Βιολογικό και
κοινωνικό
Μια ιστορική προσέγγιση των αντιφάσεων της έμβιας
ύλης
Του Κυριάκου Ιωαννίδη (ιατρού, υπ. Διδάκτορα Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου
Κρήτης).
ΟΥΤΟΠΙΑ τ.87, 11-12.2009,
σελ.69-92
Εισαγωγή
Ο κόσμος των έμβιων όντων συνιστά μία
πολυδιάστατη πραγματικότητα. Γι’ αυτό, τα όποια εγχειρήματα θεωρητικής
ανασύστασής του οφείλουν να θέτουν διακριτά τα όρια εντός των οποίων θα
πραγματοποιείται η εκάστοτε έρευνα. Είναι τέτοιος ο πλούτος και η ποικιλία των φαινομένων της ζωής, ώστε καθίσταται αναγκαία μια διαβαθμισμένη, εσωτερικά
διαρθρωμένη και πολυεπίπεδη προσέγγιση των ζητημάτων που κάθε φορά ανακύπτουν.
Αφετηριακό αντικείμενο του παρόντος
κειμένου αποτελεί η κοινωνία ως ολότητα. Η βιολογία θα μας απασχολήσει από την
άποψη της συγκεκριμένης συνάφειάς της με αυτήν. Θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε τις διαδικασίες εξέλιξης των έμβιων όντων και ιδιαιτέρως την ανθρωποκοινωνιογένεση, ήτοι τη μετάβαση από το βιολογικό στον κοινωνικό
άνθρωπο. Μία μετάβαση, η οποία συνεχίζει να πραγματοποιείται και στις μέρες
μας, καθώς ωριμάζει η ανθρώπινη κοινωνία και αίρονται (μετασχηματίζονται,
τροποποιούνται, αφομοιώνονται) οι κατ’ εξοχήν φυσικές-βιολογικές συνιστώσες του
ανθρώπινου είδους.
Βεβαίως, η εξέλιξη του ανθρώπου είναι
απαραίτητο να ενταχθεί στα πλαίσια της εν γένει εξέλιξης των ζωντανών
οργανισμών. Κάτι τέτοιο επιτάσσει την (έστω και αδρομερή) αναφορά στην πορεία
της ζωής ήδη από τα πρώτα της σκιρτήματα. Εν τέλει, η ιστορική προσέγγιση του φαινομένου της ζωής απαιτεί την επεξεργασία του ως ολότητας, και μάλιστα, ως
οργανικού όλου με «προγόνους» (προβιοτικός κόσμος) και «απογόνους» (κοινωνία).
Σε τι συνίσταται, όμως, η μελέτη ενός
τέτοιου οργανικού όλου; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις αυτής της εργασίας;
Κυριότερα, ποια οφείλουν να είναι τα φιλοσοφικά-μεθοδολογικά θεμέλια για μια
αποτελεσματική προσέγγιση του ζητήματος;
Ορισμένα ζητήματα μεθοδολογίας
Το κοινωνικό και το βιολογικό ως
γνωστικά αντικείμενα συνιστούν ιδιότυπα περίπλοκα συστήματα. «Οργανικό όλο είναι εκείνο το όλο
χαρακτηριστικό του οποίου είναι πρωτίστως ο εσωτερικός αμοιβαίος δεσμός (η
αλληλεπίδραση) των πλευρών» (Βαζιούλιν 2004). Ένα οργανικό όλο είναι
δυνατόν να βρίσκεται σε διάφορα στάδια της εξέλιξής του, διανοίγοντας
αντίστοιχες δυνατότητες για την επιστημονική του μελέτη. Το πλέον πρόσφορο από
αυτήν τη σκοπιά στάδιο είναι εκείνο της ωριμότητάς του, κατά το οποίο είναι
δυνατή η θεωρητική ανασύσταση του αντικειμένου, βάσει της ανάβασης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Κατά τη διαδικασία νοητικής
προσοικείωσης ενός αντικειμένου, η σκέψη κινείται νομοτελώς προς ορισμένες
κατευθύνσεις. Η αφετηριακή πρόσληψη του
αντικειμένου είναι αισθητηριακή και αφορά εξωτερικές σχέσεις. Το πράγματι
υφιστάμενο οργανικό όλο απεικονίζεται ακριβώς σαν όλο, μόνο που η περί αυτού
αντίληψη είναι χαώδης, στο βαθμό που δεν έχουν διακριθεί σαφώς οι πλευρές (τα
μέρη) του. Εν συνεχεία πραγματοποιείται η ανάλυσή του, δηλαδή ο τεμαχισμός του
«εις τα εξ’ ων συνετέθη». Το αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι η διάκριση της απλούστατης πλευράς-σχέσης
αυτού του όλου. Τελικώς, ακολουθεί η
διερεύνηση των σχέσεων, της συνάφειας, των αμοιβαίων δεσμών, δηλαδή της
εσωτερικής ενότητας των πλευρών και η συνολική επανεξέταση αυτού του όλου, όμως
τώρα υπό το πρίσμα των εγνωσμένων πλευρών που το συναπαρτίζουν και
διαμεσολαβημένα από τη σκέψη ως δεύτερη άρνηση (άρνηση της άρνησης) της
αισθητηριακής-άμεσης ζωντανής εποπτείας.
Η διαδικασία που περιγράψαμε αποτελεί
τη μέθοδο αποκάλυψης των εσώτερων αλληλεπιδράσεων εντός ενός οργανικού όλου,
κατά την πορεία εμβάθυνσης της σκέψης από το «είναι» («επιφάνεια»), στην «ουσία»,
στο «φαινόμενο» και στην «πραγματικότητα». Πρόκειται για ενιαία
διαδικασία, γι’ αυτό και οι δύο «τροχιές» που περιγράψαμε («από το αισθητηριακά
συγκεκριμένο στο αφηρημένο» και «από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο») δεν
αποτελούν ανεξάρτητες πορείες, ούτε η μία έπεται της άλλης κατά μιαν έννοια
απλής χρονικής αλληλουχίας. Είναι πτυχές-εκφάνσεις μίας και της αυτής
διαδικασίας, κατά την οποία άλλοτε υπερτερεί η μεν, άλλοτε η δε κίνηση. Τυχόν
απολυτοποιήσεις μπορεί να οδηγήσουν σε στρεβλά συμπεράσματα και σε άγονες
πρακτικές.
Ήδη υπαινιχθήκαμε ότι το οργανικό όλο
εξελίσσεται. Μάλιστα, έχουμε να κάνουμε με προοδευτική εξέλιξη-ανάπτυξη, με
διαδικασία ωρίμανσης. Κατά την κίνησή του, το όλο αυτό διέρχεται από ορισμένα
στάδια. Αυτά είναι:
1.
οι αναγκαίες
προϋποθέσεις, η αρχή (ακόμη δεν υπάρχει το ίδιο το αντικείμενο),
2.
η πρωταρχική
εμφάνιση (μορφοποιείται για πρώτη φορά το ίδιο το αντικείμενο),
3.
η διαδικασία
διαμόρφωσης (αρχίζει ο μετασχηματισμός από το νέο οργανικό όλο της
κληροδοτηθείσας βάσης) και
4.
η ωριμότητα
(ολοκληρώνεται ο μετασχηματισμός).
Ένα οργανικό όλο βγαίνει από τα
σπλάχνα μιας προγενέστερης αναπτυξιακής διαδικασίας, ενώ την ίδια στιγμή
αρχίζουν να «ανατέλλουν» εντός του οι προϋποθέσεις για ένα μεταγενέστερο όλο.
Το νέο οργανικό όλο ανακύπτει ως άρνηση από κάποιαν άλλη αναπτυξιακή διαδικασία
του ίδιου του εαυτού της. Η άρνηση αυτή συνιστά μιαν αναγκαιότητα και, άρα,
εφόσον διαμέσου αυτής της άρνησης εμφανίζεται το νέο οργανικό όλο, μπορούμε να
πούμε ότι το τελευταίο εμφανίζεται κατ’ ανάγκην. Από την άλλη, το νέο οργανικό
όλο έχει τις δικές του αντιφάσεις και συνιστά κάτι διάφορο-εξωτερικό και μη
αναγόμενο εξ’ ολοκλήρου στις αντιφάσεις της προγενέστερης διαδικασίας, είναι τυχαίο
ως προς αυτήν. Επομένως, από την άποψη της προγενέστερης ανάπτυξης, το νέο
οργανικό όλο είναι αναγκαίο, ενώ από
την άποψη του ίδιου του νέου οργανικού όλου, αποτελεί κάτι το τυχαίο, το εξωτερικό.
Από τα παραπάνω έπεται ότι, κατά την
ανάπτυξή του, ένα οργανικό όλο υφίσταται τόσο αναγκαίες, όσο και τυχαίες
επιδράσεις, και μάλιστα η εμφάνιση της ουσίας του νέου συνιστά μιαν ενότητα
αναγκαίου και τυχαίου. Η εν λόγω ενότητα είναι δυναμική, γεγονός που σημαίνει
ότι παρατηρούνται ποικίλων βαθμών επιδράσεις της μεν είτε της δε πλευράς. Επί
παραδείγματι, κατά την πρωταρχική του εμφάνιση, το οργανικό όλο είναι επιρρεπές
σε τυχαίες επιδράσεις, δεδομένου ότι η δική του ουσία δεν έχει ακόμη
διαμορφωθεί, με αποτέλεσμα να μην
«πατάει» στη δική του (αντίστοιχη του εαυτού του) βάση. Έτσι, μπορούμε να
διακρίνουμε τις πηγές της ανάπτυξής του. Στην πορεία διαμόρφωσης των ιστορικών
προϋποθέσεων, πηγή της ανάπτυξης είναι οι αντιφάσεις της προγενέστερης
αναπτυξιακής διαδικασίας. Κατά την πρωταρχική εμφάνιση, παρατηρείται μία
ενότητα των εσωτερικών αντιφάσεων της προγενέστερης αναπτυξιακής διαδικασίας
και εξωτερικών τυχαίων συνθηκών. Βέβαια, με την πρωταρχική εμφάνιση του
οργανικού όλου, ανακύπτει η νέα πηγή της κίνησης, η κίνηση βάσει των εσωτερικών
αντιφάσεων του νέου πλέον οργανικού όλου, η αυτο-κίνηση.
