Γιώργος Σταμάτης, Ο νεοφιλελεύθερος εναγκαλισμός του Πανεπιστημίου, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2008.

[ΟΥΤΟΠΙΑ, τ.82, Νοέμ.-Δεκ. 2008, σ. 220-223]

Η επιχειρούμενη τα τελευταία χρόνια «μεταρρύθμιση» του Πανεπιστημίου κατά τα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της υπερβαίνουν κατά πολύ τα πλαίσια της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η ανάγκη θεμελίωσης του κινήματος εναντίον αυτής της «μεταρρύθμισης», ιδιαίτερα των φοιτητών και των πανεπιστημιακών δασκάλων, έθεσε στο προσκήνιο ζητήματα ανάλυσης της κατάστασης και των προοπτικών της επιστήμης, της τεχνολογίας και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, καθώς και ζητήματα θεωρητικής διερεύνησης της στρατηγικής των ιθυνόντων.

Η αρκετά πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία επί των παραπάνω ζητημάτων, και ο σχετικός διάλογος, έχουν συνεισφέρει  σημαντικά στην επεξεργασία αρκετών επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, συχνά και σε θεωρητικό-ερευνητικό επίπεδο.

Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Σταμάτη έρχεται να εμβαθύνει αυτή την προβληματική, εντάσσοντας στο πεδίο της και ουσιώδεις πτυχές της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, τόσο με τη μορφή της ανάδειξης των αντικειμενικών οικονομικών διαδικασιών, των επιχειρούμενων θεσμικών αλλαγών  και των δημοσιονομικών πολιτικών επιλογών ρύθμισης (με τους ρητούς και υπόρρητους στόχους τους), όσο και με τη μορφή της ανάλυσης των περί αυτών «θεωριών» και ιδεολογημάτων.

Στο 1ο κεφ. αναλύεται η νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική πολιτική υπό τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, η οποία στοχεύει στην «εκχώρηση του μεγαλύτερου δυνατού και συγχρόνως του δυνητικά πλέον κερδοφόρου μέρους του δημόσιου τομέα της οικονομίας στους καπιταλιστές»(σ.11), μέσω της συστηματικής περικοπής των δημοσίων δαπανών και της εκποίησής τους άμεσα στο κεφάλαιο.

Το 2ο κεφ. αναφέρεται στις συνέπειες της επιχειρούμενης αναθεώρησης (ή της παράκαμψής του δια της «διασταλτικής ερμηνείας») του άρθρου 16 του Συντάγματος στην ανώτατη παιδεία, στα πλαίσια μιας πολιτικής που βλέπει την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως προνομιακό επενδυτικό πεδίο για το κεφάλαιο. Ο συγγραφέας επισημαίνει σειρά επιπτώσεων από αυτή την πολιτική (κλείσιμο σειράς επαρχιακών τμημάτων, απολύσεις, απορρόφηση μέρους της φοιτητικής μετανάστευσης, βαθμιαία γενίκευση της επιβολής διδάκτρων, κ.ά.). «Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα σημάνει, τουλάχιστον όσον αφορά την ανώτατη παιδεία ως δημόσιο αγαθό, την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου Πανεπιστημίου καθώς και την μετατροπή του σε «επιχειρηματικό» Πανεπιστήμιο. Ακόμη κι όταν τα δημόσια Πανεπιστήμια επιβάλλουν δίδακτρα, πολλά Τμήματα Σπουδών που δεν θα πληρούν τα κριτήρια του «επιχειρηματικού» Πανεπιστημίου, που δεν θα φέρνουν δηλ. χρήματα και από την αγορά, θα αρχίσουν σιγά-σιγά να συρρικνούνται και να κλείνουν» (σ.23-24).

