Κεφαλαιο 4

Φαινόμενο και πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας

H κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της

Tο εποικοδόμημα. Oι άνθρωποι ως προσωπικότητες

 

 

Η εξέταση του ανθρώπου ως ατόμου, ως ενός όντος στο οποίο βιολογικό και κοινωνικό συνιστούν μιαν άμεση ενότητα, είναι η εξέταση της προϋπόθεσης του ανθρώπου ως προσωπικότητας. Η μετάβαση στην ανάλυση της εργασίας, της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, είναι η μετάβαση στην ανάλυση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, στην ανάλυση της ουσίας του ανθρώπου.1 Ο άνθρωπος, στο βαθμό που είναι κοινωνικό ον -και όχι απλώς ένα βιολογικό ον– είναι προσωπικότητα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα [το προσωπικό] είναι το ιδιαζόντως ανθρώπινο [στοιχείο] στον άνθρωπο.

Η εργασία, η παραγωγή ως αμφίδρομη σχέση ανθρώπου και φύσης, υπαγορεύει τη δυνατότητα [ύπαρξης] του ανθρώπου υπό την ιδιότητα του κοινωνικού όντος. Αλλά η δυνατότητα αυτή πραγματώνεται ακριβώς εντός των σχέσεων παραγωγής. Είναι ακριβώς η ένταξη στις σχέσεις παραγωγής που συνιστά την πραγματική ένταξη των ατόμων στις κοινωνικές αμφίδρομες σχέσεις με τη φύση. Η παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση συνιστά τη δυνατότητα της ύπαρξής τους ως προσωπικοτήτων. Η ένταξη των ατόμων στις παραγωγικές σχέσεις, στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής συνιστά την πραγμάτωση της ύπαρξής τους ως προσωπικοτήτων.

Συνεπώς, όλοι οι άνθρωποι εφ΄ όσον εργάζονται, σχετίζονται παραγωγικά προς τη φύση και συμμετέχουν στις σχέσεις παραγωγής, αποτελούν κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικότητες.2 Η σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής συνιστά τον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας. Τον ίδιο ρόλο διαδραματίζει η σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής και ως προς τη διαμόρφωση, τη λειτουργία και την ανάπτυξη των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων.

Ας υποθέσουμε ότι η παραγωγική σχέση προς τη φύση και οι σχέσεις παραγωγής υφίστανται και αναπαράγονται σε απαράλλακτη μορφή. Τότε, η ένταξη σε αυτές των νέων ατόμων που γεννιούνται και ενηλικιώνονται θα συνιστά την μετατροπή αυτών  των ατόμων σε προσωπικότητες. Ωστόσο, τα εν λόγω άτομα, εφ’ όσον έχουν ενταχθεί στις σχέσεις παραγωγής, θα πάψουν να μεταβάλλονται ως προσωπικότητες. Η δραστηριότητά τους ως προσωπικοτήτων θα είναι απαράλλακτη, απαράλλακτα επαναλαμβανόμενη, [μια δραστηριότητα] που δεν θα απαιτεί αλλαγή  σκοπών και, ως εκ τούτου, θα έλεγε κανείς ότι θα είναι μηχανική και απρόσωπη.

Παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής εκφαίνονται μέσω των βιολογικών και ευρύτερα, μέσω των φυσικών δεσμών που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση. Στις μέρες μας διακρίνεται η σφαίρα του κοινωνικού υπό τη στενή έννοια του όρου.

Ωστόσο, διακρίνουν την εν λόγω σφαίρα μάλλον στο εμπειρικό επίπεδο, ενώ την ορίζουν μέσω της απαρίθμησης των όσων την αφορούν. Εμείς θεωρούμε, ότι η σφαίρα του κοινωνικού, υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι η σφαίρα του φαινομένου της κοινωνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται εφικτή η θεωρητική διάκριση αυτής της περιοχής.

            Ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής εκδηλώνεται με την απλούστερη μορφή του μέσω της σχέσης του ανθρώπου ως βιολογικού όντος προς την υπόλοιπη φύση, μέσω της βιολογικής κατανάλωσης. Από βιολογικής απόψεως, φέρ’ ειπείν, ο άνθρωπος για τη διατήρηση της ύπαρξής του, για την ικανοποίηση της ανάγκης για διατροφή, χρειάζεται ορισμένη ποσότητα ορισμένων ουσιών, όπως αυτές εμπεριέχονται σε διαφόρων ειδών φυσικά αντικείμενα. Η ανάγκη για διατροφή και η ικανοποίησή της, εάν εκληφθούν ως διαδικασίες που αφορούν τη σφαίρα του φαινομένου της κοινωνίας, συνίστανται στην κατανάλωση παρηγμένων αντικειμένων προς κατανάλωση με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων. Επομένως, εντός αυτής της σχέσης η ανάγκη για διατροφή είναι κοινωνικά οροθετημένη [τίθεται υπό κοινωνικούς όρους].

            Σε μια πιο περίπλοκη μορφή έκφανσης της κοινωνίας λαμβάνει χώρα ένας «διαυγασμός» [μια διαλαμπή] του κοινωνικού, του κοινωνικού τρόπου παραγωγής, μέσω της σχέσης της βιολογικής αναπαραγωγής των ανθρώπων. Φέρ’ ειπείν, οι δημογραφικοί νόμοι αφορούν κατά κύριο λόγο τη σφαίρα του φαινομένου της κοινωνίας.

            Μια ακόμα πιο περίπλοκη ανεπτυγμένη μορφή έκφανσης της κοινωνίας είναι η άμεση επίδραση της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας στις βιολογικές ανάγκες των ανθρώπων: η επίδραση που ασκείται στον άνθρωπο ως βιολογικό ον από τη διάρκεια και την ένταση της εργασιακής διαδικασίας, της παραγωγής, η επιρροή που ασκείται στον άνθρωπο ως βιολογικό ον από τους όρους της εργασίας και της παραγωγής, του καταμερισμού της εργασίας και της παραγωγής, καθώς επίσης και της ανάπαυσης κλπ...

            Στη σφαίρα του φαινομένου της κοινωνίας το κοινωνικό «διαυγάζει» [διαλάμπει] μεν μέσω του βιολογικού και εντός του βιολογικού, πλην όμως βασικό στοιχείο παραμένει το πώς το κοινωνικό αποκαλύπτεται άμεσα εντός του βιολογικού, εντός των βιολογικών δεσμών των ατόμων. Ας πάρουμε φέρ’ ειπείν τις τάξεις* (η αλήθεια είναι ότι εάν μιλήσουμε αυστηρά, η εξέταση των τάξεων δεν εμπίπτει στα ζητούμενα της λογικής εξέτασης της κοινωνίας, δεδομένου ότι τάξεις υπάρχουν μόνο σε μερικά μη καθ’ όλα ώριμα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας). Οι τάξεις διαφορίζονται προπαντός στη σφαίρα της ουσίας της κοινωνίας, εντός του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Ταυτοχρόνως, οι τάξεις συνδέονται επίσης και με τη σφαίρα του φαινομένου της κοινωνίας, έχουμε μια κοινωνική πλευρά με τη στενή έννοια του όρου. Από αυτή την κοινωνική πτυχή της η τάξη προβάλλει κατά κύριο λόγο από την άποψη του γεγονότος ότι η θέση και ο ρόλος της, η ενότητα της κατάστασης των μελών της εντός του κοινωνικού τρόπου παραγωγής, εκδηλώνονται μέσω της ομοιότητας της ζωής των εντασσόμενων στην εν λόγω τάξη ατόμων (ως ομοιότητα των όρων της εργασίας, της παραγωγής και ως ομοιότητα της επίδρασης που ασκούν αυτοί οι όροι στα άτομα, στο επίπεδο εξασφάλισης της διατροφής τους, της στέγης τους κλπ..., κ.ο.κ.). Μπορούμε να πούμε ότι από την άποψη αυτής της στενά κοινωνικής σχέσης, η ενότητα της τάξης προβάλλει μέσω της ομοιότητας των ζωτικών συμφερόντων των ατόμων που την απαρτίζουν.

            Κατά την εξέταση της σφαίρας του φαινομένου οι άνθρωποι προβάλλουν μεν πλέον σε κάποιο βαθμό ως προσωπικότητες, πλην όμως εκείνο το οποίο προβάλλει σε πρώτο πλάνο, είναι το γεγονός ότι αυτοί είναι ανθρώπινα άτομα.

            Ας υποθέσουμε τώρα, ότι η παραγωγική σχέση προς τη φύση και οι σχέσεις παραγωγής μεταβάλλονται. Αυτό σημαίνει ότι αλλάζει η δραστηριότητα των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων. Ακριβώς η μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων, η μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής είναι αυτό που γεννά την ανάγκη προτρέχουσας σύλληψης της μεταβολής της κοινωνίας ως παράσταση, ως ιδεατό. Η ανάγκη προτρέχουσας σύλληψης της μεταβολής της κοινωνίας είναι ευθέως ανάλογη του βαθμού διαμόρφωσης των σχέσεων παραγωγής και του κατά πόσο θεμελιώδης είναι η ανάγκη μεταβολής τους.

            Είναι ακριβώς η μεταβολή των σχέσεων παραγωγής εκείνο το οποίο κατά τον εγγύτερο τρόπο γεννά την ανάγκη για άτομα, τα οποία συνειδητοποιούν σε ποικίλους βαθμούς τη συμμετοχή τους στο κοινωνικό όλο. Είτε, μ΄ άλλα λόγια, η ανάγκη για κοινωνική συνείδηση απορρέει από την παραγωγή ως διαδικασία, δηλ. ως μεταβαλλόμενη [παραγωγή], και κατά τον εγγύτερο τρόπο – από τις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής ως διαδικασίας, δηλ. ακριβώς υπό την ιδιότητα των μεταβαλλόμενων σχέσεων. Ο άνθρωπος είναι προσωπικότητα σε πλήρη βαθμό υπό την ιδιότητα του συνειδητού συμμέτοχου της αλλαγής της κοινωνίας ως όλου (επομένως, και της αντίστοιχης αλλαγής του ίδιου του εαυτού του).

            Προτρέχοντας λίγο, προς αποφυγή πιθανών παρεξηγήσεων εκ μέρους κάποιας ομάδας αναγνωστών, θα επισημάνουμε το εξής. Η συνείδηση εν συνόλω αναφύεται από την παραγωγική διαδικασία και υφίσταται κατά κύριο λόγο χάριν της παραγωγικής διαδικασίας. Η συνείδηση [το συνειδέναι] εμπεριέχει δύο πλευρές: από τη μία πλευρά της συνιστά προτρέχουσα σύλληψη εν είδει παραστάσεως, δηλ. ιδεατά, του αποτελέσματος του μετασχηματισμού του αντικειμένου της εργασίας με τα μέσα της εργασίας. Εδώ αναφερόμαστε μ’ άλλα λόγια στη γνώση [στο ειδέναι]. Από την άλλη πλευρά, συνιστά εν είδη παραστάσεων, ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη της σχέσης της προς τους ανθρώπους και [της σχέσης] των ανθρώπων προς τον εαυτό τους, των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η δεύτερη πλευρά συνιστά και τη συνείδηση αυτή καθ’ εαυτή, δηλ. το συνειδέναι από την πλευρά της κοινωνικής του ύπαρξης, της ύπαρξής του μέσω των κοινωνικών σχέσεων. Από αυτή τη δεύτερη πλευρά της η συνείδηση αυτή καθ’ εαυτή εμπεριέχει κατ’ ανάγκη, προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την αυτοσυνείδηση [αυτοσυνειδησία]. Είναι ανέφικτη η από κοινού συνειδητοποίηση, η κοινωνική γνώση, εάν τα άτομα δεν διακρίνουν εαυτόν εξ αλλήλων υπό την ιδιότητα των γνωριζόντων, εάν τα άτομα δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους υπό την ιδιότητα των γνωριζόντων έναντι των υπολοίπων ατόμων. Η πρώτη πλευρά (η γνώση [το ειδέναι]) αναφύεται κατά μείζονα λόγο από την αμοιβαία σχέση ανθρώπου και φύσης. Η δεύτερη πλευρά – από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων εντός της παραγωγής, εντός της εργασίας. Και όπως οι παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής, η εργασία ως ανταλλαγή ύλης με τη φύση, και η εργασία ως κοινωνική εργασία, υφίστανται πραγματικά μόνον εντός της εσωτερικής τους ενότητας, έτσι και αμφότερες οι πλευρές της συνείδησης συνιστούν μιαν εσωτερική αμοιβαία ενότητα στη διαφορά τους [μιαν ενότητα των διεστωσών πλευρών]. Όπως και ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν υφίσταται εκτός του εσωτερικού του δεσμού με τους άλλους ανθρώπους, με την κοινωνία και αντιστρόφως, έτσι και η συνείδηση των ανθρώπων είναι εσωτερικά ενιαία και διαφορετική με την αυτοσυνείδηση. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να επισημάνουμε ότι η πρώτη πλευρά (το ειδέναι) οροθετείται σε μεγαλύτερο βαθμό από τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, ενώ η δεύτερη πλευρά (η καθαυτώ συνείδηση) οροθετείται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας, εντός της παραγωγής, από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Και εάν εδώ εξάγουμε κατά κύριο λόγο τη δεύτερη πλευρά της συνείδησης από τις σχέσεις παραγωγής, [αυτό συμβαίνει διότι] η πρώτη πλευρά, χωρίς ειδική επισήμανση του δεσμού της με τη δεύτερη, έχει εξετασθεί κατά την ανάδειξη των χαρακτηριστικών της ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

            Η κάθε δεδομένη παραγωγική σχέση προς τη φύση έχει ένα φάσμα δυνατοτήτων χρησιμοποίησης και μεταβολής της. Σε συνάρτηση με τις μεν είτε τις δε σχέσεις παραγωγής, αυτές οι δυνατότητες μπορούν να πραγματωθούν ούτως ή άλλως, σε ποικίλους βαθμούς, αλλά δεν μπορούν (τουλάχιστον επί μακρόν) να υπερβούν τα «όρια» αυτών των δυνατοτήτων. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορούν να βρίσκονται σε παντελή αναντιστοιχία με την παραγωγική σχέση προς τη φύση και μάλιστα επί κατά το μάλλον ή ήττον παρατεταμένο διάστημα.

            Από τι εξαρτάται, όμως, το ποιες ακριβώς σχέσεις παραγωγής μορφοποιούνται κατά τη διευθέτηση της αναντιστοιχίας των παλαιών σχέσεων παραγωγής με τις υφιστάμενες παραγωγικές δυνάμεις, δηλ. κατά πόσον και πώς οι μορφοποιούμενες σχέσεις παραγωγής πραγματώνουν τις υπάρχουσες στην υφιστάμενη παραγωγική σχέση προς τη φύση δυνατότητες; Η ίδια η μεταβολή των σχέσεων παραγωγής προκαλείται εν γένει και εν συνόλω από την αναντιστοιχία τους προς την παραγωγική σχέση προς τη φύση, από την αναντιστοιχία τους με τις παραγωγικές δυνάμεις. Αλλά ποια αναντιστοιχία των σχέσεων παραγωγής με τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση αλλαγής στις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής; Και είναι άραγε αυτή η αναγκαία ανάπτυξη των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής επαρκής, ούτως ώστε να διεξαχθεί η μετάβασή τους σε άλλες σχέσεις παραγωγής; Ας ξεκινήσουμε από την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα.

            Είναι ανέφικτη η απόλυτη, η τελειότατη αντιστοιχία των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις. Οποιαδήποτε αντιστοιχία των διαθέσιμων σχέσεων παραγωγής με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, εμπεριέχει επίσης και [κάποια] αναντιστοιχία, σε ποικίλους βαθμούς και σχέσεις.

            Η εμφάνιση νέων σχέσεων παραγωγής συνιστά την εμφάνιση [τέτοιων] σχέσεων παραγωγής, οι οποίες αντιστοιχούν στην υπάρχουσα παραγωγική σχέση προς τη φύση, στις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις. Συνιστά ταυτοχρόνως και την εμφάνιση μιας νέας αναντιστοιχίας των νεοπαγών σχέσεων παραγωγής με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις.

            Όπως και κάθε αναπτυξιακή διαδικασία, η συσχέτιση ορισμένων δεδομένων σχέσεων παραγωγής και ορισμένων παραγωγικών δυνάμεων βάσει των οποίων αυτές ανέκυψαν, περνά από κάποια τυπικά στάδια.

            Το στάδιο της εμφάνισης των νέων σχέσεων παραγωγής - το στάδιο εμφάνισης τόσο της αντιστοιχίας όσο και της αναντιστοιχίας μεταξύ των νεοπαγών σχέσεων παραγωγής και των διαθέσιμων παραγωγικών δυνάμεων. Σε αυτό το στάδιο οι νέες σχέσεις παραγωγής είναι κατά βάση αντίστοιχες των κληροδοτηθεισών παραγωγικών δυνάμεων, της κληροδοτηθείσας παραγωγικής σχέσης προς τη φύση.

            Το στάδιο της διαμόρφωσης των νέων σχέσεων παραγωγής. Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιείται η μεταβολή των κληροδοτηθεισών παραγωγικών δυνάμεων, της κληροδοτηθείσας παραγωγικής σχέσης προς τη φύση στα πλαίσια των νέων σχέσεων παραγωγής. Συνάμα διαμορφώνεται και η αναντιστοιχία των νέων σχέσεων παραγωγής με τις μεταβαλλόμενες εντός των πλαισίων τους παραγωγικές δυνάμεις, με τη μεταβαλλόμενη εντός των πλαισίων τους παραγωγική σχέση προς τη φύση.

            Το στάδιο της ωριμότητας των νέων σχέσεων παραγωγής. Στο στάδιο αυτό, στα πλαίσια των νέων σχέσεων παραγωγής, διαμορφώνεται ο ποιοτικώς διαφορετικός χαρακτήρας και το αντίστοιχό του επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. [Η ποιοτική διαφορά αναδεικνύεται] εν συγκρίσει με τον χαρακτήρα και επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων που έχουν κληροδοτηθεί. Σε αυτό το στάδιο επιτυγχάνεται η ωριμότητα της αναντιστοιχίας των νέων σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν αλλάξει ποιοτικώς και ποσοτικώς εν συγκρίσει με τις κληροδοτηθείσες παραγωγικές δυνάμεις.

            Το στάδιο της παρακμής, της οπισθοδρόμησης, της σήψης και της απονέκρωσης των εν λόγω σχέσεων παραγωγής. Εφ’ όσον ακόμα και κατά το στάδιο της εμφάνισης των νέων σχέσεων παραγωγής δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη αντιστοιχία, μόνο αντιστοιχία των νέων σχέσεων παραγωγής με τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις, ακόμα και κατά το στάδιο της παρακμής τους δεν υπάρχει απόλυτη αναντιστοιχία, μόνον αναντιστοιχία των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής με τις υφιστάμενες παραγωγικές δυνάμεις. Γι’ αυτό, οι σχέσεις παραγωγής που βρίσκονται σε διαδικασία σήψης, ποτέ δεν κλείνουν απολύτως το δρόμο στη λειτουργία και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στη λειτουργία και ανάπτυξη της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, αν και τα περιθώρια [λειτουργίας και ανάπτυξης που παρέχουν] βρίσκονται σε φθίνοντα βαθμό και σε πιο περιορισμένες σχέσεις. Ποτέ οι παραγωγικές δυνάμεις αφ’ εαυτές δεν αποκλείουν απολύτως τις παλαιές σχέσεις παραγωγής.

            Συνεπώς, είναι ανέφικτη η αυτόματη αντικατάσταση των μεν σχέσεων παραγωγής, από τις δε, ως επακόλουθο μόνο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αντίφασης μεταξύ παλαιών σχέσεων παραγωγής και αλλαγμένων (ποσοτικώς και ποιοτικώς) παραγωγικών δυνάμεων.

            Η αντικατάσταση ορισμένων σχέσεων παραγωγής από άλλες, η πραγμάτωση των διαφόρων δυνατοτήτων που εμπεριέχονται στις παραγωγικές δυνάμεις, δεν εξαρτάται μόνον από αντικειμενικές προϋποθέσεις –αναγκαίες μεν πλην όμως μη επαρκείς– αλλά και από τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις πράξεις των ανθρώπων, που κατατείνουν είτε στη διατήρηση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής, είτε στην επάνοδο σε παλαιές, είτε στην αντικατάσταση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής από άλλες, που δεν υπήρξαν κατά το παρελθόν.

            Οι περισσότερες πιθανότητες αντικατάστασης των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής αφορούν το στάδιο της παρακμής. Δεδομένου ότι η αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων, εν γένει της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, αποτελεί τη βάση της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής – διότι, σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που είναι το κύριο για τους ανθρώπους δεν είναι οι σχέσεις παραγωγής, αλλά η παραγωγική σχέση προς της φύση – είναι επόμενο η αντικατάσταση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής να συμβαίνει, εν γένει και εν συνόλω, νομοτελώς κατά το στάδιο της απονέκρωσής τους.

            Ωστόσο, στο βαθμό που η παραγωγική σχέση προς τη φύση, οι παραγωγικές δυνάμεις, αναπτύσσονται σε βαθμό που επιτρέπει την παραγωγή αφθονίας υλικών αγαθών, οι σχέσεις παραγωγής αποκτούν περισσότερη σχετική αυτοτέλεια έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, έναντι της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση. Οι άνθρωποι αποκτούν όλο και περισσότερες δυνατότητες για την επιλογή σχέσεων παραγωγής, ενώ η σύνδεση των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις, με την παραγωγική σχέση προς τη φύση γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, οι παραγωγικές δυνάμεις, η παραγωγική σχέση προς τη φύση, πάντοτε εξακολουθούν να συνιστούν τη γενική βάση για την [όποια] αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, διότι χωρίς αυτήν [την παραγωγική σχέση προς τη φύση] οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν.

            Ενόσω η αφθονία των υλικών αγαθών απουσιάζει, οι σχέσεις παραγωγής, η εναλλαγή τους, είναι με πιο άκαμπτο τρόπο αιτιοκρατημένες από τις παραγωγικές δυνάμεις, από την παραγωγική σχέση προς τη φύση, διότι ενόσω απουσιάζει η αφθονία υλικών αγαθών, εγείρεται με ιδιαίτερη ένταση η αναγκαιότητα της καλύτερης δυνατής χρήσης των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικής σχέσης προς της φύση, ούτως ώστε να λαμβάνεται το μέγιστο εφικτό των υλικών αγαθών.

            Εφ’ όσον η αφθονία υλικών αγαθών είναι παρούσα, αλλάζει ουσιωδώς ο ίδιος ο χαρακτήρας της αιτιοκρατικής εξάρτησης των σχέσεων παραγωγής από τις παραγωγικές δυνάμεις, από την παραγωγική σχέση προς τη φύση. Εδώ, το κύριο για τη (συνειδητή ή ασυνείδητη) επιλογή σχέσεων παραγωγής από τους ανθρώπους δεν είναι πλέον η ποσότητα και η ποιότητα των αποτελεσμάτων, των προϊόντων της παραγωγής, αλλά γίνεται η ποσότητα και η ποιότητα της εργασιακής διαδικασίας ως τρόπου ανάπτυξης των δυνάμεων του ανθρώπου. Εντός αυτής της τελευταίας σχέσης, τουναντίον, η σύνδεση των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις, με την παραγωγική σχέση προς τη φύση γίνεται αμεσότερη.

            Δεδομένου ότι σε οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα στάδια υπάρχει και αντιστοιχία και αναντιστοιχία των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής με τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις, έπεται ότι υπάρχει η δυνατότητα παράκαμψης ενός, είτε όλων αυτών των σταδίων και εγκαθίδρυσης διαμιάς των υψηλότερων σχέσεων παραγωγής, μεταξύ εκείνων οι οποίες ούτως ή άλλως, έστω και κατά το ελάχιστο, και στις πλέον περιορισμένες σχέσεις, αντιστοιχούν στις παραγωγικές δυνάμεις, στην παραγωγική σχέση προς τη φύση.

            Εάν λάβουμε τις παραγωγικές δυνάμεις, την παραγωγική σχέση προς τη φύση, τις σχέσεις παραγωγής εν συνόλω, είναι εντελώς νομοτελές [το γεγονός], ότι οι σχέσεις παραγωγής, οι οποίες έρχονται προς αντικατάσταση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής, εν γένει αντιστοιχούν στις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις, στην παραγωγική σχέση προς τη φύση, διότι, εν συγκρίσει με τις σχέσεις παραγωγής, το κύριο είναι ακριβώς η διατήρηση και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση. Και αντίστοιχα αποδεικνύεται ότι είναι νομοτελής η αντικατάσταση των μεν σχέσεων παραγωγής από τις δε, ακριβώς κατά το στάδιο της παρακμής τους.

            Εάν όμως οι σχέσεις παραγωγής της ανθρωπότητας ως προς τα διάφορα «μέρη» τους κλπ..., αναπτύσσονται ανισομερώς, δεν είναι διόλου απίθανη η «υπερπήδηση» ενός, είτε μερικών σταδίων της ανάπτυξης από λιγότερο ανεπτυγμένα «μέρη», υπό την επίδραση πιο ανεπτυγμένων «μερών». Παρ’ όλα αυτά όμως η ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής της κοινωνίας εάν ληφθούν εν συνόλω, είτε, μ’ άλλα λόγια, η αντικατάσταση των σχέσεων παραγωγής η οποία έχει παγκόσμια - ιστορική σημασία, λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο της παρακμής των υπό αντικατάσταση σχέσεων παραγωγής.

            Ο ακριβής χρόνος και τρόπος κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η αντικατάσταση των μεν σχέσεων παραγωγής από τις δε, εξαρτάται από τον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής, από εκείνο το φάσμα δυνατοτήτων αλλαγής του, που λανθάνουν εντός αυτού του ίδιου. Δεν εξαρτάται όμως μόνον από αυτό, αλλά επίσης και από το πώς και σε ποιο βαθμό συνειδητοποιούν οι άνθρωποι τις διαθέσιμες δυνατότητες, από το πώς τις προσλαμβάνουν, από το πώς δρουν χάριν της πραγμάτωσης των μεν είτε των δε λανθανουσών εντός του τρόπου παραγωγής δυνατοτήτων.