Η τελευταία γίνεται κυρίαρχη πηγή της κίνησης μόνον κατά το στάδιο της
ωριμότητας του οργανικού όλου. Τότε, όμως, ωριμάζουν ή έχουν ήδη ωριμάσει η
δυνατότητα και η αναγκαιότητα υπέρβασης αυτού του σταδίου. Το οργανικό όλο αρνείται
τον εαυτό του. «Το απόγειο κάθε
προσδιορισμένης αναπτυξιακής διαδικασίας είναι το ύψιστο επίπεδο της
προοδευτικής της ανάπτυξης, το οποίο συνιστά ταυτοχρόνως και την αρχή της δύσης
της» (idem).
Στα πλαίσια αυτής της μεθοδολογικής
προσέγγισης, θα επιχειρήσουμε να μελετήσουμε ιστορικά τις αντιφάσεις της έμβιας
ύλης. Εκκινώντας από τις αναγκαίες ιστορικές προϋποθέσεις εμφάνισης της ζωής,
θα ανιχνεύσουμε την πρωταρχική της εμφάνιση, την εξέλιξη (διαμόρφωση), αλλά και
την ωριμότητά της, η οποία ταυτίζεται με την εμφάνιση του ανθρώπου, οπότε και
παρατηρείται η μετάβαση σε ένα ανώτερο στάδιο, σε μια νέα ποιότητα, στην
κοινωνία.
Για την προέλευση και εξέλιξη της
ζωής
Η επιστημονική προσέγγιση του
ζητήματος της εμφάνισης της ζωής πάνω στη γη δέχεται, πρώτον, ότι επί μακρόν
στον πλανήτη δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής και, δεύτερον, ότι οι πρώτοι ζωντανοί
οργανισμοί εμφανίστηκαν μόνο μία φορά ως
αποτέλεσμα ανώτερης οργάνωσης της άβιας ύλης.
Σε τελευταία ανάλυση, το πρόβλημα της εμφάνισης της ζωής συνίσταται στο πέρασμα
από μία ορισμένη αναπτυξιακή διαδικασία σε μία άλλη, ανώτερη και οι νομοτέλειες
αυτού του περάσματος βρίσκονται σε αντιστοιχία με εκείνες που διέπουν την
ανάπτυξη ενός οργανικού όλου, έτσι όπως τις περιγράψαμε ανωτέρω.
Πρωτίστως, να επισημάνουμε ότι ο έμβιος κόσμος εμφανίζεται τόσο κατ’
ανάγκην, όσο και κατά τύχη. Η αναγκαιότητά του συνίσταται στο ότι αποτελεί
προϊόν άρνησης της γήινης φύσης, δηλαδή προκύπτει από τις νομοτέλειες του
φυσικοχημικού περιβάλλοντος της γης σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξής του. Η
τυχαιότητά του συνίσταται στο ότι αποτελεί κάτι το εξωτερικό σε σχέση με την
προγενέστερη διαδικασία, κάτι διαφορετικό ως προς την ουσία του από αυτήν.
Τελικά, η ίδια η ζωή αποτελεί μία συγκεκριμένη ενότητα αναγκαίων και τυχαίων
επιδράσεων.
Οι αναγκαίες
προϋποθέσεις (η αρχή) της ζωής διαμορφώνονται στα πλαίσια του φυσικοχημικού
περιβάλλοντος της γης. Η ίδια η ζωή ακόμη δεν έχει εμφανιστεί. Πηγή της
ανάπτυξης είναι οι αντιφάσεις του φυσικοχημικού κόσμου. Σύμφωνα με την πιο
συνεκτική θεωρία που προσπαθεί να ερμηνεύσει τη διαδικασία που συζητάμε (κυρίως
βάσει των εισηγήσεων του Α. Ι. Οπάριν και του J. B. S. Haldane), αρχικά η ατμόσφαιρα
της γης ήταν αναγωγική, ένα μίγμα υδρογόνου (H2), αμμωνίας (NH3),
μεθανίου (CH4)
και διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Υπό την επίδραση βίαιων ηλεκτρικών εκκενώσεων
(οι οποίες προσέφεραν την απαιτούμενη ενέργεια), της έντονης τότε υπεριώδους
ακτινοβολίας και της υψηλής θερμοκρασίας, συντελέστηκε, πριν 4 περίπου
δισεκατομμύρια χρόνια, η σύνθεση μιας πλειάδας οργανικών ουσιών μέσα στους
θερμούς ωκεανούς, στην προβιοτική «σούπα».
Στην πορεία, επετεύχθη ο σχηματισμός μεγαλομορίων (λιπιδίων, πρωτεϊνών κτλ.).
Τα μακρομόρια αυτά, από την ίδια τη χημεία τους, έχουν την τάση να
συσσωματώνονται, σχηματίζοντας σταγονίδια συσσωματωμάτων. Καθώς τα
συσσωματώματα θα αντλούσαν από το περιβάλλον τους, από το διαλυτικό μέσο,
πρόσθετες ουσίες, θα έφταναν σε κάποιο κρίσιμο μέγεθος, όπου, λόγω φυσικών
νόμων, η διαίρεσή τους θα ήταν αναπόφευκτη.
Κατά την πρωταρχική εμφάνιση της ζωής μορφοποιείται για πρώτη φορά η ίδια η
ζωή. Παρατηρείται μία ενότητα των εσωτερικών αντιφάσεων σε φυσικοχημικό επίπεδο
με εξωτερικές τυχαίες συνθήκες. Ανακύπτει η αυτο-κίνηση της ζωής, η οποία
καθίσταται η άγουσα, η κύρια, αλλά όχι η κυρίαρχη πηγή της κίνησης, στο βαθμό
που η ζωή είναι επιρρεπής σε τυχαίες επιδράσεις. Ακριβώς η δημιουργία μιας σχετικά οργανωμένης δομής, ενός αρχέγονου
«πρωτοκυττάρου» που επιτυγχάνει τη διαιώνισή του σύμφωνα με φυσικοχημικές
νομοτέλειες, αποτελεί και το πρώτο σκίρτημα της ζωής. Υπό την έννοια αυτή,
τα εγχειρήματα ταύτισης της πρωταρχικής εμφάνισης της ζωής με την εμφάνιση
κάποιου συγκεκριμένου μορίου (του DNA, του RNA, πρωτεϊνών κτλ.), μάλλον παραβλέπουν το βαθιά περίπλοκο χαρακτήρα των
διαδικασιών της ζωής, η οποία συνίσταται στη διηνεκή και πολυεπίπεδη
συνεργασία, αλληλεπίδραση, συνάφεια πολλών μορίων που, από μόνα τους, κάθε άλλο
παρά μπορούν να παράγουν ζωή. Το DNA, επί παραδείγματι, δεν
αποτελεί κάποιον αυτοαντιγραφικό μηχανισμό, ένα γυμνό αντιγραφέα που δύναται
από μόνος του να παράγει πιστά αντίγραφα του εαυτού του. Η διαδικασία της
αντιγραφής καθίσταται εφικτή μόνο με την παρουσία και άλλων χημικών παραγόντων
(RNA, πρωτεϊνών, ενζύμων), ενέργειας, αλλά και ενός
σχετικά σταθερού περιβάλλοντος.
Η πρωταρχική εμφάνιση της ζωής δεν ήταν
στιγμιαία, ακαριαία. Πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες, οι οποίες ήταν τρόπον
τινά ξένες προς το φαινόμενο της ζωής. Έτσι, αν και η ζωή εμφανίζεται στη βάση
των νομοτελειών του παρελθόντος, την ίδια στιγμή παραμένει ακόμη ανώριμη, δεν
έχει διαμορφωθεί πλήρως, είναι επιρρεπής σε εξωτερικούς-τυχαίους παράγοντες
και, υπό αυτήν την έννοια, η συνέχισή της δεν είναι ο πιο πιθανός δρόμος.
Θεωρούμε ως πιο πιθανό «σενάριο» μια
μακρά διαπάλη του καινούργιου με το παλιό, της ζωής με την προβιοτική φύση,
κατά την οποία μορφές ζωής εμφανίζονταν σε ένα ή πολλαπλά σημεία της Γης, εν
συνεχεία, αδυνατώντας λόγω ανωριμότητας να επιβιώσουν και να εξελιχθούν,
εξαφανίζονταν (ηττούνταν, πέθαιναν), σε μια αλληλουχία γεγονότων, η οποία, μετά
από κάποιο χρονικό διάστημα, σφραγίστηκε από την τελική νίκη της ζωής, την εδραίωσή της.
Ακολουθεί η διαδικασία διαμόρφωσης της ζωής, κατά την οποία αρχίζει ο
μετασχηματισμός από τα έμβια όντα του κληροδοτηθέντος αρχέγονου περιβάλλοντος,
από το οποίο προήλθαν και του οποίου συνιστούν διαλεκτική άρνηση. Σε τι
συνίσταται, όμως, αυτός ο μετασχηματισμός; Σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα,
διατυπώνεται η άποψη ότι η αρχική γήινη ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά φιλική ήταν
προς τους νεοεμφανισθέντες ζωντανούς οργανισμούς. Η έντονη υπεριώδης
ακτινοβολία, τοξικές ουσίες και άλλοι βλαπτικοί παράγοντες αποτελούσαν εμπόδιο
στην εξέλιξη των έμβιων όντων. Η βάση επί της οποίας αναπτύχθηκε η ζωή ήταν αναντίστοιχη της φύσης και του χαρακτήρα
της βιολογικής μορφής. Έπρεπε το περιβάλλον να γίνει πιο ευμενές. Κάτι που
όντως πραγματοποιήθηκε. Οι πρώτοι οργανισμοί ήταν ετερότροφοι
και επιβίωναν καταναλώνοντας απλά βιομόρια τα οποία έβρισκαν σε έτοιμη μορφή,
ενώ δεν χρειάζονταν οξυγόνο για τη συντήρησή τους. Προϊόντος του χρόνου, οι
έτοιμες τροφές έτειναν να εξαφανιστούν, οπότε ανέκυψε πρόβλημα επιβίωσης. Όσα
από τα «πρωτοκύτταρα» είχαν κατά τύχη την ικανότητα να χρησιμοποιούν ως πηγή
ενέργειας ακόμη απλούστερα μόρια και ηλιακή ενέργεια επέζησαν και επικράτησαν.
Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα αυτότροφα κύτταρα πριν 3 περίπου δισεκατομμύρια
χρόνια και μαζί τους άρχισαν να πραγματοποιούνται οι πρώτες φωτοσυνθετικές
διαδικασίες. Αρχικά, η φωτοσύνθεση δεν οδηγούσε στο σχηματισμό οξυγόνου, αφού
χρησιμοποιούσε υδρόθειο (H2S) ως πηγή υδρογόνου.
Αργότερα, με τη χρησιμοποίηση του ύδατος (H2Ο) ως πηγής υδρογόνου,
άρχισε να απελευθερώνεται οξυγόνο. Ο βαθμιαίος εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με
οξυγόνο, η μετατροπή της, δηλαδή, από αναγωγική σε οξειδωτική, παρείχε την κατ’
αρχήν νέα δυνατότητα οργάνωσης της ζωής σε ανώτερο επίπεδο.
Αυτή η διαδικασία εκτυλίχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση των
αντιγραφικών μηχανισμών και των
αντίστοιχων μορίων (θεωρείται ότι το πρώτο νουκλεϊκό οξύ που εμφανίστηκε ήταν
το RNA), που κατέστησαν πλέον την αναπαραγωγή καθαυτό
βιολογική.
Η εξέλιξη των μορφών ζωής σημαίνει, σε
τελευταία ανάλυση, κλιμάκωση της σχέσης μεταξύ των οργανισμών και του
περιβάλλοντος. Η σχέση οργανισμός-περιβάλλον
συνιστά μια σχέση διαλεκτικής αντίφασης, μία σχέση κατά την πραγματοποίηση της
οποίας μεταβάλλονται τα χαρακτηριστικά τόσο των δύο πόλων που την αποτελούν,
όσο και αυτής της ίδιας ως σχέσης. Πολλές φορές, η εξέλιξη της ζωής
εκλαμβάνεται μονοσήμαντα ως ανάπτυξη στο χώρο και στο χρόνο μόνο των έμβιων
όντων, τα οποία απαντούν προσαρμοστικά στις αυτόνομες αλλαγές του περιβάλλοντος.
Ωστόσο, όμως, όπως σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, οι ζώσες μορφές της ύλης όχι μόνο
δεν δέχονται παθητικά τις περιβαλλοντικές επιδράσεις, αλλά τουναντίον
επιχειρούν να τις «προσαρμόσουν» στις δικές τους ανάγκες.
Έτσι λοιπόν, βαθμιαία οι έμβιοι οργανισμοί παρεμβαίνουν στις διαδικασίες της
φύσης, καθιστώντας το περιβάλλον αντίστοιχο
του εαυτού τους (της φύσης και του χαρακτήρα τους).
Ας δούμε αυτήν την πορεία λίγο
αναλυτικότερα. Η πιο απλή, η λιγότερο αναπτυγμένη μορφή της σχέσης
οργανισμός-περιβάλλον είναι εκείνη κατά την οποία ο οργανισμός ταυτίζεται άμεσα (αν και η ταυτότητα
εμπεριέχει ήδη τη διαφορά) με το περιβάλλον. Αυτή η σχέση χαρακτηρίζει τα φυτά.
Εδώ, η κατανάλωση (π.χ. η δέσμευση της ηλιακής ενέργειας) ταυτίζεται με τη
διαδικασία εξασφάλισης των αντικειμένων προς κατανάλωση, ενώ η αντεπίδραση στο
περιβάλλον γίνεται με την κατανάλωση του υλικού και με την αποβολή των
παραπροϊόντων. Περισσότερο ανεπτυγμένη είναι η σχέση των ζώων με το περιβάλλον
τους, από το οποίο άρχισε σταδιακά ο εξωτερικός
διαχωρισμός τους. Ο οργανισμός, πλέον, δεν καλύπτεται από εκείνα που του
παρέχει η άμεση επαφή του με τη φύση, αλλά έχει την ικανότητα να αναζητά το
ευμενές (ευνοϊκό) και να αποφεύγει το δυσμενές περιβάλλον. Για το λόγο αυτό
κινείται για την εξασφάλιση των έτοιμων στη φύση αντικειμένων (ουσιών κτλ.)
προς κατανάλωση. Η αντεπίδραση στο περιβάλλον είναι κατ’ εξοχήν μηχανική (μια
μορφή κίνησης που προσιδιάζει στην ανόργανη φύση) και γίνεται με τη βοήθεια των
οργάνων του σώματός του. Ανώτερο
επίπεδο της σχέσης είναι εκείνο κατά το οποίο η επενέργεια δεν γίνεται μόνο
διαμέσου των οργάνων του σώματος του ζώου, αλλά μέσω των προεκτάσεών τους, των «ανόργανων οργάνων του σώματος» (Marx 1975). Τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι είτε έτοιμα αντικείμενα της φύσης
τροποποιημένα λειτουργικά (π.χ. κάποιο κλαδί), είτε αντικείμενα τροποποιημένα
όχι μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά, δηλαδή τεχνητά δημιουργημένα
αντικείμενα. Η επενέργεια στη φύση
διαμέσου εργαλείων, λειτουργικά και μορφολογικά τροποποιημένων μέσω είναι
χαρακτηριστική για τον άνθρωπο.
Εδώ, τα μέσα επενέργειας καθίστανται η
κυρίαρχη στιγμή της διαδικασίας εξασφάλισης των προς κατανάλωση αντικειμένων,
ενώ παρέχεται ταυτόχρονα και η δυνατότητα διαμόρφωσης τεχνητά δημιουργημένων
αντικειμένων και όχι απλά η «άντληση» αντικειμένων τα οποία παρέχει σε έτοιμη
μορφή η φύση. Κατ’ αντιστοιχία, ωριμάζει και η σχέση του οργανισμού με το
περιβάλλον και αίρεται σε ένα ανώτερο επίπεδο. Στις προηγούμενες μορφές, οι
φυσικές διαδικασίες στην πορεία των οποίων διαμορφώνεται το υλικό που πρόκειται
να καταναλωθεί είναι διαφορετικές από την κατανάλωση, ενώ η σύνδεσή τους είναι
εξωτερική και τυχαία. Στον άνθρωπο για πρώτη φορά εδραιώνεται η εσωτερική ενότητα αυτών των διαδικασιών,
μέσω της ίδιας της διαμόρφωσης των προς κατανάλωση αντικειμένων χάριν της
κατανάλωσης. Ο άνθρωπος δεν αντλεί απλώς από το «αποθεματικό» της φύσης, αλλά
διαμορφώνει ο ίδιος, παράγει τα αντικείμενα που είναι ανάγκη να καταναλώσει για
την επιβίωσή του. Ακριβώς η διαμόρφωση αντικειμένων προς κατανάλωση χάριν της
κατανάλωσης συνιστά την παραγωγή.
Θα παρακολουθήσουμε από κοντά την
ωρίμανση της βιολογίας στο γένος των ανθρώπων.
Η εξέλιξη του ανθρώπου
Ο άνθρωπος αποτελεί ένα βιολογικό ον,
γι’ αυτό και η εξέλιξή του καθορίζεται κατά βάση και εν γένει από παράγοντες
που επιδρούν στην εξέλιξη όλων των μορφών ζωής στον πλανήτη. Το γεγονός ότι ο
άνθρωπος έφτασε στο σημείο να υπερβεί τους φυσικούς (βιολογικούς κτλ.)
προσδιορισμούς του, επιτυγχάνοντας μιαν ανώτερη οργάνωση της ύπαρξής του, την
κοινωνική, δεν αναιρεί τη βιολογική του καταγωγή και υπόσταση.
Στον τομέα της φυλογένεσης του
ανθρώπινου είδους έχουν γίνει σημαντικές διεπιστημονικές (παλαιοντολογικές,
ανθρωπολογικές, ιστορικές-αρχαιολογικές, κοινωνιολογικές κτλ.) έρευνες, οι
οποίες έφεραν στο φως αξιοσημείωτα και ενδιαφέροντα ευρήματα. Βασικότερη πηγή
αυτών των μελετών είναι τα απολιθώματα των προγόνων μας. Βάσει αυτών, έχει
ανασυσταθεί ένα πιθανό δέντρο της εξέλιξης του ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο.
Το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό της εν λόγω ανάπτυξης συνίσταται στη βαθμιαία μετατροπή του ανθρώπου σε ον ικανό
να επεμβαίνει με τον πλέον ενεργητικό, διαμεσολαβημένο και αποτελεσματικό τρόπο
στις φυσικές διαδικασίες, στους όρους του περιβάλλοντός του.
Ο άνθρωπος ανήκει στο Βασίλειο των
ζώων (Animalia), στη Συνομοταξία των σπονδυλωτών (Vertebrata), στην Ομοταξία των θηλαστικών (Mammalia), στην Τάξη των
πρωτευόντων (Primates), στην Οικογένεια των ανθρωπιδών (Hominidae), στο Γένος του ανθρώπου (Homo) και στο Είδος του
έμφρονος (Sapiens). Βασικά στάδια της εξελικτικής του πορείας ήταν:
α) η εμφάνιση του πρώιμου ανθρώπου (Homo habilis) πριν από 2,5
εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική,
β) η αντικατάσταση του Homo habilis πριν από 1,8 εκατομμύρια χρόνια από τον Homo erectus, του οποίου η
νοητική και τεχνολογική ανάπτυξη επέτρεψε τον εποικισμό της Ασίας και
ενδεχομένως της Ευρώπης, και
γ) η σταδιακή μετεξέλιξη του Homo erectus πριν από 300
χιλιάδες χρόνια στο σύγχρονο Homo sapiens και η γεωγραφική διασπορά του τελευταίου από την
Αφρική σε ολόκληρο τον Παλαιό και το Νέο κόσμο.
