Κεφαλαιο 2

Mετάβαση από την απλούστατη σχέση στην ουσία της κοινωνίας

 

Στο προηγούμενο κεφάλαιο ουσιαστικά περιγράψαμε την κατανάλωση του ανθρώπου ως άμεσα ταυτόσημη με την «παραγωγή» (και με την «παραγωγή» της ίδιας της ζωής του, και με την «παραγωγή» άλλης ζωής), καθώς επίσης και τις σχέσεις που συνάπτονται στη διαδικασία αυτής της κατανάλωσης, δηλ. τις σχέσεις που αφορούν την «παραγωγή» της ζωής.

Η ανώτερη μορφή των σχέσεων που συνάπτουν οι άνθρωποι για την «παραγωγή» ζωής, είναι οι σχέσεις γονέων, γηραιότερης γενεάς και τέκνων, νεότερης γενεάς, στην πορεία των οποίων διαμορφώνεται στα τέκνα η ικανότητα προς αυτοτελή εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση για τον εαυτό τους. Επομένως, η ικανότητα αυτοτελούς εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση και η ίδια η διαδικασία αυτής της εξασφάλισης αποτελούν εκδήλωση των ειδολογικών σχέσεων. Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση συνιστά εκδήλωση της ζωής του είδους στη δραστηριότητα των ατόμων.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι εδώ η έκθεση ακολουθεί τη λογική οπτική γωνία και γι’ αυτό, το προς εξέταση αντικείμενο – ο άνθρωπος – προβάλλει ως δεδομένο. Γι’ αυτό και αποτυπώνεται ως δεδομένη, δηλ. ως άμεσα παρούσα [διαθέσιμη] τόσο η βιολογία του ανθρώπου, όσο και το αντίστοιχο φυσικό περιβάλλον.

Από την άποψη της ανώτερης μορφής της σχέσης των ατόμων που αφορά την «παραγωγή» ζωής, η όλη διαδικασία «παραγωγής» της ζωής προβάλλει ως εκδήλωση της ζωής του είδους και ως μορφές αυτής της εκδήλωσης. Η ζωή του είδους και των ατόμων ως εκπροσώπων του είδους πραγματώνεται εντός της αντίφασης μεταξύ οργανισμού (οργανισμών) και φυσικού περιβάλλοντος, με αποφασιστική την επίδραση σε τελευταία ανάλυση του φυσικού περιβάλλοντος.

Στην πλέον μη ανεπτυγμένη μορφή ύπαρξης αυτής της αντίφασης (ας την αποκαλέσουμε μορφή I)  η κατανάλωση ταυτίζεται ακόμα άμεσα με την διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Αυτή η σχέση των έμβιων όντων προς το περιβάλλον είναι χαρακτηριστική για τα φυτά. Ο περίγυρος που εξασφαλίζει τη δυνατότητα ύπαρξης του φυτού το περιβάλλει άμεσα. Παρόμοια σχέση διατηρείται στον άνθρωπο και στο ζώο (τέτοια είναι π.χ. η διαδικασία της αναπνοής), ωστόσο, όπως είναι φυσικό, διατηρείται σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή.

Σε αυτή τη μορφή πραγμάτωσης της αντίφασης μεταξύ έμβιου όντος και φυσικού περιβάλλοντος, η κατανάλωση καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, κατά αποφασιστικό τρόπο ακριβώς από τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος. Και μάλιστα εδώ το έμβιο όν που καταναλώνει συνδέεται άμεσα με το καταναλισκόμενο υλικό, η εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση ταυτίζεται άμεσα με την ίδια την κατανάλωση. Αλλά το αναλώσιμο υλικό δημιουργείται από διαδικασίες διαφορετικές από τη διαδικασία της κατανάλωσης. Επομένως, αν και η κατανάλωση είναι εσωτερικά ενιαία με το αναλώσιμο υλικό και συνδέεται άμεσα με αυτό, ο σχηματισμός του αναλώσιμου υλικού είναι τυχαίος εν σχέσει προς την κατανάλωση, δεν συνδέεται με αυτήν κατ’ ανάγκη.

Πιο ανεπτυγμένη μορφή (ας την αποκαλέσουμε μορφή II) της εν λόγω αντίφασης είναι εκείνη κατά την οποία παρατηρείται σχετικός αμοιβαίος διαχωρισμός των δύο διαδικασιών: α) της κατανάλωσης και β) της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Αυτή η σχετικά διακεκριμένη ύπαρξη της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση εν σχέσει προς την ίδια την άμεση κατανάλωση είναι χαρακτηριστική για τα ζώα, σε αντιδιαστολή με τα φυτά. Και στα μεν και στα δε αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι ιδιαιτερότητες του φυσικού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικό των ζώων1 δεν είναι η άμεση περιβολή τους από το φυσικό περιβάλλον που εξασφαλίζει τις ζωτικές λειτουργίες τους, αλλά εκείνο το φυσικό περιβάλλον, το οποίο τα εξαναγκάζει να κινούνται για να εξασφαλίσουν τα αντίστοιχα αναλώσιμα αντικείμενα. Χαρακτηριστικό αυτής της μορφής, σε αντιδιαστολή με την πρώτη, είναι η απουσία εξ υπαρχής άμεσης σύνδεσης του έμβιου όντος με τα αναλώσιμα αντικείμενα. Εξυπακούεται ότι η κατανάλωση παραμένει ανέφικτη χωρίς το προς κατανάλωση υλικό (ακριβέστερα εδώ πρόκειται πλέον περί αντικειμένων). Ωστόσο, η σύναψη άμεσης σύνδεσης του έμβιου όντος με τα αναλώσιμα αντικείμενα διαμεσολαβείται από την σχετικά αυτοτελή διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση.

