ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ.
ΠΑΤΕΛΗΣ
ΠΕΡΙ
ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΑΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ.
[Στον τόμο: Κ. Βουδούρης επ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ
ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ, Διεθνής Εταιρεία Ελληνικής
Φιλοσοφίας, εκδ. Ιωνία, Αθήνα 2009, σσ. 192-209]
1.
Εισαγωγικές μεθοδολογικές επισημάνσεις.
Στην εποχή της
αγοραίας χρησιμοθηρικής «μετανεωτερικότητας» ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: «έχει
άραγε σήμερα νόημα η αναζήτηση θεματικών και ενδιαφερόντων στην ηρακλείτεια
διαλεκτική;». Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου σε
ορισμένους κύκλους, στα πλαίσια αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε
«καθηγητική» ή «ακαδημαϊκή» επιστήμη, κυριαρχεί μια από τις εκδοχές του
μεταμοντέρνου χυλού, κατά την οποία, η ιστορία της φιλοσοφίας πολύ συχνά, ανάγεται σε ένα πολύ καλό καταφύγιο για τη
νωθρότητα του νου. Η πραγματικά θεωρητική μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας
δεν προσφέρεται για όσους μη έχοντας δική τους φιλοσοφία «έχουν ως Φιλοσοφία
τους την Ιστορία της Φιλοσοφίας» (Καντ σ.21), ως βολική ξενάγηση στην ιστορία
του κόσμου των ιδεών, των απόψεων, των δοξών των άλλων. Υπό αυτή την έννοια,
δεν νομίζω να έχει σοβαρό νόημα η ενασχόληση με τον Ηράκλειτο, με την
ηρακλείτεια φιλοσοφία.
Είναι σκόπιμο,
έστω και ακροθιγώς, να διακρίνουμε μερικές άγονες τάσεις-προσεγγίσεις στην
ιστορία της φιλοσοφίας. Υπάρχει μια τάση αναγωγής του πραγματικού παρόντος
της φιλοσοφίας στο παρελθόν, ακριβέστερα – σε μιαν εξιδανικευμένη και
δογματοποιημένη εκδοχή φιλοσοφικών ιδεών του παρελθόντος, στα πλαίσια της
οποίας κάποιοι θεωρούν πως ό,τι είχε να ειπωθεί στη φιλοσοφία, έχει ήδη ειπωθεί
προ πολλού, άρα το μόνο που απομένει σε εμάς, είναι να έχουμε κάποιες
αναμνήσεις αυτών που έχουν ειπωθεί θαυμάσια, να υπενθυμίζουμε διαρκώς πόσο
ωραία τα είπαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και να αναλισκόμεθα σε μια φιλολογική
(γραμματολογική, συντακτική, κ.ο.κ.) εξέταση των κλασικών κειμένων της
αρχαιότητας. Όντως, για ορισμένους λόγιους, «δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα, που
δεν έχει ήδη ειπωθεί», δεδομένου ότι «τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να
βρεθεί για κάθε καινοτομία κάτι παλιό, που από κάποια άποψη να της μοιάζει»
(Καντ σ.21-22).
Μια άλλη άγονη
και αδιέξοδη τάση, είναι η αντίληψη εκείνη κατά την οποία απολυτοποιείται η σημασία κάποιας από τις εκδοχές της σύγχρονης
φιλοσοφίας, και αυτή δογματοποιούμενη, λειτουργεί ως ένας ιδιότυπος
παραμορφωτικός φακός, ως οδηγός (αν όχι και και προκρούστεια κλίνη), για την εξέταση της φιλοσοφίας.
Πρόκειται για την τελεολογική αντιμετώπιση του παρελθόντος
της επιστήμης υπό την (υπέρ-)οπτική της δογματοποίησης
μιας σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξής της. Δηλαδή, όλες οι μορφές των
αντιλήψεων του παρελθόντος περί του φιλοσοφείν, θεωρούνται απλώς ως εκδοχές
σφαλμάτων, ελλειμμάτων, παρερμηνειών, αδυναμιών, μονομερειών, προς ανάδειξη της
υπεροχής της μίας και μοναδικής εκδοχής αυτής της
απολυτοποιημένης-δογματοποιημένης φιλοσοφίας. Τότε η ιστορία της φιλοσοφίας
προβάλλει απλώς ως προϊστορία για την ανάδειξη (σε μια σχέση απόλυτης
ασυνέχειας, απολυτοποίησης της όποιας τομής), της αρτιότητας, της πληρότητας
και της επάρκειας της εκλαμβανόμενης ως ανεπτυγμένης βαθμίδας της φιλοσοφίας.
Σε μια πιο εξορθολογισμένη εκδοχή αυτής της προσέγγισης, στοιχεία της οποίας
διακρίνουμε σαφώς στον Έγελο, απλώς λειτουργούν ως σκαλοπάτια-αναβαθμοί μιας
γραμμικά εννοούμενης πορείας προς την τελικώς απολύτως ορθή σύνοψη της
φιλοσοφίας, σε αυτή την «απόλυτη φιλοσοφία».
Υπάρχει βέβαια
και μια άλλη τάση-μόδα, πολύ συνηθισμένη στα ρεύματα της μετανεωτερικότητας: η σχετικοποίηση των πάντων σε ένα νεφέλωμα, σε
μια χαώδη αντίληψη, στα πλαίσια της οποίας ο ακαδημαϊκός μπορεί κατά το
δοκούν να ανασύρει ρεύματα, ιδέες και θραύσματα εκτός τόπου και χρόνου, υπεράνω
των όρων και των ορίων των ιστορικών πλαισίων αναφοράς του κάθε συστήματος, του
κάθε στοχαστή. Εδώ έχουμε μια σχετικοκρατική θεώρηση του παρελθόντος
της φιλοσοφίας βάσει μιας σκεπτικιστικής θεώρησης της παρούσας βαθμίδας της
ανάπτυξής της. Η ιστορία της φιλοσοφίας (συμπεριλαμβανομένου του παρόντος και
του μέλλοντός της) προβάλλει ως χαώδες συνονθύλευμα γνωμών, απόψεων και ιδεών,
«ως αφήγηση περί πολλών και ποικιλόμορφων απόψεων και μετατρέπεται κατ’ αυτό
τον τρόπο σε αντικείμενο της αργόσχολης περιέργειας, είτε, εάν έτσι βολεύει, σε
αντικείμενο του ενδιαφέροντος πολυμαθών επιστημόνων» (Χέγκελ σ.18). Συχνά οι
δογματικές σχηματοποιήσεις της πρώτης και της δεύτερης προσέγγισης ευνοούν την
ενδυνάμωση του σκεπτικισμού και της σχετικοκρατίας της τρίτης. Τότε,
ανακαλούνται αυθαίρετα και επιλεκτικά ιδέες και απόψεις, θεματοποιούνται και
επαναδιατυπώνονται κατά το δοκούν για την παραγωγή δημοσιεύσεων (papers) που
δικαιολογούν την αρτιότητα και την ανέλιξη επαγγελματιών αυτού του τύπου...
Οι ως άνω
μονομέρειες οφείλονται στην απουσία εννοιολογικής-κατηγοριακής αντίληψης περί
της φιλοσοφίας, περί του τι σημαίνει φιλοσοφείν και πως αυτό είναι συνδεδεμένο
με την εκάστοτε κοινωνική μερικότητα ή ολότητα που αυτό εκφράζει. Η παρουσία
αυτής της αντίληψης συνδέεται με την συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το
φιλοσοφείν είναι η ύψιστη, η ανώτερη μορφή επιστημονικής συγκρότησης,
ορθολογικής κοσμοθεώρησης του συνειδέναι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι
ένα εννοιολογικό συμπύκνωμα καθολικών εννοιολογήσεων της ανθρωπότητας, μέσω των
οριακών γενικεύσεων της καθολικότητας της πρακτικής και θεωρητικής πρόσκτησης,
προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο. Είναι λοιπόν συμπύκνωμα της
εκάστοτε εποχής στις έννοιες, στις κατηγορίες, στα συστήματα. Αυτό απαιτεί όμως
να αντιληφθούμε την πορεία αυτή ως νομοτελή πορεία, δηλαδή ως υπαγόμενη σε
νόμους-τάσεις. Όχι ως προδιαγεγραμένη, όχι ως μηχανιστική-γραμμική, αλλά διαλεκτικώς
εννοούμενη νομοτελή πορεία.
