Για την κρίση στο Πολυτεχνείο Κρήτης - Μια αναμέτρηση με πολλές προεκτάσεις

 

Δημήτρης Πατέλης

Δρ. Φιλοσοφίας.

Διδάσκει στο Γενικό Τμήμα του Πολυτεχνείου Κρήτης.

 

Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας οι διάφοροι υπεύθυνοι-ανεύθυνοι κατά κανόνα καταπιάνονται με τα πλέον καίρια και νευραλγικά ζητήματα με μοναδι­κή συχνά προχειρότητα, επιβάλλοντας μέ­τρα με δραματικά επακόλουθα. Η κρίση που ταλανίζει το Πολυτεχνείο της Κρήτης, αλλά και το σύνολο της εκπαίδευσης, δεν είναι ά­σχετη με αυτή τη συνήθη προχειρότητα και αμέλεια, πλην όμως δεν ανάγεται σ' αυτές.

Η σφαιρική και εμπεριστατωμένη κατα­νόηση της θέσης και του ρόλου των περί­πλοκων και πολυεπίπεδων θεσμών της εκ­παίδευσης πρροϋποθέτει συστηματικές επι­στημονικές έρευνες. Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερο σημείωμα της ΟΥΤΟΠΙΑΣ (τευχ. 31, σσ.157-160), οι έρευνες αυτές στο πεδίο της μαρξιστικής κοινωνιο­λογίας της εκπαίδευσης αποτελούν πλέον ισχυρή παράδοση. Μια παράδοση η οποία έχει αναδείξει ουσιώδεις πτυχές του ρόλου της εκπαίδευσης ως μηχανισμού εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας και νομιμοποίη­σης των κυρίαρχων σχέσεων δια της επιλεκτικής-κατανεμητικής λειτουργίας της (στην κοινωνική διαστρωμάτωση-κινητικότητα) και της αξιολόγησης-πιστοποίησης κατοχής γνώσεων. Εκείνο που κατά κανόνα διαφεύ­γει της προσοχής αυτής της παράδοσης εί­ναι το γεγονός ότι, σε κάθε κοινωνία με ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνι­κού καταμερισμού της εργασίας, μαζί με τους βασικούς κλάδους της παραγωγής (παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και παραγωγή μέσων και αντικειμένων παρα­γωγής) διακρίνεται και η παραγωγή-κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειμένου της ερ­γασίας μέσω της παραγωγής, αναπαραγω­γής και διάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Τα παραπάνω ισχύουν ιδιαίτε­ρα για την εποχή μας, την εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης.

Αυτή η παραγωγική συνιστώσα της εκ­παίδευσης, δηλαδή η παραγωγή και η ανα­παραγωγή της βασικής παραγωγικής δύνα­μης —του ανθρώπου της εργασίας— είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εμβέλειας διάσταση του εκπαιδευτικού φαινομένου, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοι­πες λειτουργίες και, κυρίως, η λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέ­σεων. Συνεπώς, οποιαδήποτε στρατηγικού χαρακτήρα παρέμβαση στο χώρο της εκπαί­δευσης δεν ανήκει απλώς στη σφαίρα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, πόσο μάλλον στη σφαίρα των εξωιστορικών «αξιών», αλλά αφορά τον πυρήνα του εκάστοτε κυ­ρίαρχου και ιστορικά συγκεκριμένου τρό­πον παραγωγής.