Η μορφή II διαφέρει ουσιαστικά από τη μορφή I ως προς τον χαρακτήρα των συνδέσεων. Στη μορφή II διατηρείται η εσωτερική σύνδεση του έμβιου όντος με τα προς κατανάλωση αντικείμενα και με την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση (χωρίς αυτά η ζωή αυτών των όντων είναι ανέφικτη). Εδώ όμως η εσωτερική ενότητα του έμβιου όντος με τα αναλώσιμα αντικείμενα υλοποιείται μέσω της εξωτερικής σύνδεσης δυο εσωτερικά ενιαίων, πλην όμως εξωτερικά διαχωρισμένων [διισταμένων, διεστωσών] διαφορετικών διαδικασιών: της κατανάλωσης και της εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Εδώ δεν υπάρχει πλέον άμεση σύνδεση του ενός (των εμβίων όντων) με το άλλο (τα αναλώσιμα αντικείμενα), αλλά μια σύνδεση που υλοποιείται μέσω της εξωτερικής σύνδεσης, μέσω του διαχωρισμού διαφορετικών εσωτερικά συνδεδεμένων διαδικασιών (κατανάλωση και εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση). Γι’ αυτό  και η δυνατότητα να διαρραγεί αυτή η ενότητα (μέχρι και ο θάνατος του ατόμου) έχει εδώ ασύγκριτα περισσότερες πιθανότητες, απ’ ότι κατά την άμεση σύνδεση των εν λόγω διαδικασιών.

Η μορφή II είναι σημαντικά ωριμότερη μορφή ύπαρξης της προαναφερθείσας αντίφασης, απ’ ότι η μορφή I.

Τόσο στη μορφή I όσο και στη μορφή II τα έμβια όντα δεν υφίστανται μόνο την επίδραση του περιβάλλοντος, αλλά και αντεπιδρούν σε αυτό. Στη μορφή I αυτό συμβαίνει μέσω της κατανάλωσης υλικού που αντλείται από το φυσικό περιβάλλον και της αποβολής των παραπροϊόντων του μεταβολισμού. Στη μορφή II, η προσιδιάζουσα στη μορφή I αντίστροφη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον, διατηρείται σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή. Αλλά χαρακτηριστικό της μορφής II είναι η ύπαρξη μιας σχετικά διαχωρισμένης από την κατανάλωση διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Η τελευταία όμως προϋποθέτει κατ’ ανάγκην: πρώτον, ειδική αντίστροφη επενέργεια στο φυσικό περιβάλλον, διαφορετική από την αντεπίδραση της διαδικασίας της κατανάλωσης σ’ αυτό το περιβάλλον και δεύτερον – επιπλέον και ειδικά μέσα, τα όργανα αυτής της αντίστροφη επενέργειας.

Η απλούστερη πραγμάτωση της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση ως σχετικά διαχωρισμένης διαδικασίας, είναι η πραγμάτωσή της με τη βοήθεια οργάνων του σώματος. Στα πλαίσια αυτής της μορφής της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση υπάρχουν δύο κύριες διαφορετικές υποπεριπτώσεις, η εξασφάλιση φυτικών και ζωικών αντικειμένων προς κατανάλωση (αρνητική έκφραση αυτών των υποπεριπτώσεων είναι η προστασία από την δυσμενή επίδραση φυτών και από την επίθεση ζώων). Η εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση φυτικής προέλευσης συνιστά μια διαδικασία απλούστερη από αυτήν της εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση ζωικής προέλευσης.

Στον άνθρωπο διατηρούνται και οι δύο προαναφερθείσες υποπεριπτώσεις αυτής της μορφής εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση σε λίγο – πολύ ανηρημένη, μετασχηματισμένη μορφή. Σε σχετικά λιγότερο μετασχηματισμένη μορφή τέτοια είναι π.χ. η συλλογή άγριων φυτών είτε η θήρα ζώων με χρησιμοποίηση μόνο των οργάνων του σώματος.

Αυτή η μορφή της σχετικά διαχωρισμένης διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, για την απρόσκοπτη πραγμάτωσή της προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ύπαρξη επαρκούς ποσότητας και ποιότητας αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Ο ζωώδης τρόπος επίδρασης στα προς κατανάλωση αντικείμενα κατά τη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση –σε αντιδιαστολή με την ίδια την κατανάλωση– είναι η κατ’ εξοχήν μηχανική επενέργεια στα αναλώσιμα αντικείμενα (π.χ. κοπή φύλλων, καρπών, χρήση οδόντων από αρπακτικά ζώα). Η φύση προβάλλει ως «αποθεματικό» έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση, ενώ ο τρόπος επενέργειας σε αυτά τα αντικείμενα προς κατανάλωση στα πλαίσια της σχετικής ανεξαρτησίας της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση – ως κατ’ εξοχήν μηχανική επενέργεια.

Ακόμα πιο ανεπτυγμένη μορφή (η μορφή III) εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση είναι η χρησιμοποίηση των (κατά κύριο λόγο μηχανικών) ιδιοτήτων αντικειμένων ανόργανης και οργανικής προέλευσης (π.χ. λίθου, ράβδου, οστού) για την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Αυτή η μορφή διατηρείται και στον άνθρωπο σε λίγο – πολύ ανηρημένη μορφή. Τέτοια είναι φέρ’ ειπείν η χρήση ράβδου για τη ρίψη καρπών που βρίσκονται ψηλά είτε η ρίψη λίθου σε άμυνα από επίθεση ζώου.

