Περί θρησκείας και θρησκευτικών προτύπων.
Δημήτρης Σ. Πατέλης.
Δημοσιεύθηκε στην Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχ. 145,
Απρ.-Ιούν. 2006, σελ. 66-85.
Περίληψη.
Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά στην θρησκεία ως
ιστορικά προσδιορισμένο πολιτισμικό φαινόμενο, υπό το πρίσμα της ανάδειξης
εκείνων των σχέσεων, στα πλαίσια των οποίων προκύπτει το θρησκευτικό βίωμα και
η θρησκευτική ανάγκη. Διακρίνεται το είδος των αντλούμενων από την θρησκεία
προτύπων, με τα οποία τροφοδοτείται η κοινωνία και η εκπαίδευση. Εντοπίζονται οι πραγματικές δυνατότητες και η αναγκαιότητα
διαλεκτικής άρσης των περιορισμών της θρησκευτικότητας, μέσω της προοπτικής
χειραφέτησης της ανθρωπότητας.
1. Εισαγωγή.
Ο προβληματισμός περί προτύπων στην κοινωνία
και στην εκπαίδευση (βλ. σχετικά την 1η
Εναλλακτική Ημερίδα Επιστημονικού Διαλόγου
του περιοδικού ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, 29-11-2003), παραμένει στο
επίκεντρο της επικαιρότητας. Σε άλλα κείμενα, είχαμε την ευκαιρία να
αναδείξουμε σημαντικές πτυχές αυτού του προβληματισμού (Πατέλης, 2003).
Στις μέρες μας, ενώ η επιστήμη και η
τεχνολογία αποθεώνονται, ο ανορθολογισμός, ο μυστικισμός και η θρησκοληψία, οι
διάφορες μορφές σκοταδισμού και αγυρτείας, βρίσκονται πάλι στο επίκεντρο της
επικαιρότητας. Όλο και πιο έντονα
προβάλλει στο προσκήνιο η θρησκεία ως πηγή αξιών και προτύπων. Γίνεται λόγος
περί «θρησκευτικής αναγέννησης», περί θρησκευτικής μόδας, περί επανόδου της
πίστης, περί «δίψας για Θεό» κ.λπ. Τα Μ.Μ.Ε. προβάλλουν τη θρησκευτικότητα ως
θέαμα, εντεταλμένοι ιδεολόγοι βαφτίζουν τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους «πολέμους πολιτισμών», τους οποίους ανάγουν
τελικά σε θρησκευτικούς πολέμους, ενώ οι θρησκευτικοί ταγοί μας προτρέπουν
επικά σε κινήσεις «πίσω ολοταχώς»...
Επιπλέον, η
κλιμακούμενη υποβάθμιση της εκπαίδευσης, συνοδεύεται με την θεσμοθετημένη
αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου τόσο της «αγοράς» (βλ. αμεσότερη υπαγωγή της
παιδείας στο κεφάλαιο) όσο και της θρησκείας (βλ. π.χ. το νομοθέτημα για την
«ανωτατοποίηση των εκκλησιαστικών σχολών» από την σχετική ιστοσελίδα της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π.),
σε ένα πλαίσιο αγαστής θεσμικής συνύπαρξης αγοραίου πραγματισμού και
θρησκευτικού μυστικισμού...
2. Και η
γενετική στην υπηρεσία της μεταφυσικής.
Εξυπακούεται ότι οι εκάστοτε λαθροχειρούντες παρά την
επιστήμη, δεν φείδονται προσπαθειών για να πείσουν το κοινό περί των δήθεν
επιστημονικών αποδείξεων της υπάρξεως του θεού, αλλά και περί δήθεν βιολογικού
προκαθορισμού της θρησκείας, δεδομένου ότι οι «οντολογικές αποδείξεις» έχουν
προ πολλού χρεοκοπήσει. Ακούσαμε λοιπόν πρόσφατα ότι, ω του θαύματος!,
«Ανακαλύφθηκε το γονίδιο της πίστης»! Όλα λοιπόν τίθενται στην «επιστημονική»
τους βάση: «Ίσως οι πνευματικές μας
αναζητήσεις και η αντίληψη που έχουμε για το Θεό να είναι αποτέλεσμα
συγκεκριμένων χημικών αντιδράσεων στον
εγκέφαλό μας. Αυτό υποστηρίζει […] Αμερικανός γενετιστής […], ο οποίος
εντόπισε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, που φαίνεται
πως συμβάλλει στη ρύθμιση αυτών των διαδικασιών. Πολλά έντονα θρησκευόμενα
άτομα συγκαταλέγονται μεταξύ των ανθρώπων που διαθέτουν μια ιδιαίτερη παραλλαγή
αυτού του γονιδίου, ενώ σε εκείνους που έχουν έναν άλλο τύπο του γονιδίου η
θρησκευτική πίστη δεν είναι τόσο έκδηλη […] το κλειδί του μηχανισμού που παίζει
αποφασιστικό ρόλο για το πόσο λίγο ή πολύ θρησκευόμενοι είμαστε είναι το
γονίδιο VMAT2» (Palmgren, εμφάσεις δικές μου
–Δ.Π.).
Επιστρατεύεται λοιπόν μια τυπική εκδοχή πρωτόγονου αναγωγισμού, η αναγωγή
συνειδησιακών φαινομένων σε χημικές αντιδράσεις και γονίδια (που καθορίζουν τη
σύσταση των πρωτεϊνών του οργανισμού), και μάλιστα με τη μορφή εώλων
πιθανολογικών εικασιών, ώστε να δοθεί επιστημονικοφανές περίβλημα σε
θρησκευτικά δόγματα. Ωστόσο, το βιολογικό στοιχείο δεν μπορεί να είναι
καθοριστικό στην εξέταση πολιτισμικών φαινομένων, η εμφάνιση των οποίων
ανάγεται σε προωθημένα στάδια του γίγνεσθαι της ανθρωποκοινωνιογένεσης. Πολλώ
μάλλον δε, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για το βιοχημικό και χημικό στοιχείο. Το
κοινωνικό-πολιτισμικό πεδίο αλληλεπιδράσεων, είναι το περιπλοκότερο όλων των
γνωστικών αντικειμένων, εντός του οποίου, όλες οι υπόλοιπες αλληλεπιδράσεις
(μηχανικές, χημικές, βιολογικές, κ.ο.κ.) υφίστανται και λειτουργούν σε
ανηρημένη-μετασχηματισμένη μορφή, υποταγμένες στην κοινωνική νομοτέλεια.
Ωστόσο, ο εμφορούμενος από αναγωγικό οίστρο
αρθρογράφος, στην προσπάθειά του να προσδόσει επιστημονικοφάνεια στα δόγματά
του, ανατρέχει και στην (κατά τα λοιπά απορριπτέα μετά βδελυγμίας από τους
φορείς της θρησκείας) θεωρία της εξέλιξης: «φαίνεται πως υπάρχουν πολλοί καλοί
λόγοι που σχετίζονται με τη γενετική προδιάθεση της πίστης μας σε κάποιο Θεό. Η
θρησκεία είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους και πιθανόν να έπαιξε καταλυτικό
ρόλο για την ειρηνική συνύπαρξη στις ανθρώπινες κοινωνίες… Αυτό ίσως σημαίνει
ότι αυτή η ιδιαίτερη εκδοχή του γονίδιου VMAT2 αναπτύχθηκε μέσα από την
εξελικτική διαδικασία, γιατί έδινε στους προγόνους μας ένα πλεονέκτημα: Η
θρησκεία και η πίστη ήταν παράγοντες που ενίσχυαν τη συνοχή και τη σταθερότητα
των κοινωνιών τους. Κατά συνέπεια, το βήμα από την πίστη μέχρι τη δημιουργία
ενός συστήματος κανόνων που διέπουν τα εγκόσμια δεν είναι τόσο μεγάλο, γεγονός
που οδήγησε στην τάξη και την ασφάλεια,
οι οποίες με τη σειρά τους έκαναν πιο εύκολη την επιβίωση. Οι θρησκευόμενοι απέκτησαν,
δηλαδή, ένα εξελικτικό πλεονέκτημα σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν τα σωστά
γενετικά δεδομένα. Έτσι, τα άτομα με αυτή την ιδιαίτερη εκδοχή του γονίδιου
VMAT2 κληροδότησαν το χαρακτηριστικό αυτό στις επόμενες γενιές μέσω της φυσικής
επιλογής, ώστε να διασωθεί σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μέχρι τις μέρες
μας.» (ό.π.). Χρειάζεται αυθεντικό ταχυδακτυλουργικό ταλέντο για να
συμπυκνωθούν τόσες αυθαιρεσίες υπό μορφή συλλογισμού με τρεις τουλάχιστον
λανθάνουσες αυθαίρετες προκείμενες…
Προκείμενη 1η: «Η θρησκεία είναι κάτι που
ενώνει τους ανθρώπους…»!
Προκείμενη 2η: Η θρησκεία προέκυψε από το
«γονίδιο της πίστης», που έδινε στους θρησκευόμενους προγόνους μας ένα «εξελικτικό
πλεονέκτημα» οδηγώντας «στην τάξη και
την ασφάλεια»!
Προκείμενη 3η: Οι φορείς των «σωστών γενετικών δεδομένων», ήγουν του
«γονιδίου της πίστης», δια της εξ ορισμού ενοποιητικής θρησκευτικότητος, και
της εξ αυτής εμπορευόμενης τάξεως, ηθικής και ασφαλείας, δημιούργησαν την
κοινωνία και ώθησαν την εξέλιξή της!
Για την ανασκευή της 1ης προκείμενης, δεν
χρειάζεται να διαθέτει κανείς εμβριθείς ιστορικές γνώσεις, οι οποίες προφανώς
δεν συνιστούν το ισχυρό σημείο του αρθρογράφου μας. Αρκεί μια ιδέα από την
τρέχουσα σύγχρονη ειδησεογραφία…Η θρησκείες ανέκαθεν λειτουργούσαν ενοποιητικά
και διχαστικά ταυτοχρόνως, ως μηχανισμοί εντάξεων και αποκλεισμών, σε συνάρτηση
με τις κοινωνικές και οικονομικές αντιφάσεις της εκάστοτε συγκυρίας.
