Περικλής Παυλίδης

 

Η ιδεολογία του λενινισμού.

 

(Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, τεύχος 257, 14/10/2004)

 

               

     Λενινισμός αποκαλείται ένα σύνολο θεωρητικών ιδεών του Λένιν, δηλωτικών συγκεκριμένης προσέγγισης του μαρξισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οι οποίες αποτέλεσαν κομβικά σημεία της ιδεολογίας του κομμουνιστικού κινήματος, στην πλειονότητα των αποχρώσεών του και στη μεγαλύτερη περίοδο της ιστορίας του.

 

     Ένα από αυτά τα σημεία είναι η άποψη του Λένιν ότι η αυθόρμητη-καθημερινή συνείδηση των εκπροσώπων της μισθωτής εργασίας δεν υπερβαίνει τα όρια της αστικής κοινωνίας, δεν δύναται να κατανοήσει τα καθολικά συμφέροντα και τις δυνατότητες χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Η επαναστατική συνειδητοποίηση μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα της διάδοσης της σοσιαλιστικής ιδεολογίας από ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα.

     Ο Λένιν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη θεωρητική τεκμηρίωση της στρατηγικής του εργατικού κινήματος, πιστός στη μαρξική αντίληψη ότι μόνον ο επιστημονικός σοσιαλισμός συνιστά αυθεντική συνειδητοποίηση των ιστορικών προοπτικών της εργατικής τάξης. Δεδομένου ότι οι εργάτες, λόγω του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, δεν μπορούσαν από μόνοι τους να συγκροτήσουν μια θεωρητικά τεκμηριωμένη σοσιαλιστική στρατηγική, η διεκπεραίωση αυτού του έργου επαφιόταν σε μια οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία.

      Ως εκτούτου, ο Λένιν εισηγήθηκε τη δημιουργία ενός επαναστατικού κόμματος «νέου τύπου» με σαφή οργανωτική δομή, συγκεντρωτική διοίκηση και αυστηρή πειθαρχία. Το κόμμα αυτό, στελεχωμένο από επαγγελματίες επαναστάτες, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως ο καθοδηγητής όλων των δυνάμεων του εργατικού κινήματος στον αγώνα για τον ύψιστο σκοπό της σοσιαλιστικής επανάστασης και της οικοδόμησης μιας αταξικής κοινωνίας.

     Στη λενινιστική αντίληψη της επανάστασης ξεχωρίζει η έμφαση στη βίαιη καταστροφή του παλαιού κρατικού μηχανισμού και στην αντικατάστασή του από ένα κράτος δικτατορίας του προλεταριάτου. Το νέο αυτό κράτος θα ήταν μεταβατικού χαρακτήρα, θα ασκούσε βία στις μειοψηφικές αντεπαναστατικές δυνάμεις, ενώ, παράλληλα, θα περιελάμβανε  τη μαζική ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων, με αντιπροσωπευτικές αλλά και άμεσες μορφές, στην άσκηση της εξουσίας. Ο Λένιν είχε υπ’ όψιν του ένα κράτος που απονεκρώνεται σταδιακά, στο βαθμό που ο λαός αναλαμβάνει την εκτέλεση των διευθυντικών και οργανωτικών λειτουργιών του.   

    Η έμφαση που δίνει ο Λένιν στην καταστροφή του αστικού κράτους συνδέεται με την πεποίθησή του ότι πρόκειται για γραφειοκρατικό μηχανισμό, αναπόδραστα αποξενωμένο από τις ανάγκες της κοινωνίας, σύμμαχο της κοινωνικής ανισότητας και καταπίεσης. Οι σχέσεις των ανθρώπων μέσα στον κρατικό μηχανισμό είναι αυτές της κυριαρχίας και υποταγής, των προνομίων, του νεποτισμού, της δουλοπρέπειας, της μυστικοπάθειας και της ιδιοτέλειας, και, συνεπώς, είναι εκμαυλιστικές και αλλοτριωτικές.

