Αντικομμουνισμός,
περί “ολοκληρωτισμού” ιδεολογήματα και αριστερά...
Δημήτρης Πατέλης
Τα πρώτα χρόνια μετά το “τέλος του
κομμουνισμού” (δηλ. μετά την επικράτηση της παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας
στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού), στη ρητορική των φορέων της
αστικής τάξης, και ιδιαίτερα της πλανηταρχεύουσας υπερδύναμης, οι “απειλές και
οι προκλήσεις” φαίνονταν να προέρχονται πλέον από τη νέα μορφή
“ολοκληρωτισμού”: την τρομοκρατία. Με την όχι και τόσο ένδοξη έκβαση της πρώτης
φάσης του εν εξελίξει Γ' θερμού Παγκοσμίου Πολέμου και τις επιπτώσεις της
πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης της κεφαλαιοκρατίας, οι εμφάσεις αλλάζουν. Εξ
αφορμής της 70ης επετείου από την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ,
όπως και με το κατάπτυστο αντικομμουνιστικό “μνημόνιο” τον Ιούλιο του 2006, επιχειρείται
μια νεκρανάσταση της αντιδραστικής ψυχροπολεμικής παραχάραξης της ιστορίας,
ώστε να σπιλωθεί περισσότερο ο κομμουνισμός, ως δήθεν ταυτόσημος με το ναζισμό. Γιατί τρέμουν τόσο ακόμα και την ιστορική μνήμη
περί του κατά τα λοιπά “ανύπαρκτου” πρώιμου σοσιαλισμού (βλ. Patelis, 2008);
Η βαθμιαία επαναφορά στο προσκήνιο του αντικομμουνισμού, ως βασικού κορμού της αστικής ιδεολογίας και προπαγάνδας έχει
πολλαπλή σημασία.
Πρωτίστως, είναι δηλωτική του γεγονότος ότι εκ των πραγμάτων, βασανιστικά αλλά
σταθερά, επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη η
προοπτική της επανάστασης και του κομμουνισμού ως βασικό χαρακτηριστικό της
εποχής. Αυτό το
διαισθάνονται προπαντός εκείνοι για τους οποίους αυτή η προοπτική είναι
υπαρξιακά θανάσιμη: οι φορείς της παγκόσμιας και κατά τόπους αστικής τάξης.
Εξαπολύουν λοιπόν λυσσαλέα “προληπτικά” ιδεολογικά και θεσμικά πλήγματα
εναντίον της επερχόμενης επαναστατικής απειλής. Επιπλέον, είναι δηλωτική της
βαθιάς κρίσης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η οποία δεν είναι
μόνο οικονομική, κοινωνική και πολιτική, αλλά και ιδεολογική, συνειδησιακή.
Είναι σαφής ομολογία του γεγονότος ότι οι
αμαχητί νικητές του Ψυχρού Πολέμου, οι φορείς του κεφαλαίου, αδυνατούν να
προτείνουν ένα θετικό ελκτικό κοινωνικό ιδεώδες, μια θετική προοπτική για την
ανθρωπότητα. Κατά
παράβαση των νόμων ακόμα και αυτού του ζωικού βασιλείου, οι ταγοί του
συστήματος, απόντος υπολογίσιμου αντιπάλου δέους, θεσμοθετούν συστηματικά, διαβεβαιώνοντάς μας κυνικά ότι η επόμενη γενιά, τα παιδιά μας, θα ζήσουν σε
εργασιακές, κοινωνικές κ.ο.κ. συνθήκες ανασφάλειας και διακινδύνευσης
(«ελαστασφάλεια»!) σαφώς χειρότερες από αυτές της προηγούμενης, παρουσιάζοντας
την νεοφιλελεύθερη στρατηγική τους ως μονόδρομο προόδου! Εκ των πραγμάτων κατέρρευσε
η αγοραία αντιδραστική ουτοπία του καπιταλιστικού “τέλους της ιστορίας” και
μαζί της πληθώρα παραπληρωμάτων της, “μεταμοντέρνων”-αριστερούτσικων
ανορθολογικών φληναφημάτων (τύπου “αυτοκρατορίας” των M.Hardt & A.Negri).
Αδυνατεί να προτείνει θετική προοπτική και η δοκιμαζόμενη από υπαρξιακή κρίση
αστική κοινωνική επιστήμη και φιλοσοφία. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η αστική ιδεολογία και προπαγάνδα σύρεται στον
ετεροπροσδιορισμό από το μέλλον που απεύχεται, από την προοπτική του
κομμουνισμού και από την όποια ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος: εφ' όσον αδυνατεί να προτείνει θετικό ιδεώδες, πασχίζει τουλάχιστον να
διαμορφώσει αρνητικά αντικομμουνιστικές διαθέσεις στην “κοινή γνώμη”.