Στο 3ο κεφ. ο Γ. Σταμάτης δια της καίριας κριτικής μιας εκδοχής της «οίκοθεν αμπελοφιλοσοφίας ως θεραπαινίδος της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων και του αδυσώπητου οικονομικού νεοφιλελευθερισμού» (της τραγελαφικής φιλοσοφίζουσας απολογητικής των αγοραίων δογμάτων από τον Σ. Ράμφο), ανασκευάζει τα κύρια σχετικά ιδεολογήματα του συρμού. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «τα Κολλέγια, ΙΕΚ, ΚΕΚ, ΚΕΣ και τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, που θα γίνουν πανεπιστήμια, όχι μόνον θα ρίξουν το επίπεδο διδασκαλίας και έρευνας των πανεπιστημίων, αλλά και θα καταργήσουν την εισέτι υπαρκτή ελευθερία διδασκαλίας και έρευνας των πανεπιστημιακών δασκάλων», ενώ «η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα και στην ιδιωτικοποίηση της σημερινής δημόσιας δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης»(σ.46). Τα ΑΕΙ θα αναγκαστούν να επιβάλλουν δίδακτρα και να αναζητήσουν περισσότερους πόρους από την αγορά, γεγονός που θα συρρικνώσει περαιτέρω την δυνατότητα ελεύθερης έρευνας και ελεύθερης διδασκαλίας. Επιπλέον, «τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εγκαλέσουν τα δημόσια πανεπιστήμια για αθέμιτο ανταγωνισμό, επειδή αυτά τα τελευταία χρηματοδοτούνται, άλλως ειπείν, “επιδοτούνται” από το κράτος. Και θα ζητήσουν ή να επιδοτηθούν και αυτά ή να σταματήσει η κρατική επιδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Το δεύτερο μάλλον θα συμβεί. Δηλ. η χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων θα αρχίσει να μειούται. Oπότε τα δημόσια πανεπιστήμια θα έχουν γίνει ήδη ... και αυτά ιδιωτικά»(σ.47).

Το 4ο κεφ. πραγματεύεται τη σημασία και τις τύχες του πανεπιστημιακού ασύλου. Η κατάργηση του τελευταίου αποσκοπεί κυρίως στην αστυνομική καταστολή κινητοποιήσεων πανεπιστημιακών δασκάλων, αλλά κυρίως των φοιτητών κατά της κατάργησης της δημόσιας δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης και της ιδιωτικοποίησής της, γεγονός που θα συνεπιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Στο 5ο κεφ. γίνεται αναφορά στις επιπτώσεις της κατάργησης της δωρεάν παροχής (μέχρι και 2 μέχρι πρότινος) βιβλίων στους φοιτητές, με την επίκληση του αγώνα εναντίον του «ενός και μοναδικού συγγράμματος». Δεδομένης της επιτεινόμενης χρόνιας υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ και της ανεπάρκειας υποδομών πρόσβασης βιβλιογραφίας, υπήρχε κάποια δυνατότητα συγγραφής και έκδοσης επιστημονικών βιβλίων (ελληνικών και μεταφρασμένων) στην χώρα μας, η οποία θα καταργηθεί.

Το 6ο κεφ. με τίτλο «Publish or Perish» αναφέρεται στην κρατούσα πλέον αγγλοσαξονικής προελεύσεως τάση επιβολής δια της αξιολόγησης συγκεκριμένου τύπου επιστημονικών δημοσιεύσεων. Έτσι, δεν μετράνε βιβλία και άρθρα σε συλλογικούς τόμους, παρά μόνο σε αυτά που περιέχονται στις λεγόμενες ranking lists που καταρτίζονται από διάφορες εταιρείες «όπως π.χ. η Thomson Corporation and Reuters Group PLC, η οποία εμπορεύεται πολλά και διάφορα ...και η οποία προσφάτως αγόρασε και τον μεγάλο οικονομικό εκδοτικό οίκο Macmillan. Ή η εταιρεία που εκδίδει την εφημε­ρίδα USA Today...»(σ.63).

Όπως φαίνεται από τα οικονομικά περιοδικά, υπόψη λαμβάνονται μόνον τα περιοδικά που δημοσιεύουν άρθρα των λεγόμενων mainstream επιστημόνων. Τα τελευταία «δημοσιεύουν, πέραν των άρθρων ηχηρών ονομάτων από ηχηρά πανεπιστήμια, και άρθρα άλλων, παρατρεχάμενων, που ...κολακεύουν τα ηχηρά ονόμα­τα» (υπογεγραμμένα από πλειάδα παρατρεχάμενων και αυλικών), ενώ αποκλείουν την δημοσίευση άρθρων αγνώστων συγγραφέων από άγνωστα πανεπιστήμια, διότι αυ­τό θα τους υποβίβαζε στις ranking lists (σ.65). Ωστόσο, «στις θρυλικές ΗΠΑ των ηχηρών Πανεπιστημίων το 60% των διδασκόντων έχει ένα και μόνον άρθρο δημοσιευμένο σε επιστημονικό περιοδικό-σε επιστημονι­κό περιοδικό γενικώς και όχι σε επιστημονικό περιοδικό που περιέχεται σε κάποια από τις ranking lists» (σ.66).