Ακόμα και εάν υποτεθεί ότι έχουν αποτυπωθεί γονιδιακά
ορισμένες προϋποθέσεις της ανθρώπινης κοινωνικότητας, αυτό προφανώς θα αφορά
συμπεριφορές που συνδέονται με τον αγελαίο
τρόπο ζωής των πρωτευόντων, στον οποίο συνυπήρχαν
στοιχεία αλληλεγγύης, ενότητας, αλλά και σύγκρουσης, επιθετικότητας. Σε
διαφορετικές συγκυρίες, στην συμπεριφορά του ίδιου ή και διαφορετικών ατόμων,
δεσπόζει το μεν είτε το δε στοιχείο, ώστε να διασφαλιστεί η στρατηγική
επιβίωσης του γένους.
Είναι συνεπώς, τουλάχιστον αυθαίρετη η απόδοση στους
φορείς των πρώτων «εξελικτικού πλεονεκτήματος» (οφειλόμενου μάλιστα σε «γονίδιο
πίστης»), έναντι των μη συναινετικών, οι οποίοι μάλιστα «δεν είχαν τα σωστά
γενετικά δεδομένα». Εδώ, ο θεολογικός οίστρος του αρθρογράφου βρίθει
αντιδανεισμών με αγοραίες ρατσιστικές προκαταλήψεις. Μήπως, μετά από τέτοια
εμβριθή επιστημονική ανάλυση, προς διασφάλιση της εννόμου τάξεως και της
ηθικής, θα ήταν σκόπιμο να εισηγηθεί ο λαμπρός επιστήμων στα αρμόδια όργανα, να
επιδοθούν σε καθαρτήρια πογκρόμ, ή τουλάχιστον σε επιλεκτικές στειρώσεις στους
εναπομείναντες μη συναινετικούς προς το σύστημα και μη θρησκευόμενους, οι
οποίοι –κατά τον «επιστήμονα»– σαφώς και «δεν έχουν τα σωστά γενετικά
δεδομένα»;…
Βεβαίως, απουσιάζουν παντελώς από το σκεπτικό του
«επιστήμονα», ορισμένες αμελητέες λεπτομέρειες, όπως η ριζική αλλαγή που επήλθε
στην ανθρωποκοινωνιογένεση με την εργασία, έναντι των υπολοίπων εμβίων όντων: σε
αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα έμβια όντα που δεν υπερέβησαν τα δεσμά των
βιολογικών αλληλεπιδράσεων, το άγον και καθοριστικό στοιχείο της στρατηγικής
επιβίωσης του ανθρώπου, δεν είναι τόσο η προσαρμογή στις αλλαγές του
περιβάλλοντος, όσο η προσαρμογή του περιβάλλοντος στις ανθρώπινες ανάγκες, με
τη συνακόλουθη υπαγωγή και της ίδιας της φύσης του ανθρώπου σε αυτή την
διαδικασία μετασχηματισμού (αναλυτικότερα βλ. Βαζιούλιν 2004). Ως εκ τούτου, ο
παρά την επιστήμη θεολόγος, –ελέω «σωστού γενετικού υλικού»– δεν συναρτά την
εμφάνιση και ανάπτυξη της κοινωνίας με την συν-εργασία, αλλά με την
θρησκεία!... Με άλλα λόγια, η επιστήμη επιστρατεύεται λαθροχειρικά ως
«αποδεικτικό» στοιχείο για την επιβολή των δογμάτων μιας «σύγχρονης» εκδοχής
επικίνδυνου σκοταδισμού και μυστικισμού…
3. Πολιτισμός
και παιδεία.
Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν και το δόλιο ρόλο των
δια της επιστήμης απολογητών της θρησκείας, αλλά και των κατ’ επάγγελμα υμνητών
του παρελθόντος και αυτόκλητων διαχειριστών της «εθνικής κληρονομιάς»,
οφείλουμε να αναφερθούμε επιγραμματικά στα θρησκευτικά πρότυπα και στη σχέση
τους με την παιδεία και τον πολιτισμό.
Ο
άνθρωπος προσοικειώνεται, αφομοιώνει τον προγενέστερο πολιτισμό,
αποκωδικοποιώντας και αποαντικειμενοποιώντας τα εκάστοτε υλικά και πνευματικά
αποκρυσταλλώματά του, καθιστώντας τον όρο της δραστηριότητάς του και δημιουργεί
πολιτισμό, καινοτομεί, κωδικοποιώντας και
αντικειμενοποιώντας τις νέες γνώσεις, δεξιότητες και δημιουργικές
ικανότητές του. Ο πολιτισμός εντοπίζεται
στο σύνολο των διαγενεακώς διαβιβαζόμενων τρόπων και μορφών διεξαγωγής της
ανθρώπινης (υλικής και
πνευματικής) δραστηριότητας, που είναι
αντικειμενοποιημένοι σε εμπράγματους υλικούς φορείς (μέσα εργασίας, σημεία, σύμβολα, κ.ο.κ.), ως σύστημα πληροφοριακών
κωδίκων, οι οποίοι ενισχύουν την ιστορικά συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία και
θέτουν τους όρους της περαιτέρω ανάπτυξής της. Είναι ο γενικευμένος
τρόπος πραγμάτωσης και ρύθμισης της ανθρώπινης δραστηριότητας, η πτυχή
εκείνη της κοινωνικής ζωής που έγκειται στην γένεση και στη διαγενεακή μετάδοση «προγραμμάτων», «κωδίκων»
δραστηριότητας, συμπεριφοράς και επικοινωνίας. Είναι ο κώδικας, βάσει του οποίου εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται ο
κοινωνικά διαμεσολαβημένος μεταβολισμός (η ανταλλαγή ύλης και ενέργειας του
ανθρώπου με τη φύση), το σύνολο των δραστηριοτήτων και επικοινωνιών του
ανθρώπου. Ένας κώδικας σημειολογικών συστημάτων. Εξ’ ου και η βαθύτατη σύνδεση
του πολιτισμού με την παιδεία, την αγωγή και την εκπαίδευση. Με την ευρύτερη
έννοια του όρου, παιδεία είναι η
σχεδιοποιημένη ή αυθόρμητη πρακτική, γνωστική, ηθική, αισθητική, διανοητική
κ.ο.κ. επίδραση που ασκείται στα μέλη της κοινωνίας, ιδιαίτερα από την εκάστοτε
ώριμη γενιά στη νεότερη. Είναι το συνειδητά ή αυθόρμητα συγκροτούμενο σύστημα κοινωνικών παραγόντων που
επιδρούν καθοριστικά στην ανάπτυξη των ατόμων, η ενότητα όλων των μέσων, των
τρόπων και των μορφών (διαγενεακής και μη) αλληλεπίδρασης των ανθρώπων που
εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και ανάπτυξη της ζωής και του συνόλου του υλικού
και πνευματικού πολιτισμού.
Η
θρησκεία συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμού σε ορισμένες ιστορικές
βαθμίδες του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί εύλογη
η αντίληψη κατά την οποία η θρησκεία συνιστά ένα προνομιακό πεδίο, από το οποίο
η κοινωνία και η παιδεία οφείλει να αντλεί κοινωνικοποιητικά-πολιτιστικά
πρότυπα και παιδευτικές αξίες. Ωστόσο, πριν υιοθετήσουμε αβίαστα και άκριτα την
παραπάνω αντίληψη, οφείλουμε να διευκρινίσουμε, τι είναι η θρησκεία, πως
αρθρώνεται ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, από πού προκύπτει, πως λειτουργεί
και τι είδους πρότυπα και αξίες πρεσβεύει.
4. Για τις μορφές της κοινωνικής
συνείδησης.
Όπως έχουμε δείξει αναλυτικά (Πατέλης, 1999), η θρησκεία είναι ένα περίπλοκο,
πολυεπίπεδο και ιστορικά εξελισσόμενο πολιτισμικό μόρφωμα, τον πυρήνα του
οποίου συγκροτεί μια ιδιότυπη κοινωνική συνείδηση. Τι είναι όμως
κοινωνική συνείδηση (αναλυτικά, βλ. Βαζιούλιν, 2004, σ. 229-293);
Είναι χαρακτηριστική για τον άνθρωπο
ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω του
πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών. Η κοινωνική
συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο
άτομο το οποίο συνειδητά αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά
παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη
συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας. Η κοινωνική συνείδηση ή συνειδέναι
συναπαρτίζεται από δύο πλευρές: αφ’
ενός μεν συνιστά γνωστική διαδικασία
και γνώση
(ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα
σύλληψη των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας), αφ’ ετέρου δε συνιστά
συνειδητοποίηση και προτρέχουσα
σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της
επικοινωνίας τους.
Δεδομένου ότι
χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως
υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων και νόησης, σε
συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η συνείδηση
υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές.
Η ηθική μορφή
της συνείδησης είναι εκείνη στη λειτουργία της οποίας υπερτερεί η επίδραση των πράξεων, οι οποίες εξετάζονται εδώ από
την άποψη της ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να
επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία συνολικά, δηλαδή από την άποψη του
καλού και του κακού. Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες του κοινωνικού γίγνεσθαι στα πλαίσια
της ηθικής μορφής, προκύπτουν και δύο παράγωγες εκφάνσεις της κοινωνικής
συνείδησης: η πολιτική και το
δίκαιο.
Η αισθητική
μορφή συγκροτείται από τη διάθλαση του περιεχόμενου της κοινωνικής
συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος των
αισθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων), ως αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα
της ουσίας (απεικάσματα, παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο κ.λ.π.). Εδώ η αντικειμενικότητα, η πληρότητα, η
αρτιότητα του κόσμου, το καθολικό, το ουσιώδες και το αναγκαίο εκφράζεται σε
καθολικές μορφές-παραστάσεις, μέσω των οποίων η προσωπικότητα προσοικειώνεται και βιωματικά τον
κόσμο, μετατρέποντάς τον από αντικείμενο της συνείδησης σε αντικείμενο της
αυτοσυνείδησης. Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σε ορισμένες
βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η θρησκευτική συνείδηση, ως «άμεση, δηλαδή συναισθηματική μορφή
σχέσης των ανθρώπων προς φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες κυριαρχούν
επ’ αυτών» (Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ, σ.329).
Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα
συνδεόμενη με το κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής
συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης, του στοχασμού και σε καθολικές μορφές, της σχέσης
μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και τη συνειδητοποίηση
της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
Η
θρησκεία δεν είναι αυθαίρετη «κοινωνική κατασκευή». Παρά τις μονομέρειες του
κοινωνιολογισμού και του ψυχολογισμού, αποδεικνύεται ότι είναι ένα φαινόμενο το
οποίο έχει γνωσιολογικές, κοινωνικοοικονομικές,
και ψυχολογικές πηγές και λειτουργίες, οι
οποίες συνυπάρχουν και λειτουργούν αναπόσπαστα περιπεπλεγμένες. Επειδή όμως η
θρησκεία είναι μορφή κοινωνικής συνείδησης, και ωθεί τους ανθρώπους σε
ορισμένες γνωστικές προδιαθέσεις, στάσεις ζωής, πράξεις, βιώματα, σκέψεις
κ.ο.κ., λειτουργεί και ως μηχανισμός
συστημικής αντεπίδρασης στις γνωστικές διαδικασίες, στους αντικειμενικούς κοινωνικοοικονομικούς
όρους ύπαρξης και στην ψυχολογία των ανθρώπων. Υπό αυτή την ιδιότητα, η θρησκεία επ’ ουδενί λόγω δεν είναι (γνωσιολογικά,
αξιολογικά, πολιτικά, κοινωνικά κ.ο.κ.) ουδέτερη και αμερόληπτη, ούτε μπορεί να
τίθεται υπεράνω της κοινωνίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
5. Συνοπτική
αναφορά στις γνωσιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές πηγές της θρησκείας.
Η κάθε απόσπαση φαντασιακών είτε νοητικών μορφωμάτων
που προκύπτουν νομοτελώς σε διάφορα επίπεδα της γνωστικής διαδικασίας και η κάθε εμπλοκή του ανθρώπου στην άκαμπτη
θεώρησή τους, οδηγεί σε ψευδοσυλλογισμούς, οι οποίοι ανακύπτουν αυθόρμητα σε
ορισμένου τύπου καθημερινή συνείδηση που αποτελεί τη βάση ιδεοκρατικών θεωρησιακών κατασκευών και μυστικοποίησεων, τις οποίες ο Μαρξ αποκαλούσε speculation. Η αμφισημία του όρου speculation ερμηνεύεται από τον
Μαρξ ως «Λαθρεμπορική ταχυδακτυλουργία σκέψεων», δηλ. ως θεωρησιακή
(φιλοσοφική) κατασκευή, αλλά και ως (εμπορική) κερδοσκοπία (βλ. σχετικά: Μαρξ
Κ., Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία, σελ. 375 382). Ο μηχανισμός της
ιδεαλιστικής-μυστικιστικής απόσπασης της αφηρημένης γενίκευσης από τα αισθητηριακά
δεδομένα και αντιστροφής της μεταξύ τους γενετικής και αιτιώδους σχέσης,
γίνεται κατά κανόνα ως εξής: το γενικό, π.χ. η έννοια «καρπός» αποτέλεσμα
γενίκευσης - αφαίρεσης γενικών ιδιοτήτων από την ποικιλομορφία των ξεχωριστών
καρπών (μήλων, αμυγδάλων, αχλαδιών κλπ.) αποσπάται από το ειδικό και το ενικό
και προβάλλει ως εξ’ αρχής δεδομένο, ενώ οι συγκεκριμένοι καρποί (μήλα κ.λ.π.)
προβάλλουν ως απλές ενσαρκώσεις και υλοποιήσεις της έννοιας (της ιδέας) «καρπός
εν γένει»... Έχουμε δηλαδή υποστασιοποίηση
της υπαλληλίας των εννοιών γένους-είδους (Mαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η αγία
Οικογένεια, σ. 62-67).
Η αναφορά στις γνωσιολογικές πηγές της θρησκείας, έχει
ιδιαίτερη σημασία για όσους εμπλέκονται
συνειδητά σε μαθησιακές διαδικασίες και παιδαγωγικό έργο. Η σχετικά εκτενής αναφορά σε αυτές τις
πηγές, αποσκοπεί επιπλέον στην εμφατική ανάδειξη των γνωσιολογικών πηγών των μεταφυσικών υποστασιοποιήσεων, δεδομένου
ότι η θρησκεία (όπως άλλωστε και κάθε
ιδεαλισμός), -παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις ενός μονόπλευρου κοινωνιολογισμού
(βλ. π.χ. Ντυρκέμ)- έχει γνωσιολογικές ρίζες, που συνδέονται με το φάσμα
δυνατοτήτων που παρέχει η αντιφατική και πολύπλευρη γνωστική διαδικασία, κάθε
καμπή, απόσπασμα, θραύσμα και κυρίως κάθε πλάνη
της οποίας μπορεί (με την κατάλληλη κοινωνική - πολιτισμική ενίσχυση και
διόγκωση) να οδηγήσει σε μεταφυσικές υποστασιοποιήσεις, μονομέρειες και
απολυτοποιήσεις.
Στη θρησκευτική έκφανση του συνειδέναι καθοριστική και
κυρίαρχη είναι η παρουσία κατ’ εξοχήν του βιώματος, της εμπειρίας, των
συναισθημάτων έναντι της σκέψης και της δράσης. Αλλά η θρησκευτική συνείδηση,
ως ιδιότυπη συνείδηση, αποτελεί συνείδηση
εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αυτονομούνται από την
πρακτική και γνωστική ενεργητικότητα του ανθρώπου και ως «απολελυμένες» και
αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν και επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις
υποταγής, βλάβης και καταστροφής. Οι
δυνάμεις αυτές είναι οπωσδήποτε άγνωστες και κατ’ αρχήν ακατάληπτες, ή τουλάχιστον ανεπαρκώς εγνωσμένες, δεδομένου ότι η γνώση του ανθρώπου είναι
αναγκαία και επαρκής, στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης τη
δυνατότητα τελεσφόρου μετασχηματισμού του εγνωσμένου στην κατεύθυνση που του
χρειάζεται (το γνωστό είναι δυνάμει πρακτέο).
Αποτελεί λοιπόν η θρησκεία φενακισμένη, φαντασιακή και
αντεστραμμένη αντανάκλαση εξωτερικών, αλλότριων, κυρίαρχων, καταστροφικών και
ακατάληπτων φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Είναι μάλιστα μια άμεση συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς αυτές τις
δυνάμεις, και από αυτή την άποψη, αποτελεί
εκδήλωση της ανελευθερίας, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας και της υποταγής των
ανθρώπων σε αντικειμενικούς όρους της ζωής τους, οι οποίοι δεν είναι αποτέλεσμα
της συνειδητής τους δραστηριότητας, αλλά τους επιβάλλονται αυθόρμητα (Ουγκρινόβιτς, σ. 245). Συνεπώς η επιστημονική προσέγγιση της
θρησκείας προϋποθέτει τη διερεύνηση και εξήγηση εκείνου του είδους των σχέσεων
και των πλευρών της κοινωνικής ζωής, οι οποίες γενούν την αντικειμενική ανάγκη για ένα σύστημα φενακισμένων δοξασιών, ικανών
να «διευθετούν» με φαντασιακό και αντεστραμμένο τρόπο τα πραγματικά προβλήματα
της ανθρώπινης ζωής.
Η ανάγκη
αυτή στην πρωταρχική της μορφή προβάλλει ως ατομική αναζήτηση (από το επιμέρους άτομο - ιδιώτη) λύτρωσης, «απαλλαγής, σωτηρίας, τις οποίες η δεδομένη και ως τέτοια
ανυπέρβλητη πραγματικότητα αδυνατεί να του παράσχει στις δεδομένες
συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες...» (Lucacs, σ. 439). Η ψυχολογική ένταση αυτής της ανάγκης του
ατόμου-πιστού και ο μαζικός χαρακτήρας της σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες,
προβάλλουν ως αυταπόδεικτη αλήθεια της «εγγενούς» θρησκευτικότητας που δήθεν
ενυπάρχει στη «φύση του ανθρώπου», στις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου ψυχισμού
ή και του οργανισμού... Αυτό ακριβώς το βίωμα, προκβαλλόμενο στο διηνεκές,
προτάσσει η θεολογική προπαγάνδα στην προσπάθειά της να εδραιώσει παιδιόθεν την
παρουσία της θρησκείας, ως δήθεν αιωνίου φαινομένου. Η θρησκευτική συνείδηση
είναι όντως φαινόμενο που εκφράζεται και υπάρχει μέσω του ψυχισμού των
ξεχωριστών ατόμων, σφραγίζοντας την ιδιοτυπία του τελευταίου, αλλά επ’ ουδενί λόγω δεν ανάγεται στην ατομική
ψυχολογία (πόσο μάλλον στη
βιολογία). Από αυτή την άποψη είναι άκρως αντιεπιστημονικές οι προσεγγίσεις που
ορίζουν τη θρησκεία ως «σχέση του ανθρώπου με το θείο» (Μπέγζος, σ.277),
παραπέμποντας απ’ ευθείας στο μεσαιωνικό μυστικισμό των οντολογικών αποδείξεων
της ύπαρξης του θεού με την επίκληση της περί αυτού ιδέας. Η επιστημονική αξία
παρόμοιων προσεγγίσεων είναι χειρότερη από αυτήν λ.χ. της ερμηνείας της ψύχωσης
μέσω της σχέσης του ατόμου με παραστάσεις του παραληρήματός του...