Οι αρχαϊκές
μορφές των πρωτευόντων εξελίχθηκαν από εδαφόβια θηλαστικά πριν από 70
εκατομμύρια χρόνια και οι βασικοί βιολογικοί χαρακτήρες τους είναι αποτέλεσμα
της προσαρμογής τους σε οικολογικές συνθήκες δάσους και της διαβίωσής τους πάνω
σε δέντρα. Ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής επέβαλλε μια σειρά κινητικών προσαρμογών
για την εξασφάλιση της στήριξης και κίνησής τους στο τρισδιάστατο δενδρόβιο
περιβάλλον, και μάλιστα σε συνθήκες τροπικού δάσους.
Ακριβώς αυτά τα ζώα είχαν και τις μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης της επενέργειας
στη φύση. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η μετατόπιση του ίδιου του σώματός τους στο
χώρο ήταν συχνά ταυτοχρόνως και μετατόπιση στο χώρο άλλων αντικειμένων της
φύσης (π.χ. λαβή κλαδιών με τα άκρα κατά την αναρρίχηση στα δέντρα). Μάλιστα,
αυτά τα αντικείμενα δεν έχουν άμεση βιοσυντηρητική σημασία για την ίδια την
ύπαρξή τους, ή για τη συνέχιση της ζωής του είδους, όπως συμβαίνει με τη
μεταφορά ενός θηράματος ή ενός καρπού από κάποιο ζώο. Στην περίπτωση που
εξετάζουμε, πρόκειται για περίπου μόνιμο
συνοδευτικό παράπλευρο προϊόν του τρόπου ζωής τους (Βαζιούλιν 2004).
Οι αυστραλοπίθηκοι
υπήρξαν ο μοναδικός εκπρόσωπος της οικογένειας των ανθρωπιδών για 2 εκατομμύρια
χρόνια στο γεωγραφικό χώρο της ανατολικής και της νότιας Αφρικής. Θεωρούνται
προγονικές μορφές του γένους Homo, έζησαν πριν από 4-1,2 εκατομμύρια χρόνια και
αποτελούν προανθρώπινες μορφές, μεταβατικές
ανάμεσα στα ανώτερα πρωτεύοντα και στον άνθρωπο. Διακρίνονται δύο μορφές
αυστραλοπιθήκων: στην πρώτη ανήκουν τα άτομα που χαρακτηρίζονται από αδύνατη
διαμόρφωση των οστών του σκελετού, ενώ στη δεύτερη ανήκουν τα άτομα που
χαρακτηρίζονται από ισχυρή διαμόρφωση των κρανιακών και μετακρανιακών οστών του
σκελετού. Το ότι πρόκειται για μεταβατικό είδος προκύπτει από το γεγονός ότι
συνυπάρχουν σε αυτό «πρωτόγονα» χαρακτηριστικά (μικρός εγκεφαλικός όγκος,
επίπεδη διαμόρφωση των ρινικών οστών, σημαντική προβολή της γνάθου) με
χαρακτήρες προοδευτικούς προς την κατεύθυνση του ανθρώπου (ανατομικοί
χαρακτήρες των δοντιών, παραβολικό σχήμα του οδοντικού τόξου). Προσθέτουμε,
ακόμη, ότι οι αυστραλοπίθηκοι είχαν αρχίσει να υιοθετούν την όρθια στάση και τη δίποδη βάδιση.
Εν συνεχεία εμφανίζονται οι πρώιμες μορφές του γένους Homo (habilis, rudolfensis) με μεγαλύτερο όγκο εγκεφάλου (500-780 cc), υψηλότερο κρανιακό
θόλο, υψηλότερη και διευρυμένη πλευρικά μετωπιαία χώρα και μεγαλύτερο μέγεθος
βρεγματικών οστών, καθώς επίσης και του ανώτερου τμήματος του ινιακού οστού.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των μορφών αυτών είναι η χρήση και κατασκευή λίθινων εργαλείων. Ανακύπτει η τεχνική olduwan
για την κατασκευή εργαλείων, η οποία συνίσταται στη λήψη αιχμηρών άκρων και
κοφτερών ακμών από κροκάλες (βότσαλα) με τη βοήθεια λίθινων κρουστήρων.
Συνέπεια αυτού ήταν η μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης ζωικής τροφής, κάτι που
είχε σημαντικότατες συνέπειες, όπως την πρόσληψη περισσότερων θερμίδων και
πρωτεϊνών, αλλά και την οργάνωση κοινών γευμάτων, εφόσον η ποσότητα της τροφής
ήταν αδύνατο να καταναλωθεί από ένα μόνον άτομο. Γενικότερα, είναι πλέον
αποδεκτό ότι η απελευθέρωση των άνω άκρων
από την κινητική λειτουργία και η συνακόλουθη ανάπτυξη του χεριού ως
πολυδιάστατου οργάνου εξυπηρέτησης ζωτικών και κοινωνικών αναγκών έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και της ανθρώπινης ευφυΐας πριν
από 2,5 εκατομμύρια χρόνια (βλ. και Engels 2001).
Επόμενο διακριτό και καλά τεκμηριωμένο
στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπου αποτελεί ο αρχάνθρωπος
(ergaster, erectus). Τα
χαρακτηριστικά του προσεγγίζουν ακόμη περισσότερο εκείνα του σύγχρονου
ανθρώπου. Έχει εγκεφαλικό όγκο 750-1250 cc, παραβολικό οδοντικό τόξο, κάμπτεται περισσότερο
η κρανιακή βάση, ενώ το ινιακό τρήμα μετακινείται πρόσθια. Επίσης, τόσο η
ανατομική κατασκευή του προσώπου, όσο και ο μετακρανιακός σκελετός μοιάζουν με
του Homo sapiens.
Ο Homo erectus ήταν ο «Προμηθέας» της ανθρωπογένεσης. Για πρώτη
φορά κάποιο έμβιο ον δε στέκει φοβισμένο και αμήχανο μπροστά στη φωτιά, αλλά την «κλέβει» από τη φύση για
ίδιον όφελος (θέρμανση, μαγείρεμα κτλ.).
Χρησιμοποιεί σπηλιές και υπαίθριες θέσεις κοντά στις όχθες ποταμών και λιμνών
για προστασία ή προσωρινή εγκατάσταση, ενώ επινοεί περισσότερο εξειδικευμένες
τεχνοτροπίες κατασκευής εργαλείων. Πρόκειται για την αχελαία λιθοτεχνία, η οποία αναπτύχθηκε πριν από 1,5 εκατομμύριο
χρόνια, και είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή λίθινων εργαλείων με ωοειδή ή
αμυγδαλόσχημη συμμετρική διαμόρφωση και εκτεταμένη αμφίπλευρη επεξεργασία. Σε
σύγκριση με την περιορισμένη και αδρή επεξεργασία της τεχνικής olduwan, εδώ έχουμε
συνολική και καλύτερη επεξεργασία της εξωτερικής επιφάνειας. Με τη βοήθεια
αυτών των εξελιγμένων εργαλείων ο Homo erectus ήταν ο
πρώτος άνθρωπος που εξήλθε από το γεωγραφικό χώρο της Αφρικής (υπολογίζεται
ότι αυτό έγινε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια).
Στον άνθρωπο του Νεάντερταλ οφείλουμε πολλές κατακτήσεις, μεταξύ των
οποίων την καθιέρωση των τελετών (τελετές ταφής, απόδοση τιμών σε ορισμένα ζώα
κτλ.) και την ανακάλυψη της ναυτιλίας, με τη βοήθεια της οποίας εποίκισε την
Αυστραλία πριν 70 χιλιάδες χρόνια (Δημητρίου 2000). Ενώ, για πρώτη φορά
προσφέρονται φροντίδες στα γηραιότερα και ανήμπορα άτομα μέσα από υποτυπώδεις
θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Με πολύ ανώτερες νοητικές ικανότητες από τους προγόνους του και όγκο εγκεφάλου
1200-1700 cc,
ο άνθρωπος του Νεάντερταλ αναπτύσσει τη μουστέρια
λιθοτεχνία, η οποία συνίσταται στη διαμόρφωση πυρήνων ούτως ώστε να είναι
δυνατή η διαδοχική απόσπαση από την περιφέρειά τους επάλληλων φολίδων που
διαθέτουν κοφτερές ακμές. Με τον τρόπο αυτό αξιοποιείται καλύτερα η πρώτη ύλη
και παράγεται μεγαλύτερος αριθμός εργαλείων. Τα εργαλεία που κυριαρχούν στη
«φαρέτρα» του ανθρώπου του Νεάντερταλ είναι τα ξέστρα και οι λίθινοι οπείς.
Ο ανατομικά
σύγχρονος άνθρωπος (sapiens) ολοκληρώνει το στάδιο εκείνο της
ανθρωποκοινωνιογένεσης, κατά το οποίο κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη κατείχαν οι
νομοτέλειες που διέπουν τον άνθρωπο ως βιολογικό ον, και παραχωρεί σταδιακά τα
«σκήπτρα» σε μιαν ανώτερη οργάνωση της ζωής, στην κοινωνική, η οποία εμπεριέχει
απαραιτήτως τη βιολογική μορφή, αλλά υπηγμένη σ’ αυτήν. Εμφανίστηκε πριν 600-500
χιλιάδες χρόνια και τελειοποίησε έτι περαιτέρω την κατασκευή των εργαλείων,
προσθέτοντας και μέσα αλιείας (δόλωμα, δίχτυ, καμάκι-τρίαινα), ενώ άρχισε να
χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τόσο για τα εργαλεία, όσο και για τα όπλα του, ζωικά
υποπροϊόντα (κόκαλα και ελεφαντόδοντα). Γενικότερα, οι άνω παλαιολιθικοί
άνθρωποι της Ωρινάκιας περιόδου χαρακτηρίζονται από όλα τα στοιχεία της
ανθρώπινης συμπεριφοράς που συνδέονται με το σημερινό άνθρωπο: έναρθρος λόγος,
συμβολισμός, περίπλοκη επεξεργασία πρώτων υλών, τεχνολογικές επινοήσεις,
μουσική και απεικονιστική καλλιτεχνική διάθεση κτλ.
