ΑΡΘΡΑ


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΑΝΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ    ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ    ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  τ.26 (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009), 294-317. 

Ο ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΤΕΛΗ

 Ο Γ. Φ. Χέγκελ, προωθώντας τα κεκτημένα της διαλεκτικής σκέψης ως τρόπου του διανοείσθαι και μεθόδου προσέγγισης της πραγματικότητας, που δρομολογήθηκε με τη μεγαλοφυή συμβολή του Ηρακλείτου και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (Βουδούρης, 1988, 12), είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Όσον αφορά τη μέθοδο, ο  Χέγκελ “ήταν ο μεγαλοφυής προπομπός της νέας κοσμοϊστορικής βαθμίδας ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών: της σύγχρονης συνειδητής διαλεκτικής” (Βαζιούλιν, 2008, 22). Επιπλέον, στο Χέγκελ οφείλεται κατ' αρχήν η εξέταση της λογικής, της μεθόδου, της μεθοδολογίας και της όλης επιστημολογικής προβληματικής με όρους φιλοσοφικής αυτοσυνειδησίας του επιστημονικού λόγου. Ωστόσο, η επιστημολογική συνεισφορά του δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής, παρά το γεγονός ότι είναι ο στοχαστής στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της καθολικής και αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγοριών της διαλεκτικής λογικής, βάσει του αντικειμενικού ιδεαλισμού. Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία που αναφέρεται κριτικά στη συνολική συνεισφορά του μεγάλου διανοητή, στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της φιλοσοφίας του (βλ. Μπιτσάκης, 1986, σ.147-171, του ίδιου, 2003, Ilyenkov, 1983, Πατέλης, 1995, 2004).

Το μοναδικό εγχείρημα σφαιρικού φιλοσοφικού και μεθοδολογικού αναστοχασμού υπό το πρίσμα της διαλεκτικής της ιστορίας, του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης στην προμαρξική επιστήμη ανήκει στον Χέγκελ. Έκτοτε έχει εμφανιστεί πληθώρα προσεγγίσεων του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης και της υποκειμενικής λογικής[1]. Ωστόσο, σχεδόν όλες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, επαναλαμβάνουν επιμέρους πτυχές και θέσεις που έχει ανακαλύψει ο Χέγκελ. Σε κείμενα μαρξιστικής αναφοράς, η επανάληψη αυτή συνοδεύεται από μια προσπάθεια “μετάφρασης” αυτών των θέσεων σε υλιστική  γλώσσα, “διακόσμησής” τους με πληθώρα “σύγχρονων” παραδειγμάτων κ.ο.κ.

Κατά κανόνα, η πραγματική συμβολή του Χέγκελ στην επιστημολογική προβληματική, στη φιλοσοφία της επιστήμης, υποβαθμίζεται, είτε αγνοείται παντελώς. Σε αυτό έχει συμβάλλει και η εγγενής αδυναμία πρόσληψης της διαλεκτικής μεθόδου από τους εκπροσώπους των περισσοτέρων διαδεδομένων υποδειγμάτων επιστημολογίας και φιλοσοφίας της επιστήμης, που έχουν εδραιωθεί και αναπαράγονται στους κύκλους της πανεπιστημιακής διανόησης: του θετικισμού, του λογικού θετικισμού, της “αναλυτικής φιλοσοφίας της γλώσσας”, του δομισμού, του μεταθετικισμού, του “κριτικού ορθολογισμού”, του νεοπραγματισμού, του μεταδομισμού-μεταμοντερνισμού, κ.ο.κ. Κοινός τόπος αυτών των διαδεδομένων υποδειγμάτων είναι η αδυναμία αναστοχαστικής πραγμάτευσης της εσωτερικής λογικής των περιεκτικών μορφών κίνησης της σκέψης, της διαλεκτικής της ανάπτυξης των μέσων και των τρόπων πρόσκτησης της γνώσης στη γνωστική διαδικασία. Γι' αυτό ακριβώς, όλα τους ταλανίζονται μεταξύ διαφόρων εκδοχών αναγωγής της δομής της σκέψης σε εκδοχές φορμαλισμών της τυπικής λογικής και αναγωγής της όποιας πηγής του περιεχομένου σε συμβασιοκρατικού χαρακτήρα παραδοχές και εκδοχές “κοινωνικής κατασκευής”. Ως εκ τούτου, αδυνατούν να αναστοχαστούν τη γνωστική διαδικασία με όρους λογικής του ίδιου του αντικειμένου της έρευνας και εσωτερικής περιεκτικής λογικής της έρευνας. Η εν λόγω εγγενής αδυναμία θεωρητικοποιούμενη, λειτουργεί  αποτρεπτικά, όσον αφορά όχι μόνο το εγελιανό έργο, αλλά και την “σκοτεινή” και “επικίνδυνη” διαλεκτική λογική και μεθοδολογία εν γένει...   

Ο Χέγκελ επικεντρώνει το έργο του στη δημιουργία μιας λογικής ως συστήματος κατηγοριών και κατ' αυτό τον τρόπο, στην προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης: “Η αληθής μορφή με την οποία υπάρχει η αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημα αυτής της αλήθειας [...] Το να καταδείξω ότι έφθασε η χρονική  στιγμή να υψωθεί η φιλοσοφία σε επιστήμη, αυτό θα ήταν η μόνη αληθινή δικαίωση των προσπαθειών...”(Χέγκελ, 1993, 125-126). Τέτοιο ερευνητικό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να ανακύψει στη φιλοσοφία, αν οι επιστήμες της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, αν οι επιμέρους επιστήμες δεν άρχιζαν τη μετάβασή τους από το εμπειρικό στο θεωρητικό επίπεδο, στη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμένων και διαδικασιών.

Όπως έχω δείξει και αλλού, στο έργο του Χέγκελ, η νόηση παρουσιάζεται ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική, αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιακρινόμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα τον εαυτό της. Αντίστοιχα τίθεται και το πρόβλημα της αλλοτρίωσης: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα της εκτός ιστορίας και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνον ως υπέρβαση (κατάργηση) όχι των ιστορικών όρων της αλλοτρίωσης, αλλά του ίδιου του εμπράγματου, του αντικειμένου εν γένει, ως απελευθέρωση του πνεύματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότητα και “επιστροφή” στο απόλυτο. Όλη η  αντιφατικότητα της μεγαλειώδους σύλληψης του Χέγκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάνσεις.

Από τα πρώιμα έργα (“φιλοσοφία της θρησκείας” κ.ά.) του Χέγκελ διαφαίνεται ένας προσανατολισμός ιδιαίτερης επιστημολογικής σημασίας: η τάση εξέτασης της ιστορίας του πνευματικού πολιτισμού ως αλληλουχίας νομοτελώς εναλλασσόμενων σταδίων της ανάπτυξης του πνεύματος. Η Φαινομενολογία του πνεύματος (1807), αποτελεί ιδιότυπη εισαγωγή-προγραμματική διακήρυξη της φιλοσοφίας του, στην οποία ενυπάρχουν συνθετικά (και σε εμβρυώδη-μυστικιστική μορφή) όλα τα στοιχεία της φιλοσοφίας του που θα αναπτύξει αργότερα συστηματικά. Είναι η θεωρία των φαινομένων, των μορφών ή βαθμίδων της δημιουργικής δύναμης του “παγκόσμιου λόγου”, από τις οποίες οφείλει να περάσει η συνείδηση του ατόμου (αναπαράγοντας τα στάδια αυτογνωσίας του “παγκόσμιου λόγου”) ώστε να καταστεί φιλοσοφική. Η συνείδηση ξεκινά οπό την κατ' αίσθηση εγκυρότητα και φθάνει στην έννοια της επιστήμης, στην απόλυτη γνώση. Πρόκειται για “ένα είδος εμβρυολογίας και παλαιοντολογίας του πνεύματος, μια συστηματική έκθεση των φάσεων σχηματισμού της ατομικής συνείδησης, δοσμένη σαν συνοπτική αναπαραγωγή τω ιστορικών φάσεων ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης -στη λογική, στη φιλοσοφία της φύσης και στη φιλοσοφία του πνεύματος, καθώς και των ιστορικών μορφών του; φιλοσοφία της ιστορίας, του δικαίου, της θρησκείας, ιστορία της φιλοσοφίας, αισθητική, κλπ.- σε όλες αυτές τις διαφορετικές περιοχές της ιστορίας, ο Χέγκελ κατόρθωσε να εντοπίσει και να καταδείξει τον οδηγητικό μίτο της εξέλιξης” (Ένγκελς, 2004, 159). Εδώ διαπλέκονται στοιχεία θεωρίας της γνώσης και της συνείδησης (εμπειρία, διάνοια και λόγος, συνείδηση και αυτοσυνείδηση κλπ.) με στοιχεία αναδρομής στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού και στην ιστορία της φιλοσοφίας, στην ψυχολογία, στην ηθική, στην πολιτική, στο δίκαιο,  στη θρησκευτική φιλοσοφία και στην αισθητική. Τα άτομα μετατρέπονται σε “συνείδηση” και ο κόσμος σε “αντικείμενο”, κατά τρόπον ώστε όλη η ποικιλομορφία της ζωής και της κοινωνίας να ανάγεται σε διαφορετικές σχέσεις της “συνείδησης” προς το “αντικείμενο”.

Εάν η φαινομενολογία αποτελεί την “πηγή και το μυστικό” της εγελιανής φιλοσοφίας (Μαρξ, 1974, 190), η Επιστήμη της λογικής (1812) είναι то έργο στο οποίο εμπεριέχεται κυρίως ο πυρήνας, η ουσία της φιλοσοφίας και της επιστημολογίας του Χέγκελ. Η διαλεκτική μέθοδος προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως σύστημα της διαλεκτικής λογικής, το οποίο δομείται βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας νόησης και είναι, της οποίας έχει προηγηθεί η απόσπαση της νόησης από το είναι. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό όλο, ως ενυπάρχον στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό προϊόν και όχι ως ανεξαρτήτως της νόησης υφιστάμενο στην ενεργό πραγματικότητα αντικείμενο. Ο εμπράγματος κόσμος προβάλλει εδώ ως στερούμενος δικής του ουσίας. Ουσία του πραγματικού κόσμου αποβαίνει στο σύστημα του η νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον εμπράγματο κόσμο τον εαυτό της ως ετερότητα της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική οντότητα. Εδώ οι μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την “απόλυτη”, τη “θεία” φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας δραστηριότητας που δημιουργεί και αναπαράγει τον εξωτερικό κόσμο (γι' αυτό και αποτυπώνονται σ' αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του “απολιθωμένου” στα πράγματα παγκόσμιου πνεύματος, του θεού). Εδώ η πραγματική ανθρώπινη νόηση, η κοινωνική συνείδηση, υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των ανθρώπων κείμενη παγκόσμια δύναμη, εκδηλούμενη μάλλον μέσω των ανθρώπων και όχι ως δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπινου όντος.