Στον αντίποδα του ψυχολογισμού τοποθετείται
ο κοινωνιολογισμός, ο οποίος επικεντρώνεται στη φαινομενολογική περιγραφή, στον
μονομερή και εν πολλοίς στατικό εντοπισμό μορφών, πτυχών και λειτουργιών του
θρησκευτικού φαινομένου (όπως γίνεται
π.χ. στο δομο-λειτουργισμό). Ποικίλες εκδοχές κοινωνιολογισμού
απαντώνται σε κοινωνιολογικά κείμενα περί θρησκείας (βλ. π.χ. Τσαούση, σ.
504-551).
6. Θρησκευτικός
αγνωστικισμός, δογματισμός, σκεπτικισμός, ανορθολογισμός και εκπαίδευση.
Η θρησκευτική συνείδηση αποτελεί πρόσληψη εν είδει
αισθητηριακών ισοδυνάμων-παραστάσεων της άγνωστης και μάλιστα της μη γνώσιμης,
της εκ προοιμίου ακατάληπτης και «αδιάγνωστης» ουσίας, η οποία κυριαρχεί επί
ατόμων που διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και η οποία είναι κατά βάση
εχθρική προς αυτά. Η αγνωσία είναι βασικό γνώρισμα της θρησκείας που την
καθιστά από γνωσιολογικής κοσμοθεωρητικής πλευράς αγνωστικιστική συνείδηση, η οποία αρνείται (ολοκληρωτικά ή εν μέρει) τη γνωσιμότητα του κόσμου. Κατ’
αυτόν τον τρόπο, η θρησκεία, κατά
κανόνα, θέτει φραγμούς στη γνώση και υπονομεύει την εμβέλεια και το βάθος των
σκοποθεσιών και της δραστηριότητας του ανθρώπου, γεγονός που την καθιστά
θεμελιωδώς αντιεπιστημονική.
Υπαρκτές φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις εκλαμβάνονται
ως εκ προοιμίου ασύλληπτες, ανέκαθεν και δια παντός κυρίαρχες και εχθρικές προς
τους ανθρώπους. Αντικείμενο της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράγματα, σχέσεις
και διαδικασίες που υπάρχουν σε απόσπαση και σε αντιδιαστολή με τους ανθρώπους,
που επενεργούν σε αυτούς καταστροφικά. Ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές, δεν είναι
ακόμα εγνωσμένες και δεν έχουν ακόμα μετασχηματισθεί πρακτικά βάσει της
συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων. Είναι ακριβώς αυτό το εισέτι μη εγνωσμένο, το εισέτι μη
μετασχηματισθέν πραγμάτων, σχέσεων, διαδικασιών και δυνάμεων που
εκλαμβάνεται αντεστραμμένα από τη
θρησκευτική συνείδηση ως θεμελιώδης μη
γνωσιμότητα δυνάμεων ανέκαθεν και ανυπέρβλητα κυρίαρχων και εχθρικών προς τους ανθρώπους.
Φυσικά, οι
εκάστοτε γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου είναι ιστορικά προσδιορισμένες.
Αλλά, το πρόβλημα της γνωσιμότητας δεν είναι για τη θρησκευτική συνείδηση
ορθολογικά διευθετούμενη ιστορική διαδικασία, σε συνάρτηση με το εύρος και το
βάθος της ανθρώπινης πρακτικής, αλλά εγγενής αδυναμία του a
priori πεπερασμένου του ανθρώπου του φυσικού, του εντεύθεν
έναντι της απειρίας του υπερανθρώπου, του υπερφυσικού, του επέκεινα. Αυτός ο εγγενής δογματικός αγνωστικισμός της
θρησκείας λειτουργεί ως κοσμοθεωρητική αρχή εξ’ υπαρχής υπονομευτική της
μαθησιακής διαδικασίας. Αδιαμφισβήτητα, η θρησκεία είναι η παραδοσιακότερη και
μακροβιότερη μορφή εξ ορισμού δογματισμού και αγνωστικισμού, γεγονός που της
προσδίδει έναν εγγενή αντιεπιστημονισμό και ανορθολογισμό. Χαρακτηριστική
είναι η περίφημη ρήση του Ταρτουλλιανού:
«credo, quia absurdum» («Πιστεύω διότι είναι παράλογο»).
Δογματισμός είναι η προσήλωση και η άκριτη εμμονή στις
(θεμελιώδεις) αρχές και στην αυστηρότητα ορισμένου συστήματος, η οποία
προτάσσει την αξίωση να αναγνωρίζονται, είτε να γίνονται αποδεκτές άνευ όρων ορισμένες
σχηματοποιημένες και μηχανιστικά κωδικοποιημένες θέσεις, ως αξιώματα μη ερειζόμενα
σε αιτιολογία ή αποδείξεις. Ο σκεπτικισμός,
αντίθετα, προσδιορίζεται είτε αυτοπροσδιορίζεται ως αμφιβολία, αμφισβήτηση και
άρνηση των αρχών και της αυστηρότητας ορισμένου συστήματος, ως αντίποδας του
δογματισμού. Ο μεν πρώτος, απολυτοποιεί τον απόλυτο χαρακτήρα, ο δε δεύτερος,
απολυτοποιεί τον σχετικό χαρακτήρα της
εκάστοτε κεκτημένης αλήθειας.
Στη θρησκεία και στη θεολογία, η μεν πρώτη τάση
εκδηλώνεται με τη συγκρότηση, συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των δογμάτων
του κάθε θρησκευτικού συστήματος, στον βαθμό που αυτό εδραιωνόταν και αποκτούσε
επίσημα θεσμική ισχύ (με την δική του «δογματική»), η δε δεύτερη, με πληθώρα
«αιρετικών» αναθεωρήσεων.
Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι δύο εκ πρώτης όψεως
διαμετρικά αντίθετες τάσεις-πόλοι, που εκδηλώνονται με ποικίλες μορφές και
ένταση σε διαφορετικές συγκυρίες της ιστορίας των μορφών της κοινωνικής
συνείδησης (θεωριών, επιστημών, ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής,
θρησκείας, φιλοσοφίας).
Στην επιστήμη και στην εκπαίδευση, οι
τάσεις αυτές εκδηλώνονται ιδιαίτερα έντονα στις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, κατά τις οποίες τίθεται σε δοκιμασία
η περιγραφική, ερμηνευτική και ευρετική ικανότητα της κεκτημένης γνώσης και των
μεθοδολογικών θεμελίων της, μέσω ποικίλων προσπαθειών εξήγησης του άγνωστου
(π.χ. νέων γεγονότων) με τη βοήθεια του ήδη γνωστού. Η δημιουργική ανάπτυξη της επιστήμης και της μάθησης δεν επιτυγχάνεται σε αυτές τις συγκυρίες μέσω κάποιας
εξισορρόπησης του δογματισμού με δόσεις σκεπτικισμού, είτε με την υιοθέτηση
μιας σχετικοκρατικής διάλυσης κάθε αρχής, αλλά στον βαθμό που, μέσα από
δραματικές συγκρούσεις, αίρεται η άγονη αντίθεση μεταξύ δογματικής εμμονής σε
παρωχημένες επιστημονικές θέσεις και μηδενιστικών, σκεπτικιστικών,
αγνωσπκιστικών κ.λπ. τάσεων, μέσω της
θετικής διευθέτησης των επίμαχων προβλημάτων και της αναβάθμισης της γνώσης με
την διαλεκτική «άρση» των κεκτημένων της
(Πατέλης, 1998).
Εξυπακούεται
ότι ο ανορθολογισμός δεν εξαντλείται
στις «συγκροτημένες» φιλοσοφικές, θεολογικές και θεωρητικές εκδοχές του που
προωθούνται ποικιλοτρόπως και επισήμως από την «καθηγητική επιστήμη» και τα όποια
εντεταλμένα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της άρχουσας τάξης» (Μαρξ, Θεωρίες της υπεραξίας, σ. 528), που πρόθυμα
ενσταλάζουν αδράνεια, αποπολιτικοποίηση και μοιρολατρία σε συνθήκες γενικευμένης
κρίσης του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Βλέπετε «αυτή
η αποβλάκωση, άμα τε και φρίκη, έχει βρει τους περισσότερους υμνητές απ’ όσους
οποιοδήποτε άλλο άγος μπόρεσε ποτέ να εξασφαλίσει στο διάβα των αιώνων» (Στάθης).
Ωστόσο, καμία συγκροτημένη ιδεολογική επιβολή ή «κατασκευή» δεν θα είχε
αντίκρισμα, εάν δεν εύρισκε πρόσφορο έδαφος στο πεδίο των καθημερινών σχέσεων
και βιωμάτων των ανθρώπων, σε αυτή τη μήτρα αφομοίωσης και αναπαραγωγής του
κυρίαρχου συστήματος που αναπαράγει τον «λαϊκό ανορθολογισμό», ένα συμπίλημα δεισιδαιμονιών,
προκαταλήψεων, προεπιστημονικών, ψευδοεπιστημονικών και παραεπιστημονικών
δοξασιών, αφελούς φυσιοκρατισμού και θρησκείας, αλλά και τον αυθόρμητο
ανορθολογισμό των μεταμοντέρνων «επιστημόνων», που σπεύδουν να υιοθετήσουν τα
εκάστοτε ιδεολογικά κελεύσματα της μόδας.
Δεδομένου
μάλιστα ότι με την εδραίωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ο θετικισμός είναι το φιλοσοφικό ρεύμα
που πρεσβεύει την κυρίαρχη μορφή του ορθολογισμού,
ο τελευταίος εννοείται ως κατ’ εξοχήν
εργαλειακός, τεχνοκρατικά χρησιμοθηρικός και ιδιοτελώς υπολογιστικός «ψυχρός» λόγος, δέσμιος
της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας, κινούμενος στα πλαίσια ενός έρποντα εμπειρισμού-φαινομεναλισμού. Ο κατ’
αυτόν τον τρόπο εννοούμενος θρίαμβος του «ορθολογισμού» δεν αφήνει απλώς
περιθώρια για την ανάπτυξη του ανορθολογικού μυστικισμού, αλλά αποτελεί τη βάση
για την ανάπτυξή του, τον αναπαράγει νομοτελώς ως το εξισορροπητικό alter ego του στο
πεδίο της καθημερινής τύρβης.
