – εκ μέρους μερίδας
ανθρώπων. Εν τω μεταξύ αυτό [το πλεόνασμα] ήταν ανεπαρκές για την πλήρη και
βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών
αναγκών, γεγονός που προκάλεσε τη διαπάλη μεταξύ των ανθρώπων για την απόκτηση
αντικειμένων προς κατανάλωση. Η κατανόηση της πραγμάτωσης αυτής της
δυνατότητας είναι ανέφικτη εάν
αποκλείσουμε από το πεδίο [της μελέτης μας] τη ζωική προέλευση των ανθρώπων.
Στις αγέλες των πιθήκων, όταν η τροφή είναι περιορισμένη, το καλύτερο μερίδιό
της περιέρχεται προπαντός, στον επικεφαλής της αγέλης, έπονται τα μικρά, τα
πλησίον του επικεφαλής μέλη της αγέλης κλπ... Επί πρωτόγονου κοινοτικού
συστήματος αυτή η «ανισότητα» μετασχηματιζόταν μεν τρόπον τινά (π.χ. ο
επικεφαλής της αγέλης μετεξελισσόταν σε αρχηγό κ.ο.κ.), ωστόσο, δεν εξέλειπε
εντελώς, και όταν εμφανίσθηκε η εν λόγω δυνατότητα, άρχισε να αναπτύσσεται μια
ανισότητα, η οποία δεν ήταν πλέον βιολογική, αγελαία, αλλά κοινωνική.
Οι
εκμεταλλευτικές κοινωνίες ανακύπτουν όταν και όποτε εμφανίζεται η δυνατότητα
σταθερής, περιοδικής [σε τακτά διαστήματα] παραγωγής ενός πλεονάσματος υπεράνω των εντελώς αναγκαίων για τη διατήρηση
της βιολογικής ύπαρξης των μελών της [κοινωνίας] και διατηρούν την ιστορική
δικαίωση της ύπαρξής τους μέχρις ότου καταστεί εφικτή η βέλτιστη
ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, εάν όχι όλων, τουλάχιστον της πλειονότητας
των μελών της κοινωνίας. Όπως είναι φυσικό, η πρώτη ιστορική μορφή
εκμετάλλευσης σχηματίζεται και υπάρχει σε φάση κατά την οποία τα μεγέθη αυτού του
πλεονάσματος είναι ελάχιστα, ενίοτε μάλιστα τείνουν προς το μηδέν. Γι’ αυτό και
η πρώτη μορφή της εκμετάλλευσης αποδεικνύεται τελικά ότι είναι αναπόφευκτα,
πρώτον: η πλέον ωμή μορφή, επί της οποίας υπάρχει η τάση απόσπασης αντικειμένων
προς κατανάλωση ακόμα και σε ποσότητα η οποία υπερβαίνει το προαναφερθέν
πλεόνασμα. Φυσικά, παρόμοιες αποσπάσεις προσιδιάζουν περισσότερο στα αρχικά
στάδια της πρώτης ιστορικής μορφής εκμετάλλευσης και τότε η εκμετάλλευση είναι
συχνότερα τυχαίου, σποραδικού χαρακτήρα (π.χ. ληστεία κατά τη διάρκεια
επιδρομών). Δεύτερον: από ορισμένη άποψη η θέση του υφιστάμενου την
εκμετάλλευση βελτιώνεται εν συγκρίσει με την ύπαρξη των μελών της πρωτόγονης
κοινωνίας, καθ’ ότι με την εδραίωση της πρώτης ιστορικής μορφής αυτής της
κοινωνίας, για τον υφιστάμενο την εκμετάλλευση εξασφαλίζεται ένα σταθερό
ελάχιστο ζωτικών πόρων (η τάση οικειοποίησης και αυτού του ελαχίστου των
ζωτικών πόρων –εάν ληφθεί υπ’ όψιν εν συνόλω ολόκληρη η πρώτη ιστορική μορφή
εκμεταλλευτικής κοινωνίας- δεν συνιστά την επικρατούσα τάση).
Όλα
αυτά αφορούν μάλλον την ποσοτική πλευρά της υπόθεσης. Ωστόσο, θα πρέπει η ίδια
η εν λόγω μορφή, με την ιδιοτυπία της, να εξετασθεί επίσης και από ποιοτικής
πλευράς. Στην κλίμακα της ιστορίας της ανθρωπότητας πρώτη ιστορική μορφή εκμεταλλευτικής
κοινωνίας έγινε κατ’ αναγκαιότητα η δουλοκτητική κοινωνία.
Η
ιδιοκτησία επί του πλεονάσματος (υπεράνω του εντελώς αναγκαίου για τη διατήρηση
της βιολογικής ύπαρξης) ξένης εργασίας μπορούσε να καταστεί σταθερή μόνο
στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία αυτή [η ιδιοκτησία] θα επεκτεινόταν στον
ένα ή τον άλλο βαθμό επί της ίδιας τη διαδικασίας της παραγωγής, επί της
εργασίας, επί των συστατικών τους στοιχείων. Από την άποψη της παγκόσμιας
ιστορίας, η ιδιωτική ιδιοκτησία ανακύπτει πρωταρχικά στα σπλάχνα του συστήματος
των γενών και μέσω αυτού διαθλάται. Η διάλυση του πρωτόγονου κοινοτικού
συστήματος δρομολογείται προπαντός μέσω της αλληλεπίδρασης κοινοτήτων γενών και
φυλών, ενώ στο εσωτερικό της κοινότητας του γένους, [η διάλυση αυτή
πραγματοποιείται] στη διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ του γένους – πυρήνα της
κοινότητας και των υπολοίπων μελών της, δηλ. στην τελευταία περίπτωση, οι
σχέσεις μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων υφίστανται ως εσωτερικές σχέσεις της κάθε
κοινότητας. Θεμελιώδης διάκριση των ανθρώπων, η οποία περνά μέσω της συνείδησής
τους είναι η διάκριση μεταξύ ημετέρων και ξένων, η διάκριση ως προς το βαθμό
κατά τον οποίο έκαστος συνιστά ίδιον ή αλλότριον [δικό τους ή ξένο]. Τέτοια
συνείδηση συνιστά, συν τοις άλλοις, συνείδηση ποικίλων βαθμών συγγένειας με τα
πάντα, με κάθε τι που υπάρχει. Τέτοια συνείδηση [της ταυτότητας] αντιστοιχεί
στο γεγονός, ότι η απόκτηση των πόρων προς το ζην πραγματοποιείται ακόμα με τη
βοήθεια μέσων φυσικής προέλευσης και εντός φυσικής προέλευσης συλλογικής
ομάδας. Γι’ αυτό οι άνθρωποι ακόμα αντιμετωπίζουν σε σημαντικό βαθμό το φυσικό
περιβάλλον τους, τα φυσικής προέλευσης μέσα επενέργειας και τους άλλους
ανθρώπους ως [όντα] ουσιωδώς ταυτόσημα με αυτούς τους ίδιους.
Εξυπακούεται ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία αναπτύσσεται κατά τον πλέον εύκολο και
γρήγορο τρόπο επί κάτι τινός, το οποίο είναι ευκίνητο, επ’ αυτού που κινείται
από μόνο του είτε μπορεί να μετατοπισθεί με ανθρώπινες προσπάθειες. Και
μάλιστα, καθόσον η ιδιωτική ιδιοκτησία αναπτύσσεται στο «περιβάλλον», εντός του
«αιθέρα» του πρωτόγονου συστήματος, το οποίο καθορίζει και το «ειδικό βάρος»
της, εντός του «αιθέρα» των φυσικής προέλευσης σχέσεων των ανθρώπων προς
αλλήλους και προς όλα τα υπόλοιπα, αποτελεί επίσης υπηγμένη στιγμή της φυσικής
σχέσης. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ πρόκειται περί «φυσικά» - ιδιωτικής, περί ιδιωτικής
ιδιοκτησίας που είναι «μέρος της φύσης». Η διακεκριμένη ιδιοκτησία
αναπτύσσεται πρωτίστως επί αντικειμένων προσωπικής χρήσης. Με τη μετάβαση στη
γεωργία και την κτηνοτροφία αναπτύσσεται η «φυσική» - ιδιωτική ιδιοκτησία, κατ’
εξοχήν επί προϊόντων της παραγωγής, επί εργαλείων γεωργικής εργασίας, επί ζώων
και με βραδύτερους ρυθμούς επί της γης. Αυτή δεν ήταν καθαρή ιδιωτική
ιδιοκτησία, αλλά μια ιδιωτική ιδιοκτησία η οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί
ουσιωδώς από τις φυσικής προέλευσης σχέσεις. Αυτή ήταν μια ιδιωτική
ιδιοκτησία «διάχυτη» εντός του διαλύματος των φυσικών σχέσεων.
Η
ιστορικά πρώτη μορφή εκμετάλλευσης του ανθρώπου μπορούσε να είναι προπαντός και
κατά κύριο λόγο μόνον εκμετάλλευση ξένων από τα μέλη μιας φυσικά σχηματισμένης
ομάδας. Η ιστορικά αναγκαία σχέση προς τους ξένους, ήταν μια σχέση προς αυτούς
όμοια με τη σχέση προς άλλα σώματα της φύσης, σε αντιδιαστολή με τον
εαυτό τους ως σώμα της φύσης. [Επομένως,] και η χρήση των ξένων ήταν
χρήση τους υπό την ιδιότητα των σωμάτων της φύσης, των φυσικής
προέλευσης μέσων επενέργειας.
Μ’
άλλα λόγια, οι δουλοκτητικές σχέσεις είναι σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας, οι
οποίες υφίστανται ως υπηγμένη στιγμή της σχέσης των μελών φυσικής προέλευσης
ομάδων προς άλληλα και προς τους φυσικής προέλευσης όρους της παραγωγής. Η
δουλοκτητική ιδιωτική ιδιοκτησία, υπό την ιδιότητα της αναγκαίας στην ιστορία
της ανθρωπότητας βαθμίδας, αναφυόταν στο έδαφος των φυσικά σχηματισμένων
σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους και προς τους φυσικής προέλευσης όρους της
παραγωγής και δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτό το έδαφος ως δική της ευρεία
βάση.
Η
συλλεκτική οικονομία παρείχε τη δυνατότητα σχηματισμού μόνο της προταξικής
κοινωνίας. Δυνατότητες για τη μετάβαση στην ταξική κοινωνία άρχισαν να
εμφανίζονται μόνο με τη μετάβαση στην παράγουσα οικονομία, με την εδραίωση της
κυριαρχίας της, με την ανάπτυξη κτηνοτροφίας και γεωργίας. Τα ζώα και η γη
είναι μέσα παραγωγής που ανέκυψαν από τη φύση [φυσικής προέλευσης]. Η
ιδιοκτησία των κυνηγών, των συλλεκτών, των αλιέων είναι κοινοτική ιδιοκτησία
του γένους. Ο κυνηγός, ο συλλέκτης και ο αλιεύς, είναι και οι ίδιοι μέλη της
κοινότητας του γένους. Τα [διάφορα] λίθινα, ξύλινα, είτε οστέινα εργαλεία που χρησιμοποιούνται
για την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, κατά την εποχή της μετάβασης στη
δουλοκτητική κοινωνία αποτελούν τα ίδια προϊόντα εργασίας, είναι παρηγμένα
μέσα παραγωγής. Ωστόσο, για τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς βασικά
μέσα παραγωγής εξακολουθούν να είναι τα μέσα παραγωγής που ανέκυψαν με φυσικό τρόπο: τα ζώα και η γη. Εκτός
αυτού, τα λίθινα, τα ξύλινα και τα οστέινα εργαλεία:
·
πρώτον,
δημιουργούνται από υλικά τα οποία μπορούν να έχουν αρκούντως ευρύ πεδίο χρήσεων
ως μέσα επενέργειας χωρίς προκαταρκτική επεξεργασία και
·
δεύτερον,
ως επί το πλείστον, πρόκειται για μέσα εργασίας τα οποία τίθενται σε κίνηση
άμεσα από τον άνθρωπο, είναι χειροκίνητα μέσα εργασίας. Εδώ ο άνθρωπος
διαδραματίζει το ρόλο της κύριας κινητήριας δύναμης. Η αποδοτικότητα αυτών των
μέσων εργασίας εξαρτάται αποφασιστικά από τις δεξιότητες, τις γνώσεις του
[ανθρώπου] που αποκτήθηκαν στην πράξη, από την οργάνωση της εργασίας του κ.ο.κ.
Κατ’
αυτόν τον τρόπο, κατά τη μετάβαση στην πρώτη ιστορική μορφή εκμεταλλευτικής
κοινωνίας, μεταξύ των συστατικών στοιχείων των παραγωγικών δυνάμεων, εκείνα που
προβάλλουν στο προσκήνιο είναι τα φυσικής προέλευσης μέσα παραγωγής (ζώα, γη)
και ο άνθρωπος ως παραγωγική δύναμη, ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται σε μια
διαδικασία αποκοπής από το δεσμό του με την φυσικής προέλευσης ομάδα. Τουναντίον,
κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης, όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης
τουλάχιστον της δουλοκτητικής κοινωνίας, τα εργαλεία της εργασίας δεν είχαν
τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο με το σχηματισμό της κεφαλαιοκρατίας ο ρόλος των
παρηγμένων εργαλείων εργασίας γίνεται οριστικά ο πλέον σημαντικός έναντι των
λοιπών συστατικών στοιχείων των παραγωγικών δυνάμεων.
Η
κινητή ιδιωτική ιδιοκτησία από την ίδια της τη φύση ανακύπτει και αναπτύσσεται
ταχύτερα από την ακίνητη. Χαρακτηριστικό της πρώτης ιστορικής μορφής
εκμεταλλευτικής κοινωνίας είναι η προτρέχουσα και καθοριστική ανάπτυξη της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί του ανθρώπου και επί των ζώων. Η ιδιωτική ιδιοκτησία
επί της γης αναπτύσσεται επίσης, αλλά βραδύτερα και δεν συνιστά τη
χαρακτηριστική, την υπερτερούσα τάση όσον αφορά ακριβώς τη δουλοκτητική
κοινωνία. Η ιδιωτική ιδιοκτησία επί της γης μετατρέπεται σε βασικό είδος
ιδιωτικής ιδιοκτησίας στη φεουδαρχική κοινωνία.
Από
τα προαναφερθέντα έπεται ότι οι δουλοκτητικές σχέσεις αναπτύσσονταν με τους
ταχύτερους ρυθμούς σ’ εκείνες τις κοινότητες γενών, οι οποίες μετέβαιναν στην
κτηνοτροφία, στην ποιμενική [βουκολική] δραστηριότητα.
Η
εσωτερική ανάπτυξη της δουλοκτητικής κοινωνίας, η οποία έχει πλέον ανακύψει,
μπορούσε να λαμβάνει χώρα λόγω της ανάπτυξης των μέσων και των τρόπων
επεξεργασίας των ζώων και της γης, λόγω της ανάπτυξης των πρακτικών γνώσεων,
των δεξιοτήτων κ.ο.κ. των παραγωγών και της τελειοποίησης της οργάνωσης της
εργασίας τους.
Ας
αναφερθούμε πρώτα στις συσχετικές δυνατότητες ανάπτυξης κτηνοτροφίας και
γεωργίας που οφείλονται στην ανάπτυξη των μέσων και των τρόπων επεξεργασίας
τους.
Η πρωταρχική κτηνοτροφία, δηλ. η κτηνοτροφία
εκείνη, η πορεία εκτατικής ανάπτυξης της οποίας έχει δρομολογηθεί, σήμαινε κατά
κύριο λόγο την απόκτηση από τους ανθρώπους πρακτικής γνώσης αναφορικά με τις
δυνατότητες επίδρασης στη συμπεριφορά των ζώων. Τέτοιου είδους κτηνοτροφία αφ’
εαυτής, εάν αποκλείσουμε την επεξεργασία [μεταποίηση] των προϊόντων της
κτηνοτροφίας (εδώ πρόκειται ουσιαστικά για μια και την αυτή διαδικασία με αυτήν
της επεξεργασίας των θηραμάτων, μόνο που η κλίμακά της αναβαθμίζεται και
γίνεται πιο περιοδική [τακτή]), δεν απαιτεί ουσιώδη περαιτέρω χρήση και
ανάπτυξη μέσων εργασίας (εν συγκρίσει με το κυνήγι). Όταν όμως η εκτατική
κτηνοτροφία εξαντλεί τις δυνατότητές της, όταν αυξάνει τόσο, ώστε καθίσταται
δύσκολη είτε ανέφικτη η περαιτέρω –προσοικείωση ελεύθερων γαιών κατάλληλων για
βόσκηση, πραγματοποιείται η μετάβαση στην εντατική κτηνοτροφία, δηλ. στην
καθαυτό ζωοκομία, η οποία απαιτεί προπαντός αύξηση και βελτίωση των τροφών,
κάτι το οποίο είναι ανέφικτο χωρίς τη γεωργία.
Ακόμα
και η πρωτόγονη γεωργία, -σε αντιδιαστολή με την κτηνοτροφία- απαιτεί
τελειοποίηση των μέσων επενέργειας, εν συγκρίσει με αυτά της συλλεκτικής οικονομίας. Από μόνη της ήδη η εντατική
ανάπτυξη της γεωργίας, η αύξηση της έκτασης της καλλιεργούμενης γης (ακόμα και
εάν πρόκειται για μαλακή γη) με αμετάβλητο το διαθέσιμο αριθμό εργατικών
χεριών, δημιουργεί την ανάγκη τελειοποίησης των μέσων επεξεργασίας της γης,
πολλώ μάλλον, εάν γίνεται λόγος περί μετάβασης στην επεξεργασία γαιών που
παρουσιάζουν περισσότερες δυσκολίες κατά την επεξεργασία τους.
Φυσικά
και ενόσω υπερτερεί η εκτατική κτηνοτροφία, αναπτύσσεται η κατεργασία, η
συντήρηση – φύλαξη και η χρήση δερμάτων, οστών, κρέατος και αργότερα γάλακτος.
Εν τούτοις, η βασική ασχολία των κτηνοτρόφων (επί εκτατικής κτηνοτροφίας) είναι
η επίδραση στη συμπεριφορά των ζώων, η οποία πραγματοποιείται με τη βοήθεια των
πλέον πρωτόγονων μέσων, ενώ η βασική ασχολία των γεωργών –η επενέργεια στη γη–
απαιτεί πιο τελειοποιημένα (έναντι αυτών της τροφοσυλλογής), μέσα επενέργειας.
Ακόμα και κατά την εκτατική γεωργία [η ασχολία αυτή] γεννά την ανάγκη περαιτέρω
τελειοποίησής τους.
Η
μετάβαση στη γεωργία και η ανάπτυξη της γεωργίας ασκούν σε τελευταία ανάλυση ισχυρότερη
επίδραση στην ανάπτυξη των μέσων και των τρόπων εργασίας, επομένως, και στην
ανάπτυξη της ανθρωπότητας, απ’ ότι ασκεί η κτηνοτροφία.
Εκείνοι
οι γεωργοί, οι οποίοι συνδυάζουν τη γεωργία ως βασική ασχολία με την
κτηνοτροφία και μαθαίνουν, για την επεξεργασία της γης, τη χρήση στη γεωργική
τους δραστηριότητα της [ελκτικής, κλπ.] δύναμης
των ζώων, διαθέτουν και τις μέγιστες δυνατότητες ανάπτυξης.
Ακριβώς
η μετάβαση στη γεωργία –και όχι στην κτηνοτροφία- είναι ο παράγων ο οποίος σε
τελευταία ανάλυση οδήγησε στην ευρεία διάδοση της χρήσης μετάλλων για τη
δημιουργία μέσων εργασίας. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το γεγονός, ότι με τη
μετάβαση στην κτηνοτροφία και τη γεωργία αναβαθμίσθηκε σημαντικά η εξασφάλιση
ζωτικών πόρων για τους ανθρώπους, γεγονός το οποίο συνδέεται και με σημαντική
αύξηση του πληθυσμού, αλλά και των συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων. [Το
τελευταίο γεγονός] προκάλεσε την ανάγκη περαιτέρω τελειοποίησης των όπλων, σε
μια φάση, κατά την οποία είχαν κατά βάση εξαντληθεί οι δυνατότητες των λίθινων
όπλων της νεολιθικής περιόδου.
Η
μετάβαση στη γεωργία πραγματοποιούνταν προπαντός στις γαίες εκείνες για την καλλιέργεια των
οποίων χρειαζόταν ελάχιστη επεξεργασία. Η γεωργία αρχίζει τη στιγμή εκείνη,
κατά την οποία οι άνθρωποι άρχισαν να
ρίχνουν σπόρους στη γη, και μετά από ορισμένο χρόνο να συλλέγουν εσοδεία. Σε
αυτό το στάδιο η γεωργία ήταν ασταθής και [ως εκ τούτου,] δεν μπορούσε [ακόμα]
να συνιστά την κύρια ασχολία και την κύρια πηγή πορισμού αντικειμένων προς
κατανάλωση.
Η
γεωργία καθίσταται σταθερή ασχολία και σταθερή πηγή πορισμού
αντικειμένων προς κατανάλωση από τη στιγμή εκείνη που [οι άνθρωποι] περνούν
στην επεξεργασία της γης (βολοκόπηση, άρδευση κ.τ.λ.). Ωστόσο, για να καταστεί μια από τις βασικές είτε η
βασική ασχολία και πηγή πορισμού αντικειμένων προς κατανάλωση, η γεωργία έπρεπε
να ασκείται σε αρκούντως ευρεία κλίμακα.
Οι
άνθρωποι προέβαιναν αρχικά στην επεξεργασία προπαντός μαλακών γαιών σε τόπους,
όπου δεν έφταναν οι πλημμύρες των μεγάλων ποταμών, με αρκετή υγρασία, πλησίον
μικρών πηγών νερού (ρυακιών, μικρών ποταμιών, μικρών λιμνών με στάσιμα νερά).
Ενόσω
χρησιμοποιούνταν μέσα επεξεργασίας της γης, που δημιουργούνταν κατά κύριο λόγο
από λίθο, η γεωργία μπορούσε να έχει την ευρύτερη διάδοσή της μόνο στις εύφορες
κοιλάδες μεγάλων ποταμών με μαλακές γαίες. Ωστόσο, αναγκαίος όρος τέτοιου
είδους γεωργίας ήταν η ρύθμιση της ροής των ποτάμιων υδάτων, η δημιουργία
αρδευτικού συστήματος.
Η
διάδοση της χρήσης του χαλκού και κατόπιν του ορείχαλκου υπό την ιδιότητα
όπλων, είτε εργαλείων, δεν μπορούσε να αναβαθμίσει άρδην την παραγωγικότητα της
γεωργίας και να την εξωθήσει (σε
σημαντική κλίμακα) πέραν των εφικτών με λίθινα εργαλεία ορίων.
Όλες
οι κατά το μάλλον ή ήττον ανομοιογενείς γαίες καθίστανται προσπελάσιμες για
καλλιέργεια μόνο με την ευρεία διάδοση και χρήση του σιδήρου. Τότε γίνεται
εφικτή η δυνατότητα διάδοσης της γεωργίας στην συντριπτική πλειονότητα των
προσπελάσιμων από την κτηνοτροφία γαιών. Μόνο με τη διάδοση του σιδήρου και με
τη χρήση του κατά την επεξεργασία της γης δημιουργείται η δυνατότητα ευρείας
και σε τελευταία ανάλυση πλήρους μετάβασης στην εντατική κτηνοτροφία. [Έτσι]
δημιουργείται η δυνατότητα για την εξάντληση των περιθωρίων ξεχωριστής ύπαρξης
και ανάπτυξης της κτηνοτροφίας.
Δημιουργείται
η δυνατότητα για την τελειωτική νίκη και την επικράτηση της αλληλένδετης
ανάπτυξης [υπό μορφήν ενιαίου συμπλέγματος] της αγροτικής οικονομίας ως
ενότητας γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Η
μετατροπή κτηνοτροφίας και γεωργίας σε μόνιμη, σε κύρια ασχολία και σε βασική
πηγή βιοπορισμού, σήμαινε επίσης και ότι καθίσταται μόνιμη ασχολία η
επεξεργασία και φύλαξη προϊόντων της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, επομένως,
και η παραγωγή των μέσων επεξεργασίας και [σκευών, χώρων] φύλαξης αυτών των
προϊόντων.
Η
διάδοση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας οδήγησε αρχικά στον καταμερισμό
εργασίας μεταξύ κτηνοτρόφων και γεωργών και στη συνέχεια η επεξεργασία κατά
κύριο λόγο των προϊόντων της κτηνοτροφίας και της γεωργίας αποχωρίσθηκε και
συγκρότησε έναν ειδικό τομέα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας: τη χειροτεχνία.
Η χειροτεχνία συνιστά δευτερογενή επεξεργασία [μεταποίηση] προϊόντων τα οποία
έχουν ήδη παραληφθεί από παρελθούσα εργασία, και μάλιστα μιαν επεξεργασία [που
συντελείται] κατ’ εξοχήν με τη βοήθεια μέσων εργασίας τα οποία τίθενται σε
κίνηση ατομικά.
Η
χειροτεχνία μπορούσε να καταλαμβάνει και καταλάμβανε [άλλωστε] δευτερεύουσα,
υποδεέστερη θέση έναντι της κτηνοτροφίας και της γεωργίας. Το πώς θα πορευόταν
η ανάπτυξη των μεν είτε των δε κοινοτήτων –κατ’ εξοχήν δια της οδού της
κτηνοτροφίας είτε της γεωργίας, είτε δια της οδού του συνδυασμού της μεν και
της δε- ήταν συνάρτηση των φυσικών όρων.
Η
μετάβαση στην κτηνοτροφία και στη γεωργία προκάλεσε και άλλες ουσιώδεις
αλλαγές.
Η
εκτατική ανάπτυξη της κτηνοτροφίας προκάλεσε την αναγκαιότητα μετακίνησης σε
όλο και ευρύτερους χώρους. Με την ευρεία ανάπτυξη της εκτατικής κτηνοτροφίας
γινόταν σε τελευταία ανάλυση αναπόφευκτος ο νομαδικός [φερέοικος] τρόπος ζωής.
Τουναντίον,
η διάδοση και τελειοποίηση της γεωργίας, οδήγησαν σε επικράτηση της κυριαρχίας
του εδραίου τρόπου ζωής. Οι κυνηγοί και οι τροφοσυλλέκτες στις περισσότερες
περιπτώσεις ήταν υποχρεωμένοι να διάγουν βίο [τρόπο ζωής] ημιπεριπλανόμενο,
περιφερόμενο, ημινομαδικό (τυχόν εξαιρέσεις ήταν εφικτές μόνο σε ιδιαίτερα
ευνοϊκές συνθήκες). Με την μετάβαση στη γεωργία η ζωή σ’ ένα τόπο δεν είναι
πλέον εξαίρεση αλλά γίνεται μάλλον ο κανόνας. Σχηματίζονται μόνιμοι οικισμοί.
Η
κτηνοτροφία και η γεωργία παρείχαν τη δυνατότητα πορισμού περισσότερων –και
μάλιστα σταθερά περισσότερων– αντικειμένων προς κατανάλωση έναντι των
εξασφαλιζόμενων από την ενασχόληση με κυνήγι, αλιεία και συλλογή τροφών. Εάν
αυτές οι τελευταίες ασχολίες επέτρεπαν την επιβίωση, την βιοσυντηρητική
διατήρηση της ύπαρξης, η κτηνοτροφία και η γεωργία εξασφάλιζαν ένα σταθερό
πλεόνασμα, υπεράνω του εντελώς απαραίτητου για την επιβίωση.
Αυτό
επέδρασε προπαντός στους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού. Ο πληθυσμός αυξανόταν
γοργά. Οι βιολογικές δυνατότητες πολλαπλασιασμού αναβαθμίσθηκαν ποιοτικώς με
τους ευνοϊκότερους όρους πραγμάτωσής τους, λόγω της αύξησης της ποσότητας των
αντικειμένων προς κατανάλωση. Τα παραπάνω οδήγησαν αντίστοιχα και σε αλματώδη
αύξηση του πληθυσμού.
Οι
συναντήσεις διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων έγιναν πιο συχνές, οι αποστάσεις
μεταξύ των οικισμών γίνονταν όλο και εγγύτερες. Συνάμα όλο και συχνότερες
γίνονταν οι συγκρούσεις που διεξάγονταν κατά κύριο λόγο εξ αιτίας των γαιών,
που ήταν κατάλληλες για κτηνοτροφία και γεωργία, καθώς επίσης και λόγω
ληστειών. Τέτοιες συγκρούσεις μετατρέπονταν σε σταθερούς δορυφόρους της
ύπαρξης [των πληθυσμιακών ομάδων], δηλ. έγιναν πλέον πόλεμοι.