Αυτές οι
μονομέρειες οφείλονται μεταξύ άλλων και στην αδυναμία αντιμετώπισης της
φιλοσοφίας ως της πλέον συστηματικής επιστημονικής μορφής εκδήλωσης του
κοινωνικού συνειδέναι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γίγνεσθαι του νοείν
περί των πραγμάτων, αλλά και του νοείν περί των τρόπων και των μέσων του νοείν
(περί νοήσεως νόηση), που προϋποθέτει τη μελέτη του γίγνεσθαι του φιλοσοφικού
στοχασμού, της εμφάνισης, της διαμόρφωσης και ανάπτυξης των φιλοσοφικών εννοιών
και κατηγοριών, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί στα διάφορα στάδια-σταθμούς
της μακραίωνης ιστορίας της φιλοσοφίας.
Κατ' αυτό τον
τρόπο εννοούμενη η ιστορία της φιλοσοφίας, ως κριτική αναστοχαστική διερεύνηση
του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης των εννοιολογήσεων, των νοηματοδοτήσεων και των
μεταξύ τους συσχετίσεων, ως συμπύκνωση και γενικευμένο πόρισμα των εκάστοτε
καθολικών ιστορικών μορφών νοητικής και πρακτικής προσοικείωσης του κόσμου από
τον άνθρωπο (και όχι ως απλή εμπειρική περιγραφή “απόψεων”), κατέχει πρωτεύουσα
θέση στη σύγχρονη παιδεία και στην επιστημονική-φιλοσοφική κοσμοθεώρηση της
εποχής μας. Το ποιοτικό στοιχείο, η ειδοποιός διαφορά του φιλοσοφείν,
αναδεικνύεται πάντοτε μέσω της σχέσης είναι και συνειδέναι, δηλαδή, μέσω της
σχέσης του συνειδητού όντος προς τους εκάστοτε φυσικούς και κοινωνικούς
αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Αυτή η σχέση δεν είναι στατική, είναι
αναπτυσσόμενη. Περνά από διάφορους αναβαθμούς στην ιστορία του πολιτισμού. Η
πορεία αυτή της ιστορίας της φιλοσοφίας μπορεί να διακριβωθεί στο βαθμό που την
αναδεικνύουμε ως σχετικά αυτοτελή. Η σχετική αυτοτέλεια της ιστορίας της
φιλοσοφίας δεν νοείται ως απομόνωση από αυτό το κύριο το οποίο αναφέραμε.
Σχετικά αυτοτελής σημαίνει στενότατα συνυφασμένη, συνδεδεμένη και ανατροφοδοτούμενη,
αλλά σε υψηλό βαθμό αφαίρεσης και διαμεσολαβημένη στις σχέσεις της με όλες τις
μορφές της πρακτικής και νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον
άνθρωπο. Με όλες τις μορφές, με τις οποίες ο άνθρωπος μετασχηματίζει πρακτικά
και προσκτά νοητικά την πραγματικότητα. Απαιτείται λοιπόν μια αντιμετώπιση της
φιλοσοφίας από τη σκοπιά της νομοτελούς πορείας της δημιουργικότητας.
Επιτρέψτε μου
ακροθιγώς να αναφερθώ σε αυτό, διότι χωρίς σαφή αντίληψη περί της δημιουργίας,
οι μονομέρειες που προανέφερα προβάλλουν ως η μόνη και νομοτελής διέξοδος για
τα αδιέξοδα της ακαδημαϊκής ενασχόλησης με τη φιλοσοφία. Εκκινώ από την
αντίληψη, ότι η δημιουργικότητα είναι η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου ως
υποκειμένου στην ιστορία. Η δημιουργικότητα έχει να κάνει πάντοτε με ένα
αντικείμενο, το οποίο μετασχηματίζουμε και μερικά κληροδοτήματα του πολιτισμού,
μέσα και τρόπους μετασχηματισμού αυτού του αντικειμένου νοητικά και πρακτικά,
τα οποία κληρονομούμε. Εν προκειμένω, στη φιλοσοφία, έχουμε κάποια
κληροδοτήματα από την ιστορία της φιλοσοφίας, κάποιες παραδόσεις, κεκτημένα.
Δημιουργικότητα δεν σημαίνει άκριτη δογματοποιημένη προσκόλληση στις
παραδόσεις. Δημιουργικότητα δεν σημαίνει επίσης συλλήβδην απόρριψη κάθε
κεκτημένου και κάθε παράδοσης στην ιστορία του πολιτισμού. Η δημιουργικότητα,
τουναντίον, προϋποθέτει τη διαρκή ανατροφοδότηση των κεκτημένων με την
επικαιρότητα. Μέσω της επικαιρότητας, στον πυρήνα της επικαιρότητας, εκκινώντας
από τα ζωτικά προβλήματα, από τα διακυβεύματα που τίθενται σε κάθε ιστορική
εποχή, σε κάθε ιστορική συγκυρία και τα οποία καλείται να διευθετήσει ο
άνθρωπος ως συνειδητό και φιλοσοφούν υποκείμενο. Στην περίπτωση που η σχέση
αυτή προς την παράδοση είναι ανατροφοδοτούμενη από τον κριτικό αναστοχασμό της
επικαιρότητας, η παράδοση δεν προβάλλει ως συνονθύλευμα μουσειακών εκθεμάτων,
ως ενδιαφέρων κυκεώνας ιδεών, παραδοσιακών εννοιών και αντιλήψεων. Τουναντίον,
προβάλλει με τη ζωτική της μορφή, ως δυνατότητα κριτικής αναστοχαστικής
επικαιροποίησης αυτών των παραδόσεων, των κεκτημένων, μέσω του μετασχηματισμού
αυτών των κεκτημένων, κατά τρόπον ώστε αυτά να καταστούν ζωτικώς ενδιαφέροντα
για την περαιτέρω προώθηση, για την προαγωγή του πολιτισμικού πεδίου, στο οποίο
εντάσσουμε τη δραστηριότητά μας (εν προκειμένω το φιλοσοφείν).
Υπό αυτή την έννοια
η ενασχόληση με την παράδοση και με τέτοιους σταθμούς - αναβαθμούς στην ιστορία
της φιλοσοφικής παράδοσης, είναι ζωτικής σημασίας ζητούμενο της επικαιρότητας.
Δεν είναι υπόκλιση στο παρελθόν, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να
κλαις... Είναι κάτι πολύ επίκαιρο. Πολύ ζωτικό, πολύ ζωντανό, πολύ αναγκαίο για
την περαιτέρω ανάπτυξη. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αναφορές σε μεγάλους διανοητές
και συστήματα της ιστορίας, προβάλλουν ως νομοτελείς σταθμοί, ως αναβαθμοί μιας
συνειδητοποίησης, της διάγνωσης του καθόλου, εκείνων των καθολικών μορφών
προσοικείωσης που αναφέραμε παραπάνω, ως οργανικών δομικών στοιχείων του
γίγνεσθαι της φιλοσοφίας, ως συμπυκνωμάτων του πολιτισμού κάθε εποχής.