Πολύς
λόγος γίνεται περί του μονοσήμαντα ευεργετικού ρόλου της χρήσης νέων
τεχνολογιών στην κοινωνία και στην εκπαίδευση. Η εισαγωγή των
«νέων τεχνολογιών» της πληροφορικής, της ψηφιοποίησης των εποπτικών μέσων, της
εικονικής πραγματικότητας και του Internet, που προβάλλεται δημαγωγικά ως πανάκεια για
αναβάθμιση της εκπαίδευσης, με αμετάβλητο το όλο πλαίσιο, τις κατευθύνσεις, τη
δομή και τις λειτουργίες της εκπαίδευσης, μπορεί να επιτείνει την υποβάθμιση
της γνωστικής διαδικασίας σε παραστατική αναπαραγωγή τυποποιημένης πληροφορίας,
είτε ακόμα και να οδηγήσει σε εγκλωβισμό
εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων στο χαώδες συμφυρματικό πληροφοριακό zapping της «εικονικής πραγματικότητας», με ανεπανόρθωτη
υπονόμευση κάθε λογικής συνέπειας, κριτικής στάσης και νοητικής πειθαρχίας…
Εάν λ.χ. ο εικονογράφος του παραδοσιακού σχολικού βιβλίου δεσμευόταν από
ορισμένες στοιχειώδεις αξιώσεις αναπαραστατικού ρεαλισμού, οι δυνατότητες της
σύγχρονης ψηφιακής επεξεργασίας παραστάσεων της εικονικής πραγματικότητας δεν
παρέχουν μόνο απείρως μεγαλύτερη ευχέρεια δημιουργικών οπτικοποιήσεων, αλλά και
τη δυνατότητα
οπτικοποίησης κάθε λεκτικοποιημένης ή μη ανορθολογικής αυθαιρεσίας,
προσπελάσιμης μάλιστα από ηλικιακές ομάδες και υπό όρους, οι οποίοι κάθε άλλο
παρά εξασφαλίζουν την κριτική επεξεργασία των προσφερόμενων παραστάσεων.
Ανακύπτει κατ’ αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος αναβίωσης της πρωτόγονης ανορθολογικής
«καθολικής αιτιοκρατίας», όπου κάθε τι μπορεί να προκύψει από τα πάντα, με
την επιβλητική και υποβλητική χρήση μιας τεχνικής βάσης που παρέχει μεν θεμελιώδεις
δημιουργικές δυνατότητες, αλλά και δυνατότητες καταστροφής του λόγου. Το πρόβλημα επιτείνεται με την προβολή σκοταδιστικών και αντιεπιστημονικών δογμάτων ως θέσεων ισάξιας (αν
όχι βαθύτερης) ισχύος και εγκυρότητας με επιστημονικές θέσεις (βλ. τις
σχιζοφρενικές επιπτώσεις της επιβολής των θρησκευτικών).
Ως εκ τούτου, η θρησκεία προσφέρεται προς
ανάλυση και ως κλασικό διδακτικό υπόδειγμα
δογματισμού, αντιεπιστημονισμού και ανορθολογισμού, εξαιρετικά χρήσιμο από
τη άποψη της διάγνωσης των μηχανισμών και των επιπτώσεων κάθε δογματοποίησης
στο χώρο της επιστήμης, της συνείδησης και των ιδεών.
Η θεολογία, στην
καλύτερη περίπτωση, συνιστά επιστημονικοφανή κωδικοποίηση - συστηματοποίηση των
θρησκευτικών δογμάτων και διακρίβωση των όρων (θεσμικών, κοινωνικών,
ψυχολογικών, κ.ο.κ.) διαχείρισης της θρησκευτικότητας, που αποσκοπεί στην
εδραίωση και παράταση της βιωσιμότητάς της. Από αυτή την άποψη η
θεσμική παρουσία και αυτοπροβολή της θεολογίας ως επιστήμης, αλλά και η ένταξη
των θρησκευτικών στην οργανωμένη εκπαίδευση, δίκην γνωστικού αντικειμένου (που
συνυπάρχει στα αναλυτικά προγράμματα ισάξια με τα επιστημονικά γνωστικά
αντικείμενα) και πηγής προτύπων-αξιών
για τους νέους, συνιστούν ιδιότυπες ιδεολογικές-χειραγωγικές ενέργειες με
αντιεπιστημονικό, αντιπαιδαγωγικό και αντιδραστικό περιεχόμενο.
7. Για την
ιστορικότητα και την πρακτική λειτουργικότητα των θρησκευτικών προτύπων.
Αλλοτρίωση,
θρησκευτικό βίωμα και θρησκευτική ανάγκη.
Με τη θρησκεία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις ίδιες του
τις δημιουργικές (και καταστροφικές) ικανότητες, δυνάμεις, σχέσεις και
δραστηριότητες ως εκτός και εναντίον του υφιστάμενα μορφώματα, αντικείμενα,
παραστάσεις. Πρόκειται για ανορθολογική
μορφή συνειδητοποίησης καθ’ όλα
υπαρκτών (τουλάχιστον ως προς την αφετηρία τους) αντικειμένων. Στη θρησκεία «οι
άνθρωποι κάνουν τον εμπειρικό τους κόσμο μια ουσία που τη συλλαμβάνουν, τη
φαντάζονται, που τους αντιμετωπίζει μονάχα σαν κάτι ξένο» (Ιλιένκοφ, σ.63). Και
μάλιστα, παρά τον αφελή μηδενισμό ορισμένου τύπου αθεϊστικών τάσεων, η θρησκεία αποτελεί ιστορικά συγκεκριμένο
φαινόμενο, αναγκαίο, παροδικού χαρακτήρα μόρφωμά του ανθρώπινου πολιτισμού,
αναβαθμό της διαμόρφωσής του αυθεντικού συνειδέναι, καθώς «ο άνθρωπος οφείλει αρχικά εντός της θρησκευτικής του
συνείδησης να αντιπαραθέσει στον εαυτό του τις ίδιες τους τις πνευματικές
δυνάμει ως ανεξάρτητες δυνάμεις» (Αρχείο Μαρξ, σ.35). Η υπαρκτή αφετηρία αυτής
της αντιστροφής δεν πρέπει να αναζητηθεί στον κόσμο των ιδεών και της
φαντασίας, αλλά στην ιδιοτυπία ορισμένου επιπέδου διαμόρφωσης των υλικών όρων
ύπαρξης της κοινωνίας, χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο κατακερματισμός της
ανθρωπότητας (λόγω του υποδουλωτικού χαρακτήρα του κατακερματισμού της
εργασίας, της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο). Το
κοινωνικό όλο προβάλλει τότε ως σύνολο σχετικά αυτοτελών μερών, πραγμάτων,
σχέσεων κ.λπ., η ουσία του οποίου εκδηλώνεται στην επιφάνεια με τη μορφή του
αντίποδά της: της αισθητηριακής αμεσότητας. Όταν η συνείδηση του ανθρώπου
εξετάζει τους όρους ύπαρξης αυτής της αντικειμενικής
φαινομενικότητας ως ιστορικά
αμετάβλητους και ανυπέρβλητους, αδυνατεί να εμβαθύνει στην ουσία, οπότε
νομοτελώς ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η
τυχαία εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη των πραγμάτων απολυτοποιείται και υπό
το πρίσμα αυτής της απολυτοποίησης «εξηγεί» την εσωτερική κίνηση, την ουσία (Βαζιούλιν,
1968, σ. 118 – 129).
Η θρησκευτική συνείδηση δεν έχει να
κάνει με απεικάσματα είτε με έννοιες που απορρέουν από μια καθαρά γνωστική σχέση
του ατόμου-υποκειμένου προς το αντικείμενο, μια σχέση που γεννά γραμμικά
αντανακλάσεις-αντικατοπτρισμούς, ως άμεσα προσαρτήματα στη συνείδηση. Εφ’ όσον
η σχέση των ανθρώπων προς το περιβάλλον τους είναι μια σχέση πρακτικά λειτουργική (και σε επίπεδο άκριτης εμπλοκής στην
καθημερινότητα της γενικευμένης αλλοτρίωσης η σχέση αυτή είναι κατ’ εξοχήν
τέτοιου τύπου) προς τους αντικειμενικούς (εμπράγματους ή προσωπικούς) όρους
ύπαρξής τους, οι οποίοι ορίζουν τους ανθρώπους πέρα κι έξω απ’ τη θέλησή τους,
τα συνδεόμενα με την εμπλοκή του ανθρώπου σε τέτοιες σχέσεις βιώματα
χαρακτηρίζονται από αντιφατικές νοηματοδοτήσεις «αισθητές-υπεραισθητές» (Μαρξ,
Το κεφάλαιο, σ. 84), αλλά και λογικοφανείς-ανορθόλογες.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η θρησκεία υπαγορεύει ορισμένα πρότυπα, συγκεκριμένου τύπου στάση ζωής.
Εφ’ όσον ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις
σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις που αρθρώνουν το βιοτικό του πρόγραμμα ως
δεδομένες και αμετάβλητες, είναι ανέφικτη, η όποια συνεπής αναζήτηση αιτιώδους
συνάφειας και ριζικού επαναπροσδιορισμού της στάσης ζωής του και της όλης
συμπεριφοράς και επικοινωνίας του. Αλλά στο βαθμό που η εμπλοκή του σε
αυτές, η εξυπηρέτηση τους, η ίδια η ύπαρξή του, προϋποθέτει ορισμένο ελάχιστο
επίπεδο προσανατολισμού (ρύθμισης, αυτορύθμισης κ.λπ.), άρα και ορισμένου τύπου
συνείδηση και αυτοσυνείδηση, το περιεχόμενο των οποίων εστιάζεται σε ιδιότυπες,
δομικές και λειτουργικές πτυχές του συστήματος ως έχει, που μορφοποιούνται σε ιδιότυπα πρότυπα - αισθητηριακά ισοδύναμα. Τέτοιες είναι και οι θρησκευτικές παραστάσεις, η παρουσία
και η επίκληση των οποίων είναι δηλωτική του αλλοτριωμένου χαρακτήρα των
κοινωνικών σχέσεων, αλλά και εχέγγυο βιωσιμότητας του ατόμου σε αυτές, όσο δεν
υφίσταται ή δεν συνειδητοποιείται μια πραγματική διέξοδος-υπέρβασή τους.