Όσο
η διαδικασία της μετάβασης στη γεωργία και την κτηνοτροφία είχε μόλις
δρομολογηθεί, οι [εκάστοτε] ηττημένοι μπορούσαν είτε να θανατωθούν, και να
αρπαχθούν οι γαίες και οι περιουσίες τους, είτε να εκδιωχθούν από τις εκτάσεις
που κατείχαν σε χειρότερες, είτε να παραμείνουν στις εκτάσεις τους, έχοντας
όμως υποστεί τη ληστεία. Η ληστεία κατά τη διάρκεια επιδρομής αποτελούσε μια
μορφή εκμετάλλευσης, η οποία ήταν ακόμα τυχαία και μη τακτική. Θα λέγαμε ότι
εκτεταμένη μορφή της πρωταρχικής εκμετάλλευσης, μιας εκμετάλλευσης, η οποία
μόλις έχει κάνει την εμφάνισή της, ήταν η λήψη φόρων από υποτελείς. Η ληστεία
και η φόρου υποτέλεια ήταν εξωτερικές μορφές εκμετάλλευσης, οι οποίες στην αρχή
τους δεν μετασχημάτιζαν κατ’ αντιστοιχία προς εαυτήν την εσωτερική δομή της
ζωής ούτε των ηττημένων ούτε και των νικητών. (Φυσικά, η ληστεία και η φόρου
υποτέλεια μπορούν να διατηρούνται και σε πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, όχι όμως
πλέον ως οι χαρακτηριστικές γι’ αυτές τις κοινωνίες μορφές).
Η
επικοινωνία μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων είχε και ειρηνικό χαρακτήρα, είχε και
τον χαρακτήρα της ανταλλαγής πλεοναζόντων προϊόντων μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων.
Η ανταλλαγή καθοριζόταν κατά βάση από
τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ κτηνοτροφίας και γεωργίας, σε συνάρτηση με τις
διαφορές των φυσικών όρων υπό τους οποίους διεξαγόταν η εργασία. Δεδομένου ότι
η χειροτεχνία καταλάμβανε υποδεέστερη [υπηγμένη] θέση, η ανταλλαγή προϊόντων
της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με προϊόντα της χειροτεχνίας και αντιστρόφως
ήταν εν συνόλω επίσης υπηγμένη στιγμή [υποπερίπτωση] της αμοιβαίας ανταλλαγής
προϊόντων μεταξύ γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Με
την ευρεία διάδοση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας η ανταλλαγή έγινε μεν
σταθερή, αλλά στην κλίμακα της ανθρωπότητας εν συνόλω εξακολουθούσε να
υπερτερεί η ανταλλαγή πλεονασμάτων προϊόντος.
Η
ανταλλαγή ως εξ υπαρχής σκοπός της παραγωγής, δηλ. η παραγωγή που εδράζεται
στην ανταλλαγή, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την εξής αναγκαία μεν, αν και
ανεπαρκή προϋπόθεση: τον αποφασιστικό ρόλο της παραγωγής εκείνης, στην οποία
χρησιμοποιούνται μέσα και αντικείμενα εργασίας τα οποία αποτελούν με τη σειρά
τους προϊόντα εργασίας. Ωστόσο, στην κτηνοτροφία και στη γεωργία τα βασικά μέσα
παραγωγής – κτήνη και γη – δεν συνιστούν εν γένει και εν συνόλω προϊόντα
εργασίας.
Από
τα προαναφερθέντα έπεται ότι στις κοινωνίες εκείνες, στις οποίες βασική ασχολία
ήταν είτε η γεωργία είτε η κτηνοτροφία, είτε κάποιος συνδυασμός της μεν με τη
δε, θα έπρεπε να παραμένει ως επικρατούσα ή άμεση αμοιβαία ενότητα μεταξύ των
ανθρώπων ως φυσικών όντων, δηλ ως επικρατούσα ευρεία βάση [των εν λόγω
κοινωνιών] εξακολουθούσε να παραμένει ο φυσικός δεσμός των ανθρώπων. Οι
εν λόγω δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων [συχνά] αποκαλούνται προσωπικοί
[δεσμοί προσωπικοτήτων], ωστόσο, αυτό μας φαίνεται ανακριβές. Το άτομο
συνιστά προσωπικότητα μόνον εφ’ όσον και καθ’ όσον ευρίσκεται εντός ιδιαζόντως
κοινωνικών δεσμών με την κοινωνία. Εν τούτοις οι προαναφερθέντες δεσμοί είναι
δεσμοί μεταξύ ανθρώπων, καθ’ όσον αυτοί δεν έχουν ακόμα αποκοπεί από τον
ομφάλιο λώρο της φύσης, καθ’ όσον ο συνδετικός προς αλλήλους δεσμός είναι
φυσικός δεσμός.
Οι κοινωνικοί δεσμοί των ανθρώπων αποκτούν την
κυριαρχία για πρώτη φορά μόνο στην κοινωνία, η οποία εδράζεται στην παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλαγή*. Η αλήθεια είναι ότι οι δεσμοί αυτής της
κοινωνίας, είναι μεν κοινωνικοί, πλην όμως με μιαν αντεστραμμένη, με μιαν
εμπράγματη, δηλ. εν τέλει και πάλι με φυσική μορφή.
Η
μετάβαση στην γεωργία και την κτηνοτροφία ήταν εφικτή ήδη από τότε που υπήρχαν
λίθινα, ξύλινα και οστέινα εργαλεία. Όπως είναι φυσικό, η ενασχόληση με τη
γεωργία, με διαθέσιμα τέτοιου είδους εργαλεία, μπορούσε να λάβει χώρα αρχικά σε
μικρή κλίμακα και εφ’ όσον υπήρχε αρκετή ποσότητα νερού: σε κοιλάδες με ρυάκια,
σε μικρούς ποταμούς, σε όχθες λιμνών. Η μετάβαση στη γεωργία σε μεγάλη κλίμακα
ήταν εφικτή εκεί όπου υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις μαλακής και με αρκετή υγρασία
γης. Τέτοιοι τόποι υπάρχουν στις κοιλάδες διαφόρων μεγάλων ποταμιών. Εκεί
ακριβώς παρατηρείται ο μέγιστος βαθμός συγκέντρωσης και αύξησης του πληθυσμού,
δημιουργούνται οι πλέον ευνοϊκοί όροι για τη δημιουργία μεγάλων ενώσεων
ανθρώπων, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τα μεγέθη των προγενέστερων ενώσεων.
Εκεί ακριβώς συνειδητοποιείται και πραγματώνεται η αναγκαιότητα συνεργατικής
οργάνωσης της εργασίας σε ευρεία κλίμακα (κατά κύριο λόγο για την άρδευση).
Αυτή ήταν ως επί το πλείστον απλή συνεργασία.
Κατά
τη γνώμη μας, εκείνο που χαρακτηρίζει τη δουλοκτητική κοινωνία είναι η
ημινομαδική κτηνοτροφία (χωρίς ευρεία χρήση του αλόγου) και η ασκούμενη επί
μαλακών γαιών γεωργία με χρήση, ως επί το πλείστον, λίθινων και ξύλινων
εργαλείων για την επεξεργασία της γης. Φυσικά, ήδη από την εποχή της
δουλοκτησίας είχε εξημερωθεί ο ίππος και άρχισε η χρήση του για παραγωγικούς
σκοπούς. Ωστόσο, αυτό συνιστούσε μάλλον μόνο την αρχή της χρήσης του ίππου στην
βιοποριστική δραστηριότητα. (Μόνον αργότερα, με την εφεύρεση της σαγής, της
ζεύξης με μαλακό περιαυχένιο, των ιμάντων που συνέδεαν το υποζύγιο στο ρυμό και
των πετάλων, έμαθαν να χρησιμοποιούν πλήρως την ελκτική δύναμη του ίππου, ενώ
μέχρι να επιτευχθεί αυτό, η χρήση αυτής της δύναμης ήταν ασήμαντου βαθμού). Η
χρήση της δύναμης των ταύρων ήταν μικρής αποδοτικότητας. Κατά την αρχαιότητα
χρησιμοποιούνταν και μεταλλικά εργαλεία, εν τούτοις αυτά δεν έγιναν τα βασικά
[εργαλεία] στη γεωργία.
Η
βασική δύναμη στην παραγωγή, παρά την έναρξη της χρήσης της δύναμης των ζώων,
ήταν η δύναμη του ανθρώπου, η οποία έθετε σε κίνηση τα χειροκίνητα εργαλεία
εργασίας. Η ιδιοκτησία επί του παραγωγού αποδεικνυόταν αναπόφευκτα ένα είδος
ιδιοκτησίας από το οποίο εξαρτούταν κατά βάση η ύπαρξη και η ανάπτυξη της
κοινωνίας. Και μάλιστα, εάν λάβουμε την όλη διαδικασία σε καθαρή μορφή, όσο
υπήρχε κατά την αρχαιότητα απόθεμα μη κατειλημμένων από τους γεωργούς μαλακών
γαιών (εδώ εστιάζουμε στον αρχαίο κόσμο εν συνόλω, αλλά η μεν είτε η δε
κοινότητα μπορούσε να αυξάνει το απόθεμα των γαιών της και μέσω του εκτοπισμού
των γεωργών άλλων κοινοτήτων), εξελισσόταν η εκτατική ανάπτυξη. Η τάση
αύξησης της εκμετάλλευσης που οφειλόταν στην ιδιοκτησία επί των παραγωγών
υπερτερούσε αδιαμφισβήτητα της εκμετάλλευσης, η οποία οφειλόταν στην ιδιωτική
ιδιοκτησία επί της γης. Ωστόσο, στο βαθμό που το απόθεμα μη κατειλημμένων
μαλακών γαιών εξαντλούταν (είτε κάποια συσσωμάτωση πληθυσμού, π.χ. οι ρωμαίοι,
κατέκτησαν σχεδόν το σύνολο των μαλακών γαιών), επικρατέστερη δυνατότητα
γινόταν η εντατική ανάπτυξη της
γεωργίας επί μαλακών γαιών, και τότε όλο και περισσότερο προωθούνταν στο
προσκήνιο η ανάπτυξη της εκμετάλλευσης που οφειλόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία επί
της γης, δηλ. άρχιζε η περίοδος αποσύνθεσης της δουλοκτητικής και
προετοιμασίας της φεουδαρχικής κοινωνίας.
Εν
τούτοις, εκείνο που συνιστά ίδιον του συνόλου της δουλοκτητικής εποχής, είναι η
υπέρτερη θέση ακριβώς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των παραγωγών έναντι της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης. Η ιδιοκτησία των μεν ανθρώπων επί των δε,
συμπεριλαμβανομένης και [της ιδιοκτησίας] επί του σώματός τους, είναι μια σχέση
παραγωγής η οποία είναι σύμφυτη ουσιωδώς με τη φυσική σχέση, με μια σχέση
της φύσης. Ταυτοχρόνως, εκείνος ο οποίος λειτουργεί ως ιδιοκτησία [ως
περιουσιακό στοιχείο] είναι άνθρωπος, διαθέτει βούληση, συνείδηση, γι’ αυτό και
είναι ικανός για συνειδητοποιούμενη έλξη προς την ελευθερία, έχει ροπή προς την
ελευθερία. Η ιδιοκτησία που επιβάλλεται επί ανθρώπου πρέπει πάντοτε να
συμπληρώνεται με πειθαναγκασμό, δηλ. με μέτρα, τα οποία περιορίζουν την
ελευθερία της βούλησης, που καταπιέζουν τη βούληση.
Τα
κύρια μέσα πειθαναγκασμού των υφιστάμενων την εκμετάλλευση είναι η οργάνωση
των εκμεταλλευτών και τα όπλα. Τα μέσα επίδρασης στη συνείδηση των
υφιστάμενων την εκμετάλλευση είναι μεν σημαντικά, πλην όμως δευτερεύοντα. Η
αλήθεια είναι ότι όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας,
τόσο πιο άμεσα, τόσο στενότερα συνδέονταν αυτά τα δευτερεύοντα μέσα με τα
πρωτεύοντα. Και αντιστρόφως.
Όσο
τα όπλα παρέμεναν λίθινα, ξύλινα και οστέινα, η οργάνωση ήταν το κύριο μέσο
ανάπτυξης της εκμετάλλευσης. Απ’ εδώ έπεται, ότι ενόσω υπήρχαν όπλα τέτοιου
είδους η εκμετάλλευση:
1)
μπορούσε να πραγματοποιείται από εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία επιτελούσαν
οργανωτικές λειτουργίες στην κοινωνία, και μάλιστα οι λειτουργίες αυτές ήταν
αναγκαίες (αρχηγοί, δημογέροντες),
2)
η δουλεία δεν μπορούσε να καταστεί κατά το μάλλον ή ήττον ευρείας κλίμακας (και
αυτό διότι τα λίθινα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι δούλοι, μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν και ως όπλα τα οποία σχεδόν είτε και διόλου δεν υστερούσαν ως
προς την αποτελεσματικότητά τους στη μάχη έναντι των όπλων των δουλοκτητών).
[Τότε]
η δουλεία θα έπρεπε να είναι ως επί το πλείστον πατριαρχικού χαρακτήρα. Οι
διαφορές ως προς την κατάσταση μεταξύ δούλων και ελεύθερων επί μη ανεπτυγμένων
δουλοκτητικών σχέσεων θα πρέπει να ήταν λιγότερες απ’ τις ίδιες διαφορές επί
ανεπτυγμένων δουλοκτητικών σχέσεων. Οι δούλοι θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν
συχνότερα στην οικιακή εργασία κατά μόνας, είτε σε ολιγάριθμες ομάδες.
Η
συγκρότηση των ανεπτυγμένων δουλοκτητικών σχέσεων, θα ήταν ανέφικτη εάν δεν
περιέρχονταν στα χέρια των εκμεταλλευτών όπλα ισχυρότερα των λίθινων και
ξύλινων εργαλείων των υφιστάμενων την εκμετάλλευση, τα οποία εργαλεία μπορούσαν
να χρησιμοποιηθούν και ως όπλα. Τέτοια όπλα έγιναν εφικτά με τη μετάβαση στη
μεταλλική οπλουργία (από χαλκό, ορείχαλκο και σίδηρο). Όπως ορθά επισημαίνει ο S. Lilley: «Ο ορείχαλκος, ο οποίος είναι
υπερβολικά σπάνιο και πολύτιμο υλικό, είχε μικρή συνεισφορά στη διεύρυνση της
εξουσίας του ανθρώπου επί της φύσης. Ποτέ δεν έκαναν από αυτόν γεωργικά
εργαλεία σε μεγάλες ποσότητες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, κατά την εποχή
του ορείχαλκου, η γεωργία να καθηλωθεί σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με αυτό της
ύστερης νεολιθικής εποχής...» [138, σ.38]. Θα συμπληρώσουμε, ότι αν και ο
ορείχαλκος δεν μπόρεσε να διευρύνει ουσιαστικά την εξουσία του ανθρώπου επί της
φύσης, επέτρεψε την ουσιώδη διεύρυνση της εξουσίας ανθρώπου επί ανθρώπου,
γεγονός εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Η
εφεύρεση και διάδοση σιδηρών εργαλείων και όπλων ήταν μία τεχνική επανάσταση, η
οποία ενώ διεξαγόταν στα σπλάχνα του αρχαίου κόσμου, αποτελούσε προανάκρουσμα
και προπαρασκευή της διαδοχής του δουλοκτητικού κοινωνικό-οικονομικού
σχηματισμού από τον φεουδαρχικό. Σηματοδοτούσε το γεγονός ότι ο δουλοκτητικός
κόσμος περνά, είτε έχει ήδη περάσει στην περίοδο της διάλυσής του.
Πώς
όμως πραγματοποιούταν η ανάπτυξη της δουλοκτητικής κοινωνίας; Ποιες ήταν οι
πηγές της ανάπτυξής της;
Ας
σταθούμε στη σχέση «δουλοκτήτης – δούλος». Όσο περισσότερο αναπτύσσεται αυτή η
σχέση, τόσο πιο πολύ υποβαθμίζεται ο δούλος στη θέση μόνο του αντικειμένου, του
«ομιλούντος εργαλείου», ενώ ο δουλοκτήτης αποκλείεται από την παραγωγική
διαδικασία. Σε εντελώς καθαρή μορφή η σχέση αυτή έχει ως εξής: ο δούλος είναι
μόνον αντικείμενο, μόνο «ομιλούν εργαλείον», πλήρης ιδιοκτησία του δουλοκτήτη, ενώ
ο δουλοκτήτης έχει εξέλθει πλήρως της διαδικασίας της παραγωγής και μπορεί να
ορίζει απολύτως τη ζωή του δούλου. Απ’ εδώ έπεται, ότι με την εγκαθίδρυση
τέτοιας σχέσης, όλο και περισσότερο εκλείπουν οι εσωτερικές δυνατότητες αλλαγής
της. Πράγματι, ο παραγωγός, δηλ. εδώ ο δούλος, η θέση του οποίου προσεγγίζει τη
θέση ενός αντικειμένου, του «ομιλούντος εργαλείου», στερείται κινήτρων
τελειοποίησης τόσο του ίδιου του εαυτού του όσο και των μέσων εργασίας. Ο
δουλοκτήτης σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό γίνεται μη παραγωγός, ο οποίος
υποβαθμίζοντας τον παραγωγό στη θέση του αντικειμένου, του στερεί τα
κίνητρα προς τελειοποίηση της παραγωγής,
τις δυνατότητες ανάπτυξης των πνευματικών και φυσικών δυνάμεών του. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο η σχέση «δουλοκτήτης – δούλος» οδηγείται σε αδιέξοδο: ο δούλος που
έχει υποβαθμισθεί στην κατάσταση του ζώου, χάνει και τη δυνατότητα αντίστασης
και ο δουλοκτήτης λόγω ακριβώς αυτής της σχέσης του προς τον δούλο δεν
παρωθείται προς αλλαγή αυτής της σχέσης.
Ωστόσο,
η σχέση του δουλοκτήτη προς τον δούλο ως προς αντικείμενο, ως προς σώμα της
φύσης, πρώτον, εμπεριέχει τον δεσμό μεταξύ των ανθρώπων που ανέκυψε φυσικά. Την
ύπαρξη τέτοιου δεσμού μαρτυρεί η σχέση προς το δούλο ως προς σώμα της φύσης, η
ιδιοκτησία επί του σώματος του δούλου. Δεύτερον, εδώ πρόκειται περί
ιδιοκτησίας επί του σώματος άλλου ανθρώπου, γι’ αυτό δεν συνιστά μόνο
φυσικής προέλευσης δεσμό. Καθ’ όσον ο δούλος παραμένει άνθρωπος, δεν είναι μόνο
αντικείμενο, αλλά συνιστά επίσης και υποκείμενο, ανθίσταται στην κατάσταση του
δούλου [στην οποία έχει περιέλθει]. Η αντίστασή του αυτή κατά τον εγγύτερο και
πλέον άμεσο τρόπο εκφράζεται με την επιδίωξή του να αποφύγει τη δουλική εργασία
με την ροπή του προς τον πολιτισμό… και με την επιθυμία του να απελευθερωθεί
από την κατάσταση της δουλείας. Επομένως, εξετάζοντας από αυτή την άποψη τη
σχέση «δουλοκτήτης – δούλος», έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι στο βαθμό που ο
δούλος μετατρέπεται σε αντικείμενο, αυξάνει και η αντίσταση που προβάλλουν οι
δούλοι στην κατάστασή τους, το ενδιαφέρον τους για την εργασία φθίνει, γι’ αυτό
πρέπει να αυξάνει και να βαθαίνει ο πειθαναγκασμός των δούλων προς εργασία.
Αυτό όμως σημαίνει ότι η χρησιμοποίηση της δουλικής εργασίας γίνεται όλο και
λιγότερο επωφελής, προσκρούει σε αύξουσες δυσκολίες. Η αύξουσα αντίσταση του
δούλου συνιστά εκδήλωσή του ως υποκειμένου, και όχι μόνον ως αντικειμένου της
[εν λόγω] σχέσης. Αλλά ο δούλος υπό την ιδιότητα του υποκειμένου, προβάλλει ως
δυνητικός ιδιοκτήτης του ίδιου του εαυτού του.
Από
μόνη της η ενεργοποίηση αυτής της δεύτερης πλευράς εξαναγκάζει τους δουλοκτήτες
συν τω χρόνω να μεταθέτουν τον δούλο στη θέση του ιδιοκτήτη του εαυτού του,
μερικών μέσων παραγωγής, ακόμα και δούλων, διατηρώντας ωστόσο, κατά κανόνα τον
μεν είτε το δε βαθμό γενικής δουλικής εξάρτησης.
Η
σχέση του δουλοκτήτη προς τον δούλο ως προς αντικείμενο συνιστά σχέση προς
αυτόν ως προς μέσο παραγωγής και μάλιστα ως προς αυτενεργό μέσο παραγωγής. Ο
ίδιος ο δουλοκτήτης, εάν εκπληρώνει τη λειτουργία του ελεγκτή [επιστάτη], του
οργανωτή κλπ..., προβάλλει, όπως και ο δούλος, υπό την ιδιότητα της παραγωγικής
δύναμης. Όταν ο δουλοκτήτης αποκόβεται από την παραγωγή αναθέτοντας ελεγκτικές,
οργανωτικές κλπ... λειτουργίες στον δούλο – διευθύνοντα [διαχειριστή],
ουσιαστικά λαμβάνει χώρα ορισμένη αποσύνθεση της κοινωνίας, αυξάνει ο
παρασιτισμός των δουλοκτητών. Εκτός αυτού, στο επίπεδο εκείνο των παραγωγικών
δυνάμεων αντίστοιχη του οποίου είναι η δουλοκτητική κοινωνία, εκείνο που
συνιστά το κύριο συστατικό στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων είναι ο άμεσος
παραγωγός, οι πρακτικές γνώσεις και οι δεξιότητές του (και όχι τα μέσα
εργασίας, όπως στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία). Γι’ αυτό, επέρχεται μια αύξουσα
στασιμότητα της ανάπτυξης στο βαθμό που αναπτύσσονται οι δουλοκτητικές σχέσεις
και [στο βαθμό που] ο δούλος υποβιβάζεται στην κατάσταση του αντικειμένου, του
μέσου παραγωγής.
Η
σχέση δουλοκτήτη και δούλου συνιστά σχέση παραγωγής στο βαθμό που ως υποκείμενο
αυτής της σχέσης δεν προβάλλει μόνον ο δουλοκτήτης, αλλά και ο δούλος. Συνάμα,
η σχέση προς τον δούλο ως προς «ομιλούν εργαλείο» συνιστά [και]
παραγωγική σχέση των δουλοκτητών προς τη φύση, διαμεσολαβημένη από αυτό το
ιδιότυπο εργαλείο.
Βλέπουμε
συνεπώς, ότι επί δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής παραγωγικές δυνάμεις και
σχέσεις παραγωγής διαφέρουν μεν πλην όμως παραμένουν συνάμα ουσιωδώς
ταυτόσημες. Η διαμόρφωση της κοινωνίας πορεύεται πιο συγκεκριμένα και δια της
οδού της εμβαθύνουσας διαφοροποίησης σχέσεων παραγωγής και παραγωγικών
δυνάμεων.
Ήταν
άραγε εφικτή η καταστροφή της δουλοκτητικής παραγωγής ως αποτέλεσμα της
ανάπτυξης των εσωτερικών της αντιφάσεων;
Θεωρούμε
ότι η αντικατάσταση του αρχαίου κόσμου από τον φεουδαρχικό ως αποτέλεσμα της
ανάπτυξης των εσωτερικών αντιφάσεών του ήταν εφικτή μεν, ωστόσο, είχε ελάχιστες
πιθανότητες [να πραγματοποιηθεί]. Τέτοιου τύπου αντικατάσταση απαιτούσε μια
παρατεταμένη περίοδο ύπαρξης μιας στάσιμης, αποσυντιθέμενης, επομένως, και
εξασθενημένης δουλοκτητικής κοινωνίας. Ωστόσο, η δουλοκτητική κοινωνία
προϋποθέτει απαραιτήτως και την ύπαρξη ακόμα μη μετασχηματισμένων κοινοτικών
σχέσεων.
Στην
περιφέρεια και εκτός [της επικράτειας] του δουλοκτητικού κόσμου, εξακολουθούσε
να υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος των πρωτόγονων κοινοτικών σχέσεων, ένας
κόσμος, στον οποίο μόλις αρχίζει η μετάβαση στη δουλοκτησία, ένας κόσμος ο
οποίος είναι ακόμα πλήρης ζωτικών δυνάμεων. Ο πλέον πιθανός και ισχυρός
αντίπαλος του δουλοκτητικού κόσμου είναι οι φυλές εκείνες που βρίσκονται στη
βαθμίδα της «πολεμικής δημοκρατίας»*. Ακριβώς
σε αυτή τη βαθμίδα εκείνος ο άλλος κόσμος καθίσταται και επιθετικός και
αρκούντως ισχυρός για τη διεξαγωγή επιτυχούς πάλης με τα εξασθενημένα
δουλοκτητικά κράτη. Υπό τα πλήγματα φύλων, τα οποία βρίσκονται σ’ αυτή τη
βαθμίδα, δεν ήταν μια ούτε και δύο φορές που έπρεπε να αφανισθούν διάφορα δουλοκτητικά
κράτη τα οποία είχαν περιέλθει σε κατάπτωση. Ωστόσο, η φεουδαρχία μπορούσε
να ανακύψει ως αποτέλεσμα τέτοιας επίθεσης, μόνον όταν και εφ’ όσον ο
δουλοκτητικός κόσμος εν συνόλω ωρίμασε για τη μετάβαση στον ανώτερό του
σχηματισμό.
Ορμώμενοι
από τα προαναφερθέντα δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη γνώμη των Ε. Μ.
Στάγιερμαν και Μ. Κ. Τροφίμοβα: «... Δεδομένου ότι η δουλεία της αρχαιότητας, η
οποία έφτασε στην πληρέστερη ανάπτυξή της στην Ιταλία, ακριβώς εκεί απεδείχθη
αδύναμη αφ’ εαυτής και εξ εαυτής να γεννήσει δυνάμεις για την περαιτέρω
προοδευτική ανάπτυξη, η οποία έγινε εφικτή μόνον ως αποτέλεσμα μιας
φαινομενικής μακραίωνης οπισθοδρόμησης, έπεται ότι ο αρχαίος δουλοκτητικός
τρόπος παραγωγής μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητο στάδιο της
κεντρικής αρτηρίας της παγκόσμιας ιστορικής ανάπτυξης. Πρόκειται μάλλον περί
μίας διακλάδωσης [απόκλισης], η οποία γεννήθηκε από τους ιδιότυπους όρους του
ιστορικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου ανέκυψε. Οι όροι αυτοί προκαθόρισαν
τους δρόμους της γένεσης του ρωμαϊκού κράτους και της ρωμαϊκής αρχαίας μορφής
ιδιοκτησίας, που διαμορφώθηκαν στην πορεία της διαπάλης μεταξύ πατρικίων και
πληβείων. Η νίκη των τελευταίων, αν και δεν είχε την πληρότητα της νίκης του
αθηναϊκού δήμου, ήταν ωστόσο, αρκετή, ούτως ώστε να εξαλείψει τις μορφές
εκείνες της εκμετάλλευσης, οι οποίες αναφύονταν πάντοτε κατά την τελευταία
βαθμίδα αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, νομιμοποιούνταν και
εδραιώνονταν, εκεί όπου το κράτος σχηματιζόταν ως όργανο των αρίστων γενών και
φυλής, οι οποίοι μετατρέπονταν σε κυρίαρχη τάξη της υπό διαμόρφωση ταξικής
κοινωνίας» [234, σ.313]
Κατά
τη γνώμη μας, πρώτον, τα αναφερόμενα εδώ δύο είδη εκμετάλλευσης δεν πρέσβευαν
μόνο δύο ιστορικές διακλαδώσεις. Μπορούν
να αντιπαραβληθούν και ως προς το βαθμό, τη βαθμίδα ανάπτυξης της
εκμετάλλευσης. Το πρώτο είδος (η αρχαία δουλεία) είναι η εκδοχή της δουλείας
στην κλασική και πλέον καθαρή μορφή της μεταξύ όσων έχουν λάβει χώρα στην
ιστορία. Η νίκη των πληβείων επέτρεψε την πραγμάτωση των σχέσεων της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας σε καθαρότερη μορφή. Η νίκη των αρίστων των γενών και φυλών, οι
οποίοι μετατρέπονται σε κυρίαρχη τάξη της υπό διαμόρφωση ταξικής κοινωνίας,
σημαίνει ότι η δουλεία που ανακύπτει και αναπτύσσεται, φέρει σε πολύ μεγαλύτερο
βαθμό το περίβλημα των κοινοτικών σχέσεων, συνδέεται στενότερα με αυτές.