Σήμερα, σε
καθεστώς παγκόσμιων αξιώσεων δικτατορίας των Διεθνικών Μονοπωλιακών Ομίλων και
των οργάνων τους, με τον Γ' θερμό Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο εν εξελίξει,
με ορατό από την αστική τάξη τον κίνδυνο όχι παθητικής νοσταλγίας απολεσθέντων
κεκτημένων του πρώιμου σοσιαλισμού, αλλά μαχητικής επαναθεμελίωσης της επανάστασης
και του κομμουνισμού, βάσει αυτών των “θεωριών” επιχειρείται να εδραιωθεί και θεσμικά ο αντικομμουνισμός, με αντίστοιχη
παγίωση της προκατάληψης περί κομμουνισμού ως δήθεν εγκληματικής κοσμοθεώρησης (στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο
Ευρωκοινοβούλιο και αλλού).
Βασικό όχημα αυτής της
εκστρατείας είναι τα περί “ολοκληρωτισμού” ιδεολογήματα. Τι είναι όμως ο
“ολοκληρωτισμός” και από που προέκυψε;[1]
Ο Μαρξ διέκρινε αυστηρά
την πραγματική επιστημονική έρευνα από την εκάστοτε απολογητική των
“ιδεολογικών συστατικών στοιχείων της άρχουσας τάξης”, από τις εκάστοτε
επιστημονικοφανείς επενδύσεις των αστικών συμφερόντων και της αντίστοιχης
ιδεολογίας. Η τελευταία μεταβάλλεται ιστορικά σε συνάρτηση με τις κοινωνικές
αλλαγές και με τη μεταβολή της υφής, της θέσης και του ρόλου της αστικής τάξης.
Ο κλασικός φιλελευθερισμός της
ανερχόμενης αστικής τάξης, μετά την εδραίωση της εξουσίας της τελευταίας,
εκφυλίζεται σε τελετουργικού χαρακτήρα φορμαλιστικές διακηρύξεις, σε
ανατροφοδοτούμενη σχέση με ποικίλες εκδοχές συντηρητισμού και αντίδρασης, μέχρι
την πρακτική ταύτιση νεοφιλελευθερισμού-νεοσυντηρητισμού από τη δεκαετία
1980-1990, σε συνδυασμό με τον αντικομμουνισμό και την παντελή παραίτηση ακόμα
και από τον αστικό ανθρωπισμό.
Μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της
θεωρίας του μαρξισμού, είναι η αξίωση εξέτασης των ιδεών όχι ως αυθυπόστατων
οντοτήτων εκτός τόπου και χρόνου (“αιωνίων αξιών” κ.ο.κ.), αλλά εντός των
συγκεκριμένων ιστορικών όρων και ορίων γένεσης, διαμόρφωσης, διάδοσης,
πρόσληψης, πρακτικής λειτουργικότητας και
υπέρβασής τους. Η αρχή αυτή ισχύει
ιδιαίτερα, όταν οι φορείς των ιδεών προβάλλουν αξιώσεις αντικειμενικότητας και
επιστημονικότητας. Πληρούν άραγε αυτή την αρχή οι περί “ολοκληρωτισμού”
απόψεις;
Ο όρος “ολοκληρωτισμός” παραπέμπει σε ορισμένη
μορφή διοίκησης και σε κάποιες αντιλήψεις, οι οποίες επιχειρούν την περιγραφή
και εξήγηση ειδικού τύπου πολιτικού συστήματος (κράτους) και πολιτικού
καθεστώτος. Θετική πολιτική σημασία προσέδωσαν στον όρο οι Ιταλοί και Γερμανοί
θεωρητικοί του φασισμού (Ι. Τζεντίλε, Ε. Γιούνκερ, Κ. Σμιντ κ.ά.) με τις ιδέες
της “ολοκληρωτικής επιστράτευσης”, του “ολοκληρωτικού κράτους” ως ενσάρκωσης
του ηθικού πνεύματος του λαού, της “ολοκληρωτικής θέλησης για εξουσία”, της
διάχυσης της ατομικότητας στις πολιτικές δομές του κράτους της “ολοκληρωτικής
δικτατορίας”...
Από τα μέσα της δεκαετίας 1930-40, εκπρόσωποι
της Σχολής της Φρανκφούρτης (Τ. Αντόρνο, Ε. Λέντερ, Χ. Μαρκούζε, Ε. Φρομ, κ.ά.)