Η προβλεπόμενη από το σχετικό νόμο  αξιολόγηση των πανεπιστημίων είναι το θέμα του 7ου κεφ. Ο νόμος «για τη Διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση...», παρέχει εν λευκώ στην αρμόδια (διοριζόμενη από την πολιτική ηγεσία) Αρχή (Α.ΔΙ.Π) την ευχέρεια να οργανώνει και να τροποποιεί τα κριτήρια και τους δείκτες αξιολόγησης, όπως αυτή επιθυμεί. Δεν  προβλέπει και αξιολόγηση της υλικοτεχνικής υποδομής, διότι αυτή η τελευταία ισοδυναμεί με αξιολόγηση της καταστροφικής κρατικής πολιτικής για την ανώτατη παιδεία.

Το διδακτικό έργο των μελών ΔΕΠ θα αξιολογείται από τους φοιτητές, οι οποίοι θα συμπληρώνουν σχετικά ερωτηματολόγια με «κλειστές» τυποποιημένες ερωτήσεις βάσει κυρίως φορμαλιστικών κριτηρίων. Το όλο σύστημα (με τη σχετική επιστράτευση των ενδιαφερομένων παρατάξεων) μπορεί να λειτουργήσει ως ελεγχόμενος μηχανισμός διωγμών.

Αξιολογούνται και τα προγράμματα σπουδών. «Υπό την πίεση και ως συνέπεια συνεχόμενων αρνητικών αξιολογήσεων πολλών Προγραμμάτων Σπουδών ως μη ανταποκρινόμενων στην αποστολή του Τμήματος, όπως αυτή ορίζεται στο ιδρυτικό του Προεδρικό Διάταγμα, ή στην ζήτηση των φοιτητών ή στις ανάγκες της αγοράς ή και του κράτους και της κοινωνίας», επιδιώκεται η κατάργηση της αρμοδιότητας κάθε Τμήματος Σπουδών να καταρτίζει αυτό και μόνον το Πρόγραμμα Σπουδών του. Έτσι, το κράτος θέλει «να αφαιρέσει από τις Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων την ...αποκλειστική αρμοδιότητα τους να καταρτίζουν τα Προγράμματα Σπουδών ...διότι πολλά από αυτά δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του ιδίου του κράτους και της αγοράς, δηλ. των καπιταλιστών»(σ.75). Με τη μείωση των δημοσίων δαπανών για την ανώτατη εκπαίδευση και στην αναδιάρθρωση της τελευταίας σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, επιδιώκεται η «δημιουργία λίγων «αρίστων» Τμημάτων που θα κάνουν επιστήμη και βασική έρευνα (αυτήν που θα τους ζητούν και θα τους επιβάλλουν) και θα χρηματοδοτούνται αντιστοίχως» και η «μετατροπή όλων των υπολοίπων, σύμφωνα με την Διακήρυξη της Μπολόνια, σε τριετούς τώρα πλέον φοίτησης Τμήματα, τα οποία θα διδάσκουν εφαρμογές επιστημονικής γνώσης σε πεδία που καθορίζουν οι ανάγκες της αγοράς»(σ.76).

