του Δημήτρη Πατέλη
Είναι γεγονός ότι η πρωτοφανούς κλίμακας αστική αντεπανάσταση που δρομολογήθηκε ανοικτά από τα μέσα της δεκαετίας του '80 στην ΕΣΣΔ κλιμακώνεται μέσα από δραματικές αντιφάσεις.
Η
ερμηνεία των συνδεόμενων με αυτή την αντεπανάσταση φαινομένων
απαιτεί συστηματική θεωρητική διερεύνηση της ιστορίας της χώρας της
Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και της παγκόσμιας επαναστατικής
διαδικασίας. Μια διερεύνηση που θα
αποκαλύψει τις νομοτέλειες που διέπουν τη διαλεκτική συσχέτιση επανάστασης και <αντεπανάστασης.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι σημαντική αδυναμία των διαθέσιμων μέχρι σήμερα μαρξιστικών ερευνών είναι η ανυπαρξίία θεωρητικών προσεγγίσεων αναφορικά με τις νομοτέλειες, τον ιστοριικό ρόλο και το χαρακτήρα της αντεπανάστασης στις διάφορες βαθμίδες της επαναστατικής διαδικασίας.
Εδώ θα
αρκεστούμε στην επισήμανση ότι θεωρητικά έγκυρη και τεκμηριωμένη
προσέγγιση της τελευταίας παγκόσμιας εμβέλειας αντεπανάστασης που βιώνουμε μπορεί να υπάρξει στο βαθμό που αυτή θα στηρίζεται σε επιστημονική γνώση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η
αντεπανάσταση δεν ανακύπτει εκ του μηδενός. Πρόκειται για μια αντιφατική
διαδικασία που ανακύπτει από αντικειμενικά, υπαρκτά προβλήματα
της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην δεδομένη διεθνή συγκυρία.
Αν επιχειρήσουμε από αυτή τη σκοπιά μια περιοδολόγιση της
αντεπανάστασης θα διακρίνουμε σε γενικές γραμμές ορισμένα στάδια
της:
1) Δημιουργία προϋποθέσεων
της αντεπανάστασης
2) Πρωταρχική εμφάνιση της
(1985)
3) Διαμόρφωση της (1991
-1993)
4) «Ωρίμανση» της[1] (από το 1993) Οι
προϋποθέσεις της αντεπανάστασης
συνδέονται με τον κεφαλαιοκρατικό περίγυρο των χωρών στις οποίες δρομολογείται η σοσιαλιστική οικοδόμηση και την επίδραση που ασκεί σε
αυτήν. Συνδέονται με τα κατάλοιπα της
ηττημένης από την επανάσταση
αντίδρασης και ιδιαίτερα με τη
δυνατότητα αναβίωσης και (μετασχηματισμένης) αναπαραγωγής ιδεολογικών στοιχείων της αντεπανάστασης (π.χ. αριστοκρατικές, μοναρχικές, μικροαστικές, θρησκευτικές κλπ. παραδόσεις).
Κυρίως όμως συνδέονται με εσωτερικές διαδικασίες της
σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, με τάσεις και φαινόμενα που παρακωλύουν είτε υπο<νομεύουν την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης προς την
ώριμη αταξική
κοινωνία. Συνδέονται συνεπώς
με τη μη προώθηση της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού ωως σταδίου του γίγνεσθαι, της κομουνιστικής κοινωνίας. Η
βασική αντίφαση
του σοσιαλισμού (και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης) είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας (αρχικά τυπικής
κοινωνικοποίησης,
κρατικοποίησης) των μέσων παραγωγής και ανεπαρκούς ανάπτυξης, «ανωριμότητας» του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής (δηλαδή πραγματικής, ουσιαστικής κοινωνικοποίησης).