Αυτή η μορφή είναι ενδιάμεση, μεταβατική. Αφ’ ενός μεν, υπερβαίνει τα πλαίσια της προηγούμενης, αφ’ ετέρου δε, είναι παρεμφερής με αυτήν. Πράγματι, εδώ ως μέσα για την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση χρησιμοποιούνται αντικείμενα τα οποία δεν είναι όργανα του σώματος. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, όλα αυτά είναι μέσα για την απόσπαση από το «αποθεματικό» της φύσης έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση. Τα μέσα αυτά δρουν ως όργανα του σώματος, ως απλή, άμεση προέκταση των οργάνων του σώματος, ως «ανόργανα όργανα του σώματος» (Κ. Μαρξ). Για εκείνον που τα χρησιμοποιεί συνιστούν μόνο προέκταση των οργάνων του σώματος, αν και τα ίδια αυτά τα αντικείμενα ως μέσα εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση χρησιμοποιούνται στα πλαίσια λειτουργίας η οποία δεν προσιδιάζει σε αυτά εκτός αυτής της διαδικασίας.

Ενώ είναι ουσιωδώς παρεμφερής με τη μορφή II, η μορφή III διαφέρει συνάμα ουσιαστικά από αυτήν, δεδομένου ότι υπό την ιδιότητα ειδικών μέσων αντεπίδρασης στο φυσικό περιβάλλον δεν χρησιμοποιούνται μόνον όργανα του σώματος. Πλην όμως, όσο κάποια αντικείμενα (διαδικασίες) του περιβάλλοντος τα οποία δεν συνιστούν όργανα του σώματος χρησιμοποιούνται απλώς στα πλαίσια άλλης λειτουργίας, παραμένοντας αυτά καθαυτά αμετάβλητα, η χρησιμοποίησή τους παραμένει κατά το μάλλον η ήττον τυχαία. Ο αποφασιστικός ρόλος των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος στην αντίφαση μεταξύ έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος διατηρείται: τα μέσα επενέργειάς που δεν αποτελούν όργανα του σώματος και χρησιμοποιούνται στην αμετάβλητη φυσική μορφή τους, το μόνο που επιτρέπουν εν γένει και εν συνόλω, είναι η πληρέστερη άντληση από το «αποθεματικό» της φύσης αντικειμένων προς κατανάλωση δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή.

Εάν στη μορφή II ως μέσα αντίστροφης επενέργειας στο φυσικό περιβάλλον λειτουργούν μόνο τα όργανα του σώματος, στη μορφή III αποδεικνύεται ότι το οπλοστάσιο των μέσων επενέργειας είναι δυνητικά ασύγκριτα πλουσιότερο. Ίδιον της μορφής III είναι το γεγονός ότι οι διαδικασίες, τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της φύσης, τα οποία χρησιμοποιούνται προς επενέργεια επί άλλων διαδικασιών, αντικειμένων και φαινομένων της φύσης, εντάσσονται ως διαμεσολαβητικός κρίκος που υπάγεται στη διαδικασία επενέργειας επί αντικειμένων κλπ... με τη βοήθεια οργάνων του σώματος. Τα μέσα επενέργειας ως υπηγμένη στιγμή καθορίζονται προπαντός και κατά κύριο λόγο από τη διάρθρωση των οργάνων του σώματος, από τις βιολογικές τους δυνατότητες, καθώς επίσης και από το αντικείμενο επί του οποίου ασκείται η επενέργεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφασιστική παραμένει η εξάρτηση της εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση από τη διάρθρωση των οργάνων του σώματος και από την παρουσία έτοιμων αντικειμένων προς επενέργεια. Τα ίδια τα μέσα επενέργειας που δεν αποτελούν όργανα του σώματος, απλώς αντλούνται σε έτοιμη μορφή από το «απόθεμα της φύσης», μόνο που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια άλλης λειτουργίας και συγκεκριμένα στη λειτουργία των μέσων επενέργειας, η οποία λαμβάνει χώρα χάριν της εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση.

Το εσωτερικό όριο του ίδιου του «αποθεματικού» των αντικειμένων προς κατανάλωση, που είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή δεν παραμερίζεται μεν, αλλά αυξάνουν οι δυνατότητες άντλησης από αυτό το «αποθεματικό» περισσότερων αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή.

Αυτό το εσωτερικό όριο παραμερίζεται όταν τα μέσα επενέργειας που δεν αποτελούν όργανα του σώματος μετατρέπονται από υπηγμένη σε κυρίαρχη στιγμή της επενέργειας. Και αυτό συμβαίνει όταν τα μέσα επενέργειας, που δεν αποτελούν όργανα του σώματος, επιφέρουν αντίστοιχο του εαυτού τους μετασχηματισμό και στους δύο ακραίους όρους τους οποίους διαμεσολαβούν.

Η ίδια η μετατροπή τέτοιων μέσων επενέργειας από υπηγμένη σε κυρίαρχη στιγμή καθορίζεται από τους ακραίους όρους της διαδικασίας: αφ’ ενός μεν, η χρήση τέτοιων μέσων προσκρούει στην αντίσταση, στην αντεπίδραση των αντικειμένων κλπ..., επί των οποίων κατευθύνεται η επενέργεια, αφ’ ετέρου δε, υπάρχει η ανεπαρκής ικανοποίηση των βιολογικών σωματικών αναγκών. Τα μέσα επενέργειας, που δεν αποτελούν όργανα του σώματος και χρησιμοποιούνται για την λήψη αντικειμένων προς σωματική κατανάλωση, μεταβάλλονται και μάλιστα όχι μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά, για την υπέρβαση αυτής της αμφίδρομης αντεπίδρασης και σύμφωνα με τη δική τους εμπράγματη φύση.

Δεδομένου ότι τα μέσα επενέργειας διαφέρουν από τα φυσικά δεδομένα αντικείμενα, τα οποία υπάρχουν εκτός της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, όχι μόνο λειτουργικά αλλά και μορφολογικά, ενώ διαφέρουν επίσης και από τα όργανα του σώματος, το αντικείμενο επί του οποίου κατευθύνεται η επενέργεια μετασχηματίζεται σε τελευταία ανάλυση, μετατρέπεται σε τεχνητά δημιουργημένο αντικείμενο.2

Η μετάβαση στη μορφή IV συνίσταται στη μετατροπή των μέσων επενέργειας (που δεν αποτελούν όργανα του σώματος και χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση), από υπηγμένη σε κυρίαρχη στιγμή της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, στην όχι μόνο λειτουργική αλλά και μορφολογική διαφοροποίησή τους από τα δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση αντικείμενα και στον αντίστοιχο των δυνατοτήτων αυτής της μορφολογίας των μέσων επενέργειας μετασχηματισμό αμφότερων των ακραίων όρων της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση.