Αρχικά ήταν κυνηγός και τροφοσυλλέκτης, δηλαδή χρησιμοποιούσε με τυχαίο και
ασταθή τρόπο παρηγμένα μέσα επενέργειας για την άγρα (προσπορισμό) αντικειμένων
προς κατανάλωση, τα οποία βρίσκονταν στη φύση σε έτοιμη μορφή. Με το πέρασμα
του χρόνου, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες άρχισαν να οργανώνουν τη ζωή τους γύρω
από τα περάσματα των θηλαστικών και των ψαριών. Έτσι, αν και ο τρόπος ζωής τους
ήταν ακόμη νομαδικός, οι μετακινήσεις τους δεν γίνονταν τυχαία, αλλά βάσει ενός
ετήσιου ημερολογίου. Σιγά-σιγά αναπτυσσόταν η τάση για μόνιμη πλέον
εγκατάσταση, για τον εδραίο τρόπο ζωής.
Αλλά η μόνιμη εγκατάσταση, σε συνδυασμό με την τελειοποίηση των μέσων άγρευσης,
οδηγεί στην εξάντληση των έτοιμων στη φύση αντικειμένων προς κατανάλωση.
Ανακύπτει η ανάγκη «άντλησης» από τη φύση αυτού που δεν προσφέρεται άμεσα
έτοιμο στον άνθρωπο, επιβάλλεται η διαμόρφωση-παραγωγή των αναγκαίων για την
κατανάλωση αντικειμένων. Τοιουτοτρόπως, η χρήση των μέσων επενέργειας
καθίσταται πλέον αναγκαία και σταθερή.
Θα ήταν ελλιπής η όποια παρουσίαση της
εξέλιξης του ανθρώπου αν δεν γινόταν ειδική αναφορά στην εξέλιξη-ανάπτυξη του
ψυχισμού του. Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν εξελίχθηκε αυτόνομα, αλλά σε άμεση
συσχέτιση με την ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή αλληλεπίδρασης με τη φύση διαμέσου
των εργαλείων. Το λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισθέν από τον άνθρωπο
μέσο εργασίας αναβαθμίζει ριζικά τον ψυχισμό του. Η σταθερή,
αντικειμενοποιημένη και αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενη ή τροποποιούμενη σε όμοιες
(ή ανόμοιες) συνθήκες διαμεσολάβηση του μέσου-εργαλείου επιτρέπει στον άνθρωπο
να διακρίνει την πηγή του ερεθίσματος από
το ερέθισμα, δηλαδή το αντικείμενο αφ’ εαυτού, γεγονός που του παρέχει τη
δυνατότητα να διακρίνει τον εαυτό του από
τον περίγυρο. Αλλά η εργασιακή
επενέργεια δεν συνιστά μόνο μετασχηματισμό του εξωτερικού αντικειμένου, αλλά
και μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων. Έτσι, η ανάπτυξή της
προϋπέθετε την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, τη
συλλογική χρήση και βελτίωση του μέσου. Με αυτόν τον τρόπο ανακύπτει το δεύτερο σύστημα σήμανσης, ως ιδιότυπη
για τον άνθρωπο ανώτερη νευρική λειτουργία μέσω σημείων-συμβόλων. Αλληλένδετη
με τα παραπάνω είναι και η δυνατότητα του ανθρώπινου ψυχισμού να διακρίνει τον
εαυτό του ως αντικείμενο, ούτως ώστε μέσω της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης
να προβαίνει σε αυτορύθμιση και αυτοέλεγχο, λειτουργίες απαραίτητες για κάθε
συλλογική συνεργασία και από κοινού δραστηριότητα (βλ. Πατέλης 2006).
Σε διάκριση από τα σήματα του πρώτου
συστήματος σήμανσης, οι λεκτικοί ερεθισμοί δεν είναι η επίδραση των ίδιων των
ιδιοτήτων των αντικειμένων της πραγματικότητας (ήχοι, χρώματα κτλ.), αλλά η
επίδραση αυτών των ιδιοτήτων στην αντανάκλασή τους που περικλείεται στους ήχους
της γλώσσας. Η λέξη που σημαίνει ένα ορισμένο χρώμα είναι σταθερή ιδιότητα του
δεδομένου αντικειμένου και αποτελεί για τον άνθρωπο σήμα ακριβώς αυτού του
χρώματος. Υπό την έννοια αυτή, οι λέξεις συνιστούν σήματα των σημάτων. Έτσι, μέσω της χρήσης των λέξεων, παρέχεται
στον άνθρωπο η δυνατότητα αφαίρεσης
από τα συγκεκριμένα αντικείμενα και φαινόμενα που επιδρούν πάνω του. Ενώ,
συναφής με την ικανότητα αφαίρεσης είναι και η δυνατότητα γενίκευσης των αντικειμένων και φαινομένων της πραγματικότητας κατά
την αντανάκλασή τους μέσω της γλώσσας.
Συνδεόμενη με τα παραπάνω είναι και η μνημονική ικανότητα του ανθρώπου. Τα ζώα
(ακόμη και οι πίθηκοι) βιώνουν κατά βάση το παρόν, σαν σειρά συγκεκριμένων
επεισοδίων. Το ανώτερο στοιχείο μνημονικής αναπαράστασης είναι στο επίπεδο
αναπαράστασης συμβάντων. Είναι δημιουργήματα των εξαρτημένων αντανακλαστικών,
αντιδρούν μονάχα στο παρόν (ή στο άμεσα προηγούμενο περιβάλλον) και δεν έχουν
εκούσια πρόσβαση στο μνημονικό τους απόθεμα.
Μονάχα ο άνθρωπος διαθέτει αυτοπυροδοτούμενη, δηλαδή ανεξάρτητη από άμεσα
ερεθίσματα, πρόσβαση. Αυτό έχει αποκληθεί αυτοέναυσμα,
δηλαδή ικανότητα να ανακαλείς εκούσια συγκεκριμένα στοιχεία της μνήμης,
ανεξάρτητα από το περιβάλλον (Donald 2008).
Είδαμε ότι η ικανότητα για παραγωγή-εργασία
συνιστά την ωριμότητα της αλληλεπίδρασης του οργανισμού με το περιβάλλον και
είναι εκείνη που διακρίνει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα έμβια όντα,
καθιστώντας το πλέγμα των σχέσεών τους ως εργαζόμενων, δηλαδή την κοινωνία, ένα
ποιοτικά ανώτερο στάδιο, ένα νέο οργανικό όλο. Δεν θα υπεισέλθουμε στη βήμα
προς βήμα ανάπτυξη αυτού του οργανικού όλου, ωστόσο είναι απαραίτητο να
επισημάνουμε αφετηριακά ότι σε αυτήν την πορεία του μετασχηματίζει τη βάση από
την οποία και προέκυψε, τις βιολογικές «καταβολές» του. Συνεπώς, εκείνο που έχει θεμελιώδη μεθοδολογική
σημασία είναι να μην εκλαμβάνεται η σχέση βιολογικού-κοινωνικού ως «είναι ως
έχει», αλλά ως διαλεκτική αντίφαση, ως δυναμικά μεταβαλλόμενη διαδικασία, η
οποία διέρχεται νομοτελώς από ορισμένα στάδια.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν ιστορικά
δύο κατευθύνσεις ερμηνείας της σχέσης βιολογικού-κοινωνικού. Το γεγονός ότι η
κοινωνία εδράζεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά του Homo sapiens μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα
κοινωνικά φαινόμενα ανάγονται στους βιολογικούς (κατά βάση γενετικούς)
προσδιορισμούς του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό ρεύμα (περισσότερο
φιλοσοφικό-κοινωνιολογικό παρά βιολογικό) που υιοθετεί αυτήν την άποψη είναι ο βιολογικός αναγωγισμός (βιολογισμός).
Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι κατά τη διαδικασία της κοινωνικής
εξέλιξης αναπτύσσονται φαινόμενα μοναδικά, τα οποία δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο
βιολογικό είδος και που δύσκολα θα μπορούσαν να αποδοθούν στις βιολογικές
ιδιότητες του ανθρώπου. Γι’ αυτόν το λόγο, ορισμένοι θεωρούν πως δεν έχει
μείνει τίποτε το βιολογικό στον άνθρωπο, πως ο πολιτισμός έχει μετασχηματίσει
πλήρως (σε βαθμό αφανισμού) την ανθρώπινη φύση και πως «αιτία κάθε κοινωνικού
φαινομένου είναι ένα άλλο κοινωνικό φαινόμενο» (Durkheim). Πρόκειται για το ρεύμα του κοινωνιολογικού
αναγωγισμού (κοινωνιολογισμός).
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο
αναγωγισμός είναι μια χρήσιμη μέθοδος, η οποία μας βοηθά να κατανοήσουμε
ορισμένα φαινόμενα μέσω της μελέτης των συστατικών τους στοιχείων. Υπ’ αυτήν
την έννοια, συνιστά μια γόνιμη πρακτική, η οποία είναι σε θέση να αποκαλύψει
σημαντικές πλευρές ενός υπό εξέτασιν αντικειμένου.