Στα πλαίσια της βελτιστοποίησης των όρων άντλησης υπεραξίας από τους δυνά­μει και ενεργεία «αποσχολήσιμους», σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος και εκμηδένισης των παραδοσιακών συλλογικοτήτων, κινείται και η επιχειρούμενη «εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση» της παι­δείας. Προωθείται, λοιπόν, ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων και οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα πιέζουν για θέσεις εργασίας. Ένα σύστημα στο οποίο προγράμματα και κόστος των σπου­δών, αλλά και διαπραγματευσιμότητα του απασχολήσιμου, εξατομικεύονται άρδην. Επιδιώκεται, δηλαδή, μια άμεσα χειραγωγική και χρησιμοθηρική υπαγωγή της παρα­γωγής της βασικής παραγωγικής δύναμης στις τρέχουσες αγοραίες ανάγκες του πα­γκόσμιας εμβέλειας επιθετικού κεφαλαίου, με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερδοφο­ρίας διό του κατακερματισμού-ανταγωνισμού του υποκειμένου της εργασίας. Η επι­δίωξη αυτή (όσον αφορά τη στρατηγική του κεφαλαίου ως αντικειμενικής σχέσης παρα­γωγής) δε συνιστά αυθαίρετη βουλητική πράξη. Αποτελεί την αναγκαία πλην όμως καταστροφική για την ανθρωπότητα τάση για τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κε­φαλαίου στην εποχή μας. Αυτό, ακριβώς, είναι το νόημα των περισπούδαστων δημα­γωγικών διακηρύξεων περί «δια βίου εκ­παίδευσης» και «διαρκούς επιμόρφωσης»...

Η προοπτική αυτή συνιστά, εν πολλοίς, καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύ­ναμης (του ανθρώπου), δεδομένου ότι υπο­νομεύει τόσο την εσωτερική νομοτέλεια της ανάπτυξης της θεμελιώδους —ιδιαίτερα για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση— βασικής έρευνας (στο όνομα μιας δήθεν διεπιστημο­νικότητας και της ανταπόκρισης στις συγκυ­ριακές αγοραίες ανάγκες), όσο και τη βαθύ­τερη νομοτέλεια ανάπτυξης των δημιουργι­κών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας, την προοπτική της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Η πραγματική διεπιστη­μονικότητα κατατείνει στη συνθετική-διαλλεκτική ενοποίηση, στην ολοκλήρωση της επι­στήμης και όχι στην ψευδεπίγραφη παροχή τίτλων σπουδών εφήμερων χρηστών βραχύ­βιας, αγοραίας επιχειρησιακής κατάρτισης, ατή βάση μιας κατακερματισμένης, χαώδους και εργαλειακά χρησιμοποιούμενης γνώσης. Η αυτοτέλεια και η αυτονομία των ΑΕΙ είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη θερα­πεία της επιστημονικής έρευνας και την καλλιέργεια ενός επιστημονικού ήθους ικα­νού να αίρεται υπεράνω των βραχύβιων και επιμέρους ιδιοτελών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, στο επίπεδο της καθολικής θεώρησης των πραγμάτων. Η αυτοτέλεια αυτή δεν είναι απλώς και μόνο ιδεολογικό προκάλυμμα για την επίφαση «υπερταξικής» αμεροληψίας του πανεπιστημίου και για την εμπέδωση της αμοιβαία νομιμοποι­ητικής επενέργειας των θεσμικοτήτων της επιστήμης και της εξουσίας (χωρίς να πα­ραβλέπεται και αυτή η διάσταση). Σε σημα­ντικό βαθμό συνιστά κεκτημένο αγώνων της διανόησης και συνολικότερα των εργα­ζομένων για την κατοχύρωση θυλάκων απροσπέλαστων από τον ωμό αυταρχισμό της εξουσίας. Ακριβώς αυτοί οι θύλακες αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται ως εφαλ­τήριο του φοιτητικού αλλά και ευρύτερης εμβέλειας κινημάτων.