            Όσο γινόταν λόγος περί της απλούστατης σχέσης, οι άνθρωποι προέβαλαν είτε ως όμοιοι προς αλλήλους, είτε ως διαφέροντες ως προς το φύλο και την ηλικία. Όταν γινόταν λόγος περί της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση και περί των σχέσεων παραγωγής στην ενότητα τους και κάνοντας αφαίρεση από την αλλαγή τους, δηλ. κάνοντας αφαίρεση από την αλλαγή τους εντός του τρόπου παραγωγής, οι άνθρωποι διακρίνονταν ως προς τη θέση, το ρόλο και τη σημασία τους στη συνολική παραγωγή. Εδώ, που πλέον αποκαλύπτεται η εξάρτηση της αντικατάστασης των σχέσεων παραγωγής, της αλλαγής του τρόπου παραγωγής από τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι μόνο φορείς της εργασίας και των σχέσεων παραγωγής, προβάλλει σε πρώτο πλάνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν ελευθερία επιλογής.

            Ενόσω εξετάζαμε την εργασία, την παραγωγική σχέση προς τη φύση, σε πρώτο πλάνο προέβαλε εν γένει και εν συνόλω η αναγκαιότητα (η εργασία, η παραγωγή ήταν παρούσες ως μέσα ικανοποίησης των βιολογικών είτε των εργασιακών αναγκών), ενώ η γνωστική διαδικασία [προέβαλε] ως διαδικασία διάγνωσης της αναγκαιότητας. Οι άνθρωποι έχουν ελευθερία επιλογής, διότι η αναγκαιότητα δεν είναι απολύτως προκαθορισμένη, οι αντικειμενικές δυνατότητες είναι τέτοιες, που μπορούν μεν να πραγματωθούν βάσει του διαθέσιμου φάσματος δυνατοτήτων, αλλά [η πραγμάτωση αυτή λαμβάνει χώρα] ποικιλοτρόπως. Οι άνθρωποι έχουν επίσης ελευθερία επιλογής, διότι η επιλογή εξαρτάται και από αυτούς τους ίδιους, και από τα αισθήματα, τη συνείδηση, τη βούληση και τις ατομικές ιδιότητές τους.

            Δεδομένου ότι [εδώ] το θέμα έγκειται στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, επομένως, και της παραγωγής ως κοινωνικής παραγωγής, ως όλου, τα αισθήματα, η συνείδηση και οι πράξεις των ανθρώπων έχουν ως περιεχόμενό τους αυτό το όλο, τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής, δηλ. συνιστούν κοινωνικά αισθήματα, κοινωνική συνείδηση και κοινωνικές πράξεις.

            Η ελευθερία επιλογής σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους προϋποθέτει, ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ως προσωπικότητα. Όταν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα, δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη τον ανταγωνισμό, μιαν εχθρότητα προς την ομάδα εκ μέρους του ατόμου. Εκείνο που επισημαίνουμε [εδώ] είναι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν σχετίζεται προς την ομάδα ως ζώο, αλλά ως ένα ον, το οποίο συνειδητοποιεί τη σύνδεσή του με τ’ άλλα άτομα, με τη συλλογική ομάδα, συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως ικανό να προβεί σε διάφορες σκέψεις, αισθήματα και πράξεις στην όποια επικοινωνιακή συγκυρία.

            Το γεγονός ότι τα άτομα ξεχωρίζουν εντός της συλλογικής ομάδας ως προσωπικότητες, σημαίνει ότι αποκτούν την ικανότητα ελεύθερης επιλογής κατά την επικοινωνία, μιας επιλογής που θεμελιώνεται στην εγνωσμένη αναγκαιότητα, δηλ. μιας επιλεκτικής επικοινωνίας, η οποία εδράζεται στη μεν είτε στη δε γνώση των άλλων ανθρώπων, της ομάδας και του ίδιου του εαυτού [του επιλέγοντος]. Η γνώση, η επίγνωση της ελευθερίας επιλογής σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους, αποτελεί τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες πλευρές της συνείδησης. Θα υπογραμμίσουμε για άλλη μια φορά, ότι αφ’ ενός γνώση, γνωστική διαδικασία και, αφ’ ετέρου, καθαυτό συνείδηση είναι κάτι το ενιαίο. Η γνώση των ανθρώπων, ως προς την προέλευσή της, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εργασιακές, στις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων προς τη φύση, ενώ η συνείδηση, ως προς την προέλευσή της, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις σχέσεις των ανθρώπων προς αλλήλους στην παραγωγή, στην εργασία, δηλ. στις σχέσεις παραγωγής. Όπως η παραγωγική σχέση προς τη φύση δεν υφίσταται πραγματικά εκτός και παραπλεύρως των σχέσεων παραγωγής, έτσι γνώση και συνείδηση υφίστανται ως εσωτερική αμοιβαία ενότητα και δεν υφίστανται αποκομμένες η μία απ’ την άλλη. Η γνώση συνιστά πάντοτε υπαρκτή και καθαυτό συνείδηση, αλλά και η καθαυτό συνείδηση συνιστά γνώση. Εν τούτοις, τα μέρη αυτής της εσωτερικής ενότητας είναι και διακριτά. Υπό την ευρεία έννοια της λέξης, συνείδηση [συνειδέναι] είναι και η γνώση και η καθαυτό συνείδηση.

            Τι είναι γνώση και γνωστική διαδικασία; Και σε συνδυασμό με αυτό τι είναι η συνείδηση;

            Γνωστική διαδικασία είναι η διαδικασία προσπορισμού γνώσης. Η γνώση είναι το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας. Οι γνώσεις μορφοποιούνται προπαντός εντός της σκόπιμης δραστηριότητας μετασχηματισμού της φύσης. Η γνώση είναι αντανάκλαση. Η καθαυτώ γνώση είναι η ορθή, η αληθής αντανάκλαση. Η γνώση, υπό την ευρεία έννοια του όρου εμπεριέχει και την ορθή, την πιστή και την εσφαλμένη, τη μη πιστή αντανάκλαση. Γνώση, υπό την πλέον στενή έννοια του όρου είναι η απόλυτη αλήθεια, ενώ γνώση, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, είναι η ενότητα απόλυτης και σχετικής αλήθειας. Με μιαν επιπλέον ευρύτερη έννοια του όρου η γνώση είναι ενότητα αλήθειας (καθαυτό γνώσης) και πλάνης. Η πλάνη, εάν ενισχύεται και διογκώνεται λόγω παράπλευρων της ίδιας της γνωστικής διαδικασίας αιτίων, υπερβαίνει τα όρια της γνώσης ακόμα και με την πλέον ευρεία έννοια του όρου.

            Υπό την ιδιότητα της γνώσης, η γνώση είναι αναγκαία ως πιστή, ορθή αντανάκλαση. Η πλάνη εντάσσεται στη γνώση και στη γνωστική διαδικασία στο βαθμό που αποτελεί αναγκαία παράπλευρη στιγμή και παραπροϊόν, αποτέλεσμα της επίτευξης της αλήθειας, της πιστής, της ορθής γνώσης. Ως προς την προέλευση και ως προς την ουσία της, εν γένει η γνώση αποτελεί σκοπό. Η γνώση ως σκοπός συνίσταται στην πιστή, στην ορθή προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος, του προϊόντος της εργασιακής διαδικασίας, [μιας διαδικασίας] η οποία διεξάγεται με τη βοήθεια της πιστής, της ορθής γνώσης περί του μέσου και του αντικειμένου της εργασίας, περί των ιδιοτήτων τους, καθώς επίσης και περί του τρόπου της εργασίας.

            Οπότε, γνώση είναι η πιστή, η ορθή αντανάκλαση. Αλλά αυτή η αντανάκλαση δεν είναι παθητική, δεν συνιστά αντανάκλαση μόνον αυτού το οποίο υφίσταται. Η εν λόγω αντανάκλαση είναι αντανάκλαση αυτού που υπάρχει [του όντος] και συνάμα εκείνου το οποίο επίκειται [μέλει γενέσθαι], δηλ. είναι συνάμα και προτρέχουσα αντανάκλαση. Επί πλέον, η γνώση συνιστά τέτοια αντανάκλαση, η οποία προϋποθέτει απαραιτήτως την αντανάκλαση των μέσων και των τρόπων επίτευξης εκείνου το οποίο επίκειται, καθώς επίσης και του αντικειμένου (είτε των αντικειμένων) στο οποίο στρέφονται τα μέσα.

            Ταυτίζονται άραγε σκοπός και γνώση; Ως προς την ουσία τους σκοπός και γνώση είναι [στοιχεία] αμοιβαία αναπόσπαστα, εσωτερικά ενιαία και υφίστανται μόνον εντός της [διαδικασίας] αμοιβαίας μεταστροφής τους. Αλλά ως προς την ουσία της, θα έλεγε κανείς ως προς την καθαρή ιδιοτυπία της η γνώση, ως κάτι το διακεκριμένο, προβάλλει ως αντανάκλαση αυτού που υπάρχει [του όντος], ενώ ο σκοπός – ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος, εκείνου που επίκειται [που μέλει γενέσθαι], ως εκείνο το οποίο κατευθύνει την κίνηση προς το αποτέλεσμα, δηλ. ως διεύθυνση της κίνησης προς το αποτέλεσμα.

Δεδομένου ότι γνώση και γνωστική διαδικασία, υπό αυτή τους την ιδιότητα, μορφοποιούνται (εάν ληφθεί, υπ’ όψιν η ιδιοτυπία τους έναντι της καθαυτό συνείδησης) κατ’ εξοχήν εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού της φύσης και για τον μετασχηματισμό της φύσης, έπεται ότι υπό αυτή την ιδιότητά τους δηλ. ως γνώση και γνωστική διαδικασία, προορίζονται για την κατ’ εξοχήν αντανάκλαση της φύσης. Οι σχέσεις παραγωγής και οι κοινωνικές σχέσεις εν γένει, η καθαυτό συνείδηση μπορούν να καταστούν αντικείμενο και γνωστικό αντικείμενο, αντικείμενο της γνώσης, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι κοινωνικές σχέσεις, η καθαυτό συνείδηση αντανακλώνται από την άποψη της οροθέτησής τους από τη φύση, από την παραγωγική σχέση προς τη φύση, προβάλλουν ως κάτι το οποίο υφίσταται αντικειμενικά, ως αντικείμενο.

            Δεδομένου ότι η καθαυτό συνείδηση, υπό αυτή την ιδιότητα, προέρχεται σε τελευταία ανάλυση και κατά κύριο λόγο από τις σχέσεις παραγωγής, από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, έπεται ότι κατά κύριο λόγο (αλλά όχι αποκλειστικά) προορίζεται για τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Ενώ στη γνώση, στη γνωστική διαδικασία διαγιγνώσκεται κάτι τι ως ανεξάρτητο από τον διαγιγνώσκοντα, ως αντικείμενο, η καθαυτό συνείδηση συνιστά προπαντός και κατά κύριο λόγο εντοπισμό της ενότητας, είτε εντοπισμένη ενότητα των ανθρώπων ως όντων τα οποία διαφέρουν το ένα από το άλλο (χωρίς διαφορά δεν υφίσταται ενότητα) έχοντας γνώση και επίγνωση. Επομένως, η συνείδηση προϋποθέτει απαραιτήτως την αυτοσυνείδηση [αυτοσυνειδησία]. Μ’ αλλά λόγια, [όταν αναφερόμαστε] στη γνώση, στη γνωστική διαδικασία ο διαγιγνώσκων είναι το υποκείμενο, ενώ εκείνο που διαγιγνώσκεται είναι το αντικείμενο, ενώ [όταν αναφερόμαστε] στην καθαυτό συνείδηση, γνώση, γνωστική διαδικασία, σχέση υποκειμένου και αντικειμένου είναι αναγκαία μεν, πλην όμως υπηγμένη στιγμή, και εκείνο που αποτελεί την κεφαλαιώδη ιδιάζουσα στιγμή της συνείδησης είναι η αμοιβαία σχέση μεταξύ υποκειμένων.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γνώση και η γνωστική διαδικασία των ανθρώπων είναι [πλευρές] ενιαίες με την καθαυτό συνείδηση και δεν υφίστανται αποκομμένες από αυτήν. Και η καθαυτό συνείδηση είναι ενιαία με τη γνώση και τη γνωστική διαδικασία εμπεριέχοντάς τις, ενώ δεν υφίσταται πραγματικά αποκομμένη από αυτές. Η συνείδηση εν συνόλω, υπό την ευρεία έννοια, είναι η εσωτερική ενότητα αυτών των διαφορετικών πλευρών.

Ορμώμενοι από τα προαναφερθέντα, θεωρούμε ότι η επιστήμη* συνιστά κατά μείζονα κλίμακα, κατά κύριο λόγο μορφή γνώσης, γνωστικής διαδικασίας (ειδική μορφή, φέρ’ ειπείν, σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα γνώση και γνωστική διαδικασία της καθημερινότητας). Στο βαθμό που η γνώση και η γνωστική διαδικασία συνιστούν συνείδηση, είναι ενιαίες με την καθαυτό συνείδηση, είναι «διαποτισμένες» από αυτήν, η επιστήμη συνιστά μορφή συνείδησης, μορφή της κοινωνικής συνείδησης. Ενόσω διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας (είτε κάποια κατά το μάλλον ή ήττον ουσιώδη κατάλοιπά του), έχει θέση και η διαίρεση των επιστημών σε επιστήμες περί φύσεως και επιστήμες περί κοινωνίας.

Οι περί φύσεως επιστήμες (μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι περί φύσεως κατά ιδιότυπα ανθρώπινο τρόπο, μόνο στο βαθμό που αυτή εντάσσεται ευθέως ή πλαγίως, άμεσα ή διαμεσολαβημένα στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ της ίδιας και του ανθρώπου) συνιστούν κατά κύριο λόγο γνώση, γνωστική διαδικασία. Οι περί κοινωνίας επιστήμες συνιστούν κατά κύριο λόγο συνείδηση. Αντίστοιχη της ανεπτυγμένης, της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας επιστήμη, είναι κατά κύριο λόγο ή συνθετική, η εσωτερικά ενιαία επιστήμη. Μια επιστήμη εντός της οποίας γνώση, διάγνωση της φύσης και συνειδητοποίηση της κοινωνίας ανάγονται στο ρόλο των εσωτερικά ενιαίων διαφορετικών στιγμών.

Η ιδιοτυπία του περιεχομένου της καθαυτό συνείδησης, της κοινωνικής συνείδησης, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το αντικείμενο της γνώσης, της γνωστικής διαδικασίας είναι η κοινωνία, δεν ανάγεται στην ιδιοτυπία του περιεχομένου της επιστήμης.

Η καθαυτό κοινωνική συνείδηση, σε αντιδιαστολή με την επιστήμη και εν γένει [σε αντιδιαστολή] με τη γνώση, τη γνωστική διαδικασία, προορίζεται για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων ως υποκειμένων, γεγονός που προϋποθέτει απαραιτήτως επίσης και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων υπό την ιδιότητα των όντων με αυτοσυνείδηση. Ο άνθρωπος στο βαθμό που διαθέτει καθαυτό συνείδηση και αυτοσυνείδηση είναι προσωπικότητα.

Ο άνθρωπος υφίσταται ως προσωπικότητα μόνον εντός της [συλλογικής] ομάδας*, μόνον εντός της σχέσης του προς [ορισμένη] ομάδα, και μάλιστα, ως ικανός να προβεί σε ελεύθερη επιλογή των σχέσεων του με τους άλλους ανθρώπους. Η [δια-]μόρφωση της προσωπικότητας συνιστά και διάκριση του ατόμου από την [συλλογική] ομάδα [αλλά] και συνειδητοποίηση της ενότητας με την ομάδα. Ιδιότυπα ανθρώπινη [συλλογική] ομάδα είναι η ομάδα που απαρτίζεται από προσωπικότητες. Συνεπώς, η [δια-]μόρφωση της προσωπικότητας συνιστά ταυτοχρόνως διαδικασία διαμελισμού [ευκρινούς διάκρισης των μελών] της κοινότητας των ατόμων, αλλά και συνένωσής τους, υπό την ιδιότητα των ευκρινώς διακεκριμένων [από την κοινότητα].

Η καθαυτό κοινωνική συνείδηση υφίσταται πράγματι υπό την ιδιότητα της συνείδησης των ατόμων και [υπό την ιδιότητα] εκείνων των σχέσεων και δεσμών που μορφοποιούνται και υφίστανται χάριν του γεγονότος ότι πριν να μορφοποιηθούν περνούν μέσω της συνείδησης. Δεν υφίσταται κοινωνική συνείδηση χωρίς προσωπικότητες, όπως και δεν υφίστανται προσωπικότητες χωρίς κοινωνική συνείδηση. [Πρόκειται για φαινόμενα που] αλληλοπροϋποτίθενται και δεν υφίστανται το ένα χωρίς το άλλο. Προσωπικότητα είναι το άτομο, το οποίο διαθέτει συνείδηση (και αυτοσυνείδηση) και δρα ως άτομο, το οποίο συνειδητοποιεί (και αυτοσυνειδητοποιείται). Συνείδηση (και αυτοσυνείδηση) του ατόμου είναι η ατομική συνείδηση (και αυτοσυνείδηση) και ακριβέστερα [η συνείδηση] που ανήκει στην εν λόγω προσωπικότητα είτε στο εν λόγω πρόσωπο. Η κοινωνική συνείδηση δεν υφίσταται άλλως πως, ειμί μόνον στις κεφαλές των ατόμων. Συνάμα, δεν ανάγεται στη συνείδηση (και αυτοσυνείδηση) του ατόμου (ακριβέστερα της προσωπικότητας) αλλά συνιστά προϊόν της δραστηριότητας της [συλλογικής] ομάδας, προϊόν της δραστηριότητας ατόμων τα οποία απαρτίζουν το όλο.

Η κοινωνική συνείδηση συναπαρτίζεται μόνον από τις συνειδήσεις των ατόμων, είτε ακριβέστερα, των προσωπικοτήτων. Δεν υφίσταται υπερατομική συνείδηση ως προσωπικότητα. Συν τοις άλλοις, η κοινωνική συνείδηση δεν ταυτίζεται ούτε με τη συνείδηση μιας μεμονωμένης προσωπικότητας, ούτε με τη συνείδηση του αθροίσματος όλων των προσωπικοτήτων, δεδομένου ότι η κοινωνική συνείδηση είναι προϊόν της ανάπτυξής της κοινωνίας, του διατεταγμένου συνόλου των ανθρώπων, που δεν ανάγεται στο απλό άθροισμά τους, αλλά συνιστά μιαν ολότητα, μιαν οργανική ενότητα. Αλλά και η ίδια η συνείδηση μιας μεμονωμένης προσωπικότητας δεν υφίσταται ως αποκλειστικώς και μόνον ατομική συνείδηση, διότι συνείδηση είναι η γνώση του εαυτού [μας] σε συνδυασμό και σε αντιδιαστολή με τους άλλους ανθρώπους, γνώση των άλλων ανθρώπων σε συνδυασμό και σε αντιδιαστολή με τον εαυτό [μας].

Η συνείδηση πραγματώνεται μεν πάντοτε στις κεφαλές των ατόμων των προσωπικοτήτων, αλλά το περιεχόμενο της συνείδησης είναι κοινωνικό περιεχόμενο. Εξαιτίας του ότι η συνείδηση πραγματώνεται στις κεφαλές των ατόμων, η συνείδηση κάποιου ατόμου (είτε οι συνειδήσεις κάποιων ατόμων) προβάλλει ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δεδομένου συνειδητοποιούντος ατόμου ως κάτι το εξωτερικό, το αντικειμενικό, το ανεξάρτητο από αυτό δεδομένο, το οποίο παρουσιάζεται για αυτό με υλικό «περίβλημα». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για το όποιο δεδομένο συνειδητοποιούν άτομο, η συνείδηση των άλλων ατόμων είναι κάτι το εξωτερικό, το αντικειμενικό, δεδομένο μέσω υλικού «περιβλήματος». Εδώ είναι εμφανές το γεγονός, ότι για το δεδομένο άτομο, από την άποψη που επισημάναμε, η συνείδηση των άλλων ατόμων προβάλλει ως αντικείμενο, ως εκείνο το οποίο διαγιγνώσκεται, ως αντικείμενο της γνώσης, της γνωστικής διαδικασίας. Συνεπώς, από αυτή την άποψη αποδεικνύεται ότι η γνώση και η γνωστική διαδικασία είναι τελικά αναγκαία στιγμή της καθαυτό συνείδησης.

Η κοινωνική συνείδηση είναι κάτι το εξωτερικό, το αντικειμενικό, το δεδομένο και ανεξάρτητο από το ξεχωριστό συνειδητοποιούν άτομο, εφ’ όσον εκτός αυτού του συνειδητοποιούντος ατόμου υπάρχουν και άλλα συνειδητοποιούντα άτομα. Ωστόσο, η ατομική συνείδηση συνιστά, συν τοις άλλοις, συνείδηση, κοινωνικό προϊόν, εδραιωθείσα ή εδραιούμενη ενότητα με άλλους ανθρώπους ως συνειδητοποιούντες και αυτοσυνειδητοποιούμενους, συνιστά και η ίδια εσωτερική στιγμή της κοινωνικής συνείδησης.

Στην καθαυτό κοινωνική συνείδηση, για το κάθε άτομο το άλλο άτομο, είτε τα άλλα άτομα, δεν παρουσιάζονται μόνον υπό την ιδιότητα των αντικειμένων, αλλά, κατά κύριο λόγο, υπό την ιδιότητα των υποκειμένων (αντικείμενο της γνώσης, της γνωστικής διαδικασίας είναι εδώ το υποκείμενο) και μάλιστα ως υποκειμένων, μεταξύ των οποίων υπάρχει εσωτερική ενότητα. Μ’ άλλα λόγια, καθαυτό κοινωνική συνείδηση είναι η γνώση και η γνωστική διαδικασία [που αναπτύσσουν] διάφοροι άνθρωποι περί των άλλων ανθρώπων και περί του ίδιου του εαυτού τους εντός των δεσμών, των σχέσεων και της αμοιβαίας ενότητάς τους, υπό την ιδιότητα των ενεργών και γνωριζόντων αλλήλους και εαυτούς εντός αυτής της ενότητας.

Τι είναι αυτό που συνιστά το αντικείμενο της καθαυτό κοινωνικής συνείδησης, είτε της συνείδησης υπό τη στενή έννοια (εάν ληφθεί ως τέτοιο και στο πλήρες εύρος του), σε αντιδιαστολή με τη μορφή (τις μορφές) του; Είναι εκείνο [το στοιχείο] το οποίο υφίσταται και διεξάγεται εντός των δεσμών και των σχέσεων διαφόρων ανθρώπων, χωρίς τη συμμετοχή της συνείδησης, ό,τι συμβαίνει και χωρίς τη συνείδηση.

Αλλά τι  είναι αυτό που συμβαίνει εντός των σχέσεων και των δεσμών των ανθρώπων χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνικής συνείδησης; Πριν να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε, ότι κοινωνική συνείδηση υπό τη στενή έννοια, ως προς την ίδια την ουσία της, είναι η συνείδηση της κοινωνίας, δηλ. η συνείδηση του όλου, η συνείδηση της κοινωνίας ως όλου, αν και φυσικά, η συνείδηση αυτή μπορεί να είναι κατά το μάλλον ή ήττον σαφής, κατά το μάλλον ή ήττον πιστή, μπορεί να επιτελείται ούτως ή άλλως, να αναπαραγάγει ποικίλες πτυχές του όλου σε ποικίλους βαθμούς…

Αντικείμενο της κοινωνικής συνείδησης, υπό τη στενή έννοια, είναι οι σχέσεις παραγωγής ως μη εξαρτώμενες από την κοινωνική συνείδηση. Οι σχέσεις παραγωγής δεν εξαρτώνται από την κοινωνική συνείδηση, στο βαθμό που καθορίζονται κατ’ ανάγκη από το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχεται κατά κύριο λόγο εντός των παραγωγικών δυνάμεων, εντός της [εκάστοτε] παρούσας παραγωγικής σχέσης προς τη φύση.

Ορισμένη κοινωνική συνείδηση αναφύεται από αυτή τη σχέση προς τη φύση και από τις οροθετούμενες από αυτήν σχέσεις παραγωγής, στο βαθμό που η παραγωγική σχέση προς τη φύση και οι σχέσεις παραγωγής σχηματίζονται και αναπτύσσονται χωρίς να περνούν πλήρως και ως όλο κατά την συγκρότησή τους μέσω της κοινωνικής συνείδησης. Ακόμα και η συνειδητή ανάπτυξη της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, των παραγωγικών δυνάμεων, των σχέσεων παραγωγής, συνιστά μεν προτρέχουσα σύλληψη αυτής της ανάπτυξης, πλην όμως τα όρια αυτής της προτρέχουσας σύλληψης καθορίζονται πάντοτε σε τελευταία ανάλυση από αυτή την ίδια την ανάπτυξη.

Επομένως, πάντοτε, καθ’ όλα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, η κοινωνική συνείδηση, αφ’ ενός μεν διαδραματίζει ορισμένο ρόλο στην ανάπτυξή του τρόπου παραγωγής, αφ’ ετέρου δε, ο ρόλος αυτός δεν είναι καθοριστικός.

Η γνώση του ανθρώπου δεν είναι απλώς αντανάκλαση, αλλά μια αντανάκλαση αντικειμένων, διαδικασιών κλπ... από την άποψη των δυνατοτήτων αλλαγής τους. Η κοινωνική συνείδηση, στο βαθμό που συνιστά, μεταξύ άλλων, και γνώση, συνιστά αντανάκλαση της υλικής ζωής της κοινωνίας, κατά κύριο λόγο των σχέσεων παραγωγής, οπωσδήποτε ως διαδικασίας από την άποψη των δυνατοτήτων μεταβολής τους (ριζικής ή μη ριζικής). Η κοινωνική συνείδηση ως καθαυτό συνείδηση «προορίζεται» για τη ρύθμιση των σχέσεων των ανθρώπων ως όντων τα οποία είναι ενεργά και έχουν γνώση του εαυτού τους στην ενότητά τους υπό την ιδιότητα των υποκειμένων, προπαντός και κατά κύριο λόγο στη σφαίρα των σχέσεων παραγωγής. Φυσικό είναι ότι και από τις δύο προαναφερθείσες απόψεις η κοινωνική συνείδηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία όπου και όποτε είναι αναγκαία η ριζική αλλαγή του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Ο ρόλος και η σημασία της κοινωνικής συνείδησης υποβαθμίζεται αντίστοιχα κατά τις περιόδους στις οποίες ο δεδομένος τρόπος παραγωγής ως επί το πλείστον απλώς λειτουργεί.

Από τα προαναφερθέντα έπεται, ότι εν γένει και εν συνόλω, ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης έχει ελάχιστη σημασία κατά το στάδιο της εμφάνισης των [εκάστοτε] νέων σχέσεων παραγωγής, κατά το στάδιο της μέγιστης αντιστοιχίας των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής προς τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις, ενώ η σημασία του ρόλου της κοινωνικής συνείδησης μεγιστοποιείται κατά το στάδιο της παρακμής των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής.

