MEPOΣ II
H δομή της κοινωνίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η απλούστατη σχέση της κοινωνίας ως διαδικασίας
H διάρθρωση της απλούστατης σχέσης
Η διάγνωση σε ανεπτυγμένη μορφή της διάρθρωσης, είτε της δομής της
κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της διάκρισης σε «καθαρή» μορφή της
απλούστατης σχέσης της, είναι εφικτή μόνον κατά την αναπαράσταση της
ανεπτυγμένης κοινωνίας. Η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, σε αντιδιαστολή με την
προϊστορία της, κατά τη γνώμη μας, συνδέεται με την ανεπτυγμένη ανθρώπινη
κοινωνία. Ήδη κατά το τελευταίο στάδιο της προϊστορίας της ανθρώπινης
κοινωνίας, δηλαδή επί κεφαλαιοκρατίας, δημιουργούνται πραγματικές δυνατότητες
για τη μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, εξ ου και ορισμένες
δυνατότητες για τη διάγνωση σε ανεπτυγμένη μορφή της δομής της κοινωνίας
(συμπεριλαμβανομένων και δυνατοτήτων διάκρισης σε λίγο –πολύ «καθαρή» μορφή της
απλούστατης σχέσης της κοινωνίας). Παρ’ όλα αυτά όμως οι προ της οικοδόμησης
του σοσιαλισμού δυνατότητες για τη διάκριση της απλούστατης σχέσης της
κοινωνίας διαφέρουν ουσιαστικά από τις δυνατότητες εκείνες που δημιουργούνται
με την εμφάνιση του σοσιαλισμού, δηλαδή του κομμουνισμού ο οποίος βεβαίως ακόμα
μόλις αρχίζει να διαμορφώνεται.
Η ανεπτυγμένη ανθρώπινη κοινωνία
εγείρεται ενώπιον του νοητικού πεδίου εκείνων που επιδίδονται στην εξέτασή της
ως ένα σύνολο ανθρώπων. Ο αναλυτικός διαμελισμός της κοινωνίας, της
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, ειλημμένης ως δεδομένης, οδηγεί στη διάκριση του
μεμονωμένου ανθρώπου, δηλ. του ατόμου1, το οποίο επίσης προβάλλει
ως δεδομένο. Μάλιστα εάν η κοινωνία εντοπίζεται ως δεδομένη, και το άτομο
εκλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά όμως ότι ο άνθρωπος είναι ένα
δεδομένο στοιχείο, ενώ η κοινωνία αποτελεί τη δεδομένη προσδιορισμένη
αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων. Συνεχίζοντας την ανάλυση, οδηγούμαστε στο προφανές
εκείνο γεγονός, ότι ο κάθε άνθρωπος, το κάθε άτομο πρέπει προπαντός να ζει, να
υποστηρίζει τη βιολογική ύπαρξη του ίδιου και του βιολογικού του είδους.
Εάν εξετάζουμε τον άνθρωπο ως
δεδομένο στοιχείο της κοινωνίας, το πρώτο που πέφτει στην αντίληψη μας είναι το
γεγονός ότι είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα έμβιο ον, το οποίο υποστηρίζει
τη ζωή του και συνεχίζει το βιολογικό του είδος. Αυτό το γεγονός είναι που
προβάλλει προπαντός κατά την εξέταση του ανθρώπου και της κοινωνίας με τη
μέγιστη αμεσότητα, και μ’ αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί ως η «επιφάνεια»,
το «είναι» της διαδικασίας (της ανθρώπινης κοινωνίας).
Συνεπώς, και η πορεία της ανάλυσης
και η τα μέγιστα άμεση, μη διαμεσολαβημένη θεώρηση του ανθρώπου και των σχέσεων
μεταξύ των ανθρώπων οδηγούν στη διάκριση της απλούστατης σχέσης της κοινωνίας,
της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον του για την υποστήριξη της
ζωής του και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων για τη συνέχιση του βιολογικού τους είδους.2
Και οι δύο προαναφερθείσες αλληλεπιδράσεις συνιστούν σε τελευταία ανάλυση,
σχετικά αυτοτελείς διαδικασίες στα
πλαίσια μίας: της εσωτερικά ενιαίας βιολογικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων
μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση. Και μάλιστα εδώ δεν γίνεται λόγος απλώς
περί βιολογικής αλληλεπίδρασης κάποιων
εμβίων όντων μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση, αλλά περί της βιολογικής
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση.
Ωστόσο, εδώ δεν διακρίνεται η αυστηρά κοινωνική, αλλά ακριβώς η βιολογική
αλληλεπίδραση.
Μπορούμε να διευκρινίσουμε τη σκέψη
περί αυτής της απλούστατης σχέσης της ανθρώπινης κοινωνίας προτρέχοντας λίγο
και εντάσσοντας στην εξέτασή μας μιαν ιστορική πτυχή. Η απλούστατη σχέση της
δεδομένης διαδικασίας, του δεδομένου αντικειμένου, αποτελεί την αναγκαία
ιστορική προϋπόθεση της εμφάνισης αυτής της διαδικασίας, αυτού του
αντικειμένου, μετατρεπόμενη με την εμφάνιση της ουσίας της εν λόγω διαδικασίας (του εν λόγω αντικειμένου)
σε αναγκαία συνθήκη, σε όρο της λειτουργίας του. Ωστόσο, η απλούστατη σχέση
είναι μια τέτοια αναγκαία ιστορική προϋπόθεση της δεδομένης διαδικασίας, του
δεδομένου αντικειμένου, η οποία όταν φθάσει σε ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης,
μετατρέπεται η ίδια σε διαφορετική – ως προς το ποιόν και την ουσία της –
διαδικασία, διατηρούμενη εντός [αυτής της διαφορετικής διαδικασίας] ως
ανηρημένη, ως μετασχηματισμένη στιγμή
της. Η βιολογική αλληλεπίδραση των έμβιων όντων μεταξύ τους και με την υπόλοιπη
φύση υπάρχει πριν από την εμφάνιση του
κοινωνικού. Με τη διαμόρφωση του κοινωνικού αυτό το βιολογικό, αφ’ ενός μεν
γίνεται αναγκαία συνθήκη, όρος της ύπαρξης και ανάπτυξης του κοινωνικού, αφ’
ετέρου δε, αυτό το βιολογικό εντάσσεται στην κίνηση του κοινωνικού,
μετασχηματίζεται από αυτό και μετατρέπεται σε ανηρημένη, τροποποιημένη στιγμή
της κίνησης του κοινωνικού. Φυσικά, η βιολογική αλληλεπίδραση των ανθρώπων
μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση ποτέ δεν θα μετασχηματισθεί πλήρως και
απολύτως από το κοινωνικό. Ο όρος ποτέ δεν μετατρέπεται πλήρως μόνο σε
επακόλουθο αυτού τον όρο του οποίου συνιστά. Παρ’ όλα αυτά όμως, αυτό το
βιολογικό ως προϋπόθεση, ως όρος του κοινωνικού προϋποθέτει κατ’ ανάγκη το
κοινωνικό, δεν υφίσταται μόνο ως
«καθαρά» βιολογικό.
Αντικείμενο της εξέτασης μας είναι η
κοινωνία, η αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Γι ’αυτό και δεν διακρίνουμε το
βιολογικό εν γένει, αλλά [το βιολογικό] στον άνθρωπο, στις σχέσεις μεταξύ των
ανθρώπων και μάλιστα αρχικώς κατ’ εξοχήν το βιολογικό ως όρο, ως προϋπόθεση του
κοινωνικού, δηλ. από την άποψη της γνωστικής διαδικασίας το βιολογικό στον
άνθρωπο και στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις διακρίνεται όπως αυτό προβάλλει
προ της ειδικής ανάδειξης των χαρακτηριστικών του κοινωνικού, είτε σε σχετική
(αλλά όχι απόλυτη) ανεξαρτησία από το κοινωνικό. Δεδομένου ότι αυτή η
ανεξαρτησία είναι σχετική και όχι απόλυτη, δεδομένου ότι εκείνο που εξετάζεται
εδώ είναι η προϋπόθεση και η προϋπόθεση
δεν υφίσταται χωρίς εκείνο, την προϋπόθεση του οποίου αυτή συνιστά,
εξυπακούεται ότι στα πλαίσια αυτής της εξέτασης είναι μεν ήδη απ’ εδώ παρόν ο
δεσμός, η ενότητα του βιολογικού με το κοινωνικό, πλην όμως δεν φωτίζεται
ειδικά.
Η βιολογική αλληλεπίδραση των
ανθρώπων μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση, δεν ταυτίζεται πλήρως με
την αλληλεπίδραση που έχουν τα ζώα
μεταξύ τους και με την υπόλοιπη φύση, δεδομένου ότι αυτή [η αλληλεπίδραση],
ούτως η άλλως, στη μεν ή στη δε σχέση, είναι πάντοτε εξανθρωπισμένη. Αλλά ενόσω
η πραγμάτευση του ανθρώπου διεξάγεται άμεσα [μη διαμεσολαβημένα] και δεν
αναδεικνύονται ειδικά τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού, δεν εξηγείται το γιατί
και πως αναπτύσσεται, το γιατί και πως «παράγεται» το ιδιότυπα ανθρώπινο στον
άνθρωπο, δεν μπορεί να διακριθεί ειδικά αυτό το οποίο προσιδιάζει στον άνθρωπο
ακριβώς ως άνθρωπο, από εκείνο το οποίο του προσιδιάζει όπως [προσιδιάζει] σε
κάθε ζώο.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο άνθρωπος
προβάλλει σ’ αυτό το στάδιο της εξέτασης
κατ’ εξοχήν (αλλά όχι αποκλειστικά) από την άποψη της βιολογικής του φύσης, των
βιολογικών του αμοιβαίων σχέσεων με το περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους,
ενώ το περιβάλλον [προβάλλει] κατά κύριο λόγο από την άποψη της φυσικής
προσδιοριστίας του. Εδώ γίνεται λόγος ακριβώς περί των ανθρώπων, αλλά στη
βιολογική προσδιοριστία τους, εντός των βιολογικών αμοιβαίων σχέσεων τους. Ο
άνθρωπος εξ υπαρχής εντοπίζεται εντός της ενότητας βιολογικού και κοινωνικού.
Φέρ’ ειπείν οι ανάγκες υπόδησης και
ένδυσης είναι φυσικές ανάγκες εφ’ όσον τα υποδήματα και τα ενδύματα είναι
απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής. Ωστόσο, ακόμα και αν δεν γίνεται αναφορά
στον χαρακτήρα των υποδημάτων και της ένδυσης, η ανάγκη για αυτά είναι ίδιον
του ανθρώπου, ώστε να προστατευθεί από δυσμενείς εξωτερικές επιδράσεις. Παρ’
όλα αυτά όμως, το κοινωνικό πρωταρχικώς προβάλλει ως άμεσα ενιαίο με το
βιολογικό και κατά κάποιο τρόπο ως στιγμή του βιολογικού, διότι η υποστήριξη
και η γέννηση της ζωής του ανθρώπου αποτελεί κατά τον εγγύτερο και άμεσο τρόπο
ζωώδη, βιολογική ύπαρξη και γέννηση του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η άμεση
ενότητα βιολογικού και κοινωνικού στους άμεσα εξεταζόμενους ανθρώπους,
προβάλλει πρωτίστως με την βιολογική πλευρά αυτής της ενότητας. Και μάλιστα
αυτή η βιολογική πλευρά είναι διττή. Συνιστά βιολογική σχέση των
ανθρώπων προς αλλήλους και προς την υπόλοιπη φύση.
Μετά την ανάδειξη των
χαρακτηριστικών του βιολογικού στον άνθρωπο και στις σχέσεις των ανθρώπων προς
αλλήλους (του βιολογικού το οποίο εκλαμβάνεται στη σχετική του ανεξαρτησία
έναντι του κοινωνικού), θα γίνει ειδική εξέταση του κοινωνικού και στη συνέχεια
θα τεθεί υπό ειδική μελέτη η εκδήλωση του κοινωνικού στο βιολογικό, η ενότητα
κοινωνικού και βιολογικού καθώς και οι μορφές αυτής της ενότητας.
Η ενότητα βιολογικού και κοινωνικού
είναι παρούσα εξ υπαρχής κατά την παρουσίασή μας. Και η εν λόγω ενότητα δεν
παρουσιάζεται μεν ειδικά, πλην όμως επιδρά στην αλληλουχία και στον χαρακτήρα
εξέτασης του βιολογικού.