Η τοποθέτηση αυτή δε συνιστά ελιτίστι­κη απόσπαση από την κοινωνία, αλλά, του­ναντίον, είναι η μόνη που επιτρέπει την ανάδειξη, συνειδητοποίηση και προώθηση των βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και των μεθόδων της επιστημονικής έρευναας. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση, με τη συνεεύρεση-συνανάπτυξη των επιστημών και το συνθετι­κό κριτικό φιλοσοφικό αναστοχασμό, καθι­στά το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα προνομια­κό χώρο στον οποίο και δια του οποίου στοχάζεται η κοινωνία, στο βαθμό βεβαίως που αξιοποιούνται γόνιμα οι προαναφερ­θέντες θύλακες, σε αντιδιαστολή με το ρόλο των «ιδεολογικών συστατικών στοιχείων της άρχουσας τάξης» (Κ. Μαρξ). Η όποια εσπευσμένη και βίαιη υπαγωγή τωνν ΑΕΙ σε βραχύβιες και συγκυριακές αγοραίες σκο­πιμότητες ακυρώνει συλλήβδην αυτή τη ζω­τικής σημασίας λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης.

Τα παραπάνω επιτείνονται δραματικά στην «καθ' ημάς» εφαρμογή της βιαστικής και αγχωμένης «μεταρρύθμισης», υπό την ασφυκτική πίεση των προθεσμιών εκταμί­ευσης κοινοτικών κονδυλίων του Β' Κοι­νοτικού Πλαισίου Στήριξης, αλλά και πε­λατειακών «εκταμιεύσεων», από τις κενές περιεχομένου λαϊκιστικές εξαγγελίες. Σ' αυτά τα πλαίσια πρέπει να εξεταστεί και η δημιουργία «νέων» και «επαναστατικών» προγραμμάτων, όπως και τα περίφημα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής, τα οποία δεν προωθούνται απλώς ως εναλλα­κτικά των «συμβατικών», αλλά ως πιλοτι­κά για την αναμόρφωση του συνόλου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι επ' ουδενί λόγω δε θεωρώ ιδεώδη την κατάσταση που επικρατούσε και επικρατεί στα λεγόμενα «συμβατικά» τμήματα, τα οποία ήδη έχουν εν πολλοίς μετατραπεί σε κερδώα παραρτή­ματα εταιριών και σε έρμαια επιτήδειων «προγραμματοθηρών». Στο κακό, όμως, δεν ωφελεί να αντιπαραθέτουμε το χείρι­στο, την πλήρη διάλυση, εκποίηση και ιδιω­τικοποίηση της εκπαίδευσης. Μετά τη λήξη της χρηματοδότησης από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, ο θεσμός των ΠΣΕ προ­βλέπει την επιβολή διδάκτρων, χορηγιών ή συνδυασμό και των δύο. Ωστόσο, η επιβολή διδάκτρων και γενικότερα «ιδιωτικο-οικονομικών αρχών» είναι το έλασσον κακό έναντι του μείζονος: της άμεσης και απρο­κάλυπτης υπαγωγής των ΑΕΙ στις εκάστοτε τρέχουσες ανάγκες του πλέον επιθετικού κεφαλαίου («της αγοράς»).

Κάποιοι θεώρησαν το μικρό περιφερει­ακό και μέχρι πρότινος χωρίς αγωνιστικές εξάρσεις Πολυτεχνείο Κρήτης ως πεδίο δο­κιμής για τις εκτρωματικές «καινοτομίες» τους. Σκοτεινές συναλλαγές, πιέσεις, εξαγο­ρές, παρανομίες και παρατυπίες βρίσκονται από πέρυσι στην ημερήσια διάταξη για την πάση θυσία προώθηση του εκπαιδευτικού ανοσιουργήματος των ΠΣΕ. Οι αλλεπάλλη­λες, αλλοπρόσαλλες, αυθαίρετες και απρό­βλεπτες εξωθεσμικές κινήσεις έχουν αναχθεί σε θεσμικό «καθεστώς» του Ιδρύματος.