Εδώ θα μπορούσαν να επισημανθούν πολλές πτυχές, στοιχεία και
γεγονότα της
ιστορίας της ΕΣΣΔ που
λειτούργησαν συσσωρευτικά ως προϋποθέσεις της αντεπανάστασης (π.χ. αναγκαστική, λόγω του επερχόμενου πολέμου, βεβιασμένη «σοσιαλιστική συσσώρευση» μέσω της κολεκτιβοποίησης, αυτονόμηση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και ενίσχυση της απόσπασης του από το λαό με μηχανισμό προνομίων κλπ.). Ωστόσο οι προϋποθέσεις αυτές ενισχύονται αποφασιστικά /span>κατά
τη νευραλγική καμπή της σοβιετικής
κοινωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 - αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε είναι που μέσα από την κατ' εξοχήν εκτατική ανάπτυξη της σοβιετικές οικονομίας, ως επιστέγασμα της τεράστιας μηχανοποίησης-εκβιομηχάνισης, εμφανίζονται τα συστήματα αυτοματοποιημένης
παραγωγής, τα οποία υπαγορεύουν την
αναγκαιότητα μετάβασης στο επόμενο
στάδιο, στην κατ' εξοχήν εντατική
πλέον ανάπτυξη της σοσιαλιστικής
οικονομίας. Η υλοποίηση αυτής της
αναγκαιότητας θα διεύρυνε και θα εμβάθυνε την προετοιμασία της υλικοτεχνικής βάσης του παγκόσμιου κομουνισμού παρέχοντας ουσιαστική υπεροχή και κοσμοϊστορική πρωτοβουλία κινήσεων στην ΕΣΣΔ και στο
σοσιαλιστικό σύστημα συνολικά.
Η παρατεταμένη μη υλοποίηση αυτής της αναγκαιότητας οδηγεί σταδιακά σε κρισιακά φαινόμενα που απορρέουν τελικά από την ανεπαρκή προώθηση της βασικής του αντίφασης και κινητήριας δύναμης της ανάπτυξης του. Οι σπασμωδικού χαρακτήρα «μεταρρυθμιστικές» παρεμβάσεις της ηγεσίας, με την μέθοδο της δοκιμής και του λάθους βασίζονται συχνά στην μηχανιστική χρήση «συνταγών» της αστικής οικονομικής θεωρίας και πρακτικής.
Η
σπασμωδική εισαγωγή των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων
(αξιακοί δείκτες στη σχεδιοποίηση, δείκτες κερδοφορίας, αύξηση του ειδικού
βάρους του χρηματικού μισθού έναντι των κοινωνικών παροχών,
έναντι της πολιτικής μείωσης των τιμών κλπ.) αντικαθιστά την
προηγούμενη κυρίαρχη τάση ολοκληρωτικής απόρριψης τους. Η δυσκαμψία,
οι δυσαναλογίες και οι ανισομέρειες της παραγωγής επιτείνονται,
ενώ οι επιπτώσεις των οικονομικών «πειραμάτων» θίγουν κατ' εξοχήν
τους τομείς των προωθημένων τεχνολογιών στρατηγικής σημασίας.
Η φορμαλιστική χρήση των αξιακών δεικτών μετατρέπει σταδιακά
την αμφίδρομη διαδικασία εναρμόνισης αναγκών (καταναλωτικών
και παραγωγικών) - σχεδιοποίησης - παραγωγής - κατανάλωσης σε
φαύλο κύκλο υπονόμευσης
της
σχεδιοποίησης, με συνακόλουθη την ανισομέρεια της παραγωγής και την
ανάπτυξη της παραοικονομίας και της διαφθοράς.
Μέσα
από την κρίση αναπαραγωγής η διαρκώς αυτονομούμενη γραφειοκρατία
(ακριβέστερα: τα ανώτερα και πλέον διεφθαρμένα κλιμάκια της) η
οποία διέθετε μεν προνόμια και διευθυντικό ρόλο χωρίς αυτά να έχουν
το χαρακτήρα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, συγχωνευόμενη με την παραοικονομία
(«σκιώδη οικονομία») προχωρά στην περιβόητη «Περεστρόικα».