Κατά την αναπαράσταση της καθαρά
βιολογικής αλληλεπίδρασης (η οποία
λαμβάνεται από ιστορικής σκοπιάς) οργανισμού και περιβάλλοντος, μια αυστηρά
συνεπής παρουσίαση οφείλει να ξεκινήσει από την ανάδειξη των χαρακτηριστικών
του περιβάλλοντος. Από αυτό οφείλουν να εξαχθούν οι δυνατότητες ύπαρξης των μεν
είτε των δε οργανισμών, να αναπαρασταθεί η διάρθρωσή τους, η λειτουργία τους
κλπ..., και μόνο κατόπιν τούτου να δοθεί το περίγραμμα της αντεπίδρασης των
οργανισμών στην περιβάλλουσα φύση. Η εν λόγω αλληλουχία υπαγορεύεται από το
γεγονός ότι κατά την μορφοποίηση και την αλλαγή της στενά βιολογικής
αλληλεπίδρασης του οργανισμού με το
περιβάλλον, σε τελευταία ανάλυση, το κύριο είναι η επενέργεια του περιβάλλοντος
στον οργανισμό και όχι το αντίστροφο. Κατά την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με
την περιβάλλουσα φύση, τουναντίον, αποδεικνύεται ότι το κύριο είναι η
επενέργεια του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, εφόσον ο άνθρωπος κατά κύριο
λόγο δεν προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον, αλλά υπερτερεί η «προσαρμογή»
αυτού [του περιβάλλοντος] στον ίδιο, ο μετασχηματισμός του. Γι’ αυτό κατά την
εξέταση της βιολογικής αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον
χρειάζεται να αρχίσουμε ακριβώς από τη σχέση των ανθρώπων ως βιολογικών όντων
προς την φύση και προς αλλήλους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζουμε την
εξέταση της κοινωνίας ακριβώς από τη βιολογική αλληλεπίδραση των ανθρώπων με
την υπόλοιπη φύση, υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτόν τον προσδιορισμό
εμπεριέχεται η εξέταση της βιολογικής σχέσης των ανθρώπων προς αλλήλους.
Η ίδια η βιολογική αλληλεπίδραση των
ανθρώπων με την υπόλοιπη φύση είναι μια διαδικασία, η οποία μπορεί να αναπαρασταθεί μόνο μέσω μιας γνωστικής διαδικασίας.
Από πού λοιπόν είναι σκόπιμο να ξεκινήσει η αναφορά στα χαρακτηριστικά της
βιολογικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με την υπόλοιπη φύση;
Τα συστατικά στοιχεία [της εν λόγω
σχέσης] αλληλεπιδρούν. Όμως όπως προαναφέραμε, κατά την αναπαράσταση της
βιολογικής αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον είναι αναγκαίο να
αρχίσουμε από τον άνθρωπο και όχι από το περιβάλλον. Ας εξετάσουμε κατ’ αρχήν
το ένα από τα συστατικά στοιχεία της εν λόγω αλληλεπίδρασης, είτε – επί του
παρόντος – την αλληλεπίδραση μόνον από την πλευρά του ενός συστατικού
στοιχείου. Ο άνθρωπος ως συστατικό στοιχείο αυτής της αλληλεπίδρασης είναι ένα
έμβιο ον με ορισμένο οργανισμό, με ορισμένη διάρθρωση του σώματός του. Εάν ένας
οργανισμός με ορισμένη διάρθρωση είναι δεδομένος, εάν υφίσταται άμεσα (και ο
άνθρωπος υπό την ιδιότητα του έμβιου όντος εκλαμβάνεται εδώ απλώς ως
δεδομένος), για την υποστήριξη της ζωής του είναι απαραίτητο το αντίστοιχο
περιβάλλον.
Εφ’ όσον ο οργανισμός του ανθρώπου
θεωρείται δεδομένος, ο οργανισμός προβάλλει ως αμετάβλητος, επομένως, και το
φυσικό περιβάλλον θεωρείται ότι δεν μεταβάλλεται σε βαθμό που να προκαλεί
αλλαγές στη διάρθρωση του ανθρώπινου οργανισμού.
Εάν η βιολογική αλληλεπίδραση των
ανθρώπων με τη φύση εντοπίζεται ως κάτι το δεδομένο και άμεσα υφιστάμενο, το
πρώτο που προβάλλει κατά την εξέτασή της είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος
οφείλει να ζει, να υποστηρίζει την ύπαρξή του και μόνο κατόπιν αυτού, ότι παράγει μια νέα ζωή, ότι υποστηρίζει την
ύπαρξη του βιολογικού του είδους.
Η υποστήριξη από τον κάθε άνθρωπο
της ίδιας του της ύπαρξης αποτελεί υλοποίηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και
περιβάλλοντος για τη διατήρηση του ανθρώπου. Εδώ υπάρχουν δύο συστατικά
στοιχεία: α) ο άνθρωπος ως έμβιο ον με ορισμένη διάρθρωση και β) το φυσικό
περιβάλλον ως όρος της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Φυσικά, κατά τον λογικό
τρόπο εξέτασης, τα εν λόγω συστατικά στοιχεία διακρίνονται δια της αφαίρεσης
από εκείνη την βαθμίδα της ανάπτυξης της ανθρωπότητας κατά την οποία υπάρχει
πλέον το σύγχρονο βιολογικό είδος του ανθρώπου, καθώς και η μεταβολή του
φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Το μόνο που διακρίνεται επί του παρόντος,
είναι το γεγονός ότι και μετά τη διαμόρφωση του ανθρώπου ως ξεχωριστού
βιολογικού είδους και την ύπαρξη της κοινωνικής παραγωγής, ο άνθρωπος παραμένει
πάντοτε ένα έμβιο ον με ορισμένη σωματική διάρθρωση, και το φυσικό περιβάλλον
(ούτως ή άλλως, έστω και σε ποικίλους βαθμούς μετασχηματισμένο) [παραμένει]
αναγκαίος όρος της βιολογικής του ύπαρξης.
Ορισμένη χρεία, ορισμένες
«απαιτήσεις» του οργανισμού προς το περιβάλλον αποτελούν τις ανάγκες3 του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Οι
ανάγκες είναι βιολογικές εάν είναι απαραίτητες, αφ’ ενός μεν, για την
υποστήριξη της ζωής του ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε, για τη γέννηση μιας νέας ζωής.
Οι βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου υφίστανται κατά τον απλούστερο τρόπο και με
την ελάχιστα μετασχηματισμένη κοινωνική μορφή, στην περίπτωση κατά την οποία
ικανοποιούνται άμεσα [μη διαμεσολαβημένα] και με τη βοήθεια της παρθένου φύσης
(π.χ. η αναπνοή σε συνθήκες ατμόσφαιρας χωρίς ρύπους από την μετασχηματιστική
δραστηριότητα του ανθρώπου).
Εάν όμως οι απαραίτητες βιολογικές
ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μόνον από την παρθένο φύση αφ’ εαυτής, εάν
μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω και βάσει του μετασχηματισμού της φύσης, και στο
βαθμό που οι βιολογικές ανάγκες αρχίζουν να εντάσσονται είτε εντάσσονται στην
κίνηση της κοινωνίας, έπεται ότι αυτές γίνονται βιολογικές ανάγκες με κοινωνική
«χροιά». Και τα ζώα αλλάζουν τη φύση σε ποικίλους βαθμούς, όμως η αλλαγή αυτή –
σε αντιδιαστολή με τον άνθρωπο - δεν είναι το χαρακτηριστικό για αυτά γνώρισμα,
δεν αποτελεί εκείνη τη βάση επί της οποίας εδράζεται η ιδιοτυπία τους υπό την
ιδιότητα των ζώων. Αργότερα, θα προβούμε σε εκτενέστερη αναφορά σε αυτό, καθώς
επίσης και στα στάδια της μετατροπής της ζωώδους επίδρασης στο περιβάλλον σε
ανθρώπινη επίδραση στο περιβάλλον.
Οι βιολογικές σχέσεις των ανθρώπων
προς τη φύση και προς αλλήλους αποκτούν ιδιότυπα ανθρώπινη χροιά, εάν η
πραγματοποίησή τους ούτως ή άλλως, στον ένα ή τον άλλο βαθμό διαμεσολαβείται
από τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού της φύσης, είτε από
διαδικασίες, οι οποίες αναφύονται επί της βάσης αυτού του μετασχηματισμού.
Τέτοιες βιολογικές σχέσεις γίνονται συνάμα και κοινωνικές.
Εφ’ όσον ο άνθρωπος, ο οποίος κατά
την περιγραφή των χαρακτηριστικών της απλούστατης σχέσης λαμβάνεται ως δεδομένο
έμβιο όν, προβάλλει, υπό προϋποτιθέμενες συνθήκες, ως ον που έχει ανάγκη
ορισμένου περιβάλλοντος, ως όν το οποίο έχει ανάγκες, τότε έπεται ότι το μεν
φυσικό περιβάλλον είναι τελικά όρος της βιολογικής ύπαρξης των ανθρώπων, τα δε
αντικείμενα του φυσικού περιβάλλοντος προβάλλουν ως αντικείμενα που είναι
κατάλληλα να ικανοποιήσουν ανάγκες.
Η περιγραφή των χαρακτηριστικών της
εν λόγω αλληλεπίδρασης με τη διάκριση μόνο των απαραίτητων βιολογικών αναγκών
και των αντικειμένων που είναι σε θέση να τις ικανοποιήσουν αποτελεί περιγραφή
αυτής της σχέσης ως σχέσης εν δυνάμει. Η πραγματοποίηση αυτής της σχέσης είναι
η κατανάλωση, δηλ. η ικανοποίηση των αναγκών μέσω αντικειμένων που είναι
κατάλληλα να τις ικανοποιήσουν. (Σύμφωνα με το θέμα του παρόντος κεφαλαίου, εδώ
εννοούμε τις απαραίτητες βιολογικές ανάγκες, τα κατάλληλα να τις ικανοποιήσουν
αντικείμενα και την ίδια τη διαδικασία αυτού του είδους ικανοποίησης). Η
απλούστατη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας, μία σχέση που εκλαμβάνεται ως
πραγματοποιούμενη, είναι η κατανάλωση ως ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του
ανθρώπου.
Ήδη από μόνη της εν εαυτή η
κατανάλωση, με την ίδια τη διεξαγωγή της εισάγει αλλαγές στους όρους ανανέωσής
της, δεδομένου ότι καταστρέφει τα προς κατανάλωση αντικείμενα. (Κατά την
εξέταση της κατανάλωσης αποκαλύπτεται ότι η κατανάλωση του αντικειμένου της
ανάγκης αλλάζει την ίδια την ανάγκη. Τώρα πλέον η ανάγκη προβάλλει ως
εξαρτώμενη όχι μόνον από τον οργανισμό, αλλά και από το περιβάλλον, από τις
ιδιαιτερότητές του). Η ανανέωση των προς κατανάλωση αντικειμένων μέσω άλλων
φυσικών διαδικασιών και η ικανοποίηση των ζωωδών αναγκών του ανθρώπου,
συνιστούν διαφορετικές φυσικές διαδικασίες. Εξ αιτίας αυτής της διαφοράς, [οι
εν λόγω διαδικασίες] δεν μπορούν να βρίσκονται σε μια σταθερή, πάγια αμοιβαία
αντιστοιχία.
Όταν εντοπίζεται ο άνθρωπος ως έμβιο
ον και το περιβάλλον ως όρος της βιολογικής του ύπαρξης, επισημαίνεται η
εξωτερική σχέση του ανθρώπου ως έμβιου όντος και του περιβάλλοντος. Όταν
εντοπίζονται οι απαραίτητες βιολογικές ανάγκες και τα αντικείμενα που είναι
κατάλληλα να τις ικανοποιήσουν, πραγματοποιείται η μετάβαση στην εξέταση της
εσωτερικής σχέσης μεταξύ του ανθρώπου ως έμβιου όντος και του περιβάλλοντος.
Αλλά η καθαυτό εσωτερική σχέση του ανθρώπου ως έμβιου όντος και του
περιβάλλοντος είναι η κατανάλωση, δηλ. η ίδια η διαδικασία της ικανοποίησης των
σωματικών αναγκών μέσω αντικειμένων προς κατανάλωση (υπενθυμίζουμε ότι εδώ η κατανάλωση λαμβάνεται στη μορφή εκείνη
κατά την οποία δεν διακρίνεται το μέσο ικανοποίησης των αναγκών, όπου το
μόνο που υπάρχει είναι, αφ’ ενός μεν, ο καταναλωτής με την ανάγκη του, αφ’
ετέρου δε, το αντικείμενο (είτε τα αντικείμενα) προς κατανάλωση).