Δεδομένου ότι η κοινωνική συνείδηση συνιστά γνώση και γνωστική διαδικασία, περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης εν γένει είναι η αντανάκλαση κατά κύριο λόγο των σχέσεων παραγωγής και ιδιαίτερα των δυνατοτήτων μεταβολής τους, οι οποίες καθορίζονται από την εκάστοτε παραγωγική σχέση προς τη φύση, από τις εκάστοτε παραγωγικές δυνάμεις.3 Ωστόσο, στο βαθμό που το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης συνιστά αντανάκλαση, η οποία υπάρχει στις κεφαλές των ατόμων, στο περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης επιδρά (αν και αυτό δεν συνιστά την κύρια επίδραση) η ιδιαιτερότητα των ατόμων, η ιδιοτυπία της ατομικής αντανάκλασής τους. Η αντανάκλαση αυτή πραγματοποιείται από άτομα, τα οποία δεν διαθέτουν μόνον ορισμένες βιολογικές ανάγκες, δεν καταλαμβάνουν μόνον ορισμένη θέση στην παραγωγική σχέση προς τη φύση και στις σχέσεις παραγωγής, αλλά [διαθέτουν] επίσης ορισμένες φυσικές προδιαθέσεις, οι οποίες εμπλέκονται σε ιδιόμορφη «αντίδραση» με το κοινωνικό περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της οποίας (της αντίδρασης) σχηματίζεται μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, που διαθέτει γνωρίσματα κοινά μ’ όλες τις άλλες είτε με μέρος των άλλων προσωπικοτήτων, αλλά και γνωρίσματα ανεπανάληπτα. (Για το κάθε άτομο, το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται η προσωπικότητά του, δεν διαθέτει μόνο κοινά, αλλά και ιδιόμορφα γνωρίσματα, ανεπανάληπτα και ανεπανάληπτο συνδυασμό γνωρισμάτων).

Η αντανάκλαση της πραγματικότητας από τα άτομα επιτελείται στην δραστηριότητα, στην πράξη, με τη βοήθεια αισθημάτων και σκέψεων.

Η γνώση αναφύεται στην εργασία, ως στιγμή της εργασίας (με τον όρο εργασία εννοούμε όλη την ποικιλομορφία της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής). Η γνώση, εάν ληφθεί εν συνόλω, σε τελευταία ανάλυση, αποκτάται πρωτίστως χάριν του μετασχηματισμού της φύσης και εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού της φύσης. Η γνώση (ως κάτι το ιδιότυπο έναντι της εσωτερικά ενιαίας με αυτήν συνείδησης) περί της κοινωνίας, περί των ανθρώπων συνιστά, τρόπον τινά, «μεταφορά» του τρόπου, του χαρακτήρα της αντανάκλασης της υπό μετασχηματισμό φύσης σε μιαν ειδική μορφή κίνησης της ύλης, την κοινωνική. Στο βαθμό που η κοινωνία, οι άνθρωποι είναι ενιαίοι με όλη την υπόλοιπη φύση, αρκεί κατά κύριο λόγο η διάγνωσή τους. Ωστόσο, στο βαθμό που η κοινωνία, οι άνθρωποι δεν ανάγονται σ’ όλη την υπόλοιπη φύση η αντανάκλασή τους διεξάγεται κατ’ εξοχήν από τη συνείδηση. Οι άνθρωποι, η κοινωνία είναι μεν κάτι το διαφορετικό από τη φύση, πλην όμως συναπαρτίζουν με αυτήν μιαν εσωτερική ενότητα. Παρομοίως, γνώση και συνείδηση διαφέρουν μεν, πλην όμως συναπαρτίζουν μιαν εσωτερική ενότητα. Ο άνθρωπος εντός της σχέσης εκείνης και στο βαθμό που μετασχηματίζει τη φύση, εμβαθύνει στο εσωτερικό της φύσης, στο εσωτερικό φυσικών αντικειμένων, διαδικασιών και φαινομένων, αποκαλύπτει εκείνο το οποίο στη φύση αφ’ εαυτής «κρύπτεται»*, εκείνο το οποίο δεν έχει θέση στα άμεσα δεδομένα αντικείμενα, φαινόμενα και διαδικασίες της φύσης.

Το μέρος εκείνο της φύσης, το οποίο προσλαμβάνεται άμεσα, χωρίς το μετασχηματισμό της και εκτός αυτού, αντανακλάται κατά κύριο λόγο κατ’ αίσθησιν. Στα αισθήματα αντανακλάται ως επί το πλείστον το άμεσα δεδομένο, το εξωτερικό. Εκείνες οι πλευρές, τα γνωρίσματα κλπ.. των διαδικασιών, των αντικειμένων και των φαινομένων της φύσης που αποκαλύπτονται χάριν της διαδικασίας του μετασχηματισμού, δεν είναι δεδομένες χωρίς τη διαδικασία μετασχηματισμού, δεν είναι δεδομένες άμεσα, εξωτερικά, αλλά αποτελούν τις εσωτερικές, τις ουσιώδεις πλευρές, γνωρίσματα κλπ...

Δεδομένου ότι η εργασία (υπό την ιδιότητα της διαδικασίας ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης) καθίσταται ώριμη όταν και όποτε καταστεί σταθερά, μονίμως συντελούμενη και διεξαγόμενη με τη βοήθεια τεχνητά δημιουργημένων μέσων εργασίας, έπεται ότι και εντός της γνωστικής διαδικασίας, εντός της γνώσης, η αντανάκλαση εκείνου το οποίο δεν είναι το άμεσα δεδομένο, αλλά το εσωτερικό, το ουσιώδες ενισχύεται και γίνεται σταθερή όταν και όποτε εντός της γνωστικής διαδικασίας, εντός της γνώσης, αντανακλώνται ειδικά τα μέσα και οι τρόποι [προσπορισμού] της γνώσης.

Η καθαυτό ανθρώπινη νόηση ως γνώση συνιστά αντανάκλαση του εσωτερικού, της ουσίας διαδικασιών, αντικειμένων και φαινομένων και μάλιστα [μια αντανάκλαση κατά την οποία] διακρίνονται τα μέσα και οι τρόποι πρόσκτησης του εσωτερικού, της ουσίας.4 Ωστόσο, η πρόσκτηση των μέσων και των τρόπων απεικόνισης του εσωτερικού, της ουσίας συνιστά μια κατεύθυνση της νόησης προς την ίδια τη νόηση. Επομένως, η ανεπτυγμένη νόηση του ανθρώπου, η νόηση του ανθρώπου [η οποία δεν είναι πλέον γίγνεσθαι αλλά γεγονός], συνιστά ταυτοχρόνως απεικόνιση του εσωτερικού, της ουσίας των διαδικασιών, των αντικειμένων και των φαινομένων προς τα οποία κατευθύνεται η νόηση και η περί νοήσεως νόηση. Το τελευταίο συνιστά συγκεκριμένα –κατά την εξέταση της νόησης υπό την ιδιότητα της γνωστικής διαδικασίας– νόηση περί των μέσων και των τρόπων της νόησης.

Η ανθρώπινη νόηση [το νοείν] ως συνείδηση, εάν τη λάβουμε σε «καθαρή» και ανεπτυγμένη μορφή, αποτελεί νόηση και περί νοήσεως νόηση ακριβώς από την άποψη της αντανάκλασης της σύνδεσής τους με τις κοινωνικές ανάγκες, από την άποψη της κοινωνικής τους φύσης, του κοινωνικού ρόλου και της κοινωνικής σημασίας τους.

Η ανθρώπινη νόηση ως αυτοσυνείδηση συνιστά συνειδητοποίηση από το άτομο, από την προσωπικότητα της νόησής της (δηλ. αυτό είναι επίσης μια κατεύθυνση προς τη νόηση, μόνο που εδώ δεν είναι μόνον η νόηση που μπορεί να κατευθυνθεί προς τη νόηση, αλλά και τα συναισθήματα) εντός της σύνδεσης και [δεδομένων] των διαφορών της με τη συνείδηση των άλλων ανθρώπων, με την κοινωνική συνείδηση.

Τα αισθήματα του ανθρώπου δεν υφίστανται ως αποσπασμένα από τις σκέψεις. Τα αισθήματα του ανθρώπου είναι κατά το μάλλον ή ήττον και ούτως ή άλλως συνδεδεμένα με τις σκέψεις του, με τη συνείδησή του, είναι συνδεδεμένα με τα αισθήματα και τις σκέψεις των άλλων ανθρώπων ως ατόμων και ως κοινωνικού όλου.

Τα αισθήματα και οι σκέψεις των ατόμων, η συνείδησή τους [είναι αυτά που] τους συνεγείρουν προς δράση και κατευθύνουν τις πράξεις τους.

Το αντικείμενο της κοινωνικής συνείδησης δεν εξαρτάται από την κοινωνική συνείδηση. Και η κοινωνική συνείδηση έχει αντικείμενο, διότι συνιστά συν-είδηση. Ωστόσο, χαρακτηριστικά της κοινωνικής συν-είδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επίδραση στους ανθρώπους ως υποκείμενα. Στο βαθμό όμως που αναφερόμαστε στην κοινωνική συν-είδηση, η τελευταία έχει ένα περιεχόμενο μη αναγώγιμο απλώς στην αντανάκλαση μη εξαρτώμενων από την κοινωνική συνείδηση διαδικασιών, σχέσεων και συνδέσεων, επομένως, έχει ένα περιεχόμενο το οποίο δεν ανάγεται μόνο στη γνώση, στη γνωστική διαδικασία. Αυτό το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης έχει από μόνο του διάφορες μορφές.

Το περιεχόμενο και οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης είναι παράγωγα της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν αισθήματα, σκέψεις και πράττουν. 

Ποιες είναι λοιπόν οι βασικές μορφές5 της κοινωνικής συνείδησης; Χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επίδραση στους ανθρώπους ως υποκείμενα, αντανάκλαση και επίδραση που λαμβάνουν χώρα στην πράξη και με τη βοήθεια των αισθημάτων και της νόησης. Δεδομένων των παραπάνω έπεται ότι η κοινωνική συνείδηση δομείται αρθρωτά σε τρεις βασικές μορφές σε συνάρτηση με το ποια από τις προαναφερθείσες στιγμές υπερτερεί (δηλ. οι πράξεις, τα αισθήματα, είτε η νόηση [το πράττειν, το αισθάνεσθαι, είτε το νοείν])6.

«Εν αρχή ην το έργο», - μας λέει ορθά η παροιμία*. Γι’ αυτό κι εμείς θα ξεκινήσουμε με εκείνη τη μορφή της κοινωνικής συνείδησης χαρακτηριστικό της οποίας είναι η υπεροχή του πράττειν. Ποια είναι εκείνη η μορφή της κοινωνικής συνείδησης, κατά τη λειτουργία της οποίας υπερτερεί η επίδραση των πράξεων [των ενεργημάτων], είτε μ’ αλλά λόγια, εντός της οποίας η μορφοποίηση της κοινωνικής συνείδησης διεξάγεται με προεξάρχουσα την επίδραση του πράττειν; Εδώ γίνεται λόγος περί του πράττειν προσωπικοτήτων, περί του πράττειν ατόμων, τα οποία συνειδητοποιούνται και αυτοσυνειδητοποιούνται, δηλ. περί ατόμων τα οποία έχουν διακριθεί απ’ τη συλλογική ομάδα και ούτως ή άλλως συνειδητοποιούν και τη διάκρισή τους απ’ την ομάδα, και το δεσμό τους με αυτήν. Εκτός αυτού, εδώ, φυσικά γίνεται λόγος περί πράττειν, που κατευθύνεται σε άλλα άτομα και στην ομάδα εν συνόλω (είτε περί πράξεων κατευθυνόμενων στο μετασχηματισμό της φύσης, στο βαθμό όμως στον οποίο οι πράξεις αυτές επιδρούν άμεσα σε άλλα άτομα, στην ομάδα).

Τα μέρη και οι πλευρές κάθε όλου υπάγονται στο όλο. Ποιος είναι ο υψηλότερος σκοπός του πράττειν των ατόμων έναντι των άλλων ατόμων και της συλλογικής ομάδας; Είναι η διατήρηση και ανάπτυξη του όλου, δηλ. της συλλογικής ομάδας, σε τελευταία ανάλυση, η διατήρηση και ανάπτυξη όλης της κοινωνίας, ολόκληρης της ανθρωπότητας ως όλου7 και μάλιστα η καλύτερη δυνατή διατήρηση και ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εάν η διατήρηση και ανάπτυξη της συλλογικής ομάδας έρχεται σε αντίφαση με τη διατήρηση και ανάπτυξη του ατόμου, ουσιωδέστερη είναι η διατήρηση και ανάπτυξη της ομάδας, ενώ η διατήρηση και ανάπτυξη της ανθρωπότητας εν συνόλω είναι ουσιωδέστερη της διατήρησης του μεν είτε του δε μέρους της (τάξης, στρώματος, ομάδας κλπ..). Ύψιστη ανάπτυξη της ιδέας του καλού είναι η ιδέα της κατεύθυνσης του πράττειν στη διατήρηση και ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Οι πράξεις των ατόμων καθορίζονται προπαντός και κατά κύριο λόγο από την αναγκαιότητα ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, από τη μεν είτε τη δε θέση στην παραγωγική σχέση προς τη φύση και στις σχέσεις παραγωγής. Η υλική τους θέση, η θέση τους στο υλικό κοινωνικό περιβάλλον [είναι αυτό που] καθορίζει το υλικό τους συμφέρον. Όταν αναφερόμαστε στο υλικό συμφέρον, εννοούμε το συμφέρον, στο βαθμό που αυτό κατ’ ανάγκη καθορίζεται από την υλική θέση, από τη θέση [που κατέχει ο καθ’ ένας] στο υλικό κοινωνικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι η κοινωνία δεν είναι απλώς και μόνο το άθροισμα των ατόμων, αλλά ένα όλο, έπεται ότι και η κοινωνία ως όλο έχει υλικά συμφέροντα μη αναγώγιμα στα υλικά συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων είτε ακόμα και απλώς στα παρόμοια συμφέροντα όλων των μεμονωμένων ατόμων, εκλαμβανόμενων υπό την ιδιότητα απλώς του αθροίσματος ατόμων.

Εάν η κοινωνία διαιρείται σε μέρη (τάξεις, στρώματα, ομάδες κ.ο.κ.), ως προς την υλική τους θέση, έπεται ότι το καθ’ ένα από αυτά το μέρη μπορεί το ίδιο να αποτελεί ένα μικρότερο όλο [ολότητα] και να έχει υλικά συμφέροντα, τα οποία προσιδιάζουν ακριβώς σε αυτά ως τέτοιες ολότητες.

Τα υλικά συμφέροντα καθορίζουν κατ’ αναγκαιότητα τις πράξεις των ατόμων, των μερών της κοινωνίας. Ωστόσο, όπως ήδη προαναφέραμε, αυτή η αναγκαιότητα της πράξης καθορίζει τα όριά τους. Και εντός των εκάστοτε καθοριζόμενων κατ’ αναγκαιότητα ορίων, είναι εφικτό ένα φάσμα ποικίλων πράξεων (η πραγμάτωση οποιασδήποτε από αυτές τις δυνατότητες, συνιστά ταυτοχρόνως και ορισμένη αλλαγή της αναγκαιότητας). Τα υλικά συμφέροντα μεταβάλλονται, δεδομένου ότι η υλική θέση των ατόμων, της κοινωνίας και των μέρών της δεν είναι κάτι το αμετάβλητο.

Ο άνθρωπος ενεργεί ως άτομο το οποίο συνειδητοποιεί τους άλλους (και τον εαυτόν του). Γι’ αυτό μπορεί να επιλέγει διάφορες πιθανές πράξεις εντός του καθοριζόμενου από τα υλικά του συμφέροντα φάσματος.

Κάποιο μέρος της κοινωνίας, το οποίο ενεργεί ως όλο, και η κοινωνία συνολικά εφ’ όσον ενεργεί ως όλο, μπορούν επίσης να επιλέγουν ποικίλες πράξεις εντός του καθοριζόμενου από τα υλικά τους συμφέροντα φάσματος.

Οι πράξεις αυτές μπορεί να επιφέρουν είτε όφελος, είτε βλάβη (το όφελος και η βλάβη μπορούν να διαφοροποιούνται ως προς το βαθμό).

Η κοινωνική συνείδηση δεν ανάγεται ούτε στην ατομική συνείδηση, ούτε και στο απλό άθροισμα των συνειδήσεων όλων των ατόμων. Ωστόσο, η κοινωνική συνείδηση δεν υφίσταται ως αποκομμένη από την ατομική συνείδηση, από τα άτομα που συνειδητοποιούν. Κοινωνική συνείδηση είναι η σύνδεση μεταξύ ατόμων, υπό την ιδιότητα των συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων.

Επομένως, η μορφή της κοινωνικής συνείδησης, η οποία εντοπίζεται μέσω του πρίσματος των πράξεων των συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων, είναι η μορφή της μεταξύ των συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων σύνδεσης, εντοπιζόμενη διαμέσου του πρίσματος των πράξεών τους. Πρόκειται ακριβώς για τη μορφή της εν λόγω σύνδεσης και όχι απλώς για την ομοιότητα μεμονωμένων ατόμων.

Κατ’ αυτή τη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, οι πράξεις συνειδητοποιούνται και διενεργούνται από την άποψη του επωφελούς [ευεργετικού] και του επιβλαβούς τους για άλλα άτομα, για τη σύνδεση των ατόμων, εφ’ όσον αυτή διαφέρει από τα απαρτίζοντα την κοινωνία ξεχωριστά άτομα, δηλ. για άτομα τα οποία έχουν συνενωθεί σ’ ένα όλο.

Η χρησιμότητα των πράξεων των δρώντων ανθρώπων ως συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων για την κάλλιστη διατήρηση και ανάπτυξη της ανθρωπότητας ως ολότητας, συνιστά το καλό [αγαθό] στην ύψιστη ανάπτυξή του. Το επιβλαβές των πράξεων των δρώντων ανθρώπων, ως συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων, για τη διατήρηση και ανάπτυξη της ανθρωπότητας ως ολότητας, συνιστά το κακό στην ύψιστη ανάπτυξή του.

Εντός αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης μπορεί στη συνέχεια να διακριθεί, αυτό που κατά μείζονα κλίμακα αφορά το περιεχόμενο, από αυτό που αφορά τη μορφή.

Κατ’ αρχήν ας αναφερθούμε στο περιεχόμενο εντός αυτής της μορφής.

1. Οι πράξεις κάποιου ατόμου μπορούν να κατατείνουν προς όφελος άλλου ατόμου, είτε μέρους της κοινωνίας, είτε της κοινωνίας συνολικά, και συνάμα μπορούν να είναι επωφελείς και για το ίδιο το άτομο. 2. Οι πράξεις κάποιου ατόμου μπορούν να κατατείνουν προς όφελος άλλου ατόμου, είτε μέρους της κοινωνίας, είτε όλης της κοινωνίας, ενώ συνάμα μπορούν να είναι επιβλαβείς για το ίδιο το άτομο. 3. Οι πράξεις κάποιου ατόμου μπορούν να κατατείνουν σε βλάβη άλλου ατόμου, είτε μέρους της κοινωνίας, είτε όλης της κοινωνίας, ενώ συνάμα μπορούν να είναι επωφελείς για το ίδιο το άτομο. 4. Οι πράξεις κάποιου ατόμου μπορούν να κατατείνουν προς βλάβη άλλου ατόμου, είτε μέρους της κοινωνίας, είτε του συνόλου της κοινωνίας και να είναι συνάμα επιβλαβείς και για το ίδιο το άτομο. [Βεβαίως] είναι πιθανοί διάφοροι συνδυασμοί των παραπάνω περιπτώσεων σε διάφορες σχέσεις και σε διάφορες συγκυρίες. Οι πράξεις λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της αντίθεσης καλού και κακού.

            Όλες αυτές οι πράξεις έχουν στη βάση τους ορισμένα υλικά συμφέροντα, την ομοιότητα ή ανομοιότητά τους, τις διασυνδέσεις, τις διαφορές, τις αντιθέσεις και αντιφάσεις τους. Ωστόσο, ο άνθρωπος δρα ως άτομο με συνείδηση (και αυτοσυνειδησία), το οποίο επιδιώκει να επιφέρει με τις πράξεις του όφελος είτε βλάβη σε άλλο άτομο (σε άλλα άτομα), σε μέρος της κοινωνίας, είτε σε όλη την κοινωνία εν συνόλω [και η δράση του αυτή διεξάγεται] κατ’ εξοχήν στα πλαίσια της κοινωνικής συνείδησης, και μάλιστα [στα πλαίσια] ορισμένης της μορφής.

            Εφ’ όσον [το όποιο] μέρος της κοινωνίας και όλη η κοινωνία συνιστούν ολότητες, αμοιβαία μη αναγώγιμες, μη αναγώγιμες ούτε σε μεμονωμένα άτομα, ούτε και σε κάποιο άθροισμα ατόμων, έπεται ότι το καλό και το κακό από στενά ατομικής απόψεως, το καλό και το κακό από την άποψη ενός μέρους της κοινωνίας ως ειδικής ολότητας, και το καλό και το κακό από την άποψη του συνόλου της κοινωνίας ως ολότητας είναι αμοιβαία μη αναγώγιμα.

            Η αναγκαιότητα του καλού και του κακού από την άποψη ενός μεμονωμένου ατόμου, από την άποψη διαφόρων ατόμων, από την άποψη μέρους της κοινωνίας ως ειδικής ολότητας και του συνόλου της κοινωνίας ως ολότητας, λειτουργεί ως θεμέλιο για την ύπαρξη του καθήκοντος [του χρέους]. Εφ’ όσον η συνείδηση είναι ως προς την ουσία της κοινωνικό φαινόμενο, έπεται ότι και το καθήκον είναι φαινόμενο κοινωνικό. Το καθήκον είναι μια αξίωση για πράττειν κατ’ αντιστοιχία προς το καλό, εφ’ όσον αυτό το καλό δεν συμπίπτει άμεσα με το στενά ατομικό όφελος. Οι αντίστοιχες προς το στενά ατομικό όφελος πράξεις, στις οποίες προβαίνει το συνειδητοποιούν τους άλλους (και τον εαυτόν του) άτομο, δεν συνιστούν το καλό, διότι το καλό απουσιάζει εάν δεν υπάρχει πράξη του συνειδητοποιούντος τους άλλους (και τον εαυτόν του) ατόμου, κατευθυνόμενη προς όφελος της ύπαρξης άλλου ατόμου (είτε ατόμων) ως κοινωνικού όντος.

            Συνεπώς, το καθήκον είναι μια εξωτερική αξίωση του πράττειν κατ’ αντιστοιχία με το καλό. Ο άνθρωπος μπορεί είτε να επιλέγει μόνος του την εκτέλεση του καθήκοντος [προαιρετικά] είτε να τελεί υπό εξαναγκασμό προς αυτό. Εάν το κατ’ αντιστοιχία με το καλό πράττειν αφομοιώνεται από το άτομο, διέπει τον εσωτερικό του κόσμο και έτσι διαμορφώνεται η ανάγκη για επιτέλεσή του, τότε διαμορφώνεται στον άνθρωπο ο εσωτερικός έλεγχος του συνειδέναι. Εσωτερικός έλεγχος του συνειδέναι είναι η εσωτερική ανάγκη της προσωπικότητας (άτομο το οποίο δεν είναι προσωπικότητα δεν μπορεί να διαθέτει τέτοιον [αυτοπροαίρετο] έλεγχο του συνειδέναι) να προβαίνει [εκούσια] σε πράξεις κατ’ αντιστοιχία με το καλό [να είναι ικανή για ηθικώς πράττειν κατά συνείδηση]. Απ’ εδώ είναι προφανές ότι καθήκον και συνειδός υπάρχουν πάντοτε, όποτε υπάρχει κοινωνία. Είναι απαραίτητα [στοιχεία] για την ύπαρξη της κοινωνίας. Δεν είναι εφικτά σε απομονωμένο άτομο και διαμορφώνονται μεταξύ των ατόμων, τα οποία συνειδητοποιούν αλλήλους (και εαυτούς) κατά τη διαδικασία της συμμετοχής τους στη ζωή της κοινωνίας.

Υλικό θεμέλιο των καλών πράξεων είναι η ομοιότητα και κατά κύριο λόγο η ενότητα, το αλληλένδετο των υλικών συμφερόντων. Υλικό θεμέλιο των κακών πράξεων είναι η ανομοιότητα, η διαφορά και κατά κύριο λόγο η αντίθεση και η αντίφαση των υλικών συμφερόντων. Ωστόσο, όπως ήδη επισημάναμε, οι όποιες πράξεις και η επιλογή των πράξεων δεν ανάγονται στο εν λόγω θεμέλιο, διότι οι καλές και κακές πράξεις είναι πράξεις ατόμων τα οποία συνειδητοποιούν αλλήλους (και εαυτούς).

Παρά ταύτα, εάν στην κοινωνία υπερτερούν η ομοιότητα και η ενότητα των υλικών συμφερόντων, τότε υπερτερούν σε αυτήν και οι καλές πράξεις, ενώ εάν στην κοινωνία υπερτερεί η ανομοιότητα, η διαφορά, πολλώ μάλλον δε η αντίθεση και οι αντιφάσεις υλικών συμφερόντων, τότε υπερτερούν σε αυτήν οι κακές πράξεις.

            Φυσικά, δεδομένου ότι τα υλικά συμφέροντα των ατόμων ως ατόμων, ακόμα και στην περίπτωση που είναι όμοια για όλα τα άτομα, ποτέ δεν μπορούν να αναχθούν πλήρως στα υλικά συμφέροντα της κοινωνίας ως ολότητας, έπεται ότι πάντοτε διατηρείται το υλικό θεμέλιο για κακές πράξεις. Ωστόσο, υπάρχει κολοσσιαία διαφορά μεταξύ της κατάστασης εκείνης, κατά την οποία το υλικό συμφέρον της κοινωνίας, αν και δεν ανάγεται πλήρως στο άμεσο συμφέρον του ατόμου, αν και διαφέρει από αυτό, σε τελευταία ανάλυση δεν αντιφάσκει προς αυτό και είναι τελικά διαμεσολαβημένο υλικό συμφέρον του ατόμου, και της κατάστασης εκείνης της κοινωνίας κατά την οποία, το υλικό συμφέρον της κοινωνίας, είτε μέρους της κοινωνίας, αντιτίθεται είτε αντιφάσκει προς το υλικό συμφέρον του ατόμου.