Οι μέχρι πρότινος πρυτανικές αρχές κατάργησαν πραξικοπηματικά τα θεσμικά συλλογικά όργανα του Ιδρύματος και με απροκάλυπτα παράνομες μεθοδεύσεις προ­σπάθησαν να επιβάλλουν δια της βίας τη λειτουργία των ΠΣΕ ως τετελεσμένο γεγο­νός. Στις προσπάθειες τους αυτές επιστρά­τευσαν και «ειδικούς» μισθοφόρους «φύλακες»-τρομοκράτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, για τις ανάγκες του «ιερού» αυτού σκοπού, τα εν λόγω όψιμα μέλη της Πολυτεχνειακής Κοινότητας εφοδιάζονταν με φοιτητική ταυτότητα, αλλά υπέγραφαν και συμβάσεις ανάληψης διδακτικού έργου βάσει του Προ­εδρικού Διατάγματος 407/80 (για τις οποίες προβλέπονται συγκεκριμένοι τίτλοι σπου­δών, διαδικασίες επιλογής και ανάθεσης), όπου τα καθήκοντα τους ορίζονταν ως «πάσης φύσεως»!.....

Με δεδομένα τα παραπάνω, οι εναπο­μείναντες σπουδαστές των πραξικοπηματι­κών ΠΣΕ οφείλουν να κάνουν τις επιλογές τους:

— Είτε είναι θύματα απάτης (όπως και το σύνολο του Ιδρύματος άλλωστε) εκ μέ­ρους των σφετεριστών έκπτωτων πρυτάνε­ων και όσων τους στήριζαν, οπότε δικαιού­νται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη υπό αυτή την ιδιότητα.

— Είτε είναι εθελοντές όμηροι (αν όχι συντελεστές) αυτής της παρανομίας, που επιδιώκουν δια της βίας ομάδων κρούσης, με ποικίλους τραμπουκισμούς, εκβιασμούς και προπηλακισμούς, να κατοχυρώσουν την εξωθεσμική αυθαιρεσία του ιδιωτικού τους συμφέροντος σε βάρος των πραγματι­κών φοιτητών και του θεσμού της Τριτο­βάθμιας Εκπαίδευσης, προβάλλοντας μάλι­στα αυτή τη στάση τους ως «δικαίωμα στη μόρφωση»!....

Μήπως είναι ενδεικτική απ' αυτή την άποψη η (εκ μέρους ορισμένων τουλάχι­στον) αποδοχή του ηγετικού ρόλου των μίσθαρνων τρομοκρατών στην «κινητοποίη­ση» τους; Οποιαδήποτε υπαναχώρηση ή αποδοχή πρακτικών του υποκόσμου και του νόμου της ζούγκλας οδηγεί αναπόδρα­στα σε διάλυση του Ιδρύματος. Εδώ η σιω­πή και η αδράνεια είναι συνενοχή.

Προκαλεί τουλάχιστον απορίες η δια­πλοκή κράτους και παρακράτους που εκδη­λώνεται με την επιλεκτική ανοχή (;) του νό­μου και της αστυνομίας σε παρόμοιες ενέρ­γειες.

Απορίας άξια είναι, επίσης, και η παρέμβαση ορισμένων τοπικών φορέων αλλά και παραγόντων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων σ' αυτή τη σύγκρουση, όπου ως δήθεν προάσπιση του δικαιώματος στη μόρφωση που παρέχουν τα αυθαίρεταα ΠΣΕ εννοείται κυρίως η βραχυπρόθεσμη δια­σφάλιση ικανού αριθμού κλινών χειμερι­νού τουρισμού και τα συμπαρομαρτούντα αυτής... Τέτοια είναι, λοιπόν, η σπουδή για την αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαί­δευσης;

Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότε­ρο με τη στάση του κ. αντιεισαγγελέα εφε­τών που, κατόπιν εντολής του Υπουργού Δικαιοσύνης, παρήγγειλε την άσκηση δίω­ξης κατά των μελών της Συγκλήτου (η οποία από τις 27/9/99 αποφάσισε την παύ­ση των ΠΣΕ), ακριβώς την επομένη της δη­μοσίευσης της απόφασης του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με βάση την οποία η ίδρυση και λειτουργία των ΠΣΕ κρίνεται παράνομη και αντισυνταγ­ματική.

