Δημήτρης Πατέλης

Οι περιπέτειες της αντιδιαλεκτικής μεθοδολογίας. Κριτικές επισημάνσεις.

[Δημοσιεύθηκε στη Διμηνιαία Έκδοση Θεωρίας και Πολιτισμού ΟΥΤΟΠΙΑ, τεύχος 86, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2009, σελ. 65-90].

Στο κείμενο αυτό επιδιώκεται μια κριτική αναφορά στην ιστορική πορεία κάποιων περί μεθόδου αντιλήψεων, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην ανάδειξη της συνεισφοράς και των ιστορικά κλιμακούμενων  αδιεξόδων ορισμένων προβεβλημένων τάσεων και ρευμάτων της μη διαλεκτικής και αντιδιαλεκτικής αστικής μεθοδολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης, η άκριτη και ανιστορική πρόσληψη και αναπαραγωγή των οποίων χαρακτηρίζει εν πολλοίς ακαδημαϊκούς κύκλους.

 

Η γνωσιοθεωρητική και μεθοδολογική προβληματική δεν ανάγεται σε λεκτικοποιημένες αναφορές στο αντικείμενο, σε σημειωτικά κείμενα (discourse) περί της παράστασης. Με την ανάπτυξη της παραγωγής, της τεχνολογίας και του όλου πολιτισμού, η μεθοδολογία γίνεται αντικείμενο κατ’ εξοχήν του φιλοσοφικού αναστοχασμού και εντοπίζεται ως σύστημα κοινωνικά δοκιμασμένων αρχών και κανόνων διάγνωσης και δράσης, σε συνδυασμό με τις ιδιότητες και τους νόμους που διέπουν την αντικειμενική πραγματικότητα.

Η ιδέα της μεθόδου γίνεται βασική ρυθμιστική αρχή της επιστημονικής έρευνας. Με την εμφάνιση και εδραίωση του προτύπου της ακριβούς μαθηματικοποιημένης φυσικής επιστήμης (πρωτίστως της μηχανικής και της φυσικής, που βρίσκει επιβεβαίωση στις θεαματικές τεχνολογικές προόδους και στην κερδοφόρο παραγωγή), η αναβάθμιση του κύρους της επιστημονικής γνώσης οδηγεί στην ιδέα της εκπόνησης αυστηρά θεμελιωμένων επιστημονικών μεθόδων σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Στην πρακτική των επιστημονικών ερευνών των Νέων χρόνων δεσπόζουν δύο βασικές τάσεις -η εμπειρική και η μαθηματική- η αναγωγή των οποίων σε φιλοσοφικές μεθοδολογικές αρχές οδηγεί στο δίπολο εμπειρισμού (με έμφαση στην επαγωγή, βλ. και Woolhouse, 2000) – ορθολογισμού (με έμφαση στην απαγωγή, βλ. και Cottingham, 2000). Το δίπολο αυτό, περιπλέκεται σε ποικίλες μορφές και βαθμούς με τα θεμελιώδη δίπολα που χαρακτηρίζουν την εμπλοκή της νόησης του ερευνητή στην βαθμίδα της διάνοιας, εμπλοκή που επιτείνεται από την εγγενή και πολυεπίπεδη αντιφατικότητα της αστικής σκέψης, ιδιαίτερα στις μέρες μας.

Αρχής γενομένης από την γερμανική κλασική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα από την συμβολή του Κ. Marx, δρομολογείται και το γίγνεσθαι της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας (βλ. Ένγκελς, 1997,  Μπιτσάκη, ό.π., 54-71, Βαζιούλιν, 2006)[1].  

Με την εμφάνιση της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, δεν επετεύχθη άρση των μεθοδολογικών μονομερειών και αδιεξόδων της προδιαλεκτικής και αντιδιαλεκτικής σκέψης στην επιστήμη. Οι περισσότερες μετέπειτα «σύγχρονες», καινοφανείς και διαδεδομένες προσεγγίσεις της μεθοδολογικής προβληματικής (νεοκαντιανισμός, νεοεγελιανισμός, νεομαρξισμός, θετικισμός, φαινομενολογία, υπαρξισμός, λογικός θετικισμός, μεταθετικισμός, κριτικός ορθολογισμός, κ.ά.) παραπέμπουν ουσιαστικά σε προκαντιανές λύσεις. Ας αναφερθούμε επιγραμματικά και κριτικά σε μερικές από αυτές.

 

1. Η μεθοδολογία του Λογικού Θετικισμού

Η σχετική ανάπτυξη του ενδοεπιστημονικού μεθοδολογικού αναστοχασμού, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και τις προτεραιότητες ορισμένων επιστημών και με την κρίση της παραδοσιακής φιλοσοφικής συνείδησης των αρχών του 20ου αιώνα, οδήγησε ορισμένη θετικιστική αντίληψη, κατά την οποία η σημασία της φιλοσοφίας ως κοσμοθεωρητικού αναστοχασμού εκπίπτει παντελώς.

Η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία προεπιστημονική μορφή νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η όποια πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική προβληματική, αλλά τουναντίον την αναπαράγει, την επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου, αναφορικά με τα επίπεδα συγκρότησης-αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης, με την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις σχέσεις φύσης-κοινωνίας, τη σχέση είναι-συνείδησης, τη φύση της αλήθειας, τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου στη γνωστική διαδικασία, κ.λπ.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του λογικού θετικισμού ή νεοθετικισμού. Λογικός θετικισμός (logical positivism). Είναι μια κατεύθυνση του νεοθετικισμού που συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων με τον Κύκλο της Βιέννης (R. Carnap, O. Neurath, P. Frank, H. Feigl, H. Reihenbah, βλ. σχετικά: Kraft, 1986, Πάνου, 1980). Διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις Η.Π.Α., όπου με ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός εμπειρισμός. Ο λογικός θετικισμός έχει ως θεωρητικές πηγές την παράδοση του θετικιστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού (Berkeley, Hume, μαχισμός, εμπειριοκριτικισμός), με τη χαρακτηριστική άρνηση του κοσμοθεωρητικού και κοινωνικά στρατευμένου χαρακτήρα της φιλοσοφίας, με την αναγωγή της επιστήμης στη μελέτη του «άμεσα δεδομένου» στην εμπειρία του υποκειμένου κ.λπ. και τη μέθοδο της λεγόμενης «λογικής ανάλυσης».

 Κατά τον λογικό θετικισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνον ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την «κάθαρση» της επιστήμης από κάθε «μεταφυσική» (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και τη μελέτη της (τυπικό-) λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. Η τελευταία αποσκοπεί στην αποκάλυψη του «άμεσα δεδομένου» είτε εμπειρικά επαληθεύσιμου και ελεγχόμενου περιεχομένου των επιστημονικών εννοιών και προτάσεων. Το  πρόβλημα της συσχέτισης εμπειρίας και θεωρίας ανάγεται σε πρόβλημα συσχέτισης εμπειρικής και θεωρητικής γλώσσας, ως σχέση λογικής συνεπαγωγής: από κάθε θεωρητική πρόταση πρέπει να συνεπάγονται οι «προτάσεις του πρωτοκόλλου» (και μάλιστα ερμηνευόμενες ως αναφερόμενες μόνο στην πιθανή εμπειρία). Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο για τις προτάσεις που έχουν επαγωγική προέλευση. Η θέση αυτή είναι ανεδαφική για τις περισσότερες προτάσεις της επιστήμης που αναφέρονται σε αντικείμενα μη προσπελάσιμα από την αισθητηριακή πρόσληψη είτε σε ιδεατοποιημένα αντικείμενα. Οι προτάσεις αυτές είναι κατά τη νεοθετικιστική σημασιολογία άνευ νοήματος, καθ' ότι για τους λογικούς θετικιστές το κριτήριο της επαληθευσιμότητας είναι κριτήριο νοήματος. Αν ισχύει αυτή η θέση, δεν αποβαίνει άνευ νοήματος μόνο η φιλοσοφία, αλλά και το σύνολο της επιστήμης, εκτός των επαγωγικών γενικεύσεων.  

 Η φιλοσοφία ανάγεται σε «λογική της επιστήμης», σε «λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης» (Carnap, χ.χ.) και υπό αυτή την έννοια καλείται να διαδραματίζει τον ρόλο ενός ιδιότυπου λογοκριτή, ενός «διανοητικού αστυνομικού» (A. Ayer, 1994), που ελέγχει την επιστημονική δραστηριότητα για να αποτρέψει τυχόν παραβιάσεις των ορίων και ένταξη στο πεδίο της «μεταφυσικής». Οι προτάσεις της τελευταίας, κατά τους εκπροσώπους του λογικού θετικισμού, δεν έχουν γνωστική σημασία και δεδομένου ότι δεν αποτελούν ταυτολογίες (όπως οι προτάσεις της τυπικής λογικής, της μόνης λογικής που αναγνωρίζουν, και των μαθηματικών) και δεν συνιστούν εμπειρικές πραγματολογικές προτάσεις, θεωρούνται απλώς ανόητες (άνευ νοήματος, ψευδοπροβλήματα κ.λπ.). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο λογικός θετικισμός, δέσμιος της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας (αγνοόντας παντελώς τη νομοτελή μετάβαση του νοείν στο λόγο), προσδίδει στον επιστημονισμό του μονόπλευρο και περιορισμένο χαρακτήρα, κινούμενος αφ’ ενός μεν, στο πλαίσιο ενός έρποντα εμπειρισμού-φαινομεναλισμού, αφ’ ετέρου δε, στο πλαίσιο μιας (κληροδοτημένης από τον λογικό ατομισμό) άκριτης υποστασιοποίησης, οντολογικοποίησης και άνευ όρων και ορίων προεκβολής της τυπικής και της μαθηματικής λογικής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης. Ταυτόχρονα, αποτρέπει τον φιλοσοφικό στοχασμό από τη διερεύνηση της ανακάλυψης νέας γνώσης, περιορίζοντάς τον στην τυπικο-λογική ανάλυση της έτοιμης επιστημονικής γνώσης.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα, την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση. Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, στον ύστερο λογικό θετικισμό γίνεται πιο έκδηλη η αντιφατικότητα και ο εκλεκτικισμός του όλου εγχειρήματος. Οι ερευνητικοί στόχοι του αποδείχθηκαν μάλλον ανέφικτοι, δεδομένου ότι οι «μεταφυσικές προτάσεις» και η σχετική με αυτές προβληματική αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία όχι μόνο της παραδοσιακής φιλοσοφίας αλλά και κάθε βασικής θεωρητικής έρευνας. Ανέφικτη αποδείχθηκε και η πλήρης τυποποίηση της γλώσσας της επιστήμης. Όπως κατέστη σαφές με τα θεωρήματα της μη πληρότητας και μή αντιφατικότητας του Gödel, ίδια η ιδέα της πλήρως τυποποιημένης θεωρίας συνιστά ακραίου τύπου εξιδανίκευση, μη ανταποκρινόμενη στη λειτουργία και ανάπτυξη όχι μόνο των κοινωνικών και φυσικών επιστημών, αλλά ούτε καν των μαθηματικών επιστημών (βλ. Gödel, 2000). Η συνδεόμενη με τα παραπάνω κρίση του λογικού θετικισμού και η συνακόλουθη κάθετη πτώση της απήχησής του (δεκαετίες 1950-1960) οδήγησαν στη μετατροπή του σε μια (μη αυτοτελή πλέον) τάση στο πλαίσιο της «αναλυτικής φιλοσοφίας» και του νεοθετικισμού (βλ. Βέικος, 1990, 233-260). Μετεξελίσσεται αρχικά σε «σημαντικό θετικισμό» (εντάσσοντας στην προβληματική του στοιχεία λογικής σημαντικής, πραγματολογίας κ.λπ., βλ. και Quine, 1993) και αργότερα σε γλωσσολογική ανάλυση (φιλοσοφία της καθομιλουμένης γλώσσας). Άσχετα με τις αρχικές, καθολικού φιλοσοφικού χαρακτήρα αξιώσεις τους, ορισμένοι εκπρόσωποι του λογικού θετικισμού συνέβαλαν ιδιαίτερα στον τομέα των ερευνών της τυπικής και μαθηματικής λογικής.

Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των μεθόδων ανάλυσης της τυπικής λογικής, η χρήση λογικών τυποποιήσεων (φορμαλισμών προς διευκόλυνση του προτασιακού λογισμού, της λογικής των κατηγορημάτων), κ.ο.κ. προώθησε σημαντικές πτυχές της μεθοδολογίας της επιστήμης. Ωστόσο, η απολυτοποίηση αυτών των προσεγγίσεων και η απόπειρα συγκρότησης καθολοκής κανονιστικής ισχύος μεθοδολογίας βάσει της λεγόμενης λογικής ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης, οδήγησαν σε αδιέξοδα. Βασική αιτία της εξ’ υπαρχής αυτό-υπονόμευσης αυτών των εγχειρημάτων, ήταν η μονομερής ενασχόληση με ορισμένο επιστημονικό πρότυπο και η αποκοπή από την πραγματική ιστορική πορεία ανάπτυξης του συνόλου των επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Η στατική αντιμετώπιση της επιστήμης ως τυπικού απαγωγικού συστήματος, με την αρχική πληροφορία-γνώση διατυπωμένη σε αξιώματα και θεωρήματα (αποδεκτές προκείμενες) και αντίστοιχη αναγωγή της  ερευνητικής δραστηριότητας στη συναγωγή όλων των πιθανών αποτελεσμάτων δια των κανόνων συμπερασμού, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική ιστορική πορεία της έρευνας και αδυνατεί να περιγράψει και να εξηγήσει την παραγωγή νέας γνώσης.

Με τον λογικό θετικισμό οι εμφάσεις της μεθοδολογικής έρευνας μετατίθενται από την διερεύνηση της πραγματικής ερευνητικής δραστηριότητας εντός της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας, στην τυπικολογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, γεγονός που σηματοδοτεί μια γενικότερη μεταστροφή της φιλοσοφικής προβληματικής στη γλώσσα, ως εν πολλοίς αυθύπαρκτη πραγματικότητα. Πρόκειται για μια “γλωσσική στροφή” στη φιλοσοφία, με πολλές και διάφορες προεκτάσεις. Εδώ “ο σολιψισμός γίνεται γλωσσικός, “λογικός”, παραμένοντας πάντα αντιφατικός και μη υπερασπίσιμος” (Μπιτσάκης, 2005, 38, του ίδιου, 1998, 73-77), ενώ πολλοί στους ακαδημαϊκούς κύκλους εμμένουν σε αυτή την απόμακρη ενασχόληση υπό τον “αστερισμό του Tractatus”...(Μπιτσάκης, 1998, 129). Η τάση αυτή ενισχύεται επιπροσθέτως με τον δομισμό στη φιλοσοφία και στη γλωσσολογία. 

Τα αδιέξοδα του λογικού θετικισμού προσπαθεί να άρει ο λεγόμενος «μεταθετικισμός».

 

2. Αναφορά στη Μεθοδολογία του Τ. Kuhn

Η επιστημολογική μεθοδολογία του Thomas Samuel Kuhn (βλ. 1981 και 1993α-β) είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες και πολυσυζητημένες απόψεις (παρά το γεγονός ότι η μόδα της έχει υποχωρήσει αισθητά τελευταία στον εν λόγω τομέα).

Ο Kuhn συνέβαλλε αποφασιστικά στον κλονισμό του κυρίαρχου τότε (στη δεκαετία του 1960) νεοθετικιστικού αντι-ιστορισμού της λογικής ανάλυσης (βάσει της τυπικής λογικής) και των φορμαλισμών, μεταστρέφοντας την προβληματική στην ιστορία της επιστημονικής γνώσης, η οποία παύει να εξετάζεται ως γραμμική διαδικασία που εκτυλίσσεται σε ένα επίπεδο. Τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της επιστήμης προβάλλουν κατά τον Kuhn ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή ως προς το παρελθόν και το μέλλον τους, μορφώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την επικράτηση ορισμένου «παραδείγματος» κατά τις περιόδους της «κανονικής επιστήμης». Το πεδίο του παραδείγματος συγκροτεί έναν ιδιότυπο απριορισμό και ορίζεται από τον Kuhn εν πολλοίς κυκλικά-ταυτολογικά: το «παράδειγμα», ως σύστημα κανόνων, θεωριών, μεθόδων, θεμελιωδών γεγονότων και υποδειγμάτων δραστηριότητας, καθορίζει τη δεδομένη επιστημονική κοινότητα και αντίστροφα, επιστημονική κοινότητα είναι οι επιστήμονες οι οποίοι από κοινού παραδέχονται αυτό το «παράδειγμα». Η ανακρίβεια και η πολυσημία του ορισμού του «παραδείγματος» συνιστά ταυτόχρονα το ισχυρό και το ασθενές σημείο της άποψης του Kuhn, που επιτρέπει μεν μιαν ορισμένη αποκατάσταση της «μεταφυσικής» (κοσμοθεώρησης, φιλοσοφίας, οντολογίας κ.λπ.), αλλά σχετικοποιεί στο έπακρο τόσο την έννοια του γνωστικού υποκειμένου, όσο και την έννοια του θεωρητικού κεκτημένου της επιστήμης.

Στο «παράδειγμα» του Κούν περιπλέκονται επιλεκτικά περιεκτικές κατηγοριακές («μεταφυσικές») προϋποθέσεις της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας με την κοινωνικού και ψυχολογικού χαρακτήρα αναφορικότητά τους ως προς την «επιστημονική κοινότητα». Κατά τον Kuhn (βλ. 1981, και 1993, 120-134) δεν υπάρχουν καθολικά ορθολογικά επιχειρήματα στη βάση των οποίων διευθετείται το ζήτημα της επιλογής της μεν είτε της δε επιστημονικής θεωρίας. Απολυτοποιώντας την εναλλακτικότητα, την πληθώρα και την πολυμορφία των αντιλήψεων για το επιστητό, για την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα της γνώσης, ερμηνεύει τελικά τις «επιστημονικές  επαναστάσεις»  μέσω τριών παραγόντων: (1) της ύπαρξης περιθωριακών (outsiders) επιστημόνων, (2) της ενεργού προπαγανδιστικής δραστηριότητας αυτών των outsiders και (3) του φυσικού θανάτου των εκπροσώπων της παλαιάς σχολής.

Κατά τις «επιστημονικές επαναστάσεις», η επιστημονική κοινότητα «αλλαξοπιστεί», αποδέχεται συμβατικά-συναινετικά το νέο «παράδειγμα», όχι επειδή ανταποκρίνεται καλύτερα στη γνώση της αλήθειας, της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά ως αποτέλεσμα βουλητικών πράξεων, πίστης. Σε μια αντιπαράθεσή του με τον Πόπερ, ο Kuhn ισχυρίζεται ότι τελικά τα συνδεόμενα με την αποδοχή ή την αλλαγή “παραδείγματος” ερωτήματα, επιδέχονται εξήγηση, η οποία “θα πρέπει να είναι σε τελευταία ανάλυση, ψυχολογική ή κοινωνιολογική [έμφαση Δ.Π.]. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελεί περιγραφή κάποιου συστήματος αξιών, μιας ιδεολογίας, καθώς και μιας ανάλυσης των θεσμών μέσα από τους οποίους το σύστημα μεταδίδεται και ενισχύεται” (στο έργο με τον εύγλωττο τίτλο: “Λογική της ανακάλυψης ή ψυχολογία της έρευνας;”, 1993, 131). Ο συγγραφέας εμμένει εμφατικά στη σημασία της “ψυχολογικής σύνθεσης των νομίμων μελών μιας επιστημονικής ομάδας” (ό.π. 133), προτάσσοντας τελικά την “ψυχολογία της γνώσης” έναντι της αντικειμενικής προσέγγισης είτε της “λογικής της γνώσης” (ό.π. 132). H θεώρηση αυτή, όπως επισημαίνει εύστοχα ο Μπιτσάκης, αφήνει ανοικτό το πεδίο για ανορθολογικές και μυστικιστικές ακόμα ερμηνείες της επιστήμης (βλ. Μπιτσάκη, 1998, 128-129). Η αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και οξυδέρκεια του Kuhn δεν μπορεί να επισκιάσει αυτά τα στοιχεία, που συνδέονται με το θεμελιώδη (και εν πολλοίς σκόπιμο) εκλεκτικισμό και την αντιφατικότητα της θεώρησής του, η οποία απορρίπτει τελικά το νομοτελή διαλεκτικό χαρακτήρα και την κατεύθυνση της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης. Εδώ έχουμε μιαν “άκρως πρωτότυπη αντίληψη” ανορθολογικά εναλλασσόμενων ορθολογικών προτύπων (Lakatos, 1986, 274).

Ο Τ. Kuhn δεν ορμάται από έναν ετεροπροσδιορισμό της θέσης του μέσω της αντιπαράθεσης με το λογικό θετικισμό, αλλά μεταθέτει το πεδίο της έρευνας στο χώρο της ιστορίας της επιστήμης, εντάσσοντας σ’ αυτήν στάδια της ιστορικής διαδικασίας ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή μορφώματα, στη βάση των οποίων υπάρχει ορισμένο «παράδειγμα». Η κυριαρχία του τελευταίου επιτρέπει να γίνεται λόγος –κατά τον Kuhn– για την λεγόμενη «κανονική επιστήμη». Βαθμιαία η κατάπτωση της ισχύος του παραδείγματος οδηγεί –κατά τον Kuhn– στην «επιστημονική επανάσταση».

Ο Kuhn προβάλλει ως βασικό πόρισμα την ιδέα ότι η διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης δεν είναι μια γραμμική διαδικασία που κινείται σ’ ένα επίπεδο, όπως και αν ερμηνεύεται αυτή η γραμμικότητα. Η συνεισφορά του έγκειται στο ότι αποκάλυψε (ακριβέστερα, γνωστοποίησε ή υπενθύμισε σε ορισμένους κύκλους) το εξής θεμελιώδες γεγονός (πασίγνωστο στη διαλεκτική επιστημολογία): η διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνώσεων πραγματοποιείται πάντοτε εντός ορισμένου χώρου προϋποθέσεων, εντός ενός περιβάλλοντος που τις γεννά.

Εξυπακούεται ότι αυτή η επισήμανση δεν συνιστά αποκάλυψη για τη μαρξιστική παράδοση της επιστημολογίας, αλλά η ευρετική σημασία της στο έρημο τοπίο που άφησε πίσω της η επέλαση του νεοθετικιστικού φορμαλισμού της λογικοκρατίας είναι αδιαμφισβήτητη. Η κίνηση αυτή του Kuhn παραπέμπει ευθέως στην Καντιανή παράδοση, στην οποία απαντάται εν είδει απριορισμού η επισήμανση της ύπαρξης ορισμένων αφετηριακών προϋποθέσεων του συστήματος των γνωστικών συντεταγμένων κάποιου βαθμού γενικότητας. Αυτές οι προϋποθέσεις, με την τρέχουσα πλέον ορολογία αποκαλούνται «παράδειγμα» ή «σκληρός πυρήνας των ερευνητικών προγραμμάτων» (Lakatos, 1986, 143-150).

Το σημαντικότερο δεν είναι εδώ το περιεχόμενο αυτών των προϋποθέσεων, αλλά η ίδια η αντίληψη περί της ύπαρξης όρων:

- Στον Kant συνδέονται με τις θεμελιώδεις απριορικές – δομές της υπερβασιακής συνείδησης, αμετάβλητες  «για όλες τις εποχές και τους λαούς»,

- Στον Kuhn είναι θέμα αρχής η συνάφεια των προϋποθέσεων με διάφορα ιστορικού χαρακτήρα παραδείγματα, τα οποία αλλάζουν από τη μια επιστημονική κοινότητα στην άλλη, βάσει κοινωνικών, ψυχολογικών, αισθητικών, διαγενεακών, θεσμικών, συμβατικών, κ.ο.κ. κριτηρίων.