Η γενικευμένη αίσθηση της αλλοτρίωσης, της εξάρτησης
και της υποταγής που αποκομίζει ο άνθρωπος, βιώνοντας αλλεπάλληλες
«αξιολογήσεις», κυρώσεις και ανταμοιβές, μορφοποιείται σε
απολυτοποιημένη υποστασιοποίηση του φόβου, της καθολικής κυριαρχίας, μιας
«υπέρτατης δύναμης». Εδώ ακριβώς έγκειται ο «παιδευτικός» μηχανισμός
κοινωνικοποίησης μέσω της θρησκείας. Με τη βιωματική εσωτερίκευση αυτού του
φόβου -ως αρνητικού ρυθμιστικού παράγοντα της κομφορμιστικής συμπεριφοράς-
νοηματοδοτείται θετικά (συνειδητά και ασυνείδητα) το υποστασιοποιημένο
αισθητηριακό ισοδύναμό του. Η παρουσία
και η ενέργεια του υποστασιοποιημένου αισθητηριακού ισοδύναμου αυτού του φόβου
(έναντι του θείου, του ιερού, του αγίου) προσδίδει στη γενικευμένη δέσμευση του
πειθαναγκασμού και της χειραγώγησης την αίσθηση μιας αυτοδέσμευσης, την αίσθηση
του δέους. Η αίσθηση αυτή λειτουργεί ως αναγκαίο συνοδευτικό στοιχείο της
συνύπαρξης με τους άλλους στην κοινωνία, ως υπερβατική εγγυητική αρχή του ήθους
της όποιας κοινωνικότητας. Γι’ αυτό και ο στερούμενος αυτής της αίσθησης είναι
για την καθημερινή θρησκευτική συνείδηση «αθεόφοβος».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν είδει
θρησκείας μορφοποιούνται, κωδικοποιούνται και αναπαράγονται διαγενεακά
αυθόρμητα διαμορφωμένοι κανόνες, πρότυπα και παραδόσεις. Από αυτή την
άποψη η ισχύς της θρησκείας, είναι η ισχύς της άκριτα προσλαμβανόμενης και
ακατανόητης ως προς τις πραγματικές ιστορικές πηγές της παράδοσης (Ιλιένκοφ,
σ. 63) ως
υποστασιοποιημένης σε στερεοτυπικές δογματικές μορφές κλίμακας αξιών. Συνεπώς οποιαδήποτε αναγωγή του
πολιτισμού και της πολιτισμικής ταυτότητας
στη θρησκεία, είναι θεμελιωδώς συντηρητική, αν όχι άκρως αντιδραστική.
Αν ο άνθρωπος στη δεδομένη επίγειο ύπαρξή του, στον
εντεύθεν κόσμο, δεν μπορεί να επιτύχει εκπλήρωση των ζωτικών του επιθυμιών, των
δημιουργικών δυνατοτήτων και επιδιώξεών του, αν νοιώθει χαμένος, ανακύπτει η
διάθεση για «σωτηρία», η οποία επικεντρώνει τη συνείδηση στο βίωμα του ανεκπλήρωτου ως θεμελιωδώς μη
εκπληρώσιμου και ανικανοποίητου. Ο
εντεύθεν κόσμος προβάλλει τότε ως «ψευδής», «μάταιος», κ.ο.κ. και τελικά ως
απολύτως απορριπτέος. Τότε το επέκεινα βιώνεται ως προσανατολιστικό «άκρον
άωτον», ως υπερβατικό φαντασιακό πρότυπο
και ως διαμαρτυρία, ως απόλυτη άρνηση του εντεύθεν αβίωτου κόσμου.
Ωστόσο, η αληθινή -και όχι φαντασιακή- πραγμάτωση της
προσωπικότητας είναι εφικτή μόνο μέσα από συλλογική πρακτική και συνείδηση, που
αίρει διαλεκτικά τη μερικότητα της κατακερματισμένης αλλοτριωτικής
καθημερινότητας, βάσει των αντιφατικών τάσεων αυτού του κόσμου. Η αναζήτηση
λύσης στο πρότυπο (μορφή, παράσταση, αξίες) του επέκεινα, καθιστά τον άνθρωπο
δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια ψευδαίσθηση υπέρβασής της,
τη στιγμή που καταστρέφει εκείνες τις μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν
πραγματικά να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους.
Τα
θρησκευτικά πρότυπα δεν αποκαλύπτουν την ουσία της κοινωνικής δυναμικής, κινητοποιώντας το υποκείμενο σε δημιουργική και
επαναστατική στάση ζωής, αλλά τουναντίον,
εγκλωβίζουν τη συνείδηση σε στερεοτυπικές-δογματικές μορφές, συνυφασμένες
με την ψευδαίσθηση της πληρότητας, της αρμονίας και της ασφάλειας, που είναι
μάλιστα κατ’ εξοχήν επιδεκτικές σε τελετουργική ανάκληση και αναπαραγωγή. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η θρησκεία είναι το πλέον δοκιμασμένο ανά τους αιώνες πρότυπο φαντασιακής φυγής, διεξόδου από
τα αδιέξοδα της αλλοτριωμένης πραγματικότητας, που συνιστά ταυτοχρόνως και μορφή (μαζικής και ατομικής) ψυχοθεραπείας
για την επιβίωση σ’ αυτή την αφόρητη πραγματικότητα, για να κάνει υποφερτό έναν
αβίωτο κόσμο.
Η επισήμανση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή
μας, με την ακραία καθολικότητα της αλλοτρίωσης, αλλά και με την απουσία
αυθεντικών συλλογικοτήτων. Η ιδιοτυπία της σύγχρονης προβληματικής της
θρησκευτικής ανάγκης συνδέεται με το
βίωμα της ολοκληρωτικής και ριζικής απόρριψης του μεμονωμένου ανθρώπου στην
καθαρή μερικότητα της ιδιώτευσής του. Η μοναχική συρρικνωμένη ατομικότητα,
βιώνει την ύπαρξή της σε ακραία
αντιδιαστολή με το αφηρημένο, το πραγμοποιημένο και απροσπέλαστο (λόγω
απουσίας νοητικών, υλικών, οργανωτικών κ.λπ. διαμεσολαβήσεων) των
κοινωνικο-οικονομικά ολοκληρωμένων αφαιρέσεων. Είναι η κατάσταση του «μοναχικού
πλήθους» (Riesman), όπου όλη η ζωή του
μεμονωμένου ανθρώπου, ο εργάσιμος και ο «ελεύθερος» χρόνος του, εκτυλίσσεται
υπό το κράτος εντελώς αφηρημένων δυνάμεων, που ποτέ δεν του επιτρέπουν να αρθεί
υπεράνω της μερικότητάς του.
Η ολοκληρωτική και γενικευμένη αλλοτρίωση της εποχής
της «παγκοσμιοποίησης», που προβάλλει ως χαώδης κυκεώνας πραγμοποιήσεων, ως
πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα «αυτοκρατορία», οδηγεί στην ενίσχυση της
τελεολογίας του μοναχικού «Εγώ» (της εγωκεντρικής τελεολογίας), οδηγεί σε χαώδη σκεπτικισμό έναντι κάθε «ιδεολογίας» ή (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι
ιεροκήρυκες της εποχής), έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων». Το κοσμοθεωρητικό
κενό, η παντελής απουσία συνειδησιακού συστήματος αναφοράς και ταυτότητας, που
χαρακτηρίζει αυτόν τον τύπο «αποδομημένου» ατόμου, μετατρέπεται σε πεδίο
ποικίλων χειραγωγήσεων, σε πρόσφορο έδαφος «ευπιστίας» και διαρκούς ετοιμότητας
για προκατάληψη. Στον παραμικρό κλονισμό, αυτό το εθισμένο στην «μεταμοντέρνα
αμηχανία» (Καραποστόλης, σ.16) άτομο σπεύδει σπασμωδικά να κρατηθεί από
οποιαδήποτε «σανίδα σωτηρίας» βρεθεί διαθέσιμη από το οπλοστάσιο της ιστορικής
παράδοσης (βλ. π.χ. τα «ελληνορθόδοξα» πρότυπα) είτε (και) από την εκάστοτε
μόδα του συρμού (είτε από εκλεκτικό συνδυασμό και των δύο). Δεν είναι τυχαίο το
γεγονός ότι η εκσυγχρονιστική θεολογία σπεύδει να επιστρατεύσει τα επιχειρήματα
της μετανεωτερικής αποδόμησης για να προτάξει υπεράνω του κατακερματισμένου
βιώματος το πρότυπο της «θείας αλήθειας» (βλ. π.χ. P. Koslowski,
σσ.217-218).
Κατά την γλαφυρή και κλασική διατύπωση του νεαρού
Μαρξ: «ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του
ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία.
Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μιαν αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι
ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η
θρησκεία είναι η γενική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του
συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του point d’ honneur (ζήτημα τιμής - Δ.Π.) ο ενθουσιασμός του, η ηθική του
κύρωση, το μεγαλοπρεπές του συμπλήρωμα, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του
και της δικαίωσής του. Μετατρέπει σε φαντασιακή
πραγματικότητα την ανθρώπινη ουσία, διότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή πραγματικότητα...
Η θρησκευτική ένδεια είναι
ταυτοχρόνως έκφραση της πραγματικής
ένδειας και διαμαρτυρία εναντίον
αυτής της πραγματικής ένδειας. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου,
η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας άψυχης τάξης
πραγμάτων. Η θρησκεία είναι το όπιο του
λαού.
Η υπέρβαση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού συνιστά την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση της
απόρριψης των αυταπατών περί της θέσεώς του, συνιστά απαίτηση της απόρριψης μιας τέτοιας κατάστασης, η οποία έχει ανάγκη από
αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι συνεπώς εν σπέρματι η κριτική
εκείνης της κοιλάδας των δακρύων, το φωτοστέφανο της οποίας αποτελεί η θρησκεία»
(Μαρξ, Κριτική της εγελιανής… σ. 414-415, ελληνική έκδ. σ. 17-18).