            Στα στάδια εκείνα της ιστορίας της ανθρωπότητας, κατά τα οποία η ανάπτυξη της κοινωνίας λαμβάνει χώρα κατ’ εξοχήν μέσω της διάσπασης [του σχίσματος] της κοινωνίας σε αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα προς άλληλα τμήματα, που έχουν αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα συμφέροντα, η ανάπτυξη του καλού λαμβάνει μεν χώρα, πλην όμως εν γένει και εν συνόλω όχι άμεσα, αλλά μέσω της άρνησής του από το κακό, μέσω της πραγματοποίησης του κακού, δηλ. δια του αντιθέτου του. Εκείνο το οποίο κυριαρχεί άμεσα και κατά τον εγγύτερο τρόπο είναι το κακό, ωστόσο, η εν λόγω υπέρτερη θέση του κακού είναι, σε τελευταία ανάλυση, αναγκαία για την ανάπτυξη του καλού και ως προετοιμασία για την υπέρτερη θέση του καλού. Επιπλέον, ενόσω η ύπαρξη της εκμετάλλευσης [ανθρώπου από άνθρωπο] είναι ιστορικά αναγκαία, το καλό πραγματοποιείται εν γένει και εν συνόλω μέσω της πραγματοποίησης του κακού, μέσω της πραγματοποίησης του αντιθέτου του.

            Εφ’ όσον και ενόσω η κοινωνία αναπτύσσεται εν συνόλω και ως ολότητα προοδευτικά, έπεται ότι πάντοτε σε τελευταία ανάλυση δεσπόζει το καλό. Εν τούτοις, κατά τα διάφορα στάδια της προοδευτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, η ανάπτυξη αυτή μπορεί άμεσα να πραγματοποιείται κατ’ αναγκαιότητα μέσω της πραγματοποίησης και της ανάπτυξης του κακού, μέσω φάσεων κατά τις οποίες εκείνο που δεσπόζει άμεσα είναι το κακό.

            Η πραγματοποίηση σε τελευταία ανάλυση του καλού μέσω της άμεσης πραγματοποίησης της κυριαρχίας του κακού, λαμβάνει χώρα ενόσω είναι παρούσα η αντίθεση και η αντίφαση υλικών συμφερόντων στην κοινωνία, καθώς και η αντίθεση και οι αντιφάσεις στην υλική δραστηριότητα των φορέων των εν λόγω συμφερόντων. Τότε εκείνο το οποίο συνιστά το καλό από την άποψη των φορέων των μεν υλικών συμφερόντων, αποδεικνύεται ότι είναι το κακό από την άποψη των φορέων των δε, των αντιθέτων και αντιφατικών συμφερόντων, και τανάπαλιν.

            Το ύψιστο καλό, δηλ. το καλό από την άποψη της ανάπτυξης ολόκληρης της ανθρωπότητας, διαμεσολαβείται από αυτή την αντίθεση και πραγματοποιείται τόσο, όσο τα μεν είτε τα δε αντίθετα και αντιφατικά συμφέροντα συμπίπτουν με τα συμφέροντα ολόκληρης της ανθρωπότητας εν συνόλω.

            Το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι ορισμένων υλικών συμφερόντων δεν ακολουθούν αυτό που συνιστά το καλό, αλλά ακολουθούν εκείνο που, κατά την άποψη των φορέων των αντιθέτων και αντιφατικών [προς αυτούς] συμφερόντων, συνιστά το κακό και η παρόμοια σχέση των τελευταίων προς ότι συνιστά το καλό και το κακό από την άποψη των πρώτων, καθίσταται κανόνας ενόσω η κοινωνία είναι διχασμένη σε φορείς αντιθέτων και αντιφατικών συμφερόντων.

            Εδώ έχει θέση η διαπάλη μεταξύ φορέων αντιθέτων και αντιφατικών υλικών συμφερόντων. Η εξέταση της κοινωνικής συνείδησης υπό το πρίσμα της μορφής εκείνης, εντός της οποίας η κοινωνική συνείδηση προβάλλει προπαντός υπό το πρίσμα του πράττειν των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων, αποκαλύπτει, ότι όταν υπάρχει ενότητα υλικών συμφερόντων, η εν λόγω μορφή υφίσταται υπό μιαν έκφανση: ως καλές και κακές πράξεις, υπό όρους κατά τους οποίους εμμέσως ή αμέσως υπερτερούν οι καλές πράξεις.

            Τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν δεσπόζουν στην κοινωνία αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα [προς άλληλα] υλικά συμφέροντα (σε αυτή την περίπτωση πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι η διάσπαση της κοινωνίας σε φορείς αντιτιθέμενων και αντιφασκόντων συμφερόντων, πάντοτε ανακύπτει και υφίσταται εντός της κοινωνίας ως ολότητας, εδώ η κοινωνία αναπτύσσεται μεν ως όλο, αλλά μέσω της διαπάλης των φορέων αυτών των αντιτιθέμενων και αντιφασκόντων υλικών συμφερόντων, μέσω της διάσπασης, δεσπόζει σε τελευταία ανάλυση παρ’ όλα αυτά η ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας, ως ενότητας). Εδώ η εν λόγω μορφή κοινωνικής συνείδησης δεν έχει πλέον μία (την ηθική) αλλά τρεις αναγκαίες εκφάνσεις [μορφές εκδήλωσης]. Δύο επιπλέον εκφάνσεις συνοδεύουν αυτήν που ήδη επισημάναμε, συνδεόμενες ακριβώς με την παρουσία αντιτιθέμενων και αντιφασκόντων υλικών συμφερόντων: η πολιτική και το δίκαιο.

            Ωστόσο, πριν να αναφερθούμε στην πολιτική και το δίκαιο, θα επισημάνουμε ένα επιπλέον διόλου ασήμαντο γεγονός. Η υπό εξέταση μορφή της κοινωνικής συνείδησης προβάλλει προπαντός υπό το πρίσμα των πράξεων των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων και όχι υπό το πρίσμα κατ’ εξοχήν των αισθημάτων είτε κατ’ εξοχήν των σκέψεων. Ωστόσο, οι πράξεις των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων συνιστούν πάντοτε πράξεις αισθανόμενων και νοημόνων ατόμων. Από την άποψη της υπό εξέταση μορφής της κοινωνικής συνείδησης δεν λαμβάνει χώρα πλήρης απόσπαση [αφαίρεση] από αισθήματα και σκέψεις. Οι τελευταίες είναι μεν απαραιτήτως παρούσες, πλην όμως [εδώ] δεσπόζει η εξέταση υπό το πρίσμα των πράξεων.

            Εντός της πρώτης από τις εκφάνσεις αυτής της μορφής που εξετάσαμε, δηλ. εντός της ηθικής, το κύριο [στοιχείο] είναι το ηθικό (είτε το ανήθικο) διάβημα [ενέργημα], η ηθική (είτε η ανήθικη) πράξη. Ωστόσο, η ηθική δεν ανάγεται μόνο στην πράξη. Η πράξη αυτή επέρχεται είτε ως αποτέλεσμα αντίστοιχου αισθήματος, συναισθημάτων, βιώματος, είτε ως αποτέλεσμα αντίστοιχων σκέψεων, κατανόησης του επιβλαβούς είτε του επωφελούς [χαρακτήρα] αυτής της πράξης, είτε ως αποτέλεσμα [συνδυασμού] των μεν και των δε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον τομέα της ηθικής μπορούμε εν συνεχεία να διακρίνουμε ηθικές (είτε ανήθικες) πράξεις, ηθικά (είτε ανήθικα) αισθήματα, ηθικές (είτε ανήθικες) σκέψεις. Φέρ’ ειπείν, οι πράξεις [στις οποίες προβαίνει κάποιος] κατά συνείδηση, είναι πράξεις [που επέρχονται ως αποτέλεσμα] άμεσα και καθ’ υπερίσχυσιν του αντίστοιχου ηθικού αισθήματος, του βιώματος μάλλον, παρά των ηθικών πράξεων. Ενώ οι πράξεις που επέρχονται ως αποτέλεσμα του καθήκοντος αφ’ εαυτού, είναι πράξεις κατ’ αντιστοιχία άμεσα και καθ’ υπερίσχυσιν των ηθικών σκέψεων. Φυσικά ούτε τα αισθήματα, ούτε τα συναισθήματα, ούτε και τα βιώματα του ανθρώπου δεν υφίστανται ως πλήρως αποσπασμένα από τις σκέψεις, αλλά ούτε και οι σκέψεις ως αποσπασμένες από αισθήματα, συναισθήματα και βιώματα. Μπορεί να γίνεται λόγος μόνο περί υπεροχής στον ένα ή τον άλλο βαθμό του μεν είτε του δε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνονται ο καλλιτεχνικός τύπος και ο διανοητικός τύπος ανθρώπων. Κατά τη γνώμη μας χαρακτηριστική για τους ανθρώπους καλλιτεχνικού τύπου είναι η ηθική συμπεριφορά κατ’ εξοχήν κατά συνείδηση [κατά το ηθικό αίσθημα], ενώ για τους ανθρώπους διανοητικού τύπου – κατ’ εξοχήν κατ’ αντιστοιχία προς το καθήκον αυτό καθ’ εαυτό.

            Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη κατά την οποία χαρακτηριστικό γνώρισμα εάν όχι ολόκληρης της κοινωνικής συνείδησης, εν πάση περιπτώσει της ηθικής, είναι η αξιακή, η αξιολογική προσέγγιση*. Συνεπώς, φέρ’ ειπείν η ηθική (είτε η ανήθικη) κρίση είναι κατά κύριο λόγο μια αξιολογική κρίση. Εμείς θεωρούμε ότι τέτοιου είδους αντίληψη είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμη. Και αυτό για τους εξής λόγους.

            Η ίδια η ορολογία – «αξία», «αξιολόγηση» κλπ... – προέκυψε από τον κόσμο των αξιακών σχέσεων και της τιμής ως μορφής έκφρασης της αξίας, σ’ ένα κόσμο, όπου εκείνο το οποίο προβάλλει άμεσα στο προσκήνιο είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός των ανταλλακτικών αξιών.

            Η οποιαδήποτε συνείδηση προϋποθέτει τη σύγκριση μεταξύ των ανθρώπων. Το κάθε άτομο που συνειδητοποιεί τους άλλους (και εαυτόν) προβαίνει σε σύγκριση του εαυτού του με τους άλλους ανθρώπους, δηλ. σε αμοιβαία εξίσωση των ανθρώπων προς αλλήλους. Ωστόσο, αυτή η αμοιβαία εξίσωση των ανθρώπων έγινε το κύριο [γνώρισμα] της κοινωνίας εκείνης, στην οποία κυριαρχεί η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, της παραγωγής, όπου, συνεπώς, βρίσκεται στο προσκήνιο η αμοιβαία εξίσωση διαφόρων πραγμάτων. Δεδομένου μάλιστα ότι η εργασιακή δύναμη είναι εδώ το ουσιωδέστερο εμπόρευμα, ένα πράγμα το οποίο διαθέτει αξία, λαμβάνει χώρα μια εξίσωση των εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων. Γι’ αυτό και εκείνο που προβάλλει στο προσκήνιο στην κοινωνική συνείδηση είναι η ιδέα της ισότητας, δηλ η ιδέα της ομοιότητας απομονωμένων ατόμων (και όχι η ιδέα της διαφοράς ενοποιημένων ανθρώπων).

            Τουναντίον, στην κοινωνία εκείνη, στην οποία δεσπόζει η ενότητα υλικών συμφερόντων, το κύριο [στοιχείο] δεν είναι πλέον η ομοιότητα διαφόρων των μεμονωμένων απ’ αλλήλους ανθρώπων, αλλά γίνεται η ενότητα, η διασύνδεση των ανθρώπων μέσω της μεταξύ τους διαφοράς. Εκείνο το οποίο συνδέει τους ανθρώπους ως προσωπικότητες κατά κύριο λόγο, δεν είναι το γεγονός ότι ο καθένας από αυτούς είναι κατά τι όμοιος με τους άλλους, αλλά το γεγονός ότι ο καθένας τους είναι ως προσωπικότητα ιδιότυπος και ως εκ τούτου ενδιαφέρων για τους άλλους. Συνεπώς, η επιλογή της ηθικής πράξης δεν πραγματοποιείται εδώ κατά κύριο λόγο μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής ποικίλων αξιών, ούτε και σύμφωνα με ορισμένη κλίμακα αξιών, δηλ. [δεν πραγματοποιείται] σε αντιστοιχία με κάτι το εξωτερικό το οποίο επιβάλλεται στο άτομο. [Τουναντίον, εδώ η επιλογή της ηθικής πράξης γίνεται] ως κάτι το οποίο συντελεί στην δική του ανάπτυξη και έχει ως επακόλουθο την ανάπτυξη των άλλων ανθρώπων ως διαφορετικών από αυτό, ως ιδιότυπων προσωπικοτήτων, δηλ. η εν λόγω επιλογή διενεργείται κατά κύριο λόγο ως εσωτερική αναγκαιότητα επωφελούς αρωγής προς τους άλλους ανθρώπους, διότι μόνο μέσω αυτής καθίσταται εφικτή και η ανάπτυξη της ίδιας της προσωπικότητας ως προς το κύριο, το θεμελιώδες.

            Είναι παράδοξο μεν, πλην όμως [τετελεσμένο] γεγονός, ότι εάν αυτό που υπερτερεί στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι η αμοιβαία απομόνωσή τους λόγω υλικών συμφερόντων, τότε η διασύνδεσή τους πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω του εντοπισμού της ομοιότητας μεταξύ των απομονωμένων ατόμων. Εξ ου και το γεγονός ότι [σε αυτή την περίπτωση] εκείνο που υπερτερεί στην κοινωνική συνείδηση, είναι η επιδίωξη των ανθρώπων είτε να είναι ολόιδιοι, όμοιοι προς τους άλλους, είτε να διακριθούν μέσω της εξωτερικής ανομοιότητάς τους, ενώ εσωτερικά είναι όμοιοι. Εάν όμως εκείνο που υπερτερεί στην κοινωνία είναι η αμοιβαία ενότητα των ανθρώπων σε ένα όλο, λόγω των υλικών τους συμφερόντων, τότε η διασύνδεσή τους πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της διαφοράς τους από το όλο, αλλά και μεταξύ τους. Εξ ου και το γεγονός ότι [εδώ] εκείνο που υπερτερεί στην κοινωνική συνείδηση είναι η επιδίωξη των ανθρώπων να είναι ο ίδιος ο εαυτός τους, να είναι ιδιόμορφοι, διαφορετικοί από τους άλλους ανθρώπους, όχι όμως χάριν κάποιου τινός εξωτερικού, αλλά χάριν της βαθιάς ανάπτυξης των ίδιων και των άλλων ανθρώπων.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνείδηση προϋποθέτει τη σύγκριση, την αμοιβαία εξίσωση μεταξύ των ανθρώπων. Ωστόσο, η εμμονή μόνο στη σύγκριση, στην εξίσωση μεταξύ των ανθρώπων συνιστά σύγκριση και εξίσωση των ανθρώπων ως απομονωμένων. Εσωτερική ενότητα είναι η ενότητα του διαφορετικού, η ενότητα μέσω της διαφοράς. Η συνείδηση ως αντανάκλαση της εσωτερικής ενότητας των ανθρώπων είναι συνείδηση των ανθρώπων ως ενιαίων στη διαφορά τους. Όσον αφορά την προσέγγιση της ηθικής πράξης, του ηθικού ενεργήματος, των ηθικών αισθημάτων και των ηθικών σκέψεων, τότε αυτή δεν πραγματοποιείται εδώ κατά τρόπον, ώστε ορισμένες πράξεις κλπ... να είναι κατά την εκτίμηση άλλων ανθρώπων, είτε της κοινωνίας καλύτερες είτε χειρότερες, να συνιστούν μεγαλύτερη η μικρότερη αξία, δεν πραγματοποιείται βάσει κάποιου εξωτερικού γνώμονα, βάσει ενός προτύπου, το οποίο βρίσκεται εκτός της προσωπικότητας. Τουναντίον [η προσέγγιση αυτή] πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο κατά τρόπον, ώστε η ηθική πράξη κλπ... να εντάσσεται στον ίδιο τον πυρήνα της προσωπικότητας, η ηθικότητα της προσωπικότητας συμπίπτει με την ανάπτυξη του ατόμου ως προσωπικότητας.

            Εάν όμως οι ηθικές αξίες παραμένουν κατά μείζονα κλίμακα αξίες, δηλ. κάτι το εξωτερικό για το άτομο, κάτι το εξωτερικό και παραπλεύρως αυτού υφιστάμενο, προς το οποίο [το άτομο] αυτό εξισώνει τον εαυτό του, αυτό σημαίνει, ότι η ηθικότητα της προσωπικότητας, κατά βάση, δεν συμπίπτει με κάτι άλλο που είναι ουσιώδες στην ανάπτυξη του ατόμου ως προσωπικότητας και συνεπώς, η ανάπτυξη της προσωπικότητας στο πεδίο της ηθικής αποβαίνει, συν τοις άλλοις, κατά τι ολέθρια για την προσωπικότητα (για κάποιες άλλες ουσιώδεις πλευρές του ατόμου ως προσωπικότητας).

            Η δεύτερη έκφανση της υπό εξέταση μορφής της κοινωνικής συνείδησης, της μορφής στην οποία τον κύριο ρόλο διαδραματίζουν οι πράξεις των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων, είναι η πολιτική.8 Πολιτική, ως μία από τις εκφάνσεις της κοινωνικής συνείδησης, είναι οι πράξεις των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων ως αντιπαρατιθέμενων, αντιμαχόμενων προς άλλα άτομα τα οποία έχουν ουσιωδώς διαφορετικά, αντίθετα και αντιφατικά υλικά συμφέροντα, και μάλιστα η πολιτική συνείδηση (και αυτοσυνείδηση) είναι κατ’ αναγκαιότητα συνείδηση της μεν είτε της δε διασύνδεσης με την κοινωνία ως όλον. Ουσιωδώς διαφορετικά, αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα υλικά συμφέροντα μπορεί να υπάρχουν μεταξύ ατόμων, μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μεταξύ ατόμου και κάποιου μέρους της κοινωνίας, μεταξύ μερών της κοινωνίας, μεταξύ μέρους της κοινωνίας και του συνόλου της κοινωνίας. Πολιτική σχέση είναι η μεταξύ των παραπάνω σχέση, στο βαθμό που τα υλικά συμφέροντά τους, ούτως ή άλλως συνειδητοποιούνται, συνειδητοποιείται η ουσιώδης διαφορά, η αντίθεση και η αντίφασή τους και οι πράξεις [τους] κατευθύνονται από αυτή τη συνείδηση (οι πράξεις των φορέων ουσιωδώς διαφορετικών, αντιτιθέμενων και αντιφατικών συμφερόντων είναι επίσης ουσιωδώς διαφορετικές, αντιτιθέμενες και αντιφάσκουσες προς άλληλες, όπως και οι φορείς αυτών των συμφερόντων).

            Η πολιτική είναι κατά κύριο λόγο πράξεις κατευθυνόμενες από τη συνείδηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος, έναντι εκείνου εναντίον του οποίου κατευθύνεται η πράξη, για την επίτευξη, την ικανοποίηση των υλικών συμφερόντων (εδράζεται στην ουσιώδη διαφορά, αντίθεση και αντίφαση υλικών συμφερόντων). Αυτό μπορεί να αφορά πράξεις ατόμου, του μεν είτε του δε μέρους της κοινωνίας ως όλου, του συνόλου της κοινωνίας, εάν τα συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας ως ολότητας είναι ουσιωδώς διάφορα, αντιτιθέμενα, εάν αντιφάσκουν προς το μεν είτε το δε μέρος της, δηλ. όταν τα υλικά συμφέροντα της κοινωνίας ως ολότητας πραγματοποιούνται μέσω της διαπάλης των μερών και των ατόμων που απαρτίζουν την κοινωνία.

            Η πολιτική είναι απαραιτήτως πάλη υπέρ κάποιου υλικού συμφέροντος (υπέρ κάποιων υλικών συμφερόντων) εναντίον κάποιου ουσιωδώς διάφορου, αντιτιθέμενου, αντιφάσκοντος υλικού συμφέροντος (εναντίον κάποιων ουσιωδώς διάφορων, αντιτιθέμενων, αντιφασκόντων συμφερόντων), μια πάλη κατά την οποία είναι πιθανή είτε η νίκη, είτε η ήττα, είτε η ισορροπία δυνάμεων (η τελευταία ως προς την ίδια την ουσία της μπορεί να είναι μόνο προσωρινή μεταβατική κατάσταση), μια πάλη κατά την οποία καλώς ή κακώς συνειδητοποιείται εκείνο το υλικό συμφέρον (τα συμφέροντα) χάριν του οποίου αυτή διεξάγεται.

            Εφ’ όσον η πολιτική είναι κατά κύριο λόγο πράξεις, στις πράξεις αυτές προβαίνουν άτομα που συνειδητοποιούν αλλήλους (και εαυτούς) αισθάνονται και σκέπτονται. Και στο πεδίο της πολιτικής μπορούμε να διακρίνουμε πολιτικά αισθήματα, συναισθήματα, βιώματα και πολιτικές  σκέψεις. Η συνείδηση της ουσιώδους διαφοράς, της αντίθεσης και της αντίφασης των υλικών συμφερόντων απαιτεί ως επί το πλείστον νόηση. Γι’ αυτό και στην πολιτική, εν συγκρίσει με την ηθική, ο ρόλος της σκέψης είναι ουσιωδώς σημαντικότερος από τον ρόλο των αισθημάτων, των συναισθημάτων και των βιωμάτων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική τα πολιτικής χροιάς αισθήματα, συναισθήματα, και βιώματα.

Όταν γίνεται λόγος περί πολιτικής, αυτός αφορά την πολιτική εκείνου, ο οποίος αγωνίζεται υπέρ του υλικού συμφέροντός  του (είτε υπέρ των υλικών συμφερόντων του), αφορά τον αντιπαρατιθέμενο σε κάποιον άλλον, που έχει ουσιωδώς διάφορο, αντιτιθέμενο, αντιφάσκον υλικό συμφέρον (είτε υλικά συμφέροντα). Στην πολιτική πάλη η ισορροπία δυνάμεων είναι ενδεχόμενο με λίγες πιθανότητες και μικρή σταθερότητα, διότι τα ουσιωδώς διάφορα, αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα υλικά συμφέροντα παρακινούν διαρκώς προς την εκ νέου ανάληψη πάλης, μέχρι την επίτευξη νίκης ή ήττας, όπου μάλιστα οι ηττημένοι και πάλι δεν μπορούν να συμβιβαστούν εντελώς με την ήττα τους.

            Όταν οι διαφορές, οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις των υλικών συμφερόντων είναι ανυπέρβλητες, οι φορείς των εκάστοτε επιβεβλημένων, των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα υλικά τους συμφέροντα, σαν να ήταν τα υλικά συμφέροντα και της ηττημένης, της υποταγμένης πλευράς. Αυτή είναι η τρίτη έκφανση της υπό εξέτασης μορφής της κοινωνικής συνείδησης, το δίκαιο.9

            Το δίκαιο είναι κατά κύριο λόγο πράξεις των φορέων των κατισχυσάντων, των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων που κατευθύνονται στην επιβολή επί των ηττημένων των δικών τους υλικών συμφερόντων σαν να είναι συμφέροντα και αυτών των ίδιων των ηττημένων. Το δίκαιο των εκμεταλλευτικών κοινωνιών διαφέρει ως προς τις αρχές του από το δίκαιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας, διότι στην εκμεταλλευτική κοινωνία έχει θέση η αντίθεση, ενώ στη σοσιαλιστική κοινωνία – η ενότητα, η σύμπτωση των θεμελιωδών υλικών ταξικών συμφερόντων, ενώ διατηρούνται ουσιώδεις διαφορές τόσο στα συμφέροντα των τάξεων, όσο και μεταξύ προσωπικών και κοινωνικών συμφερόντων.

            Συνεπώς, η περί δικαίου συνείδηση είναι η συνείδηση του υλικού συμφέροντος των φορέων της κυρίαρχης πλευράς, το οποίο επιβάλλεται επί των ηττημένων, τα συμφέροντα των οποίων είναι αντίθετα, αντιφατικά είτε απλώς ουσιωδώς διαφορετικά, σαν να ήταν η συνείδηση των ίδιων αυτών των τελευταίων.

            Όλες οι προαναφερθείσες εκφάνσεις είναι εκφάνσεις μιας μορφής της κοινωνικής συνείδησης και συγκεκριμένα, εκείνης η οποία σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος του πράττειν των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων.

            Τα αισθήματα και οι σκέψεις των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων εντάσσονται επίσης σε αυτή τη μορφή. Ωστόσο,  εντάσσονται διαδραματίζοντας υπηγμένο ρόλο, με τις «αποχρώσεις» εκείνες που τους προσδίδει η υπέρτερη εδώ σημασία των πράξεων αυτών των συνειδητοποιούντων αλλήλους ( και εαυτούς) ατόμων.

            Η δεύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος του αισθάνεσθαι [των αισθημάτων] των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε αυτή τη μορφή εντάσσονται επίσης πράξεις και σκέψεις, οι οποίες όμως δεν έχουν αποφασιστική σημασία ως προς το σχηματισμό αυτής της μορφής.