Αντίστοιχες  είναι και οι διαφορές στα ζητούμενα:

Ο μεν Kant επιδιώκει την αποκάλυψη των αφετηριακών προϋποθέσεων κάθε κοινής σημασίας και αναγκαίας γνώσης, ο δε Kuhn αναφέρεται στις συγκεκριμένες μορφές εκδήλωσης των προϋποθέσεων σε ξεχωριστές φάσεις της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης (βλ. σχετικά: Shviriov, 1988, 52-55).

Αμέσως μετά την πρώτη έκδοση της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων (1962) υπεβλήθη σε δριμεία κριτική η εν πολλοίς άμορφη και χαρακτηριζόμενη από εκπληκτική πολυσημία έννοια «παράδειγμα».

Ακριβώς η διαπλοκή πληθώρας ποικίλων παραγόντων προσδιορισμού της γνώσης με την έννοια «παράδειγμα» επέτρεψε στον Kuhn:

  1. να «αποκαταστήσει την μεταφυσική» (δηλαδή να υπομνήσει το αναπόδραστο της παρουσίας της φιλοσοφικής-κοσμοθεωρητικής προβληματικής)  στο μεταθετικισμό,
  2. να σχετικοποιήσει την έννοια του υποκειμένου της γνώσης, δεδομένου ότι το τελευταίο (οι αφετηριακές παραδοχές, οι κανόνες κ.λπ.) συνδέεται με ορισμένη «επιστημονική κοινότητα».

Έτσι, η ύπαρξη ορισμένου «μεταφυσικού μοντέλου του κόσμου» αναγνωρίζεται και πάλι ως αναγκαία.

Η πολυσημία των κομβικών κατηγοριών χαρακτηρίζει συνολικά το μεταθετικισμό:

  • «σκληρός πυρήνας» του ερευνητικού προγράμματος (βλ. I. Lakatos, ό.π.)
  • «θεματικός χώρος» (βλ. J. Holton, 1973)
  • «αρχές φυσικής τάξεως» (βλ. S. Toulmin, 1967).

 Εδώ έχουμε μια μετάβαση από την τυπολογική εξέταση της επιστήμης στην πληθυσμοκεντρική (επιστημονική κοινότητα) θεώρηση της ιστορίας της επιστήμης.

 Τελικά ο Kuhn, επιχειρώντας να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της προσκολλημένης στην προδιαλεκτική νόηση (διάνοια) αστικής επιστημολογίας με τα διλήμματά της, προσκρούει σε νέες πρόσθετες αντιφάσεις, επιβεβαιώνοντας τον εγκλωβισμό αυτής της νόησης στις άκαμπτα και αντιδιαλεκτικά αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις των παραγόντων ανάπτυξης της επιστήμης και των αντίστοιχων προσεγγίσεων: επαγωγισμός - απαγωγισμός, συσσωρευτική αντίληψη της ιστορίας της γνώσης (cumulativism) - αντισυσσωρευτική (non-cumulativism), εσωτερική ιστορία (internalism) — εξωτερική ιστορία (externalism) κ.λπ. Η θεώρησή του για την επιστήμη αντιπαραθέτει αντιδιαλεκτικά τα στοιχεία συνέχειας και ασυνέχειας, σχετικής και απόλυτης αλήθειας, κατά την  ανάπτυξη της επιστήμης. Κυρίως, αντιδιαστέλλει την κοινωνική ψυχολογία των εκάστοτε επιστημονικών κοινοτήτων στην αντικειμενική νομοτελή λογική της επιστημονικής έρευνας. Στο έργο του συνυπάρχουν ρεαλιστικά στοιχεία με στοιχεία πραγματισμού και εργαλειακής-κατασκευαστικής αντίληψης της επιστήμης. Τελικά ούτε εδώ δεν τίθεται και δεν επιλύεται το πρόβλημα του προσπορισμού νέας γνώσης. 

 

3. Για την Εξελικτική Επιστημολογία του Κ. Popper.

O Karl Popper, ο οποίος επιχειρεί να συγκροτήσει μια θεωρία της “αύξησης” της επιστημονικής γνώσης, εκλαμβάνει την αλήθεια ως ρυθμιστική ιδέα και μάλιστα ως «verisimilitude» (αληθοφάνεια).

Κατά τον Popper (Popper, χ.χ., 81-103) υπάρχουν τρεις κόσμοι:

  1. Ο φυσικός ή των φυσικών καταστάσεων.
  2. Ο ψυχικός ή των καταστάσεων της συνείδησης.
  3. Ο κόσμος της επιστημονικής γνώσης, των «αντικειμενικών περιεχομένων της νόησης».

Ο υποθετισμός είναι βασική αρχή της αντίληψης του Popper, για τον οποίο, ο εμπειρικός χαρακτήρας της γνώσης μπορεί να διατηρηθεί μόνον εφ’ όσον υπάρχει μια μονίμως κριτική σχέση προς αυτήν, με διαρκείς απόπειρες διάψευσης. Η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης εννοείται ως αυτόνομη ανάπτυξη του «τρίτου κόσμου», ως ανάπτυξη της γνώσης χωρίς υποκείμενο. Το σχήμα της μεθόδου κατά Popper (χ.χ., 99, 135, και 1974, κεφ. 6ο) έχει ως εξής:

P1  TTEEP2

Όπου:

P1- το αφετηριακό πρόβλημα

ΤΤ- (the tentative theory) – δοκιμαστικές θεωρίες, φανταστική-υποθετική λύση.

ΕΕ- (errorelimination) απαλοιφή σφαλμάτων – άτεγκτη κριτική εξέταση της εικασίας μας.

P2 – η προβληματική κατάσταση που ανακύπτει απ’ την πρώτη κριτική απόπειρα επίλυσης του προβλήματος.

Ο τύπος αυτός δείχνει κατά τον Popper τον μηχανισμό αύξησης (growth) της γνώσης – του «τρίτου κόσμου», μέσω του οποίου αυξάνει το «σώμα» του τρίτου κόσμου.

Εισάγει  λοιπόν ο Popper μια  «δαρβινική επιλογή» μέσω της εξάλειψης των σφαλμάτων, δάνεια από την δαρβινική θεωρία, κατά της τύπου Lamarck συσσωρευτικής αντίληψης που επικρατούσε στις θετικιστικές ερμηνείες της ιστορίας της επιστήμης. Οι δοκιμαστικές λύσεις επιφέρουν μεταλλάξεις στο σώμα του τρίτου κόσμου. Η εξάλειψη σφαλμάτων λειτουργεί ως φυσική επιλογή, δια της μεθόδου της δοκιμής και του σφάλματος (“trial and error”).

Η επιστημονική γνώση ανακύπτει –κατά τον Popper (ό.π. 132-138)–  ως μέσο προσαρμογής στο περιβάλλον, γι’ αυτό και υπάγεται στους βιολογικούς νόμους της εξέλιξης. Η γνώση παγιώνεται στη γλώσσα, η οποία είναι εξωσωματικό μόρφωμα. Ο άνθρωπος παύει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον μέσω αλλαγών της βιολογικής δομής και των λειτουργιών του. Εισάγει αλλαγές στην επιστημονική γνώση και το μαχαίρι της φυσικής επιλογής εξοντώνει τις δοκιμαστικές λύσεις μας στη γνώση. Η βιολογική εξέλιξη γίνεται γνωστική, η εξέλιξη των ειδών – εξέλιξη της γνώσης, αλλά η αρχή της δοκιμής και του σφάλματος διατηρείται «από την αμοιβάδα ως τον Αϊνστάιν» (Popper, 1974, 261). Η μόνη διαφορά του Αϊνστάιν απ’ την αμοιβάδα είναι κατά τον Popper ο συνειδητός κριτικισμός του πρώτου, που εκδηλώνεται στην προσπάθειά του να απαλείψει σφάλματα...

Χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι η συνέχεια: κάθε επόμενη θεωρία οφείλει να εξηγεί την εμπειρική επιτυχία της προηγούμενης, δηλαδή οφείλει να εξηγεί επιτυχώς όλα τα εμπειρικά γεγονότα που εξηγούσε η παλαιά. Οφείλει επιπλέον να δίνει εξηγήσεις στα γεγονότα που δεν εγγράφονται στο ερμηνευτικό σχήμα της παλαιάς και να προβλέπει (προλέγει) τα κατ’ αρχήν γεγονότα, ο έλεγχος των οποίων θα επέτρεπε την διάψευση της νέας θεωρίας, επομένως υπάρχει μια συσσώρευση για την κάθε επόμενη θεωρία των παραδεδεγμένων εμπειρικών θέσεων (βλ. και Μπιτσάκη, 2005, 39-42).

Η θεωρητική ανάπτυξη της γνώσης προκαθορίζεται αυτομάτως απ’ την εμπειρική αύξουσα αληθοφάνεια, προσμετρώμενη  με τη σύγκριση του εμπειρικού περιεχομένου της θεωρίας.

Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε τα εξής:

  • Η βιολογική εξέλιξη δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή της επιστήμης. Η επιστήμη είναι καθολική ανθρώπινη δραστηριότητα, απώτερο αποτέλεσμα ριζικά διαφορετικής «στρατηγικής επιβίωσης», δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο φυσικό περιβάλλον, αλλά τουναντίον προσαρμόζει το περιβάλλον μετασχηματίζοντάς το κατά τις ανάγκες του. Καθολικής εμβέλειας όρος αυτού του μετασχηματισμού είναι η επιστήμη. Φυσικά, η δεδηλωμένη απέχθεια του Popper προς τη διαλεκτική και τον μαρξισμό, δεν του επέτρεπε να προβεί στην ως άνω θεμελιώδη επιστημονική και φιλοσοφική θέση.
  • Είναι ανεδαφική η αναγόρευση της εμπειρικής πίεσης των γεγονότων σε βασικό παράγοντα της «φυσικής επιλογής» θεωριών. Αυτό θα ίσχυε μόνο στην περίπτωση που τα γεγονότα θα ήταν εντελώς ανεξάρτητα απ’ τη θεωρητική γνώση, τη στιγμή που υπάρχει οργανική σχέση θεωρίας – γεγονότων (επιλογή – ερμηνεία – τρόπος ανάδειξης γεγονότων). Τα  γεγονότα δεν αποτελούν το «εξωτερικό περιβάλλον» του σώματος των θεωριών όπως θέλει η ποππεριανή αντίληψη.
  • Η αντίληψή του δεν εναρμονίζεται καν με τη σύγχρονη συνθετική θεωρία της εξέλιξης. Εδώ έχουμε μάλλον μια  παράκαμψη ακανθωδών ζητημάτων της γνωσιοθεωρίας μέσω της αναγωγής στη βιολογία, ενώ ο Popper παρακάμπτει τα προβλήματα της τελευταίας, παραπέμποντας στη γνωσιοθεωρία.
  • Η δια της διαψευσιμότητας σχέση προς την εμπειρική θεμελίωση της επιστημονικής γνώσης (για τη σωτηρία της αρχής του εμπειρισμού στη μεθοδολογία), εισάγει ένα στοιχείο συμβασιοκρατικής ερμηνείας της εμπειρικής βάσης, που θέτει ως αίτημα μόνο την αρνητική εξάρτηση της θεωρίας απ’ τα γεγονότα. Βεβαίως, σε αντιδιαστολή με τη θετικιστική αρχή της επαληθευσιμότητας, εδώ η διαψευσιμότητα λειτουργεί ως κριτήριο οριοθέτησης της εγκυρότητας της επιστήμης και όχι του νοήματος, κατά τρόπο ώστε οι φιλοσοφικές προτάσεις να έχουν νόημα για το “μεταφυσικό ρεαλιστή” Popper. Ωστόσο, η αρνητική λογική εξάρτηση της θεωρίας απ’ την εμπειρία δεν αποτελεί φερέγγυο βάση για την εμπειρική θεμελίωση της θεωρητικής γνώσης. Έτσι, η σιωπηρή απόρριψη της θέσης του εμπειρισμού οδηγεί εκ των πραγμάτων σε διολίσθηση στις θέσεις της συμβασιοκρατίας. Έχουμε κατ’ αυτό τον τρόπο άρση του προβλήματος της εμπειρικής θεμελίωσης ως είχε στο θετικισμό.
  • Προκύπτει μια αντίφαση ως προς την εμπειρική θεμελίωση της μεθόδου: αφ’ ενός μεν, ο Popper θεωρεί ότι μόνον η ερμηνεία της επιστημονικής μεθόδου (ως μεθόδου εικασιών και διαψεύσεων) την καθιστά  αυθεντικά εμπειρική. Αφ’ ετέρου, προσάπτει στους ίδιους τους κανόνες της μεθόδου συμβατικό χαρακτήρα. Και η ίδια η επιλογή από τον επιστήμονα θεωρίας βάσει αυτής της αξιολόγησης συνιστά σύμβαση. Στη θέση του παραδοσιακού αγνωστικισμού του εμπειρισμού τίθεται ο εγγενώς εικοτολογικός χαρακτήρας της γνώσης, θέση που χαρακτηρίζει έναν λογικά εκλεπτυσμένο σκεπτικισμό, που φλερτάρει ανοικτά με τον ανορθολογισμό: “δεν ξέρουμε τίποτε, δηλαδή δεν μπορούμε ποτέ να αιτιολογήσουμε τις θεωρίες μας ορθολογικά”! (Popper, 1993, 516).
  • Η αρχή της διαψευσιμότητας, συνιστά απολυτοποίηση της αρχής του εμπειρισμού μέσω της απολυτοποίησης του ρόλου των εμπειρικών διαψεύσεων και της λογικής ανάλυσης στην επίλυση μεθοδολογικών προβλημάτων, αγνοώντας τη γνωσιολογική προβληματική. Υπάρχει εδώ σαφής υποτίμηση των κοινωνικών πτυχών της γνωστικής δραστηριότητας.