Η απολυτοποίηση, όμως, αυτής της επιστημονικής τακτικής και η φιλοσοφική της
γενίκευση μετατρέπει τον αναγωγισμό από μεθοδολογία σε ιδεολογία. Χαρακτηριστικό, λοιπόν, του αναγωγισμού από
φιλοσοφική σκοπιά είναι η αναγωγή των ανώτερων-περιπλοκότερων φαινομένων στα
κατώτερα-απλούστερα, η προσέγγιση του όλου ως μηχανιστικού αθροίσματος των
μερών του. Η εν λόγω αντίληψη (το μηχανιστικό κοσμοείδωλο) προκύπτει από
την αυθόρμητη-καθημερινή πρόσληψη της πραγματικότητας στα πλαίσια του «κοινού
νου» σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης της βιομηχανικής κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή όταν
και όπου καθίσταται κυρίαρχη η εκμηχανισμένη παραγωγή και η εμπλοκή του
ανθρώπου σ’ αυτήν γίνεται μέσω μηχανικά επαναλαμβανόμενων-μονότονων κινήσεων.
Βασικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος ήταν ο R. Descartes (1596-1650), ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξομοίωνε τα
έμβια όντα με τις μηχανές (la bête machine).
Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης του
κόσμου, ο βιολογικός αναγωγισμός με τη σύγχρονη μορφή του, τη βιολογική
κατεύθυνση στην κοινωνιολογία (κοινωνιοβιολογία), υπό την επιρροή των
σημαντικών ανακαλύψεων της εθολογίας, θεωρεί τις μορφές οργάνωσης και ιεραρχίας
της ανθρώπινης κοινωνίας ως ένα ανάλογο του τρόπου με τον οποίο οργανώνουν το
βίο τους και άλλα έμβια όντα, όπως οι μέλισσες ή οι πίθηκοι. Είναι γεγονός ότι
οι δομές της ανθρώπινης κοινωνίας δεν αναπτύσσονται εν κενώ, αλλά έχουν τις
ρίζες τους σε βιολογικές μορφές συνύπαρξης των ζώων. Για παράδειγμα, εντός της
αγέλης των προγόνων μας υπήρχε ορισμένη ιεραρχία. «Αρχηγός» ήταν το πιο
επιθετικό άτομο, το οποίο (μαζί με τον περίγυρό του) έτρωγε την καλύτερη τροφή.
Οι αγελαίοι δεσμοί διατηρήθηκαν ακόμη και κατά τη μετάβαση στο γένος, ενώ ο
ρόλος τους στην εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της ταξικής, πλέον,
ιεραρχίας (εξουσίας) δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος. Από αυτήν την άποψη, το εγχείρημα ένταξης των βιολογικών
προσδιορισμών του ανθρώπου στην ερμηνεία της δομής και της διαδικασίας της
ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας είναι καθ’ όλα νόμιμο.
Αλλά οι βιολογιστές κάνουν ένα διπλό
λάθος. Αφ’ ενός μεν, στην προσπάθειά τους να διακριβώσουν τις βιολογικές πτυχές
της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πέφτουν στο άκρο του αναγωγισμού, αναφωνώντας ότι
τα πάντα είναι βιολογία (ενίοτε και φυσική...), αφ’ ετέρου δε έχουν μια στρεβλή
αντίληψη και για το τι συνιστά αυτή η ίδια η βιολογία. Έτσι λοιπόν, πιστεύουν
ότι οι κοινωνικές διαδικασίες προσδιορίζονται από την ανθρώπινη φύση, η οποία,
με τη σειρά της, καθορίζεται από τα γονίδια, από το DNA
μας, αυτό το «Ιερό Δισκοπότηρο» της μοριακής βιολογίας. Άρα, συμπεραίνουν οι
αναγωγιστές μέσα από την τυπική λογική τους, η κοινωνία καθορίζεται από τα
γονίδιά μας. Ο γενετικός ντετερμινισμός ante portas. Θα επιχειρήσουμε να θεμελιώσουμε τη θέση ότι,
πρώτον, αυτό που αποκαλούν οι βιολογιστές ανθρώπινη φύση δεν έχει καμία σχέση
με αυτό που εννοούμε ως βιολογικό στον άνθρωπο και, δεύτερον, τα γονίδια δεν
είναι ο αποφασιστικός παράγοντας της διαμόρφωσης του οργανισμού, εκείνα που
τελικά τον καθορίζουν.
Το ζήτημα της ανθρώπινης φύσης είναι
ίσως ένα από τα πιο πολυσυζητημένα, αλλά και συσκοτισμένα προβλήματα που
απασχόλησαν και απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη. Ήδη στην ιπποκρατική συλλογή
υπάρχει κείμενο Περί φύσιος ανθρώπου,
στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει σε τι συνίσταται η ανθρώπινη
φύση. Συγκεκριμένα, απαντώντας στις γνώμες των προσωκρατικών φιλοσόφων ότι οι
άνθρωποι, ως μέρη του σύμπαντος, αποτελούνται από ένα θεμελιώδες στοιχείο, που
για ορισμένους ήταν το νερό (Θαλής), για κάποιους ο αέρας (Αναξιμένης), για
άλλους η φωτιά (Ηράκλειτος) κ.ο.κ.,
θεωρεί ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται από 4 υγρά-χυμούς (αίμα, φλέγμα, ξανθή και
μέλαινα χολή), τα οποία, υπό φυσιολογικές συνθήκες, βρίσκονται σε ισορροπία
μεταξύ τους, ενώ η αρρώστια είναι ακριβώς η διαταραχή αυτής της ισορροπίας.
Αργότερα και άλλοι στοχαστές επιχείρησαν να προσεγγίσουν το θέμα, κινούμενοι
στο δίπολο αισιοδοξίας-απαισιοδοξίας. (βλ. Παυλίδης 2002).
Κατά την άποψή μας, η ανθρώπινη φύση,
ακριβώς επειδή συνιστά φύση,
αναφέρεται, ως επί το πλείστον, στις «εγγεγραμμένες» στη βιολογία του ανθρώπου
δυνατότητες, στις αναγκαίες προϋποθέσεις κάθε περαιτέρω δραστηριότητας και, από
αυτήν την άποψη, σε κάτι το δοσμένο και σχετικά σταθερό. Ως ανθρώπινη φύση, όμως, όχι μόνον οδηγεί
σε μιαν ανώτερη, στην κοινωνική δραστηριότητα, αλλά και
τροποποιείται-μετασχηματίζεται από αυτήν, πραγματώνεται σε μιαν ενότητα με την
παραγωγική-εργασιακή διαδικασία, γι’ αυτό και τελικά είναι κάτι το
μεταβαλλόμενο και μη γραμμικά-μηχανιστικά καθοριζόμενο. Σε κάθε περίπτωση, η
ανθρώπινη φύση υπάρχει και αναφέρεται στη βιολογική πτυχή του ανθρώπου, αλλά
ενός ανθρώπου, που, από την ίδια τη βιολογία του, είναι κοινωνικός.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ε. Μπιτσάκης αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη φύση σαν
ιστορική κατηγορία, στην οποία αποδίδει όχι μόνο βιολογικούς, αλλά και
κοινωνικο-πολιτικούς προσδιορισμούς, και την ορίζει «ως την ολότητα των σχετικά
αμετάβλητων και αμοιβαία καθοριζόμενων στοιχείων, ιδιοτήτων, σχέσεων και
δυναμικοτήτων του ανθρώπινου όντος, σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο»
(Μπιτσάκης 1998).
Τι εννοούμε, όμως, ως βιολογία; Είναι
η τελευταία κοινή για όλους; Ποιες είναι οι ουσιώδεις βιολογικές σχέσεις και
πώς καθορίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα, την κοινωνία μας εν γένει;
Η βιολογική είναι η απλούστατη
πλευρά-σχέση της κοινωνικής ολότητας, και μάλιστα συνίσταται αφ’ ενός στη σχέση
του ανθρώπου με τη φύση και αφ’ ετέρου στη σχέση μεταξύ των ανθρώπων με στόχο
την υποστήριξη της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου και του είδους. Η ουσιώδης
πλευρά αυτής της σχέσης είναι οι διαφυλικές-σεξουαλικές σχέσεις, οι σχέσεις
μεταξύ αρρένων και θήλεων. Υπό το πρίσμα αυτό, το πλέον ουσιώδες χαρακτηριστικό
των ανθρώπων αναφορικά με τη βιολογία τους είναι το φύλο, η διάκρισή τους, δηλαδή, σε άνδρες και γυναίκες. Μάλιστα, «η
μόνη συστηματική διαφοροποίηση του σύγχρονου ανθρώπου, με την έννοια της
αντικειμενικά προσδιορίσιμης βιολογικής «ετερότητας» ή της σαφούς βιολογικής
οριοθέτησης που είχε αποδοθεί παλαιότερα στην έννοια της «φυλής» είναι αυτή που
χαρακτηρίζει την εσωομαδική συγκρότηση όλων των ανθρώπινων πληθυσμών και αφορά
τη βιολογική διαφοροποίηση των δύο φύλων ή το λεγόμενο φυλετικό διμορφισμό των
ατόμων ενός πληθυσμού» (Πίτσιος 2003). Παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ τους, οι
οποίες κατά κύριο λόγο οφείλονται εξελικτικά σε προσαρμογές για επιβίωση σε
διαφορετικά περιβάλλοντα, η μοναδική ουσιαστική διαφοροποίηση των ανθρώπων
σχετίζεται με το φύλο. Βέβαια, ακόμη κι ο φυλετικός διμορφισμός δεν είναι τόσο
μεγάλος στο ανθρώπινο είδος σε σύγκριση με άλλα βιολογικά είδη. Παρά ταύτα, η
διαφοροποίηση αυτή είναι υπαρκτή και επιδρά στον τρόπο με τον οποίο άτομα
διαφορετικού φύλου αφομοιώνουν το κοινωνικό περιβάλλον.
Επιπλέον, αυτό είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπ’ όψιν στα προτάγματα
κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας, ούτως ώστε τα τελευταία να μην καταλήγουν
σε μια τυπική, νομική, αστική στην ουσία της εξίσωση, αλλά να διαμορφώνονται με
βάση τις φυσιολογικές ιδιαιτερότητες του γυναικείου οργανισμού, η σημασία των
οποίων πρέπει να αναδεικνύεται.