Σύρονται, λοιπόν, ως υπόδικοι για πα­ράβαση καθήκοντος πανεπιστημιακοί για την ψήφο τους στο ανώτατο συλλογικό όρ­γανο αυτοδιοίκησης του Ιδρύματος! Πρό­κειται για μια υποδειγματική μορφή προ­στασίας του ασύλου και της αυτονομίας του Ιδρύματος, η οποία έρχεται να συμπλη­ρώσει την εξίσου υποδειγματική και αμερό­ληπτη ανοχή των δικαστικών αρχών στις προκλητικές παρανομίες της έκπτωτης πρυτανικής αρχής... Τι κάνουν, άραγε, τα συλλογικά όργανα των υπόλοιπων ΑΕΙ ως ένδειξη της αλληλεγγύης τους προς τους διωκόμενους συναδέλφους τους και προς υπεράσπιση της αυτονομίας των ΑΕΙ;

Αξιοσημείωτη είναι, σ' αυτή την κατεύ­θυνση, και η επιστολή του Ειδικού Γραμμα­τέα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας κ. Δ. Κλάδη προς την Πρυτανεία του Πολυτεχνείου Κρήτης, με τη μοναδική μετάθεση ευθυνών που επι­χειρεί. Σ' αυτή το όλο πρόβλημα ανάγεται σε «νομοθετικές διευθετήσεις για τη ρύθμι­ση της εκκρεμότητας που έχει ανακύψει», σαν να είναι η πολιτική ηγεσία του Υπουρ­γείου άμοιρη ευθυνών για τη σωρεία παρα­νομιών που διέπραξε η τέως Πρυτανεία (βλέπεται ο σκοπός αγιάζει τα μέσα), με την ανοχή αν όχι και με την αρωγή της, τη στιγ­μή μάλιστα που κώφευε συστηματικά (επι­καλούμενη την αυτονομία του Ιδρύματος) στις σχετικές καταγγελίες των μελών της Πολυτεχνειακής Κοινότητας. Διευθετήσεις οι οποίες, κατά τον κ. Κλάδη, εξαρτώνται από την πρόθεση του Πολυτεχνείου Κρήτης να συμφωνήσει με το Υπουργείο για τη συ­νέχιση της λειτουργίας των ΠΣΕ, κατόπιν επανιδρύσεώς τους (με αναβάπτιση, δηλα­δή) και ελέγχου της νομιμότητας ττης επιλο­γής και εγγραφής των φοιτητών τους, «με βάση, όμως, τα κριτήρια που ισχύουν πριν από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας»! Παροιμιώδης τω όντι εμμονή! Δηλαδή αποδεχτείτε τη λει­τουργία των ΠΣΕ, ειδ' άλλως εσείς θα ευ­θύνεστε για το πρόβλημα που έχει ανακύ­ψει από την προώθηση και εφαρμογή ενός αντισυνταγματικού θεσμού της πολιτικής ηγεσίας! Στρατηγική επιλογή της κυβέρνη­σης είναι, βλέπεται, συνολικά ο νόμος 2525, μέρος του οποίου είναι και τα ΠΣΕ...

Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας για την «αναμόρφωση του νομι­κού καθεστώτος των Π.Σ.Ε. στα ΑΕΙ και ΤΕΙ» ήρθε να διευκρινίσει πλήρως τις προ­θέσεις της, διαλύοντας τις όποιες αυταπά­τες. Το άρθρο 2 του εν λόγω νομοσχεδίου (νόμου πλέον του κράτους μετά τον αναμε­νόμενο τελετουργικό αυτοματισμό της ψή­φισης του από τη Βουλή) επιβάλλει ωμά και δικτατορικά τη συνέχιση της λειτουρ­γίας των αυθαίρετα και παράνομα θεσπι­σμένων ΠΣΕ στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Πρόκειται για μνημειώδη περίπτωση νομο­θετικής αυτοδικίας εναντίον της αυτονο­μίας Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Σε αντίστοιχο κλίμα κινείται και η από 1/11/99 επιστολή-τελεσίγραφο του Ειδικού Γραμματέα του ΥΠΕΠΘ κ. Δ. Κλάδη, στην οποία αναφέρει ότι «στην πρόσφατη κατανο­μή πιστώσεων διδασκόντων βάσει ΠΔ 407/80 στα ΑΕΙ της χώρας δεν έχει περιληφθεί το Πολυτεχνείο Κρήτης» και διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να υπογραφεί η απόφαση διάθεσης πιστώσεων διδασκόντων στο Ίδρυμα «εάν προηγουμένως δεν αποσαφηνιστεί κατά πόσο η λύση που θα επιλεγεί για τη ρύθμιση της εκ­κρεμότητας των τριών ΠΣΕ του Πολυτεχνεί­ου Κρήτης απαιτεί πρόσθετες πιστώσεις δι­δασκόντων βάσει ΠΔ 407/80 και πόσες». Στη συνέχεια, απαγορεύει στην Πρυτανεία να προχωρήσει «σε υπογραφή συμβάσεων ή ανά­ληψη οποιασδήποτε μορφής δεσμεύσεων» μέ­χρι να δεήσει το ΥΠΕΠΘ να υπογράψει την απόφαση διάθεσης πιστώσεων διδασκόντων. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει: δέχεστε τα ΠΣΕ ειδ' άλλως σας διαλύω! Εδώ η αυτοδι­κία γίνεται απροκάλυπτα απάτη και εκβια­σμός. Απάτη, διότι παρά τη ρητή προφορική διαβεβαίωση του Ειδικού Γραμματέα προς την Πρυτανεία για τη διασφάλιση 35 θέσεων διδασκόντων βάση ΠΔ 407/80 (από τους οποίους διασφαλίζεται σημαντικότατο μερί­διο του διδακτικού έργου του Ιδρύματος), εκ των υστέρων «παγώνουν» από το Υπουργείο οι σχετικές πιστώσεις. Απάτη εις βάρος 35 δι­δασκόντων (και των οικογενειών τους), οι οποίοι παρά το γεγονός ότι δεν τους κατα­βάλλονται τα δεδουλευμένα από τον Απρί­λιο, ανέλαβαν από το Σεπτέμβριο διδακτικά καθήκοντα «καλή τη πίστη» και χωρίς να υπογράψουν τις σχετικές συμβάσεις, βασιζόμενοι στις σχετικές αποφάσεις ανάθεσης των Γ.Σ. των Τμημάτων και της Συγκλήτου. Απά­τη εις βάρος των φοιτητών, τα μαθήματα των οποίων κινδυνεύουν να διακοπούν μεσούντος του χειμερινού εξαμήνου. Απάτη εις βά­ρος των γονέων και γενικότερα των φορολο­γούμενων πολιτών, οι πόροι των οποίων αυ­θαίρετα χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης, ενώ διακυβεύεται η απρόσκοπτη λειτουργία του θεσμού του ΑΕΙ, την οποία θα όφειλε να διασφαλίσει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ. Ωμός εκβιασμός που θυμίζει μεθόδους της μαφίας, διότι όλα τα παραπάνω, που συνι­στούν στραγγαλισμό όχι μόνο της αυτονο­μίας αλλά συνολικά του θεσμού του ΑΕΙ, χρησιμοποιούνται ως μέσο για την πειθαναγκαστική επιβολή μιας αυθαίρετης και επι­κίνδυνης πολιτικής που προβάλλεται ως «με­ταρρύθμιση».