Έκφανση των άγονων
τάσεων είναι και οι απόπειρες άμεσης αναγωγής των πηγών της φιλοσοφίας του
Ηρακλείτου στους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους της εποχής του, καθώς και η
αναζήτηση στο έργο του απ’ ευθείας αναφορών σε σύγχρονες φιλοσοφικές αντιλήψεις
(της εγελιανής διαλεκτικής, του διαλεκτικού υλισμού, της φιλοσοφίας της ζωής,
κ.ο.κ.).
2.
Σύντομη αναφορά στα βασικά στοιχεία της ηρακλείτειας διαλεκτικής.
Δεν
είναι εφικτή μια συστηματική αναφορά στους συγκεκριμένους ιστορικούς
πολιτισμικούς όρους πρωταρχικής εμφάνισης του φιλοσοφείν στο έργο του
Ηρακλείτου στο παρόν κείμενο. Επισημαίνω ακροθιγώς τη θέση και το ρόλο της
μετασχηματιζόμενης κοινότητας στα πλαίσια της αποικίας, δουλοκτητικής
πόλης-κράτους της Εφέσου στη Μικρά Ασία κατά τον 6ο π.Χ. αι., τη
σχετικά άμεση σχέση με τη φύση, τη δοκιμασία των παραδοσιακών
μυθολογικών-θρησκευτικών δοξασιών, την ευνοούμενη και από τη γεωγραφική θέση
ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (και των σχέσεων με πληθώρα
λαών και παραδόσεων), τη σύγκρουση συμφερόντων και τη δημοκρατική συγκρότηση
της πολιτείας (και την ανάγκη άρθρωσης δημόσιου λόγου, με ανταλλαγή
επιχειρημάτων – αντεπιχειρημάτων) και την εμφάνιση ψηγμάτων
ορθολογικών-επιστημονικών γνώσεων.
Οι
προϋποθέσεις για την εμφάνιση της
φιλοσοφίας ανακύπτουν από την παρατήρηση και την περιγραφή φυσικών
αντικειμένων και διαδικασιών στην πρωτόγονη κοινότητα, οι οποίες, ως γνώσεις
και δεξιότητες, συνιστούν κατ’ αρχήν πλευρές της άμεσης κοινωνικής πρακτικής,
και ιδιαίτερα της εργασίας για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην, ενώ
στοιχεία αντικειμενικής γνώσης είναι συνυφασμένα με φαντασιακές δοξασίες της
μυθολογίας και της μαγείας.
Η
φιλοσοφία του Ηρακλείτου σηματοδοτεί την πρωταρχική εμφάνιση του
φιλοσοφείν. Η πρωταρχική
εμφάνιση της φιλοσοφίας και της επιστημονικής σχέσης προς την πραγματικότητα, συνδέεται
με την εμφάνιση και εδραίωση του ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας και
της αντίθεσης χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας (στην κτηνοτροφία, στη γεωργία
και στη χειροτεχνία) με τη σταθερή παραγωγή υπερπροϊόντος και με την εμφάνιση
μιας ομάδας ανθρώπων, απαλλαγμένων από τη άμεση εμπλοκή στη χειρωναξία, με την
ευχέρεια ενασχόλησης με πνευματική δημιουργία και διοίκηση. Η θέση των
τελευταίων παγιώνει και μιαν αποστροφή-περιφρόνηση προς τη χειρωνακτική εργασία
που διαπερνά εν πολλοίς το σύνολο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος
μόλις αρχίζει να απελευθερώνεται από την τυφλή αναγκαιότητα της φύσης και να
ατενίζει τον κόσμο στα πλαίσια της αισθητηριακής αμεσότητας, του αισθητηριακού
συγκεκριμένου.
Η σκέψη του Ηρακλείτου «πάλλεται στο ρυθμό
της φύσης κι εκφράζεται από έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμα αρκετά ξεμακρύνει
απ' τη φύση κι απ' όλους τους παλμούς της, ώστε να νιώθει στερημένος. Οι
πρωτόγονοι φοβούνται τη φύση, οι ρομαντικοί θρηνούν στο στήθος της, οι
σύγχρονοι αισθάνονται πως έχουν ξεμακρύνει απ' αυτήν και θέλουν να την
κατακτήσουν. Αντίθετα, ο Ηράκλειτος είναι ένα παιδί του κόσμου που δέχεται με
αληθινή τραγική χαρά το συμπαντικό παιχνίδι της συμφωνίας και της ασυμφωνίας
που υπάρχει ανάμεσα σ' όλα τα πράγματα» (Αξελός σ.3003).
Συνυφασμένη με την αμεσότητα της ζωντανής εποπτείας και
στοιχεία της μυθολογικής-θρησκευτικής κοσμοαντίληψης (ή εναντίον της
τελευταίας) η πρωταρχικά εμφανιζόμενη φιλοσοφική σκέψη ενορατικά-διαισθητικά,
παραστατικά (με μεταφορές, παρομοιώσεις και αναλογίες) αλλά και με στοιχεία
προ-εννοιών, εννοιών και κατηγοριών, επιχειρεί να συλλάβει την αλλαγή, τη
μεταβολή, την κίνηση, την ενότητα και την αντίθεση, την καθολική αλληλεπίδραση
και το νόμο που συνέχει και διέπει τον κόσμο. Στον
αντίποδα της μυθολογικής - θρησκευτικής κατεύθυνσης του συνειδέναι και σε
συνδυασμό με αυτήν, αναπτύσσεται η ενιαία και αδιαφοροποίητη αρχικά
επιστημονική-φιλοσοφική ορθολογική θεώρηση του κόσμου. Η φιλοσοφία
διαμορφώνεται αρχικά στα πλαίσια της θρησκευτικής μορφής της συνείδησης κατ’
αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός μεν εκμηδενίζει τη θρησκεία ως τέτοια, αφ’ ετέρου δε
ως προς το θετικό της περιεχόμενο και η ίδια κινείται πλέον θετικά μόνο σε αυτή
την εξιδανικευμένη θρησκευτική σφαίρα την οποία ανάγει στη νόηση (Mαρξ σ.24-25).
Ο
Ηράκλειτος είναι ο πατέρας της διαλεκτικής, όχι μόνο με την έννοια της τέχνης
του διαλέγεσθαι και με την έννοια της ανάδειξης των αντιφάσεων στα λεγόμενα του
συνομιλητή, αλλά, κυρίως, με την έννοια της ανάδειξης της καθολικής θέσης και
του ρόλου των αντιφάσεων στην ίδια την πραγματικότητα, στον φυσικό και κοινωνικό
κόσμο (βλ. Και Βώρος, σ.19). Εδώ θα αναφερθώ σε μερικά δομικά και αλληλένδετα
στοιχεία της διαλεκτικής του Ηρακλείτου: στη ροή, στο πυρ, στο λόγο και στον
πόλεμο.
Το πρώτο
στοιχείο είναι το στοιχείο της ροής ή αλλιώς το καλούμενο «δόγμα της
ροής» των όντων (Βουδούρης σ.74), γνωστό ως «πάντα ῥεῖ» στην ηρακλείτεια αντίληψη: «ῥεῖν τὰ ὅλα
ποταμοῦ δίκην» (Διογένης Λαέρτιος cfr. B 91)
και «ποταμοῦ ῥοῇ
ἀπεικάζων τὰ ὄντα λέγει ὡς δὶς
ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν
ἐμβαίης» (Πλάτων, Κρατύλος 402a [cfr. B
91]). Το γίγνεσθαι, η ροή, η μεταβλητότητα, αφορά κάθε ον, κάθε ουσία: «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν
ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ'
Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας
δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)·
ἀλλ' ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς
σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον δὲ
οὐδὲ πάλιν οὐδ' ὕστερον, ἀλλ' ἅμα
συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι
καὶ ἄπεισι» [40.