Εφ’ όσον παρακολουθήσαμε τη σχέση
μεταξύ ανθρώπου ως έμβιου όντος και περιβάλλοντος «αφ’ υψηλού», ας κατεβούμε
χαμηλότερα και ας κάνουμε την ίδια διαδρομή
φερ’ ειπείν επί της γης: θα εξετάσουμε την εν λόγω σχέση κάπως
διεξοδικότερα και ταυτοχρόνως θα αναλύσουμε την μετάβαση προς περιπλοκότερες
σχέσεις.
Από την άποψη της αναγκαιότητας
υποστήριξης της βιολογικής του ύπαρξης, ο άνθρωπος προβάλλει ως έμβιο ον το
οποίο διαθέτει έναν οργανισμό με ορισμένη διάρθρωση. Ένας οργανισμός με
ορισμένη διάρθρωση έχει χρεία ορισμένου περιβάλλοντος. Αυτή η χρεία, οι
«απαιτήσεις» του οργανισμού προς το περιβάλλον είναι οι φυσικές ανάγκες και οι
καθοριζόμενες σε τελευταία ανάλυση από αυτές ψυχικές ανάγκες, δηλαδή, συνολικά,
είναι οι βιολογικές του ανάγκες. Οι βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου δεδομένου
ότι καθορίζονται ακριβώς από τη διάρθρωση του οργανισμού παραμένουν
(τουλάχιστον μέχρι τώρα και κατά βάση) αμετάβλητες στις διάφορες ιστορικές
εποχές της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ενόσω ο άνθρωπος από βιολογικής πλευράς
δεν αλλάζει (η τουλάχιστον δεν αλλάζει ουσιαστικά και αισθητά), διατηρείται και
κάτι αμετάβλητο στις ανάγκες, στις απαιτήσεις του ανθρώπινου οργανισμού από το
περιβάλλον, παρά την ύπαρξη και τη διαμόρφωση άπειρης ποικιλομορφίας
αντικειμένων προς κατανάλωση, παρά τις αλλαγές στην κλίμακα αξιών και
αξιολογήσεων των ζωωδών αναγκών κλπ...4
Η δομή των βιολογικών αναγκών
εξαρτάται από τη διάρθρωση του οργανισμού του ανθρώπου: ανάγκες ικανοποιούμενες
μέσω πεπτικών διαδικασιών (ανάγκη τροφής και νερού), αναπνοής (ανάγκη αέρα),
αφόδευσης (ανάγκη αποβολής από τον οργανισμό των κατάλοιπων που δημιουργούνται
κατά την πέψη και την αναπνοή), [ανάγκες] για διαδικασίες άμυνας και κίνησης,
για δραστηριότητα των αισθητηρίων οργάνων και του εγκεφάλου (ανάγκες
αισθητηριακών ερεθισμάτων ορισμένου μεγέθους και χαρακτήρα, προσανατολιστικές
ανάγκες…) κλπ...
Η κάθε βιολογική ανάγκη μπορεί να
προσδιορισθεί ποιοτικώς και ποσοτικώς. Η κάθε βιολογική ανάγκη έχει και το
μέτρο της (ενότητα ποιότητας και ποσότητας). Η ικανοποίηση μιας ανάγκης του
οργανισμού σε υπέρμετρο βαθμό, επιδρά δυσμενώς στον οργανισμό του ανθρώπου.
Υπάρχει φέρ’ ειπείν ορισμένο φάσμα θερμοκρασιών η υπέρβαση του οποίου (προς τα επάνω
ή προς τα κάτω) καθιστά αδύνατη την παρατεταμένη ύπαρξη του οργανισμού του
ανθρώπου. Και μάλιστα, τηρουμένων των λοιπών συνθηκών αμετάβλητων, όσο
μικρότερη είναι η απόκλιση της θερμοκρασίας από το εν λόγω φάσμα, τόσο
παρατείνεται η δυνατότητα ύπαρξης του ανθρώπινου οργανισμού και αντιστρόφως.
Υπάρχει ορισμένη συσχέτιση διαφορετικών βιολογικών αναγκών και ένα μέτρο
αντιστοιχίας μεταξύ διαφόρων βιολογικών αναγκών καθώς επίσης και αντιφάσεις
στην ικανοποίηση αυτών των διαφορετικών αναγκών. Εάν φέρ’ ειπείν η ανάγκη
τροφής ικανοποιείται τα μέγιστα, ενώ η ανάγκη κίνησης ελάχιστα, αυτό αποτελεί
μίαν αντίφαση η οποία επιφέρει βλάβες
στον οργανισμό.
Δεδομένου ότι το βιολογικό είδος του
ανθρώπου (από την εμφάνιση του σύγχρονου βιολογικού είδους μέχρι σήμερα)
παραμένει ένα και το αυτό (είτε -αν μη τι άλλο- ουσιωδώς ένα και το αυτό),
διατηρείται αμετάβλητη η ποιοτική και ποσοτική προσδιοριστία των απαραίτητων
βιολογικών αναγκών, παραμένει ένα και το αυτό το μέτρο κάθε απαραίτητης
βιολογικής ανάγκης και του συνόλου τους.5
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ανάγκη για τροφή μπορεί να ικανοποιηθεί με άπειρη
πολυμορφία συνδυασμών διαφόρων ποσοτήτων ποικίλων τροφίμων. Ωστόσο, είναι
γεγονός ότι για την κανονική ύπαρξη του ανθρώπινου οργανισμού είναι απαραίτητη
ορισμένη σταθερή ποιοτική σύνθεση της διατροφής, η οποία πρέπει να
συμπεριλαμβάνει λευκώματα, λιπίδια, υδατάνθρακες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία,
άλατα… Η ποσότητα της κάθε μίας από τις απαραίτητες ουσίες και ο συνδυασμός
τους εξαρτώνται από την ηλικία, το φύλλο, τις εξωτερικές συνθήκες και την
ενεργητικότητα του οργανισμού. Αν και οι ανάγκες για την κάθε μία απ’ τις
απαραίτητες ουσίες μεταβάλλονται ποσοτικώς, οι αλλαγές αυτές κυμαίνονται εντός
ορισμένων σταθερών για τον ανθρώπινο οργανισμό ορίων.
Όσο ο οργανισμός λειτουργεί κανονικά
σε κατάσταση ηρεμίας οι διατροφικές ανάγκες είναι ελάχιστες. Ο οργανισμός του
υγιούς ενήλικα ανθρώπου, παρά τις ποικίλες ατομικές διαφορές, έχει ορισμένα
μέσα [κατά μέσο όρο] ελάχιστα και μέγιστα όρια κατανάλωσης των απαραίτητων θρεπτικών
ουσιών. Σε περίπτωση που η κατανάλωση κινείται κάτω του ελαχίστου και άνω του
μεγίστου ορίου – υπό την προϋπόθεση ότι οι λοιπές συνθήκες είναι οι βέλτιστες –
η διάρκεια της ύπαρξης του οργανισμού του ανθρώπου είναι μικρότερη από την
προσδόκιμη διάρκεια ζωής του είδους.
Ελάχιστα και μέγιστα όρια υφίστανται
για την κάθε βιολογική ανάγκη. Υπάρχει και κάποιο βέλτιστο όριο στην κάθε
βιολογική ανάγκη. Η βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου
(όταν η κληρονομικότητα είναι κανονική) του παρέχει τη δυνατότητα να επιτύχει
την προσδόκιμη διάρκεια ζωής του είδους (του γένους). Η περαιτέρω παράταση της
διάρκειας ζωής συνδέεται πλέον με αλλαγή της ίδιας της προσδόκιμης διάρκειας
ζωής του είδους, με επίδραση στην ανθρώπινη κληρονομικότητα, στο γενετικό
μηχανισμό του ανθρώπου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος ως
έμβιο όν έχει βιολογικές ανάγκες, «απαιτήσεις» από το περιβάλλον, η ικανοποίηση
των οποίων είναι απαραίτητη για την διατήρησή του ως ζωντανού οργανισμού. Οι
βιολογικές ανάγκες εξαρτώνται από τη διάρθρωση του ανθρώπινου οργανισμού. Στο
βαθμό που ο ανθρώπινος οργανισμός δεν άλλαξε από την εμφάνιση του ανθρώπου ως
νέου βιολογικού είδους μέχρι τώρα (τουλάχιστον επί του παρόντος δεν υπάρχουν
αξιόπιστα στοιχεία περί αλλαγών, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι συνέβησαν), δεν
άλλαξαν και οι απαραίτητες για την διατήρηση της ζωής βιολογικές ανάγκες του
ανθρώπου. Από την άποψη της εξάρτησής τους από τη δόμηση του οργανισμού οι
βιολογικές ανάγκες έχουν αμετάβλητη ποιοτική και ποσοτική προσδιοριστία και
αμετάβλητο μέτρο. Από αυτή την άποψη αμετάβλητο είναι και το σύνολο των
«αξιώσεων» του οργανισμού έναντι του περιβάλλοντος.
Δεύτερο συστατικό στοιχείο [αυτής
της σχέσης] είναι το περιβάλλον. Το περιβάλλον προβάλλει πρωταρχικά υπό την
ιδιότητα των όρων βιολογικής ύπαρξης των ανθρώπων. Ο περίγυρος ως όρος της
βιολογικής ύπαρξης του ανθρώπου είναι το περιβάλλον. Εντός αυτής της σχέσης το
περιβάλλον προβάλλει μόνον ως κάτι το παθητικό, ως «απόθεμα» για την παραλαβή
αυτού που ικανοποιεί τις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Σε αυτή την περίπτωση
η περιγραφή του περιβάλλοντος ανάγεται, κατά κύριο λόγο, στον προσδιορισμό του
κατά πόσον το εν λόγω «απόθεμα» είναι πλούσιο ή πτωχό (από ποσοτικής και
ποιοτικής απόψεως). Το περιβάλλον ως «απόθεμα» πραγμάτων προς κατανάλωση μπορεί
να διαθέτει λίγο-πολύ ποικιλόμορφη είτε ομοιόμορφη «συλλογή» αντικειμένων προς κατανάλωση, μεγαλύτερη ή μικρότερη
ποσότητα αντικειμένων προς κατανάλωση
που εντάσσονται σ’ αυτή τη «συλλογή». Φυσικά, οι δυνατότητες για ικανοποίηση
των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου είναι ευθέως ανάλογες του πλούτου ή του
ελλείμματος αυτού του «αποθέματος» από ποιοτικής και ποσοτικής πλευράς.
Η βιολογική ανάγκη μετατρέπεται από
δυνητική σε πραγματοποιημένη ανάγκη μόνο
στην κατανάλωση. Η ικανότητα ενός αντικειμένου να ικανοποιεί κάποια βιολογική
ανάγκη του ανθρώπου πραγματοποιείται επίσης στην κατανάλωση. Προ και εκτός της
κατανάλωσης τόσο η ανάγκη, όσο και το προς κατανάλωση αντικείμενο αποτελούν
μόνο δυνατότητες.
Στην κατανάλωση η βιολογική ανάγκη
εξαφανίζεται, απαλείφεται και, ταυτοχρόνως, η κατανάλωση δημιουργεί τους όρους
για την αναγέννηση, για την ανανέωση της ανάγκης. Αλλά το προς κατανάλωση αντικείμενο καταστρέφεται
και δεν ανανεώνεται με την ίδια την κατανάλωση, με τη λειτουργία του
οργανισμού.