 Η προβολή της οποίας χαίρει ο Popper και η εντυπωσιακή εδραίωση οπαδών του σε ακαδημαϊκούς θεσμούς (πανεπιστήμια, συντακτικές επιτροπές, κ.ο.κ.), δεν είναι άσχετη με τις κοινωνικοπολιτικές απόψεις που πρέσβευε. Πολέμιος του μαρξισμού (στον οποίο προσάπτει “μεσσιανισμό”) και του ιστορισμού, απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη και τη δυνατότητα κοινωνικής πρόγνωσης. Γίνεται απροκάλυπτα απολογητής της κεφαλαιοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, της “ανοικτής κοινωνίας” (βλ. Popper, 1980), στην οποία αντιπαραθέτει κάθε “ολοκληρωτισμό”, δηλ. το σοσιαλισμό και κάθε εγχείρημα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Η βασική συνεισφορά του Popper (σε κύκλους στους οποίους η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία παραμένουν terra incognita), έγκειται στο ότι έθεσε προβλήματα αδιανόητα στη θετικιστική παράδοση, όπως: η “αύξηση” της γνώσης (σε αντιδιαστολή με τη διαλεκτική ανάπτυξη), ο ρόλος των υποθέσεων, η οριοθέτηση της επιστήμης, κ.ά.

 

4.Για τη μεθοδολογία των προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας του I. Lakatos.

Συνεχίζοντας την προβληματική του μεταθετικισμού, ο  I. Lakatos (βλ. Lakatos 1986) εισηγείται μια γενικευμένη αντίληψη περί της ανάπτυξης της επιστήμης, βάσει της ιδέας των ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων. Βασική του επιδίωξη ήταν η εκπόνηση μιας μεθοδολογίας, με την οποία ο επιστήμονας θα μπορεί να διατηρεί την ελευθερία του, χωρίς να καταλήγει στον επιστημολογικό αναρχισμό. Θεωρεί ότι η επιστήμη πρέπει να προσφέρει ένα “ζωτικό χώρο” για την εξέταση των ιδεών.

Εξετάζει την “ώριμη” θεωρητική επιστήμη ως εναλλαγή ερευνητικών προγραμμάτων, εντός μιας συνεχούς αλληλουχίας αλληλένδετων θεωριών. Τα μεθοδολογικά κριτήρια δεν είναι στατικά, αλλά επιδέχονται βελτίωση ή αντικατάσταση κατά περίπτωση. Επομένως, κατά τον Lakatos, οι μεθοδολογικές εκτιμήσεις δεν αποτελούν μία και μοναδική θεωρία, αλλά μιαν ακολουθία θεωριών που συγκροτεί ορισμένο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο διαθέτει τη δική του ιστορία (συγκρίσιμη πάντα με αυτή άλλων ερευνητικών προγραμμάτων). Το εκάστοτε πρόγραμμα (εξαιρουμένου του αφετηριακού) ανακύπτει ως αποτέλεσμα της προσθήκης μιας βοηθητικής υπόθεσης στην προγενέστερη θεωρία. Η συνέχεια του προγράμματος διασφαλίζεται μέσω ορισμένων κανόνων, όπως αυτοί που θέτουν τις προδιαγραφές των περαιτέρω ερευνών (“θετική ευρετική”), είτε των ατραπών προς αποφυγήν (“αρνητική ευρετική”, ό.π., 142-151).

Κύριο δομικό στοιχείο των ερευνητικών προγραμμάτων κατά τον Lakatos, είναι ο “σκληρός πυρήνας”, που περιλαμβάνει τις συμβατικώς μη διαψεύσιμες θεμελιώδεις παραδοχές που είναι χαρακτηριστικές για το εν λόγω πρόγραμμα. Η “αρνητική ευρετική” θέτει ένα προστατευτικό κλειό, που απαγορεύει τη χρήση του modus tollens επί αυτού του “σκληρού πυρήνα” στην περίπτωση “ανωμαλιών” είτε “αντενδείξεων” και προτείνει την επινόηση επικουρικών υποθέσεων εν είδει “προστατευτικού κλοιού”, που επιτρέπουν την προοδευτική θεωρητική μετατόπιση της προβληματοθεσίας, δια της προσαρμογής, της τροποποίησης, είτε της πλήρους αντικατάστασης των ως άνω επικουρικών υποθέσεων. Η “θετική ευρετική” κατευθύνει την έρευνα ως “σύνολο εν μέρει διαρθρωμένων υποδείξεων γύρω από το πως θα αλλάξει, θα αναπροσαρμοσθεί, θα εκλεπτυνθεί ο “διαψεύσιμος” προστατευτικός κλοιός καθώς και γύρω από το πως θα αναπτυχθούν οι “διαψεύσιμες μεταβλητές” του προγράμματος” (ό.π. 147).

Ο Lakatos διακρίνει δύο φάσεις στην ανάπτυξη των ερευνητικών προγραμμάτων: την προοδευτική και την εκφυλιστική. Κατά την προοδευτική φάση, η “θετική ευρετική” μπορεί να παρέχει ώθηση στις ποικίλες επικουρικές υποθέσεις, γεγονός που επιτρέπει τη διεύρυνση του εμπειρικού και θεωρητικού περιεχομένου του προγράμματος (αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τις πιθανές ανωμαλίες), δεδομένης της ευρετικής ισχύος του, ως δυνατότητας “να προλέγει θεωρητικά καινοφανή γεγονότα κατά την ανάπτυξή του” (ό.π. 177), αλλά και καινοφανείς επικουρικές θεωρίες. Κατά τη φάση εκφυλισμού, όταν επέλθει ένα “φυσικό σημείο κορεσμού” (ό.π. 181), “η ευρετική ισχύς του προγράμματος ξεφτίζει” (ό.π. 175), αυξάνουν οι ad hoc υποθέσεις, πολλαπλασιάζονται τα αντιφατικά “γεγονότα”, οι αντιφατικές πραγματολογικές παρατηρήσεις και τα ανακόλουθα πειραματικά αποτελέσματα (ό.π. 189).

Ο Lakatos είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, τόσο ως προς την απόρριψη ορισμένου ερευνητικού προγράμματος δια της επίκλησης της συσσώρευσης εκφυλιστικών συμπτωμάτων του, όσο και ως προς την απόρριψη ενός αρτισύστατου “και μόνον επειδή δεν κατόρθωσε ακόμα να υπερκεράσει ένα πανίσχυρο αντίπαλο” (ό.π. 179). Οι εκάστοτε εσωτερικές ασυνέπειες, η έλλειψη εμπειρικού περιεχομένου και οι εννοιολογικές ασάφειες δεν πρέπει να εμποδίζουν τις μεθοδολογικές εκτιμήσεις των ερευνητών, διότι σημασία έχει η εξέλιξη της θεωρίας, η οποία σημειώνεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους και όχι η εκάστοτε συγκυριακή της κατάσταση. Προτείνει μάλιστα το εξής: “στο μέτρο που ένα αρτισύστατο ερευνητικό πρόγραμμα μπορεί ορθολογικά να ανασυγκροτηθεί ως προοδευτική μετατόπιση προβληματοθεσίας, πρέπει να απολαμβάνει προστασίας, για ένα διάστημα, απέναντι (στις επιθέσεις) ενός πανίσχυρου και καθιερωμένου αντιπάλου” (ό.π. 179). Αποχρών λόγος για εγκατάλειψη ενός ερευνητικού προγράμματος είναι, κατά τον Lakatos, η ανάδειξη ενός ανταγωνιστικού ερευνητικού προγράμματος, ικανού να εξηγήσει την εμπειρική επιτυχία του προκατόχου του και να υποσκελίσει το τελευταίο, εκδηλώνοντας υπέρτερη ευρετική ισχύ.

Βάσει της αντίληψης του Lakatos, οι επιστημονικές επαναστάσεις επέρχονται ως διαδικασίες εκτοπισμού από προοδευτικά ερευνητικά προγράμματα των προκατόχων τους, όταν τα τελευταία εξαντλούν την ευρετική ισχύ και τους εσωτερικούς πόρους ανάπτυξής τους. Η ορθολογική ανασύσταση της ιστορίας της επιστήμης προβάλλει εδώ ως αλληλουχία εμφάνισης, ανάπτυξης και ανταγωνισμού όχι μεμονωμένων θεωριών, αλλά ερευνητικών προγραμμάτων.

Η υπεροχή της λακατοσιανής αντίληψης (διόλου άσχετη με την παιδεία του*) μεταξύ των μεταθετικιστών είναι σαφής. Ως θετική συνεισφορά του Lakatos στη μεταθετικιστική προβληματική οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την επαναφορά της φιλοσοφίας. Παραφράζοντας την ιστορική ρήση του V.I. Lenin για τη σχέση μεταξύ επαναστατικής θεωρίας και πράξης, ο Lakatos δηλώνει: “η ιστορία της επιστήμης χωρίς τη φιλοσοφία της επιστήμης είναι τυφλή” (ό.π. 151).

Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπουδή του να ακολουθήσει τον Popper στην κριτική του μαρξισμού (και του φροϊδισμού, σαν να είναι ομοειδή θεωρητικά και μεθοδολογικά εγχειρήματα!), προσάπτοντάς του την κατηγορία ότι επινοεί τις βοηθητικές του θεωρίες συρόμενος από τα γεγονότα, χωρίς παράλληλα να προβλέπει νέα γεγονότα: “ποιό καινοφανές γεγονός προέβλεψε ο μαρξισμός από [...] το 1917;” (ό.π. 207).