Στη μορφή IV επιλύεται (και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται [αναβαθμίζεται ριζικά]) η αντίφαση μεταξύ έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος. Σε όλες  τις υπόλοιπες μορφές που εξετάσαμε προηγουμένως, το έμβιο όν είναι εσωτερικά ενιαίο με το υλικό, με τα αναλώσιμα αντικείμενα και, υπό αυτή την έννοια, με το φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, οι φυσικές διαδικασίες στη πορεία των οποίων  διαμορφώνεται το υλικό, τα αναλώσιμα αντικείμενα, συνιστούν διαδικασίες διαφορετικές από αυτήν της ίδιας της κατανάλωσης. Με την κατανάλωση είναι συνδεδεμένες μόνον εξωτερικά, τυχαία, μέσω των αποτελεσμάτων τους. Γι’ αυτό και η κατανάλωση υποβάλλεται, σε τελευταία ανάλυση, στην αποφασιστική επίδραση παραγόντων, οι οποίοι δεν εξαρτούνται από αυτήν, είναι τυχαίοι εν σχέσει προς αυτήν. Απουσιάζει η εσωτερική σύνδεση των διαδικασιών σχηματισμού του υλικού, των αντικειμένων προς κατανάλωση με την ίδια την κατανάλωση. Η ίδια η πραγματοποίηση της κατανάλωσης είναι από αυτή την άποψη κάτι το τυχαίο. Όσο πιο τυχαία είναι η δυνατότητα της ύπαρξης αντικειμένων προς κατανάλωση  δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή, εν σχέσει προς την κατανάλωση –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών συνθηκών– τόσο πιο ανεπτυγμένη πρέπει να είναι η αντίστροφη επενέργεια των έμβιων όντων στο φυσικό περιβάλλον προς εξασφάλιση της κατανάλωσης. Συνεπώς, ο χαρακτήρας και ο βαθμός της αντεπίδρασης των εμβίων όντων στο φυσικό τους περιβάλλον καθορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, από τις ιδιαιτερότητες αυτού του περιβάλλοντος (εάν εκφρασθεί αυτό από ιστορικής σκοπιάς – από την μεταβολή του φυσικού περιβάλλοντος).

Η αντίφαση μεταξύ, αφ’ ενός της λειτουργίας και της ανανέωσης της κατανάλωσης και, αφ’ ετέρου, των διαδικασιών διαμόρφωσης αντικειμένων προς κατανάλωση, η οποία [αντίφαση] εκφράζεται με την αναντιστοιχία (ως προς την ποσότητα και την ποιότητα) μεταξύ των διαθέσιμων στη φύση έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση και των αναγκών της κατανάλωσης, διευθετείται ριζικά μόνον όταν η ίδια η διαμόρφωση των αντικειμένων προς κατανάλωση λαμβάνει χώρα χάριν της κατανάλωσης, είτε μ’ άλλα λόγια με την υπαγωγή της διαμόρφωσης αντικειμένων προς κατανάλωση στη διαδικασία της κατανάλωσης. Αυτό, όμως, επέρχεται κατ’ αναγκαιότητα στην περίπτωση κατά την οποία τα μέσα επενέργειας της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, τα οποία δεν αποτελούν όργανα του σώματος, λειτουργούν ως η κύρια στιγμή [το κύριο στοιχείο] της εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, η οποία [στιγμή] κατ’ αντιστοιχία προς εαυτήν μετασχηματίζει όλες τις υπόλοιπες στιγμές [στοιχεία], συμπεριλαμβανομένης και της διαμόρφωσης αντικειμένων προς κατανάλωση.

Χαρακτηριστικό αυτής της μορφής δεν είναι η εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή, αλλά η αντίστροφη ειδική επενέργεια στη διαμόρφωση των αντικειμένων προς κατανάλωση.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο εδραιώνεται η εσωτερική ενότητα όχι μόνο των αναγκών, της κατανάλωσης με το υλικό, με τα αναλώσιμα αντικείμενα και με τις διαδικασίες πορισμού αντικειμένων προς κατανάλωση δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή, αλλά και με τις διαδικασίες διαμόρφωσης των αντικειμένων προς κατανάλωση. Η διαμόρφωση αντικειμένων προς κατανάλωση χάριν της κατανάλωσης συνιστά την παραγωγή. Συνεπώς, χαρακτηριστικό της μορφής IV είναι η εσωτερική σύνδεση, η εσωτερική ενότητα παραγωγής και κατανάλωσης, με αποφασιστικό τον ρόλο της παραγωγής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο στη μορφή IV ο ρόλος των μέσων επενέργειας της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, τα οποία δεν αποτελούν όργανα του σώματος, είναι κεφαλαιώδης έναντι της κατανάλωσης, των αναγκών, της επενέργειας των οργάνων του σώματος, καθώς επίσης και έναντι των αντικειμένων επί των οποίων αυτά επενεργούν. Και μάλιστα εδώ γίνεται λόγος περί μέσων επενέργειας, τα οποία δεν διαφέρουν μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά από τα δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση αντικείμενα. Τέτοια μέσα επενέργειας μετασχηματίζουν κατ’ αντιστοιχία προς εαυτά και τις ανάγκες και την κατανάλωση και τα αναλώσιμα αντικείμενα. Η εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση καθίσταται δημιουργία των αντικειμένων χάριν της χρείας του καταναλώνοντος, δηλ. η διαμόρφωση αντικειμένων προς κατανάλωση αποτελεί στη δεδομένη περίπτωση τη δημιουργία, την παραγωγή τους. Υπάρχει επομένως, εσωτερική ενότητα των αναγκών, της κατανάλωσης όχι μόνο με το υλικό, με τα αναλώσιμα αντικείμενα, αλλά και με τις διαδικασίες διαμόρφωσης αντικειμένων προς κατανάλωση. Εν τω μεταξύ, στα πλαίσια αυτής της εσωτερικής ενότητας της κατανάλωσης με την παραγωγή, η ίδια η εν λόγω εσωτερική ενότητα ήδη υπάρχει ως διαμελισμένη [ως αρθρωτά διατεταγμένη]. Πράγματι η διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση διαμελίζεται: ξεχωρίζει ως ειδική διαδικασία η παραγωγή μέσων επενέργειας, η οποία διαχωρίζεται από τη διαδικασία παραγωγής αντικειμένων προς κατανάλωση, ενώ ταυτοχρόνως διακρίνεται, ως ξεχωριστή από τα παραπάνω, η διαδικασία άγρας [εξεύρεσης] αντικειμένων για τη διεξαγωγή αυτών των διαδικασιών, αλλά και η εκπαίδευση της επόμενης νέας γενεάς σε αυτά. Η κύρια στιγμή [το κύριο στοιχείο] της μορφής IV είναι η διαδικασία παραγωγής μέσων παραγωγής.