 

    Κεφαλαιώδες σημείο του λενινισμού είναι η εκτίμηση για το εφικτό μιας σοσιαλιστικής επανάστασης σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Παρουσιάζοντας μια θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και εντοπίζοντας την κυρίαρχη τάση της εξάπλωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, διαμέσου της εξαγωγής κεφαλαίου, σε χώρες με ισχυρά προκαπιταλιστικά κατάλοιπα, ο Λένιν συμπεραίνει ότι η όξυνση των αντιθέσεων της κεφαλαιοκρατίας δεν μπορεί να συμβαίνει με τον ίδιο ρυθμό και ένταση σε όλα τα σημεία του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Επισημαίνοντας την ανισομερή καπιταλιστική ανάπτυξη των διαφόρων χωρών διατυπώνει τη θεωρία του ασθενούς κρίκου. Σύμφωνα με αυτή, η επαναστατική κατάσταση είναι πιθανό να προκύψει όχι στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες, όπως πίστευαν, αρχικά, οι Μαρξ και Ένγκελς (σε μια εποχή όπου οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις περιορίζονταν σε μια μικρή ομάδα ευρωπαϊκών, κυρίως, χωρών), αλλά σε χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες, όπως η Ρωσία, όπου η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού, γεννώντας την αντίθεση κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας, οξύνει στο έπακρο ένα ευρύτερο φάσμα αντιθέσεων: μεγάλης ημιφεουδαρχικής γαιοκτησίας –  αγροτών, κυρίαρχης εθνότητας – καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων, ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών – κρατών εξαρτημένων από το ξένο κεφάλαιο. Οι αντιθέσεις αυτές θα δημιουργούσαν το εκρηκτικό μείγμα της κοινωνικής επανάστασης.   

 

   Ο Λένιν κατέφασκε τη δυνατότητα και αναγκαιότητα μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική, αναπτύσσοντας τη μαρξική ιδέα της διαρκούς επανάστασης.

 

    Η ίδια η εκδήλωση της επανάστασης θα σηματοδοτούταν από αυτό που ο Λένιν αποκαλούσε επαναστατική κατάσταση, δηλαδή,  από την αντικειμενική όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων σε σημείο που «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν και οι κορυφές να μην μπορούν να ζήσουν όπως παλιά» ενώ οι λαϊκές μάζες  να αναλαμβάνουν «αυτοτελή ιστορική δράση».

 

    Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της επανάστασης καλούταν να παίξει η ηγεμονία της εργατικής τάξης σε μια συμμαχία με ευρύτερα λαϊκά στρώματα και, κυρίως, με τους φτωχούς αγρότες.

 

    Οι παραπάνω απόψεις του Λένιν, ειδοποιά γνωρίσματα της ιδεολογίας του λενινισμού, αποτέλεσαν, μαζί με το θεωρητικό κεκτημένο των Μαρξ και Ένγκελς, τους θεμέλιους λίθους του κομμουνιστικού κινήματος, ως διακριτού κοινωνικοπολιτικού και ιδεολογικού ρεύματος της εργατικής τάξης.

 

    Ο λενινισμός δοκιμάστηκε στα επαναστατικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα. Η ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης στους ασθενείς κρίκους του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η οποία φάνταζε ως αίρεση στο μυαλό παλαιών μαρξιστών, όπως ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, απεδείχθη τελικά ότι εκφράζει μια νομοτέλεια και όχι κάποιο τυχαίο περιστατικό. Οι επαναστατικές θύελλες του 20ου αιώνα ξέσπασαν αρχικά στη Ρωσία και κινήθηκαν από την Ευρώπη προς τις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Η επανάσταση νίκησε, τελικά, εκεί όπου το επίπεδο ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά και του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, ήταν αρκετά, έως εξαιρετικά, χαμηλό.