Το ερευνητικό έργο του ΔΕΠ θα αξιολογείται βάσει των κριτηρίων που αναλύονται στο 6ο κεφ., οπότε, «ή τα μέλη ΔΕΠ θα γράφουν και θα αποστέλλουν οικονομετρικές ή άλλου είδους κουτσουλιές που κολακεύουν ορισμένους, οπότε θα έχουν μια κάποια πιθανότητα δημοσίευσης, ή θα γράφουν και θα αποστέλλουν έντιμα άρθρα, δηλαδή θα προσπαθούν να περάσουν με το κεφάλι τον τοίχο, και σύντομα θα πάψουν να γράφουν γιατί θα σπάσουν το κεφάλι τους, δηλαδή γιατί τα άρθρα τους θα απορρίπτονται. Μια ακόμη συνέπεια θα είναι και η εξής: Υπό την πίεση της αξιολόγησης για δημοσιεύσεις σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σήμερα όλο και περισσότεροι συνάδελφοι θα γράφουν δημοσιεύσιμες ανοησίες και σχεδόν κανένας δε θα ασχολείται με σημαντικά θέματα που απαιτούν χρόνο και έχουν αβέβαιη έκβαση»(σ.79). Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση των βρετανικών πανεπιστημίων κατά γενικήν ομολογίαν τα κατέστρεψε. Γι’ αυτό και από το 2008 καταργείται. Εμείς την εισάγουμε τώρα. Ας κάνουμε κάτι να μην εισαχθεί»(σ.80).

Στο 8o κεφ. αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους οι πανεπιστημιακές σπουδές τριετούς διάρκειας λειτουργούν ως απαρχή αποδόμησης της συγκροτημένης θεραπείας της επιστήμης. «Τα τελευταία χρόνια οι κρατούντες φαίνεται με την αφορούσα τα πανεπιστήμια πολιτική τους να λένε πως ό,τι ήταν να ερευνήσουμε και να μάθουμε το ερευνήσαμε και το  μάθαμε ήδη προ πολλού. Δεν θέλουμε πλέον άλλη επιστημονική γνώση. Αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα πια είναι η φτηνή και επικερδής οικονομική χρήση της ήδη κτηθείσας επιστημονικής γνώσης»(σ.81). Τα Πανεπιστήμια προορίζονται «να εκπαιδεύουν άτομα κατάλληλα για την φθηνή και επικερδή οικονομική εφαρμογή και χρήση της κεκτημένης ήδη γνώσης»(σ.83). Οι κρατούντες θέλουν να πληρώνουν λιγότερα για την Ανώτατη Παιδεία και να την αναγκάσουν «να καλλιεργεί και να μεταδίδει νέα γνώση και να εκπαιδεύει τώρα πλεόν απλώς και μόνον με χαμηλό κόστος φοιτητές που θα χρησιμοποιούν οικονομικώς επικερδέστερα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα την ήδη υπάρχουσα γνώση»(σ.84).

«Θα πρέπει αργότερα, πολύ αργότερα, να ξαναθυμηθούμε την επιστήμη, να την επανακαλύψουμε και να την ανασυστήσουμε»(σ.88). Επίσης, «σε κάθε Πανεπιστημιακό Τμήμα Σπουδών θα δύνανται πλέον να υπάρχουν, πέραν του ενός και μοναδικού μέχρι σήμερα Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος, και άλλο ή άλλα Προγράμματα  Προπτυχιακών Σπουδών – διατμηματικά ή μη. Δηλ. και Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών τριετούς φοίτησης που προβλέπει η Συμφωνία της Μπολόνια… Τόσο η «μεταφορά πιστωτικών μονάδων» όσο και τα «τρίμηνα» προδίδουν την πρόθεση του νόμου να προετοιμάσει σε επίπεδο Ε.Ε. την συμφωνηθείσα στην Μπολόνια επιβολή των τριετούς διάρκειας πανεπιστημιακών σπουδών»(σ.90).

Το βιβλίο αυτό του πανεπιστημιακού δασκάλου Γ.Σταμάτη αναδεικνύει εμπεριστατωμένα και με γλαφυρό, εύληπτο τρόπο τους κινδύνους που εγκυμονεί ο νεοφιλελεύθερος στραγγαλισμός επιστήμης και Πανεπιστημίου. Είναι υπόθεση της θεωρίας και της πράξης όχι μόνο η διάσωση, αλλά και η θεμελίωση και διεκδίκηση επιστήμης και παιδείας ως καθολικής δημιουργικής δύναμης στην υπηρεσία των πραγματικών αναγκών της ενοποιημένης ανθρωπότητας.

 

Δημήτρης Πατέλης