Δεύτερον,
το γεγονός ότι ο μεν είτε ο δε τρόπος παραγωγής δεν μπορεί αφ’ εαυτού και εξ
εαυτού να γεννήσει τις δυνάμεις, οι οποίες θα οδηγούσαν στην αντικατάστασή του,
δεν συνιστά αναπόφευκτα αποχρώντα λόγο, για τη συναγωγή του πορίσματος ότι ο εν
λόγω τρόπος παραγωγής συνιστά μόνο διακλάδωση [απόκλιση] της παγκόσμιας
ιστορικής ανάπτυξης. Εάν πάρουμε οποιαδήποτε αναπτυξιακή διαδικασία, όσο
πλησιέστερα βρίσκεται αυτή στην αρχή της, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος του
τυχαίου, των εξωτερικών όρων στην ανάπτυξή της. Εντός της αναπτυξιακής
διαδικασίας, όταν, αυτή διανύει διάφορα στάδια, ανακύπτουν, διαμορφώνονται και
ωριμάζουν η ουσία της, οι εσωτερικοί της δεσμοί, η αναγκαιότητά της, η πηγή της
αυτοανάπτυξής της. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την παγκόσμια ιστορική
ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Κατά το στάδιο της δουλοκτητικής κοινωνίας, δηλ.
κατά το αρχικό στάδιο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, η ουσία της
κοινωνίας, οι εσωτερικοί δεσμοί, η πηγή αυτοανάπτυξης της κοινωνίας, η
αναγκαιότητα της ανάπτυξης της κοινωνίας ως ιδιότυπου μορφώματος, έχουν μεν
ανακύψει πλέον, πλην όμως ακόμα μόλις αρχίζουν να διαμορφώνονται. Εδώ είναι
ακόμα πολύ μεγάλος ο ρόλος των εξωτερικών όρων. Ανακύπτει το ερώτημα: θα
επιβιώσει άραγε η ιδιωτική ιδιοκτησία, ή δεν θα επιβιώσει, παρά το γεγονός ότι
οι σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας έγιναν ήδη άγουσες στην ανάπτυξη της
κοινωνίας; Η μετατροπή των αρίστων των γενών και των φυλών σε κυρίαρχη τάξη
σηματοδοτούσε το γεγονός ότι η νίκη, που κατήγαγε η ιδιωτική ιδιοκτησία με την
πρώτη παγκόσμια ιστορική μορφή της ήταν λιγότερο καθαρή, λιγότερο αποφασιστική,
περισσότερο κλιμακωτή και συμβιβαστική. [Τουναντίον] η νίκη των πληβείων στη
Ρώμη και του δήμου στην Αθήνα [σηματοδοτούσαν] μια καθαρότερη,
αποφασιστικότερη, ταχύτερη και λιγότερο συμβιβαστική νίκη της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας με την πρώτη παγκόσμια ιστορική της μορφή. Σε οποιαδήποτε μορφή του
ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής εμπεριέχει την εσωτερική πηγή αυτοκίνησης
της κοινωνίας που μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, [επομένως,] σε
οποιαδήποτε μορφή του εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τους εξωτερικούς όρους.
Ωστόσο, στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας, η ανθρώπινη κοινωνία δεν
μπορεί να υπερπηδήσει την αρχική βαθμίδα της διαμόρφωσής της.
Ποιος
είναι ο «προορισμός» της δουλοκτητικής κοινωνίας; Είτε, για να θέσουμε το
ερώτημα ακριβέστερα, ποια είναι εκείνα τα απαραίτητα ιστορικά κεκτημένα που
αποφέρει αυτή; Εάν μιλήσουμε ευσύνοπτα, επί του εδάφους της διατήρησης
συλλογικοτήτων οι οποίες ανέκυψαν από τη φύση, φυσικής προέλευσης δεσμών μεταξύ
των ανθρώπων, διεξάγεται η απόσπαση των ανθρώπων από αυτές τις συλλογικότητες
(οι οποίες ανέκυψαν από τη φύση), η αποσύνθεση των φυσικής προέλευσης δεσμών
μεταξύ των ανθρώπων και η μορφοποίηση [άλλων] συλλογικοτήτων και δεσμών μεταξύ
των ανθρώπων που ανέκυψαν ιστορικά. Στο βαθμό που οι συλλογικότητες αυτές
ανακύπτουν ιστορικά, εκείνο που ενοποιεί τους ανθρώπους εντός τους, είναι οι
σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αποδεικνύεται ότι ο πλέον χαρακτηριστικός
παράγων, εκείνος που διαδραματίζει άγοντα ρόλο είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία επί
του παραγωγού (όπως έπεται από τα προαναφερθέντα περί της θέσης και του ρόλου
της κτηνοτροφίας στη δουλοκτητική κοινωνία, η ιδιωτική ιδιοκτησία επί των ζώων,
δεν μπορεί να συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα ολόκληρου του δουλοκτητικού
κόσμου εν συνόλω). Με βραδύτερους ρυθμούς αναπτύσσεται η ιδιωτική ιδιοκτησία
επί της γης, [δεδομένου ότι] καθ’ όλη τη διάρκεια του δουλοκτητικού
σχηματισμού, διατηρείται η υπεροχή της κοινοτικής ιδιοκτησίας επί της γης, παρά
το γεγονός ότι η κοινοτική ιδιοκτησία υπόκειται σε ισχυρούς μετασχηματισμούς
κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπτυξης. Ακριβώς στα σπλάχνα του δουλοκτητικού
σχηματισμού προετοιμάζονται οι όροι για την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης. Μόνον έχοντας αφομοιώσει σε ευρεία κλίμακα
τις μαλακές γαίες χρησιμοποιώντας κατά βάση λίθινα και ξύλινα εργαλεία, -κάτι
το οποίο θα ήταν ανέφικτο χωρίς την αρκούντως ευρεία χρήση ακριβώς της δουλικής
εργασίας- θα μπορούσε η ανθρωπότητα να μεταβεί σε ευρείας κλίμακας αφομοίωση
[γεωργική αξιοποίηση] όλων των σκληρών γαιών με τη βοήθεια της χρήσης σιδηρών
εργαλείων και την ευρεία χρήση των δυνάμεων της φύσης.
Χαρακτηριστικό
γνώρισμα της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι μάλλον η εκτατική ανάπτυξη μέσω της
επέκτασης [της γεωργίας] σε ολοένα νεότερες, κατ’ εξοχήν μαλακές γαίες. Όταν το
όριο αυτό [των μαλακών γαιών] έχει κατά το μάλλον η ήττον επιτευχθεί,
χαρακτηριστικό στοιχείο γίνεται ο σχηματισμός δουλοκτητικών κρατών, τα οποία
προσπαθούν να καθυποτάξουν όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Φερ’ ειπείν, ο σχηματισμός
μιας «παγκόσμιας» δουλοκτητικής αυτοκρατορίας σηματοδοτεί το όριο εκτατικής
ανάπτυξης του δουλοκτητικού κόσμου. [Τότε] αρχίζει να υπερτερεί η εντατική του
ανάπτυξη. Μόνο που ο δουλοκτητικός κόσμος είναι σχεδόν ανίκανος για εντατική
ανάπτυξη. Κι αυτό, διότι η εντατική ανάπτυξη του δουλοκτητικού τρόπου
παραγωγής, εάν ληφθούν οι δουλοκτητικές σχέσεις στην καθαρή τους μορφή, είναι
εφικτή κατά κύριο λόγο μέσω της ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης του δούλου,
δεδομένου ότι με την ωρίμανση των δουλοκτητικών σχέσεων ο δουλοκτήτης όλο και
περισσότερο απομακρύνεται από την παραγωγή, η παραγωγική εργασία σε όλο και
υψηλότερο βαθμό γίνεται γι’ αυτόν κάτι το υποτιμητικό, δουλική ασχολία. Εν τω
μεταξύ, με τη διάδοση της δουλείας αυξάνει και ο φόβος των δουλοκτητών ενώπιον
των δούλων, η επιδίωξη περιορισμού της καλλιέργειάς τους, της πολιτισμικής
κλπ... ανάπτυξής τους, η επιδίωξη ενίσχυσης των κατασταλτικών μέτρων, του
εκφοβισμού των δούλων. Η αδυναμία, η στασιμότητα και η κατάπτωση του κόσμου της
δουλοκτησίας γίνονται αύξουσες τάσεις. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το
γεγονός, ότι η ταχύτερη ανάπτυξη των μέσων εργασίας (εάν αντιπαραβάλλουμε [με
αυτό το κριτήριο] τα διάφορα στάδια ανάπτυξης του αρχαίου κόσμου) παρατηρείται
κατά την περίοδο της εμφάνισης και διαμόρφωσης των δουλοκτητικών κρατών. Σε
όποιο δουλοκτητικό κράτος μορφοποιούνται οι δουλοκτητικές σχέσεις, επέρχεται
στασιμότητα ως προς την τελειοποίηση των μέσων εργασίας. Φυλές που βρίσκονται
σε μεταβατική φάση προς την ταξική κοινωνία, ως κράτη στα οποία οι
δουλοκτητικές σχέσεις δεν έχουν ακόμα μορφοποιηθεί [δεν έχουν πάρει την τελική
τους μορφή], παραλαμβάνουν τα διαθέσιμα στα ανεπτυγμένα δουλοκτητικά κράτη μέσα
εργασίας και τα αναπτύσσουν περαιτέρω, μέχρι να φτάσουν και αυτά στη βαθμίδα
των μορφοποιημένων δουλοκτητικών σχέσεων.
Όπως
είναι φυσικό, εργαλεία και όπλα που έχουν εφευρεθεί σε κάποιο μέρος αυτού του
κόσμου διαδίδονται και σε άλλα μέρη του.
Εν
τέλει, στα σπλάχνα του αρχαίου κόσμου δημιουργούνται οι υλικές προϋποθέσεις για
τη μετάβαση [της κοινωνίας] στον πιο ανεπτυγμένο, στον φεουδαρχικό τρόπο
παραγωγής στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας. Στις προϋποθέσεις αυτές
προπαντός και κατά κύριο λόγο συμπεριλαμβάνονται η μετάβαση στην επεξεργασία
εκσκληρυμένου σιδήρου [χάλυβα], η χρήση του ίππου για παραγωγικούς σκοπούς, η
εφεύρεση του ανεμόμυλου και του υδρόμυλου.
Εκκινώντας
από όλα τα προαναφερθέντα, μπορούμε να προσδιορίσουμε την τυπική διάρθρωση της
δουλοκτητικής κοινωνίας εν συνόλω.4
Κατά
το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα οι σχέσεις παραγωγής έχουν μεν ήδη ανακύψει
(στην παραγωγή μέσων άγρευσης και στην επεξεργασία των
αγρευόμενων προς κατανάλωση αντικειμένων), αλλά υπήρχαν ως επί το πλείστον
συγχωνευμένες με εκείνη τη σχέση προς τη φύση που ανέκυψε από τη φύση, με
φυσικό τρόπο (χρήση των παρηγμένων μέσων κατά κύριο λόγο προς άγρευση).
Εκτός αυτού, ακόμα οι σχέσεις παραγωγής δεν έχουν κατά βάση αποχωρισθεί από
τους φυσικούς, από τους βιολογικούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό συνιστούσε
μια συγκεκριμένη ταυτότητα, δηλ. ταυτότητα με διαφορά μεταξύ σχέσεων
παραγωγής και φυσικής προέλευσης σχέσεων των ανθρώπων προς τη φύση και προς
αλλήλους. Συνεπώς, στο ίδιο ακριβώς επίπεδο βρισκόταν [τότε] και η διαφορά
μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής.
Το
εποικοδόμημα, η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της επίσης ακόμα μόλις
άρχιζαν να αναφύονται, σχηματίζοντας μία συγκεκριμένη ταυτότητα με τις
σχέσεις παραγωγής (και με τους άμεσα φυσικούς, τους βιολογικούς δεσμούς).
Δεσπόζουσα
διάρθρωση της κοινωνίας επί πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος είναι μια
διάρθρωση, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζεται και από τον χαρακτήρα των
άμεσα βιολογικών, των φυσικών δεσμών των ανθρώπων προς αλλήλους. Οι σχέσεις
παραγωγής και οι αναφυόμενες στη βάση τους λοιπές κοινωνικές σχέσεις δρουν
[διαθλώμενες] μέσω του πρίσματος των άμεσα φυσικών, των βιολογικών δεσμών των
ανθρώπων προς αλλήλους.
Στη
δουλοκτητική κοινωνία η δομή της κοινωνίας, αφ’ ενός μεν, αλλάζει ουσιωδώς, αφ’
ετέρου δε, η διάρθρωση της προγενέστερης κοινωνίας διατηρείται και μάλιστα
συχνά σε τόσο ανηρημένη μορφή, ώστε ενίοτε, η ομοιότητα με την προγενέστερη
κοινωνία είναι τελικά αρκούντως απόμακρη.
Οι
σχέσεις παραγωγής, θα έλεγε κανείς, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της
ανθρωπότητας, καταλαμβάνουν όλη τη σφαίρα της βιοποριστικής δραστηριότητας: οι
άνθρωποι δεν ζουν πλέον από την άγρευση, αλλά από την παραγωγή
αντικειμένων προς κατανάλωση. Τώρα πλέον εκείνα που παράγονται κατά
κύριο λόγο δεν είναι μέσα άγρευσης, αλλά μέσα παραγωγής. Και υπό αυτή
την έννοια, μόνο τώρα οι σχέσεις παραγωγής καθίστανται πλήρως και τελειωτικά
η βάση της ζωής της κοινωνίας, καταλαμβάνουν όλη τη σφαίρα της
βιοποριστικής δραστηριότητας.
Στο
εξής, οι σχέσεις παραγωγής διαφέρουν ουσιωδώς από τις παραγωγικές δυνάμεις,
διότι βγήκε στο προσκήνιο η παραγωγή (και όχι η άγρευση). Η κατανάλωση των
ανθρώπων συνιστά διατηρηθείσα σε ανηρημένη μορφή ζωώδη σχέση προς τη φύση, η
άγρευση με τη βοήθεια δημιουργημένων μέσων επενέργειας συνιστά
διατηρούμενο, σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή, ζωώδη τρόπο πρόσκτησης
αντικειμένων προς κατανάλωση. Μόνο η παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση,
συνιστά καθ’ όλα ιδιότυπο ανθρώπινο τρόπο λήψης αντικειμένων προς κατανάλωση.
Οι ιδιότυπα ανθρώπινες παραγωγικές δυνάμεις ανακύπτουν για πρώτη φορά
τελειωτικά όταν και όποτε η παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση καθίσταται η
βασική πηγή βιοπορισμού των ανθρώπων.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι
η σχέση των ανθρώπων προς τη φύση με τη βοήθεια των παραγωγικών δυνάμεων
διαφέρει ουσιωδώς από την φυσικής προέλευσης σχέση προς τη φύση, εν τούτοις,
αμφότερες οι εν λόγω σχέσεις παραμένουν ακόμα και ουσιωδώς ταυτόσημες προς
άλληλες, προϋποθέτουν την ουσιώδη ταυτότητα εκατέρων, δηλ. από λογικής άποψης η
σχέση τους συνιστά μία σχέση ουσιώδους διαφοράς [ετερότητας]. Η ουσιώδης
διαφορά ως προς την κεφαλαιώδη σημασία της, προϋποθέτει απαραιτήτως την
ακρότητά της, δηλ. την ταυτότητα χωρίς ουσιώδη διαφορά, και μόνον εντός αυτής της σχέσης παραμένει ουσιώδης
διαφορά [βλ.48].
Πράγματι, τα βασικά μέσα παραγωγής και στη γεωργία και στην κτηνοτροφία –η γη και τα κτήνη – είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, είναι μέσα παραγωγής που ανέκυψαν από τη φύση.
Οι
παραγωγικές δυνάμεις διαφέρουν στο εξής ουσιωδώς από τις σχέσεις παραγωγής, ενώ
παρά ταύτα, δεν έχουν ακόμα διαχωρισθεί μεταξύ τους. Ο δούλος είναι ταυτοχρόνως
και μέσο παραγωγής και άνθρωπος (έστω και εάν αυτό δεν ισχύει για τους
δουλοκτήτες). Μέρος των ανθρώπων υποδουλώνεται ακριβώς λόγω του ότι, ως επί το
πλείστον, αποσπάται από εκείνη τη συλλογικότητα, όπου οι άνθρωποι συνδέονται
άμεσα με φυσικούς δεσμούς μεταξύ τους και με τη λοιπή φύση. Εκείνος (είτε
εκείνοι) που τον μετατρέπουν σε δούλο, ανήκουν και οι ίδιοι πρωταρχικά σε
τέτοιου είδους συλλογικότητα.
Επομένως, εδώ πλέον και ο
τρόπος παραγωγής είναι ουσιωδώς διαφορετικός από τους άμεσα βιολογικούς
δεσμούς και συνάμα ουσιωδώς ταυτόσημος με αυτούς.
Το ίδιο
ισχύει και όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αφ’ ενός μεν, τρόπου παραγωγής και αφ’
ετέρου δε, εποικοδομήματος, μορφών κοινωνικής συνείδησης. Για πρώτη φορά στην
ιστορία της ανθρωπότητας το εποικοδόμημα, οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης
αρχίζουν (ωστόσο, επί του παρόντος μόλις αρχίζουν) να διαφέρουν ουσιωδώς τόσο
ως προς άλληλες, όσο και από τον τρόπο παραγωγής, και από τους φυσικούς, τους
βιολογικούς δεσμούς. Εν τούτοις, διατηρείται και η ουσιώδης μεταξύ τους
ταυτότητα.
Ποια είναι
λοιπόν η τυπική διάρθρωση της δουλοκτητικής κοινωνίας εν συνόλω;
Η δομή της
πρωτόγονης κοινωνίας μετασχηματίζεται από την κοινωνική δομή, η οποία αναφύεται
επί του εδάφους των σχέσεων παραγωγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που άρχισαν να
διαμορφώνονται. Ωστόσο, εάν και οι υπό διαμόρφωση, σχέσεις της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας είναι οι άγουσες στην ανάπτυξη, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας
της δουλοκτητικής κοινωνίας δεν γίνονται ολοσχερώς κυρίαρχες, [αλλά]
υφίστανται, ως άμεση ενότητα με τις σχέσεις που ανέκυψαν από τη φύση.
Και μάλιστα
οι σχέσεις που ανέκυψαν από τη φύση, είναι αυτές που άμεσα κυριαρχούν και
υπερτερούν ποσοτικώς. Αλλά και στη συνείδηση των μελών της δουλοκτητικής
κοινωνίας αυτές οι σχέσεις βρίσκονται στο προσκήνιο. Ως άμεσα κυρίαρχη βάση για
τη διαφοροποίηση των μελών της δουλοκτητικής κοινωνίας λειτουργεί ο βαθμός και
ο χαρακτήρας της σχέσης τους προς τη συλλογικότητα που ανέκυψε από τη φύση,
προς την κοινότητα. Η υποδιαίρεσή τους ανά βαθμούς ελευθερίας, βαθμούς
ιδιοτήτων των πολιτών, συνιστά κατά βάση υποδιαίρεση κατά το βαθμό της σχέσης
[ενός εκάστου] προς την κοινότητα ως φυσικής προέλευσης συλλογικότητα.
Ακόμα και
στην περίπτωση όπου π.χ. οι πολίτες των Αθηνών κατά τη μεταρρύθμιση του Σόλωνος
διαιρούνταν σε 4 κατηγορίες [τάξεις] ανάλογα με την περιουσιακή τους κατάσταση
και ανεξαρτήτως καταγωγής*, οι όποιες διαφορές ως προς την περιουσιακή κατάσταση απετέλεσαν μέσο
για την διαφοροποίηση και τη θέσπιση του χαρακτήρα και του βαθμού σχέσης προς
την κοινότητα, δηλ. ο βαθμός στον οποίο έχαιρε ο κάθε αθηναίος πολίτης
ιδιοτήτων του πολίτη της αθηναϊκής κοινότητας, ήταν ευθέως ανάλογος της
περιουσιακής κατηγορίας στην οποία ανήκε. Παρομοίως και στη Ρώμη: η πάλη μεταξύ
πατρικίων και πληβείων ήταν πάλη αυτών οι οποίοι ήταν κατά το μέγιστο βαθμό
μέλη της κοινότητας (ως προς την καταγωγή τους ανήκαν είτε θεωρούνταν ότι
ανήκουν σ’ εκείνη την κοινότητα η οποία υπήρχε στις απαρχές της ίδρυσης της
Ρωμαϊκής δημοκρατίας), με εκείνους οι οποίοι ήταν σε μικρότερο βαθμό μέλη της
ρωμαϊκής κοινότητας (ήταν είτε θεωρούνταν ως προς την καταγωγή τους απόγονοι
κοινοτήτων, οι οποίες ήταν συγγενείς της πρωταρχικής ρωμαϊκής κοινότητας και υποτακτικές
της). Φυσικά, τόσο στην Αθήνα τον καιρό του Σόλωνα, όσο και στη Ρωμαϊκή
δημοκρατία, ο αγώνας διεξαγόταν μεν σε τελευταία ανάλυση για τη γαιοκτησία,
αλλά διεξαγόταν εν γένει και εν συνόλω στα πλαίσια της προτεραιότητας της
κοινοτικής ιδιοκτησίας επί της γης.
Αποτελεί κοινά αποδεκτή
παραδοχή ο χωρισμός των μελών της δουλοκτητικής κοινωνίας κατά το βαθμό και το
χαρακτήρα της υπηκοότητάς τους ως χωρισμός πολιτικού και δικαιικού χαρακτήρα.
(Τέτοιου είδους χωρισμός αποκαλείται χωρισμός κατά κατεστημένες τάξεις). Απ’
εδώ μερικοί ιστορικοί συνάγουν το συμπέρασμα περί δεσπόζοντος ρόλου της
πολιτικής και του δικαίου έναντι της οικονομίας στη δουλοκτητική κοινωνία. Εξ
αφορμής αυτού [του συμπεράσματος] θα επιθυμούσαμε να διατυπώσουμε δύο κρίσεις.
Πρώτον, ο χωρισμός των μελών της κοινωνίας κατά το βαθμό και τον χαρακτήρα της
σχέσης τους προς την κοινότητα είναι ένας χωρισμός κατά το βαθμό και τον
χαρακτήρα των φυσικής προέλευσης σχέσεων (σε τελευταία ανάλυση γενών και
φυλών). Πρόκειται για ένα χωρισμό, ο οποίος σχηματίσθηκε ως αποτέλεσμα της
ανάπτυξης στα πλαίσια των σχέσεων φυσικής προέλευσης, σχέσεων
ιδιωτικοιδιοκτησιακών και των αναφυόμενων από αυτές πολιτικών και δικαιικών
σχέσεων. Συνεπώς, ο χωρισμός των μελών της κοινωνίας κατά το βαθμό και τον
χαρακτήρα της σχέσης τους προς την κοινότητα, δεν συνιστά ένα χωρισμό καθαρά
πολιτικού και δικαιικού χαρακτήρα. Δεύτερον, οι σχέσεις των ανθρώπων στη
δουλοκτητική κοινωνία δεν μπορούν να αποκαλούνται σχέσεις μεταξύ
προσωπικοτήτων, εάν η έννοια «προσωπικότητα» χρησιμοποιείται με τη σημασία
εκείνη περί της οποίας έγινε λόγος στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας. Στη
δουλοκτητική κοινωνία προβάλλει στο προσκήνιο ο χωρισμός σε κατεστημένες
τάξεις, ο οποίος δεν συμπίπτει με τον χωρισμό σε [κοινωνικές] τάξεις που
ανέκυψε. Χαρακτηριστικό της διαίρεσης σε
κατεστημένες τάξεις, είναι ο υπέρτερος ρόλος των φυσικής προέλευσης σχέσεων,
ενώ χαρακτηριστικό της διαίρεσης σε ανταγωνιστικές [κοινωνικές] τάξεις είναι ο
υπέρτερος ρόλος των σχέσεων παραγωγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Όταν έχουν
πλέον ανακύψει οι ανταγωνιστικές [κοινωνικές] τάξεις, ενώ οι φυσικής προέλευσης
σχέσεις δεν έχουν ακόμα μετασχηματισθεί πλήρως, τότε ταξικές και φυσικής
προέλευσης σχέσεις δεν υφίστανται απλώς και μόνον ως παρακείμενες προς άλληλες,
αλλά [υφίστανται] χωρίς να έχουν διαχωρισθεί πλήρως εκάτερες και (στο βαθμό που
έχουν διαχωρισθεί εκάτερες) βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλεπίδραση. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο, οι κατεστημένες σχέσεις [οι σχέσεις των κατεστημένων τάξεων] είναι
οι διατηρούμενες στην ταξική κοινωνία σχέσεις που ανέκυψαν από τη φύση [οι
οποίες διατηρούνται] σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή (μετασχηματισμένη
από τις ιδιωτικοϊδιοκτησιακές σχέσεις). Η όποια κατεστημένη τάξη δεν
συνιστά μόρφωμα καθαρά πολιτικής ή νομικής υφής, επιπλέον και διότι σε αυτό το
μόρφωμα δεν έχουν διαχωρισθεί πλήρως εκάτερες, η πλευρά της πολιτικής και του
δικαίου από αυτήν των σχέσεων παραγωγής, δηλ. η κατεστημένη τάξη, υπό αυτή την
ιδιότητα, εμπεριέχει και την οικονομική πλευρά (και μάλιστα χωρίς αυτή να έχει
διαχωρισθεί πλήρως από αυτήν της πολιτικής και του δικαίου).
2. Η δεύτερη περίοδος
της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας: η περίοδος της ανάπτυξης της μεγάλης
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί αναντίστοιχης εαυτής βάσης. Ο φεουδαρχικός
κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
Στον δουλοκτητικό
σχηματισμό το άγον είδος ιδιωτικής ιδιοκτησίας ήταν η ιδιοκτησία επί των
δούλων, στον φεουδαρχικό σχηματισμό – η ιδιοκτησία επί της γης. Η χρήση της
εργασίας των δούλων επέτρεπε τη συγκέντρωση σε κάποια χέρια όλο και μεγαλύτερων
εκτάσεων γης με σκοπό την παραγωγική τους αξιοποίηση. Ωστόσο, όπως
αποδεικνύουν, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μας οι Ε. Μ. Στάγιερμαν και Μ. Κ.
Τροφίμοβα, «η ιστορία του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής δεν συνδέεται με την
ιστορία της μεγάλης, αλλά της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Σε αντιδιαστολή
με την μέχρι προσφάτως κοινά αποδεκτή άποψη, η ανάπτυξη της δουλείας δεν
καθοριζόταν από την αύξηση των λατιφούντιων.*
Τουναντίον, οι κάτοχοι μεσαίου μεγέθους αγροκτημάτων (βιλλών), στα πλαίσια των
οποίων οι δούλοι μπορούσαν να οργανωθούν τα μέγιστα ορθολογικά και να τεθούν
υπό αποδοτικό έλεγχο, διέθεταν και τις βέλτιστες δυνατότητες χρήσης της
δουλικής εργασίας... Στα λατιφούντια η εργασία των δούλων συνδυαζόταν πάντοτε
με την εργασία των κληρούχων, οι οποίοι αρχικά κατέβαλλαν ορισμένα ποσά σε
χρήμα και σε είδος ενώ στη συνέχεια περνούσαν στην επίμορτο καλλιέργεια,** και προφανώς στις εκδουλεύσεις
[αγγαρείες]. Η τελευταία μορφή εκμετάλλευσης με την αύξηση της μεγάλης
γαιοκτησίας συν τω χρόνω εκτοπίζει όλο και πιο πολύ τους δούλους» [234, σ.296].
Ο δουλοκτητικός τρόπος
παραγωγής επιτυγχάνει τη βέλτιστη ανάπτυξή του στην μεσαίας κλίμακας παραγωγή.
Η περαιτέρω μεγέθυνση της γεωργικής παραγωγής οδήγησε στην παρακμή των
δουλοκτητικών σχέσεων.