Η βιολογική ανάγκη ικανοποιείται,
εξαφανίζεται στην κατανάλωση και με αυτή την ίδια την κατανάλωση διαμορφώνονται
οι όροι της ανανέωσής της. Αυτό αντιστοιχεί στην ίδια την ουσία του ζώντος. Το
έμβιο ον υφίσταται μόνον ως ενότητα αποκατάστασης και καταστροφής. Στο έμβιο ον
η καταστροφή αποτελεί βασικό όρο της αποκατάστασης και η αποκατάσταση – βασικό
όρο της καταστροφής. Γι’ αυτό η αναφορά στις βιολογικές ανάγκες δεν πρέπει να
εξετάζει μόνο τις ανάγκες της δημιουργίας, της αποκατάστασης, αλλά και τις
ανάγκες της καταστροφής, επομένως, και τις ανάγκες προς έκκριση – αποβολή των
προϊόντων της ανταλλαγής της ύλης. Ως προς την ίδια την ουσία του το έμβιο όν
αποτελεί εσωτερική ενότητα αναβολισμού και καταβολισμού. Επίσης, ως προς της
ουσία του έμβιου όντος οι σωματικές ανάγκες διαρκώς ανανεώνονται, διαρκώς
ανανεώνεται η διαδικασία της ικανοποίησής τους. Ωστόσο, η διαδικασία της
ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, πρώτον, απαραιτήτως με την ίδια την
πραγματοποίησή της οδηγεί σε δημιουργία προϊόντων αποδόμησης [αποβλήτων], τα οποία
στην άμεση μορφή τους δεν μπορούν να γίνουν εκ νέου αντικείμενα προς
κατανάλωση, και δεύτερον, η διαδικασία ικανοποίησης των αναγκών συνιστά
καταστροφή, εξάλειψη αντικειμένων προς
κατανάλωση, γι’ αυτό σε περίπτωση ενδεχόμενης αρκούντως παρατεταμένης,
απεραίωτης διατήρησης εν ζωή των δεδομένων οργανισμών θα επέλθει πλήρης
εξάντληση των δεδομένων αντικειμένων
προς κατανάλωση.
Η κατανάλωση ως διαδικασία διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης του ανθρώπου
εάν ανανεώνεται διαρκώς, προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, ότι ως επακόλουθο της δράσης
κάποιων άλλων φυσικών διαδικασιών, διαδικασιών που πραγματοποιούνται εκτός των
πλαισίων αυτής της κατανάλωσης, λαμβάνει χώρα μια ανανέωση των προς κατανάλωση
αντικειμένων με ταχύτητα και αποδοτικότητα
που, τουλάχιστον, δεν υστερεί της ταχύτητας και αποδοτικότητας της κατανάλωσης.
Σε μιαν οριακή περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση μιας διηνεκούς, μιας
διαρκούς ανανέωσης της κατανάλωσης σε αμετάβλητη μορφή και κλίμακα, η
κατανάλωση αυτή προϋποθέτει την μετατροπή των αποβλήτων της ικανοποίησης από
τον άνθρωπο των βιολογικών του αναγκών εκ νέου σε προς κατανάλωση αντικείμενα
της ίδιας ποσότητας και ποιότητας (εξυπακούεται ότι αυτή η μετατροπή – ανάκτηση
μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με τη βοήθεια άλλων διαδικασιών, διαφορετικών
από αυτήν της κατανάλωσης).
Εάν η κατανάλωση μπορούσε να έχει μιαν διηνεκή και διαρκή ανανέωση στην
ίδια ακριβώς μορφή και κλίμακα, θα συνιστούσε εντελώς περίκλειστο σύστημα, το
οποίο εκτός του ανθρώπου θα περιελάμβανε και τέτοιες διαδικασίες ικανές να
μετατρέπουν εκ νέου τα απόβλητα της κατανάλωσης σε αντικείμενα προς κατανάλωση.
Ωστόσο, είναι κατ’ αρχήν ανέφικτη η ύπαρξη συστημάτων εντελώς, δηλαδή απολύτως,
περίκλειστων και, συνεπώς, απολύτως απομονωμένων απ’ όλα τα υπόλοιπα.6 Από μόνη της η απλή επανάληψη μιας διαδικασίας
συνιστά πάντοτε, ταυτοχρόνως, και μεταβολή της. Η διαδικασία δεν μπορεί να
ανανεώνεται εντελώς πανομοιότυπα. Η κυκλοφορία της ύλης στη φύση αλλάζει ως
αποτέλεσμα της ίδιας της επανάληψής της. Είναι ανέφικτη η κονσερβοποίηση της
φύσης, ακόμα και της γήινης (αν και τέτοιες σκέψεις διατυπώνονται ενίοτε στην
εποχή μας αναφορικά με τη δυσμενή
οικολογική κατάσταση). Εφικτή είναι μόνον η ανάσχεση και η αλλαγή κατεύθυνσης
των μεν είτε των δε αλλαγών στους μεν είτε στους δε τομείς της. Από μόνη της η
κατανάλωση εν εαυτή, με την ίδια τη διεξαγωγή της επιφέρει αλλαγές στους όρους
της ανανέωσής της, καταστρέφοντας αντικείμενα προς κατανάλωση. Από το γεγονός
και μόνον ότι η ανανέωση των τελευταίων μέσω άλλων φυσικών διαδικασιών και η
ικανοποίηση των απαραίτητων βιολογικών αναγκών του ανθρώπου, αποτελούν
διαφορετικές φυσικές διαδικασίες, έπεται ότι [αυτές οι διαδικασίες] δεν μπορούν
να βρίσκονται σε μια διαρκώς σταθερή αμοιβαία αντιστοιχία.
Εκείνο που μπορεί να υπάρξει είναι μόνον ένα κατά το μάλλον ή ήττον κλειστό
σύστημα, ένα σχετικά κλειστό σύστημα. Η σταθερότητα ενός συστήματος, το
[ερμητικά] περίκλειστό του είναι [ιδιότητες] σχετικές, [δεδομένου ότι] κάθε
σύστημα είναι πεπερασμένο. Κάθε σύστημα διέρχεται αναβαθμούς διαμόρφωσης,
σταθερότητας και καταστροφής. Όσο ανώτερη είναι η οργάνωση ενός συστήματος,
τόσο διακριτότερη -τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών συνθηκών– είναι η
σταθερότητά του και αντιστρόφως. Εκείνο όμως που πάντοτε νικά σε τελευταία
ανάλυση δεν είναι η σταθερότητα, ούτε η ισορροπία των αντιθέτων, αλλά η μεταξύ
τους πάλη.
Στην περίπτωση δε που ένα σύστημα είναι εντελώς ανοικτό, τότε θα είναι και
εντελώς ασταθές, [επομένως,] δεν είναι πλέον σύστημα. Απ’ εδώ καθίσταται σαφές
ότι στην περίπτωση που το κέντρο βάρους του ζητήματος της οικολογικής κρίσης
μετατίθεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ φύσης και κοινωνίας, εκείνο που είναι
ορατό κατά κύριο λόγο είναι η εξωτερική σχέση διαφορετικών συστημάτων.
Αποδίδεται τότε αποφασιστική σημασία στην αστάθεια αυτών των συστημάτων. Στη
σύγχρονη οικολογική συγκυρία βλέπουν [σ’ αυτή την περίπτωση] κατά κύριο λόγο
την κρίση, ενώ εξετάζουν την κοινωνία κατ’ εξοχήν ως ένα σύστημα ασταθές και
καταστρεφόμενο (με αντίστοιχη αντιμετώπιση και της γήινης φύσης), θεωρούν ότι
επήλθε το μη αντιστρέψιμο, το αναπόδραστο τέλος της κοινωνίας. Τουναντίον, όσοι
κατά την ανάλυση της σύγχρονης οικολογικής συγκυρίας θεωρούν εφικτή την εξέταση
μόνο του κοινωνικού, εκ των πραγμάτων προσεγγίζουν την κοινωνία μόνον ως
περίκλειστο σύστημα, δεν βλέπουν την κρισιακή πλευρά της και [συνεπώς,] προσεγγίζουν
την κοινωνία ως ένα μόρφωμα το οποίο θα υπάρχει στο διηνεκές [έπ’ άπειρον].
Εμείς θεωρούμε εσφαλμένες και τις δύο προαναφερθείσες προσεγγίσεις. Το
εξωτερικό δεν είναι μόνον εξωτερικό και το εσωτερικό δεν είναι μόνον εσωτερικό.
Είναι απαραίτητη η εξέτασή τους εν αναπτύξει και εντός της αλληλεπίδρασής τους.
Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το πεπερασμένο και το άπειρο της ανάπτυξης της
κοινωνίας. Σε αυτό θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα παρακάτω.
Έτσι λοιπόν ανανέωση των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου και διαδικασία ικανοποίησής τους από την άποψη
της ιδιοτυπίας του έμβιου όντος είναι η σταθερή ανανέωση και επανάληψή
τους. Υπάρχει ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό όριο σε αυτή την ανανέωση.
Ας εξετάσουμε το εξωτερικό όριο της ανανέωσης των βιολογικών αναγκών του
ανθρώπου, της διαδικασίας ικανοποίησης αυτών των αναγκών. Εάν διακρίνουμε μόνο
το εξωτερικό όριο, κάνοντας αφαίρεση από το εσωτερικό όριο, τότε η
προαναφερθείσα ανανέωση θα προβάλλει ως απεριόριστη, ως άπειρη. Η παραπάνω
αφαίρεση δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, [εφ’ όσον] διακρίνει την ιδιοτυπία του
ζώντος σώματος ως αυτοανανεούμενου.
Υπό αυτούς τους όρους, εξωτερικό όριο θα είναι: α) το περιορισμένο των προς
κατανάλωση αντικειμένων (συνολικά, είτε
του μεν ή του δε είδους, γένους αντικειμένων
προς κατανάλωση) και, β) το περιορισμένο του χώρου για την αποβολή των
προϊόντων της διάσπασης*
(υπερπλήρωση του ζωτικού χώρου από προϊόντα της διάσπασης). Όσον αφορά την
κυκλοφορία της ύλης, συμπεριλαμβανομένου και του οργανισμού του ανθρώπου,
εξυπακούεται ότι δεν είναι μια διαδικασία απολύτως περίκλειστη, δηλαδή δεν
μπορεί να επαναλαμβάνεται διαρκώς και πλήρως. Η κατανάλωση μόνο δεδομένων από
τη φύση αντικειμένων προς κατανάλωση
σημαίνει ότι αναπόφευκτα θα επέλθει αδιέξοδο για την ύπαρξη του ανθρώπινου
οργανισμού, σε τελευταία ανάλυση θα επέλθει «πνιγμός», καταστροφή της ζωτικής
του διαδικασίας από τα προϊόντα της διάσπασής της (εάν, φυσικά, τα άτομα δεν
μπορούν να μετοικήσουν σε ζώνες μη υπερπληρωμένες από αυτά τα προϊόντα της
διάσπασης).
Εάν τα προς κατανάλωση αντικείμενα που εξαντλούνται μπορούν να
αντικατασταθούν από άλλα έτοιμα αντικείμενα προς κατανάλωση, εάν σε περίπτωση
ανεπάρκειας των εν λόγω αντικειμένων στο δεδομένο τόπο οι άνθρωποι έχουν τη
δυνατότητα να μετοικήσουν σ’ έναν άλλο τόπο, τότε η αυτοανανέωση θα συνεχίζεται
μέσω της χρήσης έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση. Εάν σε όλους τους
πιθανούς τόπους μετοίκησης υπάρχουν διαθέσιμα αντικείμενα προς κατανάλωση
λιγότερα του ζωτικώς αναγκαίου ελάχιστου, αυτό οδηγεί σε εξαφάνιση, στο θάνατο.
Εάν τα δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή αντικείμενα προς κατανάλωση είναι
επαρκή για την κανονική λειτουργία του σώματος, η αυτοανανέωση του σώματος
πραγματοποιείται χωρίς εξωτερικά προσκόμματα. Εάν όμως η ποσότητα και η
«ποικιλία» των έτοιμων από τη φύση αντικειμένων προς κατανάλωση κυμαίνονται
κάπου κοντά στο ελάχιστο αναγκαίο για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης του
ανθρώπου, η βιολογική ύπαρξη καθίσταται εφικτή επί μακρόν, αλλά ταυτοχρόνως,
υπάρχει διαρκώς μεγάλη ανεπάρκεια αντικειμένων προς κατανάλωση δεδομένων από τη
φύση σε έτοιμη μορφή. Στην περίπτωση που υπάρχει τέτοιου είδους ανεπάρκεια
αυτών των αντικειμένων προς κατανάλωση, [μια ανεπάρκεια] ανυπέρβλητη μέσω
μετοίκησης, είτε της χρησιμοποίησης έτοιμων απ’ τη φύση αντικειμένων προς
κατανάλωση (τα οποία να είναι ανάλογα των αναλισκόμενων), η μόνη εναπομένουσα
οδός υπέρβασης της έντονης ανεπάρκειας αντικειμένων προς κατανάλωση είναι η
επενέργεια στις διαδικασίες εκείνες οι οποίες οδηγούν στο σχηματισμό έτοιμων
από τη φύση αντικειμένων προς κατανάλωση, και όχι απλώς η κατανάλωση αυτών των έτοιμων
αντικειμένων.