Η τελευταία, ως πρωταρχική ανοικτή και απροκάλυπτη εμφάνιση της
αντεπανάστασης, ξεκινώντας από τα υπαρκτά προβλήματα του
σοσιαλισμού επιδόθηκε αρχικά στην ιδεολογική και πολιτική επεξεργασία
της κοινωνικής συνείδησης (με τη βοήθεια των μέσων μαζικής
χειραγώγησης), προλειαίνοντας το έδαφος για την επερχόμενη επιβολή
πολιτικών και οικονομικών αλλαγών. Τελικά κατάφερε αν όχι να
κινητοποιήσει ενεργά με το μέρος της, τουλάχιστον να αδρανοποιήσει
το λαό (αντεπανάσταση χωρίς λαϊκή
υποστήριξη, ή τουλάχιστον συναίνεση
και παθητική αποδοχή, δεν μπορεί να
υπάρξει).
Το δήθεν πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 σηματοδοτεί τη μετέπειτα διάλυση (κατακερματισμό) της ΕΣΣΔ, την απόπειρα ευνουχισμού και υποκατάστασης της σοβιετικής (διαφόρων βαθμίδων σοβιέτ) πολιτειακής δομής από αστικού τύπου κοινοβουλευτισμό και προεδρική εξουσία. Η αντεπανάσταση από την ιδεολογία και την
πολιτική συνείδηση
περνά στη διάλυση του
πολιτικού εποικοδομήματος, της σοβιετικής θεσμικότητας και εμβαθύνει το μετασχηματισμό της οικονομίας ιδιαίτερα στη σφαίρα
της κυκλοφορίας,
του εμπορίου (βλ. αισχροκέρδεια),
του πιστωτικού συστήματος,
των υπηρεσιών κλπ.
Η περαιτέρω εμβάθυνση της αντεπανάστασης από τη σφαίρα της κυκλοφορίας στη σφαίρα της παραγωγής με την αλλαγή του ιδιοκτησσιακού καθεστώτος των μέσων παραγωγής προσκρούει σε σημαντικές δυσκολίες, που
αποδεικνύουν (εκ του αντιθέτου) το
βάθος και την ισχύ των κατακτήσεων
της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Οι
δυσκολίες αυτές αντανακλώνται και
στη σύγκρουση μεταξύ Ανωτάτου Σοβιέτ
και προεδρικής (εκτελεστικής)
εξουσίας που κατέληξε στη σφαγή των
εξεργεθέντων (3η-4η Οκτωβρίου 1993).
Ο μύθος της ειρηνικής παλινόρθωσης
της κεφαλαιοκρατίας με «πολιτισμένα»
αστικά κοινοβουλευτικά μέσα συνθλίβεται ωμά (αν και η αντεπανάσταση θα βρίσκεται διαρκώς σε μια
αναζήτηση συνδυασμού κατασταλτικών και
συναινετικών-χειραγωγικών μέτρων). Το παιγνίδι κρίθηκε με την επέμβαση 1800 πραιτοριανών και την πλειονότητα του λαού στη θέση του θεατή.
Η ολοκλήρωση, η «ωρίμανση» της αντεπανάστασης ως ριζική επιβολή
των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής
συνοδεύεται από μια κολοσσιαία καταστροφή
των παραγωγικών δυνάμεων και συνολικά της
οικονομίας της τέως ΕΣΣΔ. Το 1994 η βιομηχανική
παραγωγή μειώθηκε συγκριτικά με
αυτήν του 1990 (οπότε ήδη είχε
μειωθεί αισθητά) κατά 54%! Το 1994
αναμένεται μείωση της βιομηχανικής
παραγωγής κατά 28% σε σχέση με το
1993. Η αντεπανάσταση μέσα
σε 4 χρόνια επέφερε πολύ μεγαλύτερη
καταστροφή από αυτή που υπέστη η
οικονομία της ΕΣΣΔ στα χρόνια
του Β' παγκόσμιου πολέμου, όταν μεγάλο μέρος της χώρας είχε καταληφθεί και ερρημωθεί από τη φασιστική Γερμανία (στη διάρκεια των 4 ετών του πολλέμου η βιομηχανική παραγωγή της /span>χώρας μειώθηκε κατά 24%). Αντίστοιχες εκτιμήσεις υπάρχουν και για τις
δημογραφικές επιπτώσεις της αντεπανάστασης.