Η ανάπτυξη της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας επί της γης (στους γεωργικούς λαούς) και επί των ζώων (στους
κτηνοτροφικούς λαούς) θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να εκλάβει τόσο μεγάλα μεγέθη,
τα οποία γίνονταν μη συμβατά με τη χρήση της δουλικής εργασίας. Κατά τη
μετάβαση στη φεουδαρχία, στην περίπτωση που αυτή διεξαγόταν ως αποτέλεσμα της
ανάπτυξης εσωτερικών αντιφάσεων, τον κύριο ρόλο θα έπαιζε το «ανώτερο στρώμα»
της κοινωνίας, το οποίο, κατακτώντας όλο και περισσότερες γαίες, αποκόπτεται
από τους κοινοτικούς δεσμούς. [Αυτό θα συνέβαινε] κατά παρόμοιο τρόπο με
εκείνον κατά τον οποίο το «ανώτερο στρώμα» των κοινοτήτων των γενών και των
φυλών διαδραμάτιζε τον κύριο ρόλο κατά τη μετάβαση από την προταξική κοινωνία
στην ταξική.
Σε τελευταία ανάλυση,
εκείνο που είχε τη μέγιστη σημασία για την ανάπτυξη της φεουδαρχίας ήταν η
ιδιοκτησία επί της γης και όχι επί των ζώων. Η νομαδική κτηνοτροφία με τη χρήση
του αλόγου είναι εφικτή χωρίς περαιτέρω τελειοποίηση των μέσων εργασίας.
Τουναντίον, η γεωργία, ιδιαίτερα όταν αυτή επεκτείνεται πέραν των ορίων των
μαλακών γαιών, απαιτεί τη χρήση πιο τελειοποιημένων από τα λίθινα, σιδηρών
μέσων εργασίας. Εκτός αυτού, η νομαδική κτηνοτροφία αγγίζει σε τελευταία
ανάλυση τα καθορισμένα όρια της εκτατικής της ανάπτυξης – της χρησιμοποίησης
όλων των ελεύθερων γαιών. Η όποια περαιτέρω ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μπορεί να
διεξάγεται [πλέον] κατά κύριο λόγο εντατικά, πράγμα ανέφικτο χωρίς την αύξηση
και βελτίωση των [ζωο-] τροφών. Αυτή η αύξηση και βελτίωση πραγματοποιείται
μέσω της ανάπτυξης της γεωργίας. Εφόσον η νομαδική κτηνοτροφία έχει εν γένει
και εν συνόλω αγγίξει τα όρια της εκτατικής της ανάπτυξης, χάνει την ικανότητά
της για [περαιτέρω] ανάπτυξη ως αποκομμένη από τη γεωργία και αρχίζει να
αναπτύσσεται κυρίως βασιζόμενη στη γεωργία. Γι’ αυτό και μεταξύ των νομαδικών
κτηνοτρόφων αναπτύσσεται –έστω και εάν αυτό συμβαίνει σε τελευταία ανάλυση– η
μεγάλη γαιοκτησία.
Η βέλτιστη κλίμακα
ιδιωτικής γαιοκτησίας για τον δουλοκτητικό σχηματισμό ήταν η μεσαίου μεγέθους
[γαιοκτησία]. Ο σχηματισμός μεγάλων δουλοκτητικών υποστατικών [παραγωγικών
μονάδων] σηματοδότησε τη σήψη του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Τουναντίον,
για το φεουδαρχικό σχηματισμό, η βέλτιστη είναι η μεγάλη ιδιωτική γαιοκτησία.
Επί δουλοκτητικού σχηματισμού, παρά το γεγονός ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία
διαδραμάτιζε άγοντα ρόλο στην ανάπτυξη, εδραιώθηκε τελειωτικά και –υπό αυτή την
έννοια– νίκησε, παρέμενε πάντοτε εν γένει και εν συνόλω προσάρτημα, υπαγόμενο
στην κοινοτική ιδιοκτησία στοιχείο. Τουναντίον, στο φεουδαρχικό σχηματισμό,
κυριαρχεί η ιδιωτική ιδιοκτησία (ακριβέστερα, η μεγάλη ιδιωτική γαιοκτησία),
ενώ η κοινοτική ιδιοκτησία υποβαθμίζεται εν γένει και εν συνόλω στη θέση του
υπαγόμενου σε αυτήν στοιχείου.
Επί
φεουδαρχίας η μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία άρχισε για πρώτη φορά στην ιστορία της
ανθρωπότητας να κυριαρχεί επί της μεσαίας και μικρής ιδιοκτησίας σε όλη την
κλίμακα της κοινωνίας. Και μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία της
ανθρωπότητας, εδραιώθηκε η κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας ακριβώς
επί της γης. Αυτό συνιστά τρόπον τινά το
όριο της εκτατικής ανάπτυξης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, διότι κυριαρχεί πλέον
στην κοινωνία εν συνόλω η μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία. Ωστόσο, η τελευταία είναι
ακόμα περιορισμένη: πρόκειται περί ιδιοκτησίας [η οποία επιβάλλεται] ακριβώς
επί της γης.
Η ιδιωτική ιδιοκτησία επί
της γης είναι ιδιωτική ιδιοκτησία που αφορά ένα φυσικής προέλευσης μέσο
παραγωγής, ένα μέσο παραγωγής το οποίο είναι κατ’ εξοχήν δεδομένο από τη φύση
σε έτοιμη μορφή και δεν συνιστά δημιούργημα της εργασίας. Γι’ αυτό η κυριαρχία
της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην κοινωνία, δεν συνιστά την κυριαρχία μιας
ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η οποία φερ’ ειπείν έχει διακριθεί σε καθαρή μορφή ως οι
κοινωνικές σχέσεις παραγωγής [διακεκριμένες] από τις σχέσεις που ανέκυψαν από
τη φύση. Εδώ η ιδιωτική ιδιοκτησία εξακολουθεί να υφίσταται σε αναντίστοιχη
εαυτής βάση. Μέσα παραγωγής που συνιστούν την αντίστοιχη της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας βάση είναι τα δημιουργημένα, τα παρηγμένα μέσα παραγωγής τα οποία
αποτελούν προϊόντα εργασίας. Γι’ αυτό οι σχέσεις που ανέκυψαν από τη φύση
εξακολουθούν να συνιστούν σάρκα εκ της σαρκός και αίμα εκ του αίματος της
[φεουδαρχικής] κυριαρχίας της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Η κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής
ιδιοκτησίας επί της γης είναι εφικτή σε παγκόσμια ιστορική κλίμακα, μόνο
μέχρις ότου αναπτυχθεί η μεγάλη βιομηχανία, και μαζί με αυτήν – η μεγάλη
ιδιωτική ιδιοκτησία στον βιομηχανικό τομέα. Η κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής
γαιοκτησίας προϋποθέτει απαραιτήτως χειροκίνητα
εργαλεία εργασίας. Στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται δυνάμεις της φύσης
ως κινητήριες δυνάμεις. Εν τούτοις, εκείνο το οποίο κυρίως χαρακτηρίζει τα εν
λόγω εργαλεία εργασίας εξακολουθεί να είναι το γεγονός ότι συνιστούν χειροκίνητα εργαλεία. Η χρήση
χειροκίνητων εργαλείων συνιστούσε επίσης χαρακτηριστικό [γνώρισμα] και της
δουλοκτητικής κοινωνίας. Ωστόσο, οι δουλοκτητικές σχέσεις ανέκυψαν και
αναπτύσσονταν ενόσω υπερτερούσε η χρήση λίθινων και ξύλινων χειρωνακτικών
εργαλείων εργασίας στη γεωργία και στην κτηνοτροφία.5 Η κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης
προϋποθέτει πλέον αναπόφευκτα την ευρείας κλίμακας χρήση σιδηρών εργαλείων στη
γεωργία. Μόνον εφ’ όσον υπερτερεί στη γεωργία η χρήση σιδηρών εργαλείων
εργασίας, δηλ. εργαλείων, τα οποία προϋποθέτουν απαραιτήτως προκαταρκτική
επεξεργασία, καθίσταται εφικτή η υπέρβαση της κυριαρχίας της φυσικής προέλευσης
σχέσης προς τη γη στη γεωργία και η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας επί της γης. Εκτός αυτού, η κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής
ιδιοκτησίας επί της γης προϋποθέτει απαραιτήτως την εξάλειψη της δουλείας,
διότι το βέλτιστο για τη δουλοκτησία είναι το μεσαίου μεγέθους υποστατικό. Η
περαιτέρω μεγέθυνση του υποστατικού,
καθιστά τη χρήση της δουλικής εργασίας όλο και πιο δυσχερή. Ωστόσο, η κυριαρχία
της μεγάλης ιδιωτικής γαιοκτησίας είναι ανέφικτη επίσης και στην περίπτωση που
έχει εξαλειφθεί πλήρως κάθε φυσικής προέλευσης δεσμός των ιδιοκτητών της γης με
εκείνους που την καλλιεργούν όπου έχει εξαλειφθεί πλήρως ο φυσικής προέλευσης
δεσμός των μεν και των δε με τη γη.
Η ευρεία διάδοση των
σιδηρών γεωργικών εργαλείων εργασίας λειτουργεί ως η βάση που αντιστοιχεί στη
διάδοση, φερ’ ειπείν, των σχέσεων καθαρής ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των
εργαλείων εργασίας. Γι’ αυτό με την ευρεία διάδοση των σιδηρών γεωργικών
εργαλείων και την κυριαρχία της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης,
καθίσταται απαραίτητη η ιδιωτική ιδιοκτησία των παραγωγών επί των εργαλείων της
γεωργικής εργασίας. Ταυτοχρόνως, διατηρείται επίσης απαραιτήτως η φυσικής
προέλευσης σχέση προς τη γη, τόσο των μεγάλων ιδιωτών γαιοκτημόνων, όσο και των
παραγωγών, ενώ μέσω της σχέσης προς τη γη –ως [προς κάτι το οποίο είναι]
φυσικής προέλευσης– διατηρείται και η μεταξύ των μεν και των δε αμοιβαία σχέση
ως σχέση η οποία ανέκυψε από τη φύση. Συνεπώς, ο μεν μεγάλος γαιοκτήμων δεν
είναι μόνο ιδιώτης ιδιοκτήτης. Πρεσβεύει επίσης έναν τρόπον τινά φύσει [γαιοκτήμονα], έναν εκ φύσεως
ιδιοκτήτη γης και στο βαθμό που δεν
ανήκει μόνον η γη σε αυτόν, αλλά και ο ίδιος ανήκει στη γη, παραμένει απλώς
κάποιο ειδικό φυσικό σώμα. Ο δε παραγωγός συνιστά κάθε άλλο παρά έναν άνθρωπο,
απλώς στερούμενο ιδιοκτησίας επί της γης. Αυτός ο ίδιος εξακολουθεί να διατηρεί
ένα δεσμό με τη γη ως φυσικής προέλευσης [δεσμό], γεγονός που σημαίνει ότι
αυτός ο ίδιος, το σώμα του, παραμένει εντός αυτού του δεσμού τρόπον τινά
προσάρτημα [συμπαρομαρτούν στοιχείο] της γης. Εντός αυτού τους δεσμού, γη και
παραγωγός δεν είναι παρά διαφορετικά φυσικά σώματα, φυσικά συνδεδεμένα προς
άλληλα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο
μεγάλος γαιοκτήμων, όσο κυριαρχεί τέτοιου είδους ιδιοκτησία, δεν είναι απλώς
ιδιώτης ιδιοκτήτης. Η γη σχετίζεται με αυτόν επίσης ως κάτι το οποίο είναι εκ
φύσεως συνδεδεμένο με αυτόν και ο παραγωγός γεωργός δεν στερείται απλώς
ιδιοκτησίας επί της γης, αλλά είναι επίσης εκ φύσεως συνδεδεμένος με αυτήν ως
έτερον είναι του ίδιου του σώματός του.
Συνάμα, [πρέπει να επισημάνουμε ότι] κάθε άλλο παρά απορρέει
κατ’ ανάγκη από την ουσία [αυτής] της σχέσης, ότι ο μεγάλος γαιοκτήμων θα ήταν
και άμεσος γεωργός – παραγωγός. Μάλλον το αντίθετο [συνέβαινε]. Η ουσία της
ίδιας της εν λόγω σχέσης είναι τέτοια, ώστε αυτός παύει, σε τελευταία ανάλυση,
να είναι άμεσος παραγωγός και γίνεται μόνο καταναλωτής αυτού που δεν έχει ο
ίδιος παράξει. Οι άμεσοι παραγωγοί – γεωργοί είναι ιδιωτικοί ιδιοκτήτες των
εργαλείων εργασίας και επί πλέον, καθ’ όσον είναι συνδεδεμένοι με τη γη με
δεσμό που ανέκυψε από τη φύση κατά εισέτι φυσικό τρόπο, είναι σωματικά
συνημμένοι [συνυφασμένοι] με τη γη και το γαιοκτήμονα.
Σε αντιδιαστολή με τις
τρέχουσες απόψεις περί «εξωοικονομικού πειθαναγκασμού», φρονούμε ότι οι δεσμοί που ανέκυψαν
από τη φύση δεν απαιτούν από μόνοι τους πειθαναγκασμό σε ευρεία κλίμακα.
Πραγματώνονται από μόνοι τους, μέσω της ισχύος των ηθών και των παραδόσεων.
[Φρονούμε επίσης] ότι ο «μη οικονομικός πειθαναγκασμός» γίνεται απαραίτητος σε
ευρεία κλίμακα όταν και όποτε: α) υπερτερούν μεν ακόμα και διατηρούν τη μεγάλη
σημασία τους οι φυσικής προέλευσης δεσμοί, αλλά β) οι δεσμοί αυτοί
παραβιάζονται από τις σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας που έχουν ανακύψει και
αναπτύσσονται. Η [μονόπλευρη] εξέταση του «μη οικονομικού πειθαναγκασμού» μόνο
στα πλαίσια της συσχέτισης οικονομίας και πολιτικής σημαίνει ότι εκφεύγει της
προσοχής μία πλευρά ουσιώδης για την επίλυση του [εν λόγω] ζητήματος: οι
φυσικής προέλευσης δεσμοί και η διαδικασία μετασχηματισμού τους.
Ενόσω υπερτερεί η μεγάλη ιδιωτική
γαιοκτησία, το κύριο μέσο παραγωγής –
η γη, είναι ένα μέσο παραγωγής το οποίο ανέκυψε από τη φύση. Γι’ αυτό, παρά το
γεγονός ότι η μεγάλη ιδιωτική γαιοκτησία υπερτερεί έναντι της μεσαίας και
μικρής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η ιδιωτική ιδιοκτησία βρίσκεται τρόπον τινά, εν
γένει και εν συνόλω, ακόμα εντός του περιβλήματος των φυσικής προέλευσης
σχέσεων. Η κοινότητα σχηματίζει τρόπον τινά εκείνη την γενική «μεμβράνη» [το
περίβλημα] εντός της οποίας αναπτύσσεται η ιδιωτική ιδιοκτησία. Ωστόσο, η
μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία επί της γης είναι εκείνη η οριακή μορφή με την οποία
η ιδιωτική ιδιοκτησία αναπτύσσεται ακόμα υπό την αιγίδα των φυσικής προέλευσης
δεσμών και της κοινοτικής συγκρότησης. Η ιδιωτική ιδιοκτησία επί
φεουδαρχίας μοιάζει με τον νεοσσό στο αυγό, ο οποίος έχει αναπτυχθεί τόσο, που
το μόνο που του απομένει είναι να σπάσει και να αποτινάξει το περίβλημα των
κοινοτικών σχέσεων, των φυσικής προέλευσης δεσμών μεταξύ των ανθρώπων και
μεταξύ ανθρώπων και λοιπής φύσης.
Η τυπική διάρθρωση της
φεουδαρχικής κοινωνίας εν συνόλω.
Οι φυσικής προέλευσης
δεσμοί των ανθρώπων προς αλλήλους και προς τη λοιπή φύση δεν έχουν ακόμα καθ’
όλα μετασχηματισθεί από τις ιστορικής προέλευσης σχέσεις των ανθρώπων προς
αλλήλους και προς τη λοιπή φύση. Οι μεν και οι δε δεν σχετίζονται πλέον προς
αλλήλους ως ουσιωδώς διαφορετικές πλευρές (τέτοια είναι η σχέση τους επί
δουλοκτητικής κοινωνίας), αλλά ως ουσιωδώς αντιτιθέμενες. Αντίθεση είναι η σχέση εκείνη των πλευρών, κατά την
οποία οι πλευρές, [τα διεστώτα μέρη, οι πόλοι] αλληλοαποκλείονται και είναι
ακριβώς αυτός ο αλληλοαποκλεισμός τους, η αμοιβαία άρνησή τους αυτό που συνιστά
τον αμοιβαίο δεσμό τους.
Οι κοινωνικές παραγωγικές
δυνάμεις είναι ακόμα σε ορισμένο βαθμό σύμφυτες με την φυσικής προέλευσης σχέση
προς τη φύση: πρώτον, ο γεωργός εξακολουθεί να παραμένει (αν και σε ποιοτικώς
άλλη βαθμίδα) σε κάποιο βαθμό αδιαφοροποίητα συνάμα και παραγωγός, άνθρωπος της
εργασίας και μέσο παραγωγής (μιας και εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να είναι
συνδεδεμένος ως φυσικό σώμα με τη γη). Δεύτερον, η γη είναι κατ’ εξοχήν φυσικής
προέλευσης και όχι δημιουργημένο από την εργασία μέσο παραγωγής. Οι σχέσεις
παραγωγής υφίστανται επίσης ακόμα ως εν μέρει αδιαφοροποίητες από τις φυσικής
προέλευσης σχέσεις των ανθρώπων προς αλλήλους και προς τη λοιπή φύση. Ακόμα δεν
έχει διεξαχθεί ο πλήρης διαχωρισμός των σχέσεων παραγωγής και από τις
παραγωγικές δυνάμεις.
Αδιαφοροποίητη παραμένει
επίσης, σε ορισμένο βαθμό, η διάρθρωση και εάν αντιπαραβάλουμε τον τρόπο
παραγωγής, το εποικοδόμημα, τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Η σχετική
αυτοτέλεια του εποικοδομήματος και των μορφών κοινωνικής συνείδησης στις μεταξύ
τους σχέσεις και έναντι του τρόπου παραγωγής, είναι αύξουσα επί φεουδαρχίας.
Συνεπώς, αύξων είναι και ο διαμεσολαβημένος χαρακτήρας του δεσμού τους.
Ταυτοχρόνως, χαρακτηριστικός είναι εδώ και ο ακόμα ανολοκλήρωτος διαχωρισμός
τους, [η διακριτή θέση και ο ρόλος ενός εκάστου των εν λόγω μερών και επιπέδων]
έναντι αλλήλων.
Στο προσκήνιο παραμένει η
διάρθρωση [ο διαμελισμός] της κοινωνίας ως προς το βαθμό και το χαρακτήρα της
σχέσης των μελών της κοινωνίας προς τους φυσικής προέλευσης δεσμούς. Αναφέραμε
ήδη, κατά την εξέταση της δουλοκτητικής κοινωνίας, ότι οι διαφορές ως προς τη
βαθμίδα και τον χαρακτήρα της σχέσης των μελών της κοινωνίας προς τους φυσικής
προέλευσης δεσμούς δεν συνιστούν απλώς διαφορές εντός των φυσικής προέλευσης
δεσμών αφ’ εαυτών: με την εμφάνιση και ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αυτές
οι διαφορές καθορίζονται όλο και περισσότερο από τη διάθλαση των σχέσεων της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας μέσω των φυσικής προέλευσης δεσμών. Τέτοιες είναι οι
διαφορές των κατεστημένων τάξεων.*
Η ταξική διαίρεση της κοινωνίας διαδραματίζει άγοντα ρόλο στην ανάπτυξη της
φεουδαρχίας, ωστόσο, υφίσταται και εκδηλώνεται μέσω της διαίρεσης σε
κατεστημένες τάξεις.
Αξιοσημείωτο είναι το
γεγονός, ότι χαρακτηριστικό της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι η μη σύμπτωση
της διαίρεσης σε κατεστημένες και κοινωνικές τάξεις. Οι δούλοι είναι καθ’ όλα
αποκλεισμένοι από την διαίρεση βάσει των κατεστημένων τάξεων, εφ’ όσον
παραμένουν ακριβώς δούλοι και δεν καταλαμβάνουν κάποια ενδιάμεση θέση μεταξύ
δούλων και ελεύθερων. Οι δουλοκτήτες –υπό αυτή την ιδιότητά τους– δεν
ξεχωρίζουν ως ειδική κατεστημένη τάξη. Χαρακτηριστικό της φεουδαρχικής
κοινωνίας είναι πλέον η σύμπτωση της διαίρεσης σε κατεστημένες και
κοινωνικές τάξεις, αν και, όπως είναι φυσικό, δεν παρατηρείται μία πλήρης
σύμπτωση: οι αγρότες ανήκουν σε μία κατεστημένη τάξη, ενώ σημαντικό μέρος (πλην
όμως όχι το σύνολο) των ιδιωτών ιδιοκτητών, στην ανεπτυγμένη φεουδαρχική
κοινωνία ανήκει σε μερικές κατεστημένες
τάξεις οι οποίες αθροιστικά περιλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο της [κοινωνικής] τάξης των ιδιωτών γαιοκτημόνων
(π.χ. δούκες, ευπατρίδες, κλήρος φερ’ ειπείν στη Γερμανία του 14ου
αι.).
Με αυτή τη σημαντικά
μεγαλύτερη (εν συγκρίσει με της δουλοκτητικής κοινωνίας) σύμπτωση της
κατεστημένης με την κοινωνική διαίρεση σε τάξεις, επί φεουδαρχίας εκδηλώνεται η
ύπαρξη ενός ποιοτικώς νέου σταδίου της ανάπτυξης των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
και μετασχηματισμού των φυσικής προέλευσης σχέσεων από την τελευταία.
Στη δουλοκτητική κοινωνία
αδιαμφισβήτητα υπερτερούσε η σχέση των δουλοκτητών προς το δούλο ως προς
αντικείμενο, ως προς μέσο παραγωγής. Ωστόσο, στο βαθμό που ισχύει αυτό, η
σχέση μεταξύ δούλου και δουλοκτήτη δεν είναι μια σχέση παραγωγής μεταξύ διαφορετικών
ανθρώπων, αλλά συνιστά μια σχέση ανθρώπου προς μέσο παραγωγής (προς
το δούλο). Επί φεουδαρχίας, η κατάσταση κατά την οποία υπερτερεί η σχέση προς
τον άμεσο παραγωγό ως προς αντικείμενο, αρχίζει να αντικαθίσταται από την
κατάσταση κατά την οποία υπερτερεί η σχέση προς αυτόν [τον παραγωγό] ως προς
υποκείμενο. Ωστόσο, εδώ έχουμε ακόμα την ίδια την περίοδο της μετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη
[κατάσταση] στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορικής ανάπτυξης. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο εάν η σχέση του δουλοκτήτη προς το δούλο είναι κατά κύριο λόγο μια σχέση
ανθρώπου προς την υπόλοιπη φύση (στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο δούλος), εάν ο
δουλοκτήτης αντιμετωπίζει τον δούλο ως μέσο παραγωγής που ανέκυψε από τη φύση,
η σχέση του φεουδάρχη προς τον άμεσο παραγωγό είναι μία σχέση μεταβατική από
την αντιμετώπισή του ως μέσο παραγωγής, προς την αντιμετώπισή του ως άνθρωπο.
Επί δουλοκτητικής κοινωνίας οι δούλοι, ως επί το πλείστον, δεν συνιστούν ακόμα
κατηγορία [τάξη] κυριολεκτικά ανθρώπων, αλλά μια κατηγορία μέσων παραγωγής,
φυσικών σωμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μέσα παραγωγής, καθ’ όσον οι
σχέσεις μεταξύ της τάξης των δουλοκτητών και της τάξης των δούλων δεν συνιστούν
σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν
παρεισφρέουν ακόμα κατά αποφασιστικό τρόπο στο εσωτερικό της ίδιας της
παραγωγικής διαδικασίας. Παρ’ όλα αυτά αποδεικνύεται ότι είναι [και]
σχέσεις παραγωγής, διότι οι δούλοι παραμένουν άνθρωποι, και εντός της σχέσης
δουλοκτήτη και δούλου ως [σχέσης] υποκειμένου και αντικειμένου, ενυπάρχει –ως
υπηγμένη μεν πλην όμως ουσιωδώς διακριτή στιγμή – η σχέση δουλοκτήτη και δούλου
ως αμοιβαία σχέση υποκειμένων. Επί φεουδαρχίας, για πρώτη φορά στην ιστορία της
ανθρωπότητας οι εκμεταλλευτές αρχίζουν να σχετίζονται προς τους υφιστάμενους
την εκμετάλλευση ως προς κάτι το οποίο είναι δεσμευμένο από «φυσικής
προέλευσης» δεσμό (μέσω της σχέσης προς τη γη), ως προς μέσα παραγωγής και
συνάμα, ταυτοχρόνως οι σχέσεις αυτές μεταξύ εκμεταλλευτών και υφιστάμενων την
εκμετάλλευση μετατρέπονται σε αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ υποκειμένων, δηλ. σε
καθαυτό σχέσεις παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι καθ’ εαυτώ σχέσεις
παραγωγής μεταξύ εκμεταλλευτών και υφιστάμενων την εκμετάλλευση, για πρώτη φορά
στην ιστορία της ανθρωπότητας αποκτούν σχετικά αυτοτελή ύπαρξη, χωρίς ωστόσο,
να έχουν ακόμα απαλλαγεί οριστικά από το περίβλημα των «φυσικής προέλευσης»
σχέσεων.
Απ’ εδώ έπεται, ότι τα όρια
των βασικών [κοινωνικών] τάξεων της φεουδαρχικής κοινωνίας πρέπει να
συμπίπτουν, σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι τα όρια της [κοινωνικής]
τάξης των δουλοκτητών, με την κατεστημένη διαίρεση. Η κάθε μία από αυτές [τις τάξεις] με σημαντικά
μεγαλύτερη σαφήνεια απαρτιζόταν από μια κατεστημένη τάξη, είτε από ομάδα κατεστημένων
τάξεων. Και αυτό αφορούσε πρωτίστως την τάξη των υφιστάμενων την εκμετάλλευση,
διότι οι υφιστάμενοι την εκμετάλλευση επί φεουδαρχίας, για πρώτη φορά στην
ιστορία, δεν εντάσσονται στη ζωή της κοινωνίας μόνον υπό την ιδιότητα του μέσου
παραγωγής, αλλά επίσης και υπό την ιδιότητα των μελών των σχέσεων παραγωγής.
Στη δουλοκτητική κοινωνία
οι σχέσεις παραγωγής ως σχετικά αυτοτελείς [σχέσεις] έχουν θέση κατά κύριο λόγο
στις σχέσεις μεταξύ δουλοκτητών. Οι
σχέσεις παραγωγής δεν ήταν διακριτές ως σχετικά αυτοτελείς εντός της ίδιας της
παραγωγικής διαδικασίας: οι
σχέσεις παραγωγής ως σχετικά αυτοτελείς σχέσεις έχουν θέση ακόμα στη σφαίρα της
κατανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης ως διαφορετικές από την καθαυτό
παραγωγική διαδικασία. Μόνον επί
φεουδαρχίας οι σχέσεις παραγωγής αρχίζουν για πρώτη φορά να παρεισφρέουν κατά
αποφασιστικό τρόπο στο εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας, να διακρίνονται
εντός της, αν και ακόμα δεν διακρίνονται πλήρως [ως σχέσεις παραγωγής].
Αντίστοιχη
της ευρείας [κλίμακας] χρήσης χειροκίνητων σιδηρών εργαλείων γεωργικής εργασίας
είναι σε τελευταία ανάλυση η ιδιωτική ιδιοκτησία επί των μέσων γεωργικής
εργασίας. Η ευρείας κλίμακας χρήση χειροκίνητων σιδηρών εργαλείων γεωργικής
εργασίας καθίσταται, σε τελευταία ανάλυση, μη συμβατή με τη χρήση δουλικής
εργασίας, διότι η χρήση του σιδήρου διανοίγει ριζικά νέες, απροσμέτρητα
ευρύτερες και βαθύτερες δυνατότητες δημιουργίας περίπλοκων ως προς τη μορφή και
την κατασκευή, ισχυρότερων –απ’ ότι τα λίθινα, τα ξύλινα, τα χάλκινα, τα ορειχάλκινα–
εργαλείων. Εν τω μεταξύ οι δουλοκτητικές σχέσεις, στο βαθμό που αναπτύσσονται,
στο βαθμό που μετατρέπουν το δούλο σε αντικείμενο, σε «ομιλούν εργαλείο»,
λειτουργούν όλο και περισσότερο ως ανασχετικές της κοινωνικής ανάπτυξης.