Μια άλλη σημαντική διαφοροποίηση των
ανθρώπων αφορά τα ψυχοφυσιολογικά
χαρακτηριστικά τους, τον τύπο νευρικού συστήματος. Η διαφοροποίηση αυτή
είναι χρήσιμο να ληφθεί υπ’ όψιν στην εκλογή των δραστηριοτήτων του ατόμου.
Γενικότερα, είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι κάθε άνθρωπος έχει τη δική του
βιολογική φύση, οργανώνει τη ζωή του με μοναδικό τρόπο και, γι’ αυτόν ακριβώς
το λόγο, προσλαμβάνει την πραγματικότητα, «διαθλά» το κοινωνικό με
ιδιότυπο-μοναδικό τρόπο. Όσο κι αν οι βιολογικές διεργασίες είναι κατά βάση κοινές,
αντανακλώντας την κοινή καταγωγή όλων των μορφών ζωής (π.χ. η αντιγραφή,
μεταγραφή και μετάφραση του DNA, ο κυτταρικός
μεταβολισμός, άλλες βιοχημικές αντιδράσεις κτλ.), εκείνο που κυριαρχεί εν τέλει στη βιολογία είναι η μοναδικότητα και η
ποικιλομορφία.
Αλλά οι βιολογιστές θεωρούν την
ανθρώπινη φύση κοινή για όλους, ανεξαρτήτως φύλου, νευροφυσιολογικών χαρακτήρων
κτλ. Προβαίνουν σε μιαν ομογενοποίηση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η
εξίσωση των ανθρώπων, το ποσοτικό τους «τσουβάλιασμα». Στην καλύτερη των
περιπτώσεων θεωρούν το «μέσο όρο» σε μια «κανονική κατανομή» ως το
πρότυπο-ιδανικό μοντέλο του ανθρώπου, στον οποίον αποδίδουν αυθαίρετα ορισμένα
χαρακτηριστικά, όπως η επιθετικότητα, ο εγωισμός, τα τυφλά ένστικτα κτλ. Τα
παραπάνω είναι έτοιμα να «εκλυθούν» οπουδήποτε και οποτεδήποτε, παραμένουν
ανεπηρέαστα από κοινωνικές επιρροές και είναι εκείνα που ευθύνονται τελικά για
τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας. Έτσι, ο «άνθρωπος» των κοινωνιοβιολόγων
και των αναγωγιστών είναι μια κακοκουρδισμένη μηχανή, η οποία είναι
προγραμματισμένη να δουλέψει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς δυνατότητες, ούτε
ελευθερία επιλογής. Αδυνατούν να συλλάβουν το γεγονός ότι, σε τελευταία
ανάλυση, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα
της βιολογικής φύσης του ανθρώπου είναι ότι ο άνθρωπος δεν περιορίζεται από
αυτήν.
Εδώ βρίσκεται το δεύτερο θεμελιώδες
λάθος του βιολογικού αναγωγισμού. Δεν είναι μόνο ότι δεν κατανοούν την
ιδιοτυπία της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας (πολύ δε
περισσότερο την περιπλοκή αυτών), αλλά σφάλλουν και για αυτήν την ίδια τη
βιολογία. Σύμφωνα με το σχήμα που προτείνουν, όλα τα έμβια όντα είναι
προκαθορισμένο να αντιδρούν με στερεότυπο τρόπο στις επιδράσεις του
περιβάλλοντος, βάσει των πληροφοριών που είναι κωδικοποιημένες στα γονίδιά
τους. Δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, μόνο το άκαμπτο πεπρωμένο, η μοίρα. Τα
πάντα είναι προγραμματισμένα να γίνουν «κατά τας γραφάς».
Ο οργανισμός μπορεί μόνο να προσαρμοστεί στο περιβάλλον, δεν είναι σε θέση ούτε
να το επιλέξει, ούτε να το αλλάξει.
Αλλά, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η σχέση του οργανισμού με το περιβάλλον είναι
διαλεκτική, δυναμική, σχέση αμοιβαίας επενέργειας και αλληλοκαθορισμού.
Ήδη από την πρωταρχική τους εμφάνιση, οι ζωντανοί οργανισμοί αντεπιδρούσαν στο
περιβάλλον τους, το μετασχημάτιζαν, το επέλεγαν, δεν προσαρμόζονταν παθητικά
στις αξιώσεις του. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η φύση, όπως την ξέρουμε σήμερα,
είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της δραστηριότητας των έμβιων όντων, των οποίων η
εξέλιξη έφτασε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μιλάμε για τεχνητή-δημιουργημένη
φύση.
Συνεπώς, οι οργανισμοί δεν είναι «μοιραία και άβουλα» όντα, δεν έχουν πεπρωμένο,
δεν υλοποιούν το Λόγο του Θεού-DNA, άλλα είναι σε θέση να δράσουν
ενεργώς εντός των πλαισίων (των δυνατοτήτων, των νομοτελειών, των αναγκαιοτήτων
κτλ.) της πραγματικότητας που τους περιβάλλει και, από τη σκοπιά αυτή, είναι οι
ελεύθεροι
δημιουργοί της ιστορίας τους. Τα
γονίδια δεν καθορίζουν συμπεριφορές, δεν εμπεριέχουν κάποιο σκοπό, αλλά δρουν
εντός ενός φάσματος δυνατοτήτων («φάσμα αντίδρασης» κατά τον Dobzhansky), όπου η εκδήλωση ή όχι ενός αποτελέσματος (π.χ.
η σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου) εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθούν.
Γονίδια και περιβάλλον (nature και nurture) συνιστούν ένα
διαλεκτικό δίπολο και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις τέμνονται στον οργανισμό.
Ως περιβάλλον θεωρούμε το υπόλοιπο γονιδίωμα, το κύτταρο, τον αναπτυσσόμενο
οργανισμό, αλλά και τη φύση εν γένει, την κοινωνία.
Έτσι, η γνώση της πλήρους αλληλουχίας των βάσεων του ανθρώπινου DNA (το γονιδίωμα) δεν είναι σε θέση να μας δώσει καμία ουσιαστική πληροφορία
για τα χαρακτηριστικά του οργανισμού, πολύ δε περισσότερο για την ίδια την
κοινωνία. Διότι, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του R. Lewontin, «ένας ουσιαστικός λόγος που δεν μπορούμε να
εξάγουμε εύκολα κάποια αιτιακή πληροφορία από μηνύματα του DNA είναι ότι οι ίδιες “λέξεις” έχουν διαφορετικό μήνυμα σε διαφορετικά
πλαίσια και επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες σε ένα δεδομένο πλαίσιο, όπως
συμβαίνει και σε κάθε σύνθετη γλώσσα» (Lewontin 2002). Το μηχανιστικό σχήμα αίτιο-αποτέλεσμα δεν βρίσκει εφαρμογή στο
σύνθετο κόσμο των βιολογικών διαδικασιών.
Από την άλλη μεριά, αναπτύσσεται η
εκδοχή του κοινωνιολογικού αναγωγισμού, κατά την οποία ο αποφασιστικός (για
άλλους ο μοναδικός) παράγοντας που διαμορφώνει τον άνθρωπο είναι οι κοινωνικές
επιδράσεις, η κοινωνική πραγματικότητα, γι’ αυτό και η μελέτη της ανθρώπινης
ύπαρξης μπορεί να γίνει μόνο με όρους κοινωνιολογίας. Σύμφωνα με τους
κοινωνιολογιστές, ο άνθρωπος γεννιέται tabula rasa, δίχως καμία ιδιαιτερότητα ως προς τη βιολογία
του και είναι έτοιμος να δεχθεί με πανομοιότυπο τρόπο τα «αποτυπώματα» του
κοινωνικού περιβάλλοντος, που είναι και το μόνο που θα καθορίσει, σε τελευταία
ανάλυση, το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Σε γενικές γραμμές, πιστεύεται
πως, αφ’ ης στιγμής εμφανίζεται η κοινωνία ως μια ανώτερη της βιολογίας
αναπτυξιακή διαδικασία, τότε παύει να υφίσταται οτιδήποτε το βιολογικό στον
άνθρωπο, κάθε διαφοροποίηση ως προς τη βιολογία εξαλείφεται κάτω από τις
«ερπύστριες» του πολιτισμού.
Σ’ αυτή την αντίληψη δεν υπάρχει ίχνος
διαλεκτικής, αφού θεωρεί πως η κοινωνία εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα κάποιας
ριζικής τομής-απόσχισης από το βιολογικό και κινείται πλέον σε εντελώς αυτόνομη
βάση. Αντιθέτως, η επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος ισχυρίζεται ότι η ασυνέχεια είναι σχετική και συνίσταται στο
βαθμιαίο μετασχηματισμό από την κοινωνία των βιολογικών προϋποθέσεων, οι οποίες
είναι παρούσες σε κάθε στάδιο της διαδικασίας της ιστορικής της ανάπτυξης,
παίρνοντας κάθε φορά διαφορετική μορφή, αναλόγως του βαθμού ωριμότητάς της,
δηλαδή του βάθους και της έντασης αυτού ακριβώς του μετασχηματισμού. Άρα,
το βιολογικό στοιχείο δεν εξαφανίζεται ποτέ. «Ο όρος ποτέ δεν μετατρέπεται
πλήρως μόνο σε επακόλουθο αυτού τον όρο του οποίου συνιστά» (Βαζιούλιν 2004).
Σημειώνουμε ότι μια ορισμένη εκδοχή της επίσημης σοβιετικής ιδεολογίας, υπό το
γενικό (και άρα αφηρημένο) τίτλο «διαλεκτικός υλισμός», επιχείρησε ανεπιτυχώς
να προσεγγίσει το εξαιρετικά περίπλοκο θέμα στο οποίο αναφερόμαστε με όρους
ενός άκριτου και αστήρικτου κοινωνιολογισμού-οικονομισμού.