Είναι προφανές ότι η δογματοποιημένη εκδοχή του μαρξισμού στις επίσημες ιδεολογικές εκδοχές του 20ου αι. δεν έχει παρά ελάχιστη έως ανύπαρκτη σχέση με το θεωρητικό και μεθοδολογικό κεκτημένο του Marx. Ωστόσο, η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί, ούτε καν για τον “επίσημο” μαρξισμό. Ήταν σαφής η πρόβλεψη από μαρξιστές της κρίσης του 1929, του Β' Παγκοσμίου πολέμου, των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποιοκιοκρατικών επαναστάσεων, κ.ά. Ο Marx δεν είχε προβλέψει απλώς “καινοφανή”γεγονότα, αλλά αποφασιστικής σημασίας τάσεις, νομοτέλειες και φαινόμενα, όπως: την περιοδικότητα των κρίσεων στην κεφαλαιοκρατία, την έλευση των επαναστάσεων (1848-1849) στην Ευρώπη, την έκβαση του Κριμαϊκού Πολέμου, την ενοποίηση της Γερμανίας, την έκβαση του Εμφυλίου πολέμου στις Η.Π.Α, την έλευση της Κομμούνας των Παρισίων (αν και διαψεύσθηκε η πρόβλεψή του για ευρείας κλίμακας σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.), τη μετατόπιση του κέντρου της επανάστασης από τη Γαλλία στην Κεντρική Ευρώπη-Γερμανία και στη Ρωσία, κ.ά. Ο Marx είναι ο πρώτος ερευνητής που προέβλεψε την αυτοματοποίηση της παραγωγής (από το 1857!) και διέγνωσε ουσιώδεις πτυχές της. Οι ίδιοι οι αστοί θεωρητικοί ανατρέχουν στο Marx όποτε δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις εξελίξεις στην οικονομία, ενώ η ευρετική σημασία της μεθοδολογίας του “Κεφαλαίου” ξεπέρασε την εποχή του κατά μερικούς αιώνες... Ο Lenin και οι μπολσεβίκοι προέβλεψαν με εκπληκτική ακρίβεια την επαναστατική κατάσταση στη Ρωσία, γεγονός που τους επέτρεψε να συγκροτηθούν αντίστοιχα και να παρέμβουν αποτελεσματικά στο ιστορικό γίγνεσθαι. 

Αδιαμφισβήτητα, η ισχύς του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού απεδείχθη με τις νίκες των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι., αλλά η αδυναμία του εκδηλώθηκε με την επικράτηση των αντεπαναστατικών-παλινορθωτικών διαδικασιών στις περισσότερες χώρες που αυτές επικράτησαν. Αδυναμία η οποία δεν απαιτεί συλλήβδην απόρριψη αυτού του κεκτημένου, ούτε και δημιουργία “ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων” είτε δογματικών  “προστατευτικών κλοιών” και “επικουρικών υποθέσεων” κατά το δοκούν, αλλά τη διακρίβωση των ορίων και των όρων ισχύος-εφαρμοσιμότητάς του, δια της διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης αυτού του κεκτημένου μέσω του ευρύτερου και βαθύτερου εγχειρήματος της “Λογικής της Ιστορίας”, η ευρετική ισχύς της οποίας είναι πλέον σαφής, δεδομένου ότι από τη δεκαετία του 1960-1970 επέτρεψε την πρόβλεψη για την επικράτηση παλινορθωτικών διαδικασιών στις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι. (βλ. σχετικά: Βαζιούλιν 2004 και τον πρόλογό μου σε αυτό, σσ.9-60).

Παρά την υπεροχή του έναντι των λοιπών εκπροσώπων του μεταθετικισμού, ο Lakatos αδυνατεί να συλλάβει τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης ως συνάρτηση ενδογενών και εξωγενών διαδικασιών, αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεθοδολογία του οργανικού όλου.    

 

5.Ο “μεθοδολογικός αναρχισμός” του P. Feyerabend ως προάγγελος της μεταμοντέρνας διάλυσης της ορθολογικής μεθοδολογίας.

Η χρεοκοπία των προγραμμάτων εκπόνησης και επιβολής καθολικής κανονιστικής ισχύος μεθοδολογίας βάσει της λεγόμενης standard αντίληψης-προτύπου της επιστήμης, όπως διατυπώθηκε από τον λογικό θετικισμό, οδήγησε σε τάσεις άρδην απόρριψης και της ίδιας της ιδέας της μεθόδου και της μεθοδολογίας. Ενδεικτικός είναι και ο τίτλος του σχετικού έργου του P. Feyerabend (χ.χ.): Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια Αναρχική Θεωρία της Γνώσης.

Στα πλαίσια αυτού του κειμένου, δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στη βιογραφία, στην πορεία των αναζητήσεων και των επιρροών του Paul K. Feyerabend (βλ.  Feyerabend 1997). Αφετηριακό στοιχείο του έργου του είναι ο ποππεριανός κριτικός ρεαλισμός, τον οποίο εμπλουτίζει με ιδέες του ύστερου Wittgenstein, του αγγλοσαξονικού “επιστημονικού υλισμού” και του νεοπραγματισμού, καθώς και με στοιχεία των περί “αντικουλτούρας” ιδεών, ανάμεικτων με τον απόηχο μαρξιστικών αντιλήψεων.

Είναι γεγονός ότι το φάσμα των ενδιαφερόντων του είναι ευρύ: από τη θεατρολογία έως την μεθοδολογία της κβαντικής μηχανικής. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τη κριτική που άσκησε στο λογικό θετικισμό και αργότερα, στον κριτικό ορθολογισμό. Θεατρικά ρητορικός και αφοριστικός, χειμαρρώδης και προκλητικός, κινούμενος στο μεταίχμιο επιμέρους οξυδερκών επισημάνσεων, πάντοτε υπό το πρίσμα του εντυπωσιασμού του κοινού, άσκησε και ασκεί μια γοητεία, σε κύκλους μιας παρόμοιων διαθέσεων διανόησης, και γενικότερα σε ανθρώπους που αναζητούν σε φραστικά πυροτεχνήματα ανέξοδη υπεραναπλήρωση της πλήξης και της ανίας του κομφορμισμού που χαρακτηρίζει την διανοητική καθημερινότητά τους.  

Σε αντιδιαστολή με το εικοτολογικό-απαγωγικό αλλά και με το αφελές συσσωρευτικό μοντέλο αύξησης της επιστημονικής γνώσης, προωθεί τη θέση του “θεωρητικού ρεαλισμού”. Βάσει του τελευταίου, δεν υφίστανται “καθαρά γεγονότα”, εφ' όσον δεν υπάρχει ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα. Η ίδια η αποδοχή ορισμένης θεωρίας καθορίζει τον τρόπο πρόσληψης των φαινομένων, δεδομένου ότι η εμπειρία είναι πάντοτε έμφορτη θεωρίας. Η αύξηση της γνώσης επέρχεται, κατά τον Feyerabend, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού θεωριών, οι οποίες είναι ασύμμετρες (δεν συνδέονται απαγωγικά, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και έννοιες). Ως εκ τούτου, προτάσσοντας “ανθρωπιστικά” κίνητρα, προτείνει μια θέση κατίσχυσης της θεωρητικής και μεθοδολογικής πολυαρχίας (πλουραλισμού), βάσει της οποίας δεν υφίσταται ένας και μοναδικός τύπος γνώσης και μεθοδολογίας, αλλά πληθώρα ισόνομων τύπων, γεγονός που είναι καθ' όλα θεμιτό, διότι αντιτίθεται στο δογματισμό, συνεισφέρει στην αύξηση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο ίδιος θεωρεί τις περιόδους διαπάλης μεταξύ εναλλακτικών θεωριών και μεθοδολογιών ως τις πλέον γόνιμες. Από που εκπορεύεται η πληθώρα εναλλακτικών θεωριών και μεθοδολογιών; Ο Feyerabend παραπέμπει στην πληθώρα κοσμοθεωρητικών και κοινωνικών στάσεων που υιοθετούν οι επιστήμονες, καθ' ότι η γνώση δεν φέρει μόνο θεωρητικό αλλά και ιδεολογικό φορτίο. Εδώ ο Feyerabend προσφεύγει σε μιαν ιδιότυπη “κοινωνική” ερμηνεία της γνώσης, βάσει της οποίας δεν υφίσταται, δεν τίθεται καν ζήτημα αλήθειας και αντικειμενικότητας της γνώσης. Η ερμηνεία αυτή, σχετικοποιεί παντελώς τα κριτήρια ορθολογικότητας της γνώσης και της δραστήριότητας.

Ο Feyerabend αποκαλεί το όλο εγχείρημά του “Αναρχική επιστημολογία”, προβάλλοντας αξιώσεις ριζοσπαστικής κριτικής του συνόλου της φιλοσοφίας της επιστήμης, αλλά και της θέσης και του ρόλου της επιστήμης στην κοινωνία. Αρνείται την δυνατότητα επίτευξης γενικευμένης, καθολικής εμβέλειας μεθόδου προσπορισμού γνώσης, εφ' όσον θεωρεί πως κάθε αύξηση της γνώσης προϋποθέτει απόρριψη των παλαιών μεθόδων. Η συνέχεια της μεθόδου εκλαμβάνεται ως μη συμβατή με την δημιουργική νόηση. Προτάσσει λοιπόν ως ύψιστη καθοδηγητική αρχή το “όλα επιτρέπονται”(Feyerabend, χ.χ., 54-59). Έτσι, η επιστήμη προβάλλει ως “μια πνευματική περιπέτεια που δεν έχει όρια και δεν αναγνωρίζει κανόνες, ούτε καν τους κανόνες της λογικής” (παρατίθεται: ό.π., 22). Τι απομένει σε μιαν επιστημολογία και μεθοδολογία που δεν αποδέχεται κανόνες, λογική και μέθοδο; “Αυτό που απομένει είναι θέμα αισθητικής, προσωπικού γούστου, μεταφυσικών προκαταλήψεων, θρησκευτικών επιθυμιών, με λίγα λόγια, αυτό που απομένει είναι οι υποκειμενικές μας επιθυμίες”! (ό.π.). 

Ο Feyerabend επιχειρεί με τον “αναρχισμό” του να εισαγάγει ανθρωπιστικά και οικολογικά στοιχεία στη θεωρία της γνώσης, ορμώμενος από μιαν ιδιότυπη κοινωνικοφιλοσοφική και ουτοπική αντίληψη. Επιδιώκει την επίτευξη μιας “ελεύθερης κοινωνίας”, όπου όλες οι παραδόσεις έχουν ίσα δικαιώματα και πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας. Ο “αναρχικος” μας προβάλλει ως εγγυητική αρχή αυτής της ουτοπικής “ελεύθερης κοινωνίας” του την δικαιική “υπερασπιστική δομή” και κάποια εκδοχή εξιδανικευμένων αστικο-δημοκρατικών πρακτικών “πρωτοβουλιών των πολιτών”! Επιτίθεται σφόδρα εναντίον οιασδήποτε μορφής προνομιακής θέσης της επιστήμης στην κοινωνία και στο κράτος. Ερωτοτροπεί και με τη μαοϊκή πολιτιστική επανάσταση ως “λαϊκή κινητοποίηση κατά της επιστήμης” (Feyerabend, χ.χ., 368), ως παράδειγμα για να “απελευθερώσουμε την κοινωνία από το αποπνικτικό αγκάλιασμα μιας ιδεολογικά απολιθωμένης επιστήμης, όπως ακριβώς οι πρόγονοί μας μας απελευθέρωσαν από το αποπνικτικό αγκάλιασμα Μιας και Μόνης Αληθινής Πίστης” (ό.π.). Θεωρεί την επιστήμη απλώς ως ιδεολογία της επιστημονικής ελίτ και απαιτεί να της αφαιρεθεί ο κεντρικός ρόλος που κατέχει στην κοινωνία, καθ' ότι, κατά Feyerabend, δεν διαφέρει σε τίποτε από την θρησκεία, το μύθο και τη μαγεία. Εδώ ο μεταθετικισμός απογειώνεται! Από την πληθυσμοκεντρική αντίληψη του εν πολλοίς ψυχολογικού αλληλοπροσδιορισμού “παραδείγματος” και “επιστημονικής κοινότητας” του Kuhn, (όπου έχουμε ένα μοντέλο ανορθολογικά εναλλασσόμενων ορθολογικών προτύπων), περνά στον ανορθολογισμό της πολιτισμικής σχετικοκρατίας-πολυαρχίας: κάθε κοινότητα, με όποιο κριτήριο κι αν ορίζεται (κοινωνικό, ηλικιακό, πολιτισμικό, θρησκευτικό, κ.ο.κ.), αρθρώνει το δικό της λόγο, ο οποίος είναι ισοδύναμος και ισόνομος με το λόγο της επιστήμης! Έτσι, κατά τον Feyerabend, ο λόγος που αρθρώνεται στην επιστήμη, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει υπέρτερη θέση έναντι του λόγου κάποιου σαμάνου, της όποιας χαρτορίχτρας, κ.ο.κ.