(91)].
Το δεύτερο
στοιχείο είναι το πυρ, με όλη την πολυσημία του όρου. Το ηρακλείτειο
πυρ, δεν είναι και τόσο υλικό υπόστρωμα, όσο υπόσταση (γενεσιουργού αιτίας) του
Κόσμου, αν και οι ίδιες οι έννοιες “υπόστρωμα” και “υπόσταση” θα εισαχθούν στο
πεδίο της φιλοσοφίας αργότερα από τον Αριστοτέλη. Τα ίδια τα πράγματα είναι
καταστάσεις του πυρός,
Η
ρωμαλέα έφοδος στο πεδίο του πολιτισμού του ηρακλείτειου στοχασμού, είναι σαν
να σηματοδοτεί το γεγονός ότι «τὰ πάντα
οἰακίζει Κεραυνός» (64), ως δύναμη
δημιουργίας και καταστροφής ταυτοχρόνως: «κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων,
οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν,
ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ
ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα
καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα» [52 (30)]. Δεν
υπάρχει ωραιότερη και πιο ρωμαλέα κατάδειξη της έναρξης, της δρομολόγησης, της
αποανθρωπομορφοποιητικής σχέσης του ανθρώπου προς την πραγματικότητα, για να
απομυστικοποιήσει ο νους την τελευταία και να την αντιληφθεί ορθολογικά.
Επιχειρεί μάλιστα να ανιχνεύσει τη μεταβλητότητα των πραγμάτων, του κόσμου
αναζητώντας το μέτρο της. Η μεταφορά που παραπέμπει στην επίκαιρη πρακτική των
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων των ελληνικών αποικιών για την κατάδειξη
της καταλυτικής λειτουργίας του πυρός (κατ’ αντιστοιχία με την δυνάμει καθολική
ανταλλαξιμότητα αξιών χρήσης, διαμεσολαβητικό μέτρο της οποίας γίνεται το
νόμισμα), είναι ιδιοφυής: «πυρός τε
ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ
ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ
χρημάτων χρυσός» [49. (90)].
Αυτή η σχέση
απομυστικοποίησης-αποανθρωπομορφοποίησης του είναι και του γίγνεσθαι, δεν
θεμελιώνει μόνο το φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά και το επίστασθαι γενικώς, την
επιστημονική αντίληψη του κόσμου, δια της συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι αν
θέλουμε να είμαστε ορθολογικώς σκεπτόμενοι και επιστήμονες, τον κόσμο αυτό θα
πρέπει να τον μελετήσουμε, χωρίς την ανάμειξη καμίας θείας ή δαιμόνιας δύναμης,
καμίας υποκειμενικής αντίληψης ή υποκειμενισμού, αλλά ως έχει αφ’ εαυτού. Και
μάλιστα, ο κόσμος αυτός, κατά τον Ηράκλειτο, είναι ένας κόσμος, ο οποίος δεν
αποκαλύπτεται άμεσα, ευθέως στην αντίληψη του ανθρώπου, διότι, όπως λέει ο
Ηράκλειτος, «φύσις ... κρύπτεσθαι
φιλεῖ» [69(123)] και «ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων» [26. (54)]. Εδώ είναι ήδη
παρούσα η διαισθητική εικασία περί της ουσίας των φαινομένων και διαδικασιών,
σε αντιδιαστολή με την επιφανειακή όψη, με τα προφανή, τα πρόδηλα, τα πασιφανή
και αυταπόδεικτα. Αυτή η εικασία σηματοδοτεί την έναρξη της επιστημονικής
ορθολογικής σχέσης του νου προς το επιστητό. Στην αντίληψη των απαρχών του
φιλοσοφικού στοχασμού η φύση προβάλλει ως καθολική διαίσθηση περί ενός
αυτοκινούμενου όλου το οποίο γεννά τα επιμέρους όντα. Η αντίληψη, ο λόγος και
οι ενέργειες βάσει της αληθούς γνώσης της φύσης και των νόμων που διέπουν τα
πάντα, είναι σωφροσύνη, αρετή και σοφία: «σωφρονεῖν
ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα
λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν
ἐπαΐαντας» [79. (112)] και «εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων» [77. (41)].
Ακόμα και η κατ’
αίσθησιν γνώση προϋποθέτει καλλιέργεια, δεδομένου ότι «κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων» [109. (107)]. Η πολυμάθεια είναι μεν αναγκαίος όρος
για τη γνωστική δύναμη του φιλοσόφου: «χρὴ
εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι»
[80. (35)], αλλά όχι και επαρκής για τη νοητική ικανότητα, καθ’ όσον «πολυμαθίη νόον <ἔχειν> οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον» [81. (40)].
Ως
εκ τούτου, η γνώση απαιτεί έρευνα, αναζήτηση, σ’ αυτή την αναζήτηση ο
Ηράκλειτος είναι πολύ προσεκτικός. Αφενός μεν, μας καλεί να επιδιώκουμε την
ακριβέστερη δυνατή κριτική προσέγγιση μέσω των δεδομένων των αισθήσεών μας,
ιεραρχώντας τα τελευταία: «ὀφθαλμοὶ
γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες» [108. (101a)].
Αφετέρου
δε, προειδοποιεί περί της ελλιπούς, ανεπαρκούς λειτουργίας των δεδομένων των
αισθήσεών μας και πολύ συχνά παραπέμπει στην πλάνη με την οποία είναι
συνυφασμένα αυτά τα δεδομένα. Άρα, κατά τον Ηράκλειτο, δεν αρκεί η κατ’
αίσθησιν πρόσληψη της πραγματικότητας, χρειάζεται μια εμβαθύνουσα προσέγγιση, η
οποία επίσης δεν μπορεί να αρκεστεί στη διακριτική ενόραση, αλλά πρέπει να
λειτουργήσει στο επίπεδο της θεωρίας για να μπορέσει ο άνθρωπος να συλλάβει το
λόγο-νόμο, την αρμονία που διέπει την πραγματικότητα.
Το τρίτο στοιχείο της ηρακλείτειας διαλεκτικής
είναι ο λόγος ή αλλιώς νόμος, θεός, ενότητα των αντιθέτων και
καθολικότητα. Είναι χαρακτηριστική
και γονιμότατη για το δρόμο που χαράσσει ο Ηράκλειτος η πολυσημία του όρου.
Λόγος σημαίνει ταυτοχρόνως «λόγια» («φράση», «πρόταση», «ομιλία», «ρήση») και
«νόημα» (ή «έννοια», «κρίση», «αίτια»). Από τη μετρική-υπολογιστική πράξη της
καθημερινής ζωής πέρασε στην έννοια του «λόγου» και η σημασία της αναλογίας (του
κλάσματος), της εξακριβωμένης αριθμητικής σχέσης του «υπολογισμού», αλλά και της «λογοδοσίας» («λόγον
διδόναι» και και «λόγον
αιτείσθαι»). Λόγος είναι ταυτοχρόνως και то αντικειμενικά δεδομένο περιεχόμενο, στο οποίο ο νους οφείλει «λόγον διδόναι», αυτή η ιδία η δραστηριότητα
της λογοδοσίας του νου έναντι της κοινωνίας (περί των όρων και των ορίων της
γνώσης και της πράξης), αλλά και η φυσική εννοιολογική τάξη του Είναι και του αρθρούμενου σε λόγο συνειδέναι. Επιπλέον, ο λόγος αντιδιαστέλλεται σε κάθε τι το ασυναίσθητο και βουβό, στο ανενεργό και ανεύθυνο, στο παράλογο και άμορφο, όπου αυτό απαντάται στον κόσμο
(στη φύση και στην κοινωνία).