ασκούν κριτική στο φασισμό και μορφοποιούν μια κριτική αντίληψη περί
ολοκληρωτισμού, που αποσκοπεί στην αποκάλυψη των πηγών, του μηχανισμού και των
βασικών γνωρισμάτων του φασισμού. Ο ολοκληρωτισμός γίνεται κεντρικό θέμα και
ενός λογοτεχνικού είδους: της αντιουτοπίας. Ο A.Huxley στό μυθιστόρημά του
Brave New World (1932) περιγράφει το ολοκληρωτικό καθεστώς ως μια κλειστή
ορθολογική-τεχνοκρατική απάνθρωπη κοινωνία, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε βίδα
ενός μηχανισμού, βάσει της ψυχοφυσιολογικής μηχανικής και της καταστροφής της
ηθικής, της αγάπης, της θρησκείας, της αυθεντικής τέχνης και της επιστήμης.
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, πληρωμένοι
διανοούμενοι, αλλά και πολλοί “εθελοντές” (“θεωρητικοί”, δημοσιογράφοι,
δημοσιολόγοι, καλλιτέχνες, κατά προτίμηση αριστερών διαθέσεων ή καταβολών,
αλλά πάντα αντισοβιετικοί και “αντισταλινικοί”: Ι. Μπέρλιν, Χ. Άρεντ, Α.
Κέστλερ, Ζ. Μπζεζίνσκι, Ρ. Αρόν, Τζ. Όργουελ, κ.ά.) τροποποιούν τις περί
ολοκληρωτισμού αντιλήψεις βάσει των νέων ιδεολογικών αναγκών, μεταθέτοντας τις
εμφάσεις στον κομμουνισμό και στο “κομμουνιστικό σύστημα” του “σιδηρού
παραπετάσματος”. Τα πονήματα αυτά και οι μεταφράσεις τους σε πολλές
γλώσσες, συντονίζονται συστηματικά και αμείβονται αφειδώς από την C.I.A. (βλ.
σχετικά: Όψεις της επεμβατικής πολιτικής των ΗΠΑ, Petras James κ.ά.). Η φρίκη του ναζισμού και του πολέμου έπρεπε να
εξισωθεί με το “σταλινισμό-κομμουνισμό”, ώστε να τρωθεί το κύρος της ΕΣΣΔ, ως
της δύναμης με τη μέγιστη συμβολή στην αντιφασιστική νίκη και να χειραγωγηθούν
οι αναπτερωμένες από την αντίσταση και τη νίκη φιλοκομμουνιστικές διαθέσεις
λαϊκών στρωμάτων.
Στο έργο του
πατριάρχη του νεοφιλελευθερισμού F. Hayek, The Road to Serfdom (1944), κάθε εναντίωση στην αχαλίνωτη ελευθερία
των δυνάμεων της αγοράς αναγορεύεται σε “δρόμο προς τον εξανδραποδισμό”.
Η γένεση του ολοκληρωτισμού εδώ συνδέεται με τα αντιφιλελεύθερα και
σοσιαλιστικά πολιτικά ρεύματα του δευτέρου ημίσεος του 19ου αι., που
απορρίπτουν την απόλυτη αξία της ατομικότητας και βλέπουν τον άνθρωπο ως στιγμή
της κίνησης προς ένα συλλογικό σκοπό.
Η μαθήτρια των
Γιάσπερς και Χάιντεγκερ Χ.Άρεντ, θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ όρο της ελευθερίας
του ανθρώπου τον συνδεδεμένο με την ιδιωτική ιδιοκτησία “ιδιωτικό χώρο”, με την
όποια στέρηση του οποίου συνδέει τον ολοκληρωτισμό. Από το 1951 (The Origins of
Totalitarianism) ταυτίζει “ναζιστικό και σταλινικό σύστημα”, ως δύο εκδοχές
“ενός και του αυτού πολιτικού μοντέλου”, συστατικά στοιχεία του οποίου είναι η
“ιδεολογία”, εννοούμενη ως απόλυτο κλειδί για την αντίληψη της ιστορίας
(ρατσιστική είτε ταξική), η “τρομοκρατία” (η αληθινή “ουσία της ολοκληρωτικής
εξουσίας”, που δεν πλήττει μόνο τους αντιφρονούντες, αλλά και “αθώους”) και το
“μοναδικό κόμμα”. Για να το επιτύχει αυτό, δεν διστάζει να βιάσει τα γεγονότα,
προσάπτοντας στην ΕΣΣΔ διαθέσεις “παγκόσμιας κυριαρχίας”, αγνοώντας την
πολυεθνική ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά της επανάστασης, τον αποκλεισμό, τη
διαρκή απειλή εκ μέρους των συνασπισμών των ισχυρότερων χωρών του κεφαλαίου, τα
27 εκατομμύρια θύματά της κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το κυνήγι των
εξοπλισμών, το κατ' αρχάς μονοπώλιο των ΗΠΑ στο ατομικό όπλο, κ.ο.κ. Επιπλέον,
για να “τεκμηριώσει” την αυθαιρεσία του σχήματος, επιστρατεύει μια κραυγαλέα
για κάθε γνώστη της ιστορίας των ιδεών ανοησία: προβάλλει το μπολσεβικισμό (το
συνεπέστερο διεθνιστικό ρεύμα της εποχής του) ως δήθεν “συνέχεια του
πανσλαβισμού”!