Η αναγκαιότητα της υπέρβασης
Κατά την άποψή μας, και οι δύο εκδοχές
συνιστούν μεταφυσικού τύπου
απολυτοποιήσεις, εμφορούνται από κοινά, κατά βάση, μεθοδολογικά θεμέλια και
μένουν προσκολλημένες στο επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand). Οι βιολογιστές απολυτοποιούν τη συνέχεια του
ανθρώπου με το ζωικό βασίλειο και τονίζουν τις βιολογικές πλευρές-σχέσεις. Οι
κοινωνιολογιστές απολυτοποιούν την ασυνέχεια, δίνουν έμφαση στο καινούργιο, στο
ειδικά ανθρώπινο, σ’ εκείνο που δεν συναντούμε στα άλλα ζώα. Οι μεν βλέπουν την
κοινωνία σαν μηχανιστικό άθροισμα των ανθρώπων ως έμβιων όντων και τις σχέσεις
μεταξύ τους ως καθαρά ποσοτικές, ως μη δυνάμενες να οδηγήσουν σε μια νέα
ποιότητα. Οι δε κινούνται στο πνεύμα του ολισμού-μυστικισμού, θεωρώντας την
κοινωνία δυνάστη των ανύπαρκτων, επί της ουσίας, ατομικών
κλίσεων-ιδιαιτεροτήτων. Για τους πρώτους, τα άτομα είναι όμοια μεταξύ τους
επειδή είναι φύσει εγωιστικά, επιθετικά κτλ., ενώ, για τους δεύτερους, τα άτομα
είναι πανομοιότυπα στη μηδενική τους φύση.
Έτσι, αμφότεροι αδυνατούν να αρθούν στο επίπεδο της διαλεκτικής-συνθετικής
σκέψης, του λόγου (Vernunft), όπου μέρος
και όλο, καθολικό και ιδιαίτερο, ποικιλότητα και ομοιομορφία, βιολογικό και
κοινωνικό βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, αποτελούν, για να θυμηθούμε και
τον Spinoza, πτυχές μιας και της αυτής
«υπόστασης».
Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια
συνθετική-πολύπλευρη μελέτη του ανθρώπου και των ανθρώπινων-κοινωνικών σχέσεων,
υπό το πρίσμα της σύγχρονης-συνειδητής διαλεκτικής σκέψης, η οποία θα συνιστά
υπέρβαση τόσο της αυθόρμητης διαλεκτικής της αρχαιότητας (έτσι όπως αυτή
κορυφώθηκε κυρίως στη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων), όσο και της
μεταφυσικής-θετικιστικής επιστήμης, η οποία, αν και έφερε στο φως πολλά και
ενδιαφέροντα εμπειρικά δεδομένα, δεν κατάφερε, εν τέλει, να τα γενικεύσει, ώστε
να ανασυστήσει νοητικά-θεωρητικά το επιστημονικό της αντικείμενο. Μόνον η διαλεκτική υπέρβαση (η άρνηση που θα
ξεπερνά τις ανεπάρκειες, αλλά θα διατηρεί το κεκτημένο) είναι σε θέση να άρει
το αδιαπέραστο τείχος που οικοδόμησαν οι ιστορικά αναγκαίες μονομέρειες ανάμεσα
στο βιολογικό και στον κοινωνικό άνθρωπο, ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία
και θα οδηγήσει στη συνειδητοποίηση του παρωχημένου πλέον χαρακτήρα αυτών των
μονομερειών, καθιστώντας εφικτή την επανεξέταση του βιολογικού υπό το πρίσμα
της εγνωσμένης ουσίας (του κοινωνικού) και αποκαθιστώντας, σε ανώτερο επίπεδο,
την αντιφατική ενότητα βιολογικού και κοινωνικού.
Βιβλιογραφία
1.
Αλαχιώτης, Σ. (2000), «Περί
του βιολογικού αναγωγισμού». Ουτοπία: 42, σ. 27-34.
2.
Αλεξανδρής, Κ. (1990), Η διαλεκτική νομοτέλεια στη βιολογία και στον ψυχισμό. Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.
3.
Βαζιούλιν, Β. Α. (2004), Η λογική της ιστορίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
4.
Buican, D. (1996), Ιστορία της βιολογίας. Αθήνα: Σαββάλας.
5.
Γεωργίου, Χ. (2002a), «Γονίδια
και DNA:
τα ψεύδη της καπιταλιστικής ηθικής». Νέμεσις: 25, σ. 67-79.
6.
Γεωργίου, Χ. (2002b), «Η
βιολογία και η ηθική του Αριστοτέλη και οι επιδράσεις τους στις ιδεολογίες της
σύγχρονης βιολογίας». Ουτοπία: 50, σ. 111-118.
7.
Γεωργίου, Χ. (2006), «Εξελικτική
ψυχολογία: η σύγχρονη μορφή της κοινωνιοβιολογίας». Ουτοπία: 69, σ. 75-90.
8.
Dawkins, R. (1989), The selfish gene. 2nd edition.
Oxford and New York:
Oxford University Press.
9.
Δημητρίου, Σ. (2000), «Η
επίδραση της δραστηριότητας του ανθρώπου στη φυλογένεση του είδους του».
Ουτοπία: 42 σ. 35-43.
10.
Dobzhansky, T. (1973), “Nothing in biology makes sense except in
the light of evolution”. The American Biology
Teacher: 35, p. 125-129.
11.
Donald, M. W. (2008), «Ο
ορισμός της ανθρώπινης φύσης». Σε S. Rose & D. Rees (επιμ.), Οι νέες
επιστήμες του εγκεφάλου. Αθήνα: Πολύτροπον.
12.
Ειδικό Αφιέρωμα (2005), «Από την αρχέγονη θάλασσα στην τεχνητή ζωή», Science Illustrated: 8, σ. 26-91.
13.
Engels, F. (2001), Η διαλεκτική της φύσης. 5η
έκδοση. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
14.
Ιλιένκοφ, Ε. Β. (1976), Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό. Αθήνα: Οδυσσέας.
15.
Ιπποκράτης (2000), «Περί
φύσιος ανθρώπου». Σε Ιπποκράτης, Ιατρικά
θέματα. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
16.
Jacob, F. (1970), La logique du vivant. Paris : Gallimard.
17.
Jacquard, A. (1997), Ο άνθρωπος και τα γονίδιά του. Αθήνα:
Τραυλός.
18.
Κουράκης, Τ. (2005), «Η
γενετική αιτιοκρατία και η εξέλιξη της έννοιας της ύβρεως». Διάπλους: 7, σ.
32-38.
19.
Κριμπάς, Κ. (1978), «Η
σύγχρονη εξελικτική βιολογία και ο φιλοσοφικός στοχασμός». Δευκαλίων:
23/24, σ. 331-355.
20.
Κριμπάς, Κ. (2002), «Οι
αλλαγές των εξελικτικών θεωριών τα τελευταία διακόσια χρόνια». Ουτοπία: 50,
σ. 25-30.
21.
Κωστάκης, Κ. (2001), «Τα
εργαλεία του ανθρώπου και η γλώσσα». Σε Α. Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας.
Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
22.
Levins, R. & Lewontin, R. (1985),
The dialectical biologist. Cambridge, Massachusetts
and London: Harvard University
Press.
23.
Lewontin, R. (2000), Η βιολογία ως ιδεολογία. Αθήνα: Σύναλμα.
24.
Lewontin, R. (2001), Η τριπλή έλικα. Αθήνα: Σύναλμα.
25.
Lewontin, R. (2002), Δεν είναι απαραίτητα έτσι. Αθήνα:
Κάτοπτρο.
26.
Marx, K. (1975), Οικονομικά
και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Αθήνα: Γλάρος.
27.
Marx, K. (2002), Το κεφάλαιο. Τόμος Α’. Αθήνα: Σύγχρονη
Εποχή.
28.
Marx, K. & Engels, F. (1997), Η
γερμανική ιδεολογία. Τόμος Α’. Αθήνα: Gutenberg.
29.
Meyer, J.-A. (1970), « L’origine de la vie ». Σε La biologie. Paris : Centre d’Étude et de Promotion de la Lecture.
30.
Monod, J. (1970), Le hasard et la nécessité. Paris : Seuil.
31.
Μπιτσάκης, Ε. (1998), «Η
ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με το σοσιαλισμό;». Σε Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος
Δάρδανος.
32.
Μπιτσάκης, Ε. (2000), «Η
μοίρα της ανθρωπότητας είναι γραμμένη στα γονίδιά μας;». Ουτοπία: 41, σ.
57-69.
33.
Μπιτσάκης, Ε. (2003), Θεωρία
και πράξη. Αθήνα: Gutenberg.
34.
Μπιτσάκης, Ε. (2005), «Ανθρώπινη
φύση». Διάπλους: 7, σ. 26-31.
35.
Οπάριν, Α. Ι. (1962), Η
προέλευση της ζωής. Αθήνα: Σύγχρονο Βιβλίο.
36.
Παπαβασιλείου, Θ. Γ. (2002), «Αβιοτικός σχηματισμός οργανικών ουσιών». Ουτοπία: 50, σ. 31-35.
37.
Πατέλης, Δ. (2006), Φιλοσοφία
της επιστήμης. Χανιά: Πολυτεχνείο Κρήτης.
38.
Παυλίδης, Π. (2002), «Ανθρώπινη
φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία: οι βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές
της προσωπικότητας». Σύγχρονη Εκπαίδευση: 123, σ. 65-80 & 124, σ.
83-93.
39.
Πίτσιος, Θ. (2003), Εξελικτική
ανθρωπολογία. Αθήνα: Πασχαλίδης.
40.
Rose, S. (2005), Μονοπάτια της ζωής. Αθήνα: Κάτοπτρο.
41.
Σέκερης, Κ. Ε., (2002), «Το φαινόμενο της ζωής: από το αρχέγονο κύτταρο στους πολυκύτταρους
οργανισμούς». Ουτοπία: 50, σ. 45-56.
42.
TIME-LIFE BOOKS (1992), Παγκόσμια Ιστορία. Τόμος Α’. Αθήνα:
Καπόπουλος.
43.
Wilson, E. O. (1998), Για την ανθρώπινη φύση. Αθήνα: Σύναλμα.
Κυριάκος Ιωαννίδης