Υπό το πρίσμα
του λόγου, ο κόσμος φωτίζεται ως ενότητα αντιθέτων, αποτελεί ολότητα και
επομένως έχει αρμονία. Ωστόσο, η καθημερινή εμπειρία του κοινού νου συνήθως
θέτει αυθαίρετα τη γνώση του μερικού υπεράνω της γνώσης του γενικού-καθολικού,
είτε ανάγει με διάφορους τρόπους τη
γνώση του όλου στη γνώση του μέρους. Εντός αυτού του όλου της καθολικής ροής,
τα πράγματα, τα όντα, καθώς και οι ουσίες «μεταπίπτουν» από το ένα στο άλλο, με
σταθερό το λόγο-νόμο που τα διέπει και τα συνέχει ως ο ρυθμός της αμοιβαίας
μετάπτωσής τους και η νομοτελής σκοπιμότητα της αμοιβαίας σχέσης τους,
διατηρώντας την ευστάθεια και την αρμονία του κόσμου μέσα από τη γένεση και τη
φθορά. Έτσι, χάρη στην έννοια του λόγου, η ηρακλείτεια διαλεκτική είναι η πρώτη
συγκροτημένη φιλοσοφική αντίληψη περί του κόσμου, η οποία, παρά την πολυσημία
της, χαρακτηρίζεται από εσωτερική συνοχή ως προς τις κύριες δοξασίες της
(Βουδούρης σ.77).
Ο
λόγος, με όλη την πολυσημία του όρου, είναι ακριβώς εκείνο το πρόπλασμα της
αντικειμενικής νομοτέλειας που διέπει την πραγματικότητα, χωρίς τη διάγνωση της
οποίας ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκείμενο, δηλαδή δεν μπορεί
να διαγνώσει και να μεταπλάσει τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Εδώ
ανακύπτει ένα παράδοξο ως προς το προσπελάσιμο και το απροσπέλαστο του λόγου. Ο
λόγος αυτός είναι κατ’ αρχήν προσπελάσιμος απ’ όλους τους ανθρώπους, διότι «ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ
φρονέειν» [13. (113)] και «ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι
γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν» [14. (116)].
Ωστόσο, κατά κανόνα, ο κοινός νους δυσκολεύεται να τον συλλάβει αν δεν διαθέτει
εγρήγορση και σύνεση: «τοῦ δὲ
λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ
ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν
ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ
πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν
λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι,
πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων
τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ
φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως
ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους
λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν,
ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται» [6. (1)], ενώ «ἀξύνετοι ἀκούσαντες
κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν
μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι» [9. (34)]. Έτσι, καίτοι ο λόγος είναι κοινό στοιχείο
καθολικής ισχύος, αντί να τον ακολουθούν οι πολλοί, ζουν σα να έχουν δική τους
φρόνηση: «διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ,
τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ
κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος
ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν
ἔχοντες φρόνησιν» [15. (2)].
Με τα παραπάνω συνδέεται και μια άλλη
παρεξηγημένη πλευρά της πρόσληψης του Ηρακλείτου. Πολλοί του προσάπτουν μιαν
υπεροψία, ακόμα και μισανθρωπία, μια περιφρόνηση απέναντι στους ανθρώπους.
Ωστόσο, η στάση του Ηρακλείτου έχει ένα πολύ σαφή ορθολογικό πυρήνα. Δεν είναι
προϊόν ναρκισσευόμενης φιλαυτίας, όπως θα αρέσκονταν μερικοί (εξ ιδίων
κρίνοντες;) να προσάψουν στον Ηράκλειτο, για τον οποίο, δεν ανακαλύπτει ο
άνθρωπος δια της ελεύθερης αναζήτησης την αλήθεια, αλλά η ίδια η αλήθεια
διακατέχει τον άνθρωπο, εάν αυτός διαθέτει αντίστοιχη ψυχή, ικανή να
αφουγκραστεί το Λόγο. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να αντιληφθούν το λόγο:
«βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ» [102. (87)]. Χρειάζεται
καλλιέργεια για να διακρίνει ο νους το λόγο μέσα από την αρμονία των
αντιφάσεων, και εφ' όσον τον κατακτά, δεν ομιλεί εξ ονόματος του ιδίου, αλλά εξ
ονόματος αυτού του αντικειμενικού λόγου, κοινωνός του οποίου γίνεται ο
φιλόσοφος: «Μὲν οὖν
φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον,
γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον,
λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν
δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ
λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν
ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος
φήσι» [18. (50)].
Επομένως,
αυτό που μας λέει εδώ ωραία ο Ηράκλειτος, δεν είναι έπαρση της αυτοπροβολής
(άλλωστε, ο ασκητικός αναχωρητισμός, η απόρριψη της εξουσίας και η ανιδιοτέλεια
του βίου του φιλοσόφου δεν συνάδουν με τέτοια στάση). Είναι το γεγονός, ότι από
τα πρώτα σκιρτήματα της ορθολογικής φιλοσοφικής επιστημονικής σκέψης,
καθίσταται σαφές, πως ο κοινός νους είναι ανεπαρκής για τη διάγνωση της
πραγματικότητας σε βάθος. Και δεν είναι θέμα δημοκρατικότητας η αλήθεια, είναι
αγώνας για την κατάκτηση αυτής της συγκεκαλυμμένης πραγματικότητας, της
αρμονίας των αντιθέτων, του λόγου. Και δεν είναι δεδομένη η αλήθεια στην
αμεσότητά της. Χρειάζεται προσπάθεια. Δεν στοιχειοθετούν ελιτίστικη φιλαυτία
του Ηρακλείτου τα παραπάνω. Είναι μια προειδοποίηση περί των δυσκολιών του νου
στην πορεία πρόσκτησης της πραγματικότητας. Ακριβώς αυτή η δυσκολία καθιστά
πολύτιμο τον άνθρωπο που αντιλαμβάνεται το λόγο κατά τρόπον ώστε αυτός να
διέπει τη ζωή του: «εἶς
ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι» [90. (49)].
Είναι
ο πρώτος στοχαστής που επιχείρησε να αναδείξει μιαν από τις πλέον περίπλοκες
φιλοσοφικές έννοιες: την έννοια του “γίγνεσθαι”. Ως εκ τούτου όλη η φιλοσοφία
του εκφράζει ακριβώς αυτή την κίνηση, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, τις
διαρκείς μεταπτώσεις από τη μία κατάσταση σε άλλη, κ.ο.κ., γι' αυτό και όλη η
φιλοσοφία του αναδεικνύει το γίγνεσθαι, τη ροηκότητα, μέσω αντιφάσεων, μέσω
αντιθετικών διπόλων, οι πόλοι των οποίων ταυτοχρόνως υπάρχουν και κινούν την
πραγματικότητα. Άρνηση και κατάφαση, μεταβλητότητα και σταθερότητα, ταύτιση των
αντιθέτων, βρίσκονται στον πυρήνα της ηρακλείτειας διαλεκτικής και κάθε
διαλεκτικής. Ωστόσο, ο κοινός νους αδυνατεί να συλλάβει αυτή την αντιφατικότητα
του πλέον δυναμικού στη σκέψη διαλεκτικού λόγου, και τείνει να τον ταυτίζει με
κάτι το μυστηριώδες, ανορθολογικό και ακατάληπτο. Γι' αυτό και ο Ηράκλειτος
χαρακτηρίζεται “σκοτεινός”...
Το τέταρτο
στοιχείο είναι ο πόλεμος σε συνάρτηση πάντα με την περί των εναντίων
θεώρηση του Ηρακλείτου. Θα αναφερθώ σε κάποια επιπλέον χωρία, ουσιαστικά για τη
σκιαγράφηση αυτού του στοιχείου της ηρακλείτειας διαλεκτικής. Κατά τον
Ηράκλειτο: «πόλεμος
πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ
βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε
τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους
ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους»
[22(53)] και μάλιστα «εἰδέναι
δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν,
καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα
κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών» [23. (80)].