Είδαμε ότι η θρησκεία, αφ’ ενός μεν συνιστά τρόπο προσαρμογής στην αλλοτριωμένη
ζωή μέσω της αλλαγής συνείδησης, αφ’ ετέρου δε παγιώνει και ενισχύει αυτή την αλλοτρίωση. Είναι λοιπόν η θρησκευτική
συνείδηση συνειδητοποίηση της
αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης ως ανυπέρβλητης
κατάστασης. Η θρησκεία, παρά
τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των θεολόγων, δεν υπήρχε ανέκαθεν. Προέκυψε ιστορικά μέσα από τη
διαδικασία μετάβασης της κοινωνίας από την πρωτόγονη κοινότητα στις πρώτες
εκμεταλλευτικές κοινωνίες, μέσω του βαθμιαίου μετασχηματισμού της μυθολογίας (βλ. αναλυτικότερα: Πατέλης, 1999). Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες και στο
βαθμό που ήταν εφικτή η άμβλυνση της καταστροφικής επενέργειας αλλότριων και
εχθρικών δυνάμεων μέσω της θρησκευτικής συνείδησης, η τελευταία διαδραμάτιζε
ορισμένο θετικό ρόλο, παρέχοντας τελικά πρότυπα
τρόπων, ρόλων και συμπεριφορών άκριτης αποδοχής της παραδεδομένης καθεστηκυίας
τάξεως. Εφ’ όσον όμως διαμορφώνονται συνθήκες για τη διάγνωση και το
μετασχηματισμό των εν λόγω δυνάμεων, η θρησκευτική συνείδηση και η ορμώμενη από
αυτήν επιβολή δογματικών προτύπων στην εκπαίδευση, διαδραματίζει ιστορικά
αρνητικό ρόλο, προβάλλει ως δύναμη συντήρησης και αντίδρασης.
8. Η θρησκεία
ως έκφανση πολιτιστικών καθόλου.
Συνιστά άραγε η θρησκεία αυθεντική αξία αναφοράς για την καλλιέργεια πολιτισμικής ταυτότητας και παιδαγωγικών προτύπων;
Υπό το πρίσμα ακριβώς της συγκεκριμένης καθολικότητας του πολιτισμού,
αυθεντικές μορφές πολιτιστικών καθόλου είναι μόνον εκείνες οι οποίες συγκροτούν
το πεδίο της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας ως όρο ανάπτυξης της
συλλογικότητας, της κοινωνίας.
Ποικίλων
μορφών επιμέρους εκφάνσεις αυτών των
πολιτιστικών καθόλου απαντώνται στην ιστορία. Αυτές οι εκφάνσεις, φέρουν
ανεξίτηλη τη σφραγίδα των ιστορικά συγκεκριμένων (και χωροχρονικά
περιορισμένων) σχέσεων που τις γέννησαν, και ως εκ τούτου, φέρουν το στίγμα της
μεν είτε της δε ατομικότητας, μερικότητας, είτε και μονομέρειας (κοινοτικής,
εθνοτικής, εθνικής, θρησκευτικής, περιφερειακής, επιμέρους πολιτισμικής,
ταξικής, κ.ο.κ.), δηλαδή, προβάλλουν πάντοτε συνυφασμένες σε μιαν αντιφατική
ενότητα πολιτιστικά προοδευτικών, συντηρητικών και αντιδραστικών στοιχείων.
Τι είδους
αυθεντική μορφή πολιτιστικού καθόλου μπορεί να συνιστά, φερ’ ειπείν, η αξίωση
της επιβολής μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η
ληστρική εκμετάλλευση και καθυπόταξη όλων των εθνών από ένα έθνος, ή από μικρή
ομάδα εθνών, προσδίδοντας τεχνηέντως σε αυτή την επιβολή τον χαρακτήρα «ιερού
πολέμου»;
Όλες οι
θρησκείες, ως εκφάνσεις τέτοιου τύπου πολιτιστικών καθόλου, περιλαμβάνουν
στοιχεία ανθρωπισμού, φιλαλληλίας και βιωματικής συλλογικότητας, τα οποία όμως
συνυπάρχουν πάντοτε με το εγγενές για κάθε θρησκεία στοιχείο του δογματισμού,
του αποκλεισμού και της μισαλλοδοξίας έναντι των «απίστων», κ.ο.κ. Μπορεί άραγε
η (οποιαδήποτε) θρησκεία, να λειτουργήσει ως αυθεντική μορφή πανανθρώπινης
συγκεκριμένης καθολικότητας, ως κίνητρο ενοποίησης της ανθρωπότητας;
Έτσι, η
θρησκεία, ως επιμέρους έκφανση πολιτιστικών καθόλου, λειτουργεί ως «αφηρημένη
καθολικότητα», χαρακτηριστικό της οποίας δεν είναι η διαλεκτική «άρση» της
διαφοράς, της αντίθεσης και της αντίφασης, αλλά, -με ποικίλες μορφές και σε διάφορους
βαθμούς- η διαχείριση, η εδραίωση, η αναπαραγωγή και η διάδοση ορισμένων
διαφορών, αντιθέσεων αντιφάσεων και ανταγωνισμών, η συναινετική ή (και)
πειθαναγκαστική ενοποίηση επί αυτής ακριβώς της διχαστικής βάσεως, μεγάλων
πληθυσμιακών ομάδων ή και του συνόλου της ανθρωπότητας. Επομένως, εκ των
πραγμάτων, η λειτουργία της θρησκείας
δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντα καθολική και ενοποιητική.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο διαφοροποιεί την «αφηρημένη καθολικότητα» των εν λόγω
εκφάνσεων, ακόμα και όταν οι φορείς τους επιδιώκουν διακαώς την επιβολή τους με
αξιώσεις παγκοσμιότητας, από την «συγκεκριμένη καθολικότητα» των μορφών του
αυθεντικού πολιτισμού της ενοποιημένης ανθρωπότητας, από τις καθολικές μορφές
του αυθεντικού πολιτισμού.
9.
Νοηματοδότηση του ανόητου και ουτοπικός αρνητισμός.
Ωστόσο, αυτή η «αφηρημένη καθολικότητα» του θρησκευτικού φαινομένου, ο εγγενής ιστορικός περιορισμός των όποιων επιμέρους εκφάνσεων των πολιτιστικών καθόλου, είναι που χαρακτηρίζει την αντιφατικότητα του ιστορικού γίγνεσθαι στην νομοτελή (άλλα όχι αυτομάτως δεδομένη) πορεία της ανθρωπότητας προς τον αυθεντικό πολιτισμό.
Η «αφηρημένη καθολικότητα», δεν αφορά αποκλειστικά τα θρησκευτικά πρότυπα. Η μονομερής άρνηση ορισμένης πραγματικότητας, χωρίς πρακτική θετική διέξοδο-άρση αυτής της πραγματικότητας, αποκτά στοιχεία θρησκευτικού τύπου μεταφυσικής. Το πρόβλημα δεν έγκειται στις υποκειμενικές προθέσεις του ανθρώπου υπέρ ή κατά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και σε ενδεχόμενη δυνατότητα αντιστροφής της κυρίαρχης κλίμακας αξιών. Η τελευταία συνιστά απλώς ένδειξη θεωρητικού και στρατηγικού ελλείμματος, αδυναμίας θετικής διεξόδου από τα αδιέξοδα της συγκυρίας, και ως εκ τούτου, αξιακού ετεροπροσδιορισμού (έστω και αποφατικού τύπου) από την κυρίαρχη κλίμακα αξιών. Στο παράδειγμα της θρησκείας είναι καταφανές το αλληλένδετο και τελικά, η ταύτιση της απόλυτης άρνησης και της απόλυτης κατάφασης του εντεύθεν κόσμου, πρακτικό ισοδύναμο της οποίας είναι τελικά η απολογητική στάση και η αποδοχή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων ως έχει (βλ. σχετικά και: Παυλίδης 2001, 2003).
Η αναζήτηση διεξόδου από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας στην αφηρημένη δεοντολογία των υποστασιοποιημένων αξιών, καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που υπονομεύονται εκείνες οι μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους. Έτσι συγκροτείται η αξιολογική διάσταση της ουτοπικής συνείδησης, στα πλαίσια της οποίας ενυπάρχει σε διάφορους βαθμούς και με ποικίλες λανθάνουσες μορφές το θρησκευτικό στοιχείο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις περιπτώσεις φετιχοποίησης, απολυτοποίησης και θεοποίησης πλευρών της ανθρώπινης δημιουργίας και των αποτελεσμάτων της (της επιστήμης, της τεχνολογίας, της τέχνης, πολιτικών φορέων και ιδεολογιών, θεσμών, κ.ο.κ.). Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στην νοηματοδότηση ενός επέκεινα κόσμου καθαρών και άσπιλων αφηρημένων αξιών, προτύπων και ιδεωδών, μέσω του οποίου, ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωρήσει τον εντεύθεν κόσμο ώστε να τον καταστήσει βιώσιμο. Συχνά όμως αυτό το επέκεινα, μέσω αλλεπάλληλων ματαιώσεων, γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται η απόγνωση... Εδώ η σύγχρονη θρησκευτική ανάγκη και ορισμένες κατευθύνσεις-πρότυπα της τέχνης συναντώνται, με κοινά σημεία αναφοράς την απουσία συνάφειας του περιεχομένου, την αυθαιρεσία του υποκειμενισμού και το άμορφο των αισθητηριακών ισοδυνάμων τους. «Το άμορφο, η χωρίς περίγραμμα ουσία της σύγχρονης θρησκευτικής ανάγκης υποστηρίζει όλες τις τάσεις προς καταστροφή των αισθητικών μορφών στην τέχνη» (Lucacs G. σ. 439).
10. Συμπεράσματα
και παιδαγωγικές προεκτάσεις.