Φυσικά, η ριζοσπαστικοφανής κριτική διάθεση του Feyerabend έχει αντικειμενική βάση. Όλες οι αρχές και εξουσίες, ιδιαίτερα από τότε που (επί κεφαλαιοκρατίας, μετά τη βιομηχανική επανάσταση) η επιστήμη έγινε άμεση παραγωγική δύναμη, επιδιώκουν να υπαγάγουν την επιστήμη και τους επιστήμονες στα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα. Κατά τη δεκαετία του 1970-1980, όταν ο Feyerabend ανέπτυξε το “σύστημά” του, κυριαρχούσε στον κεφαλαιοκρατικό κόσμο η κρατική μονοπωλιακή ρύθμιση της ερευνητικής δραστηριότητας. Μέσω της τελευταίας γινόταν κατ' εξοχήν η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο. Από τότε εδραιώθηκε μια σύμφυση (θεσμική και εξωθεσμική) επιστημονικών και κρατικών-διοικητικών θεσμών, με σειρά επιστημόνων σε ποικίλους βαθμούς και επίπεδα ενσωματωμένων και διαπλεκόμενων με τους τελευταίους. Έκτοτε επήλθαν σημαντικές αλλαγές ως προς την τεχνολογία και οργάνωση της παραγωγής, αλλά και ως προς τους τρόπους και τα μέσα αμεσότερης υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο (σύμφυση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, θεσμοποίηση του “επιχειρηματικού πανεπιστημίου” και αγοραίων κριτηρίων στην έρευνα, κ.ο.κ.). Οι εκάστοτε κρατούντες, επιδιώκουν τη συστράτευση των επιστημόνων με τις επιλογές τους (μέσω εξαγορών, προσεταιρισμού, καταστολής, διώξεων, υποσχέσεων σταδιοδρομίας και αποδοχών, καλλιέργειας ελιτίστικης νοοτροπίας, αρχομανίας, κ.ο.κ.). Προβάλλουν μάλιστα τις επιλογές τους ως μονόδρομο, που εκπορεύεται από την καθολική επιτελική τους οπτική, καθαγιασμένη με το κύρος της επιστήμης. Πάντοτε βρίσκονται πρόθυμοι επιστήμονες για να χειροκροτήσουν, να καθαγιάσουν με το κύρος της επιστήμης το όποιο κυβερνητικό έργο, άλλα και να στελεχώσουν τους διοικητικούς μηχανισμούς και τα αξιώματα του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα. Οι περισσότεροι είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν αυτό για λόγους επιβίωσης. Ωστόσο, ο κάθε σοβαρός επιστήμονας, αλλά και ο κάθε εχέφρων πολίτης, είναι τελικά εις θέση να διαχωρίζει τη λογική της πραγματικά ελεύθερης έρευνας από την επιλεκτική χρήση-επίκληση θέσεων και ανθρώπων της επιστήμης για την επιβολή ως ψευδικαθολικών επιλογών που εδράζονται σε κριτήρια κατ' εξοχήν ιδιοτελή και μονομερή. Ήταν αρκετό π.χ. το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 για να καταρρεύσουν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα των “νεοκλασικών οικονομικών” και του νεοσυντηριτισμού, που επιβάλλονταν ως “η μόνη επιστημονικώς ορθή πολιτική”.

Ωστόσο, αυτή η επί μακρόν χρήση-επίκληση της επιστήμης, σε ορισμένους κύκλους της μικροαστικών διαθέσεων διανόησης, τροφοδοτεί και ενισχύει σειρά αντιεπιστημονικών και τεχνοφοβικών τάσεων, στον αντίποδα του “επιστημονισμού” και των κυρίαρχων τεχνοκρατικών ιδεολογημάτων. Χαρακτηριστικό αυτών των τάσεων είναι το γεγονός ότι -έστω και καθυστερημένα- εντόπισαν μεν ότι “η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερες”, όπως τους έλεγαν οι φορείς της άρχουσας τάξης, αλλά (δεδομένης της θεωρητικής και μεθοδολογικής αδυναμίας τους να αναδείξουν θετικά τη θέση και το ρόλο της επιστήμης και της τεχνολογίας στην κοινωνία, ως καθολικής δημιουργικής δύναμης της ανθρωπότητας, με ρίζες πολύ βαθύτερες από το στενό ορίζοντα της κεφαλαιοκρατικής της χρήσης και με αστείρευτο δυναμικό προοπτικών χειραφέτησης και ενοποίησης της ανθρωπότητας) αγκυλώθηκαν σε αυτόν τον αρνητικό ετεροπροσδιορισμό του “μη ουδέτερου χαρακτήρα της επιστήμης και της τεχνολογίας”... Έτσι, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στην ιστορία των ιδεών, η κατ' αρχήν ριζοσπαστικών διαθέσεων κριτική ανάδειξη του “μη ουδέτερου χαρακτήρα...”, κατέληξε σε ταύτιση συλλήβδην της επιστήμης (κάθε επιστήμης) με τις επιλογές και τη βούληση της άρχουσας τάξης... Κάποιοι, μαζί με το σαπουνόνερο είναι έτοιμοι να πετάξουν και το βρέφος απ' τη σκάφη.

Τι απέμενε λοιπόν για την “αναρχική” μετεξέλιξη του μεταθετικισμού; Η σχετικοποίηση όχι μόνο της επιστήμης, αλλά και κάθε ιδέας και πρακτικής μέσω της ιδιότυπης πολιτισμικής σχετικοκρατίας-πολυαρχίας. Η απόσταση αυτής της μετάλλαξης από το επιφανειακά αυστηρό και εξεζητημένο ποππεριανό μοντέλο της αύξησης της γνώσης, δεν ήταν και τόσο μεγάλη ή ανυπέρβλητη. Από το “δεν ξέρουμε τίποτε, δηλαδή δεν μπορούμε ποτέ να αιτιολογήσουμε τις θεωρίες μας ορθολογικά” του συντηρητικού Popper που προαναφέραμε (Popper, 1993, 516), μέχρι τον αντιεπιστημονικό ανορθολογισμό του θορυβώδους “αναρχικού” Feyerabend, το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα μικρό βήμα επί των ίδιων αφετηριακών αρχών. Ο μεν Popper απέρριπτε μετά βδελυγμίας το μαρξισμό και τας παραφυάδας αυτού, ο δε Feyerabend, επικαλείτο επιφανειακά και εργαλειακά θέσεις του με γελοιογραφικό τρόπο, για να εδραιώσει  τον “αναρχισμό” του: η ορθολογική αρχή του μαρξισμού περί διαλεκτικής ανάπτυξης δια των αντιφάσεων, ανάγεται στον ανορθολογισμό της πολιτισμικής του σχετικοκρατίας-πολυαρχίας, ενώ οι αντιλήψεις περί ταξικής πάλης και ιδεολογίας, καταλήγουν σε θεωρητική και πρακτική ακύρωση κάθε πάλης για αληθή γνώση και χειραφέτηση με προοπτική.

Η “ανθρωπιστική” και “οικολογική” κριτική του κρατικομονοπωλιακού τρόπου χρήσης της επιστήμης, χωρίς διαλεκτική μεθοδολογία, μετεξελίσσεται σε ανούσιο και ανέξοδο ψευδοριζοσπαστικό αντιεπιστημονισμό, που χαρίζει πρακτικά την επιστήμη και την τεχνολογία στην άρχουσα τάξη μαζί με κάθε ορθολογισμό και κάθε προοπτική διεξόδου. Ταυτοχρόνως, σε αυτή τη βάση, ευνουχίζει κάθε εγχείρημα διαλεκτικής διακρίβωσης της θέσης και του ρόλου της επιστήμης ως καθολικής δημιουργικής δύναμης της ανθρωπότητας στο όλο της κοινωνίας, της αντιφατικότητας και της καταστροφικής μονομέρειας της χρήσης της επιστήμης από το κεφάλαιο και έτσι, ακυρώνει τη δυνατότητα ουσιαστικής θεωρητικής διάγνωσης και πρακτικής διεξόδου της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου συγκρότηση και ανάπτυξη. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο ψευδοριζοσπαστισμός αυτού του τύπου λειτουργεί απολογητικά για το σύστημα το οποίο υποτίθεται ότι απορρίπτει. Μήπως τελικά είχε δίκιο ο J. Krige, ένας από τους επικριτές του Feyerabend, λέγοντας πως η αρχή “anything goes” σημαίνει στην πράξη “everything stays” (παρατίθεται στο Feyerabend, χ.χ., 23);

Δυστυχώς, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η απόρριψη της αλήθειας, του ορθολογισμού και της νομοτελούς διαλεκτικής (μέσω αντιφάσεων, κ.ο.κ.) ανάπτυξης της επιστήμης και της κοινωνίας, σε εγχειρήματα όπως αυτό του Feyerabend, άνοιξε το δρόμο και για πρακτικές άκρως μονομερείς και καταστροφικές στην επιστήμη, στην τεχνολογία, και στις επιπτώσεις των τελευταίων στην κοινωνία. Εφ' όσον η όποια τροπή της έρευνας και των εφαρμογών της είναι θέμα καθαρά της υποκειμενικής βούλησης, αν όχι της κατασκευαστικής αυθαιρεσίας οιουδήποτε επιβληθεί, εκ των πραγμάτων νομιμοποιείται κάθε επιβολή και θεσμοθέτηση εξωεπιστημονικών και αντιεπιστημονικών κατευθύνσεων στην επιστήμη και στην παιδεία. Άραγε, τι θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος, και εν ονόματι ποίου ορθού λόγου, εφ' όσον “όλα επιτρέπονται”; Δεν έχει εκδηλωθεί άραγε αυτού του τύπου η “ριζοσπαστική” “νομιμοποίηση” στον “διάλογο” που επικαλούνται οι κρατούντες για να επιβάλλουν την περαιτέρω υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στις άμεσες σκοπιμότητες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου;   

Οι ιδέες αυτές συνάντησαν και άλλα ρεύματα με τα οποία “αλληλοεμπλουτίσθηκαν”: τον αντιεπιστημονισμό-αντιορθολογισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης (η οποία πρακτικά κινείται στο πλαίσιο της βεμπεριανής συνάρτησης ορθολογισμού-γραφειοκρατίας), διαφόρων ρευμάτων τεχνοφοβίας του υπαρξισμού, του περσοναλισμού, με την αλτουσεριανή αναγωγή επιστήμης, εκπαίδευσης, κ.ο.κ. στους “ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους”, κ.ά. Ρίζωσαν σε πολλές τάσεις των οικολόγων και των νεομαρξιστών και τροφοδότησαν τη “μεταμοντέρνα κατάσταση”, όπου η επιβολή αυθαίρετων κριτηρίων στην έρευνα, η υποκατάσταση της επιστημονικής επιχειρηματολογίας από αγοραία δημαγωγία και ρητορική του εντυπωσιασμού και από την επιδεξιότητα του προγραμματοθύρα-διαδρομιστή τείνουν να γίνουν ενδημικά φαινόμενα[2]. Εδώ διατηρούν την επικαιρότητά τους οι διαπιστώσεις του Hegel για αντίστοιχα φαινόμενα της εποχής του: “Αυτό που προ αμνημονεύτων ετών θεωρείτο το πλέον εξευτελιστικό και αναξιοπρεπές, -η απόρριψη της διάγνωσης της αλήθειας- αναγορεύεται στην εποχή μας σε ύψιστο θρίαμβο του πνεύματος” (Hegel, 1978, 371).