Ωστόσο, η κύρια στιγμή σ’ αυτή την εσωτερική ενότητα κατανάλωσης και παραγωγής, όπως αυτό έγινε ήδη σαφές από τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι είναι η παραγωγή. Παρά το γεγονός ότι η παραγωγή ανακύπτει και σε τελευταία ανάλυση υπάρχει χάριν της κατανάλωσης και συνεπώς, καθορίζεται από την κατανάλωση, υπάγεται σε αυτήν, παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή που έχει πλέον ανακύψει και διαμορφωθεί, διαμορφώνει κατά αποφασιστικό τρόπο την κατανάλωση κατ’ αντιστοιχία προς τον ίδιο τον εαυτό της.

Μέχρι τώρα πορευόμαστε εν γένει και εν συνόλω από την κατανάλωση προς την παραγωγή, γι’ αυτό και μας ενδιαφέρει πρωτίστως και κατά κύριο λόγο ακριβώς το γεγονός, ότι η παραγωγή διεξάγεται χάριν της κατανάλωσης. Και εδώ διακρίνουμε το γεγονός, ότι η κατανάλωση είναι εσωτερικά ενιαία όχι μόνο με τα αναλώσιμα αντικείμενα, αλλά και με τη διαδικασία διαμόρφωσής τους (η διαμόρφωση, η δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση πραγματοποιείται ακριβώς χάριν της κατανάλωσης και υπό αυτή την έννοια υπάγεται στην κατανάλωση).

Η κατανάλωση είναι εσωτερικά ενιαία με τα αναλώσιμα αντικείμενα, υπό την έννοια ότι μόνον εντός της κατανάλωσης το αντικείμενο γίνεται πραγματικά αναλώσιμο [προς κατανάλωση] αντικείμενο.

Η κατανάλωση είναι εσωτερικά ενιαία με τη διαδικασία διαμόρφωσης των αντικειμένων προς κατανάλωση, μόνον όταν η τελευταία αποτελεί διαδικασία δημιουργίας, παραγωγής αντικειμένων προς κατανάλωση, δημιουργίας χάριν κατανάλωσης. Η κατανάλωση σε αυτή την περίπτωση δημιουργεί την παραγωγή με δυο τρόπους. Πρώτον, «το γεγονός ότι μόνο στην κατανάλωση το προϊόν γίνεται πραγματικό προϊόν. Φερ’ ειπείν το φόρεμα γίνεται πράγματι φόρεμα μόνον όταν το φορούν. Ένα σπίτι, στο οποίο δεν κατοικούν εκ των πραγμάτων δεν είναι πραγματικό σπίτι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα προϊόν, σε αντιδιαστολή με το απλό αντικείμενο της φύσης, εκδηλώνεται ως προϊόν, γίνεται προϊόν μόνο στην κατανάλωση» [1 τ. 46, μέρος Ι, σελ. 27]. Δεύτερον, «με το γεγονός, ότι η κατανάλωση δημιουργεί την ανάγκη για νέα παραγωγή, είναι λοιπόν το ιδεατό, εσωτερικό εγερτήριο κίνητρο της παραγωγής που αποτελεί προϋπόθεσή της. Η κατανάλωση δημιουργεί μια ώθηση προς την παραγωγή. Δημιουργεί επίσης και το αντικείμενο εκείνο, το οποίο ως σκοπός δρα με καθοριστικό τρόπο στη διαδικασία της παραγωγής. Και εάν είναι σαφές, ότι η παραγωγή παρέχει στην κατανάλωση το αντικείμενο με την εξωτερική του μορφή, … είναι εξ ίσου σαφές ότι η κατανάλωση θέτει το αντικείμενο της παραγωγής ιδεατά, ως εσωτερικό απείκασμα, ως ανάγκη, ως έλξη και ως σκοπό. Δημιουργεί τα αντικείμενα της παραγωγής ακόμα στην υποκειμενική τους μορφή. Χωρίς την ανάγκη δεν υπάρχει παραγωγή. Αλλά, ακριβώς η κατανάλωση αναπαράγει την ανάγκη» [στο ίδιο σελ. 28]*.