Η «σκληρή» μονεταριστική πολιτική
της κυβέρνησης Τσερνομίρντιν, μετά τη «θεραπεία σοκ», οδηγεί σττην επιτάχυνση της μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής, στην υπονόμευση των πιο προωθημένων τεχνολογικά τομέων. Η Ρωσία μετατρέπεται σε καταναλωτή δυτικών βιομηχανικών
προϊόντων και σε εξαγωγέα φθηνών πρώτων
υλών. Ενώ η βιομηχανία (ελαφρά και μηχανοκατασκευών) παρήγαγε
το '94 το 30% της παραγωγής του '90, το ενεργειακό
σύμπλεγμα διατηρεί περίπου τα 3/4 της παραγωγής του '90, καθιστώντας
σαφή τη νεοαποικιακού τύπου
ανισομέρεια της παραγωγής. Μέσω της
καταστροφής του στρατιωτικού-βιομηχανικού
συμπλέγματος, της ραχοκοκαλιάς της
σοβιετικής οικονομίας, που
συγκέντρωνε το 60% του επιστημονικού
δυναμικού της χώρας, προωθείται
ένας από τους βασικούς στόχους του ΔΝΤ: η αποβιομηχάνιση της Ρωσίας, η αποσύνθεση του επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού της και η μετατροπή της σε εξαγωγέα ενέργειας, πρώτων υλών και φθηνής εργασιακής δύναμης.
Το 1933
η Ρωσία πραγματοποίησε εξαγωγές ύψους 43,7 δισ. δολαρίων και
εισαγωγές 32,9 δισ. δολαρίων, χωρίς να υπολογίζονται οι παράνομες
εξαγωγές (π .χ. κατά τον πρόεδρο της επιτροπής ασφάλειας της Δούμας
το 20% των παραγόμενων πετρελαιοειδών και το 34% των λιπασμάτων
εξάγονται παράνομα[2]). Ένας
πακτωλός χρημάτων (1,5 δισ. -2 δισ. δολάρια το μήνα) κατατίθενται
στο όνομα των «νέων ρώσων» επιχειρηματιών σε ξένες τράπεζες (το
συνολικό ποσό είναι της τιμής των 60
δισ. δολαρίων)[3].
Η Δύση είναι τελικά αυτή που
χρηματοδοτείται από τη Ρωσία και όχι το αντίστροφο, όσο οι
δυτικές αγορές παραμένουν κλειστές για τα ρωσικά προϊόντα και τα περίφημα δάνεια
ξοδεύονται στην αγορά δυτικών προϊόντων. «Το
παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα
χρησιμοποιεί εκτατικές μορφές
εκμετάλλευσης της Ρωσίας ως μέσο για
την άρση των εσωτερικών του
αντιθέσεων (κρίση υπερπαραγωγής,
ενεργειακή κρίση κλπ.)»[4].