Μήπως
ο Ηράκλειτος εκφράζει μια πολεμοχαρή διάθεση; Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε
επιγραμματικά, ότι το εννοιολογικό κατηγοριακό πλαίσιο, δηλαδή οι έννοιες της
εποχής, τις οποίες χειρίζεται ο Ηράκλειτος, είναι αντικειμενικά
αποκρυσταλλώματα των καθόλου της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν είναι
αυθαιρεσίες υποκειμενικές προϋπάρχουσες σε ένα σύμπαν της αντικειμενικής
πραγματικότητας. Ο Ηράκλειτος λοιπόν προσπαθεί μέσω του ελλειπτικού αλληγορικού
λόγου, με παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις και μεταφορές να καταδείξει την ενότητα
αυτή της διαλεκτικής κοσμολογίας, την ενότητα μέσω της πάλης των αντιθέτων,
μέσω της σύγκρουσης (βλ. και Ιωαννίδη). Και αυτή η ενότητα είναι οντολογική.
Μάλιστα δεν αφορά μόνο τη φυσική οντολογία, αφορά και την κοινωνική οντολογία
και εδώ είναι σαφέστατος ο Ηράκλειτος: αναφέρεται σε κοινωνικά φαινόμενα που
είναι πρόσφατα στην πόλη-κράτος της εποχής, την οποία έζησε και την οποία απαρνήθηκε
τρόπον τινά, αρνούμενος τα αξιώματα που προέβλεπε το γένος του. Είναι νωπές
στην κοινωνία του Ηρακλείτου οι μνήμες της κατάλυσης της πρωτόγονης κοινότητας
και του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα, με το
ίδιον να απειλεί το κοινόν. Είναι συχνοί οι πόλεμοι μεταξύ ελληνικών πόλεων και
με τους Πέρσες. Ωστόσο, δεν διστάζει να γενικεύσει και εκτός κοινωνικού πεδίου
την έννοια του πολέμου ως οντολογική αρχή.
Πυρ
και πόλεμος, είναι οι βασικοί μηχανισμοί μετασχηματισμού και αναδιάταξης των
αντιθέτων σε μια νέα αρμονία του λόγου, οι βασικοί μηχανισμοί επαναρρύθμισης
των αντιθετικών όρων του συμπαντικού γίγνεσθαι, άρσης παρωχημένων μορφών μέσω
καταστροφής και δημιουργίας.
3.
Αναφορά στις μείζονες εποχές της φιλοσοφίας.
Στο
έργο του Ηρακλείτου καθίσταται σαφές ότι η αυθεντική φιλοσοφία είναι γέννημα
της αναστοχαστικής νοηματοδότησης της κοινωνίας, ως ιδεατή «πεμπτουσία» των
καθόλου του εκάστοτε υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Ο τελευταίος, ως αναπτυσσόμενο όλο, διανύει κατά την
παρελθούσα και κατά την τρέχουσα κατάστασή του σειρά σταδίων. Αντιστοίχως και
κατά την διάγνωση, κατά την αναστοχαστική φιλοσοφική νοηματοδότηση της ιστορίας
του πολιτισμού, μπορούμε να διακρίνουμε μια σειρά σταδίων.
Τρεις είναι
συνολικά οι μείζονες εποχές κατά την διάγνωση, κατά την
αναστοχαστική νοηματοδότηση της ιστορίας του πολιτισμού (Βαζιούλιν 2006).
Πρώτη είναι η
εποχή της συγκρητικής* προσοικείωσης του Κόσμου, της κοινωνίας και της φύσης ως γίγνεσθαι. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της εποχής,
το εξέφρασε ο μέγιστος των στοχαστών της αρχαιότητας, ο Ηράκλειτος με το
στοιχείο της ροής. Εδώ επικρατεί μεν το χάος στη διαδικασία διάγνωσης της
καθολικής κίνησης, της καθολικής μεταβολής, αλλά σε αυτό το χάος υπήρχαν
«νησίδες» αντιλήψεων, ακόμα και εννοιών και μεγαλοφυείς ενορατικές διαισθήσεις
συνθετικού χαρακτήρα.
Η δεύτερη μείζων
εποχή όσον αφορά την προσοικείωση της πραγματικότητας, ήταν η εποχή του
διαμελισμού μεμονωμένων πραγμάτων και αντικειμένων, της
αποσπασματικής-αναλυτικής μελέτης τους. Επήλθε λοιπόν η επικράτηση της ανάλυσης στη γνωστική διαδικασία. Η
μετάβαση από την επικράτηση της συγκρητικής και χαώδους γνωστικής διαδικασίας
στην επικράτηση της αναλυτικής γνωστικής διαδικασίας, απετέλεσε μεν μεγάλη
πρόοδο στην ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας εν γένει και της φιλοσοφίας,
συμπεριλαμβανομένης και της νόησης, αλλά (για λόγους γνωσιακούς και
κοινωνικούς-πολιτισμικούς) οδήγησε στην απολυτοποίηση της ανάλυσης, στην
ανιστορική απολυτοποίηση του παρόντος .
Η τάση αυτή, με τα
επιτεύγματα και τους ιστορικούς περιορισμούς της, χαρακτηρίζει εν πολλοίς και
τη σημερινή εποχή, αν και έχουν ήδη εμφανισθεί και αναπτύσσονται οι
προϋποθέσεις για την μετάβαση στην τρίτη
εποχή της ανάπτυξης της γνώσης, της νόησης και της φιλοσοφίας. Η τρίτη αυτή
μείζων εποχή της ανάπτυξης της γνώσης και της νόησης, συμπεριλαμβανομένης και
της διάγνωσης, της αναστοχαστικής φιλοσοφικής νοηματοδότησης της κοινωνίας,
συνιστά μεν τρόπον τινά επάνοδο στην πρώτη εποχή που θεμελίωσε ο Ηράκλειτος,
αλλά η επάνοδος αυτή πραγματοποιείται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αίροντας
διαλεκτικά τα επιτεύγματα και τους περιορισμούς τόσο της πρώτης, όσο και της
δεύτερης, της κατ’ εξοχήν αναλυτικής εποχής.
4. Η
ηρακλείτεια φιλοσοφία και οι προοπτικές της διαλεκτικής.
Στο παράδειγμα
του Ηρακλείτου καθίσταται σαφές, ότι η αυθεντική φιλοσοφία δεν προκύπτει από
την απαθή ενατενιστική περιέργεια αργόσχολων σε ώρες αναψυχής, αλλά είναι
γέννημα της ανάγκης ορθολογικής αντίληψης, κατανόησης και αναστοχασμού οξύτατων
προβλημάτων που εγείρονται ενώπιον της κοινωνίας, η οποία ανακύπτει με
ιδιαίτερη ένταση σε διάφορες καμπές της ιστορίας, όταν και όποτε οι κεκτημένες
μορφές σκέψης και κοσμοθεώρησης αδυνατούν να συλλάβουν, να εξηγήσουν το παρόν
και να προβλέψουν το μέλλον. Γι' αυτό και από τη γέννησή της, δεν προβάλλει με
τη μορφή του στοχαστικού μονολόγου ενός απόμακρου σοφού, που ατενίζει τον κόσμο
από το ύψος της υπερήφανης μοναξιάς του, αλλά τουναντίον, είναι συνυφασμένη με
τη γεμάτη πάθος και ένταση πολεμική, μ' ένα σκληρό διάλογο-αντιπαράθεση με το
όλο σύστημα των θρησκευτικών-μυθολογικών αντιλήψεων περί του κόσμου και της
ζωής (Ιλιένκοφ, σ.60).