Η ταύτιση νόησης και είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα της αυτοτέλειας και της ιδιοτυπίας της γνωστικής διαδικασίας και τη διαλεκτική αυτής της διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του υποκειμένου προς το ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική της νόησης. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη-θεοποιημένη, αντανακλά τις υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία γνώσης θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της μεγαλοφυούς συμβολής του Χέγκελ στην επιστήμη περί των τρόπων και των μέσων του νοείν, στη διαλεκτική λογική. Σε αυτό τον ορθολογικό πυρήνα οφείλεται και η ορθή σε γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του μηχανισμού της ανάβασης από то αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ανάπτυξη του οποίου προβαίνει ο Χέγκελ “προδίδοντας” τον απόλυτο ιδεαλισμό του (δεδομένου ότι εφ' όσον θέτει ως αφετηρία του την απολυτοποιημένη νόηση, το απόλυτο, το οποίο -αποκομμένο από το σχετικό- συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και απροσπέλαστο μη-ον, καμία επόμενη κίνηση δεν θα έπρεπε να νομιμοποιείται). Κατ' αυτό τον τρόπο, αναπτύσσει το σύστημα των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια (από την άποψη δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως διατεταγμένο όλο κλιμακούμενης άρσης της απροσδιοριστίας των πλέον αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες, από το πεδίο του “είναι” στην “ουσία” και στο “φαινόμενο” και από αυτό στην ενότητα ουσίας και φαινόμενου, στην “πραγματικότητα”. Η όλη κίνηση της νόησης προβάλλει ως αλληλοδιαπλοκή νόμων: ως πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, ως ενότητα και πάλη των αντιθέτων, και ως άρνηση της άρνησης, βάσει των οποίων δομείται η “αντικειμενική λογική” του Χέγκελ.

Ωστόσο, πουθενά στην επιστήμη και στη φιλοσοφία δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση μεταξύ μεθόδου και συστήματος. Παρά τις διαδεδομένες απλουστευτικές σχηματοποιήσεις, η ιδεοκρατική αρχή δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη μέθοδο: προσδίδει στη διαλεκτική του ιδιότυπα χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέπειες, σε συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις, οι οποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά στην υποτίμηση και τελικά, στην αναγωγή της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο και στην υποταγή του ιστορικού στο λογικό. Έτσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική στην ιδεοκρατία. Ενώ στο επίπεδο της αμεσότητας διακρίνει την παθητική και την ενεργητική πλευρά του κατηγοριακού διπόλου των αντιθέτων (ποιότητα και ποσότητα), στο πεδίο της ουσίας η διάκριση αυτή εξαφανίζεται, οι πλευρές της θεμελιώδους για τη διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο “θεμέλιο” ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της ουσίας. Κατ' αυτό τον τρόπο, η λογική του Χέγκελ είναι εν πολλοίς η λογική ενός κλειστού συστήματος, το οποίο ουσιαστικά στερείται παρελθόντος και μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή της προσδιοριστικότητας της απόλυτης ιδέας είναι “απόλυτα ελεύθερη, η εξωτερικότητα του χώρου και του χρόνου που είναι απόλυτα για τον ίδιο τον εαυτό της χωρίς υποκειμενικότητα” (Χέγκελ, 2005, 655).

Δεδομένου ότι το πεδίο απ' όπου βασικά αντλεί υλικό η εγελιανή φιλοσοφία είναι η ιστορία της φιλοσοφίας, ιδιαίτερο μεθοδολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδόσεις του στην Ιστορία της φιλοσοφίας. Κατά τον Χέγκελ, η ιστορική αλληλουχία των φιλοσοφικών συστημάτων (ως αλληλουχία των αρχών τις οποίες αυτά πρεσβεύουν) αντιστοιχεί στις κατηγορίες της διαλεκτικής και συνάμα απεικονίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του πολιτισμού της εποχής του κάθε αναγκαίου (παροδικής ισχύος) συστήματος, ως αλληλουχία των αναβαθμών μιας πορείας προς  τη φιλοσοφία του Χέγκελ, που αποτελεί κατά τον ίδιο επακολούθημα, συμπέρασμα και απόλυτη άρση των προγενέστερων φιλοσοφημάτων.

Κατά τη γνώμη μου, παρ' όλους τους περιορισμούς της, η εγελιανή αντίληψη περί της ανάπτυξης του νοείν εντός της γνωστικής διαδικασίας (στη φυλογένεση και στην οντογένεσή της), παραμένει εν γένει και εν συνόλω μοναδική ουσιαστικά και επί του παρόντος, ανυπέρβλητη από μεθοδολογικής απόψεως, συστηματικά εκτεθειμένη προσέγγιση αυτής της προβληματικής[2]. Σε κάθε γνωστικό πεδίο, η ανάπτυξη της θεωρίας επιτυγχάνεται μέσω της διερεύνησης του εισέτι μη διερευνηθέντος (είτε του ανεπαρκώς διερευνηθέντος στο επικείμενο αντίστοιχο νομοτελές επίπεδο) πραγματολογικού υλικού (εμπειρικού, πρωτογενώς, κ.ο.κ. επεξεργασμένου), σε συνδυασμό με τον κριτικό αναστοχασμό-επανανοηματοδότηση εκείνης της γνώσης από τις διαθέσιμες περί του εν λόγω πεδίου, η οποία είναι η πλέον ανεπτυγμένη. Γι' αυτό ακριβώς, κατά τη συστηματική ανάλυση του γίγνεσθαι μιας συγκεκριμένης επιστήμης, π.χ. της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, ως εν τω γίγνεσθαι επιστημονικής νόησης, είτε ευρύτερα, ως εν τω γίγνεσθαι επιστημονικής γνώσης, η σημασία της εγελιανής συνεισφοράς είναι αναντικατάστατη. Αυτό απαιτεί την αντιπαραβολή του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης με τη γνωστική διαδικασία, με την κριτική επανανοηματοδότηση και επανεπεξεργασία της εγελιανής θεωρίας και μεθοδολογίας περί του γίγνεσθαι της διαγιγνώσκουσας νόησης, όπως αυτή παρατίθεται κυρίως στην “Υποκειμενική λογική”, στη “Φαινομενολογία του πνεύματος” αλλά και στις “Παραδόσεις ιστορίας της φιλοσοφίας”, όπου επιχειρείται συστηματική θεώρηση της ποικιλομορφίας του γίγνεσθαι του φιλοσοφείν στην ιστορία του πολιτισμού.