Η
αποκρατικοποίηση της οικονομίας και η μετατροπή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
σε κυρίαρχη συνιστά το βασικό περιεχόμενο αυτού του σταδίου
της αντεπανάστασης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία έχει ιδιωτικοποιηθεί περίπου το 60% του
συνόλου των επιχειρήσεων. Ωστόσο το 43% της βιομηχανικής παραγωγής του 1993 έχει παραχθεί σε κρατικές επιχειρήσεις, το 39,4% σε μικτές και το 7,3% σε ιδιωτικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις. Στον αγροτικό τομέα το 90% της παραγωγής προέρχεται από κρατικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις (σοβχόζ, κολχόζ) και το 5%
από ιδιωτικές φάρ-μερ. Η εικόνα
αντιστρέφεται στο εμπόριο: το 71%
της κυκλοφορίας του χρήματος στο λιανικό εμπόριο αντιστοιχεί στον ιδιωτικό τομέα,, έναντι 18% στον κρατικό[5]. Ενώ
ο κρατικός
τομέας εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ρωσική
οικονομία η πρωτοβουλία κινήσεων
περνά σταδιακά στον ιδιωτικό. Το ιδιωτικό κεφάλαιο
έχει αρχίσει να διεισδύει από τη
σφαίρα της κυκλοφορίας στη σφαίρα
της παραγωγής με προτεραιότητα στις
μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Ποιοι έχουν
όμως πραγματικά την πρωτοβουλία; Σΰμφωνα με διαθέσιμα
στοιχεία φορείς του οργανωμένου εγκλήματος εξαγοράζουν το 40% των
ιδιωτικών και το 60% των κρατικών επιχειρήσεων, ενώ η μαφία είναι ιδιοκτήτης των
μισών εμπορικών τραπεζών της χώρας, του 50 - 60% των καταστημάτων, ξενοδοχείων
και αποθηκών της Μόσχας![6]
Η
μετάβαση από την πρώτη φάση της ιδιωτικοποίησης (έναντι «βάουτσερ») στη
δεύτερη (έναντι χρήματος) αποσκοπεί στην τελική αποκοπή των
εργαζομένων από τον έλεγχο των επιχειρήσεων που εργάζονται, ώστε
τελικά το 80-90% των επιχειρήσεων να περάσει στο 5-2% του πληθυσμού.
Ο μηχανισμός κήρυξης πτώχευσης «προβληματικών» επιχειρήσεων (το 70% των επιχειρήσεων εμπίπτει κατά την
κυβέρνηση σ' αυτήν την κατηγορία) μέσω της
ανάληψης των χρεών τους από
τραπεζικό κεφάλαιο (με αντάλλαγμα
το πακέτο ελέγχου των μετοχών και το management) οδηγεί σε μια ιδιότυπη σύμφυση των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου και της κρατικής
γραφειοκρατίας, η οποία αναμιγνύεται ενεργά στον
ανταγωνισμό μεταξύ μερίδων του
χρηματιστικού και εμπορικού
κεφαλαίου. Οι διαδικασίες αυτές
προκαλούν ραγδαία αύξηση της
ανεργίας (από 4, 6 εκατομμύρια, δηλ.
6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού,
τον Ιούλιο, θα φθάσει τα 7
εκατομμύρια στο τέλος του χρόνου[7]), της
φτώχειας και της εξαθλίωσης (58 εκατομμύρια ρώσων ήταν -κατά το
Ινστιτούτο κοινωνικο-πολιτικών σπουδών της Ρωσ. Ακαδημίας- στις αρχές του '94 κάτω από το επίπεδο
φτώχειας, ενώ 10 εκατομμύρια κάτω από το φυσιολογικό
ελάχιστο επιβίωσης). Σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες μεταφέρονται
και τα κρατικά κεφάλαια μέσω ιδιωτικών εμπορικών τραπεζών. Το πανίσχυρο τραπεζικό και εμπορικό κεφάλαιο - χαρακτηριστικό της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου -
που εκφράζει και τον παρασσιτικό-αντιπαραγωγικό
χαρακτήρα της ανερχόμενης αστικής τάξης (προϊόν κερδοσκοπικών παιγνιδιών στη σφαίρα της κυκλοφορίας), αρχίζει να αποκτά τον
έλεγχο και της
παραγωγής, ιδιαίτερα σε τομείς που
συνδέονται με εξόρυξη πρώτων υλών και με
ενεργειακές πηγές (ενεργειακό
σύμπλεγμα). Η τάση αυτή δημιουργεί
τα έμβρυα του χρηματιστικού κεφαλαίου ως αποτέλεσμα της σύμφυσης τραπεζικού και (διαμορφούμενου) βιομηχανικού
κεφαλαίου και εκφράζεται πολιτικά με τον
Τσερνομίρντιν.