Έτσι, ο φιλοσοφικός λόγος του Ηρακλείτου εκφράζεται
ταυτοχρόνως με εν τω γενάσθαι εννοιολογήσεις και με διορατικές παραστάσεις
(συχνά ανάμικτες), γίνεται αφοριστικός και ελλειπτικός, αποφθεγματικός και
αινιγματικός, αρθρώνεται ταυτοχρόνως ορθολογικά και καλλιτεχνικά, είναι
αφυπνιστικά αυστηρός και ποιητικός, αφαιρετικός και πλήρης εναργών παραστάσεων,
ως μεγαλόπνοη κοσμοθεωρητική εικασία, ως προτρέχουσα συνθετική σύλληψη μιας
«ψυχής που σπινθηρίζει αστρική ουσία» («scintillam stellaris essentiae» Macrobius, Scip. 14,19), βυθιζόμενη στο φωτεινό πυρήνα του λόγου για να διαυγάσει το όλον σαν αστραπή
τρομακτικής εμβέλειας. Ο μεγαλοφυής στοχαστής αδράχνει τον πυρήνα, τη γενεσιουργό
αιτία, την υπόσταση του όλου ως μείζονα θεωρητική νοητική σύλληψη, συνυφασμένη
με κάποιες εμπειρικές μορφές της, με την παραστατικότητα της ζωντανής εποπτείας
(λόγος-πυρ-πόλεμος). Η σκέψη του είναι συνεκτική και ιδιότυπα συνθετική,
συνολική και ανοικτή, μιας και απέχει μακράν των μονομερειών και των αντιθέσεων
που γεννά ο καταμερισμός της εργασίας, η πολυειδίκευση και ο κατακερματισμός
αντικειμένων και προσεγγίσεων στην επιστήμη και στη φιλοσοφία. Αυτή η
αρτιότητα, η πληρότητα, δημιουργεί την αίσθηση ότι ο στοχασμός του
εμπεριέχει δυνάμει, αδιαχώριστο και ενωμένο όλο το φάσμα της μετέπειτα
ουσιώδους πορείας της επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης.
Είναι ένας λόγος που προκαλεί, ώστε να ωθήσει σε υπέρβαση
της παρωχημένης και μυστικιστικής μυθολογίας και ποίησης της εποχής του, ώστε
να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από το κοινότοπο του κοινού νου και να
συνειδητοποιήσουν το συμπαντικό νόμο (Geldard σ.167). Και ο κόσμος δεν είναι
πλέον για τη σκέψη εξωτερικός, αλλά
γίνεται ένα νέο «συνειδητά φλεγόμενο τοπίο» (αυτόθι
σ.169). Υπό το πρίσμα αυτό, η ηρακλείτεια φιλοσοφία προβάλλει ως
μια συνθετική τομή, ως ένα ορόσημο στην πορεία της διανοητικής ενόρασης και της
διανοητικής φιλοσοφικής σκέψης, ως μια ιδιοφυής, διαισθητική και αναστοχαστική
σύλληψη του σύμπαντος κόσμου, υπό το πρίσμα της θέσης και του ρόλου του
ανθρώπου σε αυτόν, το δημιουργικό δυναμικό της οποίας υπερβαίνει κατά πολύ τα
όρια της συγκεκριμένης εποχής του Ηρακλείτου και συνιστά εν πολλοίς επίκαιρο
κεκτημένο του πολιτισμού, που εξακολουθεί να εμπνέει και να ανατροφοδοτεί τα
θεμέλια του φιλοσοφείν.
Γι'
αυτούς τους λόγους, η ανάδειξη των βασικών πτυχών της ηρακλείτειας φιλοσοφίας
προβάλλει ως αναπόδραστη αναγκαιότητα για πληθώρα διανοητών της ιστορίας αλλά
και της εποχής μας (Αξελός σ.277-305). Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαία η
αναδρομή στην ηρακλείτεια διαλεκτική που επιχειρούν ερευνητές της εποχής μας,
στο βαθμό που αντιλαμβάνονται τους
βασικούς σταθμούς της διαλεκτικής σκέψης (Βουδούρης, σ.72-98, Geldard, Bogomolov,
Brun, Αξελός, Γεωργίου, κ.ά.), τη σχέση με την ινδική προ-φιλοσοφική σκέψη
(Ωρομπίντο), τη σχέση συνέχειας-ασυνέχειας του ηρεακλείτειου λόγου της ολότητας
με τον Έγελο (Δεληβογιατζής, σ.101-115), είτε επιχειρούν βάσει των σύγχρονων
επιστημονικών ερευνών να υπερβούν το θετικισμό και τον αναγωγισμό, να
ανασυνθέσουν κοσμοθεωρητικά τα επίπεδα της φύσης και των νόμων που την διέπουν
(Ταμπάκης).
Ωστόσο,
υπάρχουν κάποιοι σταθμοί στην ανάπτυξη και στις προοπτικές της διαλεκτικής.
5.
Σταθμοί στην ανάπτυξη και ορόσημα για τις προοπτικές της διαλεκτικής.
Σταθμός
σημαντικός στην ανάδειξη, επικαιροποίηση και επανανοηματοδότηση της
ηρακλείτειας διαλεκτικής, προπομπός της μετάβασης στην τρίτη μείζονα εποχή της
φιλοσοφίας, είναι το έργο του Εγέλου, ο οποίος εκλαμβάνει και προβάλλει
τον Ηράκλειτο ως απ' ευθείας προπομπό του συστήματός του (βλ. και Πατέλη). Ενός
συστήματος, το οποίο ανακύπτει ως ιδιότυπη γενίκευση του εννοιολογικού και
κατηγοριακού εξοπλισμού της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών της
εποχής του. Αυτό συνιστά ένα βήμα εμπρός και ταυτοχρόνως, ένα βήμα πίσω εν
σχέσει προς το κεκτημένο του Ηρακλείτου. Βήμα εμπρός είναι η μεγαλειώδης
σύνθεση του μεγάλου ιδεοκράτη στοχαστή. Βήμα πίσω είναι η ιδεοκρατική
μονομέρεια της ερμηνείας της διαλεκτικής, της ηρακλείτειας συμπεριλαμβανομένης,
με την απολυτοποίηση του νοείν κατά Λόγον (Vernunft, κατά Χέγκελ) και τη
συνακόλουθη υποβάθμιση όλης της πορείας της γνώσης που έχει προηγηθεί: της
ζωντανής εποπτείας και του νοείν κατά Διάνοια (Verstand, κατά Έγελο).
Ιδιαίτερα
σημαντικός σταθμός, που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην τρίτη μείζονα εποχή της
φιλοσοφίας, της συνειδητής διαλεκτικής, όχι πλέον ως γενικό αφηρημένο σχήμα,
αλλά ως λογική και μεθοδολογία συνθετικής συγκρότησης μιας επιστήμης (της
πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας), είναι το έργο του Μαρξ,
ιδιαίτερα “το Κεφάλαιο” (βλ. Σχετικά: Vazjulin). Το
μεγαλοφυές μαρξικό εγχείρημα αναπτύσσει και συγκεκριμενοποιεί τη διαλεκτική του
οργανικού όλου, αλλά φέρει και το στίγμα της εποχής του, ετεροπροσδιοριζόμενο
εν πολλοίς από την άρνηση της κεφαλαιοκρατίας. Αντίστροφες των εγελιανών
μονομέρειες συναντάμε σε έργα επιγόνων του μαρξισμού, που σπεύδουν να
κατατάξουν τον Ηράκλειτο στο στρατόπεδο του υλισμού, ενώ ο ίδιος «δεν ξεχωρίζει
καθόλου τη σκέψη από την ύλη κι έτσι δεν είναι ούτε ιδεαλιστής
ούτε υλιστής» (Αξελός σ.296).