Μόνο με την κατάργηση της
δουλείας μπορούσε να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για τη διάδοση και τελειοποίηση
των σιδηρών γεωργικών εργαλείων. Ωστόσο, η χρήση της γης, αυτού του μέσου
παραγωγής το οποίο ανέκυψε από τη φύση, ως βασικού μέσου παραγωγής, δεν
επέτρεπε την υπέρβαση εκείνου του φυσικής προέλευσης δεσμού των ανθρώπων με τη
γη, άρα και μεταξύ των ανθρώπων, δηλ. δεν επέτρεπε την πλήρη εξάλειψη της
σωματικής εξάρτησης των υφιστάμενων την εκμετάλλευση παραγωγών από τους
εκμεταλλευτές. Αυτό [το τελευταίο γεγονός] είχε, σε τελική ανάλυση, ανασχετική
επίδραση στη διάδοση και τελειοποίηση των σιδηρών εργαλείων. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να σχηματισθεί μια ιστορική μορφή κοινωνίας κατά την οποία οι
υφιστάμενοι την εκμετάλλευση άμεσοι παραγωγοί: πρώτον, σχετίζονται ως ιδιώτες
ιδιοκτήτες μέσων γεωργικής εργασίας προς τους εκμεταλλευτές ως ιδιώτες
γαιοκτήμονες, δεύτερον, εξακολουθούν συνάμα να παραμένουν συνδεδεμένοι με τη γη
με φυσικής προέλευσης δεσμό, ενώ διαμέσου της φυσικής προέλευσης σχέσης τους
προς τη γη, είναι συνδεδεμένοι με τέτοιου επίσης είδους δεσμό και με τον
εκμεταλλευτή, ο οποίος πρεσβεύει και αυτός από αυτή την άποψη τον εκ φύσεως
[δεδομένο], τον φυσικό ιδιοκτήτη της γης. Ο ίδιος ο γαιοκτήμων [ιδιοκτήτης γης]
αυτού του τύπου ανήκει με τη σειρά του στη γη ως παρακολούθημά της.
Ο άμεσος παραγωγός με τα
δικά του μέσα γεωργικής εργασίας μισθώνεται τρόπον τινά από τον ιδιώτη
γαιοκτήμονα, ενώ ο ιδιώτης γαιοκτήμονας τον ανταμείβει τρόπον τινά για την
[παρασχεθείσα] εργασία του και για τα χρησιμοποιηθέντα από τον άμεσο παραγωγό
μέσα εργασίας. Εδώ υπάρχει πλέον σε μη ανεπτυγμένη μορφή μια εμπορευματική
σχέση και η [συνακόλουθη] αντιστροφή στην επιφάνεια των πραγματικών σχέσεων:
δημιουργείται η αντικειμενική φαινομενικότητα [κατά την οποία φαίνεται] ότι ο
γαιοκτήμων ευεργετεί τον άμεσο παραγωγό. Ωστόσο, ο γαιοκτήμονας σε αυτή τη
σχέση δεν παράγει τίποτε με δική του εργασία, παρά μόνο οικειοποιείται μέρος
της εργασίας του άμεσου παραγωγού. Αλλά η εμπορευματική σχέση δεν μπορεί να
είναι ανεπτυγμένη ενόσω κυριαρχεί η ιδιωτική γαιοκτησία, διότι αυτό που
διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στην παραγωγή των προϊόντων της γεωργίας είναι οι
φυσικές διαδικασίες, ενώ η εργασία του γεωργού ανάγεται μάλλον στη δημιουργία
των εξωτερικών όρων για την ροή αυτών των διαδικασιών (δηλ. δεν μετασχηματίζει
την εσωτερική φύση αυτών των διαδικασιών [δεδομένου ότι] η γη αποτελεί το
ουσιωδέστερο συστατικό στοιχείο [αυτής] της παραγωγής).
Ο γαιοκτήμων οικειοποιείται
μέρος του γεωργικού προϊόντος, ενώ [ένα άλλο] μέρος απομένει στον άμεσο
παραγωγό. Το μέρος εκείνο που περνά στα χέρια του γαιοκτήμονα, πρεσβεύει τη φεουδαρχική
πρόσοδο. Είναι κοινά αποδεκτό να θεωρείται η φεουδαρχική πρόσοδος
αποκλειστικά οικονομική σχέση. Εμείς θεωρούμε ότι εδώ πρόκειται περί ενός
μορφώματος, το οποίο [ως οικονομική σχέση] είναι λιγότερο ανεπτυγμένο απ’ όσο
συνήθως γίνεται αντιληπτό. Η φεουδαρχική πρόσοδος είναι η ιστορική μορφή
οικειοποίησης μέρους της εργασίας του άμεσου παραγωγού από τον φεουδάρχη, η
οποία υφίσταται παρούσης της διατηρούμενης ακόμα φυσικής προέλευσης σχέσης προς
τη γη. Η εν λόγω [φυσικής προέλευσης] σχέση εντάσσεται κατ’ ανάγκη ως στιγμή
στη φεουδαρχική πρόσοδο.
Όσο και εκμεταλλευτές και
υφιστάμενοι την εκμετάλλευση αντιμετωπίζουν τη γη ως φυσικής προέλευσης μέσο
παραγωγής, άρα, και την αμοιβαία σχέση τους ως φυσικής προέλευσης, τόσο αυτή η
σχέση είναι σταθερή [βιώσιμη], αναπαράγεται κατά τη διάρκεια της ζωής πολλών
γενεών και μεταβάλλεται βραδέως. Γι’ αυτό και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων
επί φεουδαρχίας αλλάζει με μεγάλη βραδύτητα, αν και ταχύτερα απ’ ότι επί δουλοκτητικής
κοινωνίας.
Όσο η εν λόγω σχέση
παραμένει φυσικής προέλευσης δεσμός με τη γη και μέσω αυτού [του δεσμού] –
μεταξύ των ανθρώπων, τόσο και οι κύριες συνεκτικές δυνάμεις αυτού του δεσμού
αποδεικνύεται ότι είναι οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για
την κοινότητα γενών και φυλών: τα ήθη και οι παραδόσεις. Στο βαθμό όμως που ο
φυσικής προέλευσης δεσμός αποσυντίθεται από τις σχέσεις της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας, ως βασική [συνεκτική] δύναμη προβάλλει ο πειθαναγκασμός.
Η φεουδαρχία, όπως και κάθε
αναπτυξιακή διαδικασία, διανύει το στάδιο της αρχής (της προετοιμασίας για την
εμφάνιση της ουσίας της), της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας της, της
διαμόρφωσης, της ωριμότητας, της παρακμής και της απονέκρωσής της.
Η προετοιμασία
εμφάνισης της φεουδαρχικής κοινωνίας, η
δημιουργία των ιστορικών προϋποθέσεών της διεξάγεται στα σπλάχνα της
δουλοκτητικής κοινωνίας. Οι σημαντικότερες αναγκαίες ιστορικές προϋποθέσεις της
φεουδαρχίας που σχηματίζονται στα σπλάχνα της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι:
πρώτον, η δημιουργία και διάδοση εργαλείων και όπλων από σίδηρο, και δεύτερον,
η μετεξέλιξη των υποστατικών των δουλοκτητικών γαιοκτησιών [εκμεταλλεύσεων] σε μεγάλα
υποστατικά. Πρωταρχική εμφάνιση της φεουδαρχίας είναι η ίδια η περίοδος
της αντικατάστασης του δουλοκτητικού σχηματισμού από τον φεουδαρχικό.
Το στάδιο της
διαμόρφωσης της φεουδαρχίας, είναι το
στάδιο εκείνο, κατά τη διάρκεια του οποίου η κύρια μάζα των αγροτών αποκτά ως ιδιοκτησία της τα μέσα
της γεωργικής εργασίας και αγροτεμάχιο προς κληρονομικά διαβιβαζόμενη [απλή]
χρήση [νομή], ενώ οι φεουδάρχες μετατρέπονται σε κληρονομικούς κτήτορες της γης
[αποκτούν την κληρονομικά διαβιβαζόμενη κυριότητα επί της γης].
Η ωριμότητα, η άνθιση
[ακμή] της φεουδαρχίας
επιτυγχάνεται όταν και όποτε, διατηρούμενου του φυσικής προέλευσης δεσμού του
άμεσου παραγωγού με τη γη και με τον ιδιοκτήτη της γης, ο άμεσος παραγωγός –
γεωργός διαθέτει τα μέγιστα κίνητρα [ενδιαφέρεται στο μέγιστο βαθμό] για την
εργασία του και για τα αποτελέσματά της. Αυτό όμως γίνεται εφικτό μόνο στην
περίπτωση κατά την οποία ο άμεσος παραγωγός – γεωργός έχει ως ιδιοκτησία του τα
μέσα της γεωργικής του εργασίας και του έχει αποδοθεί από τον φεουδάρχη
ορισμένο αγροτεμάχιο προς απαραβίαστη κληρονομικά διαβιβαζόμενη χρήση, δηλ. εδώ
πρόκειται περί τέτοιας κληρονομικά διαβιβαζόμενης χρήσης, η παραβίαση της
οποίας από τον μεν είτε τον δε φεουδάρχη
είτε από τον μεν είτε τον δε άμεσο παραγωγό – γεωργό, συνιστά παράβαση των
κανονικών σχέσεων. Όσο τηρείται το απαραβίαστο της κληρονομικά διαβιβαζόμενης
χρήσης του αγροτεμαχίου, η κατοχή των γαιών σχεδόν μετεξελίσσεται σε δικαίωμα
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης, δηλ. επιτυγχάνεται εκείνο το όριο κατοχής
της γης, πέραν του οποίου, κείται το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της
γης*.
Αντίστοιχη στο μέγιστο
βαθμό τέτοιου είδους σχέσης του άμεσου παραγωγού προς τη γη, είναι η
απαραβίαστη κληρονομικά διαβιβαζόμενη ιδιοκτησία των φεουδαρχών επί της
γης. Ωστόσο, η ιδιοκτησία των φεουδαρχών επί της γης, κατά το στάδιο της ακμής,
της ωριμότητας της φεουδαρχίας, δεν μπορεί να είναι καθαρά ιδιωτική είτε ως επί
το πλείστον ιδιωτική ιδιοκτησία. Η τελευταία είναι μη συμβατή με το απαραβίαστο
της κληρονομικά διαβιβαζόμενης κυριότητας επί των γαιών. Το δικαίωμα της
καθαρά ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί της γης συνδέεται απαραιτήτως με το δικαίωμα
της ελευθερίας της διαθήκης**. Ωστόσο, ύψιστη έκφραση του απαραβίαστου της κληρονομικά
διαβιβαζόμενης κυριότητας των φεουδαρχών επί των γαιών είναι τα πρωτοτόκια – η
κληρονομική μεταβίβαση της γης ακριβώς στον πρωτότοκο υιό [του φεουδάρχη].
Στον ίδιο τον πυρήνα
τέτοιου είδους σχέσεων εμπεριέχεται –εκτός από τις ιστορικής προέλευσης
κοινωνικές σχέσεις– ο φυσικής προέλευσης δεσμός μεταξύ των φεουδαρχών. Όσο
υπάρχουν μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις [υποστατικά] η σταθερότητα των μεγάλων
γαιοκτησιών μπορούσε να διασφαλισθεί μόνο μέσω ενός συστήματος ενδιάμεσων
γαιοκτημόνων. Εάν λειτουργεί ως άμεση
παραγωγική μονάδα το υποστατικό του άμεσου παραγωγού – γεωργού, ο οποίος
καλλιεργεί το κληρονομικά διαβιβαζόμενο αγροτεμάχιο με τη βοήθεια των μέσων
γεωργικής εργασίας που του ανήκουν, τότε η διάρθρωση εκείνη της τάξης των
φεουδαρχών που αντιστοιχεί τα μέγιστα σε αυτή την παραγωγική δομή είναι, σε
τελευταία ανάλυση, η ιεραρχική γαιοκτησία των φεουδαρχών. Και ύπατος εκφραστής
αυτής της ιεραρχίας καταλήγει να είναι ο ανώτατος φεουδάρχης – γαιοκτήμων: ο
βασιλεύς, ο τσάρος κ.ο.κ.
Όλο αυτό το σύστημα στο
βαθμό που έχουν θέση [σε αυτό] οι φυσικής προέλευσης δεσμοί, διατηρείται μέσω
της ισχύος των ηθών και των παραδόσεων (οι δεσμοί αυτοί λειτουργούν ως
[συνεκτική] μεμβράνη και των σχέσεων μεταξύ φεουδαρχών και άμεσων παραγωγών –
γεωργών, και των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ φεουδαρχών). Στο βαθμό δε που
αναπτύσσονται οι σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, οι ταξικές ανταγωνιστικές
σχέσεις, το κύριο μέσο διατήρησης και ανάπτυξης αυτού του συστήματος εν συνόλω
είναι ο πειθαναγκασμός [η καταστολή].
Η μορφή γαιοπροσόδου που αντιστοιχεί στο μέγιστο βαθμό στην ώριμη φεουδαρχία είναι επίμορτος [με απόδοση γεώμορου, μέρους της εσοδείας, από τον καλλιεργητή στον κύριο του αγρού] στην εν τω γίγνεσθαι φεουδαρχία –[εκείνη που καταβάλλεται] μέσω εκδουλεύσεων [αγγαρειών] ενώ στην φθίνουσα [αποσυντιθέμενη] φεουδαρχία – η χρηματική φεουδαρχική γαιοπρόσοδος.
Το στάδιο της σήψης, του
θανάτου της φεουδαρχίας. Ως όριο
της εκτατικής ανάπτυξης της φεουδαρχίας λειτουργεί η χρησιμοποίηση του
συνόλου των εκτάσεων της γης, των οποίων η καλλιέργεια είναι εφικτή με τη
βοήθεια σιδηρών εργαλείων εργασίας. Η εκτατική ανάπτυξη της φεουδαρχίας
διεξάγεται, σε τελευταία ανάλυση, βάσει της τελειοποίησης των σιδηρών μέσων
γεωργικής εργασίας και της ανάπτυξης ενός πολιτισμού χρήσης της γης. Εκτός
αυτού η εξάλειψη της δουλείας –αν όχι αμέσως, τουλάχιστον σε τελευταία ανάλυση–
θα έπρεπε να οδηγήσει και σε αναζήτηση διασφάλισης εργασίας, σε αύξηση της
ανάγκης εργασιακής δύναμης, σε αύξηση των κινήτρων [του ενδιαφέροντος] προς
αναβάθμιση της παραγωγικότητας της εργασίας, γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η
χρήση φυσικών δυνάμεων (της δύναμης του νερού, του ανέμου, των ταύρων, των
χρησιμοποιούμενων στην άροση [των αροτριώντων] ευνουχισμένων βοοειδών, των
ίππων) για να τεθούν σε κίνηση μέσα της εργασίας, άρχισε ήδη προ της
φεουδαρχίας, μόνον επί φεουδαρχίας έγινε ευρείας κλίμακας και χαρακτηριστικό
γνώρισμα [αυτής της κοινωνίας]. Τα κατασκευασμένα από σίδηρο μέσα επεξεργασίας
της γης, από τη φύση τους (σκληρότητα και ανθεκτικότητα) διάνοιγαν δυνατότητες
για την ευρείας κλίμακας αξιοποίηση σκληρών γαιών. Ωστόσο, για την πραγμάτωση
αυτών των δυνατοτήτων, απαιτούταν επίσης και κινητήριος δύναμη ισχυρότερη από
αυτήν του ανθρώπου, και αποδοτικότερη από τη δύναμη των ταύρων και των
βοοειδών. Τέτοιου είδους ήταν τελικά η δύναμη του ίππου. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα της φεουδαρχίας είναι, από αυτή την άποψη, η πλήρης και ευρεία χρήση
της δύναμης του ίππου (χάρη στη διάδοση της σύγχρονης ζευκτήριας σαγής
[ιπποσκευής], της σαγής υποζυγίων με μαλακό περιαυχένιο [λαιμαριά], με ιμάντες
ζεύξης και ρυμό*, καθώς επίσης και των σιδηρών πετάλων).
Η εξάλειψη της δουλείας και
η εγκαθίδρυση των φεουδαρχικών σχέσεων οδήγησε σε ενίσχυση του ενδιαφέροντος
των άμεσων παραγωγών προς τελειοποίηση των μέσων εργασίας που αφορούσαν την
επεξεργασία των προϊόντων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Όλα αυτά διάνοιξαν
δυνατότητες για τη χρήση μέσων εργασίας, τα οποία ήταν πιο περίπλοκα από εκείνα
που χρησιμοποιούσαν οι δούλοι.
Η προετοιμασία ρουχισμού
απαιτούσε [τότε] τις πλέον περίπλοκες προσαρμογές μεταξύ των προς επεξεργασία
[μεταποίηση] προϊόντων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Στην εποχή της
φεουδαρχίας γνώρισαν ευρεία διάδοση και τελειοποιήθηκαν οι κλωστικές και
υφαντικές μηχανές [αργαλειοί], οι οποίες διέφεραν ριζικά από εκείνες που ήταν
διαδεδομένες στον αρχαίο κόσμο.
Η τελειοποίηση των σιδηρών
μέσων εργασίας και εξοπλισμών, η όλο και ευρύτερη χρήση του σιδήρου για την
κατασκευή μέσων επεξεργασίας της γης και των προϊόντων της γεωργίας και της
κτηνοτροφίας, δημιούργησαν ζωτική ανάγκη για την ανάπτυξη της εξόρυξης
σιδηρομεταλλεύματος και της μεταλλουργίας και για την τελειοποίηση των
ξυλουργικών και τορνευτηρίων εργαλείων.
Η εργασία [που απαιτείται]
για την επεξεργασία προϊόντων γεωργίας, κτηνοτροφίας και εξόρυξης (ορυκτών),
καθώς και η εργασία για την κατασκευή μέσων εργασίας περιπλέκονται, γεγονός που
οδηγεί σε τελευταία ανάλυση στον διαχωρισμό –τώρα πλέον σε φεουδαρχικές
συνθήκες– της χειροτεχνίας από τη γεωργία. Η αρκούντως υψηλή παραγωγικότητα της
εργασίας, παρείχε τη δυνατότητα γι’ αυτόν [τον διαχωρισμό].
Ο διαχωρισμός της
χειροτεχνίας από τη γεωργία και την κτηνοτροφία δρομολογήθηκε [αρχικά] ήδη από
τη μετάβαση στην κτηνοτροφία και τη γεωργία. Υφίστατο και αναπτυσσόταν και στη
δουλοκτητική κοινωνία. Η χειροτεχνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά
ξεχωριστό είδος εργασίας, το οποίο έγκειται στη δευτερογενή, τριτογενή κλπ...
επεξεργασία [μεταποίηση] των προϊόντων της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και του
πορισμού [της εξόρυξης φυσικών πόρων] κατά κύριο λόγο μέσω χειροκίνητων
εργαλείων εργασίας σε μικρή και μεσαία κλίμακα.
Η χειροτεχνία, η οποία
αναπτύσσεται επί φεουδαρχίας και συγκεντρώνεται στις πόλεις, παραμένει
ενταγμένη στις φεουδαρχικές σχέσεις.
Οι χειροτέχνες – κάτοικοι
των πόλεων –αρχικά παραμένουν φεουδαρχικά εξαρτημένοι. Λόγω του γεγονότος ότι
υπερτερεί η φυσική οικονομία, η αγορά για τη διάθεση [των προϊόντων] είναι
σχετικά μικρή. [Επομένως, και] η ανάπτυξη της αγοράς, -όπως άλλωστε και η
ανάπτυξη [συνολικά] της φεουδαρχίας–
διεξάγεται με μεγάλη βραδύτητα. Εξ ου και τα αυστηρά προκαθορισμένα
[διατεταγμένα] πλαίσια της χειροτεχνικής παραγωγής, ο περιορισμός της κλίμακάς
της. Περιορισμένη αγορά, πάλη κατά της αυθαιρεσίας των φεουδαρχών και φυγή
δουλοπάροικων που έβρισκαν καταφύγιο στις πόλεις, αποτέλεσαν τα κατ’ εξοχήν
αίτια της ενοποίησης των χειροτεχνών σε συντεχνίες [σινάφια] και –σε οριακή
περίπτωση– σε ένωση συντεχνιών. Χαρακτηριστικό της ανεπτυγμένης φεουδαρχίας
είναι η δημιουργία κέντρων φεουδαρχικά οργανωμένης χειροτεχνίας. Όπως η μικρή
εκμετάλλευση [υποστατικό] του γεωργού, ο οποίος κατείχε κληρονομικά ένα μικρό
αγροτεμάχιο, ήταν ο βασικός παραγωγικός πυρήνας της γεωργίας, έτσι και στις
πόλεις, που αντιστοιχούσαν στην ανεπτυγμένη φεουδαρχία, η χειροτεχνία ήταν
κληρονομική με [χαρακτηριστικό στοιχείο] την [κληρονομική] μεταβίβαση του
εργαστηρίου, των μέσων εργασίας κλπ... Οι χειροτέχνες μπορούσαν επίσης να καλλιεργούν
και αγροκτήματα.
Η [περαιτέρω] ανάπτυξη του
διαχωρισμού της γεωργίας από την χειροτεχνία είχε τεράστια σημασία στην ιστορία
της φεουδαρχίας και στη μετέπειτα ιστορία της κοινωνίας. Ξεχώριζε η φεουδαρχική
χειροτεχνία από τη φεουδαρχική γεωργία. Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο,
αναβαθμιζόταν σε ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο και ο διχασμός μεταξύ «φυσικής
προέλευσης» δεσμών και ιστορικής προέλευσης σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Η κατασκευή και διάδοση δημιουργημένων από την εργασία μέσων παραγωγής, αποτέλεσε
τη βάση των σχέσεων ιδιωτικής ιδιοκτησίας στη φεουδαρχική γεωργία, [ενώ] η
χρήση της γης –αυτού του κατά κύριο λόγο φυσικής προέλευσης μέσου παραγωγής–
αποτέλεσε τη βάση των «φυσικής προέλευσης» δεσμών στη φεουδαρχική γεωργία. Στη
φεουδαρχική γεωργία η γη ήταν το καθοριστικό μέσο παραγωγής. Τουναντίον, στη
φεουδαρχική χειροτεχνία καθοριστικά μέσα παραγωγής ήταν τα δημιουργημένα από
την εργασία μέσα παραγωγής. Ο αποχωρισμός της χειροτεχνίας ήταν ακριβώς εκείνο
που προσέδωσε στη διάκριση των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σχετικά
αυτοτελές πεδίο ύπαρξης. [Και αυτό συνέβη] παρά το γεγονός ότι εν συνόλω, στα
πλαίσια της ανεπτυγμένης φεουδαρχίας αλλά και της φεουδαρχίας εν γένει, η
γεωργία παρέμενε το κεφαλαιώδους σημασίας είδος εργασίας, ενώ η χειροτεχνία
είχε ρόλο υπηγμένο και εξαρτημένο.
Επί φεουδαρχίας η
χειροτεχνία αναπτυσσόταν επί ποιοτικώς άλλης βάσης, εντός ποιοτικώς
διαφορετικού περιβάλλοντός και σε τελευταία ανάλυση αναπτυσσόταν από ποιοτικής
απόψεως διαφορετικά, έναντι της χειροτεχνίας επί δουλοκτητικής κοινωνίας. Οι
δυνατότητες διάδοσης της χειροτεχνίας δεν εδράζονταν στην ίδια την ουσία της
κοινωνίας ούτε επί πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, ούτε και επί δουλοκτητικής
κοινωνίας. Τουναντίον, επί φεουδαρχικής κοινωνίας: πρώτον, η ανάπτυξη των μέσων
της εργασίας, ακολουθεί κατά κύριο λόγο κατασκευές που δεν αποτελούνται από
λίθο, ξύλο, χαλκό και ορείχαλκο, αλλά από σίδηρο, δηλ. από ένα υλικό, το οποίο
–ως προς τη φύση του– για πρώτη φορά είναι
αντίστοιχο μέσων εργασίας, τα οποία δεν είναι φυσικής προέλευσης αλλά
έχουν δημιουργηθεί δια της εργασίας, και δεύτερον, η κύρια μάζα των
άμεσων παραγωγών διαθέτει ιδιοκτησία επί των μέσων εργασίας, γεγονός το οποίο
ποτέ δεν υπήρξε κατά το παρελθόν.
Ο αποχωρισμός της
φεουδαρχικής χειροτεχνίας είναι η αρχή της κεφαλαιοκρατίας, η προπαρασκευαστική
βαθμίδα για την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας. Ωστόσο, η ουσία της
κεφαλαιοκρατίας ακόμα δεν έχει ανακύψει, ακόμα δεν υφίσταται κεφαλαιοκρατία.
Στο βαθμό που αυξάνει η
παραγωγικότητα της γεωργικής εργασίας, διαχωρίζεται η χειροτεχνία από τη
γεωργία και η χειροτεχνία συγκεντρώνεται στις πόλεις, αυξάνει και η ανταλλαγή
πλεονασμάτων προϊόντων, αναπτύσσονται οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις,
αλλά η ανάπτυξη αυτή βρίσκεται σε αντιστοιχία με τους ρυθμούς ολόκληρης της
φεουδαρχικής ανάπτυξης και είναι εξαιρετικά βραδεία. Εν τούτοις, η αγορά
βαθμηδόν αναπτύσσεται, διευρύνεται και η κλίμακά της και η ποικιλία των
αντικειμένων που φτάνουν στην αγορά. Οι δυνατότητες ανάπτυξης της αγοράς
καθορίζονται προπαντός και κατά κύριο λόγο από τις δυνατότητες ανάπτυξης της
χειροτεχνίας, οι οποίες είναι επί φεουδαρχίας κατ’ αρχήν ευρύτερες και
βαθύτερες απ’ ότι κατά τα προγενέστερα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
Η αποσύνθεση των φεουδαρχικών σχέσεων μπορεί να ακολουθήσει δύο οδούς οι οποίες δεν έχουν ίσες πιθανότητες επικράτησης. Η πρώτη οδός, η πλέον πιθανή, είναι η μετάβαση των γεωργών από τους φεουδάρχες στη χρηματική [γαιο-] πρόσοδο και η ενίσχυση της εκμετάλλευσης των φεουδαρχικά εξαρτημένων αγροτών, λόγω της αύξησης των αναγκών του φεουδάρχη για προϊόντα που αποκτώνται στην αγορά. Η δεύτερη οδός (κατά τη φαινόμενα με τις λιγότερες πιθανότητες) – είναι η σταδιακή μετατροπή των αγροτών (κληρονομικά κατόχων αγροτεμαχίου), σε ελεύθερους ιδιώτες ιδιοκτήτες αυτών των γαιών. Η οδός αυτή είναι εφικτή σε συνθήκες αδυσώπητου αλληλοσπαραγμού, αλληλοεξόντωσης των φεουδαρχών στις μεταξύ τους συρράξεις και διατήρησης της κοινοτικής αλληλεγγύης των αγροτών.
Κατά παρόμοιο τρόπο με
τον δουλοκτητικό σχηματισμό, [και] ο φεουδαρχικός σχηματισμός δεν μπορεί να
μεταβεί στο επόμενο, στο πλέον ανεπτυγμένο στάδιο της διαμόρφωσης της
ανθρώπινης κοινωνίας δια της οδού της ταξικής πάλης της βασικής τάξης που
υφίσταται την εκμετάλλευση. Όπως ίδιον της έναρξης της κρίσης της
δουλοκτητικής κοινωνίας είναι οι μεγάλες εξεγέρσεις δούλων, χαρακτηριστικό και
της μετάβασης της φεουδαρχίας στο στάδιο της παρακμής της είναι οι μεγάλες
αγροτικές εξεγέρσεις. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι και οι εξεγέρσεις των δούλων και οι εξεγέρσεις των αγροτών
[δουλοπάροικων] συγκλόνιζαν το υφιστάμενο καθεστώς, δεν είχαν προοπτικές: σε
περίπτωση νίκης το μόνο που ήταν εφικτό ήταν είτε η επιστροφή σε αυτό, εναντίον
του οποίου διεξαγόταν ο αγώνας, είτε κάποια απόπειρα επανόδου στα πλέον πρώιμα
στάδια της ανάπτυξης. Τυχόν εναλλαγή του
καθ’ ενός από αυτούς τους σχηματισμούς ως αποτέλεσμα ενεργειών των βασικών
δυνάμεων που καθορίζουν το πρόσωπο αυτού του σχηματισμού, θα συνιστούσε άνωθεν
εναλλαγή. Αναφορικά με τον φεουδαρχικό σχηματισμό αυτό θα σήμαινε βαθμηδόν
προσαρμογή των φεουδαρχών στις αξιώσεις της αύξουσας παρουσίας της αγοράς και
[εκ μέρους τους] συνδρομή στην ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών
σχέσεων. Εν τω μεταξύ, το ενδεχόμενο εναλλαγής των σχηματισμών –και στις δυο
περιπτώσεις– μέσω επανάστασης εκ των άνω, έχει λίγες πιθανότητες να εκδηλωθεί.