Αισθητά υποδεέστερη είναι η θέση της διαμορφούμενης βιομηχανικής
αστικής τάξης (διευθυντών επιχειρήσεων και επίδοξων βιομηχάνων), που επιδιώκει προστασία της εσωτερικής αγοράς, των ρώσων «εμπορευματοπαραγωγών»
και βαθμιαία μετάβαση στην οικονομία της
αγοράς. Η ιδιότυπη αυτή συγκυρία
οδηγεί σε κοινούς αγώνες των λεγόμενων
«παραγωγικών τάξεων» (επίδοξων
βιομηχάνων και εργατών) εναντίον των
παρασιτικών εμπόρων, κερδοσκόπων
κλπ. με όλες τις συνακόλουθες αυταπάτες.
Ενώ λοιπόν έχει δρομολογηθεί η
ιδιωτικοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας (με ενδιάμεση μορφή τη μετοχοποίηση) οι εργάτες δεν έχουν χάσει ακόμα τον έλεγχο των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται,
δεν έχουν μετατραπεί ακόμα σε μισθωτούς εργάτες, σε προλετάριους.
Όσο το διαμορφούμενο πεδίο των αλληλοαποκλειόμενων ταξικών συμφερόντων και ανταγωνισμών θα παραμένει ασαφές και
απροσδιόριστο, νομοτελειακά θα
διαδίδονται μικροαστικές διαθέσεις και αυταπάτες σε ευρεία κλίμακα μεταξύ των εργαζομένων (περί
«λαϊκού καπιταλισμού», εύκολων ατομικών λύσεων κλπ.).
Εν τω μεταξύ πάνω από το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού
απασχολείται ήδη στον μη κρατικό τομέα,
ενώ το 10% είναι μη μισθωτοί (διαφόρων ειδών ιδιοκτήτες, αυτοαπασχολούμενοι κλπ.). Ενώ δηλαδή
το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής
παραγωγής παράγεται στον κρατικό
τομέα η πλειονότητα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού δεν εργάζεται στον κρατικκό τομέα[8]. Τα μεγάλα εισοδήματα των νέων «επιχειρηματιών» κατά κανόνα δε συνδέονται με την
παραγωγή. Οι εν λόγω
νεόπλουτοι «ζουν εις βάρος του πλούτου αυτού που έκτισανν με κόπους και βάσανα οι προηγούμενες γενιές, θυσιάζοντας ταυτόχρονα στο βωμό της πρόσκαιρης παροδικής καλοπέρασης την ευημερία
των μελλοντικών γενιών»[9].
Η παραπάνω συγκεχυμένη και (κατά πρωτοφανή ιστορικά τρόπο) περίπλοκη ταξική διάρθρωση της /span>τέως σοβιετικής κοινωνίας αντανακλάται
και στην πολιτική εκπροσώπηση και συμπεριφορά της. Η πλειονότητα
του κόσμου «ιδιωτεΰει» και παραμένει πολιτικά απαθής. Εφ' όσον,
όπως είδαμε παραπάνω, η ρωσική εργατική τάξη δεν έχει καν διαμορφωθεί ούτε ως «τάξη καθ' εαυτή» είναι εξ' ίσου ανεδαφικές τόσο οι υπερεκτιμήσεις του άμεσα επαναστατικού της ρόλου (που το συντομότερο δήθεν θα διαδραματίσει) όσο και οι τάσεις που, προσάπτοντας της μομφές περί παθητικότητας, διαφθοράς κλπ., αναζητούν «νέα επαναστατικά υποκείμενα» (κατά κανόνα στο πρόσωπο της μικροαστικής διανόησης).
Η εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ στο βαθμό που είχε επιτευχθεί η κατάρργηση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος (και είναι αυτή η κατάργηση στο στόχαστρο της σημερινής αντεπανάστασης) έπαυε να είναι εργατική τάξη, έχανε την ταξική ιδιαιτερότητα της όπως την κληρονόμησε από την κεφαλαιοκρατία. Και ο βαθμός αυτός της άρσης της εμπορευματοποίησης
της εργασίας είναι, όπως δείχνουν οι
εξελίξεις, αντιστρόφως ανάλογος της
έντασης, των λυσσαλέων προσπαθειών εμπορευματοποίησης της από την αντεπανάσταση.