Εδώ κινούμαστε από την εξέταση της κατανάλωσης, στην εξέταση της παραγωγής και επί του παρόντος δεν έχουμε προβεί σε ειδική περιγραφή της παραγωγής, καθώς επίσης και της δημιουργίας κατανάλωσης από την παραγωγή. Σε αυτή την κατεύθυνση εκείνο που έχει σημασία για εμάς προς το παρόν, είναι η περιγραφή μόνο του γεγονότος, ότι η μετάβαση στην παραγωγή γίνεται μέσω του εντοπισμού, της αποκάλυψης της εσωτερικής ενότητας κατανάλωσης και παραγωγής (και μάλιστα με ορισμένη μορφή). Μια ειδική απεικόνιση αυτής της εσωτερικής ενότητας είναι σκόπιμο να δοθεί κατά τη διαδικασία και βάσει της εξέτασης της παραγωγής αφ’ εαυτής και της επίδρασης της παραγωγής στην κατανάλωση.

Στο κεφάλαιο περί της απλούστατης σχέσης, εκ των πραγμάτων αρχίσαμε την απεικόνιση της κοινωνίας από την καθαυτό κατανάλωση, από την κατανάλωση αφ’ εαυτής, ώστε στο επόμενο κεφάλαιο να περάσουμε στην απεικόνιση της παραγωγής. Αλλά η κατανάλωση αφ’ εαυτής «είναι επίσης άμεσα και παραγωγή, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν της φύσης όπου η κατανάλωση χημικών στοιχείων και ενώσεων συνιστά την παραγωγή του φυτού. Όπου, επί παραδείγματι, στη διαδικασία της λήψης τροφής, που αποτελεί μια από τις μορφές κατανάλωσης, ο άνθρωπος παράγει το ίδιο του το σώμα, αυτό είναι σαφές. Αυτό ισχύει και όσον αφορά οποιοδήποτε άλλο είδος κατανάλωσης, το οποίο από τη μεν είτε την δε πλευρά, το καθ’ ένα με τον τρόπο του παράγει τον άνθρωπο. Αυτή είναι καταναλωτική παραγωγή» [στο ίδιο, σελ. 27]. Εδώ εμπίπτει και το γεγονός ότι «… η φυσική πράξη της δημιουργίας απογόνων συνιστά κατανάλωση ζωτικών δυνάμεων» [στο ίδιο, σελ. 26].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, από την παραγωγή της ζωής – του ίδιου του ατόμου και των απογόνων, καθώς επίσης και από τις εξ αυτής της αφορμής σχέσεις, δηλ. ουσιαστικά από την καθαυτό κατανάλωση  (ως απλούστατη σχέση), περνούμε στην καθαυτό παραγωγή, δηλ. στην παραγωγή ζωτικών πόρων.

Η μετάβαση αυτή λαμβάνει χώρα εντός της διαδικασίας ανάπτυξης της αντίφασης μεταξύ των έμβιων όντων και του φυσικού περιβάλλοντός τους. Σε αυτό το κεφάλαιο εξετάσαμε ευσύνοπτα τις βασικές μορφές αυτής της αντίφασης, μέχρι και τη μορφή εκείνη, στην οποία αυτή επιλύεται3.

Ήδη, εντός της μορφής I υπάρχει το «προέμβρυο» ορισμένης αντεπίδρασης στο φυσικό περιβάλλον χάριν της κατανάλωσης: πρόκειται για την επιλεκτική κατανάλωση ουσιών (εδώ, στη δεδομένη περίπτωση, συμπεριλαμβάνουμε και την αποβολή των παραπροϊόντων του μεταβολισμού). Στη μορφή II η αντεπίδραση στο φυσικό περιβάλλον δεν διεξάγεται μόνον άμεσα με την ίδια την κατανάλωση, αλλά διακρίνεται επιπλέον ως σχετικά αυτοτελής διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και το ίδιο το αντικείμενο της φύσης δεν αναλώνεται απλώς, αλλά υφίσταται μιαν επενέργεια προ και εκτός της άμεσης κατανάλωσης. Συνεπώς, η επενέργεια των ανθρώπων στη φύση με τη βοήθεια μόνο των οργάνων του σώματος εμπεριέχει ήδη, θα λέγαμε σε «εμβρυώδη» μορφή, τη μετάβαση από την κατανάλωση έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση στην παραγωγή τους. Ωστόσο, η επενέργεια αυτού του τύπου είναι κατ’ αρχήν περιορισμένη, [δεδομένου ότι] έχει ως όριό της τη δόμηση των οργάνων του σώματος. Πρόκειται για ένα όριο επενέργειας βιολογικά προσδιορισμένο.

Αρκετά πιο πλούσιες δυνατότητες υπάρχουν στη μορφή III (όπου υπάρχει επενέργεια στα μεν αντικείμενα ή διαδικασίες τη φύσης με τη βοήθεια  άλλων αντικειμένων και διαδικασιών της φύσης και μάλιστα και τα μεν και τα δε χρησιμοποιούνται ως δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή). Επιπλέον στη μορφή III η χρησιμοποίηση των οργάνων του σώματος εξακολουθεί να συνιστά μιαν αναγκαιότητα, διότι η επενέργεια διεξάγεται χάριν της κατανάλωσης.

Όπως ήδη επισημάναμε η μορφή III είναι ενδιάμεση. Μόνο στη μορφή IV, οπότε τα μέσα επενέργειας, τα οποία δεν αποτελούν όργανα του σώματος, δεν αποκτούν μόνο λειτουργική, αλλά και μορφολογική διαφορά από τα αντικείμενα που είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, οπότε και μετασχηματίζουν αντιστοίχως εαυτών, αφ’ ενός μεν, και τις ανάγκες, την κατανάλωση, αφ’ ετέρου δε, και τα αντικείμενα που μετατρέπονται σε αναλώσιμα αντικείμενα, τότε ο ίδιος ο μετασχηματισμός των αντικειμένων προς κατανάλωση καθίσταται παραγωγή, η οποία διεξάγεται χάριν της κατανάλωσης.