Δεδομένου ότι αναφερθήκαμε στην πρώτη
περίπτωση νωρίτερα, θα σταθούμε στη δεύτερη. Ίδιον της φεουδαρχίας είναι η
βραδύτητα της ανάπτυξης, ο τεράστιος ρόλος των ηθών, των παραδόσεων και η βιωσιμότητα
των φυσικής προέλευσης δεσμών, οι οποίοι εξακολουθούν να διατηρούνται. Οι
φεουδάρχες είναι προϊόν αλλά και συνιστώσα τέτοιου τύπου κοινωνίας. Γι’ αυτό
και προσαρμόζονται στην αύξουσα διείσδυση των εμπορευματικών και χρηματικών
σχέσεων, προβάλλοντας αντίσταση σε αυτήν με κάθε τρόπο. Και όταν οι
εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις θα έχουν αναπτυχθεί, θα έχουν αποκτήσει
ώριμες μορφές, θα αναπτυχθούν πλέον και οι μη φεουδαρχικές κοινωνικές δυνάμεις
οι οποίες θα σαρώσουν την φεουδαρχία.
Η άνωθεν επανάσταση,
αποτέλεσμα της οποίας είναι η αντικατάσταση του φεουδαρχικού σχηματισμού από
τον κεφαλαιοκρατικό, προσεγγίζει σε κάποιο βαθμό την καθαρή μορφή της και
λαμβάνει χώρα όταν και όπου οι φεουδάρχες αλληλοεξοντώνονται σε εμφύλιες
συρράξεις και τη θέση τους καταλαμβάνουν ιδιοκτήτες οι οποίοι έχουν αναπτυχθεί
σχεδόν αποκλειστικά επί του εδάφους των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων.
Τα πράγματα διαφέρουν άρδην
επί κεφαλαιοκρατίας, όπου η μία εκ των βασικών τάξεων της κεφαλαιοκρατικής
κοινωνίας, η οποία γεννιέται από την εσωτερική ανάπτυξη της τελευταίας και
μάλιστα η τάξη η οποία υφίσταται την εκμετάλλευση, είναι ο φορέας του πλέον ανεπτυγμένου σταδίου
διαμόρφωσης της κοινωνίας.
Κατά τα δύο πρώτα στάδια
διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας –δουλοκτητικό και φεουδαρχικό– η εναλλαγή
των σταδίων δεν πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω δυνάμεων που έχουν
δημιουργηθεί από την εσωτερική τους ανάπτυξη, αλλά κατ’ εξοχήν λόγω της δράσης
δυνάμεων εξωτερικών, από το γεγονός ότι εδώ η εσωτερική
ανάπτυξη συνιστά πλέον την αναγκαιότητα και οι εξωτερικές δυνάμεις δρουν
ακριβώς επί της αναγκαίας εσωτερικής ανάπτυξης, διαθλώμενες με αυτή τη δράση
τους μέσω της εσωτερικής ανάπτυξης. Η εναλλαγή της δουλοκτητικής
κοινωνίας από τη φεουδαρχική μπορούσε να συμβεί κατά την επενέργεια επί της
δουλοκτητικής κοινωνίας μιας εξωτερικής έναντι αυτής και μη γεννημένης κατ’
αναγκαιότητα από αυτήν δύναμης – μιας δύναμης της κοινωνίας η οποία
βρισκόταν στη βαθμίδα της αποσύνθεσης του προηγούμενου σταδίου της κοινωνικής
ανάπτυξης. Η εναλλαγή της φεουδαρχικής κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατική
συμβαίνει επίσης μέσα από την πάλη εναντίον της φεουδαρχίας δυνάμεων εξωτερικών
έναντι αυτής, δυνάμεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, δηλ. [μιας κοινωνίας]
μελλοντικής έναντι αυτής [της φεουδαρχίας]. Η ουσιώδης διαφορά [με την εναλλαγή
της δουλοκτησίας] έγκειται στο γεγονός ότι εδώ πρόκειται περί μιας
εξωτερικής για την ουσία της φεουδαρχίας δύναμης, η οποία, ωστόσο, γεννιέται
από την εσωτερική ανάπτυξη της φεουδαρχίας. Ενώ η κεφαλαιοκρατία
εξαλείφεται από μιαν εσωτερική ως προς την ουσία της [εν λόγω κοινωνίας] δύναμη (από τη δύναμη του
προλεταριάτου), η οποία έχει γεννηθεί από την εσωτερική της ανάπτυξη.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η
πηγή αυτοανάπτυξης της κοινωνίας διαμορφώνεται σταδιακά. Όσο πλησιέστερα
βρισκόμαστε στην αρχή της διαμόρφωσής της, τόσο σημαντικότερη είναι η επίδραση που ασκούν στην εσωτερική
ανάπτυξη του εν λόγω σταδίου δυνάμεις ξένες προς αυτό το στάδιο της διαμόρφωσης
της ανθρώπινης κοινωνίας. Και αντιστρόφως.
Η παγκόσμια ιστορική
αναγκαιότητα της φεουδαρχίας έγκειτο στο γεγονός, ότι προπαντός και κατά κύριο
λόγο χάριν αυτού του σταδίου της ανάπτυξης, η γεωργία απέκτησε τη δυνατότητα να
φτάσει στο όριό της: στη χρήση όλων των κατάλληλων για γεωργική καλλιέργεια
[των αρόσιμων] εκτάσεων της Γης (και μάλιστα τέτοια γεωργική καλλιέργεια, κατά
την οποία η γη παραμένει ένα φυσικής προέλευσης μέσο παραγωγής και δεν
δημιουργείται τεχνητά). Χάριν αυτού του σταδίου η γεωργία συνενώθηκε εν τέλει
με την κτηνοτροφία, υπάγοντας την τελευταία στον εαυτό της. Χάριν αυτού του
σταδίου τα εργαλεία από σίδηρο έγιναν τα
κύρια, τα αποφασιστικής σημασίας μέσα γεωργικής εργασίας. Χάριν αυτού
του σταδίου άρχισαν να χρησιμοποιούνται σε ευρεία κλίμακα δυνάμεις της φύσης
(όχι μόνο των ταύρων και των ευνουχισμένων βοοειδών αλλά και του ίππου, των
υδάτων, του ανέμου) για να τεθούν σε κίνηση μέσα εργασίας. Χάριν αυτού του
σταδίου δημιουργήθηκαν δυνατότητες για τον διαχωρισμό σε μαζική, σε ευρεία
κλίμακα της χειροτεχνίας από τη γεωργία, δυνατότητες ριζικά διαφορετικές από
εκείνες που υπήρχαν κατά τα προγενέστερα στάδια.
Για πρώτη φορά στην ιστορία
οι βασικοί, οι χαρακτηριστικοί άμεσοι παραγωγοί έγιναν διακριτοί ως σχετικά
αυτοτελή υποκείμενα, ως καθαυτό μέλη των σχέσεων παραγωγής (παραμένοντας
ακόμα σε ορισμένο βαθμό και αντικείμενο, μέσο παραγωγής).
Το επίπεδο υλικής διαβίωσης
των υφιστάμενων φεουδαρχική εκμετάλλευση αγροτών, είναι αδιαμφισβήτητα ανώτερο
από το επίπεδο υλικής διαβίωσης των δούλων. Ο φεουδάρχης δεν ορίζει το σώμα, τη
ζωή του φεουδαρχικά εξαρτημένου αγρότη στο βαθμό εκείνο που όριζε εν γένει και
εν συνόλω ο δουλοκτήτης το σώμα και τη ζωή του δούλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η
ζωή του αγρότη επί φεουδαρχίας βελτιώθηκε εν συγκρίσει με τη θέση του δούλου.
Ωστόσο, συνάμα παρατηρείται και ενίσχυση της εκμετάλλευσης: ο φεουδάρχης αποσπά
μεγαλύτερο υπερπροϊόν απ’ ότι ο δουλοκτήτης, δηλ. αυξάνει φερ’ ειπείν, η
σχετική εξαθλίωση των υφιστάμενων την εκμετάλλευση. Η αύξηση του ενδιαφέροντος
[των κινήτρων] προς την εργασία των [παραγωγών] (και εξυπακούεται ότι επί
φεουδαρχίας αναβαθμίζεται το ενδιαφέρον των αγροτών) επιφέρει και αύξηση της
εντατικοποίησης της εργασίας.
Εκτός αυτού, το γεγονός ότι
ο αγρότης επί φεουδαρχίας συνιστά σε ριζικά διαφορετικό βαθμό υποκείμενο των
σχέσεων παραγωγής, σημαίνει επίσης ότι είναι ριζικά διαφορετική και η σχέση του
προς την εκμετάλλευση, προς την ανεξαρτησία, προς την ελευθερία. Όσο μεγαλύτερη
και βαθύτερη είναι η απόσπαση του ανθρώπου από τους «φυσικής προέλευσης»
δεσμούς και όσο μεγαλύτερη και βαθύτερη είναι η ένταξή του στις σχέσεις οι
οποίες ανέκυψαν ιστορικά, τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη είναι η συνειδητοποίηση
εκ μέρους του της ελευθερίας και της καταπίεσης, τόσο πιο έντονα βιώνει την
καταπίεση και τόσο πιο έντονα και ποικιλόμορφα επιδιώκει την ελευθερία.
Μπορούμε να πούμε, ότι η αρνητική σχέση προς την ανελευθερία και την καταπίεση
αυξάνει ευθέως ανάλογα του γίγνεσθαι του
ανθρώπου ως υποκειμένου των κοινωνικών σχέσεων.
3. Η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
Ο Κ. Μαρξ στο
έργο του «Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» όρισε την
κεφαλαιοκρατία ως τον τελευταίο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό της προϊστορίας
της ανθρωπότητας. Στο «Κεφάλαιο» και στα συνδεόμενα με αυτό έργα του, ο Κ. Μαρξ
μας έδωσε μια θεμελιώδη απεικόνιση (κατ’ εξοχήν δια του λογικού τρόπου) της
διαδικασίας ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, των νομοτελειών που τη διέπουν. Ο Β.
Ι. Λένιν, συνεχίζοντας και αναπτύσσοντας τις έρευνες του Κ. Μαρξ, αποκάλυψε με εξαιρετικό τρόπο τις
νομοτέλειες ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας κατά το στάδιο της σήψης και του
θανάτου της, στην εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Η εποχή της επαναστατικής
πάλης εναντίον της κεφαλαιοκρατίας, της επαναστατικής μετάβασης από την
κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό απαιτούσε και απαιτεί προπαντός και κατά κύριο
λόγο τη θεμελίωση του αναπόφευκτου του θανάτου της κεφαλαιοκρατίας. Συνεπώς,
[εδώ] εγείρεται στο προσκήνιο η εξέταση ακριβώς της κεφαλαιοκρατίας ως
παροδικού [χαρακτήρα] ιστορικού μορφώματος.
Από αυτή την άποψη, όλα τα
υπόλοιπα στάδια της ιστορίας της ανθρωπότητας προβάλλουν ομοιότυπα, ως σχηματισμοί.
Η κεφαλαιοκρατία είναι ένας σχηματισμός και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας
της ανθρωπότητας –από την άποψη της διερεύνησης της κεφαλαιοκρατίας– προβάλλουν
επίσης ακριβώς ως σχηματισμοί. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης η γενική δομή
της κοινωνίας, -συμπεριλαμβανομένης και της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων
και σχέσεων παραγωγής– αλλάζει μόνον ως κάτι το ειδικό, ενώ εκπίπτει της
προσοχής το γεγονός ότι η όποια αλλαγή του ειδικού [ειδικών επί μέρους
στοιχείων] συνιστά και αλλαγή του γενικού, ότι και το ίδιο το γενικό αλλάζει,
αναπτύσσεται, ότι ο κάθε σχηματισμός δεν συνιστά απλώς έναν σχηματισμό, αλλά
στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας.
Στην εποχή του μέλλοντος,
όταν εκείνο το οποίο θα προτάσσεται δεν θα είναι η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας,
όπως στην εποχή μας, αλλά η [θετική] οικοδόμηση του κομμουνισμού, από
θεωρητικής πλευράς το κύριο [πρόταγμα] θα γίνει η διερεύνηση της ιστορίας της
ανθρωπότητας, κατά κύριο λόγο όχι πλέον από την άποψη του παροδικού χαρακτήρα
της κεφαλαιοκρατίας, αλλά από την άποψη της εδραίωσης του κομμουνισμού. Αλλά
από την άποψη της εδραίωσης του κομμουνισμού, δηλ. από την άποψη όχι
απλώς ενός νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά ενός νέου τύπου
ιστορικής ανάπτυξης, η κεφαλαιοκρατία αποδεικνύεται ότι είναι μόνον ένα στάδιο,
το οποίο ανήκει σε μιαν ευρύτερη αναπτυξιακή διαδικασία.
Σε αυτή την περίπτωση ο
αντικειμενικός σκοπός της οικοδόμησης του κομμουνισμού προβάλλει με σημαντικά
μεγαλύτερο εύρος και βάθος. Η οικοδόμηση του κομμουνισμού προϋποθέτει στο μεν
πρακτικό πεδίο το ριζικό μετασχηματισμό όχι μόνο εκείνων των κοινωνικών
σχέσεων, οι οποίες σχηματίσθηκαν επί κεφαλαιοκρατίας, αλλά και του συνόλου
εκείνου που κληροδοτείται από ολόκληρη την προγενέστερη ιστορία της ανθρωπότητας, στο δε θεωρητικό πεδίο
εγείρεται η αναγκαιότητα κριτικού αναστοχασμού ολόκληρης της παρελθούσας
ιστορίας της ανθρωπότητας.
Εξυπακούεται ότι η
οικοδόμηση του κομμουνισμού ανέκαθεν ήταν και παραμένει ο τελικός σκοπός των
μαρξιστών. Παρά ταύτα, στην εποχή μας εκείνο το οποίο συνιστά το άμεσα κύριο
πρόβλημα είναι η εξάλειψη της κεφαλαιοκρατίας. Η κολοσσιαία περιπλοκότητα και η
δυσκολία επίλυσης [αυτού του προβλήματος] μπορούν ενίοτε να επικαλύπτουν την
απώτερη προοπτική και τη σημασία της εργασίας που αφορά την επεξεργασία των
προβλημάτων, που συνδέονται με την περαιτέρω διευκρίνιση αυτής της [απώτερης
προοπτικής]. Όπως λέγεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις «η φροντίδα για τα τρέχοντα
ζητήματα φθείρει». Η έκφραση αυτή δεν αφορά μόνο τις φροντίδες της
καθημερινότητας, αλλά και το κύριο ζητούμενο της εποχής μας, εάν
επικεντρώνοντας την προσοχή μας στα άμεσα [καθήκοντα] αδυνατούμε πλέον να
διακρίνουμε το απώτερο και βαθύτερο ζητούμενο: την οικοδόμηση του κομμουνισμού
σε παγκόσμια κλίμακα.
Μια άλλη ακραία περίπτωση
είναι εκείνη η οποία θεωρεί το κύριο ζητούμενο της εποχής μας ως στόχο, στην
υλοποίηση του οποίου ανάγεται και ο τελικός σκοπός. Μ’ άλλα λόγια, εδώ η άρνηση
της κεφαλαιοκρατίας [ο αντικαπιταλισμός] εκλαμβάνεται ως στόχος άμεσα
ταυτιζόμενος με την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ενώ λησμονείται το
γεγονός ότι η οικοδόμηση του κομμουνισμού συνιστά μεταξύ άλλων μετασχηματισμό όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας,
αλλά και του συνόλου των κληροδοτημάτων της προγενέστερης ιστορικής
ανάπτυξης. Εξυπακούεται ότι εδώ ο μετασχηματισμός εννοείται με τη διαλεκτική
του έννοια, δηλ. σημαίνει μεν διατήρηση εκείνου του πολύτιμου που ενυπάρχει στο
παλαιό, αλλά σε μετασχηματισμένη μορφή.
Η κεφαλαιοκρατία είναι το στάδιο
της ολοκλήρωσης της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Με ποια έννοια;
Προκαταβάλλοντας εν τάχει
την περαιτέρω παρουσίαση, θα αναφέρουμε προς το παρόν ότι επί κεφαλαιοκρατίας,
για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ολοκληρώνεται κατά βάση ο
μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών, για πρώτη φορά στην κλίμακα της
παγκόσμια ιστορίας εγκαθίσταται η κυριαρχία ιστορικής προέλευσης σχέσεων.
Ωστόσο, ακόμα δεν λαμβάνει χώρα ο πλήρης μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης
δεσμών.
Εάν επί φεουδαρχίας
καθοριστικό είδος της παραγωγής είναι η γεωργία, επί κεφαλαιοκρατίας [τη θέση
του καθοριστικού είδους παραγωγής καταλαμβάνει] η βιομηχανία. Όπως η γεωργία
μπορεί να καταστεί ολοσχερώς κυρίαρχη, μόνο έχοντας καταστεί μεγάλη
γαιοκτησία (και υπό αυτή την έννοια μεγάλη γεωργία), έτσι και η βιομηχανία
μπορεί να καταστεί ολοσχερώς κυρίαρχη ως μεγάλη βιομηχανία και μεγάλη
βιομηχανική ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η ιδιωτική ιδιοκτησία
αποκτά μίαν αντίστοιχη εαυτής βάση και επιτυγχάνει την ώριμη μορφή της
ανάπτυξής της όταν η βιομηχανία γίνεται το καθοριστικό είδος κοινωνικής
παραγωγής. Βιομηχανία είναι εκείνο
το είδος της παραγωγής, το οποίο έγκειται στην δευτερογενή, τριτογενή κλπ.
μεταποίηση των προϊόντων της άγρας πόρων (συμπεριλαμβανομένων και των ορυκτών
πόρων), της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων
εργασίας. Υπό αυτή την ευρεία έννοια του όρου η βιομηχανία συμπεριλαμβάνει τη
χειροτεχνία ως μη ανεπτυγμένο στάδιο της βιομηχανίας. Ωστόσο, ανεπτυγμένη μορφή
βιομηχανίας, δηλ. κυριολεκτικά βιομηχανία, είναι η δευτερογενής,
τριτογενής κλπ... μεταποίηση των προϊόντων της άγρας, της γεωργίας και της
κτηνοτροφίας σε μεγάλα μεγέθη, με τη βοήθεια παρηγμένων, δημιουργημένων από την
εργασία μέσων εργασίας, τα οποία δεν είναι πλέον χειροκίνητα. Επομένως,
αποφασιστικός, καθοριστικός κλάδος της παραγωγής είναι [εδώ] η παραγωγή μέσων
παραγωγής. Η βιομηχανία συνιστά την αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάση,
διότι ακριβώς η βιομηχανία είναι εκείνη η παραγωγή, η οποία διεξάγεται με τη
βοήθεια παρηγμένων μέσων παραγωγής.
Γι’
αυτό και στον τομέα των σχέσεων παραγωγής, αποφασιστικό [στοιχείο] γίνονται οι σχέσεις που αφορούν τα μέσα
παραγωγής, η ιδιωτική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής. Γι’ αυτό και επί
κεφαλαιοκρατίας κυρίαρχη τάξη είναι η τάξη των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Εφ’ όσον όμως τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε μία τάξη, οι υπόλοιποι [άνθρωποι] οι
οποίοι στερούνται μέσων παραγωγής, είναι μη ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Εν
τω μεταξύ, εάν τα παρηγμένα μέσα παραγωγής διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο
στην παραγωγή, έπεται ότι οι ιστορικής προέλευσης σχέσεις διαδραματίζουν
αποφασιστικό ρόλο έναντι των φυσικής προέλευσης δεσμών. Επομένως, λαμβάνοντας
υπ’ όψιν μόνο τον ρόλο των παρηγμένων μέσων παραγωγής και συγκεκριμένα τους
υφιστάμενους ιστορικής προέλευσης δεσμούς, οι οποίοι υφίστανται ακριβώς έχοντας
τέτοια μέσα ως βάση τους, πρέπει να πούμε, ότι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, εάν
ληφθούν σε καθαρή μορφή, σηματοδοτούν την απουσία φυσικού δεσμού μεταξύ
ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, και κατ’ αυτόν τον τρόπο την
απουσία σωματικής κατοχής – κυριότητας των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής επί
των μη ιδιοκτητών*. Αντίστοιχη αυτής της κατάστασης είναι η νομική
ελευθερία των μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής (εξυπακούεται, όταν πλέον οι εν
λόγω σχέσεις είναι ανεπτυγμένες σε καθαρή μορφή). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπό
αυτούς τους όρους, ο μόνος εφικτός δεσμός που διασυνδέει τους ιδιοκτήτες των
μέσων παραγωγής με τους μη ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, παραμένει η εργασία των
μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής με τη βοήθεια μέσων παραγωγής τα οποία δεν τους
ανήκουν. Δεδομένου ότι τα μέσα παραγωγής διαδραματίζουν τον αποφασιστικό ρόλο, επομένως, σε τελευταία
ανάλυση, [τον αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν] οι ιδιοκτήτες τους, ένα μέρος
της εργασίας το ιδιοποιείται ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, το δε υπόλοιπο
κατευθύνεται στην διατήρηση της ύπαρξης του μη ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής. Και
μάλιστα, δεδομένου ότι ο μη ιδιοκτήτης δεν έχει [πλέον] φυσικής προέλευσης
δεσμούς να τον συνδέουν με τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, δεν «εκχωρεί τον
εαυτό του» άπαξ και δια παντός, αλλά μόνον επί ορισμένης (κατά το μάλλον ή
ήττον σύντομης) διάρκειας χρονικό διάστημα, και η εκχώρηση αυτή επαναλαμβάνεται
διαρκώς εκ νέου, δηλ. ο μη ιδιοκτήτης «εκχωρεί» μόνο προσωρινά την ικανότητά
του για εργασία. Η ίδια η πραγματική εργασία δεν του ανήκει και δεν μπορεί να
του ανήκει, εάν δεν διαθέτει ο ίδιος δικά του μέσα παραγωγής, επί των οποίων θα
μπορούσε να κάνει χρήση της ικανότητάς του για εργασία.
Μέχρι τώρα, αναφερόμενοι
στην αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάση, αντιπαραθέταμε την
ιδιωτική ιδιοκτησία (ως ιστορικής προέλευσης σχέσεις) στις φυσικής προέλευσης
σχέσεις. Και τότε, ήταν αρκετή η υπόμνηση της διαφοράς μεταξύ παρηγμένων,
δημιουργημένων από την εργασία και φυσικής προέλευσης μέσων παραγωγής για την
περιγραφή των χαρακτηριστικών της αντίστοιχης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάσης
και της αντίστοιχης των φυσικής προέλευσης δεσμών βάσης.
Τώρα όμως που φτάσαμε στην
εξέταση της ανεπτυγμένης, της ώριμης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, εγείρεται
αναπόδραστα το ερώτημα: ταυτίζονται άραγε οι σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
με τις κάθε είδους ιστορικής προέλευσης σχέσεις, ή μήπως οι σχέσεις ιδιωτικής
ιδιοκτησίας είναι [απλώς] μία από τις μορφές των ιστορικής προέλευσης σχέσεων;
Μέχρι τώρα εξετάζαμε τις
σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως άμεσα ταυτιζόμενες με τις ιστορικής προέλευσης
σχέσεις εν γένει. Η διαφορά μεταξύ των σχέσεων ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως είδους
σχέσεων που ανέκυψαν ιστορικά και των ιστορικής προέλευσης σχέσεων εν γένει,
εγείρεται και αποκτά ουσιώδη σημασία μόνον όταν και όποτε ωριμάζει η
κεφαλαιοκρατία και οι όροι για την εξάλειψή της [για την υπέρβασή της], δηλ.
όταν η πλέον ανεπτυγμένη παγκόσμια – ιστορική μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας
φτάνει στην ωριμότητά της και συνάμα ωριμάζουν οι όροι για την εξάλειψη αυτής
ταύτης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Απ’ εδώ έπεται, ότι οι
επιστημονικές αντιλήψεις περί του ιστορικά, παροδικού χαρακτήρα της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας καθ’ εαυτής, μπορούσαν να διαμορφωθούν μόνο σε συνθήκες ώριμης
κεφαλαιοκρατίας και μάλιστα [ορμώμενες] από τις θέσεις εκείνης της κοινωνικής
δύναμης, προς το συμφέρον της οποίας είναι ο ριζικός μετασχηματισμός, η
εξάλειψη της κεφαλαιοκρατίας, δηλ. από τις θέσεις της εργατικής τάξης.
Ως αντίστοιχη της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως ειδικού είδους των ιστορικής προέλευσης σχέσεων) βάση
λειτουργεί ο αποφασιστικός ρόλος στην παραγωγή όχι απλώς των παρηγμένων, των
δημιουργημένων από την εργασία μέσων παραγωγής, αλλά των μέσω χειρονακτικής
εργασίας δημιουργημένων [των χειροποίητων] και χειροκίνητων μέσων εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι, υπό αυτή την έννοια, αντίστοιχη της
ιδιωτική ιδιοκτησίας βάση είναι ο εν τω γίγνεσθαι, ο υπό διαμόρφωση
αποφασιστικός ρόλος της χειροτεχνίας στην παραγωγή. Αλλά τέτοιου είδους
ρόλος της χειροτεχνίας στην παραγωγή είναι εφικτός μόνον όταν και όποτε η
χειροτεχνία γίνεται μεγάλη [μεγάλης κλίμακας], δηλ. όταν και όποτε
πραγματοποιείται η μετάβαση απ’ τη χειροτεχνία στην καθαυτό βιομηχανία.
Στη χειροτεχνία, σε
αντιδιαστολή με την καθαυτό βιομηχανία, έχει κεφαλαιώδη σημασία η
χειρωνακτική, η ατομική εργασία, οι ιδιότητες του ατόμου (η εργασιακή ικανότητά
του, η δύναμη, η επιδεξιότητά του κλπ...), καθώς και οι εμπειρικές του γνώσεις,
οι δεξιότητές του οι οποίες εξαρτώνται από φυσικές προδιαθέσεις. Και αυτό
ισχύει ενώ στην εκμηχανισμένη βιομηχανία το ποσόν και το ποιόν του παραγόμενου
προϊόντος εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις μηχανές απ’ ότι από την άμεση
εργασία του παραγωγού.
Στο βαθμό που ως αντίστοιχη
της ιδιωτικής εργασίας βάση λειτουργούν τα παρηγμένα, τα δημιουργημένα από την
εργασία μέσα παραγωγής, η ιδιωτική ιδιοκτησία συνιστά σχέση η οποία ανέκυψε
ιστορικά. Ωστόσο, βάση αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως ειδικού είδους
ιστορικής προέλευσης σχέσεων) είναι τα δημιουργημένα από χειρωνακτική
εργασία χειροκίνητα μέσα παραγωγής. Γι’ αυτό η ιδιωτική ιδιοκτησία
συνιστά μιαν ιστορικής προέλευσης σχέση, στο εσωτερικό της οποίας και στα
πλαίσια της οποίας ως υπηγμένη στιγμή είναι παρών ο ακόμα μη
μετασχηματισμένος μέχρι τέλους φυσικής προέλευσης δεσμός: η παραγωγή χειροκίνητων
μέσων παραγωγής, και ευρύτερα των μέσων παραγωγής, εξακολουθεί εδώ να
εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό απ’ τα φυσικά δεδομένα του παραγωγού, από το
βιολογικό είδος του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οποιαδήποτε παγκόσμια –
ιστορική μορφή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον
ανεπτυγμένης, προϋποθέτει απαραιτήτως στον ένα ή τον άλλο βαθμό, ούτως ή άλλως
φυσικής προέλευσης δεσμούς. Η ιδιωτική ιδιοκτησία καθ’ εαυτή συνιστά υπό
διαμόρφωση ιδιαζόντως ανθρώπινες, ιστορικής προέλευσης σχέσεις.