Πρώτη έκφανση αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης είναι η αισθητική συνείδηση. Αισθητική συνείδηση είναι η αντανάκλαση της ουσίας των ανθρώπων, των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων.10 Η ομορφιά [η ευ-μορφία, το κάλλος] στο βαθμό που είναι ιδιότυπη για τον άνθρωπο, συνιστά αντανάκλαση της ουσίας, της νομοτέλειας, μέσω του αισθητηριακού ισοδύναμού τους. Η ουσία και η νομοτέλεια εκφράζονται με τον τρόπο που τους αρμόζει στη νόηση. Το αίσθημα από τη φύση του προσλαμβάνει κατά κύριο λόγο το εξωτερικό, το επιφανειακό, το τυχαίο κλπ... Ωστόσο, το εσωτερικό, η ουσία, το νομοτελές κλπ... εκφαίνονται στο τελευταίο. Η ομορφιά, ακριβώς στο βαθμό που είναι ιδιότυπη για τον άνθρωπο, συνιστά αντανάκλαση της ουσίας, του νομοτελούς, του εσωτερικού κλπ.., μέσω του αισθητηριακού ισοδύναμού τους. Ας προσπαθήσουμε να το διευκρινίσουμε αυτό μ’ ένα παράδειγμα. Ο χρυσός και ο άργυρος απέκτησαν ιστορικά στον εμπορευματικό κόσμο το ρόλο του καθολικού ισοδυνάμου. Η καθολική ισοδύναμη μορφή, είτε η μορφή της αξίας εν γένει, έχει καταστεί κοινωνικά σύμφυτη με τη φυσική μορφή του χρυσού και του αργύρου. Οι αισθητικές ιδιότητες του χρυσού και του αργύρου δεν είναι απλώς η λάμψη, η στιλπνότητά του κ.ο.κ., δηλ. οι άμεσα, αισθητηριακά αντιληπτές ιδιότητες χρυσού και αργύρου. Η λάμψη του χρυσού και του αργύρου είναι η λάμψη του κοινωνικού τους ρόλου, της κοινωνικής σημασίας τους. Και από αυτή την άποψη, μεταξύ όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων, για τον άνθρωπο που είναι δέσμιος του κόσμου των εμπορευματικών σχέσεων, ο χρυσός (και ο άργυρος) διαθέτουν τη μέγιστη αισθητική δύναμη επίδρασης. Αποδεικνύεται ότι η λάμψη του χρυσού δεν είναι απλώς μια φυσική ιδιότητα, αλλά η αισθητηριακά αντιληπτή κοινωνική ισχύς του χρυσού στον εμπορευματικό κόσμο, δηλ. αισθητηριακό  ισοδύναμο κοινωνικής ισχύος. Το κύριο [στοιχείο] στην αισθητική συνείδηση είναι η πρόσληψη της ουσίας, του νομοτελούς κ.ο.κ. μέσω των αισθητηριακών τους ισοδυνάμων. Εάν στη γνωστική διαδικασία κατά τη μετάβαση προς τη νόηση και στο επίπεδο της νόησης, τα αισθήματα διαδραματίζουν βοηθητικό ρόλο, ενώ η ίδια η ουσία (το εσωτερικό, το νομοτελές κ.ο.κ.) αντανακλάται κατά κύριο λόγο ως αφηρημένη μορφή, αντίστοιχη της υφής της νόησης, στην αισθητική συνείδηση το κύριο [στοιχείο] είναι η αντανάκλαση της ουσίας κ.ο.κ. μέσω αισθητηριακού ισοδυνάμου. Και το ίδιο το νοείν στην αισθητική συνείδηση διεξάγεται κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια, διαμέσου του αντιθέτου [του αντίποδα] της νόησης, δηλ. με τη βοήθεια αισθημάτων [δια του αισθάνεσθαι].

Στην αισθητική συνείδηση προσλαμβάνεται η ουσία του ανθρώπου, το νομοτελές κ.ο.κ. [στοιχείο] των κοινωνικών σχέσεων μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων. Μέσω αυτού εκφράζεται και η σχέση προς τη φύση.

Ακόμα και κατά την εξέταση της πρώτης μορφής της κοινωνικής συνείδησης μπορούσαμε να επισημάνουμε, ότι πρόκειται για συνείδηση των υλικών κοινωνικών σχέσεων, μόνο που αυτές δεν προσλαμβάνονται απλώς αφ’ εαυτές, αλλά στην ενότητά τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση. Πράγματι, το όφελος είτε η βλάβη που επιφέρουν στους ανθρώπους οι πράξεις των ατόμων, ως ατόμων συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) είναι κατά βάση υλικό όφελος είτε υλική βλάβη, αφορά δηλ. το τι επιπτώσεις έχουν αυτές οι πράξεις σε τελευταία ανάλυση στην όλη υλική ύπαρξη των ανθρώπων.

Το ίδιο αποκαλύπτεται, αλλά μάλλον με μεγαλύτερη σαφήνεια, κατά  την εξέταση της δεύτερης μορφής της κοινωνικής συνείδησης. Στο εσωτερικό αυτής της μορφής προβάλλει σαφέστερα η εξάρτησή της από την παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση. Πράγματι, η πρόσληψη της ουσίας, του νομοτελούς κ.ο.κ. μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων, ανακύπτει προπαντός κατά τη διάγνωση και το μετασχηματισμό της φύσης, όπου [οι άνθρωποι] κατευθύνονται προς την αποκάλυψη της ουσίας κ.ο.κ., εν γένει και εν συνόλω, ξεκινώντας από την κατ’ αίσθησιν γνώση και [κατατείνοντας] μέσω αυτής στη νόηση. Και εντός της γνωστικής διαδικασίας, εάν αυτή εκληφθεί με την ιδιαιτερότητά της έναντι της συνείδησης, η ουσία (οι νομοτελείς δεσμοί, η ολότητα κ.ο.κ.) των υπό μελέτη αντικειμένων και διαδικασιών, αρχικά συλλαμβάνονται κατά βάση αισθητηριακά και στη συνέχεια η παράσταση αυτή κατευθύνει τη διάγνωση του υποκειμένου.

Ωστόσο, η αισθητική σχέση προς την πραγματικότητα ως συνείδηση είναι μια προσέγγιση της πραγματικότητας, κατά την οποία η τελευταία αντανακλάται μέσω της ουσίας του ανθρώπου, της ουσίας των αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων, μιας ουσίας η οποία προσλαμβάνεται εν είδει αισθητηριακών της ισοδυνάμων. Γι’ αυτό η αισθητική συνείδηση είναι κατά κύριο λόγο βίωμα, συνδεδεμένο με την πρόσληψη της ουσίας κ.ο.κ. εν είδει αισθητηριακών ισοδυνάμων.

Η αισθητική συνείδηση είναι ανέφικτη χωρίς πράξεις. Ωστόσο, εδώ κατά τον εγγύτερο τρόπο πρόκειται για πράξεις, προκαλούμενες και κατευθυνόμενες ακριβώς από την αισθητική συνείδηση. Η αισθητική συνείδηση εμπεριέχει και νόηση, αλλά η νόηση αυτή [αναπτύσσεται] μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων της ουσίας, του νομοτελούς κ.ο.κ., είναι δηλ. νοείν μέσω απεικασμάτων.

Η αισθητική σχέση προς την πραγματικότητα, εάν εκληφθεί εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού και διάγνωσης της φύσης, σε αντιδιαστολή με την κοινωνική μορφή εντός της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεί μόνο προϋπόθεση της αισθητικής συνείδησης. Η καθαυτό αισθητική συνείδηση έχει θέση μόνον ως συνειδητοποίηση του μετασχηματισμού της φύσης εντός της ενότητάς του με την κοινωνική μορφή. Εν τούτοις μπορεί σαφώς να διακριθεί εντός της αισθητικής συνείδησης η προσδιοριστία της, τόσο από την παραγωγική σχέση προς τη φύση, όσο και από την κοινωνική μορφή εντός της οποίας αυτή πραγματοποιείται.

Άλλη έκφανση της δεύτερης μορφής της κοινωνικής συνείδησης είναι η θρησκευτική συνείδηση.11*

Η θρησκεία, είναι κατά τον Φ. Ένγκελς, μια «άμεση, δηλ. συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες κυριαρχούν επ’ αυτών» και εξακολουθεί να υπάρχει «όσο οι άνθρωποι βρίσκονται πρακτικά υπό την εξουσία αυτών των δυνάμεων» [1., τ.20, σ.329].

Η θρησκευτική συνείδηση όπως άλλωστε και η αισθητική συνείδηση συνιστά διάθλαση του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατά κύριο λόγο μέσω των αισθημάτων. Και στην θρησκευτική συνείδηση ως καθοριστικό, ως κυρίαρχο στοιχείο λειτουργούν τα βιώματα, τα συναισθήματα και όχι οι σκέψεις και οι πράξεις. Ωστόσο, η θρησκευτική συνείδηση, ως προς την ιδιοτυπία της, συνιστά συνείδηση εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες δεν έχουν υποταχθεί από τον άνθρωπο, που ο άνθρωπος δεν τις εξουσιάζει και δρουν καταστροφικά, επιβλαβώς επί των ανθρώπων (συνεπώς πρόκειται για δυνάμεις οπωσδήποτε μη εγνωσμένες σε επαρκή βαθμό, διότι από την άποψη του ανθρώπου η διάγνωση είναι επαρκής εφ΄ όσον και στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης τη δυνατότητα μετασχηματισμού του εγνωσμένου [αντικειμένου] στην κατεύθυνση που του χρειάζεται).

Κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν κατά τον οποίο πολιτική και περί δικαίου συνείδηση διαφορίζονται από την ηθική συνείδηση, κατά κύριο λόγο, όχι ως προς τη μορφή, αλλά ως προς το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης (αν και αυτές οι διαφορές επιδρούν και στις διαφορές τους ως προς τη μορφή), και η θρησκευτική συνείδηση διαφέρει από την αισθητική κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο και όχι ως προς τη μορφή (αν και εδώ οι διαφορές αυτές επιδρούν και στις διαφορές τους ως προς τη μορφή).

Η θρησκευτική συνείδηση συνιστά απαραιτήτως πρόσληψη εν είδει αισθητηριακών ισοδυνάμων μιας άγνωστης και μάλιστα μη διαγνώσιμης [αδιάγνωστης] ουσίας, κυρίαρχης επί των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων και κατά βάση εχθρικής προς αυτά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσλαμβάνονται και οι αντίστοιχες δυνάμεις της φύσης και η ουσία του ανθρώπου, οι νομοτελείς κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων.

Η θρησκευτική συνείδηση είναι αντιφατική. Αφ’ ενός μεν, η θρησκευτική συνείδηση ως συνείδηση συνιστά και διάγνωση της ουσίας… και αντίστοιχη αυτής της διάγνωσης πράξη, άρα και μετασχηματισμό σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της. Αφ’ ετέρου δε, ως θρησκευτική συνείδηση, συνιστά διάγνωση εκείνου, το οποίο, σύμφωνα με την ουσία της θρησκείας είναι κατ’ αρχήν μη διαγνώσιμο [αδιάγνωστο], συνιστά μετασχηματισμό σε αντιστοιχία με τις ανάγκες του ανθρώπου εκείνου [του στοιχείου], το οποίο από την άποψη της θρησκείας, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να υποταχθεί από τους ανθρώπους, αλλά κυριαρχεί επ’ αυτών και δρα εχθρικά έναντι αυτών. Βλέπετε η ουσία της θρησκευτικής συνείδησης συνίσταται ακριβώς στη συνείδηση του αδιάγνωστου*, που κυριαρχεί επί των ανθρώπων και είναι εχθρικό προς αυτούς. Χωρίς την παραδοχή [της ύπαρξης] κάποιων αδιάγνωστων, κυρίαρχων επί των ανθρώπων και εχθρικών προς τους ανθρώπους δυνάμεων δεν υπάρχει θρησκευτική συνείδηση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο στη θρησκευτική συνείδηση η γνωστική δραστηριότητα κατευθύνεται σε εκείνο, το οποίο (σύμφωνα με την υφή της θρησκευτικής συνείδησης) είναι κατ’ αρχήν μη γνώσιμο και η δράση κατευθύνεται στην υποταγή εκείνου το οποίο κατ’ αρχήν δεν μπορεί να μην είναι κυρίαρχο επί των ανθρώπων και να μη διάκειται εχθρικά προς αυτούς. Πραγματικές φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις προσλαμβάνονται [εδώ] ως κατ’ αρχήν αδιάγνωστες, ανέκαθεν και δια παντός κυρίαρχες επί των ανθρώπων και εχθρικά προς αυτούς διακείμενες. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκευτική συνείδηση κατευθύνεται σε εκείνο [το στοιχείο], το οποίο όντως, πράγματι υφίσταται και δρα επί των ανθρώπων, και μάλιστα δρα καταστροφικά, το οποίο όμως είναι εισέτι μη εγνωσμένο και μη μετασχηματισμένο από τους ανθρώπους σε αντιστοιχία με τις ανάγκες τους. Αυτό λοιπόν το [εισέτι] μη εγνωσμένο, το μη μετασχηματισμένο [στοιχείο] των εν λόγω δυνάμεων, προβάλλει στη θρησκευτική συνείδηση ως το αδιάγνωστο [το ακατάληπτο, το απρόσιτο] δυνάμεων [εκλαμβανομένων εδώ ως] ανέκαθεν κυρίαρχων επί των ανθρώπων και εχθρικά προς τους ανθρώπους διακείμενων.

Η αισθητική συνείδηση συνιστά πρόσληψη διαμέσου αισθητηριακών ισοδυνάμων της πραγματικής ουσίας, του νομοτελούς. Χωρίς συνείδηση  περί της πραγματικής ουσίας, περί της πραγματικής νομοτέλειας κ.ο.κ. δεν υπάρχει και αισθητική συνείδηση. Η θρησκευτική συνείδηση παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που συνιστά συνείδηση, είναι συγγενής κατά τον εγγύτερο τρόπο με την αισθητική συνείδηση. Στο βαθμό όμως που η θρησκευτική συνείδηση είναι συνείδηση θρησκευτική, πρόκειται για συνείδηση μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων μιας εξωπραγματικής, μη υφιστάμενης ουσίας. Από αυτή την τελευταία άποψη η θρησκεία αποκλείει ευθέως και άμεσα την αισθητική συνείδηση, συνιστά απ’ ευθείας άρνηση της αισθητικής συνείδησης.

Ο ρόλος της θρησκευτικής συνείδησης είναι επίσης διττός και αντιφατικός. Αφ’ ενός μεν η θρησκευτική συνείδηση  συνιστά συνείδηση  πράγματι υφιστάμενων δυνάμεων και συνείδηση της κατάστασης εκείνης των ανθρώπων, κατά την οποία, οι δυνάμεις αυτές που δεν έχουν γίνει [ακόμα] γνωστές απ’ τους ανθρώπους, κυριαρχούν επ’ αυτών και είναι εχθρικά προς αυτούς διακείμενες. Όταν ο άνθρωπος είτε η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αλλάξει την ίδια τη δυσμενή υλική ζωή, ένας απ’ τους τρόπους προσαρμογής σε αυτή τη ζωή είναι η αλλαγή της περί αυτής [της ζωής] συνείδησης. Αυτό επιτρέπει σε ορισμένο βαθμό να απαλυνθούν οι οδύνες της δυσμενούς επίδρασης της υλικής ζωής. Αφ’ ετέρου δε [η θρησκευτική συνείδηση] συνιστά τέτοια συνείδηση, εντός της οποίας το [εισέτι] μη εγνωσμένο αυτών των δυνάμεων προβάλλει ως μη γνωσιμότητά τους, ενώ η επί των ανθρώπων κυριαρχία τους και ο εχθρικός έναντι των ανθρώπων χαρακτήρας τους, προβάλλουν ως ανυπέρβλητες [ιδιότητες]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θρησκευτική συνείδηση ενισχύει [παγιώνει] αυτή την κατάσταση.

Η θρησκευτική συνείδηση διαδραμάτιζε ορισμένο θετικό ρόλο όπου και καθ’ όσον οι άνθρωποι δεν είχαν δυνατότητες υπέρβασης είτε άμβλυνσης της επίδρασης [τέτοιων] φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων. Εκεί όμως και στο βαθμό που σχηματίζονταν οι όροι διάγνωσης και μετασχηματισμού τους, η θρησκευτική συνείδηση διαδραμάτιζε αρνητικό ρόλο.

Όταν όμως ωριμάζουν στην κοινωνία εν συνόλω οι όροι για τη διάγνωση και τον μετασχηματισμό εκείνων των δυνάμεων της φύσης και της κοινωνίας, οι οποίες κυριαρχούν επί των ανθρώπων και είναι εχθρικές προς αυτούς, τότε αρχίζει η θρησκευτική συνείδηση να διαδραματίζει στην ιστορία της ανθρωπότητας εν συνόλω αρνητικό, συντηρητικό και αντιδραστικό ρόλο.

Εντός της θρησκευτικής συνείδησης υπάρχουν θρησκευτικά αισθήματα, συναισθήματα, βιώματα (τα οποία έχουν αποφασιστική σημασία στη θρησκεία), θρησκευτικές πράξεις, δηλ. πράξεις που προκαλούνται και κατευθύνονται από τη θρησκευτική συνείδηση (λατρεία), και θρησκευτικές σκέψεις. Η θρησκευτική νόηση είναι μια νόηση [η οποία λειτουργεί] μέσω των θρησκευτικών αισθητηριακών ισοδυνάμων, μέσω των θρησκευτικών απεικασμάτων.

Χαρακτηριστικό της δι’ απεικασμάτων θρησκευτικής νόησης και των θρησκευτικών απεικασμάτων [παραστάσεων] είναι η εσωτερική αντιφατικότητά τους. Το θρησκευτικό απείκασμα συνιστά μεν απείκασμα, είναι επομένως, αντανάκλαση του όντος [αυτού που υπάρχει, του υπαρκτού], είναι όμως συνάμα θρησκευτικό απείκασμα, άρα είναι και απεικόνιση του μη όντος [του ανύπαρκτου]. Τα θρησκευτικά απεικάσματα είναι φαντασιακά, απεικάσματα μη γνώσιμων δυνάμεων που είναι κυρίαρχες επί των ανθρώπων και εχθρικές προς τους ανθρώπους. Τέτοιου  είδους δι’ απεικασμάτων νόηση, συνιστά μορφοποίηση θρησκευτικών απεικασμάτων και χειρισμό [πραγμάτευσή] τους. Η θρησκευτική νόηση είναι μια νόηση [που λειτουργεί] μέσω των θρησκευτικών απεικασμάτων, συνιστά έκφραση των προαναφερθεισών δυνάμεων υπό μορφές, οι οποίες αναπαριστούν με τρόπο τυπικά χαρακτηριστικό το μη γνώσιμο των εν λόγω δυνάμεων, την κυριαρχία τους επί των ανθρώπων και την εχθρότητά τους προς τους ανθρώπους. Ωστόσο, η νόηση είναι ως προς την ουσία της νόηση περί του όντος. Εφ’ όσον όμως η νόηση είναι θρησκευτική, είναι νόηση περί του μη όντος και, συνεπώς, δεν είναι νόηση, αλλά συνιστά άρνηση της νόησης (κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το θρησκευτικό απείκασμα συνιστά και απείκασμα, και άρνηση του απεικάσματος).

Η θρησκευτική συνείδηση εν συνόλω είναι μια συνείδηση η οποία υφίσταται και πραγματοποιείται  μέσω της άρνησης της συνείδησης.

Η τρίτη μορφή της κοινωνικής συνείδησης  σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος των σκέψεων [του σκέπτεσθαι, του νοείν] των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων. Εδώ γίνεται λόγος περί της φιλοσοφίας.

Η νόηση [το νοείν] αφ’ εαυτής, είναι νόηση περί του καθολικού, περί της ουσίας, περί του νομοτελούς κ.ο.κ. στην καθαρή, αφηρημένη, αφιστάμενη [δια της αφαίρεσης] μορφή τους. Συνεπώς, η «οπτική γωνία» του νοείν πρεσβεύει ως προς τη μορφή της την καθολικότητα, την ουσία, το νομοτελές [στοιχείο] κ.ο.κ. αφιστάμενο του μεμονωμένου, του ειδικού, του επιφανειακού, του τυχαίου.

Εντός της επιστήμης – στο θεωρητικό της επίπεδο – υπερτερεί η νόηση. Εν τούτοις η επιστήμη εν γένει, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής*, δεν ταυτίζεται πλήρως με την υπό εξέταση μορφή της κοινωνικής συνείδησης.

Η επιστήμη περί των σχέσεων παραγωγής οφείλει να  αποκαλύψει στις σχέσεις παραγωγής την υλικότητά τους, την ανεξαρτησία τους από τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων και τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις παραγωγής, εξεταζόμενους από αυτή την άποψη.

Η ίδια η δυνατότητα ανθρώπινης επίδρασης στις σχέσεις παραγωγής αποκαλύπτεται ως οροθετούμενη από την υλικότητα των σχέσεων παραγωγής. Η κοινωνική συνείδηση των σχέσεων παραγωγής συνιστά αντανάκλαση της εν λόγω δυνατότητας, κατά κύριο λόγο από την οπτική γωνία της επίδρασης της συνείδησης των ανθρώπων (ως προϊόντος της κοινωνίας εν συνόλω), από την άποψη του βαθμού και του τρόπου χρήσης αυτής της δυνατότητας από τους ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν συνείδηση της κοινωνίας ως  όλου. Γι’ αυτό  εδώ η υπόθεση δεν έγκειται στην αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής αφ’ εαυτών, αλλά στην αντανάκλαση της σχέσης, μεταξύ κοινωνικού συνειδέναι και κοινωνικού είναι, στην αντανάκλαση της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους με τις παραγωγικές δυνάμεις. Συνεπώς, σε αυτή την περίπτωση, οι σχέσεις παραγωγής [μας] ενδιαφέρουν από την άποψη της θέσης, του ρόλου και της σημασίας τους για της ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας, η οποία συλλαμβάνεται [εδώ] εν συνόλω.

Τα προαναφερθέντα ισχύουν για όλες τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης, αλλά εκφράζονται σε καθολική μορφή μόνο στη φιλοσοφία.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο αντανάκλαση μέσω σκέψεων, σε καθολική μορφή της σχέσης μεταξύ της συνείδησης των ανθρώπων, υπό την ιδιότητα των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) όντων, και των κοινωνικών υλικών όρων της ύπαρξής τους (ουσία δε των υλικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων είναι οι σχέσεις παραγωγής, στην ενότητα [που συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς τη φύση). Φυσικά η φιλοσοφία αντανακλά μεν και τα συστατικά στοιχεία [αυτής] της σχέσης, εκείνο το οποίο σχετίζεται, αλλά από την οπτική γωνία [αυτής] της σχέσης.

Μάλιστα η ίδια η εν λόγω σχέση αντανακλάται, σε τελευταία ανάλυση, ούτως ώστε να διευκρινισθούν σε καθολική μορφή οι δυνατότητες που έχουν οι άνθρωποι να αλλάξουν τους κοινωνικούς υλικούς όρους της ύπαρξής τους.

Οι νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας δεν εντοπίζονται στα πλαίσια αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης απλώς αφ’ εαυτές, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον οποίο και η νόηση δεν πρέπει να εξετάζεται αφ’ εαυτής. Κατ’ αντιστοιχία με την ουσία αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης η φύση, η κοινωνία και η νόηση, συνειδητοποιούνται εντός της νόησης σε καθολική μορφή μέσω της συνειδητοποίησης της αμοιβαίας σχέσης, της αλληλεπίδρασης [μεταξύ] της συνείδησης των ανθρώπων ως συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) και εκείνου, το οποίο συνειδητοποιείται [καθίσταται αντικείμενο της συνείδησης]. Εν συντομία, (αν και, όπως θα δείξουμε παρακάτω, η συντομία αποδίδει σε αδρές γραμμές [την προσέγγιση μας]) [μπορούμε να πούμε ότι], η φιλοσοφία ως προς αυτή την πτυχή της συνιστά μια κοσμοαντίληψη. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν είναι μόνο σκεπτόμενα όντα. Είναι επιπλέον και όντα αισθανόμενα και δρώντα. Οι άνθρωποι [συν-]αισθάνονται, βιώνουν την αλληλεπίδραση της συνείδησης και εκείνου, το οποίο συνειδητοποιείται. Ως προς αυτή την πτυχή της, μπορούμε να πούμε –επιχειρώντας και πάλι μια σχετικά αδρομερή διατύπωση- ότι η φιλοσοφία προβάλλει ως κόσμο-αίσθηση, κοσμο-ενατένιση. Εάν εκλάβουμε τη φιλοσοφία θεωρώντας αμφότερες τις προαναφερθείσες πτυχές της, και πάλι εν μέρει εκτραχύνοντας [σχηματοποιώντας] την προσέγγισή μας, μπορούμε να την αποκαλέσουμε κόσμο-συνείδηση, κοσμο-αντίληψη. Οι άνθρωποι μπορούν [επίσης] να προβαίνουν σε πράξεις, οι οποίες προκαλούνται από την φιλοσοφική συνείδηση και κατευθύνονται από αυτήν. Θα τις αποκαλέσουμε συμβατικά φιλοσοφικές πράξεις (φιλοσοφική δραστηριότητα). Δεν υπάρχει κάποια ειδική, κάποια ξεχωριστή λέξη – όρος για την κατονομασία της φιλοσοφίας ως καθοδήγησης για δράση.

Οι όροι «κοσμοαντίληψη», «κοσμο-αίσθηση», «κοσμο-ενατένιση», «κοσμοθεώρηση» και «κοσμο-συνείδηση» δεν εντοπίζουν την ουσία της υπόθεσης σε αρκετό βάθος. Η ιδιοτυπία της φιλοσοφίας δεν έγκειται απλώς στην εξέταση του κόσμου, «του κόσμου εν συνόλω», ακόμα και εάν εδώ συμπεριλαμβάνεται και η συνείδηση, η νόηση. Δεν έγκειται ούτε και στην εξέταση των γενικών [των κοινών] νομοτελειών φύσης, κοινωνίας και νόησης, αλλά στην εξέταση της σχέσης (της αμοιβαίας σχέσης, της αλληλεπίδρασης) μεταξύ συνείδησης και υλικού κόσμου, και μέσω της εξέτασης αυτής της σχέσης – στη συνειδητοποίηση της φύσης, της κοινωνίας, της συνείδησης και της νόησης. Επιπλέον η σχέση συνείδησης και υλικού κόσμου – είναι μια σχέση [μεταξύ της] συνείδησης και του μετασχηματιζόμενου, μέσω του κοινωνικού τρόπου παραγωγής, υλικού κόσμου. Η γνώση, η συνειδητοποίηση κάποιου τινός περί του κόσμου με ανθρώπινο τρόπο, είναι εφικτή μόνον εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού του, είτε σε συνδυασμό με αυτή τη διαδικασία.