Και σ’ αυτή τη μορφή εξακολουθεί να συνιστά αναγκαιότητα η χρησιμοποίηση των οργάνων του σώματος για την κινητοποίηση των μέσων επενέργειας, τα οποία δεν αποτελούν όργανα του σώματος, διότι η επενέργεια οφείλει να είναι κατευθυνόμενη, οφείλει να διεξάγεται χάριν της κατανάλωσης4. Η αλήθεια είναι ότι η χρησιμοποίηση των οργάνων του σώματος υποβαθμίζεται στη θέση ενός εκ των ειδών των μέσων επενέργειας, το οποίο μάλιστα είναι υπηγμένο.

Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση με ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή (μορφή IV) προβάλλει εδώ από δυο πλευρές: από την πλευρά της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου, της χρησιμοποίησης των οργάνων του σώματός του και από την πλευρά της εσωτερικής ενότητάς της με την κατανάλωση, δηλ. από την πλευρά της δημιουργίας αντικειμένων προς κατανάλωση, από την πλευρά του αποτελέσματος της επενέργειας. Η ίδια και η αυτή αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση [θεωρούμενη] από την πρώτη προαναφερθείσα πλευρά, συνιστά την εργασία, ενώ [θεωρούμενη] από τη δεύτερη πλευρά, συνιστά την παραγωγή. Πρόκειται περί ενός και του αυτού, [θεωρούμενου] από διαφορετικές πλευρές. Ωστόσο, η έννοια «εργασία» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με μια στενότερη έννοια, ως άμεση χρήση των οργάνων του σώματος του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με τις χρησιμοποιούμενες από τον άνθρωπο φυσικές διαδικασίες, οι οποίες διεξάγονται χωρίς την άμεση εργασιακή συμμετοχή του. Ο Κ. Μαρξ χρησιμοποιούσε τον όρο «εργασία», αντιδιαστέλλοντάς τον στον όρο «παραγωγή», όταν αναφερόταν σε παραδείγματα διαλειμμάτων του εργάσιμου χρόνου: «Έτσι, σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο χρόνος παραγωγής του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου αποτελείται από δυο περιόδους: από μια πρώτη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας το κεφάλαιο βρίσκεται εντός της εργασιακής διαδικασίας και από μια δεύτερη περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου – η μορφή του ημιτελούς προϊόντος – αφήνεται στην επίδραση φυσικών διαδικασιών, χωρίς να βρίσκεται εντός της εργασιακής διαδικασίας» [1, τόμος 24, σελ. 270]*. Εάν με τη στενή έννοια του όρου αυτές οι φυσικές διαδικασίες βρίσκονται εκτός εργασιακής διαδικασίας, με την ευρεία έννοια του όρου εντάσσονται στην εργασιακή διαδικασία.

Στην πορεία της έκθεσης [των αποτελεσμάτων της έρευνας] οδηγηθήκαμε στον εντοπισμό της εσωτερικής ενότητας των διαδικασιών σχηματισμού αντικειμένων προς κατανάλωση και της ίδιας της κατανάλωσης. Ως τέτοια ενότητα ο σχηματισμός αντικειμένων προς κατανάλωση συνιστά την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση. Και μάλιστα η παραγωγή, εφ’ όσον σε τελευταία ανάλυση κατευθύνεται στη δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, είναι και ίδια εντός εαυτής διαρθρωμένη (σε άγρα - πορισμό του υλικού της παραγωγής, παραγωγή μέσων παραγωγής, παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση και παραγωγή του ανθρώπου ως μετόχου της παραγωγής).

Τώρα θα περάσουμε στην ειδική εξέταση της καθαυτό παραγωγής, της παραγωγής ζωτικών πόρων στην εσωτερική (και μάλιστα διαρθρωμένη) ενότητά της με την κατανάλωση.

Προηγουμένως, όμως  [θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε] μία επιπλέον σκέψη εξ αφορμής των μορφών εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση που περιγράψαμε. Η πραγματοποίηση των τριών πρώτων μορφών εξαρτάται κατά αποφασιστικό τρόπο από το φυσικό περιβάλλον. Η πραγματοποίηση της μορφής IV εξαρτάται κατά αποφασιστικό τρόπο από την παραγωγή μέσων παραγωγής και όχι από το φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, και στη μορφή IV το φυσικό περιβάλλον, πρώτον, παραμένει αναγκαίος όρος της παραγωγής, της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση και της κατανάλωσης και δεύτερον, στη μορφή IV διατηρούνται σε ανηρημένη, μετασχηματισμένη, υπηγμένη μορφή οι σχέσεις προς το φυσικό περιβάλλον, οι οποίες προσιδιάζουν στις υπόλοιπες μορφές. Εφ’ όσον και στο βαθμό που το φυσικό περιβάλλον αποτελεί – αν και όχι τον κύριο, όχι τον αποφασιστικό, πλην όμως παράγοντα ανάπτυξης της παραγωγής, της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, το φυσικό περιβάλλον εντάσσεται στην παραγωγή σε ανηρημένη μορφή. Η παραγωγή συνιστά ορισμένη αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης. Επομένως, δεν επιδρά στη φύση μόνον ο άνθρωπος, αλλά και η φύση επιδρά στον άνθρωπο.

Στις μορφές I και II, στο βαθμό που αυτές εκλαμβάνονται ως σχετικά αυτοτελείς και όχι απλώς ως υποταγμένες στη μορφή IV, παρατηρούμε ότι υπερτερεί η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο. Η μορφή III είναι μια μορφή ενδιάμεση. Στη μορφή IV αποφασιστική, καθοριστική γίνεται η επίδραση που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση, ενώ η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο γίνεται υπηγμένη. Γι’ αυτό και αρχίζουμε την ειδική εξέταση της μορφής IV αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης από την πλευρά της επίδρασης [επενέργειας] που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση. Αλλά η αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης [θεωρούμενη] από την πλευρά της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτήν είναι η εργασία.