Το εσωτερικό όριο ανανέωσης των βιολογικών αναγκών, της
διαδικασίας ικανοποίησής τους. Η ζωή είναι εσωτερικά αντιφατική.
«...Η άρνηση της ζωής εμπεριέχεται ουσιαστικά μέσα στην ίδια τη ζωή, έτσι ώστε η
ζωή να εννοείται πάντα στη συσχέτισή της με το αναγκαίο της αποτέλεσμα που
αδιάκοπα βρίσκεται μέσα της σαν σπέρμα: το θάνατο. Ακριβώς σε αυτό ανάγεται η
διαλεκτική αντίληψη της ζωής» [1, τ.20, σ.610]*.
Επομένως, το εσωτερικό όριο της φυσικής ύπαρξης του ατόμου έχει τις ρίζες του
στην ίδια την ουσία της φυσικής, της σωματικής ύπαρξης.
Αυτό το εσωτερικό όριο ξεπερνιέται με τη γέννηση ενός
νέου ατόμου. Στις σχέσεις μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου η εσωτερική ενότητα
πραγματώνεται ως ενότητα ατόμων τα οποία υπάρχουν εξωτερικά, ανεξαρτήτως
αλλήλων. Στις σχέσεις των δύο φύλων, η εσωτερική διαδικασία της αυτοανανέωσης
του έμβιου όντος έχει διαμελιστεί σε εσωτερικά ενιαία μεν, πλην όμως εξωτερικά
αυτοτελώς υπάρχοντα αντίθετα. (Γι’ αυτό κατ’ ουσίαν η γέννηση ενός νέου ατόμου
μπορεί να διακοπεί ανά πάσα στιγμή, σε κάθε στάδιο).
Η εσωτερική ενότητα των ετερόφυλων ατόμων υφίσταται ως
δυνατότητα εν είδει γενετήσιας ανάγκης. Η διαδικασία της πλήρους πραγμάτωσης
της εσωτερικής ενότητας των ετερόφυλων ατόμων, υπό την ιδιότητα των έμβιων
όντων, συνίσταται στην γέννηση ενός νέου ατόμου και στη φροντίδα του, μέχρι να
αποκτήσει την ικανότητα να έχει μιαν αυτοτελή βιολογική ύπαρξη.
Η ουσία του έμβιου όντος έγκειται στη διαρκή αυτοανανέωσή
του. Γι’ αυτό και η βιολογική ζωή του είδους ( του γένους) είναι σημαντικότερη
της ζωής των μεμονωμένων ατόμων. Εδώ οι δεσμοί του είδους (του γένους)
διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο έναντι των μεμονωμένων ατόμων. Τόσο η διατήρηση
της ζωής του ατόμου όσο και η γέννηση νέων ατόμων συνιστά αυτοανανέωση των
ζώντων ατόμων.
Η διατήρηση της ίδιας της ζωής του καθ’ ενός συνιστά
διατήρηση μιας ατομικής ύπαρξης. Ακόμα και στην περίπτωση που ο άνθρωπος
διατηρεί τη ζωή του χάριν των άλλων ανθρώπων, η άμεση διατήρηση της ίδιας της
ζωής του από τον ίδιο είναι κάτι το ατομικό. Τουναντίον, η γέννηση μιας νέας
ζωής και η διατήρηση [η υποστήριξη] της ζωής του νέου ατόμου έως ότου αυτό
αποκτήσει ικανότητες προς αυτοτελή βιολογική ύπαρξη, συνιστά μια πράξη
γενολογική [ειδολογική]** ως
προς την ουσία της. Και αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που
πραγματοποιείται υποκειμενικά χάριν των ατόμων που γενούν [αυτό το νέο άτομο].
Το γένος (το είδος) συνιστά τη βιολογική ουσία του ατόμου7, η οποία έχει αποκτήσει εξωτερική
ύπαρξη έναντι του ατόμου. Εντός της σχέσης ατόμου και γένους το άτομο
σχετίζεται προς την ίδια τη δική του ουσία ως προς κάτι το αποχωρισθέν από
αυτό, που απέκτησε εξωτερική ύπαρξη υπό την ιδιότητα του συνόλου των υπολοίπων
ατόμων του γένους.
Η διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου λαμβάνει
χώρα συνεχώς [αδιαλείπτως]. Αυτή η συνέχεια πραγματώνεται μέσω της εμφάνισης,
ικανοποίησης και ανανέωσης των βιολογικών αναγκών. Σε ορισμένη βαθμίδα της
ανανέωσης της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου, για την διατήρηση της κανονικής βιολογικής
ύπαρξης αυτού του ίδιου του ατόμου απαιτείται δράση που οδηγεί στη γέννηση μιας
νέας ζωής, δηλαδή ανακύπτει μια τέτοια σωματική ανάγκη του ατόμου προς
διατήρηση της δικής του ύπαρξης, η ικανοποίηση της οποίας συνιστά ταυτοχρόνως
γέννηση νέας ζωής, παράταση της ζωής του γένους (του είδους). Πρόκειται για τη
γενετήσια [σεξουαλική] ανάγκη.
Η γενετήσια ανάγκη είναι μια ανάγκη για την διατήρηση της
κανονικής ατομικής ύπαρξης, είναι δηλαδή μια ατομική ανάγκη. Ωστόσο, η
συνδεόμενη με την ικανοποίηση αυτής της ιδιότυπης ατομικής ανάγκης «κατανάλωση»
συνιστά τη γέννηση μιας άλλης, μιας νέας ζωής, ενός νέου ατόμου (είτε νέων
ατόμων).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ικανοποίηση της γενετήσιας
ανάγκης, ως προς τη βιολογική της φύση, ως προς τη βιολογική της ουσία, συνιστά
ταυτοχρόνως και ατομική και γενολογική πράξη. Κατά την ικανοποίηση της
γενετήσιας ανάγκης και στη συνέχεια κατά την ικανοποίηση του γονικού ενστίκτου,
το ατομικό συνιστά ταυτοχρόνως και γενολογικό.
Εδώ προσκρούουμε για πρώτη φορά στο αναγκαίο του
αλληλένδετου των ατόμων, στο δεσμό εκείνο, οι όροι του οποίου τίθενται από τη
δόμηση του οργανισμού τους.
Η άγρα διαθέσιμων στη φύση σε έτοιμη μορφή πόρων
διατροφής, η περιφρούρηση και η προστασία από επίθεση κ.ο.κ. μπορεί να απαιτούν
από κοινού ενέργειες, πιθανώς μάλιστα να έχουν τα πράγματα έτσι, ώστε χωρίς από
κοινού ενέργειες να είναι ανέφικτη η διατήρηση της ύπαρξης του ατόμου, είτε
ακόμα και του είδους. Ωστόσο, ουσιαστικά δεν απαιτείται πάντοτε κατ’ ανάγκη η
συνένωση προς άγρα (δεδομένων στη φύση σε έτοιμη μορφή) πόρων για την βιολογική
ύπαρξη, για επίθεση, περιφρούρηση και προστασία από επίθεση.
Τουναντίον, η γενετήσια ανάγκη και το γονικό ένστικτο,
ποτέ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς την μεν είτε την δε ενοποίηση με άλλο
άτομο (με άλλα άτομα). Η ικανοποίηση της γενετήσιας ανάγκης και του γονικού
ενστίκτου συνιστούν πάντοτε ως προς την ουσία τους ειδολογική (γενολογική)
πράξη.
Στα ζώα, σε κανονικές περιπτώσεις (αν εξαιρέσουμε τις
νοσηρές αποκλίσεις), η ικανοποίηση της γενετήσιας ανάγκης τελειώνει πάντοτε με
τη γέννηση νέου ατόμου (είτε νέων ατόμων). Έτσι, ο κάθε άνθρωπος αποκτά τη
δυνατότητα να διαρρήξει αυτή την εσωτερική ενότητα του βιολογικού του είδους
(γένους), [την ενότητα] ατομικού και γενολογικού, να απομονωθεί από το γένος.
Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται μια δυνατότητα, η οποία υπό αντίστοιχους
κοινωνικούς όρους είναι ικανή να αποτελέσει μεγάλο η μικρό κίνδυνο για την ίδια
την ύπαρξη του βιολογικού είδους (γένους) homo sapiens. Η
εμφάνιση η μη ενός νέου ανθρώπου δεν εξαρτάται μόνο από τη βιολογική φύση του
ανθρώπου (από το βιολογικό κανόνα και τις βιολογικές αποκλίσεις απ’ τον
κανόνα), αλλά επίσης (εάν τα άτομα είναι βιολογικώς κανονικά) και από την
κοινωνική ζωή, από τις κοινωνικές ανάγκες. Η παρέμβαση του ανθρώπου στην
κανονική βιολογική διαδικασία της γέννησης μιας νέας ζωής πραγματοποιείται υπό
την επίδραση κοινωνικών αναγκών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο από την εξέταση της σχέσης του
ανθρώπου προς τη φύση, μιας σχέσης η οποία έγκειται στη διατήρηση της ίδιας της
φυσικής ύπαρξής του, περάσαμε στην εξέταση της σχέσης των ανθρώπων προς
αλλήλους για τη διατήρηση της ζωής. Η μετάβαση αυτή πραγματοποιείται μέσω της
εξέτασης της ανάγκης εκείνης του ανθρώπου, ως έμβιου όντος, η οποία συνιστά
ταυτοχρόνως και ανάγκη συνέχισης του είδους. Από λογικής σκοπιάς, εδώ πρόκειται
για την κίνηση της σκέψης από την απεικόνιση της αλληλεπίδρασης στο επίπεδο της
αμεσότητας, στην απεικόνισή της στο επίπεδο της ουσίας.
Από τη στιγμή που θα έλθουν στον κόσμο τα τέκνα, η ανάγκη
συνέχισης του είδους αποκτά καθ’ όλα αυτοτελή εξωτερική μορφή ύπαρξης (γονικό
ένστικτο, σχέση προς τα παιδιά) σε αντιδιαστολή με τη γενετήσια ανάγκη.
Επομένως, επέρχεται μια διαφοροποίηση μεταξύ γενετήσιας ανάγκης και ανάγκης
μόνο συνέχισης του γένους.
Η επίτευξη γενετήσιας ωριμότητας συνιστά το απόγειο της
βιολογικής ύπαρξης του ατόμου και συνάμα την αρχή της «δύσης» του. Ωστόσο, με
την πραγμάτωση της γενετήσιας ανάγκης, με τη γέννηση παιδιών, βασική λειτουργία
των γονέων ως έμβιων όντων γίνεται η καλλιέργεια [αγωγή] στα παιδιά της
ικανότητας αυτοτελούς διατήρησης της βιολογικής τους ύπαρξης. Στο βαθμό που τα
παιδιά αποκτούν αυτή την ικανότητα καθίσταται περιττή η ύπαρξη των γονέων για
την συνέχιση της ζωής του είδους.8.
Το στάδιο του γήρατος, της έλευσης του θανάτου του
ανθρώπου ως έμβιου όντος, αρχίζει όταν φθίνει η γενετήσια ανάγκη και τα παιδιά
αποκτούν την ικανότητα αυτοτελούς διατήρησης της βιολογικής τους ύπαρξης. Κατά
το στάδιο του γήρατος, της έλευσης του θανάτου, κύρια ανάγκη –από την άποψη του
ανθρώπου ως έμβιου όντος- γίνεται η ανάγκη ατομικής βιολογικής αυτοσυντήρησης
και δεδομένου ότι συνάμα φθίνει είτε απουσιάζει η γενετήσια ανάγκη, η ανάγκη
συνέχισης του γένους, η αντίφαση μεταξύ ατόμου και είδους (γένους) γίνεται
αύξουσα. Πράγματι, εάν η διατήρηση της ζωής του υπό διαμόρφωση ατόμου είναι
αναγκαία ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της ζωής του είδους, εάν η διατήρηση της
ζωής του συνιστά συνάμα εν δυνάμει και διατήρηση της ζωής του είδους, εάν κατά
την περίοδο της γενετήσιας ωριμότητας επέρχεται η εν ενεργεία διατήρηση της
ζωής του είδους από τα γενετήσια [αναπαραγωγικά] ώριμα άτομα, κατά το γήρας
εκπνέει η ικανότητα διατήρησης και συνέχισης της ζωής του είδους (εκπνέει η
γενετήσια ανάγκη, η ανάγκη πολλαπλασιασμού) και η ανάγκη αυτοσυντήρησης
αποχωρίζεται από την ανάγκη συνέχισης της ζωής του είδους. Αυτό ισχύει αφ’
ενός. Αφ’ ετέρου, από αυστηρά βιολογικής απόψεως, κατά την γήρανση των γονέων
εξαλείφεται η χρεία τους και για τα παιδιά9.