Κατά τη γνώμη μας, η επισήμανση της φιλοσοφίας μέσω των όρων που απαριθμήσαμε, αντανακλά αρκούντως εκείνη την κατάσταση πραγμάτων, κατά την οποία η φιλοσοφία δεν είχε ακόμα σχηματισθεί δια της απόσπασής της από τις άλλες μορφές της κοινωνικής συνείδησης.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός, ότι κατά τη λογική ανάλυση των άλλων μορφών της κοινωνικής συνείδησης, δεν προέβαλλε ειδικά το ζήτημα που αφορά τη σχέση [μεταξύ] κοινωνικού συνειδέναι και κοινωνικού είναι, υλικού κόσμου εν γένει. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική συνείδηση προέβαλλε ως αντανάκλαση του κοινωνικού είναι, νομοτελώς προέβαλλε στο προσκήνιο το ζήτημα της εξάρτησης, της προσδιοριστίας του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης από το κοινωνικό είναι και της ιδιοτυπίας των μορφών της κοινωνικής συνείδησης. Γι’ αυτό και είχε τεθεί στο προσκήνιο η εξέταση της κοινωνικής συνείδησης και των μορφών της, χωρίς να εξετάζεται ειδικά η σχέση μεταξύ αυτών των μορφών, μεταξύ της μορφοποιημένης κοινωνικής συνείδησης και του κοινωνικού είναι. Τουναντίον, κατά την ανάλυση της φιλοσοφίας ως μορφής της κοινωνικής συνείδησης, αποκαλύπτεται, ότι η ίδια αυτή η μορφή συνίσταται στη συνείδηση της σχέσης του συνειδέναι προς το είναι. Η ίδια η εξέταση της ιδιοτυπίας της [εν λόγω] μορφής, καθίσταται τελικά εξέταση της σχέσης, της διασύνδεσης κοινωνικής συνείδησης και υλικής ζωής της κοινωνίας.

Η μελέτη της φιλοσοφικής συνείδησης, δηλ. της φιλοσοφίας ως μορφής της κοινωνικής συνείδησης οδηγεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτον, στο ζήτημα της αμοιβαίας διασύνδεσης των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και, δεύτερον, [στο ζήτημα που αφορά] την διασύνδεση μεταξύ των μορφών της κοινωνικής συνείδησης  (ως αλληλένδετων) και της υλικής ζωής της κοινωνίας, δηλ. θέτει ειδικά το ζήτημα που αφορά την επιρροή [που αυτές ασκούν] στην υλική ζωή της κοινωνίας.

Η συνείδηση δεν υφίσταται σε καθαρή μορφή, αφ’ εαυτής. Υφίσταται πάντοτε μέσω των υλικών φορέων της – ήχων, χειρονομιών, νευμάτων, κλπ... (κατά παρόμοιο τρόπο με την αξία, η οποία δεν υφίσταται χωρίς αξίες χρήσης και εκφαίνεται [εκδηλώνεται] μόνο εντός των σχέσεων μεταξύ αξιών χρήσης).

Η συνείδηση επιτρέπει την επιλογή της δυνατότητας αλλαγής των σχέσεων παραγωγής από το διαθέσιμο και κατά το μάλλον ή ήττον προσδιορισμένο φάσμα υλικών δυνατοτήτων. Η κοινωνική συνείδηση δεν χρειάζεται αφ’ εαυτής, αλλά κατά κύριο λόγο για την αλλαγή των υλικών κοινωνικών σχέσεων, δηλ. η κοινωνική συνείδηση πραγματώνεται μέσω υλικών κοινωνικών πράξεων, μέσω της υλικής κοινωνικής δραστηριότητας. Η κοινωνική συνείδηση μορφοποιείται έχοντας ως βάση τις σχέσεις παραγωγής, οι οποίες λαμβάνονται ως ενότητα με την παραγωγική σχέση προς τη φύση, ως αντανάκλαση αυτής της βάσης, η οποία [βάση] δεν εξαρτάται από τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων. Εν τούτοις, η κοινωνική συνείδηση μορφοποιείται χάριν της επίδρασης στις υλικές σχέσεις, χάριν της επίδρασης σε σχέσεις, οι οποίες δεν εξαρτώνται από τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων.

Πως όμως μπορεί η κοινωνική συνείδηση, η γνώση να επιδράσει σε αυτό το οποίο δεν εξαρτάται από την κοινωνική συνείδηση και γνώση, σε αυτό που είναι υλικό; Πως μπορεί το ιδεατό να επιδράσει στο υλικό, εάν υλικό είναι αυτό το οποίο δεν εξαρτάται από το ιδεατό;

Ιδεατό, γνώση, συνείδηση είναι η αντανάκλαση των υφιστάμενων υλικών δυνατοτήτων αλλαγής, μετασχηματισμού διαδικασιών και αντικειμένων. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί την επιλογή του εξ αυτών των διαθέσιμων δυνατοτήτων, σε συνάρτηση με τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις επιδιώξεις του κ.ο.κ. Η εκάστοτε επιλεγείσα προς πραγμάτωση δυνατότητα, εάν αυτή η δυνατότητα τυγχάνει ορθής αντανάκλασης, πρεσβεύει τη μεν είτε την δε υλική δυνατότητα. Γι’ αυτό και η διαδικασία πραγμάτωσής της είναι μια υλική διαδικασία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συνειδέναι και το ειδέναι δεν δημιουργούν υλικό κόσμο εκ του μη όντος, αλλά απλώς αντανακλούν διάφορες υλικές δυνατότητες αλλαγής του υλικού κόσμου, διαθέσιμες εντός αυτού του ίδιου, και επιτρέπουν στους ανθρώπους να επιλέξουν τις μεν είτε τις δε από αυτές τις υλικές δυνατότητες, και πάλι -σε τελευταία ανάλυση– σε αντιστοιχία με τις υλικές τους ανάγκες, με τα υλικά συμφέροντά τους.

Συνείδηση και γνώση είναι ιδεατά [μορφώματα] μόνον ως αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας. Ακριβώς χάριν αυτής της ικανότητας αντανάκλασης μπορούν οι άνθρωποι να επιλέγουν διάφορες υλικές δυνατότητες αλλαγής του υλικού κόσμου, αντίστοιχες των υλικών αναγκών και των υλικών συμφερόντων τους. Ο ρόλος της συνείδησης και της γνώσης έγκειται στο γεγονός ότι [αυτές] δημιουργούν τη δυνατότητα επιλογής υλικών δυνατοτήτων. Ωστόσο, συνείδηση και γνώση, οι ίδιες και από μόνες τους δεν δημιουργούν τίποτε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης συνίσταται κατά κύριο λόγο στην αντανάκλαση των υλικών δυνατοτήτων μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής εντός της ενότητας [που αυτές συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς της φύση. Τέτοιος είναι ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης, εφ’ όσον αυτή είναι αντανάκλαση από τις θέσεις [από τη σκοπιά] της ανθρωπότητας εν συνόλω και μάλιστα της προοδευτικά αναπτυσσόμενης ανθρωπότητας.

Η κοινωνική συνείδηση δεν είναι μόνον αντανάκλαση των υλικών δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στις σχέσεις παραγωγής, λαμβανόμενες εντός της ενότητας [που αυτές συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς τη φύση. Δεν είναι απλώς αντανάκλαση χάριν της επιλογής εξ αυτών των μεν είτε των δε υλικών δυνατοτήτων προς πραγμάτωση. Η ίδια η κοινωνική συνείδηση γεννάται από τις υλικές ανάγκες, από τα υλικά συμφέροντα, γι’ αυτό και εξ υπαρχής, η αντανάκλαση των υλικών δυνατοτήτων επίδρασης στις σχέσεις παραγωγής, εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση, καθορίζεται από αυτές τις υλικές ανάγκες, από αυτά τα υλικά συμφέροντα.

Γι’ αυτό (εάν όλα τα υλικά συμφέροντα είναι ενιαία και οι σχέσεις παραγωγής εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση αναπτύσσονται προοδευτικά), η αντίστροφη επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης, έγκειται στο γεγονός ότι αυτή κατά κύριο λόγο αντανακλά τις υλικές δυνατότητες από την οπτική γωνία του προοδευτικού μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση.

Η αντίστροφη επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης, ενόσω είναι παρόντα αντιτιθέμενα και αντιφάσκοντα προς άλληλα υλικά συμφέροντα, ως προς την ουσία της, είναι επίσης αντιθετική και αντιφατική.

Η αντίστροφη επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης επί των σχέσεων παραγωγής εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση (από την άποψη της επίδρασης ακριβώς επί των σχέσεων παραγωγής...) μπορεί να είναι τριών τύπων: κατευθυνόμενη είτε σε οπισθοδρόμηση των τελευταίων, είτε στη διατήρηση – συντήρησή τους, είτε προς την προοδευτική τους ανάπτυξη. Φυσικά, είναι πιθανοί και ποικίλοι συνδυασμοί μεταξύ των παραπάνω επιδράσεων. Η επιλογή μίας από τις προαναφερθείσες αντεπιδράσεις από  την κοινωνική συνείδηση εξαρτάται από εκείνα τα υλικά συμφέροντα, τα οποία υιοθετούνται ως θέσεις και χάριν της προώθησης των οποίων διεξάγεται η αντανάκλαση: από θέσεις είτε αντιδραστικές, είτε συντηρητικές, είτε προοδευτικές.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτον, η αντανάκλαση διενεργείται εντός της κοινωνικής συνείδησης από την οπτική γωνία [κάποιων] υλικών αναγκών και υλικών συμφερόντων και, δεύτερον, η επιλογή εκ των αντανακλασθεισών υλικών δυνατοτήτων, εκείνων η πραγμάτωση των οποίων επίκειται, διεξάγεται χάριν της ικανοποίησης [κάποιων] υλικών συμφερόντων, [κάποιων] υλικών αναγκών.

Τέτοιου είδους είναι εν γένει η αντίστροφη επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης επί των σχέσεων παραγωγής, λαμβανόμενων εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κοινωνική συνείδηση έχει ποικίλες μορφές, η αντίστροφη επενέργειά της διαθλάται μέσω της ιδιοτυπίας αυτών των μορφών. Εντός της πρώτης από τις προαναφερθείσες μορφές η κοινωνική συνείδηση επιδρά κατ’ εξοχήν μέσω των πράξεων των ανθρώπων, εντός της δεύτερης – κατ’ εξοχήν μέσω των αισθημάτων και εντός της τρίτης – κατ’ εξοχήν μέσω των σκέψεων.

Οι διάφορες μορφές της κοινωνικής συνείδησης, όντας αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής, εντός της ενότητάς τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση, και αντεπιδρώντας επί της τελευταίας, καταλαμβάνουν διάφορες θέσεις και έναντι αλλήλων, και έναντι του δι’ αυτών αντανακλώμενου, αλλά και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Η ταξινόμηση των μορφών της κοινωνικής συνείδησης στην οποία προβήκαμε, έγινε προπαντός σε συνάρτηση με τη διαφορά μεταξύ πράξεων, αισθημάτων και σκέψεων. Η κοινωνική συνείδηση είναι αντανάκλαση, διάγνωση του κοινωνικού είναι. Γι’ αυτό μπορούμε, κατά τη γνώμη μας, να ταξινομήσουμε και τη θέση των διαφόρων μορφών της κοινωνικής συνείδησης αντιστοίχως της θέσης πράξεων, αισθημάτων και σκέψεων στην πορεία της γνωστικής διαδικασίας. Στη γνωστική διαδικασία αρχικώς τελούνται κατά κύριο λόγο πράξεις με τα υπό διάγνωση αντικείμενα κ.ο.κ. κατά τη διαδικασία της τέλεσης πράξεων, διαμορφώνονται αισθήματα, παραστάσεις, ζωντανή εποπτεία. Η νόηση είναι χαρακτηριστικό του πλέον ανεπτυγμένου σταδίου της γνωστικής διαδικασίας. Φυσικά, στη γνώση του ανθρώπου πράξεις, αισθήματα και σκέψεις συνυπάρχουν πάντοτε ως ενότητα. Ωστόσο, παρά ταύτα, ο συσχετικός τους ρόλος, η συσχετική σημασία τους ποικίλουν σε διάφορα στάδια - βαθμίδες της γνωστικής διαδικασίας.

Αντίστοιχα και όλες οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης υπάρχουν ως μία ενότητα. Ωστόσο, εν γένει και εν συνόλω, η πρώτη ομάδα των μορφών της κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο) είναι συνδεδεμένη στο μέγιστο βαθμό στενότητας και εγγύτητας με το κοινωνικό είναι. Περισσότερο διαμεσολαβημένη εν γένει και εν συνόλω είναι η διασύνδεση που έχει με το κοινωνικό είναι η δεύτερη ομάδα μορφών της κοινωνικής συνείδησης (αισθητική συνείδηση, θρησκευτική συνείδηση), ενώ ακόμα πιο διαμεσολαβημένη είναι η σύνδεση της τρίτης μορφής της κοινωνικής συνείδησης (της φιλοσοφίας) με το κοινωνικό είναι.

Όλες οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης αλληλεπιδρούν. Όσο πιο άμεσα είναι συνδεδεμένη κάποια μορφή της κοινωνικής συνείδησης με το κοινωνικό είναι, τόσο αμεσότερα αντανακλώνται εντός της οι αλλαγές του κοινωνικού είναι. Και το αντίθετο, όσο πιο απόμακρη είναι η μορφή της κοινωνικής συνείδησης από το κοινωνικό είναι, τόσο πιο διαμεσολαβημένα αντανακλάται εντός της το κοινωνικό είναι.

Όσο εγγύτερα βρίσκεται η μορφή της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, τόσο λιγότερο –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– διαμεσολαβείται η εντός της αντανάκλαση του κοινωνικού είναι από την αντανάκλαση του κοινωνικού είναι εντός μορφών που είναι πιο απόμακρες από το κοινωνικό είναι. Και αντιστρόφως. Γι’ αυτό όσο εγγύτερη είναι μια μορφή της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, τόσο πιο άμεσα –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– αντανακλώνται εντός της οι αλλαγές του κοινωνικού είναι, τόσο πιο άμεσα παρακολουθούν οι αλλαγές αυτής της μορφής τις αλλαγές του κοινωνικού είναι. Και αντιστρόφως.

Εν γένει και εν συνόλω, παρά την αλληλεπίδραση των μορφών της κοινωνικής συνείδησης, η μεν πρώτη ομάδα [αυτών] των μορφών παρακολουθεί με μεγαλύτερη αμεσότητα αυτές τις αλλαγές, έναντι της δεύτερης ομάδας των μορφών, η δε δεύτερη ομάδα των μορφών αντανακλά τις αλλαγές του κοινωνικού είναι με μεγαλύτερη αμεσότητα από την τρίτη.

Η δεύτερη ομάδα των μορφών, εν γένει και εν συνόλω, διαμεσολαβείται κατά την αλλαγή της σε μεγαλύτερο βαθμό δια της πρώτης ομάδας των μορφών, απ’ ότι η πρώτη ομάδα δια της δεύτερης, και η τρίτη μορφή – σε μεγαλύτερο βαθμό δια της δεύτερης ομάδας των μορφών (πολλώ μάλλον δε δια της πρώτης), απ’ ότι η δεύτερη (πολλώ μάλλον δε η πρώτη) – δια της τρίτης.

Έτσι, η αισθητική συνείδηση, φέρ’ ειπείν, εν γένει και εν συνόλω, διαμεσολαβείται κατά την αλλαγή της σε μεγαλύτερο βαθμό, δια της ηθικής, απ’ ότι η ηθική – δια της αισθητικής συνείδησης, ενώ η φιλοσοφία διαμεσολαβείται σε μεγαλύτερο βαθμό εν γένει και εν συνόλω κατά την αλλαγή της δια της ηθικής και δια της αισθητικής συνείδησης, απ’ ότι η ηθική και η αισθητική συνείδηση – δια της φιλοσοφίας.

Οι όποιες αλλαγές του κοινωνικού είναι, έχουν αμεσότερο αντίκτυπο στην ηθική, στην πολιτική και στο δίκαιο, απ’ ότι έχουν στην αισθητική και στη θρησκευτική συνείδηση, πολλώ μάλλον δε στη φιλοσοφία.

Παρόμοια με τον τρόπο κατά τον οποίο κινείται η γνώση από την πρακτική μέσω της αισθητηριακής αντανάκλασης προς την αφηρημένη σκέψη (ούτως ώστε να στραφεί εκ νέου στην πρακτική ενώ η πρακτική, λειτουργεί συν τοις άλλοις ως η βάση και το κριτήριο του κάθε βήματος της γνωστικής διαδικασίας) και ενώ συμβαίνει αυτό, απογειούμενη τρόπον τινά από την πραγματικότητα, όλο και πιο πολύ εμβαθύνει σε αυτήν, αποκαλύπτει το εσωτερικό, το νομοτελές, την ουσία, έτσι και οι όλο και πιο διαμεσολαβημένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης12 παρέχουν όλο και βαθύτερη αντανάκλαση της ουσίας, του νομοτελούς στο κοινωνικό είναι.

Η φιλοσοφία είναι η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης. Όπως και κάθε μορφή της κοινωνικής συνείδησης, αντανακλά το κοινωνικό είναι13, το αντανακλά εντός της νόησης, σε «καθαρή», αφηρημένη μορφή. Αυτού του είδους η απεικόνιση του είναι, είναι εφικτή μόνο μέσω της σχέσης προς την κοινωνική συνείδηση. Συνεπώς, η φιλοσοφία είναι απαραιτήτως και συνειδητοποίηση της συνείδησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το βασικό περιεχόμενό της είναι η σχέση μεταξύ συνείδησης και είναι.

Η όποια αναγωγή των μεν διαφόρων μορφών της κοινωνικής συνείδησης στις δε, η υποτίμηση της ιδιοτυπίας των μεν είτε των δε μορφών της κοινωνικής συνείδησης δεν επιτρέπουν την πλήρη χρήση των δυνατοτήτων αντεπίδρασης της κοινωνικής συνείδησης επί του κοινωνικού είναι. Φέρ’ ειπείν η υποτίμηση της ιδιοτυπίας της μαρξιστικής φιλοσοφίας ως μορφής κοινωνικής συνείδησης, οδηγεί σε ελλιπή κατανόηση των βαθύτερων και των πλέον προοπτικών δυνατοτήτων συνειδητής επενέργειας στην πρόοδο των σχέσεων παραγωγής ως ενότητας με την παραγωγική σχέση προς τη φύση.

Εδώ θα ήταν κατά τη γνώμη μας σκόπιμη άλλη μία ευσύνοπτη αναφορά στη σχέση μεταξύ των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και της επιστήμης. Η γνωστική διαδικασία, η γνώση είναι ως προς την ουσία της κατά κύριο λόγο αντανάκλαση της μετασχηματιζόμενης φύσης απ’ τον άνθρωπο. Στην περίπτωση που διαγιγνώσκεται η κοινωνία, οι άνθρωποι, ως επί το πλείστον, προβάλλουν για την επιστήμη υπό την ιδιότητα του γνωστικού αντικειμένου, ως κάτι το αντικειμενικό. Εκ των πραγμάτων [έτσι] ο τρόπος αντανάκλασης της φύσης επεκτείνεται στην κοινωνία, στους ανθρώπους. Και αυτό είναι ορθό, στο βαθμό που η κοινωνία και οι άνθρωποι είναι παράγωγο και μέρος της φύσης. Συνείδηση είναι η διάγνωση, η γνώση διαφόρων ανθρώπων εντός της αμοιβαίας ενότητάς τους ως υποκειμένων, είναι η διάγνωση, η γνώση της ενότητας διαφόρων ανθρώπων ως υποκειμένων.

Επιστημονική διάγνωση και γνώση είναι η διάγνωση και γνώση της ουσίας, του εσωτερικού, του νομοτελούς δηλ. διάγνωση και γνώση της εσωτερικής ενότητας, είναι συνεπώς, διάγνωση και γνώση ως σύστημα. Εκτός αυτού, η επιστήμη είναι ένα κοινωνικό μόρφωμα και συγκεκριμένα το αντικείμενο ενασχόλησης μιας ειδικής ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι καταλαμβάνουν μιαν ιδιότυπη θέση εντός του καταμερισμού της εργασίας.

Η συνείδηση μπορεί να είναι και μη-επιστημονική και αντιεπιστημονική και επιστημονική. Στην αντι-επιστημονική κοινωνική συνείδηση συγκαταλέγεται η θρησκευτική συνείδηση. Η επιστημονική διάγνωση της φύσης και των κοινωνικών δυνάμεων, που αρχικά ήταν μη εγνωσμένες από τους ανθρώπους, κυρίαρχες επί των ανθρώπων και εχθρικά προς αυτούς  διακείμενες, ανακαλύπτει τους πραγματικούς νόμους και τις νομοτέλειες, εκτοπίζει και διαλύει την πρόσληψη και το βίωμά τους υπό την ιδιότητα των μη γνώσιμων, ανοίγει στους ανθρώπους το δρόμο για να τις κάνουν κτήμα τους. Επιστήμη και θρησκευτική συνείδηση είναι ως προς την ουσία τους και ως προς τον προορισμό τους αντίθετα, και αλληλοαποκλειόμενα [μορφώματα]. Η θρησκευτική συνείδηση είναι ως προς την ουσία της αντιεπιστημονική.

Οι δύο πρώτες ομάδες μορφών της κοινωνικής συνείδησης, εάν εκληφθούν καθ’ εαυτές, παρ’ όλες τις αλλαγές που μπορούν να υποστούν, δεν μπορούν από μόνες τους [αφ’ εαυτές] να καταστούν ως επί το πλείστον επιστημονική συνείδηση. Παραμένουν πάντοτε, ως επί το πλείστον, μη επιστημονική συνείδηση, η δε θρησκεία [παραμένει] αντιεπιστημονική συνείδηση. Γι’ αυτό και εφ’ όσον η κοινωνική συνείδηση κατακτά ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης, ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται ιδιαίτερες επιστήμες περί αυτών των μορφών της κοινωνικής συνείδησης, εν γένει και εν συνόλω διάφορες αυτών των ίδιων μορφών, μη συγχωνευόμενες κατά βάση με αυτές τις ίδιες μορφές. Έτσι μορφοποιείται η επιστήμη περί ηθικής, η επιστήμη περί πολιτικής, η επιστήμη περί δικαίου και η επιστήμη περί αισθητικής συνείδησης. Διενεργείται επίσης και επιστημονική εξέταση της θρησκείας.

Η τρίτη μορφή της κοινωνικής συνείδησης –η φιλοσοφία– πρεσβεύει εξ υπαρχής τη διάθλαση του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατά κύριο λόγο μέσω της νόησης. Αλλά η νόηση είναι αντανάκλαση της ουσίας, του εσωτερικού, του νομοτελούς σε καθαρή μορφή. Από αυτή την άποψη η φιλοσοφία ως προς την ουσία της ήταν εξ υπαρχής συγγενής της επιστήμης. Και στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης διακρίνονταν έναντι αλλήλων, η συγγένεια αυτή ερχόταν στην επιφάνεια όλο και σαφέστερα. Αποδεικνυόταν ότι αυθεντική φιλοσοφία, ανταποκρινόμενη στην ουσία της φιλοσοφία είναι η επιστημονική φιλοσοφία, δηλ. μια μορφή της κοινωνικής συνείδησης, η οποία είναι συν τοις άλλοις επιστημονική γνώση, δηλ. αντανάκλαση στις σκέψεις της ουσίας, του νομοτελούς εντός της σχέσης της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι.

Εν τούτοις, η φιλοσοφία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης δεν ανάγεται στην επιστήμη, αλλά είναι επίσης και ιδεολογία, δηλ. ένα σύνολο ιδεών αναγκαίων για την επίδραση στις σκέψεις, στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων στην διαδικασία της δραστηριότητάς τους. Και μάλιστα η φιλοσοφία επιδρά κατά κύριο λόγο στις σκέψεις των ανθρώπων.

Η κοινωνική συνείδηση έρχεται στην επιφάνεια με τους υλικούς φορείς της, υλοποιείται με τη βοήθεια υλικών πράξεων και υλικών μέσων.

Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τις υλικές κοινωνικές σχέσεις από τις ιδεατές κοινωνικές σχέσεις, είτε, ακριβέστερα, από τις συνειδητές κοινωνικές σχέσεις. Οι υλικές κοινωνικές σχέσεις συγκροτούνται χωρίς να περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης. Οι συνειδητές κοινωνικές σχέσεις περνούν κατά την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξή τους μέσω της κοινωνικής συνείδησης. Εκτός αυτού, συνειδητές  κοινωνικές σχέσεις είναι οι σχέσεις των ανθρώπων ως υποκειμένων, ως δρώντων, αισθανόμενων και σκεπτόμενων κοινωνικών όντων. Εκείνο δε που είναι χαρακτηριστικό των υλικών σχέσεων είναι η μάλλον άμεση σύνδεση διαμέσου αντικειμένων. Η ίδια η συνείδηση είναι ως προς την προέλευση της προϊόν [παράγωγο] της ανάπτυξης του υλικού. Επομένως, η συνείδηση όπως άλλωστε και η διάγνωση, πρεσβεύει, από πλευράς της εμφάνισης, διαμόρφωσης, ανάπτυξης και αλλαγής της, ειδική ιδιότητα της ύλης, δηλ. η συνείδηση (και η διάγνωση) προβάλλει [εδώ] από πλευράς της υλικής οροθέτησής της. Στο βαθμό δε που η συνείδηση (και η διάγνωση) υφίσταται ως κάτι το έτοιμο, που έχει διαμορφωθεί και διατηρείται, αυτή συνιστά το ιδεατό, το οποίο αντιτίθεται στην ύλη ως διάφορο αυτής.

Κατά την εξέταση του σκοπού, ήταν ορατό το γεγονός, ότι ο σκοπός διαμορφώνεται καθ’ όλα μόνο όταν και εφ’ όσον έχει μορφοποιηθεί η αντίστοιχη διαδικασία υλικού μετασχηματισμού δηλ. ο σκοπός παίρνει την τελική διαμόρφωσή του με τη διαμόρφωση της εργασιακής διαδικασίας και όχι πριν από τη διαμόρφωση της εργασιακής διαδικασίας. Επί πλέον εφ’ όσον ο σκοπός επιτυγχάνει το απόγειό του, εξαφανίζεται ως σκοπός. Η πράξη κατ’ αντιστοιχία προς ένα καθ’ όλα τελικά διαμορφωμένο σκοπό, είναι απλή επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Ένας [τελικά] διαμορφωμένος σκοπός επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή της ήδη [τελικά] διαμορφωμένης εργασιακής διαδικασίας.

Η κοινωνική συνείδηση επίσης ανακύπτει, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μαζί με την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συνείδηση ως γνώση [ειδέναι], ως συν-ειδέναι, από την άποψη της αντιπαράθεσής της προς την ύλη, είναι αναγκαία  για την αναπαραγωγή των υλικών κοινωνικών σχέσεων μόνον υπό την ιδιότητα του αντικειμένου, δηλ. [υπό την ιδιότητα] κάποιου τινός μόνον ανεξάρτητου από τους ανθρώπους, συνεπώς, σε αμετάβλητη μορφή. Γι’ αυτό και όλες οι συνειδητές κοινωνικές σχέσεις, ακριβώς ως δια του συν-ειδέναι συναπτώμενες, εάν εκληφθούν στην «καθαρή», αφηρημένη μορφή τους, ως ευθέως αντιτιθέμενες της ύλης, είναι σχέσεις οι οποίες κατευθύνονται στη διατήρηση, στην αναπαραγωγή των υφιστάμενων υλικών κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συνείδηση σε αυτή τη μορφή της αντανακλά εκείνες τις δυνατότητες αλλαγής, οι οποίες υπάρχουν ήδη στις ίδιες τις υλικές κοινωνικές σχέσεις.