Επόμενος
σταθμός, που δρομολογεί σαφώς την πορεία της διαλεκτικής προς την συνθετική
επιστήμη του μέλλοντος, είναι το εγχείρημα της Λογικής της Ιστορίας, ως
διαλεκτική διεπιστημονικής σύνθεσης, που αναδεικνύει τη λογική της δομής της
κοινωνίας ως ολότητας, αλλά και του ιστορικού γίγνεσθαι του κοινωνικού μέσα από
τη διαπάλη-αλληλεπίδρασή του με το φυσικό, στην πορεία για την ώριμη
κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα (Βαζιούλιν 2004). Εδώ αποδεικνύεται η
προοπτική της διαλεκτικής άρσης της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας (και του απότοκού της δίπολου ιδεαλισμού-υλισμού) και
συγκεκριμενοποιούνται σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο τα στοιχεία-κληροδοτήματα της ηρακλείτειας
διαλεκτικής στη δυναμική του Λόγου της Ιστορίας, που χαράσσει προοπτική για την
ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Συνεπώς,
η ηρακλείτεια διαλεκτική τοποθετείται στο επίκεντρο του πυρήνα του διαλεκτικού
στοχασμού. Η επικαιρότητα της σκέψης του Ηρακλείτου για την ανάπτυξη της
διαλεκτικής γνωσιοθεωρίας και μεθοδολογίας του παρόντος και του μέλλοντος
προβάλλει ανάγλυφα, διότι χωρίς αυτή τη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία, η
σκέψη παραπαίει σε αντιφάσεις και μονομέρειες της προδιαλεκτικής σκέψης, του
νοείν κατά Διάνοια, στα πλαίσια της οποίας οι έννοιες είναι παγιωμένες,
δεδομένες και άκαμπτες στην αντιδιαστολή τους με τη ζωντανή εποπτεία, μορφές
χωρίς περιεχόμενο, ποσότητες αδιάφορες της ποιότητας, κ.ο.κ. Στα πλαίσια της
εμπλοκής στο νοείν κατά διάνοια, η ίδια η ορθολογικότητα προβάλλει όλο και πιο
πολύ ως ψυχρός υπολογισμός του συμφέροντος για χειραγωγικές τεχνοκρατικές
παρεμβάσεις.
Η
εποχή μας συνιστά μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Σήμερα κλονίζονται και
καταρρέουν βεβαιότητες που μέχρι πρότινος φάνταζαν ακλόνητες, ενώ κεκτημένες
μορφές σκέψης και κοσμοθεώρησης αδυνατούν να συλλάβουν, να εξηγήσουν το παρόν
και να προβλέψουν το μέλλον.
Η
επικαιρότητα της προβληματικής της ανάπτυξης της διαλεκτικής, γίνεται πιο
έντονη με τα αδιέξοδα της αγοραίας, της τρέχουσας επιστημολογίας της εποχής μας
και του “μεταμοντέρνου”. Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη μετάβασης στο ανώτερο
στάδιο της λογικής και μεθοδολογίας, στο στάδιο του Λόγου, στο νοείν κατά
λόγον, όχι πλέον μόνο με την αρχαία, την ηρακλείτεια έννοια, που φέρει το
στίγμα μιας μεγάλης άρνησης και μιας μεγάλης κατάφασης της εποχής του (της
άρνησης των θρησκευτικών-μυθολογικών δοξασιών και της κατάφασης του
επιστημονικού-φιλοσοφικού ορθολογισμού), αλλά κυρίως με την έννοια της
διαλεκτικής άρσης όλου του δρόμου που έχει διανύσει η ανθρώπινη σκέψη από την
προ του Ηρακλείτου εποχή μέχρι σήμερα, σε μια θετική συνθετική ενότητα ειδέναι,
και συνειδέναι, ποιείν, πράττειν, αισθάνεσθαι και νοείν. Στη συνθετική επιστήμη
και συνείδηση της ώριμης ενοποιημένης ανθρωπότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αξελού
Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία. Αθήνα: Εξάντας, 1976.
Βαζιούλιν
Β., Η λογική της ιστορίας.
Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μετάφραση, υπομνηματισμός, σχόλια: Δ.
Πατέλη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα,
2004.
Βαζιούλιν
Β., Η λογική της ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και πολιτικής. Εισήγηση στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο
Φιλοσοφίας, Ηράκλειο, 24-28.5.2006. ΔΙΑΠΛΟΥΣ
Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος 2006, σελ. 18-22, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ithiki_politiki.htm
Bogomolov
A.S., History of Ancient Philosophy. Moscow: Progress Publishers, 1985.
Brun
J., Ηράκλειτος.
Αθήνα: Πλέθρον, 1987.Βέικου Θ., Φύση και κοινωνία. Από το
Θαλή ως το Σωκράτη. Αθήνα: Σμίλη, 1991.
Βουδούρη
Κ., Προσωκρατική φιλοσοφία. Αθήνα: Ιωνία, 1991.
Βώρου
Φ., Σύντομη ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Γρηγόρη,
1984.
Geldard
R., Ηράκλειτος, ο “σκοτεινός” φιλόσοφος. Αθήνα: Αρχέτυπο, 2004.
Γεωργίου
Α., Ηράκλειτος, ο ηττημένος νικητής. Αθήνα: Γκοβόστη, χ.χ.
Δεληβογιατζή
Σ., Ζητήματα διαλεκτικής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2000.
Diels
H., Kranz W., Οι προσωκρατικοί, οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα. Τόμος
Α'. Αθήνα: Παπαδήμα, 2005.Ηράκλειτος. http://www.mikrosapoplous.gr/heracletus/heracletus0.html
Ilienkov
E., Ηαρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης. http://www.caute.net.ru/ilyenkov/texts/phc/antdia.html
Ιωαννίδη
Κ., Ηράκλειτος. http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/33)
Καντ
Ι., Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική
μεταφυσική. Μετάφραση Γ. Τζαβάρα. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1982.
Long
H.S. ed., Diogenis Laertii, vitae
philosophorum. Oxford: Clarendon Press, 1964.
Mαρξ Κ. Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος Ι.
Αθήνα: Σ.Ε., χ.χ.
Πατέλη Δ., τα
λήμματα: Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, Αντίφαση διαλεκτική, Άρση,
Δημιουργικότητα, Διαλεκτική Λογική, Διάνοια και Λόγος, Ιστορικό και Λογικό,
Μαρξ, Σύνθεση, Υλισμός, Χέγκελ. Στο: Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό.
Τόμοι 1-5. Αθήνα: Καπόπουλος, 1994-1995, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm
Πλάτωνος, Κρατύλος. http://www.4shared.com/account/file/30134543/2745ede1/__online.html
Ρούσσου
Ευ., Ηράκλειτος (Περί φύσεως). Αθήνα: Παπαδήμα, 1987.
Ταμπάκη
Ν., Ηράκλειτος και σύγχρονος κόσμος. Αθήνα: Γκοβόστη, 2006.
Φάλκος-Αρβανιτάκης
Τ., Ηράκλειτος. Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 1999.
Χέγκελ
Γ., Παραδόσεις ιστορίας της φιλοσοφίας, βιβλίο 1ο, στο:
Χέγκελ Έργα, τομ.ΙΧ. Μόσχα, 1932.
Vazjulin
V.A., Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx. (russ.1968, 2002), deutsche: Auflage, 2005.
Ωρομπίντο Σ., Ηράκλειτος. Αθήνα: Πύρινος κόσμος, 2003.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ.
ΠΑΤΕΛΗΣ,
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
ΧΑΝΙΑ