Παρ' όλους τους περιορισμούς του, ο Χέγκελ κατόρθωσε να αναδείξει και να προωθήσει μια ολόκληρη σειρά αρχών που οφείλουν να διέπουν τη διερεύνηση της ιστορίας της νόησης στη γνωστική διαδικασία, ιδιαίτερα κατά τα πρώιμα στάδια της τελευταίας. Κατ' αρχάς, τα πρώιμα, τα μη ανεπτυγμένα στάδια της νόησης απαιτούν συστηματική αντιμετώπιση, διότι “η επιστήμη δεν μπορεί να απορρίψει μια γνώση που δεν είναι αληθής, με το να την θεωρεί ως μια τετριμμένη απλώς θέα των πραγμάτων και να μας διαβεβαιώνει ότι αυτή η ίδια είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος γνώσης” (Χέγκελ, 1993, 2004). Ακριβώς στο Χέγκελ οφείλεται η πρώτη σαφής αντίληψη περί του φυσικοϊστορικού χαρακτήρα της ανάπτυξης της νόησης, μέσω της αναγκαιότητας μιας αλληλουχίας διαμορφώσεών της. Μάλιστα η σειρά αυτών “των διαμορφώσεων που διατρέχει η επιστήμη κατά μήκος αυτού του δρόμου, είναι μάλλον η διεξοδική ιστορία της μόρφωσης της ίδιας της συνείδησης στο επίπεδο της επιστήμης” (ό.π. 207). Και επιπλέον, “δι' αυτής της αναγκαιότητας συμβαίνει μια τέτοια οδός προς την επιστήμη να είναι η ίδια επιστήμη” (ό.π. 218). Ωστόσο, η διαδικασία της ανάπτυξης της διαγιγνώσκουσας νόησης δεν συνειδητοποιείται άμεσα, καθ' ότι “αυτό, που στην αρχή εμφανιζόταν ως το αντικείμενο, υποβιβάζεται για τη συνείδηση στο επίπεδο μιας γνώσης αυτού και όταν το καθεαυτό γίνεται ένα για τη συνείδηση Είναι του καθεαυτό, τότε το τελευταίο τούτο είναι το νέο αντικείμενο, μέσω του οποίου αναδύεται και μια νέα μορφή της συνείδησης, για την οποία η ουσία είναι διαφορετική από την ουσία της προηγούμενης μορφής. Τούτη η περίπτωση είναι αυτό που οδηγεί ολόκληρη τη σειρά των μορφών της συνείδησης στην κατ' αναγκαιότητα αλληλουχία τους. Αλλ' αυτή η ίδια η αναγκαιότητα ή η γένεση του νέου αντικειμένου, το οποίο προσφέρεται στη συνείδηση, χωρίς η ίδια να γνωρίζει πως της συμβαίνει αυτό, είναι εκείνο, το οποίο για μας διαδραματίζεται πίσω από την πλάτη της συνείδησης” (ό.π. 217). Υπογραμμίζει λοιπόν ο φιλόσοφος την ανάγκη ειδικής φιλοσοφικής-μεθοδολογικής διερεύνησης της νόησης, δεδομένου ότι δεν συνιστά κάθε νέο βήμα της τελευταίας πράξη αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του εμπλεκόμενου στη γνωστική διαδικασία υποκειμένου, αλλά συχνά “διαδραματίζεται πίσω από την πλάτη της συνείδησης”. Στο Χέγκελ ανήκει και η ιδέα περί του ότι η εν τω γίγνεσθαι νόηση συνιστά ενότητα αντίστοιχης και αναντίστοιχης του αντικειμένου γνώσης, εντός της “προχωρητικής πορείας” που γεννά και διατρέχει τις βαθμίδες της έννοιας, αυτή η κίνηση στην ολότητά της. “Αυτή η αλήθεια εγκλείει επίσης το αρνητικό, εκείνο που ονομάζουμε εσφαλμένο, αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο, από το οποίο θα έπρεπε να κάνουμε αφαίρεση, αυτό που οδηγείται στον εξαφανισμό, πρέπει πολύ περισσότερο το ίδιο να το θεωρούμε ως ουσιαστικό, όχι ως κάτι το παγιωμένο, το οποίο αποκομμένο από το αληθές θα έπρεπε να κείται έξω από αυτό, ποιος ξέρει που. Και το αληθές με τη σειρά του δεν πρέπει να θεωρείται ως νεκρό θετικό, που αναπαύεται από την άλλη πλευρά. Η εμφάνιση είναι η κίνηση της γένεσης και του αφανισμού, κίνησης η οποία δεν γεννιέται και δεν παρέρχεται αφ' εαυτής, αλλά είναι καθεαυτήν και συνιστά την πραγματικότητα και την κίνηση της ζωής και της αλήθειας. [...] Στο δικαστήριο εκείνης της κίνησης [έχοντας κριθεί] οι ενικές μορφές του πνεύματος δεν υφίστανται περισσότερο απ' ότι οι προσδιορισμένες σκέψεις, αλλά είναι πτυχές τόσο θετικές και αναγκαίες, όσο αρνητικές και παροδικές” (ό.π. 168-169). Για το Χέγκελ, θετικό και αρνητικό, αληθές και εσφαλμένο, δεν τίθενται με όρους αποκλειστικής διάζευξης, αλλά ως πλευρές της ενιαίας διαλεκτικής κίνησης (της έννοιας και της πραγματικότητας). Εξυπακούεται, ότι στην ιδεοκρατική του αντίληψη η έννοια έγκειται στο θετικό ως “πνευματική ουσία”, στο κεκτημένο της γνωστικής διαδικασίας και ως εκ τούτου, το αρνητικό, ως αναντίστοιχο της έννοιας, οφείλει να εξαφανιστεί. Ωστόσο, ο φιλόσοφος αντιλαμβάνεται τον ουσιαστικό ρόλο του “αρνητικού” (του περιορισμένου, του εσφαλμένου, του αναληθούς, του μονομερούς, του ελλιπούς, κ.ο.κ.) ως πόλου στην εκάστοτε αντιφατική πορεία της εν τω γίγνεσθαι νόησης προς την αλήθεια και ως εκ τούτου, το θετικό είναι ό,τι είναι μόνο χάρη στη διαλεκτική του ενότητα με το αρνητικό. Αυτό ακριβώς προσδίδει αυτοτελές νόημα στη θεωρητική και μεθοδολογική διερεύνηση της ιστορίας της επιστήμης, υπό το πρίσμα όχι της απλής, της στείρας άρνησης του “αρνητικού” από το δογματικά απολυτοποιημένο “θετικό”, αλλά της σφαιρικής άρνησης της άρνησης. Το νόημα αυτό είναι μη αναγώγιμο στο εκάστοτε “θετικό” αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας, απαλλαγμένο, καθηρμένο από το “αρνητικό” (το ανεπαρκές, το ανώριμο, το εσφαλμένο, κ.ο.κ.). Χωρίς αυτή τη διαλεκτική “θετικού” και “αρνητικού” στην ιστορία της επιστήμης, τα εκάστοτε κεκτημένα ως αποτελέσματα μιας περίπλοκης διαδικασίας, αποκόπτονται από τη δυναμική της γενεσιουργού διαδικασίας τους και εκλαμβάνονται ως στατικά. Ωστόσο, αυτές και άλλες ιδιοφυείς σκέψεις του Χέγκελ, δεν προωθούνται στο έργο του με συνέπεια, γεγονός που συνδέεται με τον ιδιότυπο αντιιστορισμό του.

Η ανιστορική θεώρηση της νόησης και ο αντιιστορισμός του Χέγκελ, κατά τη γνώμη μου, καθίστανται πιο έκδηλοι στην υποκειμενική λογική του, παρά στην αντικειμενική. Στην αντικειμενική λογική ο αντιιστορισμός εκδηλώνεται, κατά κύριο λόγο, με την απολυτοποίηση του λογικού τρόπου προσέγγισης έναντι του ιστορικού, με την απολυτοποίηση της ανάβασης από το νοητά αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, έναντι της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, δηλαδή, με την απολυτοποίηση της στιγμής της ταύτισης της νόησης (του υποκειμένου) με την πραγματικότητα (με το αντικείμενο). Ωστόσο, η στιγμή αυτή (ακριβώς ως στιγμή, μέχρι να αρθεί από την περαιτέρω κίνηση της γνωστικής διαδικασίας) υφίσταται στη γνωστική διαδικασία, ιδιαίτερα όταν η τελευταία καταλήγει στην ανεπτυγμένη θεωρητική ανασύσταση του ανεπτυγμένου αντικειμένου (το οποίο συνιστά οργανικό όλο). Όταν αυτό επιτυγχάνεται, η συναγωγή εννοιών και κατηγοριών, η αλληλουχία τους εντός του λογικού δεσμού τους, αντανακλά εν γένει και εν συνόλω το αλληλένδετο των ταυτοχρόνως υπαρχουσών πλευρών του ανεπτυγμένου αντικειμένου.

Στην εγελιανή αντίληψη, εκ των πραγμάτων τίθεται εκτός του πεδίου εξέτασης ο χρόνος, ο χρονικός προσδιορισμός. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθ' ότι εδώ η νομοτελής (υπό τους προαναφερθέντες όρους) στιγμή της ταυτότητας είναι και νόησης διογκώνεται, απολυτοποιείται και προβάλλει ως απόλυτη κατάσταση. Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω απολυτοποίηση δεν οφείλεται μόνο στους εξαιρετικά σημαντικούς λόγους που αναφέρονται συνήθως στη σχετική κριτική βιβλιογραφία (χαρακτήρας της εποχής, συγκεκριμένοι ιστορικοί-κοινωνικοί όροι, κοσμοθεωρητικός προσανατολισμός του Χέγκελ, κ.ο.κ.), αλλά και στην νομοτελή υπερβολή-αμετροέπεια και τάση άνευ όρων προεκβολής του κεκτημένου που χαρακτηρίζει το χειρισμό κάθε μεγάλης ανακάλυψης από τον ερευνητή που την επέτυχε. Εν τούτοις, παρά τους γνωστούς ιδεοκρατικούς περιορισμούς και τη σχετική μυστικοποίηση της εγελιανής “αντικειμενικής λογικής”, η τελευταία συνιστά την κορυφαία προμαρξική εκδοχή συνθετικής κατηγοριακής σκέψης, η οποία επιτυγχάνει τη σύλληψη εν γένει και εν συνόλω του συστήματος των λογικών κατηγοριών (καθολικών μορφών νοητικής πρόσκτησης της πραγματικότητας) της εποχής, εντός του αντικειμενικού αμοιβαίου δεσμού τους. Η σημασία αυτής της σύλληψης καθίσταται σαφής στην μετέπειτα πορεία της κεντρικής αρτηρίας της ανάπτυξης της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, η οποία απεδείχθη ανέφικτη χωρίς τον κριτικό αναστοχασμό, την επανανοηματοδότηση και περαιτέρω ανάπτυξη-άρση της εγελιανής αντικειμενικής λογικής[3]. Η ιδιοφυΐα του Χέγκελ εκφράζεται μεταξύ άλλων και στην λογική-μεθοδολογική του συνέπεια, η οποία του υπαγορεύει να πραγματευτεί την  αμεσότητα, το είναι στην αντικειμενική λογική του, ενώ εάν περιοριζόταν στα κελεύσματα του ιδεοκρατικού του προσανατολισμού, το πολύ να περιοριζόταν στην άμεση έκθεση της περί της ουσίας διδασκαλίας.

Στα πλαίσια της φαινομενολογίας του πνεύματος και της υποκειμενικής λογικής, το πιο δύσκολο είναι “να αποδείξει” κανείς την απόλυτη ταύτιση είναι και νόησης, δεδομένου ότι εδώ, εξ' ορισμού, αντικείμενο της έρευνας γίνεται η εμφάνιση, η διαμόρφωση και η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, δηλαδή η διαδικασία της μετάβασης από την άγνοια στη γνώση, από το γνωστό στο άγνωστο, από τη γνώση ορισμένου επιπέδου στη γνώση ενός άλλου επιπέδου, κ.ο.κ. Εδώ, καθίσταται σαφές ότι η ίδια η τοποθέτηση του εν λόγω ζητήματος αντιφάσκει θεμελιωδώς προς την ιδέα της ταυτότητας είναι και νόησης. Και η αντίφαση αυτή είναι μεγαλύτερη από την προαναφερθείσα υπαναχώρηση από την ιδεαλιστική προσέγγιση κατά την αναφορά στην αμεσότητα, στο είναι. Μιαν αναφορά, η οποία δικαιολογείται από την  αναγκαιότητα κατηγοριακής ανασύστασης σε ανηρημένη μορφή της διαδικασίας μετάβασης της νόησης από την αμεσότητα στην ουσία, χωρίς την οποία, θα υπονομευόταν η ίδια η περί της ουσίας διδασκαλία με τυχόν άμεση (μη διαμεσολαβημένη) πραγμάτευση της ουσίας. Το γεγονός ότι ο Χέγκελ, παρ' όλα αυτά, εξετάζει την υποκειμενική λογική, παραβιάζοντας, προδίδοντας την ίδια την ιδεοκρατική του αρχή, είναι άλλη μια μαρτυρία της ιδιοφυΐας του, της επιστημονικής ευσυνειδησίας του[4]. Εδώ εκφράζεται η κατίσχυση της εσωτερικής προσέγγισης στο έργο του Χέγκελ έναντι της εξωτερικής (για να δανειστούμε την εύστοχη διάκριση του Μαρξ κατά τον κριτικό αναστοχασμό της συμβολής του Α. Σμιθ στην πολιτική οικονομία). Τα παραπάνω έχουν ως επακόλουθο το εξής: η όλη πραγμάτευση της υποκειμενικής λογικής στο έργο του Χέγκελ είναι εξ' υπαρχής  περιορισμένη, στο βαθμό που η σκέψη του εκτυλίσσεται διαρκώς ως δέσμια της προαναφερθείσας αντίφασης.