Εκτός αυτού και η ανάγκη αυτοσυντήρησης πιθανώς εκπνέει όταν, το άτομο φτάνει
το προσδόκιμο διάρκειας ζωής του είδους (φυσικά το προσδόκιμο διάρκειας ζωής
του είδους, όσο οι όροι της ύπαρξης σχηματίζονται αυθόρμητα, μπορεί να
επιτευχθεί τυχαία, ως εξαίρεση).
Κατά το γήρας από βιολογικής απόψεως έρχεται στο προσκήνιο
η αντίφαση ατόμου και είδους (γένους). Το γηραιό άτομο -τηρουμένων αμετάβλητων
των λοιπών όρων– χάνει τη βιολογική «δικαίωση» της ύπαρξής του.
Ειδική αγωγή, ειδική φροντίδα για τη διατήρηση της
ύπαρξης των γηραιών ατόμων του είδους σε ανεπτυγμένη μορφή προσιδιάζει μόνο
στους ανθρώπους, στην ανθρωπότητα. (Σε μη ανεπτυγμένη μορφή τέτοια φροντίδα
μπορεί να εντοπισθεί και σε ζώα). Και εάν ο γηραιός άνθρωπος
χάνει τη δυνατότητα βιολογικής συνέχισης του είδους, ως κοινωνικό όν είναι
ικανός να διατηρεί μεγάλη σημασία, διαθέτοντας σημαντική κοινωνική εμπειρία και
την διατηρούμενη ενίοτε μέχρι το θάνατο ικανότητα μεταβίβασης αυτής της
εμπειρίας στις νέες γενεές. Κατά το γήρας γίνεται ιδιαίτερα αισθητό το κατά
πόσο έχει κοινωνικοποιηθεί το δεδομένο άτομο, το κατά πόσο το κοινωνικό έχει
εισχωρήσει «στη σάρκα και στο αίμα του». Όσο λιγότερο κοινωνικοποιημένος είναι
ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– άνευ
νοήματος, αδιέξοδη και θλιβερή είναι η ύπαρξή του κατά το γήρας. Ακόμα και η αμοιβαία
αγάπη των γηραιών συζύγων, η αγάπη που αισθάνεται ο γέροντας για του συγγενείς
του, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, αποτελεί σε σημαντικό βαθμό
παρατεταμένη, ενισχυμένη και τροποποιημένη λόγω της κοινωνικοποίησης βιολογική
ανάγκη, η οποία είναι χαρακτηριστική της
περιόδου της γενετήσιας ενεργητικότητας.10
Έτσι, η υπέρβαση του εσωτερικού ορίου αυτοανανέωσης της
βιολογικής ύπαρξης του ανθρώπου επιτυγχάνεται με τη γέννηση νέων ανθρώπων, με
τη βιολογική ύπαρξη του ανθρώπινου είδους (γένους).
Είναι άραγε η βιολογική ύπαρξη του ανθρώπινου γένους
απεριόριστη ή μήπως έχει κάποια όρια;
Τα εσωτερικά όρια συνέχισης του ανθρώπινου γένους
εμπεριέχονται στη δόμηση του σώματος των ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικό
φύλο. Η περίοδος ικανότητας τεκνογονίας μπορεί να κυμαίνεται στη ζωή της υγιούς
γυναίκας εντός κάποιων ορίων, και ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 18-20 χρόνια. Το
ανώτατο όριο της βέλτιστης χρήσης της ικανότητας τεκνογονίας μιας γυναίκας
σχηματίζεται, κατά τα φαινόμενα, με τη γέννηση 6-7 παιδιών. Η απόκλιση στην
κατεύθυνση του μέγιστου μπορεί μεν να είναι αρκετά μεγάλη χωρίς, ωστόσο, να
είναι και απεριόριστη. Η αναπαραγωγική ικανότητα του άνδρα κυμαίνεται σε
ευρύτερο φάσμα, αλλά και για αυτήν υπάρχουν κάποια όρια.
Τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων, τα όρια της
δυνατότητας πολλαπλασιασμού, μεγέθυνσης του πληθυσμού του γένους, εξαρτώνται
από την ποσοτική συσχέτιση ανδρών και γυναικών κατά την μέγιστη χρήση των
αναπαραγωγικών ικανοτήτων τους.
Εδώ εκκινούμε μόνον από τις εσωτερικές σχέσεις των ατόμων
του βιολογικού είδους (γένους), γι’ αυτό και κάνουμε αφαίρεση από την ειδική
εξέταση των τροποποιήσεων που επιφέρει σε αυτές τις σχέσεις η κοινωνική ζωή.
Μεταξύ άλλων κάνουμε αφαίρεση ακόμα και από εκείνους τους περιορισμούς των
γενετήσιων σχέσεων, οι οποίοι τίθενται από την αναγκαιότητα διατήρησης της
βιωσιμότητας των μελλοντικών γενεών, π.χ. από την εξαίρεση των γενετήσιων
σχέσεων μεταξύ στενών συγγενών. Και αυτό διότι τέτοιοι περιορισμοί
ανακύπτουν μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν επί μακρόν ομάδες με σταθερή
σύνθεση μελών και εάν υπάρχει επαρκής αριθμός ατόμων (σε περίκλειστες ομάδες με
πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων, είναι φυσικό ότι κατά το μάλλον η ήττον
αυστηροί περιορισμοί των γενετήσιων σχέσεων αποβαίνουν δυσμενείς για τη
συνέχιση του γένους). Οι τελευταίες συνθήκες που αναφέραμε ανακύπτουν στη ζωή
με την κοινωνική ανάπτυξη και μπορούν να εξεταστούν ειδικά μετά την ειδική
περιγραφή του κοινωνικού, της κοινωνικής ζωής.
Οι εσωτερικές δυνατότητες πολλαπλασιασμού, δεδομένου ότι εξαρτώνται από τη
δόμηση του σώματος ανδρών και γυναικών, από την ποσοτική συσχέτιση ανδρών και
γυναικών, κατά την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα μέγιστα οι
αναπαραγωγικές τους ικανότητες, τροποποιούνται από μια σειρά συνθηκών και ποτέ
δεν πραγματοποιούνται σε «καθαρή μορφή». Ωστόσο, είναι ακριβώς τα όσα
απαριθμήσαμε αυτά που καθορίζουν το μέγιστο όριο πολλαπλασιασμού του ανθρώπινου
γένους, ένα όριο το οποίο απορρέει από τις εσωτερικές, από τις καθαυτό
βιολογικές σχέσεις για την συνέχιση του γένους.
Έτσι λοιπόν, η αύξηση του πληθυσμού (από την άποψη της απλούστατης σχέσης)
εξαρτάται από την ιδιοτυπία των αναπαραγωγικών δυνατοτήτων του άνδρα και της
γυναίκας, από την ποσοτική συσχέτιση ανδρών και γυναικών, καθώς επίσης και από
το φυσικό περιβάλλον, από τις δυνατότητές του να λειτουργεί ως πηγή
«αποθεμάτων» για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών.
Ο ρόλος του άνδρα και της γυναίκας διαφέρει εντός της διαδικασίας συνέχισης
του γένους λόγω της διαφοράς της δομής του σώματός τους. Η διαφορά αυτή δεν
υφίσταται μόνο λόγω των διαφορετικών αναπαραγωγικών δυνατοτήτων άνδρα και
γυναίκας, αλλά και λόγω της διαφορετικής τους συμμετοχής στις σχέσεις προς
συνέχιση του γένους που λαμβάνουν χώρα. Η μεν γυναίκα γεννά και γαλουχεί το
παιδί. Γι’ αυτό και οι δυνατότητές της προς άγρα τροφής κλπ... είναι φυσικά
περιορισμένες. Ο δε άνδρας, ως προς τον βιολογικό του προορισμό, εκτός της
συμμετοχής του στην πράξη της αναπαραγωγής, προορίζεται για την άγρα πόρων για
τη φυσική ύπαρξη, για την περιφρούρηση και την προάσπιση από επιθέσεις.
Από τις διαφορές μεταξύ άνδρα και
γυναίκας που επισημάναμε παραπάνω (συμπεριλαμβανομένης και της διαφοράς
αναπαραγωγικών ικανοτήτων) έπεται ότι η «αξία» κάθε γυναίκας από την άποψη της
διατήρησης του είδους είναι υπέρτερη της «αξίας» ενός εκάστου των ανδρών, ότι
για την ευνοϊκότερη συνέχιση του γένους η διατήρηση των γυναικών εν ζωή πρέπει
να είναι εν συνόλω σταθερότερη απ’ ότι η
διατήρηση εν ζωή των ανδρών. Απ’ εδώ απορρέει και η μεγαλύτερη σταθερότητα, η
αντοχή του οργανισμού των γυναικών σε συνθήκες διαρκούς επίδρασης δυσμενών
παραγόντων (π.χ. σε υπέρμετρη ή ανεπαρκή ποσότητα τροφής, σε διακυμάνσεις της
ποιοτικής σύνθεσης της τροφής κλπ...) και τουναντίον, οι μεγαλύτερες
δυνατότητες των ανδρών για δράση σε τυχαίες και έκτακτες συνθήκες. Γενικά και
εν συνόλω η φύση των γυναικών τις υποχρεώνει να αποφεύγουν τυχαίες και έκτακτες
συνθήκες, ενώ η φύση των ανδρών τους εξωθεί σε «αναζήτηση» τέτοιων συνθηκών γι’
αυτό και η θνησιμότητα των εκπροσώπων του ανδρικού φύλου λόγω τυχαίων
περιστάσεων, τηρούμενων των αναλογιών, είναι ανώτερη από αυτή των γυναικών.
Αντίστοιχα, διαφοροποιούνται, κατά την άποψή μας, οι φυσικές και ψυχικές
ιδιότητες ανδρών και γυναικών. Φέρ’ ειπείν ο ανδρικός οργανισμός είναι
περισσότερο προσαρμοσμένος για [να αντεπεξέρχεται σε] ακραίες φυσικές
καταπονήσεις, ενώ ο γυναικείος οργανισμός είναι ανθεκτικότερος σε παρατεταμένες
δυσμενείς εξωτερικές επιδράσεις, η ένταση των οποίων δεν απέχει πολύ απ’ τις
συνηθισμένες. Φέρ’ ειπείν τα άτομα του γυναικείου φύλου είναι προσεκτικότερα,
επιφυλακτικότερα και λιγότερο επιρρεπή προς διακινδύνευση από τα άτομα του
ανδρικού φύλου, κλπ... Αυτό μπορεί φυσικά να εξαρτάται και από τις ατομικές
ιδιαιτερότητες και από την επίδραση της κοινωνικής ζωής. Παρ’ όλα αυτά όμως,
από βιολογικής απόψεως, οι άνδρες είναι οι ανιχνευτές του ανθρώπινου γένους, η
εμπροσθοφυλακή του, ενώ οι γυναίκες ανήκουν στον πυρήνα του γένους.
Ο πληθυσμός του βιολογικού είδους
στη φύση –όταν είναι ανέφικτη η μετοίκιση και, σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και
όταν η μετοίκιση είναι εφικτή– καθορίζεται από την συσχέτιση με τους όρους της
ύπαρξής του. Ο πληθυσμός του βιολογικού είδους ανέρχεται εν τέλει σε τέτοιες
αριθμητικές τιμές, ώστε η «αναπαραγωγή» αντικειμένων προς κατανάλωση από το
φυσικό περιβάλλον να εξισορροπείται με την κατανάλωση, με τη χρήση τους. Η επιδείνωση
των φυσικών συνθηκών επιφέρει μείωση του πολλαπλασιασμού, ενώ η βελτίωσή τους –
αύξηση του πολλαπλασιασμού.
Το εσωτερικό όριο αυτοανανέωσης της
βιολογικής ύπαρξης του ατόμου, όπως ήδη αναφέραμε, υπερβαίνεται με τη γέννηση
νέας ζωής, με τη συνέχιση του είδους (του γένους). Η διαδικασία της γέννησης
νέων ατόμων από τα άτομα, εάν εκληφθεί αφ’ εαυτής, ανανεώνεται απείρως.