 

    Σε όλες, σχεδόν, τις επαναστατικές ανατροπές  του 20ου αιώνα οι ιδέες του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα, για τη συμμαχία εργατών -αγροτών, για την καταστροφή του παλαιού κρατικού μηχανισμού, για τη στενή σχέση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης με τη σοσιαλιστική προοπτική έτυχαν ευρείας εφαρμογής και επιβεβαίωσης. Ο Λούκατς είχε ήδη το 1924 επισημάνει ότι στο λενινισμό  «η θεωρία του ιστορικού υλισμού προσέγγισε ακόμη περισσότερο τον καθημερινό αγώνα του προλεταριάτου, έγινε περισσότερο πρακτική, απ’ ό,τι μπορούσε να είναι στην εποχή του Μαρξ». Ο Λένιν ήταν αυτός που έφερε την επαναστατική θεωρία σε αντιστοιχία με την κοινωνικο-πολιτική φυσιογνωμία των επαναστατικών εγχειρημάτων του 20ου αιώνα.

 

    Σ’ αυτή όμως τη φυσιογνωμία υπήρχε μια σημαντική αντίφαση. Η ανάγκη και επιθυμία ριζικής αλλαγής της κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση απεδείχθη καθοριστική σε χώρες όπου, εξαιτίας της ανεπάρκειας υλικών και ευρύτερα πολιτισμικών προϋποθέσεων, οι σοσιαλιστικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναπτυχθούν.

 

    Σε συνάρτηση με την παραπάνω αντίφαση θα λέγαμε ότι η νίκη των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αιώνα απεκάλυψε, εκτός από τα ισχυρά σημεία, και τα όρια του λενινισμού. Η εν λόγω ιδεολογία της επανάστασης δεν περιελάμβανε καμία ανεπτυγμένη θεωρία για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, κάτι, όμως, για το οποίο ουδόλως ευθύνεται ο Λένιν. Το ζήτημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ιδιαίτερα σε χώρες με  ανεπαρκείς προϋποθέσεις, υπερέβη κατά πολύ την εμβέλεια του θεωρητικού του έργου αλλά και τα ίδια τα βιολογικά του όρια.

 

    Είναι αληθές ότι ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης διατύπωσε συγκεκριμένες απόψεις για τους τρόπους και τις μεθόδους μετάβασης στη σοσιαλιστική κοινωνία. Επρόκειτο, ωστόσο,  για οξυδερκείς επισημάνσεις στα πλαίσια του άμεσου καθήκοντος εκπόνησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του σοβιετικού κράτους και όχι για συστηματικό θεωρητικό αναστοχασμό της νέας κοινωνικής πραγματικότητας.

 

    Βέβαια, στην ΕΣΣΔ οι διάφοροι εντεταλμένοι ιδεολόγοι δεν δίσταζαν να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι τα εκάστοτε προγράμματα σοσιαλιστικής ανάπτυξης εδράζονταν στο «ακλόνητο» θεωρητικό οικοδόμημα του λενινισμού. Τραγελαφικό αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας ήταν, π.χ., να παρουσιάζεται ο Λένιν, άλλοτε, ως οπαδός της πλήρους κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων και, άλλοτε, ως θιασώτης του «σοσιαλισμού της αγοράς».

    Τελικά, η συγκρότηση της  στρατηγικής των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών παρέμεινε ανεπίλυτο πρόβλημα για όλη την ιστορική περίοδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», γεγονός που συνέβαλε στον εκφυλισμό και την κατάρρευσή του. Οι επίγονοι του Λένιν δεν κατάφεραν να δώσουν απαντήσεις σε θεωρητικά ζητήματα του σοσιαλισμού (όπως ο προσδιορισμός των ουσιωδών αντιφάσεων και κινητήριων δυνάμεων της νέας κοινωνίας), τα οποία ο ίδιος είχε προλάβει μόλις να ψηλαφίσει.