Αυτός ο περιορισμός αντανακλάται και στη μέθοδο έκθεσης της υποκειμενικής λογικής του (της περί της έννοιας διδασκαλίας). Η μορφή κίνησης της σκέψης διαμελίζεται στα “συστατικά της μέρη”, τα οποία εκτίθενται το ένα κατόπιν του άλλου. Καταβάλλονται προσπάθειες αποκατάστασης δεσμών, συνάφειας μεταξύ αυτών των “μελών”, ανάδειξης των μεταβάσεων, του συναγώγιμου, κ.ο.κ. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο φιλόσοφος δεν αναδεικνύει την συγκεκριμένη ιδιοτυπία της μεθόδου στην υποκειμενική λογική. Δημιουργεί την εντύπωση ότι (αν δεν υποκύπτει στην παράδοση της μορφής της πραγμάτευσης της σχετικής προβληματικής στα συγγράμματα λογικής της εποχής) μάλλον προεκβάλλει την ίδια τη μέθοδο της αντικειμενικής λογικής και στην ιστορία της γνώσης, και στην υποκειμενική λογική. Είναι γεγονός ότι, σε γενικές γραμμές, στην υποκειμενική λογική αναδεικνύονται βασικές στιγμές, πτυχές και νομοτέλειες της μορφής της κίνησης της εν τω γίγνεσθαι νόησης, ιδιαίτερα χρήσιμες για τη διερεύνηση του γίγνεσθαι συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας (όπως έχω διαπιστώσει κατά τη μελέτη της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας, 1991). Ωστόσο, από μόνη της η διάρθρωση του αντικειμένου και η μέθοδος έκθεσής του είναι εν πολλοίς εξωτερικές εν σχέσει προς το ίδιο το αντικείμενο.

Στο πρώτο μέρος, στην “υποκειμενικότητα” (Χέγκελ, 2005,165-384), παρατίθενται εν αλληλουχία: η έννοια,  η κρίση, ο συλλογισμός και τα είδη τους. Όμως, στην πραγματική γνωστική διαδικασία, οι ως άνω μορφές συγκρότησης και κίνησης της σκέψης προβάλλουν σε κάθε βήμα, σε κάθε αναβαθμό, σε κάθε στάδιο ως ιδιότυπη ενότητα. Φυσικά και είναι θεμιτή η παρακολούθηση της κατεύθυνσης του γίγνεσθαι της νόησης σε κάθε στάδιο, κ.ο.κ., δια της ανάδειξης μιας εκάστης των προαναφερθεισών μορφών εν είδει πτυχών της όλης γνωστικής διαδικασίας. Αυτό θα επεδείκνυε ακριβώς την εκάστοτε κατάσταση (επίπεδο αφαίρεσης, γενίκευσης, εύρος και βάθος, τυπικές και περιεκτικές εννοιολογήσεις και νοηματοδοτήσεις, κ.ο.κ.) μιας εκάστης των μεμονωμένων εννοιών, κρίσεων και συλλογισμών. Πρόκειται περί αρκούντως απλού ερευνητικού καθήκοντος, εκδοχές του οποίου επιδεικνύονται μετά το Χέγκελ προ πολλού στην επιστήμη, εν είδει παραδειγμάτων των στοιχειωδών μορφών ανάπτυξης της νόησης[5]. Ωστόσο, μέσω αυτών των μάλλον επεξηγηματικών παραδειγμάτων, κάθε άλλο παρά εξαντλείται η διάγνωση της κίνησης της νόησης στη γνωστική διαδικασία. Το πολύ να καταδειχθεί η κατεύθυνση της τελευταίας. Στο 2ο μέρος, στην “Αντικειμενικότητα” (σ.385-486), ο  Χέγκελ προσφεύγει σε μιαν ιδιοφυή μεταφορά στο πνεύμα της φυσικής φιλοσοφίας: στην κλιμακωτή αλληλουχία “μηχανισμού”, “χημισμού” και “τελεολογίας”, δια της οποίας προβαίνει σε ταξινόμηση των επιστημών[6]. Η προβληματική στο πνεύμα της φυσικής φιλοσοφίας συνεχίζεται και στο πρώτο κεφάλαιο του 3ου μέρους, της “Ιδέας” (σ.503-534).

Δεν προτίθεμαι να μειώσω την επιστημολογική σημασία  και τον ιδιοφυώς διορατικό χαρακτήρα πολλών ιδεών και θέσεων που εκθέτει ο φιλόσοφος στα μέρη αυτά της υποκειμενικής λογικής του. Επισημαίνω απλώς το γεγονός ότι αυτές δεν έχουν άμεσα σχέση με την υποκειμενική λογική καθεαυτή, εκτός και εάν υιοθετήσει κανείς την αντίληψη που θεωρεί τις επιμέρους επιστήμες απλώς αναβαθμούς για την ανάδειξη της κορωνίδας της εν γένει επιστήμης, της φιλοσοφίας ως απόλυτης γνώσης. Ενδέχεται αυτή η προσφυγή του Χέγκελ στις ως άνω θέσεις φυσικής φιλοσοφίας να έχει ορισμένο ορθολογικό πυρήνα και από την άποψη της λογικής και μεθοδολογικής σκοπιμότητας. Ίσως να διαισθάνεται την αναγκαιότητα -έστω και έμμεσης- εξέτασης συγκεκριμένων γνωστικών διαδικασιών προς επίρρωση των θέσεών του. Ωστόσο, οι εν λόγω γνωστικές διαδικασίες, οι ταξινομούμενες εδώ από το φιλόσοφο συγκεκριμένες επιστήμες, δεν εξετάζονται στο γίγνεσθαί τους ιστορικά, αλλά αναπαρίστανται ως a priori δεδομένες καταστάσεις της νόησης, μέσω των οποίων χρειάζεται να διέλθει η τελευταία και μόνο προς επίρρωση-επιβεβαίωση της υπεροχής της εγελιανής “επιστήμης της λογικής”.

Πιο συνεκτική γίνεται η εξέταση των μορφών και των διαμορφώσεων της διαγιγνώσκουσας νόησης στο μέρος εκείνο του έργου, όπου γίνεται αναφορά στο “αναλυτικό γνωρίζειν”, στο “συνθετικό γνωρίζειν”, στον ορισμό, κ.ο.κ. (“Η ιδέα του αληθούς”, σ.559-607). Μόνον αυτό το μέρος της “Υποκειμενικής λογικής” μπορεί να εξετασθεί ενδελεχώς και σχετικά αυτοτελώς, μέσω συγκριτικής ανάλυσης και αντιπαραβολής με την ιστορία ορισμένης πραγματικής, συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας. Αλλά ακόμα και εκεί δεν δίδεται μια θεωρητική και μεθοδολογική περιοδολόγηση του γίγνεσθαι της ολότητας της ανεπτυγμένης νόησης, γεγονός που για άλλη μια φορά καταδεικνύει το ανέφικτο της αποκάλυψης της εσωτερικής νομοτέλειας του γίγνεσθαι της ολότητας, της ιστορικότητάς της, δια της εγελιανής μεθοδολογίας. Βάσει της τελευταίας,  η ανεπτυγμένη, η άρτια νόηση αποκτά τον χαρακτήρα μιας a priori κατασκευής χωρίς ιστορία. Το αποτέλεσμα -το ανεπτυγμένο σύστημα  αλληλένδετων ιεραρχημένων και διατεταγμένων κατηγοριών- και παρά τις περί του αντιθέτου νύξεις του ίδιου του Χέγκελ, έχει εν πολλοίς αποσπαστεί από τη γνωστική διαδικασία που το γέννησε και έχει αντιπαρατεθεί σε αυτήν. Σε αυτή την περίπτωση, η ιστορία της σκέψης δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από τη συνειδητοποίηση αυτής της προϋπάρχουσας κατασκευής. Σε όλη την προηγηθείσα ανάπτυξη της σκέψης, εντοπίζονται κατά κύριο λόγο εκείνες οι πλευρές, οι οποίες έχουν διατηρηθεί σε αυτή την  κατασκευή. Το λογικό είναι κατά τον Χέγκελ “ο καθολικός τρόπος, μέσα στον οποίο είναι ανηρημένοι και συμπεριλαμβάνονται όλοι οι μερικοί τρόποι” (2005, 622). Είναι με άλλα λόγια ένα ιδιότυπο αυτοσυμπύκνωμα, το οποίο δίκην μελανής οπής απορροφά και ενσωματώνει όλη την προγενέστερη πορεία. Είναι η ίδια η “απόλυτη Ιδέα”, έναντι της οποίας “καθετί άλλο είναι πλάνη, σύγχυση, γνώμη, πράξη του τείνειν, αυθαιρεσία και φθαρτότητα” (ό.π., 620). Η ταύτιση ιστορικού και λογικού εντός της απόλυτης γνώσης, αίρει τελικά στο έργο του Χέγκελ την αναγκαιότητα της ίδιας της πραγματικής και ιστορικά προσδιορισμένης γνωστικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο Χέγκελ αναπαριστά ουσιώδεις στιγμές και βαθμίδες αυτής της γνωστικής διαδικασίας, ούτως ώστε να επιδείξει ότι “σε κάθε βαθμίδα επόμενου προσδιορισμού ανυψώνει την όλη μάζα του προηγούμενου παρεχομένου του και μέσω του διαλεκτικού του προχωρείν όχι μόνο δεν χάνει τίποτα η δεν αφήνει τίποτα πίσω του, αλλά φέρνει μαζί του καθετί που έχει κερδίσει και εμπλουτίζεται και αυξάνει μέσα του τη νοηματική του συνοχή” (ό.π., 648-649). Δεν αγνοεί την παλαιά, την προγενέστερη γνώση. Απλώς της αφαιρεί κάθε αυτοτελή ύπαρξη: “Οφείλουμε να τιμούμε το παλαιό, να τιμούμε την αναγκαιότητά του, οφείλουμε να έχουμε υπ' όψιν ότι αποτελεί ένα κρίκο αυτής της ιερής αλυσίδας, αλλά μαζί με αυτό οφείλουμε να θυμόμαστε, ότι αυτό είναι μόνο ένας κρίκος. Το παρόν συνιστά το ύψιστο” (Hegel, 1935, 514). Γι' αυτό και παραποιείται η ποιοτική ιδιομορφία των προγενέστερων σταδίων ανάπτυξης της νόησης, ερμηνεύεται εν πολλοίς μονόπλευρα, εφ' όσον έχει περάσει από την προκρούστειο κλίνη της εγελιανής αντίληψης περί λογικού. Εδώ, η νόηση του παρελθόντος (το παρελθόν της νόησης) αναγνωρίζεται μεν τρόπον τινά (συνειδητοποιείται, έστω και μονομερώς διαστρεβλωμένο), αλλά αυτή η νόηση δεν έχει μέλλον.