Στις ίδιες τις υλικές κοινωνικές σχέσεις βρίσκεται, είναι παρόν, υπάρχει πλέον κάτι από το παρελθόν, κάτι από το παρόν και κάτι από το μέλλον. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι, σε συνάρτηση με τα υλικά τους συμφέροντα μπορούν να αντανακλούν, να συνειδητοποιούν [αυτές] τις υλικές κοινωνικές σχέσεις από την άποψη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Καθ’ όσον μάλιστα ο μετασχηματισμός των υλικών κοινωνικών σχέσεων διεξάγεται αντιστοίχως της κοινωνικής συνείδησης, εδώ έχουμε υλική διαδικασία. Η κοινωνική συνείδηση είναι συν – ειδέναι, και ως κοινωνικό συν- ειδέναι έχει ως περιεχόμενό της την ενότητα των ανθρώπων υπό την ιδιότητα των υποκειμένων, υπό την ιδιότητα των δρώντων, αισθανόμενων και σκεπτόμενων. Οι άνθρωποι ως υποκείμενα είναι ενεργά «συστατικά στοιχεία» των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν πραγματώνουν απλώς τις ανεξαρτήτως αυτών υπάρχουσες δυνατότητες αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Η ίδια η δραστηριότητά τους, η αυτοπραγμάτωσή τους υπό την ιδιότητα των υποκειμένων, είναι ταυτοχρόνως και διαδικασία αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων, δηλ. είναι τέτοιου είδους χρησιμοποίηση των διαθέσιμων αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλαγής, η οποία συνιστά, συν τοις άλλοις, και δημιουργία δυνατοτήτων αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συν-είδηση, ως επί το πλείστον, εξυπηρετεί, σε τελευταία ανάλυση, τη δραστηριότητα που κατατείνει στην αλλαγή των υλικών κοινωνικών σχέσεων και εντάσσεται σε αυτήν ως στιγμή της.

Η κατευθυνόμενη από την κοινωνική συνείδηση δραστηριότητα των ανθρώπων, εκτός από την κοινωνική συνείδηση, συμπεριλαμβάνει και την ενοποίηση [συνένωση], την οργάνωση των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων, καθώς επίσης και τα υλικά μέσα πραγματοποίησης αυτής της δραστηριότητας. Όλες αυτές οι στιγμές σχηματίζουν το εποικοδόμημα [που εγείρεται] υπεράνω των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες με τη σειρά τους προβάλλουν ως οικονομική βάση. Η τελευταία καθορίζει κατά βάση το εποικοδόμημα, αν και το εποικοδόμημα, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τα προαναφερθέντα, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναχθεί στην οικονομική βάση.

Ήδη εκ του γεγονότος ότι το εποικοδόμημα δεν συνιστά δραστηριότητα μόνο της «καθαρής» συνείδησης, αλλά εμπεριέχει και υλικά μέσα, αποτελεί επίσης υλική δραστηριότητα, έπεται ότι πραγμάτωση της κοινωνικής συνείδησης, δεν σημαίνει λήψη μόνον εκείνου το οποίο ενυπήρχε στη προτρέχουσα σύλληψη, αλλά επίσης και κάποιου τινός, η εκ προοιμίου πρόβλεψη του οποίου ήταν ανέφικτη πριν από αυτή την πραγμάτωση. Πλήρης αντιστοίχιση υλικών πράξεων και μέσων με την κοινωνική συνείδηση υπάρχει μόνο στην περίπτωση που επαναλαμβάνεται σταθερά η πραγμάτωση μίας και της αυτής κοινωνικής συνείδησης με τη βοήθεια εντελώς πανομοιότυπων υλικών πράξεων και μέσων.

Το εποικοδόμημα είναι υλικό ως προς τις πράξεις και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Ωστόσο, το εποικοδόμημα διαφέρει από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, κατά το ότι οι σχέσεις του εποικοδομήματος, κατά τη διαμόρφωσή τους, περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν. Από την κοινωνική συνείδηση κατευθύνονται και κατά τη λειτουργία τους. Συν τοις άλλοις, ήδη εκ της υλικότητας των πράξεων και των μέσων, [έπεται ότι] και στο πεδίο του εποικοδομήματος τα αποτελέσματα ποτέ δεν βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με τους σκοπούς, αλλά εκτός των προβλεπομένων [από την προτρέχουσα σύλληψή τους] περιλαμβάνουν και κάποια παράπλευρα, απρόβλεπτα προϊόντα της δραστηριότητας των ανθρώπων.

Το εποικοδόμημα ως ειδικό μόρφωμα χρειάζεται, σε τελευταία ανάλυση, και κατά κύριο λόγο, όταν και όποτε προκύπτει η αναγκαιότητα αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων με τη βοήθεια υλικών μέσων με υλικό τρόπο και κατ’ αντιστοιχία προς την κοινωνική συνείδηση.

Η αναγκαιότητα επίδρασης της κοινωνικής συνείδησης επί των υλικών κοινωνικών σχέσεων μέσω της συνένωσης ανθρώπων, που προβαίνουν σε υλικές πράξεις και χρησιμοποιούν υλικά μέσα, αποδεικνύει το γεγονός, ότι η πραγματοποίηση της επίδρασης επ’ αυτών της κοινωνικής συνείδησης προσκρούει σε υλικά εμπόδια που υπάρχουν εντός των ίδιων των υλικών κοινωνικών σχέσεων, και επομένως, ότι υπάρχουν αντιτιθέμενα, αντιφατικά είτε απλώς διαφορετικά υλικά συμφέροντα.

Η μετάβαση στην εξέταση του εποικοδομήματος εν συνόλω σηματοδοτεί τη μετάβαση στην ειδική εξέταση της ενότητας κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού είναι δεδομένης της διαφοράς τους. Το εποικοδόμημα από την άποψη της ιδιοτυπίας του, σε αντιπαραβολή με την κοινωνική συνείδηση ως συστατικό στοιχείο του, εξυπηρετεί την υλική αντίστροφη επενέργεια που ασκεί η κοινωνική συνείδηση επί του κοινωνικού είναι.

Έτσι, επιστρέφουμε τρόπον  τινά στην υλική δραστηριότητα των ανθρώπων, αλλά εδώ έχουμε τέτοια δραστηριότητα, η οποία διαυγάζεται [φωτίζεται] από τη μεν είτε τη δε συνείδηση της κοινωνίας ως όλου.

Συνεχίζοντας αυτή την τρόπον τινά επάνοδό μας προς τα πίσω, φθάνουμε και πάλι στον άνθρωπο ως έμβιο όν, ως βιολογικό όν, δηλ. στο άτομο. Μόνο που εδώ έχουμε μιαν «επιστροφή» επί νέας βάσεως και γι’ αυτό το λόγο το αφετηριακό σημείο προβάλλει [εδώ] σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή.

Η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της υφίστανται μόνο ως το συγκροτημένο όλο [ensemble] των συνειδήσεων των ζωντανών ατόμων και πραγματώνονται στη δραστηριότητα τους.

Η κοινωνική συνείδηση, αν έχει πλέον ανακύψει -και ακριβώς κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να λαμβά­νεται κατά τη λογική θεώρηση- προβάλλει ενώπιον της κάθε νέας γενεάς ατόμων ως κάτι το δεδομέ­νο, το αντικειμενικά υπάρχον. Το κάθε άτομο εντάσσεται κατά την ατομική του ανάπτυξη στη ζωή της κοινωνίας, αφομοιώνει τις μεν ή τις δε πλευρές της ζωής της κοινωνίας, τις «διαπερνά» μέσω της ατομικότητάς του [τις «διαθλά» υπό το πρίσμα της ατομικότητάς του], τις καθιστά δικές του και κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από απλό άτομο σε προσωπικότητα.

Εξετάζοντας την υλική σχέση προς τη φύση και τις υλικές σχέσεις των ατόμων στη διαδικασία μετασχηματισμού της φύσης, είδαμε ότι εδώ ακριβώς και σ’ αυτό το θεμέλιο αναφύονται οι άνθρωποι ως προσωπικότητες. Ωστόσο, μπορεί να γίνεται λόγος περί καθ’ όλα ανεπτυγμένης, περί ώριμης προσωπικότητας, μόνο στην περίπτωση που το άτομο αφομοιώνει το κοινωνικό συνειδητά, συνειδητά καθιστά το κοινωνικό δικό του, εσωτερικά προσιδιάζον σε αυτό, στην περίπτωση που η δραστηριότητα του διαυγάζεται από τη μεν είτε τη δε συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως όλου.

Προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού, είναι η «διάθλαση» του κοινωνικού μέσω των ζωντανών ατόμων. Το μέρος εκείνο του κοινω­νικού το οποίο παραμένει εξωτερι­κό για το άτομο, μη αφομοιωμένο από αυτό, δεν συνιστά κτήμα του ως προσωπικότητας, δεν είναι προ­σωπικό του. Η νομοτελής ανά­πτυξη του ανθρώπου ως προσωπι­κότητας, συνεπώς, εξαρτάται: πρώτον, από το κοινωνικό περιεχόμενο που αφομοιώνει το άτομο και δεύτερον, από τις φυσικές ροπές [προδιαθέσεις] του ατόμου. Προσω­πικότητα είναι λοιπόν η εσωτερική ενό­τητα, η οργανική συνένωση του μεν και των δε.

Ας σταθούμε στην πρώτη πλευρά αυτής της ενότητας.

Το κοινωνικό πρόγραμμα ανά­πτυξης της προσωπικότητας καθο­ρίζεται από την διάρθρωση της κοι­νωνίας και από την ανάπτυξη της διάρθρωσης της κοινωνίας. Στην πληρέστερη μορφή της η γενική διάρθρωση μόνο της κοινωνικής πλευράς της προσωπικότητας είναι μια αναπαραγωγή του γενικού «κορμού» της διάρθρωσης της κοι­νωνίας. Φυσικά, το άτομο μπορεί κατά τη διάρθρωση του εαυτού του ως προσωπικότητας να μην αναπα­ραγάγει ολόκληρο τον γενικό «κορ­μό» διάρθρωσης της κοινωνίας αλλά τις μεν ή τις δε ξεχωριστές πλευρές του. Όμως στην πλήρη ανάπτυξη της η διάρθρωση της προ­σωπικότητας, θεωρούμενη από την άποψη μόνο της  κοινωνικής πλευράς της, συνιστά αντανάκλαση της γενικής διάρθρω­σης της κοινωνίας.

Η προσωπικότητα αποκτά την μέγιστη ανάπτυξή της, όταν η ανθρώπινη κοινωνία ωριμάζει και όταν «αποτυπώνεται» στη διάρθρω­ση της προσωπικότητας η γενική διάρθρωση αυτής της κοινωνίας. Ολόπλευρα ανεπτυγμένη προσωπι­κότητα, είναι ο άνθρωπος η διάρθρωση της προσωπικότη­τας του οποί­ου επαναλαμβάνει τα βασικά γνω­ρίσματα της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας.

Ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα τη διάρθρωση της κοινωνίας ως κοι­νωνικό πρόγραμμα ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Ο άνθρωπος δεν είναι προσωπι­κότητα εάν δεν διαθέτει κοινωνική συνείδηση. Ο άνθρωπος ως προσω­πικότητα είναι ένα κοινωνικά συνει­δητό ον, ένα ον που διαθέτει κοινω­νική συνείδηση. Η δομή της προσω­πικότητας είναι η δομή του ανθρώ­που ως όντος το οποίο διαθέτει κοι­νωνική συνείδηση. Ο άνθρωπος ζει ως προσωπικότητα υπό την ιδιότητα του κοινωνικά συνειδητού όντος, ενός όντος που διαθέτει κοινωνική συνείδηση, οι ζωτικές εκφάνσεις του οποίου κατευθύνονται από την κοινωνική του συνείδηση.

 

Κοινωνική τυπολογία της διάρθρωσης των προσωπικοτήτων

 

Τύπος Ι: Προσωπικότητα προϋποθετικού τύπου. Πρόκειται για μια τρόπον τινά προ-προσωπικότητα, για μια προ­σωπικότητα «εμβρυώδους» μορφής. Στο κέντρο του βιοτικού προγράμ­ματος μιας τέτοιου τύπου προσωπι­κότητας [βρίσκεται] η κατανάλωση υλικών αγαθών, η ικανοποίηση των συνδεόμενων με τη  διατήρηση της δικής της φυσικής ύπαρξης αναγκών. Μια πιο ανε­πτυγμένη παραλλαγή προσωπικό­τητας αυτού του τύπου είναι η προ­σωπικότητα, το βιοτικό πρόγραμμα της οποίας δεν επικεντρώνεται μόνο στη διατήρηση της δικής της φυσικής ύπαρξης μέσω της κατανά­λωσης υλικών αγαθών, αλλά και στη διασφάλιση του ίδιου [πράγμα­τος] για τα άτομα με τα οποία το δεδομένο άτομο συνδέεται με σχέ­σεις συνέχισης του γένους.

Για τις προσωπικότητες αυτού του τύπου, η παραγωγή, η εργασία, είναι μόνο το μέσο διατήρησης της φυσικής ύπαρξης (της δικής της είτε εκείνων με τους οποίους την συνδέουν σχέσεις συνέχισης του γένους). Γι’ αυτό τέτοιου είδους βιοτικό πρόγραμμα ρέπει αυθόρμη­τα προς την μετεξέλιξή του -υπό ευνοϊκές συνθήκες- σε παρασιτικό βιοτικό πρόγραμμα και η προσωπι­κότητα [αυτού του τύπου] σε παρα­σιτική προσωπικότητα.

Εφ’ όσον το βιοτικό πρόγραμμα ενός ανθρώπου επικεντρώνεται μόνο στην κατανάλωση έτοιμου [αγαθού], πρόκειται για ένα παρασι­τικό πρόγραμμα. Μια τέτοια παρασι­τική προσωπικότητα συνιστά καταστροφή της προσωπικότητας.

Και οι δυο αυτές ακρότητες ανα­κύπτουν στη βάση μιας τέτοιας ανά­πτυξης της υλικής ζωής της κοινω­νίας, η οποία οροθετεί μια σχέση προς την εργασία, προς την παρα­γωγή [στα πλαίσια της οποίας οι τελευταίες προβάλλουν] μόνο ως μέσο για την διατήρηση της φυσι­κής ύπαρξης, ως κατάρα14. Σ' αυτές τις συνθήκες εργάζεται εκείνος που δεν μπορεί να αποφύγει την εργα­σία. Τότε προβάλλει ως ελκυστική και ιδεώδης κατάσταση η δυνατότη­τα της κατανάλωσης χωρίς δαπάνη εργασίας. Γι’ αυτό υπάρχει η τάση εμφάνισης και ύπαρξης παρασιτι­κών προσωπικοτήτων.

Τύπος II: Προσωπικότητα ουσιώ­δους τύπου πρώτου γένους. Το βιοτικό πρόγραμμα των προσωπι­κοτήτων αυτού του τύπου επικε­ντρώνεται στην εργασία όχι ως μέσο για την διατήρηση της φυσι­κής ύπαρξης, αλλά χάριν της ικανο­ποίησης της ανάγκης για εργασία. Η διατήρηση της φυσικής ύπαρξης -του ίδιου είτε επίσης των ανθρώ­πων με τους οποίους συνδέουν το άτομο αυτό σχέσεις συνέχισης του γένους- παραμένει αναγκαία στιγμή στο βιοτικό πρόγραμμα, μόνο που της επιφυλάσσεται υποδεέστε­ρος [υπηγμένος] ρόλος. Μπορούν να διακριθούν δύο κύριες παραλλαγές προσωπικο­τήτων αυτού του τύπου.

Πρώτη παραλλαγή: οι προσωπικότητες για τις οποίες είναι χαρακτηριστική η εργα­σία χάριν της επιτυχίας στην εργα­σία, χάριν της απολαβής του αποτε­λέσματος της εργασίας. Ουσιαστι­κά, η ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας είναι ακόμα ασταθής σε αυτές τις προσωπικότητες.

Δεύτερη παραλλαγή: οι προσωπικότητες για τις οποίες είναι χαρακτηριστική η εργα­σία χάριν της απόλαυσης από την διαδικασία της εργασίας· το αποτέ­λεσμα εξακολουθεί εδώ να είναι αναγκαίο, υποβιβάζεται όμως στο ρόλο της υπηγμένης στιγμής της εργασίας. Η ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας σ’ αυτές τις προσωπικότητες γίνεται εσωτερική, σταθερή.

Τύπος III: Προσωπικότητα ουσιώ­δους τύπου δεύτερου γένους. Το κύριο στο βιοτικό πρόγραμμα αυτής της προσωπικότητας είναι η υπαγωγή στους κοινωνικούς όρους, οι οποίοι όμως εκλαμβάνονται μόνον ως αναγκαίοι. Πρόκειται εδώ για μια κομφορμιστική προσωπικό­τητα15, η οποία υποτάσσεται συνει­δητά στους υφιστάμενους κοινωνι­κούς όρους ως μόνο αναγκαία (και συνεπώς, αιώνια) υπάρχοντες.

Τύπος IV:  Προσωπικότητα ουσιώδους τύπου τρίτου γένους. Το βιοτικό πρόγραμμα των προσωπικοτήτων αυτού του τύπου καθορίζεται κυρίως από τη συνειδη­τοποίηση της θέσης τους στην κοι­νωνία, από τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών δεσμών, των σχέσεων και της ενότητάς τους με την κοινω­νία. Τέτοιος τύπος προσωπικότητας είναι εφικτός μόνο εφ’ όσον και καθ’ όσον υπάρχει ενότητα υλι­κών συμφερόντων μεταξύ ατόμου και κοινωνίας και μπορεί να δεσπό­ζει μόνο στην περίπτωση που δεσπόζει στην κοινωνία η ενότητα ατομικών και κοινωνικών υλικών συμφερόντων. Το κύριο [στοιχείο] στις προσω­πικότητες αυτού του τύπου γίνεται η ζωτική δραστηριότητα χάριν των κοινωνικών συμφερόντων, χάριν της ανθρωπότητας, δηλαδή η ζωτική δραστηριότητα υπό την ιδιότητα του συνειδητά κοινωνικού όντος.

Η διαφορά αυτών των προσωπικο­τήτων από τις προσωπικότητες του τύπου III έγκειται στην ελευθερία επιλογής των κοινωνικών στόχων. (Ελευθερία είναι η επίγνωση της ανα­γκαιότητας και ο μετασχηματισμός από τους ανθρώπους ως κοινωνικά όντα της πραγματικότητας στη βάση της εγνωσμένης αναγκαιότητας.)

Σε κοινωνίες στις οποίες η ανά­πτυξη πραγματοποιείται μέσω της αντίθεσης, μέσω της αντίφασης των υλικών συμφερόντων, τα υλικά συμφέροντα του μεν είτε του δε μέρους της κοινωνίας μπορούν κατ’ εξοχήν να συμπίπτουν με την ανά­πτυξη της ανθρωπότητας στο σύνο­λό της, ενώ τα συμφέροντα ενός άλλου (είτε άλλων) μέρους [μερών] της κοι­νωνίας μπορούν κατ’ εξοχήν να μη συμπίπτουν με την ανάπτυξη της κοινωνίας στο σύνολό της. Τότε ακριβώς στις θέσεις του μέρους εκείνου (είτε των μερών) της κοινω­νίας, τα υλικά συμφέροντα του οποί­ου [των οποίων] συμπίπτουν βασικά με την ανά­πτυξη της ανθρωπότητας στο σύνο­λό της, γίνεται εφικτή η εμφάνιση προσωπικοτήτων αυτού του τύπου.

Εφ’ όσον όμως οι προσωπικότη­τες αυτές διαμορφώνονται στο πεδίο του αγώνα διαφόρων μερών της κοινωνίας μεταξύ τους, λόγω των αντιθέτων, των αντιφατικών υλικών συμφερόντων τους, και συνεπώς, στη βάση ενός αγώνα ο οποίος φτάνει μέχρι την λήψη των μεν είτε των δε μέτρων φυσικής επίδρασης, επίδρασης στους όρους της  φυσικής τους ύπαρξης, επόμενο είναι ο αγώνας για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, για τους κοινω­νικούς στόχους ως κύριους στό­χους της προσωπικής ζωής, να απαιτεί αυταπάρνηση που σε ακραί­ες περιπτώσεις φτάνει στην θυσία της ίδιας της φυσικής ύπαρξης [της προσωπικότητας] χάριν των κοινωνικών σκοπών.

Ο Ν.Γκ. Τσερνισέφσκι εξέφρασε με τη μορφή του Ραχμέτοφ* τον ιδεώδη τύπο επαναστάτη, η αναγκαιότητα προσέγγισης του οποίου γίνεται επι­τακτικότερη στο βαθμό που οξύνεται η ταξική πάλη, όσο πιο ανάγλυφη και έντονη γίνεται η αντίθεση των υλι­κών συμφερόντων. Και εφ’ όσον υπάρχουν στην κοινωνία ουσιώδεις διακρίσεις, αντίθεση, αντίφαση υλι­κών συμφερόντων, είναι ανέφικτες οι προσωπικότητες του εν λόγω τύπου χωρίς τον μεν είτε τον δε βαθ­μό αυταπάρνησης και αυτοθυσίας (συνεπώς, και ασκητισμού).

Η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία (άρα και ο ασκητισμός) είναι χαρα­κτηριστικές ιδιότητες της προσωπι­κότητας αυτού του τύπου σε συνθή­κες κατά τις οποίες υπερτερούν στην κοινωνία τα αντίθετα και αντι­φατικά υλικά συμφέροντα. Όμως η ανάγκη για την ύπαρξη τέτοιου είδους προσωπικοτήτων αποδεικνύεται ότι είναι τελικά ουσιώδης και ενόσω υπάρχουν ουσιώδεις διακρίσεις υλικών συμφερόντων στην κοινωνία. Η πραγμάτωση της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας σημαίνει υπονό­μευση της ύπαρξης των μεν είτε των δε εκφάνσεων της προσωπικό­τητας, που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην φυσική αυτοκα­ταστροφή της.

Αν η πραγμάτωση της αυταπάρ­νησης και της αυτοθυσίας σε προ­σωπικότητες αυτού του τύπου απολήγει σε σταθερή τάση, αυτή οδηγεί σε παραμόρφωση της προσωπικό­τητας, που φτάνει μέχρι και την πλήρη καταστροφή της.

Πρέπει όμως να τονίσουμε απο­φασιστικότατα ότι οι προσωπικότη­τες αυτού του τύπου σε συνθήκες ουσιώδους διάκρισης, αντίθεσης και αντίφασης υλικών συμφερόντων, πρέπει αναγκαία να έχουν την ικα­νότητα της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας. Επιπλέον η προσωπι­κότητα επιτυγχάνει την ύψιστη ανά­πτυξή της όταν «υπόθεση της ζωής» της, ο κύριος σκοπός της ζωής, δεσπόζουσα εσωτερική ανάγκη της είναι η δραστηριότητα χάριν της κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή, αν αυτή η εσωτερική ανάγκη χρειάζε­ται για την πραγματοποίησή της τη ζωή του ατόμου, αυτό την παραχωρεί, τη «θυσιάζει».

Ακόμα και σε συνθήκες κατά τις οποίες βασικά υπάρχει ενότητα υλι­κών συμφερόντων, η αυθεντική και όχι η ψευδεπίγραφη προσωπικότη­τα τέτοιου είδους διατηρεί την ετοι­μότητά της για την εκδήλωση αυτα­πάρνησης και αυτοθυσίας.

Στην περίπτωση που η προσωπι­κότητα του τύπου IV υπάρχει αρ­μονικά, η ζωτική δραστηριότητά της για τα κοινά συμφέροντα δεν έρχεται σε αντίφαση ούτε με την ικανοποίηση των υλικών αναγκών για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξής της και της βιολογικής ύ­παρξης των προσώπων με τα ο­ποία ο άνθρωπος αυτός συνδέεται στα πλαίσια σχέσεων συνέχισης του γένους, ούτε και με την εργασία χάριν της ικανοποίησης της α­νάγκης για εργασία. Εν τούτοις, η προσωπικότητα αυτή αναγκαία διατηρεί -έστω και δυνητικά- την «ετοιμότητα για αυτοθυσία».

Ολόπλευρη ανάπτυξη της προ­σωπικότητας, σημαίνει ανάπτυξη της προσωπικότητας σ’ όλες τις βασικές, τις κύριες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Όπως έπεται α­πό όλη την προηγούμενη πραγ­μάτευση, στις σφαίρες αυτές συμπεριλαμβάνονται: η ικανοποί­ηση των αναγκών για διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης, η ολό­πλευρη φυσική ανάπτυξη, η εργασία που πραγματοποιείται χάριν της ι­κανοποίησης της ανάγκης για ερ­γασία (εδώ εντάσσονται και η ερ­γασία για την παραγωγή υλικών α­γαθών, και η εργασία για την πα­ραγωγή γνώσεων), η δραστηριό­τητα για την τελειοποίηση των υλι­κών σχέσεων παραγωγής, οι εκφάνσεις της ζωτικής δραστηριότητας της προσωπικότητας (ως συνειδητού κοινωνικού όντος), η τελειοποίηση σε όλες τις διατη­ρούμενες στην καθ’ όλα ώριμη κοι­νωνία μορφές κοινωνικής συνεί­δησης.* Η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι ως προς την ουσία της αφομοίωση από τον άνθρωπο του κοινωνικού, δηλαδή όχι μόνο μόρφωση, εκπαίδευση, αλλά και οπωσδήποτε [αγωγή], διαπαιδα­γώγηση και αυτοδιαπαδαγώγηση του ανθρώπου ως συνειδητού κοι­νωνικού όντος.