 

    Αντιπαραβάλλοντας την ιδεολογία του λενινισμού με τη σκέψη του Λένιν διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν σημεία όχι μόνο αντιστοιχίας αλλά και αναντιστοιχίας. Οι γνωστές ιδέες του για το κόμμα νέου τύπου απέκτησαν στο λενινισμό μιαν απόλυτη διάσταση, που εκφράστηκε με τη μορφή της σχεδόν θρησκευτικής προσήλωσης (αναπόφευκτης, ίσως, σε συνθήκες σκληρών διώξεων των κομμουνιστών) στις κομματικές δομές και κανονισμούς, στην κομματική ηγεσία και τις αποφάσεις της. Ταυτόχρονα, παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν έβλεπε πάντα το κόμμα ως μέσον για την επίτευξη του τελικού επαναστατικού σκοπού και δεν δίσταζε να αμφισβητήσει την κομματική θεσμικότητα προκειμένου να υπηρετήσει αυτό που θεωρούσε συμφέρον της επανάστασης.

    Οι ιδέες του Λένιν για τη δημιουργία και υπεράσπιση ενός κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου διαχωρίστηκαν από τις εναγώνιες προειδοποιήσεις του για τον κίνδυνο του γραφειοκρατισμού, οι οποίες, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του κομμουνιστικού κινήματος,  με κάθε τρόπο  αποσιωπήθηκαν.

     Τεράστια, επίσης, ήταν η απόσταση του λενινισμού από τη σπουδαία επισήμανση του Λένιν ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη». Η ιδεολογία του λενινισμού, αντί να καλλιεργήσει τη δημιουργική θεωρητική αναζήτηση λειτούργησε ως ένα επαναστατικό ευαγγέλιο που προσφέρει έτοιμες και διαχρονικής αξίας απαντήσεις στα οποιαδήποτε προβλήματα του αγώνα για το σοσιαλισμό.

   Γενικά, ο λενινισμός γνώρισε μια ισχυρή δογματοποίηση από τους εκπροσώπους του κινήματος που είχε θεμελιώσει.

    Όμως, αυτή η δογματοποίηση και ταυτόχρονα απλούστευση της σκέψης του Λένιν  μόνο εν μέρει μπορεί να ερμηνευθεί ως συνέπεια της εργαλειακής αντιμετώπισής της από κάποιες γραφειοκρατικές κομματικές ηγεσίες. Σε τελευταία ανάλυση, ο λενινισμός ήταν το αποτέλεσμα του τρόπου ανάγνωσης και κατανόησης του έργου του Λένιν από τα εκατομμύρια των κολασμένων της γης, οι οποίοι είδαν στις ιδέες του ένα πολύτιμο πρακτικό εργαλείο κοινωνικής χειραφέτησης και όχι ένα πεδίο περίπλοκων θεωρητικών αναζητήσεων.

     

     Ας μη μας διαφεύγει, όμως, ότι  η σκέψη του Λένιν, εκτός από τις περιπτώσεις απλουστεύσεων, έτυχε, επίσης,  σοβαρής μελέτης και επηρέασε το έργο κορυφαίων μαρξιστών ερευνητών. Δημιουργική αξιοποίηση σπουδαίων επισημάνσεων του Λένιν για τη διαλεκτική και τον υλισμό συναντάμε στο έργο του Λούκατς, σε μελέτες για  τον ανθρώπινο ψυχισμό και την προσωπικότητα (Βυγκότσκι, Λεόντιεφ, Γκαλπέριν), σε προσπάθειες νοητικής ανασύστασης της διαλεκτικής λογικής του Κεφαλαίου του Μαρξ (Ροζεντάλ, Ιλιένκοφ, Βαζιούλιν), σε απόπειρες επαναδιατύπωσης της θεωρίας του κομμουνισμού ως μετασχηματισμού όλων των προηγούμενων βαθμίδων της ιστορικής εξέλιξης (Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας).

 

   Το έργο του Λένιν, μεγάλο και αντιφατικό, δεν προσφέρεται για επιπόλαιες –συγκυριακές αποτιμήσεις. Ο διάλογος μαζί του, πέρα από δογματικές εξιδανικεύσεις αλλά και κομφορμιστικούς μηδενισμούς, μπορεί να συμβάλλει στην περαιτέρω προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσης και πολιτικής υλοποίησης του ιδεώδους της κοινωνικής χειραφέτησης.