Κατά την διερεύνηση μιας πραγματικής γνωστικής διαδικασίας αποκαλύπτεται ότι η νόηση κινείται εντός της από ορισμένες  κατηγορίες και έννοιες (είτε από ορισμένη κατάσταση, από ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης) προς άλλες (προς άλλη κατάσταση, ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης), στα πλαίσια της ενότητας δύο αντίθετων στιγμών: “εντός της κίνησης από κατηγορίες, έννοιες προς νέα δεδομένα της ζωντανής εποπτείας και από τα τελευταία προς νέες έννοιες και κατηγορίες. Και μάλιστα αποφασιστική, καθοριστική σε τελευταία ανάλυση είναι η δεύτερη κίνηση” (Βαζιούλιν, 2002, 26). Σε κάθε βήμα της ιστορίας της επιστήμης, είτε της εκάστοτε ερευνητικής διαδικασίας, στη συνείδηση του ερευνητή πλανάται πάντοτε το πραγματικό αντικείμενο της έρευνας, το οποίο υφίσταται ως ανεξάρτητο από τον ερευνητή, ως διαρκής πηγή αναφοράς των δεδομένων της ζωντανής εποπτείας, προς τα οποία (με διάφορους βαθμούς διαμεσολάβησης) οφείλει να συμμορφώνεται η νοητική πρόσκτηση του αντικειμένου. Ωστόσο, στο έργο του Χέγκελ, η μετάβαση από τα δεδομένα των αισθήσεων, από τη ζωντανή εποπτεία προς τις έννοιες και τις κατηγορίες, η ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, αν και έχει θέση, αναπαρίσταται κατά ορισμένο τρόπο, δεν ενέχει θέση πραγματικής προϋπόθεσης και πραγματικής στιγμής της αντιφατικής πορείας του γίγνεσθαι της νόησης, αλλά εκλαμβάνεται ως φαινομενικότητα αυτής της πορείας, η οποία έχει καθ' ολοκληρία τεθεί από την “αυτοεκτύλιξη” της νόησης (ό.π.). Γι' αυτό ακριβώς, ο Χέγκελ ουσιαστικά αδυνατεί να εντοπίσει εσωτερική πηγή της ανάπτυξης της νόησης κατά τη διαδικασία του γίγνεσθαι της τελευταίας. Στην αντίληψή του, η όλη διαδικασία δεν προβάλλει ως διαλεκτική αυτοκίνηση, αλλά εκτυλίσσεται τρόπον τινά υπό την ελκτική δύναμη της αυθύπαρκτης και προϋπάρχουσας ανεπτυγμένης νόησης-απόλυτης Ιδέας. Κατ' αυτό τον τρόπο, η ανεπτυγμένη νόηση προτάσσεται αντί να επιτάσσεται. Το αποτέλεσμα της εν τω γίγνεσθαι νόησης προβάλλει στο Χέγκελ πρωθύστερα: ως αφετηριακό σημείο και κινητήριος δύναμη αυτού του γίγνεσθαι, ως αποδεικτικός λόγος και όχι ως επακολούθημα της αποδεικτέας (γενεσιουργού της ανεπτυγμένης νόησης) γνωστικής διαδικασίας. Η βασική αντίθεση του γίγνεσθαι της νόησης στη γνωστική διαδικασία, η αντίθεση μεταξύ αισθητηριακότητας και νόησης (στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια), αν και εντοπίζεται από τον Χέγκελ, δεν προβάλλει υπό την ιδιότητα της εσωτερικής πηγής του γίγνεσθαι της διαγιγνώσκουσας νόησης, αλλά μόνον ως σύμπτωμα της ανωριμότητάς του, του εσφαλμένου του, της ελλειμματικότητάς του, κ.ο.κ. Σε κάθε βήμα αυτό το γίγνεσθαι (και τα όποια κεκτημένα του) λοιδορείται ως εσφαλμένος τρόπος προσπορισμού γνώσης. Αυτή η μονομέρεια του Χέγκελ μπορεί να κατανοηθεί μόνον όταν διακριβωθεί η συνεισφορά του στην επιστήμη, εντός της ιστορικά συγκεκριμένης γνωσιακής συγκυρίας. Η κατάσταση της λογικής και μεθοδολογίας που ανακαλύπτει και εκθέτει και η εσωτερικά αλληλένδετη με αυτήν οξεία πολεμική που ασκεί εναντίον της περιρρέουσας μεταφυσικής και του καντιανού φορμαλισμού, τον οδηγούν τελικά σε ταύτιση αισθητηριακής πρόσληψης και νοείν κατά διάνοια με τη μεταφυσική, γεγονός που έχει ως επακόλουθο να υποβαθμίζεται και τελικά να διαφεύγει της προσοχής του μεγάλου στοχαστή η αναγκαιότητα και η νομοτέλεια αυτών των βαθμίδων της γνωστικής διαδικασίας.

Κατά τη διερεύνηση του γίγνεσθαι της διαγιγνώσκουσας νόησης αποκαλύπτεται ότι κατά τα πρώιμα στάδια, το τυχαίο, οι εξωτερικές επιδράσεις, κ.ο.κ. διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αλλά στο βαθμό που ωριμάζει η νόηση, καθίσταται όλο και πιο σαφές το αναγκαίο και το νομοτελές της κίνησης της σκέψης, του χαρακτήρα των αναζητήσεων και των εκάστοτε διαγνωστικών βημάτων. Ωστόσο, στο Χέγκελ, η αναγκαιότητα, η ουσία και η νομοτέλεια αποτελούν χαρακτηριστικά αποκλειστικά της ανεπτυγμένης νόησης, του νοείν κατά λόγο. Γι' αυτό και οι όποιες μεταβάσεις της αισθητηριακής βαθμίδας και της διάνοιας στη γνωστική διαδικασία προβάλλουν γι' αυτόν ως τυχαίες, είτε ακόμα και ως αυθαίρετες, ως “καθαρά περιστασιακή υπόθεση”. Σε γενικές γραμμές οι μεταβάσεις κατά την έκθεση της αντίληψής του περί υποκειμενικής λογικής, αφ' ενός μεν αντανακλούν την αφηρημένη γενική μορφή κίνησης της εν τω γίγνεσθαι νόησης, και ως εκ τούτου, καταδεικνύουν με ιδιοφυή τρόπο γνωρίσματα της εσωτερικής νομοτέλειας που διέπει την εν λόγω διαδικασία, αφ' ετέρου δε επιβάλλονται έξωθεν, και ως εκ τούτου, είναι τεχνητές και εξωτερικές ως προς αυτή τη διαδικασία, γεγονός που ενίοτε εκδηλώνεται εδώ και με διατυπώσεις έκδηλα δεοντολογικές.

Αυτή η προσέγγιση οδηγεί το Χέγκελ σε νομοτελείς αντιφάσεις. Όταν φερ' ειπείν εξετάζει τους περιορισμούς του ορισμού που διατυπώνεται στα πλαίσια της διάνοιας, υποδεικνύει το “ατελές” και το “κίβδηλο” της ιδιότητας εκείνης που ενδέχεται να εκληφθεί ως βάση. Εφ' όσον ως τέτοια μπορεί να εκληφθεί η “εξάρτηση από το εξωτερικό”, η “παροδικότητα”, κ.ο.κ. του συγκεκριμένου πράγματος που πρόκειται να ορίσουμε, ιδιαίτερα υπό την “πίεση τερατογονικών περιστάσεων”, συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει “καμιά ιδιότητα, απέναντι στην οποία θα αδυνατούσαμε να εγείρουμε ένσταση”, άρα, η ιδιότητα “που λαμβάνεται ως το χαρακτηριστικό του, δείχνεται ανώριμη και υποτυπώδης” (Χέγκελ, 2005, 578-579). Εδώ ο Χέγκελ, αφ' ενός μεν εντοπίζει κατ' αρχήν εγγενείς περιορισμούς των ορισμών στο επίπεδο της διάνοιας, τον εξωτερικό ανακλαστικό χαρακτήρα τους. Αφ' ετέρου δε, για να αποδείξει τον απόλυτο χαρακτήρα αυτών των περιορισμών, επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων εμπειρικά εντοπιζόμενων μοναδιαίων εξαιρέσεων, “τερατογονικών περιστάσεων”, οι οποίες διολισθαίνουν εκτός της καθολικότητας αυτών των ορισμών. Το επιχείρημα που παραθέτει εδώ ο Χέγκελ, είναι χαρακτηριστικό για νόηση η οποία είναι απορροφημένη από αφαιρέσεις της διάνοιας και επιδιώκει την άμεση εξίσωση της εκάστοτε έννοιας που έχει βρει με την αμεσότητα του είναι. Κατ' αυτό τον τρόπο, προσπαθεί να παρουσιάσει τις αναζητήσεις που επιχειρούνται από την εν τω γίγνεσθαι νόηση ως αποκλειστικά τυχαία βήματα, αναγόμενα σε κακή απειρία, σε απλή ανοησία. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, στο βαθμό που επικαλείται “τερατογονικές περιστάσεις”, ο ίδιος (εμμέσως, σε λανθάνουσα μορφή και χωρίς να το συνειδητοποιεί) αναγνωρίζει τη νομιμότητα και την έστω και σχετική αντιστοιχία τέτοιου είδους αντιπαραβολής (στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια) της έννοιας με την αμεσότητα, αναγωγής της ποικιλομορφίας της τελευταίας στην έννοια, δηλαδή, εμμέσως, θεωρεί επιτρεπτή τη νομιμότητα της αφαίρεσης κατά διάνοια.