 

6.Από την Κοινωνιολογία της Γνώσης και της Επιστήμης στον Αγοραίο Κοινωνιολογισμό. Από την αναγωγή της γνώσης σε αγοραία πληροφορία στη «Μεταμοντέρνα» Διάλυση του Ορθού Λόγου και της Μεθοδολογίας

Η ανάπτυξη της γνώσης δεν επιτυγχάνεται μέσω της αδιέξοδης αντιπαράθεσης προσεγγίσεων που επικεντρώνουν και απολυτοποιούν την αναφορά τους σε «εσωτερικούς» (που αφορούν την ενδογενή λογική συγκρότηση και ανάγονται τελικά σε τυπικο-λογικούς) είτε σε «εξωτερικούς» (εξωγενείς πολιτισμικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς, κ.ο.κ.) παράγοντες της έρευνας, αλλά μέσω της διάγνωσης της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από μια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείμενο (ώστε αυτό να μη συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής του), αφ’ ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή) κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που χαρακτηρίζουν την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά μέσα, ιεραρχία και οργάνωση).

Στο πλαίσιο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας αναδεικνύεται η σημασία της ιστορικής διερεύνησης της επιστημονικής γνώσης σε διαλεκτική συσχέτιση της εσωτερικής λογικής της επιστημονικής έρευνας με την εξέταση της επιστήμης εντός της εκάστοτε κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Αυτό απαιτεί την ανάδειξη της διαμεσολαβημένης σχέσης της εκάστοτε γνωστικής διαδικασίας με τις ανάγκες της κοινωνίας και της πρακτικής και των τρόπων με τους οποίους αυτές αλληλεπιδρούν. 

Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε απολυτοποίηση της αφαίρεσης της γνωστικής σχέσης και του γνωστικού υποκειμένου, η οποία εύκολα οδηγεί στη δαιμονοποίηση της επιστήμης, ως εκ προοιμίου αλλότριας στον άνθρωπο εχθρικής δύναμης (όπως συμβαίνει π.χ. στην κριτική που ασκείται στην επιστήμη απ’ τη σχολή της Φρανκφούρτης).

Ο κοινωνιολογισμός στην ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης συνδέεται με το ρεύμα του «εξτερναλισμού», το οποίο (σε αντιδιαστολή με τον «ιντερναλισμό») απολυτοποιεί τον ρόλο των εξωεπιστημονικών (των κοινωνικών, των πολιτισμικών, των εξουσιαστικών, των συμβολικών κατασκευών κ.ο.κ.) παραγόντων, απορρίπτοντας την ύπαρξη εσωτερικής λογικής της επιστήμης. Στον αντίποδα του θετικιστικού μεθοδολογισμού εγείρεται ο αγοραίος κοινωνιολογισμός, ο οποίος αγνοεί παντελώς την ύπαρξη εσωτερικής λογικής και νομοτέλειας στην ανάπτυξη της επιστήμης. Η ύπαρξη διαφόρων εκδοχών του αγοραίου κοινωνιολογισμού, ουδόλως μειώνει την σημασία της επιστημονικής κοινωνιολογίας της γνώσης και της επιστήμης, ως τομέα της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας που μελετά τις κοινωνικές πτυχές και τους κοινωνικούς παράγοντες που συντελούν στην παραγωγή, συστηματοποίηση, αναπαραγωγή, διάδοση και χρησιμοποίηση διαφόρων τύπων γνώσης από άτομα, κοινωνικές ομάδες και θεσμοθετημένες μορφές λειτουργίας και ανάπτυξης των γνωστικών διαδικασιών.

Οι απαρχές των εν λόγω αναζητήσεων πρέπει να αναζητηθούν στις περί ειδώλων απόψεις του F. Bacon (βλ. Woolhouse, 2000, 29-34) και στην έννοια «ιδεολογία» του Destutt de Tracy. Ωστόσο, ιδιαίτερη ήταν η συμβολή σ’ αυτό τον τομέα του μαρξισμού, ο οποίος αποκάλυψε τον κοινωνικό και ιστορικό προσδιορισμό της συνείδησης και της γνώσης, τους κοινωνικούς και ταξικούς όρους δημιουργικής προώθησης της αντικειμενικής-αληθούς γνώσης, αλλά και τις ιδεολογικές φενάκες που ενισχύουν και επαυξάνουν τις νομοτελώς ανακύπτουσες πλάνες της γνωστικής διαδικασίας, τις ταξικές ρίζες της ιδεολογίας, τον ρόλο διαφόρων δοξασιών, νοοτροπιών, προδιαθέσεων, στερεοτύπων, κ.λπ. Η μαρξική προσέγγιση (ιδιαίτερα μέσω της διερεύνησης του συνδυασμού εσωτερικών και εξωτερικών νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων γνωστικών διαδικασιών, π.χ. της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας) απορρίπτει τον αγοραίο κοινωνικο-οικονομικό (ταξικό) αναγωγισμό, αλλά και τις σχετικοκρατικές, «κατασκευαστικές», ιδεοκρατικού και ανορθολογικού χαρακτήρα, θεωρήσεις της γνώσης.

Η μετέπειτα μη μαρξιστική κοινωνιολογία εστίαζε την προσοχή της σε διάφορες πτυχές και παραμέτρους της εν λόγω προβληματικής. Χαρακτηριστικές είναι οι τάσεις αποϊδεολογικοποίησης και ιδεολογικοποίησης της επιστήμης που κινούνται στο πλαίσιο μιας μεταφυσικά διαζευκτικής συσχέτισης μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (Popper, Althusser, κ.ά.)[3].

Οι σημερινές «μεταμοντέρνες» εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων παρά την επιστήμη επιγόνων, με την «αποδόμηση» και τη διάλυση των πάντων στη «διακειμενικότητα», οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα, εκφάνσεις μιας θορυβώδους ψευδοεπιστήμης. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878: “Ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η «ελευθερία της επιστήμης» εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό ως τη μοναδική, αυστηρά επιστημονική μέθοδο…” (Engels, 1997, 24). Τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα προνομιακά στο περιβάλλον μιας “θορυβώδους ψευδοεπιστήμης” που είναι ικανή να “πνίγει το κάθε τι μέσα στην ηχηρή εξαίσια ανοησία... στην καθηγητική έδρα και στο βήμα” (Engels, ό.π.).

Με τη ραγδαία εισαγωγή της πληροφορικής σε όλα τα πεδία της δραστηριότητας η «γλωσσική στροφή» γίνεται «πληροφορική στροφή». Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία, ανεξαρτήτως της εφαρμοσιμότητάς της στην παραγωγική διαδικασία και του περιεχομένου της. Στο βαθμό που ενισχύεται αυτή η τάση, η πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγματική νοηματοδότησή της. Η «μεταμοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας, ως αυτόνομου από κάθε νόημα παιγνίου λέξεων, συνάδει με την εν λόγω τάση, όπως αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’ επάγγελμα ασχολούμενων με αυτήν. Ως εκ τούτου, η προσοχή τείνει να επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου της και κυρίως, στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται στην διοίκηση (management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που συνεπιφέρει τον βαθμιαίο εκτοπισμό του ζητήματος του περιεχομένου και του νοήματος αυτής της πληροφορίας. Σε αντιδιαστολή με την (δυνητικά κοσμοθεωρητικής εμβέλειας) καθολική γενίκευση της εμπειρικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει κατά παράδοση την βασική έρευνα, η σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα ανάγεται σε τεχνολογία παραγωγής γεγονότων και δεδομένων, ο αναστοχασμός επί των οποίων (ιδιαίτερα αν είναι κοσμοθεωρητικού-φιλοσοφικού χαρακτήρα) τίθεται πλέον εκτός του πλαισίου της επιστημονικής δραστηριότητας. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής υποδείγματος, με «μεθοδολογικές» αξιώσεις. Εάν για την κλασική επιστήμη η θεωρία ήταν αναβαθμός της γνωστικής διαδικασίας, σύστημα προσέγγισης και διάγνωσης των νόμων που διέπουν το επιστητό, η «μεταμοντέρνα» κατάσταση της επιστήμης τείνει να ορίζει την επιστημονική αλήθεια συμβασιοκρατικά, ως σύμβαση (εν πολλοίς μηχανικά επικυρούμενη δια της επίκλησης τελετουργικών επιστημομετρικών διαπιστευτηρίων) της επιστημονικής κοινότητας.

Η προεργασία αυτής της διαδικασίας σε επίπεδο μεθοδολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την έκπτωση της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, από τον εξοβελισμό της κοσμοθεωρητικής προβληματικής ως «μεταφυσικής», από την γενικότερη υποβάθμιση του κύρους της θεωρίας και τη λατρεία των «αντικειμενικών γεγονότων» και των «δεδομένων» στο πλαίσιο του θετικισμού. Η μετεξέλιξη του τελευταίου από την αναλυτική της παράστασης στην αναλυτική της γλώσσας, η πορεία του μεταθετικισμού προς τον ανορθολογισμό, μαζί με την έκπτωση του δομισμού στον μεταδομισμό, άνοιξαν το δρόμο στη «μεταμοντέρνα» αποδόμηση και στην διάλυση των πάντων στην «διακειμενικότητα», υπό το πρίσμα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και το ίδιο το «αντικειμενικό γεγονός».

Και η ίδια η επιστημονική δραστηριότητα ενός εκάστου των εμπλεκομένων σε αυτήν υποκειμένων, τείνει να προβάλλει ως τυπικό αυτοαναφορικό σημείο. Πράγματι, εάν η αλήθεια προσδιορίζεται συμβασιοκρατικά, τότε εκπίπτει η ανάγκη συγκροτημένης μεθοδολογικής θεμελίωσης, μιας και το ίδιο το επιστημονικό γεγονός ορίζεται κατά τα ειωθότα, εντός της συναινετικά δικτυωμένης επιστημονικής κοινότητας, βάσει των εκάστοτε παραδεδεγμένων κανόνων ενδοεπικοινωνίας του σχετικού δικτύου. Συνεπώς, και η επιστημονική δημοσίευση, τείνει να εκλαμβάνεται μάλλον ως σημείο, δηλωτικό της δημοτικότητας (ή και της συγκυριακής αγοραίας ζήτησης) στο πλαίσιο των συμβατικών κανόνων αυτοαναφορικών δικτύων, χωρίς την αξίωση της όποιας συσχέτισης με κάποια εκτός του ως άνω πεδίου επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης κείμενη πραγματικότητα (βλ. Stroev). Η θεσμική επιβολή, εδραίωση, διεύρυνση και αναπαραγωγή αυτών των τάσεων, ως συστατικών στοιχείων της περαιτέρω υπαγωγής της επιστήμης και του συνόλου της πνευματικής παραγωγής στο κεφάλαιο, συνδέεται με τις αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση (διαδικασία της διακήρυξης της Μπολόνια) και στην έρευνα (βλ. Πατέλης, 2008α). 

Η επιστημονική δραστηριότητα απομακρύνεται από τη συνεπή και συστηματική επιδίωξη της νοητικής ανασύστασης του γνωστικού αντικειμένου. Οι «ερευνητές» αναλίσκονται συχνά σε επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε αποσπασματικές περιγραφές, σε διαχείριση του λόγου (του κειμένου), σε συνειρμικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και «θεματοποιήσεις», σε «πλαισιώσεις» και «αναπλαισιώσεις» κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός ενός τελετουργικά προσδιορισμένου πλαισίου βερμπαλισμών και λεξιλαγνείας. Η εκρηκτικών διαστάσεων «πληροφορική βόμβα» (Varilio, 2000) στο χώρο της επιστήμης, συνδέεται άμεσα με αυτόν τον φαύλο βρόγχο θετικής ανάδρασης, σύμπτωμα του οποίου είναι η όλο και διευρυνόμενη αναπαραγωγή της τιποτολογίας. Η τάση αυτή (αν δεν αναστραφεί) μας δίνει την εικόνα μιας επιστημονικής κοινότητας, η οποία δεν θα εδράζεται στην πραγματική διερεύνηση των νόμων του αντικειμενικού κόσμου, ούτε και σε κάποιον εμπράγματο καταμερισμό εργασίας. Στην καλλίτερη περίπτωση, θα λειτουργεί ως επικοινωνιακή κοινότητα με σύστημα αναφοράς ορισμένους πληροφοριακούς διαύλους επικοινωνίας.