Στην πλέον ανεπτυγμένη
ιστορική μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, που είναι η κεφαλαιοκρατική, οι φυσικής
προέλευσης σχέσεις ως υπηγμένη στιγμή εντάχθηκαν μεν στο εσωτερικό της, στην
ίδια τη σύνθεση της σάρκας και του αίματός της, αλλά παραμένουν μη μετασχηματισμένες
μέχρι τέλους. Ας εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ κεφαλαιοκρατών (ιδιοκτητών μέσων
παραγωγής) και εργατών (ελεύθερων μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής). Υπάρχει άραγε
εδώ σε υπηγμένη μεν πλην όμως μη μετασχηματισμένη τελειωτικά μορφή ο φυσικής προέλευσης
δεσμός; Αφ’ ενός μεν, ο δεσμός που συνδέει κεφαλαιοκράτη και εργάτη είναι
αδιαμφισβήτητα ιστορικής προέλευσης δεσμός. Επιπλέον, εδώ πρόκειται περί ενός
δεσμού, στον οποίο όλα τα βασικά συστατικά στοιχεία της [παραγωγικής]
διαδικασίας είναι προϊόντα εργασίας. Σε αντιδιαστολή με τη φεουδαρχία, όπου το
βασικό μέσο παραγωγής (η γη), –είναι ως επί το πλείστον ένα φυσικής προέλευσης
μέσο παραγωγής, επί κεφαλαιοκρατίας τα βασικά μέσα παραγωγής είναι προϊόντα
προγενέστερης εργασίας. Αλλά και η εργασιακή δύναμη, στο βαθμό που εξαρτάται
από την επανάληψη της παραγωγικής διαδικασίας, συνιστά επίσης προϊόν
προγενέστερης παραγωγής, προγενέστερης εργασίας.
Ωστόσο, αφ’ ετέρου δε, εδώ
υφίσταται και κάτι το οποίο είναι ευθέως αντίστροφο [του παραπάνω].
Κεφαλαιοκρατία είναι η κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων,
είναι εκείνη η κατάσταση της κοινωνίας κατά την οποία οι εμπορευματικές και
χρηματικές σχέσεις μετασχηματίζουν σε αντιστοιχία με τον εαυτό τους όλα τα
συστατικά στοιχεία της παραγωγικής διαδικασίας: μετατρέπονται σε εμπόρευμα και
τα μέσα παραγωγής και η εργασιακή δύναμη. Ο Κ. Μαρξ διερεύνησε με μεγαλοφυή
τρόπο και με μια αληθινά σιδηρά λογική το σύστημα αυτών των κοινωνικών σχέσεων.
Ο ίδιος αποκάλυψε με συνέπεια τον διττό χαρακτήρα του εμπορεύματος και
κατέδειξε, ότι επί κεφαλαιοκρατίας οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων
εκδηλώνονται μόνο μέσω σχέσεων πραγμάτων, μέσω των σχέσεων των εμπορευμάτων ως
πραγμάτων, ικανών να ικανοποιήσουν τις όποιες ανάγκες των ανθρώπων. Πράγμα
δυνάμενο να ικανοποιήσει την όποια ανάγκη του ανθρώπου, δηλ. χρηστική αξία,
μπορεί να είναι τόσο ένα πράγμα δημιουργημένο από την εργασία, όσο και κάτι το
οποίο είναι δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Και στις δύο περιπτώσεις το
πράγμα μπορεί να είναι εμπόρευμα και, επομένως, οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν
να εκδηλώνονται και μέσω πραγμάτων, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή.
Εκτός αυτού, το [όποιο]
πράγμα, ακόμα και εάν έχει δημιουργηθεί από την εργασία, από την παραγωγή,
παραμένει τεχνητή μεν, πλην όμως μη ζωντανή φύση, συσσωρευμένη εργασία του
παρελθόντος.
Τα μέσα παραγωγής, τα οποία
πρεσβεύουν συσσωρευμένη εργασία του παρελθόντος, διαδραματίζουν επί
κεφαλαιοκρατίας καθοριστικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία. Η συσσωρευμένη
εργασία του παρελθόντος κυριαρχεί έναντι της ζωντανής εργασίας. Οι κάτοχοι των
μέσων παραγωγής κυριαρχούν επί των ελεύθερων κατόχων εργασιακής δύναμης
[ικανότητας προς εργασία], που στερούνται μέσων παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής
είναι συσσωρευμένη εργασία του παρελθόντος. Η εργασία του παρελθόντος είναι μεν
εργασία, αλλά είναι συνάμα νεκρή εργασία. Ως νεκρή εργασία, τα μέσα παραγωγής
δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτε από τα υπόλοιπα φυσικά σώματα. Μια μηχανή η
οποία δεν χρησιμοποιείται στην παραγωγή είναι ένας σωρός από μέταλλο κ.ο.κ. και
αλλάζει μόνο σε αντιστοιχία με τις φυσικές νομοτέλειες. Τα μέσα παραγωγής
μόνον ενωμένα με τη ζωντανή εργασία εντάσσονται στην κοινωνική κίνηση. Κατ’
αυτόν τον τρόπο, η διαφορά συσσωρευμένης εργασίας του παρελθόντος και ζωντανής
εργασίας, έγκειται στο εσωτερικό της εργασίας, δηλ. στο εσωτερικό
[αυτού] του κοινωνικού μορφώματος. Η νεκρή, η παρελθούσα εργασία εάν αποκοπεί
από τη ζωντανή εργασία παύει να είναι εργασία, και μετατρέπεται μόνο σ’ ένα
σώμα της φύσης, το οποίο υπάγεται αποκλειστικά σε νομοτέλειες της φύσης: η
κυριαρχία της εργασίας του παρελθόντος, της νεκρής εργασίας επί της ζωντανής
εργασίας εντός της αμοιβαίας διασύνδεσής τους, σημαίνει ότι οι φυσικές
νομοτέλειες, οι φυσικοί δεσμοί, έχοντας παρεισφρήσει στο εσωτερικό της
κοινωνικής ανάπτυξης, εξακολουθούν να κυριαρχούν με [αυτή] την ανηρημένη μορφή
τους επί των καθαυτό κοινωνικών σχέσεων. Εάν το εκφράσουμε αυτό κατ’
αναλογία, [θα μπορούσαμε να πούμε εδώ ότι] ο ηττημένος, συγκαλύπτοντας το
αυθεντικό του πρόσωπο, καταλαμβάνει την ηγετική θέση των νικητών, αλλά είναι
υποχρεωμένος να συγκαλύπτεται και να συμπεριφέρεται κατά το μάλλον ή ήττον σε
αντιστοιχία με ξένους προς αυτόν κανόνες, επιδρώντας ούτως ή άλλως σε αυτούς. Η
ίδια η ζωντανή εργασία, ενόσω κυριαρχεί η παρελθούσα, η νεκρή εργασία προβάλλει
υπό το φως της τελευταίας: η εργασιακή δύναμη πωλείται από τον εργάτη ως πράγμα
και υπό την ίδια ιδιότητα αγοράζεται από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Η
χρήση της εργασιακής δύναμης, δηλ. η ζωντανή εργασία δεν είναι για τον
ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής –εάν αυτός εκληφθεί μόνον υπό αυτή του την
ιδιότητα– παρά μόνον ένα προσάρτημα των μέσων παραγωγής, μόνο πράγμα. Ο
κεφαλαιοκράτης (ακριβώς υπό την ιδιότητα του κεφαλαιοκράτη) δεν ενδιαφέρεται
για τον εργάτη ως άνθρωπο παρά μόνον ως εργάτη.
Αυθεντικά πλήρης
μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών από την κοινωνική ανάπτυξη,
σημαίνει κυριαρχία της ζωντανής εργασίας επί της συσσωρευμένης εργασίας του
παρελθόντος.
Τα στάδια ανάπτυξης
της κεφαλαιοκρατίας. 1. Το
στάδιο της αρχής της κεφαλαιοκρατίας (πριν από την πρωταρχική εμφάνιση της
ουσίας της): διαμόρφωση της χειροτεχνίας στα σπλάχνα της φεουδαρχίας. 2. Το
στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας της κεφαλαιοκρατίας: μετάβαση στη
χειροτεχνία που είναι ελεύθερη από τα συντεχνιακά δεσμά (γενικά από τα δεσμά
της φεουδαρχικής της οργάνωσης). 3. Το στάδιο της διαμόρφωσης της ουσίας της
κεφαλαιοκρατίας: η περίοδος της μανουφακτούρας*,
μετάβαση στην ευρείας κλίμακας μηχανουργία [παραγωγή μηχανών] με χειροτεχνικό
και βιοτεχνικό τρόπο, μετάβαση στην εκμηχανισμένη μηχανουργία [παραγωγή μηχανών
μέσω μηχανών]. 4. Το στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας: η κυριαρχία της
εκμηχανισμένης μηχανουργίας. 5. Το στάδιο της σήψης και της απονέκρωσης της
κεφαλαιοκρατίας: ο ιμπεριαλισμός.
Στο προηγούμενο υποκεφάλαιο
αναφερθήκαμε ήδη στο στάδιο της αρχής της κεφαλαιοκρατίας. Γι’ αυτό και θα
εξετάσουμε αμέσως το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας. Η
ουσία της κεφαλαιοκρατίας ανακύπτει πρωταρχικά όπου και όταν διαμορφώνεται μια
παραγωγή, στην οποία έχουν αποφασιστική σημασία τα παρηγμένα, τα δημιουργημένα
από την εργασία μέσα παραγωγής, στην οποία τα μέσα παραγωγής αποτελούν ιδιωτική
ιδιοκτησία (μη περιοριζόμενη από συντεχνιακά, φεουδαρχικά δεσμά, ελεύθερη
ιδιωτική ιδιοκτησία), στην οποία για να τεθούν σε κίνηση αυτά τα μέσα παραγωγής
καθοριστικός είναι ο ρόλος εργαζομένων, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να πωλούν την
εργασιακή τους δύναμη και στερούνται στο μεν είτε στο δε βαθμό ζωτικής σημασίας
για αυτούς μέσων παραγωγής.
Η πρωταρχική
κεφαλαιοκρατική ως προς την ουσία της παραγωγή συγκροτείται, κατά κανόνα, εκτός
των ορίων ισχύος της φεουδαρχικά οργανωμένης χειροτεχνίας, είτε μέσω της
διάλυσης της φεουδαρχικής οργάνωσης της χειροτεχνίας. Η φεουδαρχικά οργανωμένη
χειροτεχνία στην καλύτερη περίπτωση προορίζεται για μια συγκριτικά στενή
[περιορισμένη] αγορά. Στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις
(τελειοποιούνται τα αγροτικά εργαλεία, αυξάνει η γεωργική καλλιέργεια, όλο και
πιο πολύ χρησιμοποιούνται οι δυνάμεις της φύσης –κατά κύριο λόγο του ίππου, των
υδάτων, του ανέμου– για παραγωγικούς σκοπούς, τελειοποιούνται τα μέσα
επεξεργασίας [μεταποίησης] των προϊόντων της άγρας [φυσικών πόρων], της
γεωργίας και της κτηνοτροφίας...) αυξήθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας, και
συνάμα η ποσότητα και η ποικιλομορφία της διαθέσιμης στην αγορά παραγωγής. Η
αύξηση των αγοραίων δεσμών δημιούργησε με τη σειρά της κίνητρα για την ανάπτυξη
της παραγωγής. Διαρκώς αυξανόταν η ποικιλία και η ποσότητα της παραγωγής που
κατευθυνόταν για να διατεθεί στην αγορά και απαιτούταν [από την αγορά]. Όσο αυξανόταν
η αγορά, η παραγωγή δούλευε για την αγορά σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό. Αυτό
συνέβαινε έως ότου τελικά συγκροτήθηκε μια παραγωγή, η οποία δούλευε, κατά βάση
είτε στο σύνολό της, για την αγορά, η οποία είχε υπαχθεί στις απαιτήσεις της
αγοράς, δηλ. η κεφαλαιοκρατική παραγωγή.
Το στάδιο της
διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας από
ποσοτικής απόψεως έγκειται στη μετατροπή των [επιμέρους] παραγωγικών
διαδικασιών, οι οποίες, κατά βάση είτε στο σύνολό τους δουλεύουν για την αγορά,
σε παραγωγικές διαδικασίες που υπερτερούν στην παραγωγική ζωή και σε τελευταία
ανάλυση στη ζωή της κοινωνίας εν συνόλω. Η αποφασιστική εξάρτηση της παραγωγής
από το στοιχείο [από τις αυθόρμητες και ανεξέλεγκτες δυνάμεις] της αγοράς,
γεννά εν γένει και εν συνόλω την αναγκαιότητα διαρκούς αύξησης της ποσότητας
των παραγόμενων προϊόντων και ευέλικτης ταχείας αλλαγής της ποιότητας,
κατάκτησης όλο και ευρύτερης αγοράς και διεύρυνσης των υφιστάμενων ορίων της
αγοράς. Η συγκρότηση της παγκόσμιας αγοράς λειτουργεί ως το όριο της
εκτατικής αλλαγής [εξάπλωσης] της αγοράς στην κλίμακα του συνόλου της
ανθρωπότητας. Με τη συγκρότηση της παγκόσμιας αγοράς, η κατ’ εξοχήν εκτατική
ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας γίνεται κατ’ εξοχήν εντατική. Η κεφαλαιοκρατία ωριμάζει.
Η παραγωγή, η
οποία κατά βάση είτε στο σύνολό της δουλεύει για την αγορά –τηρούμενων
αμετάβλητων των λοιπών όρων- έχει βιωσιμότητα [σταθερότητα] ευθέως ανάλογη των
μεγεθών της. Σε αντιδιαστολή με τη φεουδαρχία, χαρακτηριστική ιδιοτυπία της
κεφαλαιοκρατίας είναι η μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία, όχι επί ενός φυσικής
προέλευσης μέσου παραγωγής, αλλά επί των παρηγμένων, επί των δημιουργημένων από
την εργασία μέσων παραγωγής. Από ποσοτικής πλευράς η καθαυτό κεφαλαιοκρατική
παραγωγή διαφέρει από τη φεουδαρχικά οργανωμένη χειροτεχνία εν συνόλω, λόγω των
μεγαλύτερων μεγεθών της, λόγω της
μεγαλύτερης ποσότητας παραγόμενων προϊόντων.
Η παραγωγή προϊόντων σε
ολοένα αύξουσες ποσότητες, επιτυγχάνεται μέσω της μεγέθυνσης της παραγωγής και
της αύξησης του καταμερισμού της εργασίας, αρχικά επί κληροδοτημένης [από το
παρελθόν] τεχνικής βάσης: επί χειρονακτικών εργαλείων εργασίας, τα οποία
τίθενται σε κίνηση ατομικά. Επί κεφαλαιοκρατίας κατ’ αναγκαιότητα αποφασιστικό
ρόλο στην παραγωγή διαδραματίζουν τα παρηγμένα μέσα παραγωγής. Στο βαθμό που
ισχύει αυτό, το σημαντικότερο [στοιχείο] για τον προσδιορισμό της ποιοτικής και
της ουσιώδους πλευράς της διαδικασίας διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας, είναι η
εξέταση της διαδικασίας διαμόρφωσης εκείνων των μέσων παραγωγής, τα οποία είναι
αντίστοιχα της ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατίας.
Πρώτη και απλούστερη
δυνατότητα αύξησης της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων με χειροκίνητα
εργαλεία εργασίας, τα οποία τίθενται σε κίνηση ατομικά, είναι η απλή
συνεργασία, η συνένωση παραγωγών υπό μίαν αρχή, η οποία προέρχεται
συχνότερα και προπαντός από τον τομέα της διάθεσης [εκποίησης των προϊόντων]
και στη συνέχεια από την παραγωγή. Ωστόσο, εδώ πρόκειται μάλλον περί αλλαγής
ποιότητας στα πλαίσια της υπεροχής μίας ποσοτικής αλλαγής. Βαθύτερη ποιοτική
αλλαγή επί της ίδιας τεχνικής βάσης είναι εφικτή μέσω του καταμερισμού της
εργασίας μεταξύ παραγωγών, οι οποίοι έχουν συνενωθεί υπό την αρχή ενός και του
αυτού (είτε των αυτών) ιδιοκτήτη (ιδιοκτητών). Η εμβάθυνση τέτοιου είδους
καταμερισμού της εργασίας οδηγεί σε εξειδίκευση των χειρονακτικών εργαλείων, τα
οποία τίθενται σε κίνηση ατομικά. Αυτός είναι ο καταμερισμός εργασίας της
μανουφακτούρας*.
Η απλή συνεργασία και ο
καταμερισμός εργασίας της μανουφακτούρας επαρκούν για μεγέθυνση της παραγωγής,
ικανή για να μπορέσουν να ανακύψουν για πρώτη φορά κεφαλαιοκρατικές
επιχειρήσεις. [Αυτό σημαίνει] δηλ. ότι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ήταν
[πλέον] σε θέση να χρησιμοποιήσει μια ποσότητα εργασιακών δυνάμεων ελεύθερων
εργαζόμενων η οποία θα του επέτρεπε, αξιοποιώντας την εργασία των εργατών και
να υπάρχει ο ίδιος, και να αποκτά μέσα παραγωγής για την πραγματοποίηση της
αναπαραγωγής (χαρακτηριστικό σταθερό και αναγκαίο στοιχείο της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής, δεν είναι η απλή αλλά η διευρυμένη αναπαραγωγή). Ωστόσο, η απλή
συνεργασία και ο καταμερισμός εργασίας της μανουφακτούρας δεν επαρκούν για να
ωριμάσει η κεφαλαιοκρατία και να σταθεί στα πόδια της. Η κατάσταση κατά την
οποία υπερτερεί η αντιστοιχία των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής προς το χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων είναι εφικτή μόνο στην ανώριμη κεφαλαιοκρατική
κοινωνία: οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας αντιστοιχούν σε
χειρονακτικά και χειροποίητα μέσα εργασίας τα οποία τίθενται σε κίνηση ατομικά.
Η αλήθεια είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση δεν υφίσταται απόλυτη
αντιστοιχία, διότι η κεφαλαιοκρατική ιδιωτική ιδιοκτησία προϋποθέτει
τουλάχιστον την απλή συνεργασία χειρωνακτικών εργαλείων τα οποία τίθενται σε
κίνηση ατομικά. Αλλά αυτό σημαίνει ότι στη δεδομένη σχέση η εργασία ως προς τον
χαρακτήρα της δεν είναι απλώς άμεσα δεδομένη χειρωνακτική εργασία, αλλά
διαθέτει και [κάποιον] καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα (το προϊόν της εργασίας
παράγεται από τη συνολική εργασία των απλώς συνεταιρισμένων εργατών). Πολλώ
μάλλον δε αυτό ισχύει για τον καταμερισμό της εργασίας στην μανουφακτούρα. Παρ’ όλα αυτά όμως,
αποφασιστικό στοιχείο παραμένει το γεγονός ότι η εργασία εξακολουθεί να
διεξάγεται με τη βοήθεια χειρωνακτικών εργαλείων εργασίας τα οποία τίθενται σε
κίνηση ατομικά. Τέτοιου είδους εργαλεία εργασίας θέτουν κατ’ αρχήν περιορισμούς
στις δυνατότητες ανάπτυξης της μεγάλης παραγωγής η οποία εδράζεται στην
κατασκευή και χρησιμοποίηση παρηγμένων μέσων παραγωγής.
Ωριμότητα της
κεφαλαιοκρατίας. Όπως είναι γνωστό από
το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ, η δημιουργία της τεχνικής βάσης της μεγάλης
παραγωγής, εντός της οποίας είναι αποφασιστική η σημασία των παρηγμένων μέσων
παραγωγής, σημαίνει προπαντός και κατά κύριο λόγο, ότι το εργαλείο που
επενεργεί άμεσα στο αντικείμενο της εργασίας μετατρέπεται σε εργαλείο της
εργαλειομηχανής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δρομολογήθηκε μια εντελώς διαφορετική
πορεία της ανάπτυξης των μέσων εργασίας εν συγκρίσει με τα χειροκίνητα
εργαλεία. Η αποδοτικότητα των χειροκίνητων εργαλείων εργασίας είναι ευθέως
ανάλογη κατά κύριο λόγο των εργασιακών προσπαθειών του ανθρώπου (που
διαμορφώνονται με τις πρακτικές του γνώσεις, με τις δεξιότητές του, με το
ενδιαφέρον του για την εργασία κλπ...), δηλ. εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον
άμεσο παραγωγό. Με τη δημιουργία και ανάπτυξη του μέρους των εφαρμογών της
εργαλειομηχανής η αναλογική συνάρτηση της αποδοτικότητας της παραγωγής από τον
άμεσο παραγωγό παραμένει ενόσω χειρίζονται μια και την αυτή μηχανή διάφοροι
παραγωγοί, αλλά με τη χρήση διαφόρων μηχανών, η αποδοτικότητα και η βελτίωση
της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος δεν καθορίζεται [πλέον] περισσότερο από
τις εργασιακές προσπάθειες του άμεσου παραγωγού, αλλά –όλο και πιο πολύ– από τη
χρήση και ανάπτυξη των μηχανών. Ο αριθμός των [μηχανοκίνητων] εργαλείων εφαρμογών
που ενεργοποιείται από τον άνθρωπο, η αποδοτικότητά τους, το ποιόν της εργασίας
τους, είναι αυτά που καθίστανται το κύριο στοιχείο εν συγκρίσει με τις άμεσες
εργασιακές προσπάθειες εκείνου που χειρίζεται της μηχανές. Η ανάπτυξη της
παραγωγικότητας της εργασίας και η βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος,
εξαρτώνται μεν από τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των εργασιακών
προσπαθειών κατά τον χειρισμό των μηχανών, ωστόσο, η κυρίως εξάρτηση
εναπόκειται πλέον στη δράση των ίδιων των μηχανών. Όσο λιγότερο ανεπτυγμένες
είναι οι μηχανές τόσο μεγαλύτερη είναι, εν γένει και εν συνόλω, η σημασία της
ποσότητας και της ποιότητας των εργασιακών προσπαθειών που απαιτούνται κατά τη
χρήση τους (για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος).
Και τουναντίον: όσο πιο ανεπτυγμένες είναι οι μηχανές, τόσο μικρότερη είναι η
σημασία της ποσότητας και της ποιότητας των εργασιακών προσπαθειών που
καταβάλλονται κατά τον χειρισμό τους (για την αύξηση της ποσότητας και τη
βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος).
Με τη μετατροπή της
εκμηχανισμένης παραγωγής σε αποφασιστικό, σε κυρίαρχο κλάδο της παραγωγής, ο
κύριος παράγων για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος δεν είναι
[πλέον] η χρήση των καταβαλλόμενων εργασιακών προσπαθειών του παραγωγού κατά τη
χρήση των μέσων εργασίας, αλλά η ποιότητα και η ποσότητα των εργασιακών
προσπαθειών που καταβάλλονται κατά την τελειοποίηση, κατά την ανάπτυξη των
μέσων εργασίας (εν προκειμένω των μηχανών).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις
κοινωνίες οι οποίες εδράζονταν κατ’ εξοχήν σε χειροκίνητα εργαλεία
εργασίας, εκείνο που προέβαλε στο προσκήνιο ήταν η χρήση (και όχι η ανάπτυξη)
των μέσων εργασίας, η ανάπτυξη των μέσων εργασίας καθοριζόταν από την ποσοτική
και ποιοτική μεταβολή των εργασιακών προσπαθειών που κατέβαλε ο άμεσος
παραγωγός, ο χρήστης του μέσου εργασίας. Γι’ αυτό και από την άποψη της
ανάπτυξης της κοινωνίας, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για την
περιγραφή των χαρακτηριστικών της ιδιοτυπίας διαφόρων προκεφαλαιοκρατικών κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών, είναι ο προσδιορισμός της μεταβολής της πραγματικής θέσης, της
κατάστασης των άμεσων παραγωγών εντός της παραγωγής (φυσικά σε συνδυασμό με
τα βραδέως μεταβαλλόμενα μέσα εργασίας). Αλλά εκείνο που αποκτά τη μεγαλύτερη
σημασία για την περιγραφή των χαρακτηριστικών του κεφαλαιοκρατικού
κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού είναι η μεταβολή των μέσων εργασίας
(φυσικά, σε συνδυασμό με την αλλαγή της θέσης, της κατάστασης του άμεσου
παραγωγού εντός της παραγωγής). Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω, για τους
προκεφαλαιοκρατικούς ανταγωνιστικούς σχηματισμούς, η ιδιοκτησία επί των άμεσων
παραγωγών διαδραματίζει ουσιαστικά μεγαλύτερο ρόλο απ΄ ότι η ιδιοκτησία
επί των παρηγμένων μέσων παραγωγής.
Οι μηχανές είναι τέτοιο
μέσο παραγωγής το οποίο εάν διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στην παραγωγή, από την
ίδια την ουσία του απαιτεί συνεχή [αδιάλειπτη] ανάπτυξη της παραγωγής.
Η δημιουργία και διάδοση
προσαρμοσμένων σε εργαλειοφορέα της [εργαλειο-]μηχανής εργαλείων εφαρμογών,
εξώθησαν την αναγκαιότητα αντίστοιχης αλλαγής στο κινητήριο μέρος και στο μέρος
της μετάδοσης [μεταβίβασης] της δύναμης της μηχανής. Με τη δημιουργία και τη
διάδοση μηχανικών εργαλείων εφαρμογών συγκροτείται ένα τρόπον τινά αυτενεργό
μέσο εργασίας, ένα μέσο, η σχετική ανεξαρτησία της δράσης του οποίου από τις
εργασιακές προσπάθειες του παραγωγού που το χειρίζεται, διαφέρει ουσιαστικά από
τη σχετική ανεξαρτησία των χειροκίνητων μέσων εργασίας από τον παραγωγό. Το
βασικό υλικό για την κατασκευή των μέσων εργασίας είναι ο σίδηρος. Ο τελευταίος
σε αντιδιαστολή με το λίθο, το ξύλο, τα οστά, το χαλκό και τον ορείχαλκο,
επιτρέπει τη δημιουργία μέσων εργασίας τα οποία είναι ανθεκτικά, μεγάλου
μεγέθους και απαρτίζονται από πολλά τεμάχια [εξαρτήματα, στοιχεία μηχανών]
(συμπεριλαμβανομένων και συσχετικά προς άλληλα κινούμενων εξαρτημάτων). Κατ’
ανάγκη η μορφή των χρησιμοποιούμενων νομοτελειών που υπερτερεί εδώ είναι
αυτή της μηχανικής μορφής κίνησης.
Η μηχανική συνεχής [αδιάλειπτη] και ακριβής κίνηση των μερών της
εργαλειομηχανής, διαφέρει ριζικά από τη λειτουργία της κινητήριας δύναμης του
ανθρώπου και των ζώων, καθώς επίσης και από την άρρυθμη μηχανική [κινητήριο]
δύναμη των υδάτων και του ανέμου (εάν αυτή χρησιμοποιείται άμεσα για να θέσει
σε κίνηση μηχανές). Απαιτείται μια πηγή συνεχούς και τακτικής μηχανικής
κίνησης. Η πηγή [τροφοδοσίας] της μηχανικής κίνησης από την ίδια την ουσία
αυτής της μορφής κίνησης, βρίσκεται εκτός της, σε άλλες μορφές κίνησης
[ενέργειας]. Γι’ αυτό η εφεύρεση και διάδοση μηχανικών εργαλείων εφαρμογών από
σίδηρο, δημιούργησε τους όρους για τη χρήση μη μηχανικών μορφών κίνησης
(θερμικής, ηλεκτρικής) ως πηγής [τροφοδοσίας] της μηχανικής κίνησης και για το
μετασχηματισμό αυτών των μορφών κίνησης σε μηχανική.
Συνεπώς, στο βαθμό που η
παραγωγή μετατρέπεται σε μηχανική και αναπτύσσεται υπό αυτή την ιδιότητα, ο
άνθρωπος και τα ζώα αποκλείονται απ’ την παραγωγή υπό την ιδιότητα των απλών
κινητηρίων δυνάμεων. Στο βαθμό που η φυσική εργασία του ανθρώπου δεν ανάγεται
σε πράξεις του, όμοιες με την άσκηση δυνάμεων της μη ζωντανής φύσης, στο βαθμό
που ο άνθρωπος δρα ως έμβιο όν, τέτοιου είδους εργασία δεν αντιστοιχεί στη
μηχανική, στη μη ζωντανή γενικά φύση της μηχανικής παραγωγής και επίκειται η
απώθησή της από τη μηχανική παραγωγή.6
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής γίνεται
αύξουσα η αντίφαση μεταξύ μηχανικής, μη ζωντανής παραγωγής και χρησιμοποίησης
κατά τον χειρισμό των μηχανών ζωντανής εργασίας. Η επίλυση αυτής της αντίφασης
επέρχεται μέσω της σταδιακής απώθησης της ζωντανής εργασίας προπαντός από τη
σφαίρα του χειρισμού έτοιμων μηχανών. Ο χειρισμός έτοιμων μηχανών μετατρέπεται
σε μια διαδικασία, η οποία επιτελείται αφ’ εαυτής, μόνον υπό τον έλεγχο του
ανθρώπου και στην κατεύθυνση που χρειάζεται στον άνθρωπο.