Συνοψίζοντας, όταν ο Χέγκελ επιχειρεί να περιγράψει την εν τω γίγνεσθαι νόηση, εκείνο που αποκαλύπτει κατά κύριο λόγο είναι μια εικασία, χωρίς το “μηχανισμό”, χωρίς την κινητήριο δύναμη, κ.ο.κ. κίνησης της σκέψης. Η απόλυτη αρχή, το ανεπτυγμένο σύστημα κατηγοριών, ασκεί πίεση επί αυτού του γίγνεσθαι δίκην maxima, θεμελιώδους κατευθυντηρίου αρχής, η οποία, ως απόλυτη δεοντολογία θέτει και κινεί προς εαυτήν την όλη διαδικασία. Εδώ ακριβώς εκδηλώνεται η εγελιανή “Ύβρις του λόγου”, ως παρενέργεια-επακόλουθο της διαισθητικής σύλληψης μιας εποχής, η οποία δεν έχει ακόμα αναδείξει πλήρως τις αντιφάσεις της και τις δυνάμεις υπέρβασής της, μέσα στην απροσδιοριστία (βλ. και Ψυχοπαίδης, 2003, 186). Η στιγμή της αναγκαιότητας και της νομοτέλειας, η οποία εντοπίζεται από τον Χέγκελ σε αυτή την κίνηση, έχει τεθεί εκ προοιμίου πλήρως από το ανεπτυγμένο σύστημα κατηγοριών του λόγου, και παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της συμμόρφωσης αυτής της διαδικασίας με το εκ των προτέρων υφιστάμενο λογικό, και όχι ως εμμενής (immanent) διαλεκτική αυτοκίνηση και αυτοανάπτυξη. Η κοινωνική οροθέτηση της εγελιανής αντίληψης της νόησης έχει καταδειχθεί στη βιβλιογραφία σε βάθος και με αρκετή πληρότητα (Βαζιούλιν, 1971). Ο χαρακτήρας αυτής της αντίληψης αποκαλύπτεται ακόμα πιο ανάγλυφα κατά την εξέταση του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης της επιστήμης περί της διαγιγνώσκουσας νόησης.

Η περί της διαγιγνώσκουσας νόησης επιστήμη, ανακύπτει κατά την αρχαιότητα (ορόσημο είναι η συνεισφορά του Αριστοτέλη) με τον αναστοχασμό και την κωδικοποίηση της επαγωγικής αναλυτικής νόησης και της κυρίαρχης στο νοείν κατά διάνοια τυπικής (κλασικής) λογικής. Η διαμόρφωση αυτής της επιστήμης δρομολογείται με την εξωτερική συστηματοποίηση των λογικών κατηγοριών ως a priori δεδομένων μορφών της νόησης (αποκομμένων εν πολλοίς από το περιεχόμενό της) δια των οποίων η ενεργητικότητα του γνωστικού υποκειμένου διαχειρίζεται κατασκευαστικά το εμπειρικό υλικό, ενώ η ανεπτυγμένη νόηση (ο λόγος), η αναγκαιότητα και η νομοτέλεια της οποίας  προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο αρνητικά-αποφατικά (ως αντινομικότητα του λόγου κατά Καντ, όταν το νοείν εγκαταλείπει την κατ' αίσθηση πρόσληψη και περνά στα “νοούμενα”, βλ. 1982, 145). Ακολουθεί μια αποτυχημένη απόπειρα συστηματοποίησης των λογικών κατηγοριών μέσω της άμεσης αναγωγής τους στη δραστηριότητα της αυτοσυνείδησης (υποκειμενικός ιδεαλισμός του Φίχτε). Η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης και ταυτοχρόνως η εκδήλωση ουσιαστικών στιγμών μετάβασης της λογικής και μεθοδολογίας στο στάδιο της ωριμότητάς της συνδέεται με το σύστημα του Χέγκελ. Στον τελευταίο οφείλεται το πρώτο στην ιστορία της επιστήμης ιδιοφυές εγχείρημα συστηματικής ανασύστασης των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους διασύνδεση, δηλαδή, ανασύστασης της ουσίας της νόησης υπό το πρίσμα της καθαρά λογικής προσέγγισης, όχι πλέον αρνητικά, αλλά θετικά. Ακριβώς αυτή η προσέγγιση συνιστά και την ισχυρή πλευρά της εγελιανής λογικής, με την οποία εγκαινιάζεται το στάδιο της καθαυτό ανάπτυξης της περί νοήσεως επιστήμης. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι ιστορικοί περιορισμοί του Χέγκελ σημαδεύουν αυτό το εγχείρημα με σειρά μυστικοποιήσεων του απόλυτου ιδεαλισμού κα με την υποστασιοποίηση σειράς χαρακτηριστικών για τη διάνοια αντιλήψεων περί νοήσεως, που οφείλονται εν πολλοίς και στον ετεροπροσδιορισμό του  ερευνητή από την πολεμική του με τον εμπειρισμό, τη μεταφυσική, το φορμαλισμό, κ.ο.κ. Εάν χαρακτηριστικό του πρώτου εντοπισμού της αντικειμενικότητας της νόησης είναι ο a priori φορμαλισμός, κατά τον οποίο “από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε μέσα σ' αυτά” (Καντ, χ.χ., 46), ο δεύτερος εντοπισμός όχι μόνο της αντικειμενικότητας, αλλά και της καθολικότητας, του φυσικοϊστορικού χαρακτήρα της νόησης, πραγματοποιείται από θέσεις απόλυτου ιδεαλισμού. “Ο Χέγκελ επιχειρεί να υπερβεί την καντιανή απόσπαση της μορφής από το περιεχόμενο της νόησης, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδομένα της εμπειρίας και των τελευταίων από το πράγμα καθεαυτό, παραμένοντας σε θέσεις εκ των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι, από την ύλη, γι' αυτό και η υπέρβαση αυτή αποβαίνει στην πραγματικότητα πλασματική: το πραγματικό περιεχόμενο ανάγεται στη μορφή της νόησης, το πράγμα καθεαυτό στις λογικές κατηγορίες. Η διαφορά του εμπράγματου περιεχόμενου από τη μορφή της νόησης, του πράγματος καθεαυτού από τις λογικές κατηγορίες, εντοπίζεται μεν, αλλά εντοπίζεται και ερμηνεύεται απλώς ως φαινομενικότητα [...] Η νόηση αναπαρίσταται ως κάποια εξ' υπαρχής δεδομένη, άμεσα παρούσα, αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιαφοροποιούμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα εαυτόν” (Βαζιούλιν, 1971, 126).

Κατά την εξέταση της διαμόρφωσης της νόησης στο γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας, διαπίστωσα ότι η ανιστορική αντίληψη του αντικειμένου στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια, συνδέεται με την ερμηνεία της ουσίας του ως ταυτότητας, εντός της οποίας, η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία και με την αρχή του αντικειμένου (διάφορες εκδοχές ταύτισης τριών διαδικασιών: της εργασίας, της παραγωγής του κεφαλαίου, και του εμπορεύματος. βλ. Patelis, 1991). Η διάκριση και η αντίθεση εντός της ουσίας του αντικειμένου, εάν εντοπίζονται (πρακτικά), τότε εξετάζονται μόνον ως υπηγμένες σε αυτή την ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί του νοείν κατά διάνοια έχουν ιδιότυπα θέση σε κάποιο βαθμό και στην ιδιοφυή κατασκευή του Χέγκελ, τροποποιώντας σε μυστικοποιημένη μορφή τη μεθοδολογία του. Κατ' αυτό τον τρόπο, στο σύστημα του Χέγκελ η διαλεκτική δεν έχει ακόμα απελευθερωθεί -από μεθοδολογικής σκοπιάς- από την χαρακτηριστική για τη διάνοια απόσπαση των διαμελισμένων πλευρών του αντικειμένου, ο εξωτερικός δεσμός των οποίων υποστασιοποιείται και λειτουργεί ως βάση της ιδεαλιστικής μυστικοποίησης. Ακριβώς αυτή η πλευρά του εγελιανού συστήματος ανήκει πλήρως στο στάδιο της διαμόρφωσης της περί νοήσεως επιστήμης. Με αυτήν συνδέεται και ο κατ' αρχήν αντιιστορισμός του Χέγκελ που δεν του επιτρέπει να εξηγήσει την προέλευση της ανεπτυγμένης νόησης, των λογικών κατηγοριών, γι αυτό και επιβάλλει στην ιστορία της νόησης εξωτερική προσδιοριστικότητα. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας, η άρνηση της άρνησης (η ανεπτυγμένη νόηση ως λόγος), ως εξ' υπαρχής αποκομμένο από τη γενεσιουργό του διαδικασία, θέτει και απορροφά, εγκολπώνεται πλήρως την τελευταία.

 Ο Χέγκελ εντός του μεγαλειώδους συστήματός του που διαλαμβάνει τα πάντα, επιχειρεί να “άρει” πλήρως και τελειωτικά, να ανασχέσει και να κλειδώσει όλες τις πιθανές προοπτικές της νόησης, πιστεύοντας μάλιστα, ότι η κατ' αυτό τον τρόπο συμπερίληψη στους κλειστούς κύκλους (στην κατασκευή της φιλοσοφίας της απόλυτης ιδέας) συνιστά την κορύφωση και την κανονιστική σύνοψη-αρχή της κίνησης της νόησης εν γένει, το επιστέγασμα και το άκρον άωτον της κίνησης της γνώσης. Ωστόσο, για να “άρει”, να παγιώσει, να κλειδώσει, κ.ο.κ. αυτές τις προοπτικές της ανάπτυξης της νόησης, του χρειαζόταν να αντιληφθεί και να καταδείξει εν γένει και εν συνόλω σε τι συνίστανται αυτές. Και κατ' αυτό τον τρόπο, ο ίδιος κλονίζει, θέτει εν αμφιβόλω τη δογματική-κατασκευαστική πλευρά του απολύτου στο πανλογικό του σύστημα. Η δια του νοείν κατά λόγο σύλληψη του απολύτου αντιφάσκει με την κατά διάνοια θεώρηση του απολύτου ως δεδομένου. Η συνειδητοποίηση αυτής  της αντιφατικότητας, όχι μόνο μεταξύ συστήματος και μεθόδου, αλλά και εντός του ίδιου του συστήματος, και εντός της ίδιας της μεθόδου του Χέγκελ, σε συνδυασμό με τη συστηματική διερεύνηση ενός ώριμου, πραγματικού οργανικού όλου, επέτρεψε την επαναστατικοποίηση όχι μόνο της πολιτικής οικονομίας, αλλά και της περί νοήσεως επιστήμης, αίροντας τους περιορισμούς και μετασχηματίζοντας (βάσει της λογικής του ίδιου του αντικειμένου) τα επιτεύγματα του Χέγκελ.