Μεθοδολογική αφετηρία αυτής της έκπτωσης είναι η αδυναμία υπέρβασης της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας και η συνακόλουθη παραδοχή μίας και μοναδικής λογικής: της τυπικής. Στα πλαίσια αυτά είναι ανέφικτη η ορθολογική μεθοδολογική εξήγηση των νομοτελειών της ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Οι φορείς αυτής της μεθοδολογικής αγκύλωσης, αδυνατούν να συλλάβουν άλλη σύνθεση, πέραν αυτής που προέρχεται από θυμικές, φαντασιακές, κ.ο.κ. διεργασίες, οι οποίες ανάγονται εύκολα σε ανορθολογικές αυθαιρεσίες. Εξ ου και η μεταφυσικές που εδράζονται στη φετιχοποίηση της τυπικής λογικής και του φορμαλιστικού ορθολογισμού της διάνοιας. Οι περιορισμοί και τα αδιέξοδα του τελευταίου αναζητούν εύκολα ως alter ego αυτής της “ψυχρής” ορθολογικότητας τον “θερμό” ανορθολογισμό του βιώματος και της κατασκευαστικής αυθαιρεσίας. Έτσι εξηγείται η σχετικά εύκολη στροφή ορισμένων κύκλων της πανεπιστημιακής διανόησης: από τη φετιχοποίηση εκδοχών της τυπικής λογικής και της αυστηρότητας των φορμαλισμών της στην “αναρχία” της συστηματικής αντισυστημικότας του μεταμοντέρνου.

Ωστόσο, η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία αίρει τους ως άνω περιορισμούς και δρομολογεί σε γερά ορθολογικά θεμέλια μια ριζικά διαφορετική επιστημολογία.

 

Βιβλιογραφία

Althusser, L. (1983, 2η εκδ.). Θέσεις (μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας). Αθήνα: Θεμέλιο.

Ayer, A. J. (1994). Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική (μτφρ. Λίζα Τάταρη-Ντουριέ). Αθήνα: Τροχαλία.

Βαζιούλιν, Β. Α. (1987). Το Σύστημα της Λογικής του Χέγκελ και το Σύστημα Λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Επιστημονική Σκέψη, Νο 36, 75-82 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1992). Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική, Νο 85-86, 5/12/1992 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Anavasi.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (1994). Το Πρόβλημα της Αντίφασης στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Ουτοπία, Νο 12, 17-28 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Provlimaantifasis.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (2004). Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (μτφρ., υπομνηματισμός, σχόλια Δ. Πατέλης). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Βαζιούλιν, Β. Α. (2006). Η Λογική της Ιστορίας της Αλληλεπίδρασης Ηθικής και Πολιτικής. Εισήγηση στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, Ηράκλειο, 24-28.5.2006. Διάπλους, Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος, 18-22 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ithiki_politiki.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Βαζιούλιν, Β. Α. (2008). Για τη Σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. Διάπλους, Νο 26, 21-25 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/vav_diaplus_26.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Βέικος, Θ. (1990). Αναλυτική Φιλοσοφία. Αθήνα: Σμίλη.

Carnap, Κ. (χ.χ.). Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη (μτφρ. Ι. Γόρδου). Θεσσαλονίκη: Εγνατία.

Cottingham, J. (2000). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Α': Οι Ορθολογιστές. Αθήνα: Στάχυ.

Διεθνής σχολή: Η Λογική της Ιστορίας. Κείμενα. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Engels, F. (1997). Διαλεκτική της Φύσης (μτφρ. Ε. Μπιτσάκης). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Feyerabend, P. (χ.χ.). Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια Αναρχική Θεωρία της Γνώσης (μτφρ. Γ. Καυκαλάς & Γ. Γκουνταρούλης). Αθήνα: Σύγχρονα θέματα.

Feyerabend, P. (1997). Σκοτώνοντας το Χρόνο (μτφρ. Γ. Παρασκευόπουλος). Αθήνα: Εκκρεμές. 

Feyerabend, P. (2002). Αποχαιρετισμός στον Λόγο (μτφρ. Π. Μουρλάκης). Αθήνα: Εκκρεμές.

Gödel, K. (2000). On Formally Undecidable Propositions of Principia Mathematica and Related Systems (tr. Martin Hirzel). http://www.research.ibm.com/people/h/hirzel/papers/canon00-goedel.pdf (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Haug, W. F. (1976). Εισαγωγικά Μαθήματα στο «Κεφάλαιο» (μτφρ. Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη). Αθήνα: Νέα Σύνορα.

Ilyenkov, E. (1960). The Dialectics of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital (English translation 1982 by S. Kuzyakov). Moscow: Progress Publishers, 1982 και http://marxists.anu.edu.au/archive/ilyenkov/works/abstract/index.htm. (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Ilyenkov, Ε. (1983). Διαλεκτική Λογική (μτφρ. Μ. Αναστασιάδη). Αθήνα: Gutenberg.

Kraft, V. (1986). Ο Κύκλος της Βιέννης και η Γένεση του Νεοθετικισμού (μτφρ. Γ. Μανάκου). Αθήνα: Γνώση. 

Kuhn, T. S. (1981). H Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα.

Kuhn, T. S. (1993α). Οι Επαναστάσεις ως Αλλαγές Κοσμοθεώρησης. Στο Γ. Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 77-104). Αθήνα: Νήσος.

Kuhn, T. S. (1993β). Λογική της Ανακάλυψης ή Ψυχολογία της Έρευνας; Στο Γ. Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 105-140). Αθήνα: Νήσος.

Lakatos, I. (1986). Μεθοδολογία των Προγραμμάτων Επιστημονικής Έρευνας (Εισαγ.- μτφρ. Αιμ. Μεταξόπουλος). Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα θέματα.

Marx, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο (τόμ. 1-3) (μτφρ. Π. Μαυρομάτης). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μπιτσάκης, Ε. (1998). Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Gutenberg.

Μπιτσάκης, Ε. (2005). Το αειθαλές δέντρο της γνώσεως. Αθήνα: Άγρα.

Μπιτσάκης, Ε. (1983). Το είναι και το γίγνεσθαι. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Πάνου, Σ. (1980). Mεταφυσική και Λογικός Θετικισμός. Αθήνα: Νέα Σύνορα.

Πατέλης, Δ. (1994-1995). Τα Λήμματα: Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο (τόμ. 1, σσ. 72-73),  Διαλεκτική Λογική (τόμ. 2, σσ. 45-46), Διάνοια και Λόγος (τόμ. 2, σσ. 59-61), Εμπειρικό και Θεωρητικό (τόμ. 2, σσ. 144-145), Θεωρία της Επιστήμης (τόμ. 2, σ. 275), Ιστορικό και Λογικό (τόμ. 2, σσ. 335-337),  «Κεφάλαιο» του Μαρξ (τομ. 3, σσ. 53-54), Μαρξ (τομ. 3, σσ. 242-245), Μαρξισμός (τομ. 3, σσ. 245-248), Χέγκελ (τομ. 5, σσ. 249-254) κ.ά. Στο Φιλοσοφικό & Κοινωνιολογικό Λεξικό (τόμοι 1-5). Αθήνα: Καπόπουλος, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Πατέλης, Δ. (2004). Αντί Προλόγου: Οι Δρόμοι της Κοινωνικής Θεωρίας. Στο Β. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας: Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (σσ. 9-60). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πατέλης, Δ. (2008α). Η Επιστήμη Βορά στο Ιδιωτικό Επιχειρείν. Προβληματισμοί εξ Αφορμής του «Θεσμικού Πλαισίου Έρευνας και Τεχνολογίας…». Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ. 153, 4-5, 45-67.

Πατέλης, Δ. (2008β). Η Κρισιακή Γνωσιακή Συγκυρία ως Φάσμα Δυνατοτήτων: Φιλοσοφική και Μεθοδολογική Προσέγγιση. Στο Δ. Σφενδόνη-Μέντζου (Επιμ.), Φιλοσοφία των Επιστημών (σσ. 73-82). Θεσσαλονίκη: εκδ. Α.Π.Θ., και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_krisiaki_sygyria.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Popper, K. (χ.χ.). Τι Είναι η Διαλεκτική. Γνωσιοθεωρία Χωρίς Γνωστικό Υποκείμενο (μτφρ. Σ. Δημόπουλος). Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Popper, K. (1959). The Logic of Scientific Discovery. London: Hutchinson.

Popper, K. (1963). Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge. London: Routledge.

Popper, K. (1974). Objective Knowledge. An Evolutionary Approach. London: Oxford University Press.

Popper, K. (1980). Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της. Αθήνα: Δωδώνη.

Popper, K. (1996). H Λογική των Κοινωνικών Επιστημών. Στο Γ. Kουζέλης & K. Ψυχοπαίδης (Επιμ.), Eπιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών. Kείμενα. Aθήνα: Nήσος.

Quine, W. V. (1993). Φιλοσοφία της Λογικής (μτφρ. Γ. Ρουσόπουλος). Αθήνα: Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος.

Ρόζενταλ, Μ. (1962). Αρχές Διαλεκτικής Λογικής (μτφρ. Β. Καμπίτση). Αθήνα: Γνώσεις.

Ρόζενταλ, Μ. (χ.χ.). Τα Προβλήματα Διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ (μτφρ. Γ. Βιστάκη). Αθήνα: Αναγνωστίδη.

Stroev, S. (2009). Postindustrialnii Simulakr: Dobro Pozalovat v Rolevuju Igru (Η Μεταβιομηχανική Απομίμηση: Καλώς Ήλθατε στο Παίγνιο των Ρόλων) http://www.contr-tv.ru/common/2263/ (ημερομηνία ανάκτησης: 4.7.2009).

Varilio, P. (2000). Η Πληροφορική Βόμβα (μτφρ. Β. Τομανάς). Αθήνα: Νησίδες.

Vazjulin V. A. (2005). Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx (russ. 1968, 2002). Deutsche: Auflage.

Woolhouse, R. S. (2000). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Β': Οι Εμπειριστές. Αθήνα: Στάχυ.



[1]              Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία αναπτύσσεται αρχικά σε συνδυασμό με τη μαρξική διερεύνηση της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας (βλ. σχετικά τη συστηματικότερη διερεύνηση και ανάδειξή της: Vazjulin 2005, 1987, 1992, 1994, 2008, καθώς και Ilyenkov 1960, Ρόζενταλ χ.χ., Haug 1976). Αργότερα ανακύπτουν εγχειρήματα διατύπωσης και συστηματοποίησης αρχών της (βλ. σχετικά: Ilyenkov 1983, Ρόζενταλ 1962 κ.ά.). Η περαιτέρω ανάπτυξή της επιτυγχάνεται με τη διερεύνηση της κοινωνίας ως ολότητας στη Λογική της Ιστορίας (Βαζιούλιν 2004). Βλ. σχετικά και Πατέλη 1994-95, 2004, 2008β. 

*     Ο  Lakatos γεννήθηκε στην Ουγγαρία, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Debrecen, ήταν μαθητής του G. Lukács, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας με επιβλέπουσα την S. Yanovskaya. Μέχρι το θάνατό του δεν δέχθηκε την αγγλική υπηκοότητα.

[2]     Έχω γίνει μάρτυρας “διαλόγων”, όπου η όποια κριτική περί των κατευθύνσεων, των όρων και των ορίων της έρευνας, κατακεραυνώνεται από πανεπιστημιακούς εργολάβους-εργοδότες (κραυγαλέα διαπλεκόμενους με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα ιμπεριαλιστικών χωρών, οι οποίοι επαίρονται για αυτή τη διαπλοκή τους και την ανταμοιβή τους, ως αξιολόγηση του “επαγγελματισμού” τους, και επιθυμούν να επιβάλλουν παρόμοια αξιολόγηση σε όλους), ως “καταπάτηση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας και του ασύλου”!...

[3]     Για τα αδιέξοδα της μεταφυσικής αντιδιαστολής επιστήμης – ιδεολογίας, βλ. Μπιτσάκη, 2005, 131-139.