Το εσωτερικό όριο της ανανέωσης του
γένους υφίσταται μόνον ως όριο της πολλαπλασιαστικής δυνατότητας στον δεδομένο
χρόνο. Αλλά δεν υφίσταται εσωτερικό όριο της ίδιας της γένεσης: η γένεση νέων
ατόμων απορρέει αναπόδραστα από τη φύση των υφιστάμενων ατόμων. Τελικά,
αποδεικνύεται ότι το όριο συνέχισης του είδους (του γένους) είναι ένα εξωτερικό
όριο. Το όριο αυτό τίθεται από τους όρους της ύπαρξης. Το όριο της συνέχειας
του ανθρώπινου γένους έγκειται στους όρους της ύπαρξης, στην αλληλεπίδραση των
ανθρώπων με το εξωτερικό ως προς αυτούς, με τη φύση.
Η αυτοανανέωση της βιολογικής
ύπαρξης του ατόμου και η συνέχιση της βιολογικής ύπαρξης του γένους έχουν ως
τελικό όριό τους την παρουσία αντικειμένων προς κατανάλωση, των όρων της
ύπαρξης. Κάθε όρος ύπαρξης αποτελεί –από την άποψη της δυνατότητας
χρησιμοποίησής του για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης– αντικείμενο προς
κατανάλωση, αντικείμενο προς ικανοποίηση βιολογικής ανάγκης.
Από την άποψη του ατόμου το ελάχιστο
των προς κατανάλωση αντικειμένων, είναι εκείνη η ποσότητα και ποιότητα
αντικειμένων προς κατανάλωση, η οποία είναι κατ’ ελάχιστον αναγκαία για την
αυτοανανέωση της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου κατά τον δεδομένο χρόνο.
Δεδομένου όμως ότι το καθοριστικό είναι η συνέχιση της ζωής του γένους, το
ελάχιστο των προς κατανάλωση αντικειμένων, είναι εκείνη η ποσότητα και ποιότητα
αντικειμένων προς κατανάλωση, που είναι κατ’ ελάχιστον αναγκαία όχι μόνο για
την διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου, αλλά και για τη διατήρηση μιας
βιολογικής ύπαρξης ικανής να φτάσει σε ηλικία, κατά την οποία είναι εφικτή
τεκνοποιία, και η συνέχιση της ύπαρξης, μέχρι να επιτευχθεί από το νέο άτομο η
ικανότητα αυτοτελούς βιολογικής ύπαρξης. Άνω όριο αυτού του ελαχίστου είναι
εκείνο, η επίτευξη του οποίου επιτρέπει τη σταθερή διατήρηση του πληθυσμού των
μελών του γένους (χωρίς αύξηση είτε μείωση, απλή αναπαραγωγή). Η ανεπάρκεια
αντικειμένων προς κατανάλωση, η ανεπάρκεια αντικειμένων για την ικανοποίηση των
σωματικών αναγκών (απούσης της δυνατότητας μετοίκησης σε άλλο περιβάλλον), εάν
είναι διαρκής, προκαλεί την αναγκαιότητα να προβεί ο άνθρωπος σε επενέργεια
στις διαδικασίες εκείνες που οδηγούν στο σχηματισμό των αντικειμένων προς
κατανάλωση.
Εάν η ποσότητα και η ποιότητα των
προς κατανάλωση αντικειμένων βρίσκεται κάτω από τα ελάχιστα όρια που
επισημάναμε, αυτό οδηγεί σε θάνατο του γένους. Εάν και εφ’ όσον υπάρχει αφθονία
αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση, η
αυτοανανέωση του γένους πραγματοποιείται χωρίς εξωτερικά εμπόδια.
Η αναγκαιότητα μετάβασης στην επενέργεια επί των διαδικασιών οι οποίες
οδηγούν στο σχηματισμό έτοιμων από τη φύση αντικειμένων προς κατανάλωση,
εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση όταν η ποσότητα και η ποιότητα αυτών των
αντικειμένων προς κατανάλωση κυμαίνεται πλησίον του ελαχίστου αναγκαίου για τη
βιολογική ύπαρξη των ατόμων και του γένους.
Η απλούστατη σχέση της κοινωνίας και η οικογένεια
Παραπάνω αναφερθήκαμε στις φυσικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών,
μεταξύ γονέων και τέκνων. Αυτές οι φυσικές σχέσεις εντάσσονται στην κοινωνική
μορφή κίνησης. Τις εντοπίσαμε, κάνοντας αφαίρεση από την κοινωνική μορφή
κίνησης, χωρίς ωστόσο, να προβούμε σε ειδική εξέταση της επίδρασης του
κοινωνικού επί των φυσικών σχέσεων, δηλ. εκλάβαμε τις φυσικές σχέσεις εντός της
άμεσης συνάφειάς τους με το κοινωνικό, υπογραμμίζοντας ακριβώς εκείνη την
πλευρά τους, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελούν φυσικές σχέσεις.
Οι βιολογικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών για τη συνέχιση του
γένους, οι βιολογικές σχέσεις γονέων και τέκνων αποτελούν τον βιολογικό
«πυρήνα» της οικογένειας. Αλλά η οικογένεια δεν ανάγεται σ’ αυτόν τον βιολογικό
«πυρήνα». Η οικογένεια είναι το προϊόν της επενέργειας της κοινωνίας, του
κοινωνικού επί αυτού του βιολογικού «πυρήνα». Η οικογένεια είναι η «διάθλαση»
της κοινωνίας, του κοινωνικού μέσω αυτού του βιολογικού «πυρήνα». Επομένως, η
οικογένεια αποτελεί προϊόν της αλληλεπίδρασης κοινωνικού και βιολογικού, άρα
δεν είναι κάτι μόνο βιολογικό είτε μόνο κοινωνικό. Κατ’ αυτή την προσέγγιση της
οικογένειας δεν είναι η κοινωνία αυτή που σχηματίζεται από την ανάπτυξη της
οικογένειας, αλλά η οικογένεια σχηματίζεται με το σχηματισμό της κοινωνίας (υπό
ιστορικά καθορισμένους κοινωνικούς όρους). Και λογικά η εξέταση δεν μπορεί να
ξεκινά από την οικογένεια ως την απλούστατη σχέση και κατόπιν να περνά στην
κοινωνία ως πιο σύνθετη. Η εξέταση της οικογένειας προϋποθέτει την ανάλυση των
βιολογικών σχέσεων των ανθρώπων προς συνέχιση του γένους, τη διευκρίνιση της
ιδιοτυπίας του κοινωνικού, και μόνον η «διάθλαση» της ιδιοτυπίας του κοινωνικού
μέσω των βιολογικών σχέσεων των ανθρώπων για τη συνέχιση του γένους παρέχει τη
δυνατότητα να αποκαλυφθεί η ιδιοτυπία της οικογένειας. Εάν κατά τον λογικό
τρόπο προσέγγισης εκληφθεί η οικογένεια ως η απλούστατη σχέση της κοινωνίας,
από ιστορικής σκοπιάς αυτό αντιστοιχεί με την άποψη κατά την οποία η κοινωνία
ανέκυψε από την οικογένεια δεδομένου ότι [σύμφωνα με αυτή την άποψη] εντός αυτής
της ξεχωριστής, της ειδικής ύπαρξης εκδηλώνεται η ζωή του είδους.
Οι σχέσεις γονέων και τέκνων, γενικά οι σχέσεις μεταξύ γηραιότερης και
νεότερης γενιάς, αποτελούν εκδήλωση της ουσίας των σχέσεων του είδους στις
σχέσεις των ατόμων. Από την άποψη αυτών των σχέσεων η ατομική κατανάλωση του
τέκνου είναι τελικά μια διαδικασία, η οποία διαμεσολαβείται από τη
δραστηριότητα των γονέων για την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση, δηλ.
η εν λόγω διαδικασία προβάλλει πλέον από την πλευρά εκείνη, η οποία συνιστά
μορφή εκδήλωσης της σχέσης γονέων και τέκνων, γηραιότερης και νεότερης γενιάς.
Ποιο ανεπτυγμένη μορφή εκδήλωσης της σχέσης γονέων και τέκνων, γηραιότερης και
νεότερης γενεάς, είναι η εκπαίδευση από τους γονείς (από τη γηραιότερη γενεά)
των τέκνων (της νεότερης γενιάς) [για την απόκτηση] της ικανότητας για αυτοτελή
υποστήριξη της βιολογικής τους ύπαρξης. Αλλά η απόκτηση αυτής της ικανότητας
σημαίνει απόκτηση της ικανότητας για αυτοτελή εξασφάλιση αντικειμένων προς
ιδιοκατανάλωση. Από αυτό έπεται, ότι η ικανότητα για αυτοτελή εξασφάλιση
αντικειμένων προς ιδιοκατανάλωση –εφ’ όσον δεν αποκτάται από γεννήσεως, αλλά
διαμορφώνεται στην ατομική ανάπτυξη με την αποφασιστική βοήθεια των γονέων, της
γηραιότερης γενεάς– συνιστά [διαγενεακή] μορφή εκδήλωσης των σχέσεων του είδους
στο άτομο. Η πραγμάτωση αυτής της ικανότητας είναι μια ειδολογική σχέση η
οποία εκδηλώνεται στη δραστηριότητα των ατόμων.
Σε αυτές τις μορφές η διατήρηση της ύπαρξης του ίδιου του ατόμου (η απλή
κατανάλωση χωρίς την εξασφάλιση αντικειμένων προς ιδιοκατανάλωση και η
κατανάλωση, που προϋποθέτει μιαν ειδική διαδικασία προκαταρτικής λήψης των προς
κατανάλωση αντικειμένων) προβάλλει σε ανηρημένη, σε μετασχηματισμένη μορφή.
Η πορεία της σκέψης που ακολουθήσαμε στο παρόν κεφάλαιο, είναι εν γένει και
εν συνόλω αντίστοιχη της πορείας της ατομικής ανάπτυξης.
Όταν διακρίνουμε και εξετάζουμε την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του
ατόμου παραλείποντας αφαιρετικά την εξέταση μιας βιολογικής ανάγκης, όπως η
γενετήσια ανάγκη καθώς και της άγρας και της παραγωγής αντικειμένων προς
κατανάλωση, εντοπίζουμε την εν λόγω διαδικασία στην πλέον «καθαρή μορφή» της,
όπως αυτή απαντάται στην παιδική ηλικία, στο υπό διαμόρφωση άτομο και μάλιστα
όσο μικρότερης ηλικίας είναι το τέκνο, τόσο «καθαρότερη» είναι αυτή η κατανάλωση
από τις πλευρές που αναφέραμε. Στο βαθμό που ο άνθρωπος διαμορφώνεται
βιολογικά, αποκτά την ανάγκη (και την ικανότητα) για συνέχιση του είδους, όπως
επίσης και την ικανότητα προς αυτοτελή διατήρηση της βιολογικής του ύπαρξης. Η
τελευταία από τις προαναφερθείσες ικανότητες δεν μπορεί να διαμορφωθεί στο
ανθρώπινο άτομο χωρίς τη συμμετοχή της γηραιότερης γενεάς. Συνεπώς, η περιγραφή
της ικανότητας προς αυτοτελή διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης προϋποθέτει την
εξέταση της σχέσης γονέων και τέκνων, γηραιότερης γενεάς και νεότερης, και
επομένως, των γενετήσιων σχέσεων των ατόμων.
Η ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών
(εξαιρουμένης της ικανοποίησης της γενετήσιας ανάγκης) συνιστά κατά τον
εγγύτερο τρόπο μόνον ατομική πράξη. Η ικανοποίηση της γενετήσιας ανάγκης
συνιστά μιαν ατομική πράξη, η οποία αποτελεί συνάμα και πράξη γενολογική
(ειδολογική). Οι γενετήσιες σχέσεις είναι άμεσα ειδολογικές σχέσεις. Οι
ειδολογικές σχέσεις αποτελούν την ουσία των ατόμων ως έμβιων όντων. Οι
σχέσεις γονέων και τέκνων που αφορούν την εκπαίδευση των τέκνων προς αυτοτελή
διατήρηση της βιολογικής τους ύπαρξης συνιστούν εκδήλωση των ειδολογικών
σχέσεων στις ατομικές πράξεις γονέων και τέκνων.
Όσο ο άνθρωπος ως έμβιο όν βρίσκεται υπό διαμόρφωση, η ατομική του ύπαρξη
έχει σημασία ως «αυταξία» για το είδος, ή μ’ άλλα λόγια η διατήρηση της ζωής
των υπό διαμόρφωση ατόμων ταυτίζεται άμεσα με τη διατήρηση της ζωής του είδους.