Και όλα αυτά συνοδεύονται από άκρως υβριστικούς και συκοφαντικούς χαρακτη­ρισμούς εις βάρος της συντριπτικής πλειο­νότητας των μελών της κοινότητας του Ιδρύματος. Σε μια συντονισμένηη εκστρα­τεία παρελκυστικής δυσφήμισης ΥΠΕΠΘ, σειρά ΜΜΕ, πολιτικών και τοπικών παρα­γόντων σπεύδουν (μάλλον εξ ιδίων κρίνο­ντας) να ανάγουν το όλο πρόβλημα σε μι­κρόψυχες ιδιοτελείς αντιδικίες μεταξύ φα­τριών! Αυτός ο βοναπαρτικός αυταρχισμός είναι που οπλίζει τις θρασύδειλες ομάδες κρούσης, οι οποίες με τον αέρα της δεδηλω­μένης πλέον άνωθεν αρωγής έχουν κατα­στήσει τους εκβιασμούς, τους ξυλοδαρμούς και την ένταση ενδημική κατάσταση του Ιδρύματος. Η ακεραιότητα και η ζωή φοι­τητών και προσωπικού απειλούνται μονί­μως. Σ' αυτό το κλίμα καλούμαστε να ασκήσουμε τα διδακτικά και ερευνητικά μας καθήκοντα, θα πρέπει να καταστεί σα­φές ότι μ' αυτές τις ενέργειες της η πολιτι­κή ηγεσία του ΥΠΕΠΘ εκ των πραγμάτων τοποθετείται στην κορυφή της διαπλοκής κράτους και παρακράτους.

Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι το φωτογραφικού προορισμού άρθρο 2 για τα εγκάθετα ΠΣΕ του Πολυτεχνείου Κρήτης. Το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου διευκρινίζει μονοσήμαντα τα περί «νομοθετικών διευθε­τήσεων για τη ρύθμιση της εκκρεμότητας που έχει ανακύψει», εισάγοντας μια τέτοια «αναμόρφωση του νομοθετικού καθεστώ­τος των ΠΣΕ», κατά την οποία παραγκωνί­ζεται απροκάλυπτα το ανώτατο αιρετό συλλογικό όργανο των ΑΕΙ, η Σύγκλητος, εφόσον κατοχυρώνεται η πρωτοβουλία υποβολής προτάσεων για ΠΣΕ ακόμα και από ομάδες μελών ΑΕΠ και ΕΠ! Έφτασε, λοιπόν, και τυπικά η ώρα για την κατάργη­ση και των τελευταίων υπολειμμάτων πα­νεπιστημιακού ασύλου, δεδομένου ότι ανοίγει η πόρτα στους όποιους πρόθυμους οσφυοκάμπτες εκπαιδευτικούς να εισάγουν τα ΠΣΕ και την όποια εκάστοτε αυθαιρεσία της πολιτικής ηγεσίας. Όποιος νομίζει, λοι­πόν, ότι η κρίση του Πολυτεχνείου Κρήτης είναι ανάξια λόγου εσωτερική υπόθεση ενός περιφερειακού ΑΕΙ απατάται οικτρά.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στην «κακή και ανεύθυνη» εφαρμογή μιας «κα­λής και υπεύθυνης» μεταρρύθμισης, αλλά στον εκ θεμελίων φαύλο χαρακτήρα αυτής της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, εγ­γενές στοιχείο της οποίας είναι η άμεση υπαγωγή της εκπαίδευσης στα διαπλεκόμενα συμφέροντα της αχαλίνωτης κερδοφο­ρίας. Η προάσπιση και η αναβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν πανεπιστημιακής εκ­παίδευσης είναι υπόθεση συλλογικών αγώ­νων σε πανελλαδικό και σε τοπικό επίπεδο. Όπως εύστοχα υπενθυμίζει πρόσφατο ψή­φισμα των φοιτητών του Πολυτεχνείου Κρήτης, «χαμένοι είναι μόνο οι αγώνες που δε γίνονται».

1