Όμως προσωπικότητα είναι η ε­νότητα κοινωνικού και βιολογικού στο άτομο, είναι η διάθλαση του κοινωνικού μέσω της βιολογικής φύσης του ατόμου. Γι’ αυτό η περιγραφή των χαρακτηριστικών των προσωπικοτή­των απαιτεί την περιγραφή των βιολογικών χαρα­κτηριστικών των ατόμων, εφ’ όσον η αφομοίωση και η μεταβολή του κοινωνικού από το άτομο εξαρτά­ται από την βιολογική φύση του α­τόμου, μεταμορφώνεται από την τελευταία.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διάκριση της βιολογίας του άνδρα και της γυναίκας επιδρά σε ορισμένες δια­φορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο α­φομοιώνουν το κοινωνικό περι­βάλλον, ως προς τη θέση τους στην κοι­νωνία, ως προς τον κοινωνικό τους ρόλο. Για τη συνέχιση, λόγου χάριν, του ανθρώπινου γένους, δεν είναι σκόπιμο να συνδέονται οι ασχο­λίες της γυναίκας με διακινδύνευση της ζωής. Όλες οι τέτοιου είδους [ρι­ψοκίνδυνες] ασχολίες πρέπει να βαρύνουν κατ’ εξοχήν τους άν­δρες. Η χειραφέτηση των γυναι­κών, που αποτελεί σήμερα επιτα­γή της εποχής μας, δεν πρέπει να έχει τίποτε το κοινό με την αδιαφορία για το γεγονός ότι η βιολογι­κή διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας, πάντοτε, σ’ όλες τις κοι­νωνίες, όσο εξακολουθεί να υπάρ­χει το ανθρώπινο γένος, επιδρά σε ορισμένες διακρίσεις του κοινωνι­κού ρόλου τους, της κοινωνικής συμπεριφοράς τους, της θέσης τους στην κοινωνία.

Είναι άκρως ανεπαρκές το εύ­ρος και το επίπεδο της συστηματι­κής μελέτης της αναγκαίας επί­δρασης που ασκούν οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην «αφομοίωση» από αυτούς του κοινωνικού περιβάλλοντος, καθώς  και της μελέτης του κοινωνικού περι­βάλλοντος από την σκοπιά του κα­τά πόσο η επίδρασή του είναι ευμενής ή δυσμενής για την εκδή­λωση των βιολογικών διαφορών μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Η δια­δικασία χειραφέτησης των γυναι­κών δεν πρέπει να εξετάζεται ως καθαρά κοινωνική διαδικασία, χω­ρίς να υπολογίζεται η επίδραση που ασκούν σε αυτήν οι βιολογι­κές διαφορές μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Είναι επίσης απαραίτη­τη η συστηματική διερεύνηση της εξάρτησης της «αφομοίωσης» του κοινωνικού περιβάλλοντος από τα ηλικιακά στάδια της ύπαρξης του ατόμου. Στην κάθε ηλικιακή περίο­δο της ύπαρξης του ατόμου προ­σιδιάζουν ορισμένα νομοτελή γνωρίσματα της σχέσης [του ατό­μου] προς την κοινωνική πραγμα­τικότητα, του δεσμού του με την κοινωνική πραγματικότητα που οροθετείται από τις ιδιαιτερό­τητες του εκάστοτε ηλικιακού σταδίου. Λόγου χάρη, ο κόσμος δεν προβάλλει εντελώς πανομοι­ότυπα στα μάτια ενός εφήβου και ενός γέροντα, και η διαφορά αυτή εξαρτάται μεταξύ άλλων και από τη βιολογική τους ηλικία. Η προ­σωπικότητα του ανθρώπου δεν ε­ξαρτάται μόνον από το κοινωνικό περιβάλλον, από τους κοινωνι­κούς όρους, αλλά επίσης, εν μέρει, και από τις ιδιαιτερότητες του στα­δίου της ατομικής βιολογικής του ανάπτυξης. Προς το παρόν, οι έ­ρευνες που αφορούν αυτή την προβληματική βρίσκονται σε πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο.

Διάφοροι άνθρωποι, ακόμα κι αν βρίσκονται στην ίδια βιολογική η­λικία και ανήκουν στο ίδιο φύλο, έ­χουν διαφορετικά ψυχοφυσιολογικά χαρακτηριστικά. Οι ψυχοφυσιολογικές ιδιαιτερότητες των ανθρώπων επιδρούν επίσης στις «αφομοιώσεις» της κοινωνικής πραγματικότητας από αυτούς, στη μεταβολή αυτής της πραγμα­τικότητας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τη σκοπιά της φυσιολογίας, η πλέον γενική και διαδεδομένη είναι η διαίρεση των ανθρώπων ως προς τον τύπο του νευρικού τους συστήματος σε συνάρτηση με την δύναμη είτε την αδυναμία, με την κινητικότητα είτε την αδράνεια, με την εξισορρόπηση ή μη των νευρι­κών διαδικασιών*, καθώς επίσης και η διαίρεση των ανθρώ­πων σε καλλιτεχνικούς και νοητι­κούς τύπους. Οι διαφορές αυτές ε­πιδρούν αδιαμφισβήτητα στην κοι­νωνική ζωτική δραστηριότητα. Εί­ναι π.χ. μάλλον ελάχιστα κατάλ­ληλοι είτε ακατάλληλοι οι άνθρω­ποι με ασθενές νευρικό σύστημα για εργασίες σε ακραίες συνθήκες. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι, οι άνθρωποι με ασθε­νές νευρικό σύστημα, είναι κατάλ­ληλοι και προτιμότεροι για μερικές άλλες ασχολίες, και συγκεκριμέ­να για ασχολίες στις οποίες χρειά­ζεται υψηλότερη ευαισθησία.

Φυσικά, το περιεχόμενο της προσωπικότητας είναι κοινωνικό περιεχόμενο. Όμως το κοινωνικό περιεχόμενο δεν υφίσταται ως ξε­χωριστή προσωπικότητα. Η προσωπικότητα συνιστά τη «διάθλα­ση» του κοινωνικού περιεχομένου μέσω της βιολογικής και ψυχοφυσιολογικής φύσης του ατόμου. Και αυτή η τελευταία, δεν παραμέ­νει εντελώς αδιάφορος φορέας του κοινωνικού περιεχομένου. Το κοι­νωνικό περιεχόμενο, σε ορισμένο βαθμό και σε ορισμένες σχέσεις, δεν μπορεί να μη μεταμορφώνεται από τη βιολογική και ψυχοφυσιολογική φύση του ατόμου. Και η βιολογική και ψυχοφυσιολογική φύση διαφέρει από άτομο σε άτο­μο. Σε αυτές τις διαφορές συγκα­ταλέγονται μεταξύ άλλων και οι τύποι του νευρικού συστήματος. Η κληρονομική ασθενικότητα π.χ. ή η προδιάθεση για παθήσεις διαφό­ρων οργάνων (καρδιάς, πνευμόνων, οργάνων της όρασης κλπ..) αργά ή γρήγορα αναγκάζουν τον άνθρωπο να λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτούς τους παράγοντες στην κοι­νωνική του δραστηριότητα, μπο­ρούν να επιδράσουν, και μάλιστα ουσιαστικά, στην κοινωνική δρα­στηριότητά του.

Η πραγματικότητα* των σχέσεων των ανθρώπων στην κοινωνία είναι η σχέση τους υπό την ιδιότητα των προσωπικοτήτων, αυτών των «ορ­γανικών ενοτήτων» του κοινωνι­κού με τη βιολογική, με την ψυχοφυσιολογική φύση του ατό­μου. Οι δεσμοί των ανθρώπων ως ολόπλευρων και αρμονικών προσωπικοτήτων, και οι μορφές αυτών των δεσμών, έχουν διε­ρευνηθεί σήμερα σε εντελώς ανε­παρκή βαθμό. Από μια γενική άπο­ψη μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εξής.

Πρόκειται για δεσμούς κατ’ εξο­χήν μη επιβεβλημένους αλλά εκ πεποιθήσεως [συναπτόμενους], για δεσμούς βάσει [ανιδιοτελών] συμφερόντων  [ενδιαφερόντων], τα οποία όμως [συμφέροντα] συνί­στανται κατά κύριο λόγο στην πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος, οπότε η προσωπι­κότητα πραγματώνοντας τα συμφέροντα των άλλων ανθρώ­πων επιτυγχάνει ταυτοχρόνως την πραγμάτωση του δικού της συμφέροντος. Πρόκειται για δε­σμούς ολόπλευρων και αρμονικών προσωπικοτήτων και, συνεπώς, η κάθε προσωπικότητα εντάσσεται σε ολόπλευρες (σε όλες τις βασι­κές σφαίρες της κοινωνίας) σχέ­σεις με άλλες προσωπικότητες και, επομένως, πρόκειται για μεταβλητούς, κοινωνι­κά και ειδικά μη παγιούμενους δεσμούς, οι οποίοι ε­ξαρτώνται από την ελεύθερη επι­λογή των ανθρώπων που συνάπτουν σχέσεις. Πρόκειται για δεσμούς οι οποίοι οικοδομούνται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την συμβατότητα ως προς το φύλο, την ηλι­κία, την ψυχολογία κλπ...

Φυσικά, τέτοιες σχέσεις δεν μπορούν να υπερτερούν όσο το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών [του μόχθου] των ανθρώπων στην κοινωνία ανα­λώνεται στην παραγωγή των απα­ραίτητων για τη διατήρηση της φυσικής ύπαρξης των ανθρώπων υλικών αγαθών.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήδη από την έναρξη της προσέγγισής μας, εξετάζαμε τον άνθρωπο ως όν βιοκοινωνικό. Και μάλιστα η βιολογική φύση του ανθρώπου (στην άμεση ενότητά της με το κοινωνικό) προβάλλει προπαντός ως αναγκαία προϋπόθεση της ανθρώπινης ουσίας. Δεδομένου ότι η βιολογική φύση του ανθρώπου εκλαμβάνεται ως αναγκαία προϋπόθεση της ουσίας του ανθρώπου, ήδη από την αφετηρία [της εξέτασης] – αν και άρρητα – προϋποτίθεται η σύνδεση της προϋπόθεσης με εκείνη την ουσία, την προϋπόθεση της οποίας αυτή αποτελεί δηλ. η σύνδεση του βιολογικού με το κοινωνικό. Εξ υπαρχής η βιολογική φύση του ανθρώπου δεν εξετάζεται ως αποσπασμένη από το κοινωνικό, ωστόσο, –σε αυτή τη φάση– δεν εντοπίζεται ειδικά ούτε το κοινωνικό, ούτε και η σύνδεσή του με τη βιολογική φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος προβάλλει κατά κύριο λόγο ως άτομο. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η μετάβαση στην εξέταση της ουσίας του ανθρώπου, στην εξέταση του κοινωνικού. Ωστόσο, αν και εκείνο που προβάλλει στο προσκήνιο είναι η έκθεση του κοινωνικού, της ουσίας του ανθρώπου σε καθαρή μορφή, αν και η ειδική ανάλυσή μας αφορά ακριβώς την ουσία του ανθρώπου, το κοινωνικό, εν τω μεταξύ, πρώτον, προϋποτίθεται η σύνδεση του κοινωνικού με τη βιολογική φύση των ανθρώπων (η ουσία του ανθρώπου προβάλλει νομοτελώς μετά την εξέταση της βιολογικής φύσης του ανθρώπου και όχι πριν από αυτήν) και δεύτερον, η προϋπόθεση δεν εντοπίζεται απλώς προ της ουσίας, αλλά διατηρείται σε ανηρημένη μορφή εντός της ουσίας  ως μη ουσιώδης  μεν, πλην όμως αναγκαία πλευρά, ως η μία εκ των δύο αντιθέτων πλευρών της ουσίας (η ουσία του ανθρώπου, το κοινωνικό εμπεριέχει τη βιολογική φύση των ανθρώπων σε ανηρημένη μορφή και υπό την ιδιότητα της μη ουσιώδους πλευράς της ουσίας).

Μετά την εξέταση του κοινωνικού, της ουσίας του ανθρώπου αφ’ εαυτής περάσαμε ειδικά στην περιγραφή των χαρακτηριστικών της ενότητας του κοινωνικού με τη βιολογική φύση του ανθρώπου, δηλ. στην περιγραφή των χαρακτηριστικών του ανθρώπου ως προσωπικότητας. Πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας είναι οι σχέσεις των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων και οι μορφές αυτών των σχέσεων.

Αν όχι η βασική, τουλάχιστον μια από τις βασικές ανεπάρκειες κάποιων εξαιρετικού ενδιαφέροντος εργασιών, που είναι αφιερωμένες στην ουσία του ανθρώπου, είτε θίγουν αυτό το πρόβλημα, έγκειται στο γεγονός, ότι η ουσία του ανθρώπου δεν εξετάζεται ως διαδικασία, η εξέτασή της δεν εντάσσεται στην εικόνα της σφαιρικής εξέτασης της κοινωνίας ως ολότητας.

Από τα προαναφερθέντα μπορεί να συναχθεί μια ιεράρχηση σκοπών της κοινωνίας καθ’ εαυτής, από τον κατώτερο σκοπό (τη διατήρηση μόνο της φυσικής ύπαρξης των ατόμων και μόλις της φυσικής συνέχισης του ανθρώπινου γένους) μέχρι τον ανώτατο σκοπό (την ύπαρξη, αναπαραγωγή και ανάπτυξη των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων16). Και μάλιστα η πραγματοποίηση του ανώτατου σκοπού προϋποθέτει απαραιτήτως την πραγματοποίηση των κατώτερων σκοπών σε ανηρημένη μορφή ως μετασχηματισμένων, υπηγμένων στους ανώτερους στιγμών. 

Αποδεικνύεται ότι υψηλός σκοπός της κοινωνίας αυτής καθ’ εαυτής είναι ο σκοπός της κομμουνιστικής κοινωνίας. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι η κομμουνιστική κοινωνία είναι η αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας, είναι η ώριμη ανθρώπινη κοινωνία.

Γι’ αυτό η μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας αυτής καθεαυτής με το λογικό τρόπο, με ένα τρόπο, κατά τον οποίον όλες οι πλευρές του υπό μελέτη αντικειμένου λαμβάνονται στην πλέον ανεπτυγμένη, στην ώριμη μορφή τους, συνιστά τη μελέτη της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αλλά [αυτή] η άποψη της διερεύνησης της κοινωνίας αυτής καθ’ εαυτής, είναι η στάση εκείνων των ανθρώπων, για τους οποίους το κύριο ζητούμενο δεν είναι η άρνηση των προκομμουνιστικών κοινωνικών τάξεων πραγμάτων, αλλά η θετική δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων.



1 Υπό την ευρεία έννοια του όρου η ουσία συμπεριλαμβάνει την καθαυτό ουσία, το φαινόμενο και την πραγματικότητα. Η εν λόγω συμπερίληψη φαινομένου και πραγματικότητας εντός της ουσίας έχει ορισμένη νομιμότητα, διότι φαινόμενο και πραγματικότητα δεν είναι κάτι τι μόνον άμεσο, αλλά αποτελούν αναγκαίες (ουσιώδεις) μορφές εκδήλωσης της ουσίας στο άμεσο. Υπό τη στενή έννοια του όρου, ουσία είναι η ουσία αφ’ εαυτής σε αντιδιαστολή με το άμεσο, το εξωτερικό κλπ....., συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων μορφών εκδήλωσης της ουσίας στο άμεσο, στο εξωτερικό, κλπ.....

Ουσία του ανθρώπου, υπό την ευρεία έννοια του όρου είναι ολόκληρο το σύνολο, ολόκληρο το διατεταγμένο όλο [ensamble – σ.τ.μ.] των κοινωνικών σχέσεων. Υπό την στενή έννοια του όρου, ουσία του ανθρώπου είναι  η ενότητα παραγωγικής αμφίδρομης σχέσης προς τη φύση και σχέσεων παραγωγής, είτε [όπως] θα μπορούσε να διατυπωθεί [αλλιώς], η ενότητα παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής.

2 Οφείλουμε να έχουμε υπ’ όψιν το εξής: δεδομένου ότι οι ίδιες οι σχέσεις παραγωγής ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται ιστορικά, και οι άνθρωποι ως προσωπικότητες, υπό αυτή την έννοια, επίσης βρίσκονται ιστορικά σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Γι’ αυτό, φέρ’ ειπείν, η απάντηση στο ερώτημα εάν είναι ο δούλος – παραγωγός προσωπικότητα, προϋποθέτει απαραιτήτως την επίλυση του προβλήματος: σε ποιο στάδιο της ανάπτυξής τους βρίσκονταν οι σχέσεις παραγωγής (ως διακριτές από τις φυσικές) στη δουλοκτητική κοινωνία.

* βλ. και το λήμμα «τάξεις κοινωνικές» στο 279. – σ.τ.μ.

* βλ. και 283. – σ.τ.μ.

* κολεκτίβα – σ.τ.μ.

3 Για άλλη μια φορά θα υπογραμμίσουμε το εξής: οι περί κοινωνίας επιστήμες στο βαθμό που συνιστούν διάγνωση, γνώση της κοινωνίας, μελετούν την κοινωνία ως αντικείμενο. Στις μορφές της καθαυτό κοινωνικής συνείδησης (και στις επιστήμες, στο βαθμό που αφορούν αυτές τις μορφές) αντανακλώνται οι άνθρωποι ως υποκείμενα και οι δεσμοί, οι σχέσεις των ανθρώπων ως δεσμοί, ως σχέσεις υποκειμένων, ενεργών, δρώντων, αισθανόμενων, σκεπτόμενων ανθρώπων.

* Υπό την έννοια του «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (Ηράκλειτος, 268, απόσπασμα 8) – σ.τ.μ.

4 Η συνειδητοποίηση των μέσων και των τρόπων πρόσκτησης του εσωτερικού, της ουσίας αρχίζει πολύ πριν από την εμφάνιση της θεωρίας της γνώσης ως ειδικής γνωστικής περιοχής, πολύ πριν από την εμφάνιση των επιστημών. Η περί νοήσεως νόηση αναπτύσσεται, συνιστά μια διαδικασία. Ιστορικά, η περί νοήσεως νόηση διαμορφώνεται αρχικά ως πλευρά της συγκρητικής [εκ του «σύγκρασις» – σ.τ.μ.] πρόσληψης των ανθρώπων, ως μια πλευρά η οποία δεν έχει ακόμα διακριθεί.

[Η μελέτη της φύσης των ίδιων των εννοιών, που είναι χαρακτηριστικό της διαλεκτικής σκέψης, κατά τον Φ. Ένγκελς επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο σε ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού (Βουδιστές, Έλληνες): βλ. 266, σελ.201. – σ.τ.μ.]

 

 

5 Όταν γίνεται λόγος περί  των μορφών της κοινωνικής συνείδησης, εξυπακούεται (αδιάφορο εάν [οι άνθρωποι] έχουν ή δεν έχουν επίγνωση αυτού του γεγονότος) ότι αναφερόμαστε στη μορφοποιημένη, στη διαμορφωμένη, δηλ. στην ώριμη κοινωνική συνείδηση. Όσον αφορά τη μη διαμορφωμένη κοινωνική συνείδηση και εφ’ όσον αυτή δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί, είναι μάλλον σκόπιμο να γίνεται λόγος περί διαφόρων πλευρών κλπ..... της κοινωνικής συνείδησης. [Ορισμένη] μορφή της κοινωνικής συνείδησης σε αντιδιαστολή με άλλες μορφές συνιστά κάτι το οποίο έχει προσδιορισθεί και αποτελεί σχετικά αυτοτελές ειδικό μόρφωμα.

6 Η επιστήμη αποτελεί κατά κύριο λόγο μορφή της γνώσης, της γνωστικής διαδικασίας. Στο βαθμό που γνώση και γνωστική διαδικασία εμπεριέχουν απαραιτήτως την συνείδηση και είναι ενιαίες με τη συνείδηση, η επιστήμη συνιστά επίσης και μορφή κοινωνικής συνείδησης. Εν τούτοις, η επιστήμη δεν παύει να είναι ως επί το πλείστον  μορφή γνώσης, μορφή γνωστικής διαδικασίας.

* Παράφραση της βιβλικής περικοπής, που παραπέμπει στο: «Πρώτα ήταν η Πράξη» του Γκαίτε. (257, σελ.79.) – σ.τ.μ.

7 Εδώ εξετάζουμε την κοινωνία από λογικής σκοπιάς. Και όπως επεσήμανε ο Φ. Ενγκελς, ο λογικός τρόπος διερεύνησης είναι μια «διορθωμένη αντανάκλαση, ωστόσο, διορθωμένη σύμφωνα με τους νόμους, τους οποίους μας δίνει η ίδια η πραγματική ιστορική διαδικασία και μάλιστα η κάθε στιγμή μπορεί να εξετάζεται σε εκείνη τη στιγμή της ανάπτυξής της κατά την οποία η διαδικασία επιτυγχάνει την πλήρη ωριμότητα, την κλασική της μορφή» [1, τ. 13, σ. 497]. Γι’ αυτό στην περίπτωση φέρ’ ειπείν που θα ανακύψει το ερώτημα: αυτό αφορά άραγε την πρωτόγονη κοινωνία, τέτοιου είδους ερώτημα θα οφείλεται στη μη κατανόηση της ιδιοτυπίας του λογικού τρόπου διερεύνησης.

* Για την αξιολογική προβληματική στο χώρο της παιδείας, βλ. 288. – σ.τ.μ.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

8 Κατά την γνώμη μας, σε αντιδιαστολή με την ηθική, η πολιτική θα απονεκρωθεί στην καθ’ όλα ώριμη ανθρώπινη κοινωνία, δηλ. στην ώριμη, στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία. Εδώ εντοπίζουμε την κοινωνία από λογικής σκοπιάς, [και ως εκ τούτου] λαμβάνουμε [προς εξέταση] τις πλευρές της ώριμης, της ανεπτυγμένης, της αυθεντικά ανθρώπινης κοινωνίας. Δεδομένου όμως ότι στην εποχή που διανύουμε η πολιτική διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, κάνοντας μιαν υπαναχώρηση από την αυστηρά λογική αλληλουχία θα προβούμε σε συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών της.

9 Η [έστω και συνοπτική] περιγραφή των χαρακτηριστικών του δικαίου κατά τη λογική εξέταση της κοινωνίας, δηλ. κατά την εξέταση της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας συνιστά υπαναχώρηση από τη λογική σκοπιά, διότι το δίκαιο, όπως και η πολιτική θα απονεκρωθεί στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική, δηλ. στην καθ’ όλα ώριμη ανθρώπινη κοινωνία.

10 Αναφερόμενοι στην αισθητική συνείδηση προσπαθούμε να διακρίνουμε κατ’ εξοχήν το πλέον σημαντικό για την περιγραφή των χαρακτηριστικών της, ώστε να προσδιορίσουμε εν γένει και εν συνόλω τη θέση και τη σημασία αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης στην κοινωνία ως σύστημα. Εδώ δεν τίθεται ως στόχος μας η λεπτομερής εξέταση αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης.

11 Η περιγραφή των χαρακτηριστικών της θρησκείας συνιστά υπαναχώρηση από τον αυστηρά λογικό τρόπο εξέτασης της κοινωνίας (όπως άλλωστε και η περιγραφή των χαρακτηριστικών της πολιτικής και του δικαίου).

* Για την ιδιοτυπία της θρησκείας βλ.: 286, 292 και 295. – σ.τ.μ.

* αυτού που βρίσκεται «επέκεινα της γνώσεως» – σ.τ.μ.

* Εδώ εννοείται το ερευνητικό πεδίο που συνιστά κατά παράδοση το γνωστικό αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας. – σ.τ.μ.

12 Εξαίρεση αποτελεί η θρησκεία, η οποία πρεσβεύει ένα άγονο άνθος στο δένδρο της κοινωνικής γνωστικής διαδικασίας, τέτοια μορφή της κοινωνικής συνείδησης, η οποία είναι ταυτοχρόνως καταστροφή, άρνηση της κοινωνικής συνείδησης καθ’ εαυτής. Παρά  ταύτα, όπως ήδη αναφέραμε με άλλα λόγια παραπάνω, ένα στείρο άνθος είναι και στείρο άνθος και στείρο άνθος. [εδώ η διατύπωση του συγγραφέα παραπέμπει άμεσα στη γνωστή θέση από τα «Φιλοσοφικά τετράδια» του Β.Ι. Λένιν, βλ. 3, τομ. 29, σελ.322 (στην ελληνική έκδοση –βλ. 269- τόμος και σελίδα συμπίπτουν– σ.τ.μ].

13 Η όποια αντανάκλαση του μη κοινωνικού είναι, είναι εφικτή μόνον υπό το πρίσμα του κοινωνικού είναι. Η φύση [θεωρούμενη] εκτός της διασύνδεσής της με τη διαδικασία μετασχηματισμού της συνιστά μια φύση μη εγνωσμένη, μη αντανακλασθείσα κατά ανθρώπινο τρόπο.

14 Η εργασία που συνιστά μόνο είτε κατά κύριο λόγο μέσο εξασφάλισης της φυσικής ύπαρξης υφίσταται όταν και όποτε κατ’ αναγκαιότητα είναι συν τοις άλλοις και κατάρα  (περί αυτού βλ. το τρίτο μέρος του βιβλίου).

15 Ο τύπος Ι και η πρώτη παραλλαγή του τύπου ΙΙ προσωπικότητας είναι κατ’ ουσίαν κομφορμιστές.

* Κεντρικός ήρωας του μυθιστορή­ματος «Τι να κάνουμε» του μεγάλου Ρώσου επαναστάτη - δημοκράτη στο­χαστή Ν. Γκ. Τσερνισέφσκι. Βλ. και: 264. - σ.τ.μ.

 

* Όπως έχει διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο συγγραφέας έχει θεμελιώσει παραπάνω τους λόγους για τους οποίους στην καθ’ όλα ανεπτυγμέ­νη, στην ώριμη κοινωνία, διατηρούνται οι βασικές μορφές της ώριμης κοινωνικής συνείδησης, ενώ εξαλείφο­νται κάποιες εκφάνσεις τους. Στις πρώτες περιλαμβάνονται η ηθική συνείδηση, η αισθητική συνείδηση και η φιλοσοφία, ενώ στις δεύτε­ρες οι ιστορικά περιορισμένες εκ­φάνσεις – «παραπροϊόντα» των πρώ­των: η πολιτική, το δίκαιο και η θρησκεία. – σ.τ.μ.

* διέγερσης και α­ναστολής κυρίως – σ.τ.μ.

* Γερμ.: Wirklichkeit, ως ενότητα της ουσίας και της ύπαρξης, ή του εσωτερικού και του εξωτερικού, που έγινε άμεση (βλ. Χέγκελ: Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, Επιστήμη της Λογικής, §142) – σ.τ.μ.

16 Η ύπαρξή και αναπαραγωγή καθ’ όλα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων, όπως μπορεί να επισημανθεί από τα παραπάνω, σημαίνει μια ένωση «όπου η ελεύθερη ανάπτυξή του καθ’ ενός είναι ο όρος της ελεύθερης ανάπτυξης όλων» [1, τ.4, σ.447]. [ελλ. μετάφρ. Βλ. 276, σελ.48 –σ.τ.μ].