Η καθεαυτό ανάπτυξη της περί νοήσεως επιστήμης επιτυγχάνεται με την νοητική ανασύσταση των εσωτερικών δεσμών του γνωστικού αντικειμένου μιας συγκεκριμένης επιστήμης, όπως αυτό επετεύχθη στην ιδιοφυή θεωρία του Μαρξ περί των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. “Μία από τις θεμελιωδέστερες αρχές που διαφοροποιούν την διαλεκτική λογική του Κ. Μαρξ από την λογική του Γ. Φ. Χέγκελ ήταν το γεγονός ότι ο Γ. Φ. Χέγκελ εξέταζε τη λογική ως επιστήμη περί του καθολικού, ως αποκομμένου από το ειδικό και το μοναδιαίο” (Βαζιούλιν, 2008, 22). Εδώ, το έργο της λογικής δεν προβάλλει ως αυτοσκοπός, αλλά είναι άμεσα περιπεπλεγμένο με τη λογική του συγκεκριμένου ερευνητικού έργου, γεγονός που κατέστησε τον Μαρξ “πρωτεργάτη της εποχής της σύγχρονης, της συνειδητής διαλεκτικής” (ό.π.). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και ο ίδιος ο Μαρξ, όπως και κάθε αυθεντικός ερευνητής, να μη συνειδητοποιεί σε πλήρη βαθμό τα δικά του μεθοδολογικά επιτεύγματα, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τη συμβολή σε επιμέρους ερευνητικό έργο. “Ο μαρξισμός εγείρεται στη βασική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών, στη βασική αρτηρία της ανάπτυξης των κοινωνικών επιστημών. Ήταν και –παρά τη φαινομενική παραδοξολογία αυτής της απόφανσης– παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των περί της μεθόδου επιστημών, η κορύφωση των περί της κοινωνίας επιστημών” (ό.π.). Η περαιτέρω ανάπτυξη της λογικής και μεθοδολογίας συνδέεται με την ανάδειξη της λογικής του θεωρητικού μέρους του “Κεφαλαίου” σε καθαρή μορφή, μέσω της αποκάλυψης των λογικών κατηγοριών εντός του μηχανισμού περιεκτικής συγκρότησης της πολιτικής οικονομίας, σε συνάρτηση με τη συστηματική αντιπαραβολή αυτού του μηχανισμού με την “Επιστήμη της λογικής” του Χέγκελ. Η επίτευξη αυτού του ερευνητικού στόχου (που αρχικά έθεσε ο Λένιν) οφείλεται σε ορισμένες κατευθύνσεις της σοβιετικής επιστημολογίας (Ρόζενταλ, Ιλιένκοφ, κ.ά.) και ιδιαίτερα στον Β. Α. Βαζιούλιν (βλ. 1987, 1992, 1994 και Vazjulin, 2005). Η περαιτέρω ανάπτυξη των σχετικών επιστημονικών ερευνών συνδέεται με εκείνη την έρευνα, η οποία εδραζόμενη στα παραπάνω επιτεύγματα, στρέφει την λογική και μεθοδολογική έρευνα στη διερεύνηση της συγκεκριμένης ιστορίας συγκεκριμένης επιστήμης (συγκεκριμένων επιστημών) για την ανασύσταση της υποκειμενικής λογικής στην ενότητά της με την αντικειμενική.

Το επόμενο μεγάλο βήμα στην ανάπτυξη της λογικής και μεθοδολογίας, συνδέεται με την συστηματική ανασύσταση των εσωτερικών δεσμών του γνωστικού αντικειμένου μιας άλλης επιστήμης, της επιστήμης περί της κοινωνίας και της ιστορίας της ως οργανικού όλου (Βαζιούλιν, 1988, 2004).  Το εγχείρημα αυτό, το οποίο συνιστά ένα νέο σταθμό στην πορεία της ανθρωπότητας προς τη συνθετική επιστήμη του μέλλοντος (με διαλεκτική σύνθεση και των φυσικών επιστημών, με έμφαση στη διαλεκτική της ανάδειξης του κοινωνικού από το φυσικό-βιολογικό), εδράζεται στο δημιουργικό μετασχηματισμό των κεκτημένων της λογικής και μεθοδολογίας, της επιστημολογίας συνολικά, για τις ανάγκες της ιδιοτυπίας αυτού του πλέον περίπλοκου γνωστικού αντικειμένου. Ο μεθοδολογικός και ευρετικός ρόλος αυτής της περαιτέρω προώθησης της μεθοδολογίας, εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και στο μοναδικό στην ιστορία της επιστήμης εγχείρημα θεωρητικής ανάδειξης της λογικής της ιστορίας του αντικειμένου. Κατ' αυτό τον τρόπο, η κοινωνική θεωρία απελευθερώνεται από τα περιοριστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νοείν κατά διάνοια (με τα οποία συνδέονται σχηματοποιήσεις στην αντίληψη της δομής της κοινωνίας και στην ιστορική κίνηση της κατά κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς περιοδολόγησης του Ιστορικού υλισμού) και αίρεται στο στάδιο της καθαυτό ανάπτυξης. Εξυπακούεται, ότι η προώθηση παρόμοιων ερευνητικών προγραμμάτων ήλθε και έρχεται σε αντίθεση με εκείνες τις εκδοχές του δογματοποιημένου, επίσημου, κ.ο.κ. μαρξισμού, κατά τις οποίες η “υλιστική αντιστροφή” της διαλεκτικής ως “διαλεκτικός υλισμός”, λειτουργεί δίκην μεταφυσικού συστήματος αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας και ισχύος, άνευ όρων και ορίων, επί παντός επιστητού. Η αυστηρή λογική και μεθοδολογική εξέταση των επιτευγμάτων αυτής της τελευταίας γνωστικής διαδικασίας απαιτεί ειδική συστηματική έρευνα.

Κλείνοντας το παρόν κείμενο, θα αρκεστώ στην υπογράμμιση της εσωτερικής ενότητας τριών διακριτών με, πλην όμως αλληλένδετων γνωστικών διαδικασιών, η ετεροχρονισμένη ανάπτυξη των οποίων συγκροτεί ιστορικά (κατά τους τελευταίους δύο αιώνες) ένα αντιφατικό και ιδιαίτερα γόνιμο πεδίο για την επιστημολογική έρευνα: της επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, της περί νοήσεως επιστήμης και της επιστήμης περί της ανθρώπινης κοινωνίας. Εδώ γίνεται λόγος περί της διαφοροποιημένης ενότητας εσωτερικά αλληλένδετων επιστημονικών πειθαρχιών (κλάδων επιστημονικής γνώσης διακρινόμενων βάσει του αντικειμένου τους), ο συγκεκριμένος ιστορικός αλληλοεμπλουτισμός των οποίων μας έδωσε τις σημαντικότερες (κατά τους δύο τελευταίους αιώνες) επαναστατικοποιήσεις της επιστημονικής νόησης στα πεδία της λογικής και μεθοδολογίας, της επιστημολογίας, της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών. Η ανάδειξη του “μηχανισμού” της ιστορικά συγκεκριμένης διαδικασίας του αλληλοεμπλουτισμού τους και η περαιτέρω προώθηση του ευρετικού δυναμικού τους με νέα ερευνητικά προγράμματα, απαιτεί την κατηγοριακή και μεθοδολογική διερεύνηση του υλικού της ιστορίας της επιστήμης, την αποκάλυψη της αντιφατικής ενότητας υποκειμενικής και αντικειμενικής λογικής μιας εκάστης των προαναφερθεισών πειθαρχιών και όλων μαζί.

Η συνεισφορά του Χέγκελ στην ανάπτυξη των παραπάνω γνωστικών διαδικασιών (παρ' όλους τους ιστορικά προσδιορισμένους περιορισμούς του), ιδιαίτερα μάλιστα στην περί νοήσεως επιστήμη, ήταν τεράστια. Οι περιορισμοί του Χέγκελ επιδρούν ουσιαστικότερα στην υποκειμενική λογική του και ευρύτερα στην επιστημολογία του. Ωστόσο, είναι ο Χέγκελ και ο Μαρξ οι διανοητές εκείνοι οι οποίοι εγκαινίασαν και δρομολόγησαν την εποχή της σύγχρονης συνειδητής διαλεκτικής.

Ως εκ τούτου, “τα έργα τους (κατά κύριο λόγο, η «Επιστήμη της λογικής» του Γ. Φ. Χέγκελ και το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ) παραμένουν αξεπέραστα, παρά το γεγονός ότι σε επιμέρους προσεγγίσεις στο πεδίο της κατάκτησης της διαλεκτικής έχουν συντελεσθεί πολλά” (Βαζιούλιν, 2008, 22).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Engels, F. (1997). Διαλεκτική της Φύσης (μτφρ. Ε.Μπιτσάκης).  Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Engels, F. (2004). Ο Λ.Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικης φιλοσοφίας. Στο: Marx, Κ. Θέσεις για τον Φόυερμπαχ. (μτφρ. Γ.Μπλάνας).  Αθήνα: Ερατώ.

Hegel, G.W.F. (1915). Η Λογική.  (μτφρ.  Π. Γρατσάτος). Αθήνα: Φέξη.

Hegel, G.W.F. (χ.χ.). Εισαγωγή στην ιστορία της φιλοσοφίας. (μτφρ.  Σ.Καμπουρίδης). Αθήνα: Αναγνωστίδη.

Hegel, G.W.F. (1935). Lekchii po istorii filosofii [Παραδόσεις ιστορίας της φιλοσοφίας].V.XI. Moskva-Leningrad:Sochekgiz.

Hegel, G.W.F. (1991). Η Επιστήμη της Λογικής. Από την εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών. (μτφρ. Γ. Τζαβάρας). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G.W.F. (1993-1995). Η φαινομενολογία του πνεύματος. (Εισαγωγή, μετάφρ., σχόλια: Δ.Τζορτζόπουλος). τ. 1-2. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G.W.F. (1998). Η Επιστήμη της Λογικής. Η διδασκαλία περί της ουσίας. (Εισαγωγή, μετάφρ., σχόλια: Δ.Τζορτζόπουλος). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Hegel, G.W.F. (2005). Η Επιστήμη της Λογικής. Η υποκειμενική λογική. (Εισαγωγή, μετάφρ., σχόλια: Δ.Τζορτζόπουλος). Αθήνα: Παπαζήση.

Ilyenkov, E. (1960). The Dialectics of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital (English translation 1982 by S. Kuzyakov). Moscow: Progress Publishers, 1982 και http://marxists.anu.edu.au/archive/ilyenkov/works/abstract/index.htm 

Ilyenkov, Ε. (1983). Διαλεκτική λογική (μτφρ. Μ. Αναστασιάδη). Αθήνα: Gutenberg.

Kant, Ι. (χ.χ.). Κριτική του καθαρού λόγου. Τόμ. Α1 (εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Α. Γιανναράς), τ. Α. Αθήνα: Παπαζήσης.