Η εργατική τάξη θα γίνεται
«τάξη για τον
εαυτό της» στο βαθμό που συνειδητοποιεί
τον εαυτό της ως ολότητα στον αγώνα εναντίον
της αστικής τάξης. Ειδάλλως η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής της
θέσης δε θα προκαλεί τόσο την άνοδο της
πολιτικής ενεργητικότητας της, αλλά
την ενίσχυση ατομικιστικών,
μικροαστικών διαθέσεων, την εξάπλωση
της παθητικότητας και την αναζήτηση
καθαρά ατομικών διεξόδων.
Η κατάσταση της εργατικής τάξης της τέως ΕΣΣΔ αντανακλάται στην εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η αντιπολίτευση. Τα αριστερά κόμματα που απείχαν από τις εκλογές για τη Δούμα
(κυρίως το ΚΕΚΡ και το ΡΚΕΚμπ.)
ξεκινώντας από μια ιδεατή και
εξωϊστορική αντίληψη για την εργατική
τάξη αναμένουν ουτοπικά μια άμεσα
επικείμενη εξέγερση της που θα
τσακίσει την αντεπανάσταση και θα
αποκαταστήσει την παλαιά ΕΣΣΔ[10].Το κοινοβουλευτικά
εκπροσωπούμενο ΚΚΡΟ αποτελεί συστέγαση δυο τουλάχιστον τάσεων: της σοσιαλδημοκρατικής και
της κομουνιστικής. Τελευταία υιοθετεί όλο και πιο αριστερές τοποθετήσεις, χωρίς ωστόσο η ηγεσία του (Ζιουγκάνοφ) να παραιτείται από τις περί μεγαλοκρατισμού ιδέες της, που ανοίγουν διόδους προς εθνικιστικές,
πατριωτικές κλπ. τάσεις. Η απόφαση για μη συμμετοχή του σε κυβέρνηση
«εθνικής ενότητας» αποσοβεί την πιθανότητα άμεσης διάσπασης
του.
Κοινό
χαρακτηριστικό των αριστερών κομμάτων είναι η απουσία θεωρητικής
τεκμηρίωσης που θα καθιστά τον προγραμματικό τους λόγο σε
σημαντικό βαθμό ουτοπικό. Η μετατροπή της ιδιότυπα διαμορφούμενης
εργατικής τάξης της τέως ΕΣΣΔ σε «τάξη για τον εαυτό της», αλλά
και η επαναστατική ανασύνταξη της παγκόσμιας εργατικής τάξης απαιτούν
επαναστατική δράση που θα βασίζεται σε μια νέα επιστημονική
θεμελίωση της στρατηγικής και της τακτικής του επαναστατικού κινήματος μέσω της
ανάπτυξης-διαλεκτικής άρσης των καταχτήσεων του μαρξισμού.
Υ.Γ.
Για το σημείωμα αυτό χρησιμοποιήθηκαν υλικά της διεθνούς ερευνητικής
ομάδας «Λογική της Ιστορίας».
[1] Μ. Αυγέρης. Ρωσία: η ανατομία της κρίσης. Νέα Προοπτική, φύλλο 107,22 Οκτωβρίου 1994.
[2] «Ντεν»Νο35.
[3] Σοβιέτσκαγια Ροσία 21/7/94.
[4] Μ. Αυγέρης ο.π.
[5] Σοβιέτσκαγια Ροσία 7/6/94.
[6] Σοβιέτσκαγια Ροσία 18/8/94.
[7] Νιζαβίσιμαγια Γκαζέτα 13/9/94.
[8] Εκονομίτσεσκιε νόβοστι Νο 1640
[9] Μ. Αυγέρης ο.π.
[10] Για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προγραμματικού λόγου των κομμάτων κομουνιστικής αναφοράς στη Ρωσία και τη σχέση τους με τη θεωρία βλ. σχετικά: Ο.Α. Εφάνοβα. Κριτική στα προγράμματα...Νέα Προοπτική, φ.82,17 Ιουλίου 1993.