Η θρησκεία ως συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα
πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης, συνιστά φαντασιακή «υπέρβαση» αυτής
της αλλοτρίωσης. Είναι λοιπόν μορφή
συλλογικής αυτοσυνείδησης σε
συνθήκες μετασχηματισμού και διάλυσης της κοινότητας, στις οποίες δεν υπάρχει
ακόμα η αυθεντική συλλογικότητα που απαρτίζεται από ολόπλευρα αναπτυσσόμενες
προσωπικότητες, παρέχοντας στον άνθρωπο φαντασιακά ερείσματα, και πρότυπα-υποκατάστατα αυθεντικής ανθρωπιάς,
συλλογικότητας και προσωπικότητας.
Στις σημερινές συνθήκες, η όποια αυθόρμητη προσφυγή
των ανθρώπων που αναζητούν ερείσματα στη θρησκεία, ως άμεσα αντιληπτή, αρχέγονη
και παραδοσιακά διαθέσιμη πηγή ταυτότητας, θα πρέπει να εκληφθεί ως σύμπτωμα
ελλείμματος και ανεπάρκειας αυθεντικά επαναστατικού και επιστημονικά
θεμελιωμένου συνειδέναι, αλλά και αντίστοιχης συλλογικότητας, οργάνωσης και
πρακτικής. Όσο αυτό το έλλειμμα και η ανεπάρκεια διαιωνίζονται, ελλοχεύουν
κίνδυνοι εκ προοιμίου εγκλωβισμού και χειραγώγησης των διαθέσεων αντίστασης και
πάλης, σε λογικές «συλλογικών εγωισμών», με ψευδοσυλλογικότητες - φενάκες (όπως
π.χ. η αναζήτηση «ομόδοξων», «αδελφών» και «ανάδελφων») που συγκαλύπτουν και
εξυπηρετούν τη διατήρηση των ουσιωδών αντιφάσεων της κοινωνίας.
Ο εκπαιδευτικός που έχει διαγνώσει επιστημονικά, που συνειδητοποιεί
τον ιστορικό χαρακτήρα και τις κοινωνικο-ψυχολογικές λειτουργίες της θρησκείας,
αναπτύσσει μεν με συνέπεια αγωνιστική στάση έναντι κάθε μορφής σκοταδισμού,
χωρίς ωστόσο να υιοθετεί τον στείρο αρνητισμό
του αθεϊσμού της ανερχόμενης στην ιστορική αρένα αστικής τάξης. Ο
τελευταίος, ως γέννημα του διαφωτισμού και του αγώνα κατά του καθεστώτος
κυριαρχίας της θρησκείας (κατά της φεουδαρχίας και των καταλοίπων της), φέρει
ανεξίτηλο το στίγμα της απλής απόρριψης-άρνησης της θρησκείας. Ως εκ τούτου,
ετεροπροσδιορίζεται έναντι της θρησκείας, ορίζεται δηλαδή μέσω αυτού την άρνηση
του οποίου συνιστά. Ωστόσο, παρά τις διαφωτιστικές αυταπάτες, η θρησκεία δεν ακυρώνεται με λογικά
επιχειρήματα, ούτε καταργείται με διατάγματα. «Αίρεται» διαλεκτικά όταν και εφ’
όσον η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από τις σχέσεις εκείνες που γενούν και
αναπαράγουν την θρησκευτική ανάγκη και το θρησκευτικό βίωμα στην καθημερινότητα
των ανθρώπων.
Εκείνο που χρειάζεται λοιπόν, δεν είναι ένας «ιερός
πόλεμος» κατά της όποιας θρησκείας και των φορέων της, αλλά ο αγώνας για την
απαλλαγή της ανθρωπότητας από εκείνες τις σχέσεις που γεννούν τη θρησκεία, από κάθε
μορφής εκμετάλλευση, αλλοτρίωση και καταπίεση, ο αγώνας για μια κοινωνία,
χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών
ικανοτήτων του καθενός, στην αυθεντική πανανθρώπινη συλλογικότητα (βλ. Μαρξ 1978
και Βαζιούλιν 2004). Ο αγώνας αυτός, που χαράζει την πραγματική προοπτική
διεξόδου από τα αδιέξοδα της κοινωνίας, θα απεμπλέκει τους ανθρώπους από τις
φενάκες των φαντασιακών μεταφυσικών προτύπων.
Ωστόσο, ο αγώνας αυτός προϋποθέτει μια στάση ζωής,
χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κατανόηση και ο σεβασμός στη θρησκευτική
ανάγκη και στα αντίστοιχα βιώματα των ανθρώπων. Παραφράζοντας την εύστοχη
μεταφορά του Λένιν από τα «φιλοσοφικά τετράδια»,θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
θρησκεία είναι αδιαμφισβήτητα ένα άγονο άνθος
στο δένδρο του υπό διαμόρφωση πολιτισμού. Άγονο άνθος - στο βαθμό που αποτελούσε (και υπό
ορισμένους όρους εξακολουθεί να αποτελεί για κάποιους) τη μοναδική και
απαρέγκλιτη διέξοδο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και συλλογικότητα. Άγονο
άνθος - εφ’όσον αποτελεί ψευδαίσθηση διεξόδου και τελικά υπονόμευση της
αυθεντικής δημιουργικότητας και συλλογικότητας.
Επομένως, στα θρησκευτικά βιώματα, δεν ενυπάρχουν μόνο
φενάκες και ιδιοτελείς σκοπιμότητες, αλλά και στοιχεία προσδοκίας
ανθρωπισμού, φιλαλληλίας και βιωματικής συλλογικότητας σε λανθάνουσα μορφή. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία οφείλει να
επανανοηματοδοτήσει σε ορθολογική και επιστημονικά θεμελιωμένη βάση η προοπτική
του αγώνα, η καλλιέργεια δρόμων με προοπτική (Μακάρενκο, σ. 199), εντός
και εκτός των αιθουσών διδασκαλίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Koslowski P. Die postmoderne Kultur. Munchen, 1988, ρωσ.έκδ. Μόσχα,1997
Lucacs G. Die eigenart des Asthetischen, ρωσ.έκδ. τ. 4, Μόσχα, 1987.
Mαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η αγία Οικογένεια, κεφ. 5ο , υποκεφ. 2ο: «Το μυστικό της θεωρησιακής κατασκευής». ρωσ.έκδ. Έργα: τ. 2.
Mπέγζος Μ. Θρησκεία, στο: Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό Λεξικό, εκδ. Καπόπουλος, τ. 2., Αθήνα 1995.
Palmgren G. Οι γενετιστές βρήκαν το γονίδιο της θρησκευτικής πίστης. Science Illustrated, Τεύχος 11 - Φεβρουάριος 2006, σελ.48-49.
Riesman D. The lonely crowd: a study of the changing American character.
Αρχείο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Ινστιτούτο Μ.Λ., Μόσχα 1933, τ. 2/7.
Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.
Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, ρωσ.έκδ. Μόσχα, 1968.
Δαφέρμος Μ., Σάαντ Ρ. Επιστήμη και ανθρωπισμός. Αριστερή ανασύνταξη, Τεύχ.6, 1995, σελ.75-86, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimianthropismos.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Ένγκελς Φ., Αντι-Ντύρινγκ, στο: Mαρξ Κ. - Ενγκελς Φ. Έργα, ρωσ.έκδ. τ.20.
Ιλιένκοφ Ε. Β. Η αρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης, στο: Φιλοσοφία και πολιτισμός, ρωσ.έκδ. Μόσχα, 1991.
Καραποστόλης Β. Το ζήτημα των προτύπων στην εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 2003, τεύχος 129, σ. 12-18.
Μακάρενκο Α. Σ., Για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, ρωσ.έκδ. Μόσχα 1951.
Μαρξ Κ. Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, στο: Mαρξ Κ. - Ενγκελς Φ. Έργα, ρωσ.έκδ. τ. 1. Στην ελληνική βλ. και μετ. Μπ. Λυκούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η γερμανική
ιδεολογία, μετ. Φιλίνη Κ. Gutenberg, τ. Α.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Μανιφέστο το Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.
Μαρξ Κ., Θεωρίες της υπεραξίας, μέρος ΙΙΙ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.
Μαρξ Κ., Το κεφάλαιο, τόμος 1ος , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.
Ντυρκέμ Εμίλ
(1998). Συλλογικές αναπαραστάσεις και αντιληπτικές κατηγορίες.
(μετάφραση Θ. Ανθογαλίδου), http://web.auth.gr/virtualschool/1.1/TheoryResearch/DurkheimRepresentations.html,
ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Ουγκρινόβιτς Ντ. Μ. Θρησκεία, στο: Η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της, ρωσ.έκδ. Μόσχα, 1986.
Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. - A.E.I. Ενημέρωση από τη Βουλή: Στα ψηφισθέντα νομοθετήματα περιλαμβάνεται η «ανωτατοποίηση των εκκλησιαστικών σχολών» http://www.ntua.gr/posdep/NOMOI/nomoi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Πατέλης Δ., Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; Στο: Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Τυποθήτω-Δαρδανός. Αθήνα, 1998, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimes.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Πατέλης Δ., Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία. Μάρτιος – Απρίλιος 1999. Τ. 34, σελ 99 -124, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Thriskiamorfi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Πατέλης Δ., Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας της κοινωνίας, στο: Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ποιος, ποιόν και γιατί. Επιμέλεια: Χ. Κάτσικας, Γ. Καββαδίας. Εκδ. Σαββάλας. Αθήνα, 2002. Σελ.53 – 97.
Πατέλης Δ., Περί προτύπων στην κοινωνία και στην εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, (1ο μέρος) τεύχος 130, Μάιος – Ιούνιος 2003, σελ. 108-122, (2ο μέρος) τεύχος 131, Ιούλιος - Αύγουστος, 2003, σελ. 148-163 (31).
Παυλίδης Π., Θρησκεία και εκπαίδευση. Θέματα παιδείας, Νο 4, 2001, σελ. 36-42, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/thriskiaekpedeusi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Παυλίδης Π., Κοινωνικό ιδεώδες: μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Ουτοπία, Νο 55, 2003, σελ. 119-137, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ideodes.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.
Στάθης, Ο Ναυτίλος, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07/02/2006.
Τσαούσης Δ. Γ., Η κοινωνία του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα 1987.