1 Εδώ γίνεται λόγος για αυτό που είναι χαρακτηριστικό ζώων και φυτών και όχι για εκείνο που προσιδιάζει σ’ όλα τα ζώα σε αντιδιαστολή με όλα τα φυτά είτε αντιστρόφως. Τα φυτά δεν είναι απολύτως ακίνητα στη διαδικασία εξασφάλισης των ζωτικών λειτουργιών τους, αλλά και μεταξύ των ζώων υπάρχουν ορισμένα με αρκούντως έκδηλα στοιχεία «ακίνητου τρόπου ζωής».

2 Εξυπακούεται ότι η διαμόρφωση μέσων επενέργειας τα οποία δεν διαφέρουν μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά από τα δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση, οδηγεί σε ορισμένο μετασχηματισμό και του άλλου ακραίου όρου: του οργανισμού του έμβιου όντος. Ωστόσο, υπενθυμίζουμε ότι κατά τη λογική εξέταση είναι απαραίτητο να εκκινούμε από τη βιολογία του ανθρώπου ως ήδη δεδομένη.

* βλ. και: 273, Α, σ. 59. – σ.τ.μ.

3 Ήδη από εδώ πρέπει να πούμε πως, παρά το γεγονός ότι η μετάβαση στην επενέργεια επί των διαδικασιών διαμόρφωσης των προς κατανάλωση αντικειμένων χάριν της παραγωγής συνιστά επίλυση της αντίφασης μεταξύ των διαδικασιών διαμόρφωσης αντικειμένων προς κατανάλωση και κατανάλωσης, η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να παραμερισθεί πλήρως, αλλά αναβαθμίζεται, αίρεται σε έναν ανώτερο ποιοτικώς αναβαθμό. Ο άνθρωπος υποτάσσει τη φύση χάριν της κατανάλωσής του. Ωστόσο, παρά την «υποταγή»  της η φύση έχει το δικό της «χαρακτήρα», η φυσική διαφορά μεταξύ διαδικασιών δημιουργίας αντικειμένων προς κατανάλωση και της ίδιας της κατανάλωσης δεν εξαφανίζεται πλήρως. Τουναντίον, η αύξουσα και τελειοποιούμενη υποταγή της φύσης από τον άνθρωπο, έχει ως επακόλουθο την ανάπτυξη και εκδήλωση σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, σε όλο και μεγαλύτερο βάθος της «αντίστασης» της φύσης στη διάλυση των διαδικασιών που εκτυλίσσονται εντός της. Μιας «αντίστασης», η οποία επιτείνει κατά αύξοντα τρόπο τις δυσχέρειες της διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης των ανθρώπων. Αυτή η «αντίσταση» της φύσης σε τελευταία ανάλυση εξαναγκάζει και θα αναγκάσει τελικά [τον άνθρωπο] να περάσει από την «υποταγή» στην «ισονομία», όπου η υποταγή της φύσης στους σκοπούς του ανθρώπου [θα] εξισορροπείται με τη δραστηριότητα του ανθρώπου που κατατείνει στη διατήρηση και στην ανανέωση – επανάκτηση της φύσης, όπως αυτή υπάρχει αφ’ εαυτής. Εξαναγκάζει επίσης [τον άνθρωπο] σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό να εξέρχεται  των ορίων της επίγειας διαβίωσης της ανθρωπότητας.

Η διατήρηση του αμετάβλητου της ανθρωπότητας ως βιολογικού είδους (γένους) θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την ικανότητά της να διατηρήσει τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα αυτής της κατάστασης.

Εάν όμως σε τελευταία ανάλυση η καταστροφή των φυσικών διαδικασιών, όπως αυτές εκτυλίσσονται αφ’ εαυτές, δεν εξισορροπηθεί από την ανανέωσή τους σ’ αυτή την «πρωτόπλαστη» μορφή τους (και η παραβίαση αυτής της «ισορροπίας» θα είναι αύξουσα στο βαθμό που εξαντλούνται οι δυνατότητες του γήινου περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του φλοιού, του υπεδάφους και του «περιβλήματος» της γης), τότε αργά ή γρήγορα θα τεθεί ενώπιον της ανθρωπότητας το δίλημμα: αλλαγή της βιολογικής της φύσης, ή θάνατος. Δεδομένου όμως, ότι ουσιαστικά, όποιες προσπάθειες και αν καταβάλλει η ανθρωπότητα, είναι ανέφικτη η επανάκτηση των φυσικών διαδικασιών στην καθ’ όλα «πρωτόπλαστη» μορφή τους, οι άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον την ανάγκη και βιολογικής προσαρμογής στο νέο περιβάλλον. Η παρατεταμένη, η μόνιμη διαβίωση του ανθρώπου σε εξωγήινες, σε τεχνητά δημιουργημένες συνθήκες είναι αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, θα οδηγήσει, κατά τη γνώμη μας, τελικά σε κάποια αλλαγή της βιολογίας του ανθρώπου (κατά την άποψή μας, εικασίες που θέλουν το τεχνητό περιβάλλον που θα διαμορφώνουν οι άνθρωποι εκτός της σφαίρας της γήινης διαβίωσης, να συμπίπτει σε πλήρη βαθμό με το φυσικής προελεύσεως περιβάλλον, είτε ακριβέστερα, να είναι πανομοιότυπη η επίδραση από το μεν και το δε περιβάλλον, είναι μάλλον απίθανο να ευσταθούν, δεδομένου ότι οι τεχνητές επιδράσεις που ασκούνται στον άνθρωπο, δεν μπορούν από τη φύση τους να είναι εντελώς ταυτόσημες με τις φυσικές).

4 Ο άνθρωπος με τα όργανα του σώματός του παραμένει πάντοτε αναγκαία στιγμή, συστατικό στοιχείο της επενέργειας.

* βλ. και: 273, τ. 2ος, σελ. 236 – σ.τ.μ.