Στο βαθμό που επιτυγχάνεται η γενετήσια ωριμότητα, η γενετήσια ανάγκη
γίνεται μια από τις απαραίτητες ζωτικές ανάγκες του ατόμου. Και μάλιστα εδώ
πρόκειται για μιαν ανάγκη συνδεόμενη με την διατήρηση της ύπαρξης του ατόμου, η
ικανοποίηση της οποίας αποτελεί συνάμα αμοιβαία σχέση με άλλο άτομο, το οποίο
έχει ανάλογη ανάγκη, και γέννηση νέου ατόμου (είτε νέων ατόμων). Η πραγμάτωση
της γενετήσιας ανάγκης συνιστά άμεσο δεσμό διαφορετικών (ως προς το φύλο)
ατόμων ενός είδους. Εάν το υπό βιολογική διαμόρφωση άτομο συνεισφέρει στη
συνέχιση της ζωής του είδους με την ίδια την ύπαρξή του ως μεμονωμένο άτομο, το
άτομο που πραγματώνει τη γενετήσια ανάγκη του δεν συνεισφέρει στη συνέχιση της
ζωής του είδους απλώς ως μεμονωμένο άτομο, αλλά ως συνδεόμενο άμεσα βιολογικά
με ένα άλλο άτομο (του άλλου φύλου). Ο δεσμός τους υλοποιείται μέσω της
ικανοποίησης της ανάγκης συνέχισης της ύπαρξης ενός εκάστου των ατόμων ως
ξεχωριστών ατόμων, ενώ ταυτοχρόνως ο δεσμός αυτός συνιστά γέννηση νέου ατόμου
(νέων ατόμων), δηλ. συνέχιση της ζωής του είδους.
Ωστόσο, και στην περίπτωση
της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, και στην περίπτωση της ωρίμανσης και
της ικανοποίησης της γενετήσιας ανάγκης, η συνεισφορά στη διατήρηση της ζωής
του είδους λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο χάρη στην διατήρηση της ύπαρξης του
ίδιου του ατόμου. Η κατάσταση αλλάζει άρδην με τη γέννηση του τέκνου. Η διατήρηση της ζωής ενός άλλου ατόμου (του
τέκνου) διαχωρίζεται εξωτερικά από τη διατήρηση της ίδιας της ζωής των ατόμων
(των γονέων). Η διατήρηση από το γονέα της ίδιας του της ζωής ως «αυταξίας», ως
μεμονωμένης [ύπαρξης] χάνει τη σημασία της για τη συνέχιση της ζωής του είδους.
Η ζωή των γονέων διατηρεί τη σημασία της για τη συνέχιση της ζωής του είδους, μόνο στο βαθμό που αυτοί
συνεισφέρουν στη διατήρηση, στην υποστήριξη της ζωής των τέκνων και στη
διαμόρφωση σε αυτά της ικανότητας προς αυτοτελή διατήρηση της βιολογικής τους
ύπαρξης. Η μεμονωμένη, η ειδική ύπαρξη αυτών των ατόμων (των γονέων) αφ’ εαυτής
χάνει τη σημασία της για τη διατήρηση της ζωής του είδους. Διατηρεί αυτή τη
σημασία μόνο στο βαθμό που η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη για την διατήρηση της
βιολογικής ύπαρξης άλλων ατόμων (των τέκνων), τα οποία αποτελούν την άμεση
ενσάρκωση της ζωής του είδους.
1 Εδώ (αλλά όχι γενικότερα) η διαφορά μεταξύ των εννοιών «άνθρωπος» και «άτομο» δεν έχει σημασία.
2
Η αντίληψη κατά την οποία η απλούστατη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η
εργασία είναι ευρέως διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια. Η αντίληψη αυτή, από
λογικής απόψεως, εδράζεται στη σύγχυση της σφαίρας της ουσίας με την απλούστατη
σχέση, μια σύγχυση, οι απαρχές της οποίας θα πρέπει να αναζητηθούν στη
σοβιετική βιβλιογραφία στο συνολικά ενδιαφέρον και βαθύ βιβλίο του Ε.Β.
Ιλιένκοφ «Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στο «Κεφάλαιο» του
Κ.Μαρξ» (Μόσχα, 1960).
3
Φυσικά οι ανάγκες του οργανισμού δεν καθορίζονται μόνον απ’ τη διάρθρωση του
οργανισμού, αλλά και από τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος. Αν όμως κάνουμε
αφαίρεση από την προέλευση των αναγκών και τις θεωρήσουμε ως κάτι δεδομένο,
προβάλλουν ως «απαιτήσεις» του οργανισμού προς το περιβάλλον.
4
Κατά τη λογική εξέταση του βιολογικού πριν από την ειδική περιγραφή του
κοινωνικού εκείνο που προβάλλει κατά την ανάλυση είναι ακριβώς το γεγονός ότι
από βιολογικής πλευράς ο άνθρωπος δεν αλλάζει (είτε δεν αλλάζει αισθητά,
ουσιαστικά) τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια της παρελθούσας ιστορίας από την
εποχή που εμφανίσθηκε ο homo
sapiens. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω χρειάζεται να
διακριβώσουμε την αντίληψή μας για τη σχέση μεταξύ φοϊερμπαχιανής και μαρξικής
ερμηνείας του ανθρώπου. Ο Κ. Μαρξ γράφει στην 6η θέση από τις
«Θέσεις για τον Φόιερμπαχ»: «όμως η ουσία του ανθρώπου δεν είναι μια αφαίρεση
που ενυπάρχει στο μεμονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο
όλων των κοινωνικών σχέσεων.
Γι’ αυτό ο
Φόιερμπαχ, ο οποίος δεν ασχολείται με την κριτική αυτής της πραγματικής ουσίας,
είναι τελικά υποχρεωμένος:
1)
να κάνει αφαίρεση
από την πορεία της ιστορίας, να εξετάσει το θρησκευτικό αίσθημα [Gemut] ξεχωριστά και να προϋποθέσει την ύπαρξη ενός
αφηρημένου – μεμονωμένου - ανθρώπινου ατόμου.
2)
Γι’ αυτό σε
αυτόν η ανθρώπινη ουσία μπορεί να εξετάζεται μόνον ως «γένος», ως εσωτερική,
βουβή καθολικότητα η οποία συνδέει πληθώρα ατόμων μόνο με φυσικούς δεσμούς» [1,τ.3σελ.3].
Κατ’ αρχήν,
όποτε γίνεται λόγος περί ουσίας του ανθρώπου, επικαλούνται τον ορισμό της ουσίας
του ανθρώπου που δίνει ο Κ. Μαρξ στην παραπάνω θέση, χωρίς να λαμβάνουν υπ’
όψιν το γεγονός ότι τον καιρό της συγγραφής των «Θέσεων για τον Φόιερμπαχ» ο Κ.
Μαρξ δεν είχε διακρίνει ακόμα τις σχέσεις παραγωγής ως καθοριστικές έναντι όλων των άλλων κοινωνικών σχέσεων.
Ωστόσο, με τη διάκριση των σχέσεων παραγωγής υπό αυτή την ιδιότητα, κατά την
άποψή μας, αλλάζει και ο ορισμός της ουσίας του ανθρώπου, στον οποίο θα υπάρξει
αναφορά στο κεφάλαιο «Η ουσία της κοινωνίας».
Δεύτερον,
ενόσω ο Κ. Μαρξ εκπονεί την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, είναι φυσικό να
στρέφει εδώ την προσοχή του μόνο στην ανεπάρκεια του Λ. Φόιερμπαχ. Εάν όμως
δοθεί προσοχή και στην ανεπάρκεια και στην επάρκεια της θεώρησης του Λ.
Φόιερμπαχ, μπορούμε να πούμε το εξής: κατά την εξέταση του ανθρώπου ως
βιολογικού είδους η αφαίρεση από την πορεία της ιστορίας είναι καθ’ όλα νόμιμη,
διότι η πορεία αυτής της ιστορίας είτε δεν αλλάζει καθόλου, είτε λίγο-πολύ δεν
αλλάζει ουσιαστικά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα διαμορφώνεται ως προϊόν της
φύσης και στη συνέχεια δεν υφίσταται ουσιώδεις αλλαγές ως βιολογικό είδος.
Η πλάνη του
Λ. Φόιερμπαχ, όσον αφορά τους φυσικούς δεσμούς του ανθρώπου
(συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών), συνίστατο στο γεγονός, ότι εξέλαβε ως
ουσία του ανθρώπου τη σφαίρα των προϋποθέσεων, τη σφαίρα εκείνη εντός της
οποίας ελάνθανε η απλούστατη σχέση της κοινωνίας και έτσι δεν μπόρεσε να
αποκαλύψει αυτή την ουσία. Φυσικά, ο Λ. Φόιερμπαχ γνώριζε ότι ο άνθρωπος
υφίσταται εντός της κοινωνίας και ότι υπάρχει η πορεία της ιστορίας. Ωστόσο,
δεν κατάφερε να εντάξει κατά βάση αυτά τα γεγονότα στη θεωρητική του εξέταση. Ο
Φόιερμπαχ δεν μπόρεσε να δώσει μια θεωρητική εξήγηση της κοινωνίας και
της πορείας της ιστορίας.
5
Για την επιτυχέστερη επίλυση των σύγχρονων προβλημάτων που εγείρονται ενώπιον
της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας είναι απαραίτητη μια σφαιρική βιολογική
απεικόνιση του ανθρώπου, ας πούμε ένα βιολογικό ολόγραμμα του ανθρώπου.
6
Η παραδοχή της δυνατότητας ύπαρξης τέτοιων συστημάτων είναι μια μεταφυσική
παραδοχή.
*
Πρόκειται για τις ουσίες που ως άχρηστα προϊόντα της διάσπασης, στα πλαίσια της
αντίστροφης προς την αφομοίωση λειτουργίας του μεταβολισμού, της αφετεροίωσης,
αποβάλλονται από τον οργανισμό. – σ.τ.μ.
*
Βλ. και: 266, σελ. 272 – σ.τ.μ.
** δηλ. μια πράξη όντος που ανήκει στο ανθρώπινο
είδος και δρα ως εκπρόσωπος αυτού του είδους– σ.τ.μ.
7 Εδώ μπορούμε να διακριβώσουμε τα προαναφερθέντα.
Ο Λ. Φόιερμπαχ εξέλαβε την ουσία του βιολογικού ατόμου ως ουσία του ανθρώπινου
ατόμου, και μάλιστα χωρίς να έχει διακρίνει καθ’ όλα σαφώς την πρώτη ουσία.
8 Η αναγκαιότητα εκπαίδευσης των μικρών ατόμων από
τα άτομα της γηραιότερης γενεάς, ανακύπτει στη διαδικασία της εξέλιξης του
οργανικού κόσμου με την εμφάνιση στα έμβια όντα εξαρτημένων αντανακλαστικών. Το
περίπλοκο και η διάρκεια αυτής της διδασκαλίας είναι ευθέως ανάλογα του
περίπλοκου του συστήματος λειτουργικών συνδέσεων του έμβιου όντος με το
περιβάλλον του, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της ζωής το (αυτό ισχύει εν
γένει και εν συνόλω, τηρουμένων σταθερών των λοιπών όρων).
9 Κατά τη γνώμη μας, όσο ανώτερη θέση καταλαμβάνει
ένα είδος στο «δένδρο» της βιολογικής ανάπτυξης, όσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο
ψυχισμός των εκπροσώπων του είδους, τόσο περισσότερο «αμβλύνεται» τρόπον τινά η
αντίφαση μεταξύ ατόμου κατά το γήρας και είδους, τόσο σημαντικότερα γνωρίσματα
και ιδιότητες που προσιδίαζαν σε προγενέστερα στάδια της σχέσης ατόμου και
είδους διατηρούνται.
10 Από την άλλη πλευρά η απόρριψη των γηραιών γονέων
από τα παιδιά, σημαίνει ότι τα παιδιά βρίσκονται θα’ λεγε κανείς σε «ζωώδες
επίπεδο», ότι χαρακτηρίζονται τουλάχιστον από ανεπαρκή εσωτερική
κοινωνικοποίηση. Το ίδιο ισχύει δικαίως και όσον αφορά τη φροντίδα της οποίας
τυγχάνουν οι γέροντες από την κοινωνία. Ο βαθμός και ο χαρακτήρας της φροντίδας
προς τους γέροντες είναι ένας από τους δείκτες του κατά πόσο η κοινωνία έχει
υπερβεί τους ζωώδεις αμοιβαίους δεσμούς, κατά πόσο τους έχει μετασχηματίσει.