Kant, Ι. (1982). Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική. (εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Γ. Τζαβάρα), Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.

Lenin, V.I. (χ.χ.) Φιλοσοφικά τετράδια. Άπαντα, τ.29. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Marx, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο (τόμ. 1-3), (μτφρ. Π. Μαυρομάτης). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Marx, Κ. (1974). Χειρόγραφα 1844, (μτφρ. Ν.Μπαλή). Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη.

Patelis, D. (1991). Filosofsko-metodologicheski analiz stanovlenija ekonomicheskoi nauki [Φιλοσοφική και Μεθοδολογική Ανάλυση του Γίγνεσθαι της Οικονομικής Επιστήμης].Moscow: M.G.U. και http://www.ilhs.tuc.gr/ru/Patelis.djvu

Vazjulin V.A., (1971). Marksov analizmexanismasochialnoi obuslovlennosti logiki Gegelia [Η μαρξική ανάλυση του “μηχανισμού” κοινωνικής οροθέτησης της λογικής του Χέγκελ]. Filisofskie nauki. 1971. N 2:122-129 και: http://www.ilhs.tuc.gr/ru/stat9.htm

Vazjulin V.A., (2005). Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx. (russ.1968, 2002), deutsche: Auflage.

Βαζιούλιν, Β. Α. (1987). Το Σύστημα της Λογικής του Χέγκελ και το Σύστημα Λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Επιστημονική Σκέψη, Νο 36, 75-82 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm

Βαζιούλιν, Β. Α.  (1988). Η Διαλεκτική του Ιστορικού Προτσές και η Μεθοδολογία της Έρευνάς του. (μτφρ. Γ. Κυριακάτος)  Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Dialektiki.htm

Βαζιούλιν, Β. Α. (1992). Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική, Νο 85-86, 5/12/1992 και: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Anavasi.htm

Βαζιούλιν, Β. Α. (1994). Το πρόβλημα της αντίφασης στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Ουτοπία, Νο 12, 1994, σ. 17-28 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Provlimaantifasis.htm

Βαζιούλιν, Β. Α. (2004). Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (μτφρ., υπομνηματισμός, σχόλια Δ.Πατέλης). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Βαζιούλιν, Β.Α. (2008).Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, Νο 26, Ιούνιος-Ιούλιος 2008, σελ. 21-25 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/vav_diaplus_26.htm

Βουδούρης, Κ. (1988). Η εγκυρότητα και τα όρια του διαλεκτικού λόγου. Στο: Επιμ. Κ.Βουδούρη, Η διαλεκτική. (σ. 11-26). Αθήνα: Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία.

Διεθνής σχολή: Η Λογική της Ιστορίας. Κείμενα. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm

Μπιτσάκης, Ε. (1986). Ιδεολογικά. Αθήνα: Gutenberg.

Μπιτσάκης, Ε. (1998). Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Gutenberg.

Μπιτσάκης, Ε. (2003). Δρόμοι της διαλεκτικής. Αθήνα: Άγρα.

Πατέλης, Δ. (2004). Αντί Προλόγου: Οι Δρόμοι της Κοινωνικής Θεωρίας. Στο: Β. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας: Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας (σ. 9-60)  Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πατέλης, Δ. (2008β). Η κρισιακή γνωσιακή συγκυρία ως φάσμα δυνατοτήτων: φιλοσοφική και μεθοδολογική προσέγγιση. Στο: Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, επιμ. Φιλοσοφία των επιστημών. Θεσ/κη: εκδ. Α.Π.Θ., σ.73-82 και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_krisiaki_sygyria.htm

Πατέλης, Δ. (1994-1995). Τα Λήμματα: Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο (τόμ.1, σ.72-73), Γνωστική διαδικασία (τομ.1, σ.306-307), Διαλεκτική Λογική (τόμ.2, σ.45-46), Διάνοια και Λόγος (τόμ.2, σ.59-61),  Εμπειρικό και Θεωρητικό (τόμ.2, σ.144-145), Ιστορικό και Λογικό (τόμ.2, σ.335-337), Κατηγοριακή σκέψη (τομ.3, σ.45), “Κεφάλαιο” του Μαρξ (τομ.3, σ.53-54), Κοινωνιολογισμός (τομ.3, σ.90), Λογικός Θετικισμός (τόμ.3, σ.199-200), Μαρξ (τομ.3, σ.242-245), Μαρξισμός (τομ.3, σ.245-248), Μέρος και όλο (τομ.3, σ.263-264), Μέτρο (τομ.3, σ.272-273), Νομοτέλεια (τομ.4, σ.67-68), Ουσία και φαινόμενο (τομ.4, σ.131-132), Πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές (τομ.4, σ.160-161), Περιεχόμενο και μορφή (τομ.4, σ.166-168), Συνείδηση Κοινωνική (τόμ.5, σ.69-72), Συνειδητό και αυθόρμητο (τομ.5, σ.73-74), Υποκείμενο (τομ.5, σ.171-172), Φαινομενικότητα (τομ.5, σ.178), Χέγκελ (τομ.5, σ.249-254), Χυδαίος κοινωνιολογισμός (τομ.5, σ.273-274), κ.ά. Στο Φιλοσοφικό & Κοινωνιολογικό Λεξικό (τόμοι 1-5). Αθήνα: Καπόπουλος, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm

Ρόζενταλ, Μ. (1962). Αρχές διαλεκτικής λογικής (μτφρ. Β. Καμπίτση). Αθήνα: Γνώσεις.

Ρόζενταλ, Μ. (χ.χ.). Τα προβλήματα διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ. (μτφρ. Γ. Βιστάκη). Αθήνα: Αναγνωστίδη.

Ψυχοπαίδης, Κ. (2003). Χέγκελ. Αθήνα: Πόλις.



[1]              Η διαλεκτική λογική διακρίνεται σε: «αντικειμενική λογική» (εξετάζει το αντικείμενο της απεικόνισης, τη νόηση από την άποψη του «τι»  αντανακλά) με κύριες κατηγορίες: το είναι, την ουσία, το φαινόμενο, την πραγματικότητα κ.λπ. Και «υποκειμενική λογική» (εξετάζει τη νόηση από την άποψη του «τρόπου», του «με τι», «μέσω τίνος» και «πώς» αντανακλάται σ’ αυτήν το αντικείμενο) με κύριες κατηγορίες: έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς κ.λπ. Η διάκριση αυτή ανακαλύφθηκε αρχικά από τον Hegel, και εκτίθεται στην  “Επιστήμη της λογικής” (όπου διδασκαλία περί του Είναι και περί της Ουσίας, συνιστούν την αντικειμενική λογική, ενώ η διδασκαλία περί της Έννοιας – την υποκειμενική, βλ. Hegel, 2005). Για συνοπτική ερμηνεία κομβικών εννοιών και κατηγοριών αυτής της προβληματικής, βλ. τα σχετικά λήμματά μου, στο: (Φιλοσοφικό & Κοινωνιολογικό Λεξικό...1994-1995).

[2]              Μετέπειτα εγχειρήματα συστηματικής πραγμάτευσης αυτής της προβληματικής με περιεκτικό τρόπο, βάσει της διερεύνησης της πορείας συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας, είναι τα εξής: 1. η έρευνα του κεκτημένου της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας από το Μαρξ (στον 4ο τόμο του Κεφαλαίου: “Θεωρίες για την υπεραξία”). 2. η επίσης περιεκτική έρευνα του γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ από τον Β.Α. Βαζιούλιν. 3. η συστηματική πραγμάτευση της κλιμάκωσης της γνωστικής διαδικασίας μέσω του “νοείν κατά διάνοια” και του “νοείν κατά λόγο” (Βαζιούλιν, Διάνοια και λόγος...). Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η φιλοσοφική-μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας (Πατέλης, 1991).

[3]              βλ. το Κεφάλαιο του Μαρξ, το ερευνητικό πρόγραμμα στα Φιλοσοφικά τετράδια του Λένιν, τη συστηματική ανάδειξη της Λογικής του Κεφαλαίου από τον Β. Βαζιούλιν, και τη Λογική της Ιστορίας του τελευταίου.

[4]              Συχνά στην ιστορία της επιστήμης η ευσυνειδησία του ερευνητή τον ωθεί σε κινήσεις που αντιφάσκουν προς τις κοσμοθεωρητικές του αρχές, σε ηθικά διλήμματα, γεγονός που προσδίδει δραματικό χαρακτήρα στη ζωή και στο έργο του. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η εγκατάλειψη από τον νεαρό Μάρξ της καντιανής φιλοσοφίας και η υιοθέτηση της εγελιανής κατά τη μελέτη της φιλοσοφίας του δικαίου (όπως φαίνεται ανάγλυφα στην αλληλογραφία του με τον πατέρα του) και η δραματική δοκιμασία της ειλικρινούς θρησκευτικότητας του Δαρβίνου κατά την ανακάλυψη και συγκρότηση της θεωρίας της εξέλιξης.    

[5]              Αναφορικά με τις μορφές κίνησης, παρόμοιο εγχείρημα αναπτύσσει ο Φ. Ένγκελς στη “Διαλεκτική της φύσης”. Στη συνέχεια, σε εκτενή βιβλιογραφία, παρατίθεται πληθώρα παρομοίων παραδειγμάτων από άλλα πεδία της φυσιογνωσίας και κατόπιν, από την ιστορία της πολιτικής οικονομίας (βλ. π.χ. Μ.Μ.Ρόζενταλ: Αρχές της διαλεκτικής λογικής, σ.259-260, κ.ά.

[6]              Στη Φιλοσοφία της φύσης (2ο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών, 1817) η κριτική ανάλυση της κατάστασης των σύγχρονων του φυσικών επιστημών και του εννοιολογικού εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την άκριτη αναπαραγωγή, και τη φιλοσοφική “δικαίωση”, δογμάτων και προκαταλήψεων της εποχής του. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει τη σημασία των έστω και στατικά-τελεολογικά διατυπωμένων διορατικότατων εικασιών του περί επιπέδων-μορφών κίνησης και αλληλεπίδρασης της ύλης (κατά τα τρία μέρη του έργου: “μηχανική”, “φυσική” και “οργανική”) και άλλων ιδεών, που προοιωνίζονται μετέπειτα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών (π.χ. περί της συσχετικότητας χώρου και χρόνου, περί “εγγενούς σκοπιμότητας” των εμβίων όντων, κλπ.).


Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Διεθνούς Σχολής "Λογική της Ιστορίας" (ΔΣΛΙ)