Η μηχανική παραγωγή στέκει
στα δικά της πόδια όταν και όποτε αρχίζουν να παράγονται μηχανές μέσω μηχανών
[οι μηχανές γίνονται προϊόντα της εκμηχανισμένης μηχανουργίας, γίνονται
μηχανοποίητες]. Με τη μετάβαση στην παραγωγή μηχανών μέσω μηχανών επέρχεται το
στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας. Ωριμάζει και η σύγκρουση μεταξύ των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και του χαρακτήρα και του επιπέδου ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων. Κατά τη μηχανική παραγωγή, η εξάρτηση της ποιότητας
και της ποσότητας της παραγωγής από τις άμεσες εργασιακές προσπάθειες των
παραγωγών είναι ουσιωδώς μικρότερη απ’ ότι κατά την χρήση χειρωνακτικών και
ατομικά ενεργοποιούμενων εργαλείων. Ακριβώς κατά τη μηχανική παραγωγή, για
πρώτη φορά στη ιστορία διανοίγεται η κατ’ αρχήν δυνατότητα σταθερής παραγωγής
υλικών αγαθών σε αφθονία. Όσον αφορά δε τον χαρακτήρα των παραγωγικών
δυνάμεων, σε αντιδιαστολή με την μανουφακτούρα, κατά την οποία η μεγάλη
παραγωγή δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμα, διότι δεν είχε [αρκούντως]
ανεξαρτοποιηθεί από τους παραγωγούς του τεχνικού σκελετού, που συνένωνε τους
εργαζόμενους σε αυτή τη βιοτεχνία ως ενιαίο «μηχανισμό», στην μηχανική παραγωγή
ο σκελετός αυτός υφίσταται εν είδει μηχανών είτε συστήματος μηχανών, έναντι του
οποίου επί κεφαλαιοκρατίας οι εργαζόμενοι προβάλλουν ως προσαρτήματά του
[μηχανικά παραπληρώματα]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σε συνθήκες μηχανικής παραγωγής
ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής
καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα. Εάν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις
παραγωγής εν γένει και εν συνόλω ήταν αντίστοιχες της απλής συνεργασίας (στη
συνεργασία εργαζομένων οι οποίοι χειρίζονται χειροκίνητα και χειροποίητα -
παρηγμένα εργαλεία εργασίας) και της πρωταρχικής κεφαλαιοκρατικής βιοτεχνίας
(αν και τότε η αντιστοιχία δεν ήταν απόλυτη διότι τότε είχε ήδη ανακύψει –έστω
και σε εμβρυώδη, σε ανώριμη μορφή– ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας),
έπαψαν να είναι εν γένει και εν συνόλω αντίστοιχες της μηχανικής παραγωγής. Η
αλήθεια είναι ότι και στην τελευταία περίπτωση δεν υφίσταται απόλυτη
αναντιστοιχία, διότι η απόλυτη αναντιστοιχία [των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων
παραγωγής] προϋποθέτει την εξάλειψη κάθε παραγωγής, κάθε εργασίας, εκτός της
μηχανικής παραγωγής, εκτός της δράσης των μηχανών. Μόνο στην περίπτωση που
εξαλείφεται απολύτως η εργασία, εξαλείφεται απολύτως και η δυνατότητα
οικειοποίησης της υπερεργασίας. Ωστόσο, τέτοιου είδους απόλυτη εκμηχάνιση
υφίσταται ως ένα όριο [«άκρον άωτον»], η επίτευξη του οποίου πρακτικά
μετατίθεται στο άπειρο. Γι’ αυτό και είναι ανέφικτη η αυτόματη κατάρρευση της
κεφαλαιοκρατίας. Όπως κατέδειξαν με εξαιρετική εμβρίθεια οι κλασσικοί του
μαρξισμού και ιδιαίτερα ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» -αυτό το θεμελιωδέστατο έργο
του μαρξισμού– η κεφαλαιοκρατία δημιουργεί με την ίδια της την κίνηση εκείνη
την κοινωνική δύναμη προς το συμφέρον της οποίας είναι η υπέρβαση της
κεφαλαιοκρατίας, η εξάλειψη όλων των ανταγωνιστικών τάξεων, η οικοδόμηση της
αταξικής κοινωνίας. Μια δύναμη η οποία είναι ικανή να εκπληρώσει αυτούς τους
στόχους και η υλική θέση της οποίας την εξαναγκάζει να αγωνιστεί. Δεδομένου
όμως ότι οι ιστορικά παροδικές κεφαλαιοκρατικές σχέσεις προβάλλουν μόνο μέσω
σχέσεων πραγμάτων, ως πραγμοποιημένες σχέσεις (και εδώ δεν πρόκειται απλώς περί
αυταπάτης, αλλά περί αντικειμενικά υφιστάμενης
φαινομενικότητας),* η
κεφαλαιοκρατία προβάλλει στο επίπεδο αυτής της φαινομενικότητας
ως αιώνια και ανυπέρβλητη κοινωνία. Για την αποκάλυψη της ουσίας, πίσω από το
φαινομενικό περίβλημα – πίσω απ’ την κίνηση των
πραγμάτων - για την κατάδειξη του γεγονότος ότι εδώ πρόκειται περί
ορισμένων ιστορικά παροδικών κοινωνικών σχέσεων, και συγκεκριμένα – περί
των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, απαιτείται η επιστήμη περί των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής [η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας].
Είναι αναγκαία μια θεωρία, η οποία θεμελιώνει επιστημονικά το αναπόδραστο του
θανάτου της κεφαλαιοκρατίας και αποκαλύπτει τους δρόμους του αγώνα. Σε συνθήκες
στυγνής εκμετάλλευσης, αδυνατεί να αρθεί στο επίπεδο της επιστημονικής
κατανόησης της κεφαλαιοκρατίας ολόκληρη η εργατική τάξη από μόνη της. Η
επιστημονική αντίληψη των σκοπών, των στόχων, των δρόμων και των τρόπων του
αγώνα εισάγεται στην εργατική τάξη από το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο με τη
σειρά του οφείλει να γενικεύει την εμπειρία του επαναστατικού (κατά κύριο λόγο
του εργατικού) κινήματος εναντίον της κεφαλαιοκρατίας.
Όλα τα προαναφερθέντα
στάδια της κεφαλαιοκρατίας αφορούν την προοδευτική της ανάπτυξη. Η ωριμότητα
της κεφαλαιοκρατίας συνιστά μια καμπή, τη μετάβαση από την προοδευτική της
ανάπτυξη στην οπισθοδρομική. Η οπισθοδρόμηση υπερτερεί και χαρακτηρίζει το
στάδιο της σήψης και της πορείας προς το θάνατό της [του εκφυλισμού της], δηλ.
το στάδιο του ιμπεριαλισμού. Φυσικά και η προοδευτική ανάπτυξη της
κεφαλαιοκρατίας εμπεριείχε σε λανθάνουσα μορφή πτυχές της παρακμής της, στο
βαθμό που από την ίδια την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας άρχισαν να σχηματίζονται
οι ιστορικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού. Εκτός αυτού, η οπισθοδρομική
[παρακμιακή] ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας δεν αποκλείει τις ταχείες αύξουσες
διαδικασίες από τη μεν είτε τη δε άποψη. «Θα ήταν σφάλμα, - έγραφε ο Β. Ι.
Λένιν – να θεωρηθεί ότι αυτή η τάση προς σήψη αποκλείει την ταχεία ανάπτυξη της
κεφαλαιοκρατίας…Η κεφαλαιοκρατία εν συνόλω αναπτύσσεται μεν ασύγκριτα ταχύτερα
απ’ ότι κατά το παρελθόν, πλην όμως η ανάπτυξη αυτή δεν καθίσταται μόνο γενικά
πιο ανισομερής, αλλά η ανισομέρεια εκδηλώνεται επίσης μεταξύ άλλων και με την
αποσύνθεση των πλέον ισχυρών ως προς το κεφάλαιο χωρών…» [3, τ.27, σ.422-423.]**. Παρ’ όλα αυτά, αρχικά καθοριστική είναι η προοδευτική
ανάπτυξη [η ακμή], ενώ στη συνέχεια έπεται η οπισθοδρομική ανάπτυξη [η παρακμή]
της κεφαλαιοκρατίας.
Ιμπεριαλιστικό είναι εκείνο
το στάδιο της κεφαλαιοκρατίας κατά το οποίο οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις
παραγωγής έχουν επιτύχει εν γένει και εν συνόλω τα όρια της εκτατικής τους
ανάπτυξης και έχουν μεταβεί πλέον στην τροχιά της κατά κύριο λόγο εντατικής
ανάπτυξης.
Η κεφαλαιοκρατία
αναπτύσσεται κατ’ εξοχήν εκτατικά κατά τη διαδικασία του γίγνεσθαί της. Κατά το στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας
υπερτερεί η εντατική της ανάπτυξη. Κατά το ιμπεριαλιστικό στάδιο δεν
επιτυγχάνονται μόνο τα όρια της εκτατικής της ανάπτυξης (την κυριαρχία του
ελεύθερου ανταγωνισμού διαδέχεται η κυριαρχία των μονοπωλίων, ολοκληρώνεται η
διανομή του κόσμου, ολοκληρώνεται η εκτατική ανάπτυξη της αγοράς για την
κεφαλαιοκρατία εν συνόλω κλπ..), αλλά και η εντατική ανάπτυξη περνά σε μια νέα,
-εν συγκρίσει με το στάδιο της ωριμότητας– βαθμίδα, η οποία έχει ως βάση της
την αυτοματοποιημένη μηχανική παραγωγή.
Και η εκτατική και η
εντατική ανάπτυξη οποιασδήποτε διαδικασίας συνιστούν ανάπτυξη στα πλαίσια μίας
και της αυτής ριζικής [θεμελιώδους] ποιότητας. Ποσοτικές και όχι ριζικές
ποιοτικές αλλαγές διεξάγονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της [εν λόγω]
διαδικασίας. Απολύτως [αμιγώς] καθαρές μόνο ποσοτικές είτε μόνο ποιοτικές
αλλαγές δεν υφίστανται. Εν τούτοις, κατά την εκτατική ανάπτυξη υπερτερούν,
καθορίζουν το «πρόσωπο» της ανάπτυξης οι ποσοτικές αλλαγές, ενώ κατά την
εντατική ανάπτυξη εγείρονται στο προσκήνιο οι ποιοτικές αλλαγές, [οι
οποίες] ωστόσο, [εκτυλίσσονται] στα «πλαίσια» της ίδιας ριζικής ποιότητας, της
ίδιας ουσίας.
Ποιο είναι το όριο της
εκτατικής ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής;
Κατά τη γνώμη μας [στην
ιστορία] παρατηρείται μια κλιμάκωση του εξωτερικού ορίου της ανάπτυξης:
για τις δουλοκτητικές σχέσεις αυτό ήταν η χρήση των μαλακών γαιών (και
σε μικρότερο βαθμό, των κατάλληλων για ημινομαδική κτηνοτροφία γαιών), για τις φεουδαρχικές
σχέσεις, - ήταν η χρήση όλων των κατάλληλων για τη γεωργία και τη νομαδική
κτηνοτροφία εκτάσεων της γης, ενώ για
τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις – ήταν όλη η επιφάνεια [το έδαφος] και τα
έγκατα [το υπέδαφος] της γης. Η κεφαλαιοκρατία επιτυγχάνει το εξωτερικό όριο
της εκτατικής της ανάπτυξης όταν και όποτε συγκροτείται το παγκόσμιο
κεφαλαιοκρατικό σύστημα. (Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών,
πολλώ μάλλον δε, του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, το όριο αυτό
συρρικνώνεται ουσιαστικά). Ως εσωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής λειτουργεί το όριο της μεγέθυνσης της
κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος: το μονοπώλιο. «…Η
βαθύτερη οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού είναι το μονοπώλιο» [στο ίδιο,
σ.396]*, γι’ αυτό, όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «ως προς την
οικονομική ουσία του ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακή κεφαλαιοκρατία» [στο
ίδιο, σ.420]**.
Με τη μετατροπή της
κεφαλαιοκρατίας σε μονοπωλιακή κεφαλαιοκρατία και με τη δημιουργία του
παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η κεφαλαιοκρατία φτάνει στο εξωτερικό
και στο εσωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξής της. Και παρά το γεγονός ότι η
μετάβαση στην εντατική ανάπτυξη είχε διεξαχθεί ήδη κατά το στάδιο της
ωριμότητας, η πλήρης κυριαρχία της εντατικής ανάπτυξης έχει θέση κατά το στάδιο της αποσύνθεσης της
κεφαλαιοκρατίας.
Το μονοπώλιο ως η «βαθύτερη
οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού» είναι «μονοπώλιο κεφαλαιοκρατικό, δηλ. έχει
αναπτυχθεί από την κεφαλαιοκρατία και βρίσκεται εντός της γενικής διάταξης της
κεφαλαιοκρατίας, της εμπορευματικής παραγωγής, του ανταγωνισμού, σε μόνιμη και
αδιέξοδο αντίφαση με αυτή τη γενική διάταξη. Εν τούτοις, όπως και κάθε
μονοπώλιο, γεννά αναπόφευκτα την τάση προς στασιμότητα και σήψη» [3, τ.27,
σ.396-397]***. Περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά του μονοπωλίου κατ’
αυτόν τον τρόπο ο Β. Ι. Λένιν διακρίνει «ειδικά τέσσερα κύρια είδη μονοπωλίων
είτε κύριων εκδηλώσεων της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας, χαρακτηριστικών για
την υπό εξέταση εποχή.» [στο ίδιο, σελ. 421]****: τις μονοπωλιακές ενώσεις κεφαλαιοκρατών, τη μονοπωλιακή
κατοχή των σημαντικότερων πηγών πρώτων υλών, το μονοπώλιο του χρηματιστικού
κεφαλαίου και την μονοπωλιακή κατοχή αποικιών (σήμερα διατηρείται με τη μορφή
της «νεοαποικιοκρατίας»).
Αυτό το μονοπώλιο
αναπτύχθηκε επί του εδάφους της κεφαλαιοκρατίας, η ίδια του η υφή είναι
κεφαλαιοκρατική και δεν μπορεί να μετασχηματίσει ριζικά το έδαφος, από το οποίο
προήλθε: δεν παύει να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία
που έχει φτάσει σε οριακό στάδιο μεγέθυνσης. Εν τω μεταξύ το κεφαλαιοκρατικό
μονοπώλιο σηματοδοτεί μια ποιοτική αλλαγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων
παραγωγής, αν και αυτή δεν συνιστά ριζικό ποιοτικό μετασχηματισμό των
τελευταίων. Μ’ αλλά λόγια, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής εξακολουθούν
να παραμένουν κεφαλαιοκρατικές, και δεν καθίστανται κάτι άλλο. Ωστόσο, εντός τους δημιουργούνται οι
προϋποθέσεις της ριζικής ποιοτικής αλλαγής τους, οι οποίες καθορίζονται από την
ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής, δηλ. από την ανάπτυξη του κοινωνικού
χαρακτήρα της παραγωγής: εγκαθιδρύεται η κυριαρχία ακριβώς της μονοπωλιακής
κεφαλαιοκρατικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Επί
ιμπεριαλισμού, καταδεικνύει ο Β. Ι. Λένιν, «…μερικές θεμελιώδεις ιδιότητες της
κεφαλαιοκρατίας άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους...σχηματίσθηκαν και
εκδηλώθηκαν στην επιφάνεια γνωρίσματα της μεταβατικής εποχής, από την
κεφαλαιοκρατία προς το ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς» [στο ίδιο, σ.385]*. Και συνεχίζει: «Ο ελεύθερος
ανταγωνισμός είναι θεμελιώδης ιδιότητα της κεφαλαιοκρατίας και γενικά της
εμπορευματικής παραγωγής το μονοπώλιο συνιστά το εκ διαμέτρου αντίθετο του
ελεύθερου ανταγωνισμού...» [στο ίδιο]. Σε άλλο σημείο ο Β .Ι. Λένιν παρατηρεί:
«…το μονοπώλιο το οποίο αναφύεται στο έδαφος του ελεύθερου ανταγωνισμού και
ακριβώς από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι η μετάβαση από το κεφαλαιοκρατικό
σε ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς» [στο ίδιο, σ. 420 – 421] **.Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορισμένες θεμελιώδεις ιδιότητες της
κεφαλαιοκρατίας μετατρέπονται μεν στο αντίθετό τους, αλλά παραμένουν υπηγμένες
στιγμές της διατηρούμενης ριζικής της ποιότητας, της ουσίας της
κεφαλαιοκρατίας.
Κατά το στάδιο της
μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας επέρχεται μια ραγδαία όξυνση των αντιφάσεων της
κεφαλαιοκρατίας. Αυτό απορρέει από την ίδια τη φύση του κεφαλαιοκρατικού
μονοπωλίου. Εδώ γίνεται λόγος προπαντός και κατά κύριο λόγο περί των αντιφάσεων
μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών, μεταξύ των μονοπωλίων, μεταξύ μονοπωλιακού
και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, μεταξύ μονοπωλίων και ασθενώς ανεπτυγμένων
εξαρτημένων χωρών. Ο πλέον ασθενής, ο πλέον ευάλωτος κρίκος του όλου
παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι οι ασθενώς ανεπτυγμένες
εξαρτημένες χώρες. Η σύγχρονη παγκόσμια επαναστατική διαδικασία, στο βαθμό
που διεξάγεται εντός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος,
προοδεύει προπαντός μέσω του αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας και για τη μετάβαση
στην οδό της μη κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης των χωρών εκείνων, οι οποίες
υφίστανται εκμετάλλευση εκ μέρους των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων. Ο
νικηφόρος αγώνας των λαών των ασθενώς ανεπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών υπέρ
της ανεξαρτησίας και στην κατεύθυνση της μη κεφαλαιοκρατικής σοσιαλιστικής ανάπτυξης
(μόνο σε αυτή την κατεύθυνση είναι εφικτή η σταθερή διατήρηση της ανεξαρτησίας
και η επίτευξη υψηλού επίπεδου ανάπτυξης), η εξάλειψη της εκμετάλλευσης [που
υφίστανται] εκ μέρους των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων, δημιουργούν
ευνοϊκές δυνατότητες για την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης στις πλέον
ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, για τη συρρίκνωση των δυνατοτήτων εξαγοράς
εκ μέρους των μονοπωλίων διαφόρων στρωμάτων της εργατικής τάξης και για την
πλήρη υπονόμευση της επιρροής του οπορτουνισμού.
Γι’ αυτό η κατάπτωση του
παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος διεξάγεται και θα διεξάγεται στο εξής
έχοντας ως κύρια μορφή την απόσπαση από αυτό των ασθενώς ανεπτυγμένων και
ανεξαρτήτων χωρών.
Το όριο εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας είναι η
σοσιαλιστική επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυριαρχίας της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής*.
1
Θα επισημάνουμε απ’ ευθείας, ότι η διάκριση του σταδίου της διαμόρφωσης από την
άποψη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η διάκρισή του από την άποψη
των σχέσεων παραγωγής, δεν συμπίπτουν.
*
Στην ελληνική βλ. και 275, τ. Α, σελ.98 – σ.τ.μ.
* Με την έννοια της αρθρωτής διάταξης κατά
περιόδους – σ.τ.μ.
2
Εδώ και στο εξής υπονοούμε διαρκώς, ότι ορισμένο επίπεδο και χαρακτήρας μέσων
παραγωγής «απαιτεί» και τον αντίστοιχο παραγωγό.
* δηλ. από τη σχέση του δουλοκτήτη προς το δούλο ως
προς εργαλείο παραγωγής, από την παραγωγική σχέση προς τη φύση. – σ.τ.μ.
3
Όπως ήδη προαναφέραμε, με τον όρο «γίγνεσθαι» εννοούμε όλα τα τρία στάδια (της
αρχής, της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας και της διαμόρφωσης), τα οποία
προηγούνται του σταδίου της ωριμότητας.
*
Με την έννοια: σταθερή, εγκατεστημένη σε μόνιμη βάση. – σ.τ.μ.
* δηλ. στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. – σ.τ.μ.
*
Όρος τον οποίο εισήγαγε ο L.H. Morgan για
να επισημάνει την πολιτειακή οργάνωση της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας κατά το
στάδιο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος (διάλυση της
κοινότητας του γένους και μετάβαση στην κοινότητα γειτνίασης). Στο έργο των Κ.
Μαρξ και Φ. Ένγκελς ο όρος αποκτά γενικευμένη σημασία στα πλαίσια της κριτικής
αφομοίωσης της συμβολής του Morgan, στην
υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Σηματοδοτεί την τελική βαθμίδα αποσύνθεσης της
πρωτόγονης κοινότητας και την έναρξη της μετάβασης στην ταξική κοινωνία. Στα
πλαίσια αυτής της μετάβασης ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι ληστρικοί πόλεμοι
– επιδρομές, για τη διεξαγωγή των οποίων οι αρχηγοί των ενώσεων φυλών που
ανέκυπταν, καταλάμβαναν βαθμηδόν την εξουσία στα όργανα της πρωτόγονης
κοινοτικής δημοκρατίας (συμβούλια γενών και φυλών) που εξακολουθούσαν να
λειτουργούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα εν λόγω όργανα από όργανα διευθέτησης των
κοινοτικών υποθέσεων, μετατρέπονται σε αυτοτελή όργανα κυριαρχίας και
καταπίεσης, σε όργανα της υπό διαμόρφωση ταξικής δικτατορίας – σ.τ.μ.
4 Υπό τον όρο «τυπική διάρθρωση» εννοείται η
κοινωνία «ως αντίστοιχη της έννοιάς της» (έκφραση, η οποία συχνά
χρησιμοποιείται από τον Κ. Μαρξ).
* τιμοκρατικό σύστημα – σ.τ.μ.
* Λατινικά latifundium. Μεγάλη γαιοκτησία των δουλοκτητικών κοινωνιών
της αρχαιότητας. Εμφανίσθηκαν αρχικά κατά τον 2ο αι. μ.Χ., όταν
περιήλθαν στην ιδιοκτησία της ρωμαϊκής αριστοκρατίας οι απέραντές εκτάσεις των
υποταγμένων φυλών. Καθολική επικράτησή τους επήλθε κατά τον 1ο αι.
μ.Χ.– σ.τ.μ.
** Καλλιέργεια γης έναντι μέρους της εσοδείας –
σ.τ.μ.
5 Στην κτηνοτροφία –εάν εξαιρέσουμε την επεξεργασία
των προϊόντων της– απαιτούταν η χρήση εργαλείων εργασίας σε σημαντικά μικρότερο
βαθμό. Εκτός αυτού, μέχρι τη διαμόρφωση της νομαδικής κτηνοτροφίας με τη χρήση
του αλόγου, κατά τα φαινόμενα, στους κτηνοτροφικούς λαούς η δουλοκτησία θα
έπρεπε να παραμένει μη ανεπτυγμένη, πατριαρχική.
* Πρόκειται περί κατεστημένων και όχι
«νομοκατεστημένων» τάξεων, όπως συχνά αποκαλούνται στη βιβλιογραφία. Ο δεύτερος
όρος εκ των πραγμάτων αποδίδει υπερβολική σημασία στο ρόλο του νόμου και του
δικαίου επί φεουδαρχίας, σε αντιδιαστολή με την ιστορική πραγματικότητα. [Βλ.
σχετικά τα λήμματα: «τάξεις κατεστημένες» και «τάξεις κοινωνικές»
στο 279]. – σ.τ.μ.
* το δικαίωμα της χρησικτησίας – σ.τ.μ.
** το δικαίωμα της μετά τον θάνατο του διαθέτη
ρύθμισης της τύχης της περιουσίας του μέσω διαθήκης – σ.τ.μ.
* τιμόνι της άμαξας ή του αρότρου – σ.τ.μ.
* οι μη ιδιοκτήτες δεν ανήκουν πλέον σωματικά στους
ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. – σ.τ.μ.
* γερμ. «manufakturperiode», η περίοδος της πρωταρχικής κεφαλαιοκρατικής
βιοτεχνίας. - σ.τ.μ.
* της πρωταρχικής κεφαλαιοκρατικής βιοτεχνίας –σ.τ.μ.
6 Η εργασία διεξάγεται κατά κύριο λόγο με τη
βοήθεια μηχανικών κινήσεων των οργάνων του σώματος. Ωστόσο, αυτό συνιστά συνάμα
και εργασία ενός έμβιου όντος. Στη βιολογική μορφή κίνησης η μηχανική κίνηση
διαδραματίζει υπηγμένο ρόλο. Η υπαγωγή
ενός έμβιου όντος στη μηχανική κίνηση των μηχανών έρχεται σε αντίφαση με τη
φύση του ζώντος.
* Βλ. σχετικά το σύστημα λημμάτων:
«φαινομενικότητα», «πλάνη», «φετιχισμός του εμπορεύματος», «ουσία και
φαινόμενο», «Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ», κ.ο.κ. στο 272. - σ.τ.μ.
** Βλ. και: 269, τ.27, σ.429-430. – σ.τ.μ.
* βλ. και 269, τ.27, σ.403. – σ.τ.μ.
** Στο ίδιο, σ.428. – σ.τ.μ.
*** Στο ίδιο, σ.403. – σ.τ.μ.
**** Στο ίδιο, σ.428. – σ.τ.μ.
* βλ. και 269, Τ.27, σ.391-392. – σ.τ.μ.
** Στο ίδιο, σ.428. – σ.τ.μ.
* Από την άποψη
της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων που λειτουργεί ως βάση της
εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, παρατηρείται ορισμένη
νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ως βάση της εντατικής
ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού
λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε
επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά
συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση,
φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.).
Το δεύτερο στάδιο της
(που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών εταιριών) άρχισε στα
τέλη της δεκαετίας του 70
και στην δεκαετία του 80, οπότε παρατηρείται η μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη
παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική,
έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης). Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των
βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων
δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ.. Οι
πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις
κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη
θέση στον κόσμο.
Χαρακτηριστικό
του νέου
σταδίου στο οποίο έχει περάσει η ανθρωπότητα, είναι η
αντιφατική ενοποίηση της ανθρωπότητας βάσει των μονοπωλιακών συμφερόντων αυτών
των πλέον επιθετικών και κυρίαρχων πολυεθνικών εταιριών, που
στην πλειονότητά τους εδρεύουν σε μια μικρή ομάδα χωρών – «εισοδηματιών»
(στις χώρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου»). Οι ισχυρότερες κεφαλαιοκρατικές
χώρες γίνονται κράτη που παρασιτούν μέσω της εκμετάλλευσης της πλειονότητας των
καταπιεσμένων και εξαρτημένων λαών. Διαδίδονται ευρέως ποικίλες ειδυλλιακές
αυταπάτες και τα απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα
του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια
διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός
εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και
ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες,
πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ.... Η πολυθρύλητη παγκοσμιοποίηση της
εποχής μας, είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε
παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πολυεθνικές. Πρόκειται για μιαν άκρως
αντιφατική διαδικασία «ενοποίησης» μέσω της επιβολής και ενίσχυσης παγκόσμιων
όρων εκμετάλλευσης, μέσω της παγίωσης και επίτασης των ανισοτήτων και της ανισομέρειας,
μέσω της εδραίωσης και διάχυσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, δηλαδή μέσω
του περαιτέρω διχασμού της ανθρωπότητας.
Το ζητούμενο
λοιπόν δεν είναι η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η απόρριψη κάθε ενοποίησης
της ανθρωπότητας εν γένει (η οποία είναι νομοτελής τάση, που καθορίζεται σε
τελευταία ανάλυση -πολύ συχνά σε αντίθεση με τις πολυεθνικές ως κυρίαρχες
πλανητικά σχέσεις παραγωγής- από την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών
δυνάμεων), αλλά ο αγώνας εναντίον αυτής της «ενοποίησης» - καθυπόταξης που
επιτάσσεται και προωθείται βάσει των συμφερόντων των πολυεθνικών, ο αγώνας
εναντίον της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. Τυχόν εναντίωση στον
ενοποιητικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εν γένει και όχι
στην αστική – κεφαλαιοκρατική μορφή αυτής της ανάπτυξης, είναι αντιδραστικού
χαρακτήρα.
Για τα
μεθοδολογικά ζητήματα περιοδολόγησης της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας βλ. και
289.- σ.τ.μ.