Προς επίρρωση των
εμφάσεων, μετά το θάνατο του Στάλιν (οπότε εξέπεσε και η “τρομοκρατία” ως
βασικό συστατικό στοιχείο αυτής της “θεωρίας”), άλλοι “ανεξάρτητοι διανοητές” (Friedrich, & Brzezinski, 1956) σπεύδουν να προσθέσουν στα
γνωρίσματα του ολοκληρωτισμού και τη “συγκεντροποιημένη διοίκηση της
οικονομίας”. Ο K.Popper (The Open Society and Its Enemies) αναδεικνύει ως πηγές
του ολοκληρωτισμού (της “κλειστής κοινωνίας”) τις φιλοσοφικές ιδέες των
Πλάτωνα, Χέγκελ και Μαρξ... Κοινό δόγμα των περί ολοκληρωτισμού ιδεολογημάτων
είναι η παραδοχή της ικανότητας των μηχανισμών της αγοράς για αυτορύθμιση, κάθε
παραβίαση των οποίων οδηγεί αναπόφευκτα στην κίνηση της κοινωνίας προς τον
ολοκληρωτισμό!...
Στην αστική
φιλοσοφία, η μετεξέλιξη του θετικισμού από την αναλυτική της παράστασης στην
αναλυτική της γλώσσας (που ανάγει τα πάντα σε “γλωσσικά παίγνια”), η πορεία του
μεταθετικισμού προς τον ανορθολογισμό, μαζί με την έκπτωση του δομισμού στο
μεταδομισμό, άνοιξαν το δρόμο στη «μεταμοντέρνα» αποδόμηση και στην διάλυση των
πάντων στην «διακειμενικότητα», υπό το πρίσμα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και
το ίδιο το «αντικειμενικό γεγονός». Οι θιασώτες του “μεταμοντέρνου” δεν
απορρίπτουν απλώς τον ορθολογισμό και την ολότητα της πραγμάτευσης, αλλά στο
πνεύμα των περί ολοκληρωτισμού ιδεολογημάτων, σπεύδουν να ενοχοποιήσουν τον
ίδιο τον ορθολογισμό και κάθε “μεγάλη αφήγηση” για τις “φρικαλεότητες του
ολοκληρωτισμού”. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστους κύκλους
της αριστερής διανόησης (ακόμα και από τη ριζοσπαστική αριστερά).
Στην επιστήμη και
ιδιαίτερα στην κοινωνική θεωρία, κάθε αφαίρεση-γενίκευση, για να συνιστά
αναβαθμό της περί του αντικειμένου γνώσης και εφαλτήριο για την περαιτέρω
διεύρυνση και εμβάθυνσή της, οφείλει να είναι συγκεκριμένη-ιστορική, να
λειτουργεί εντός συστήματος διαλεκτικών εννοιών και κατηγοριών και να
παραπέμπει τελικά στο όλο, ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών, χωρίς να
αγκυλώνεται αποσπασματικά στην εξωτερική ομοιότητα θεμελιωδώς διαφορετικών ως
προς το περιεχόμενο[3]
και την ιστορική σημασία τους κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και
πολιτισμικών φαινομένων (π.χ. σε εξωτερική φαινομενολογία ιδιότυπων
γνωρισμάτων-συμπτωμάτων της διοίκησης εκτός τόπου και χρόνου), χωρίς να
εγκλωβίζει σε στατικά σχήματα τη δυναμική της ιστορικής προοπτικής. Φερ'
ειπείν, στην ιατρική, η δυσχέρεια δίποδης βάδισης μπορεί να χαρακτηρίζει εξ'
ίσου εντελώς διαφορετικές φάσεις και καταστάσεις: τη βρεφική ηλικία και το βαθύ
γήρας, τον ίλιγγο και τη μέθη.
Τουναντίον, το όλο
σχήμα των περί ολοκληρωτισμού ιδεολογημάτων, στερείται κάθε αξίωσης
επιστημονικότητας και μεθοδολογικής θεμελίωσης των εννοιών. Η θεμελιώδης
ψευδοέννοια του ολοκληρωτισμού, εδώ απλώς τίθεται άνευ ιστορικών και δομικών
όρων και ορίων. Η συγκεντρωτική εξουσία, κ.ο.κ. μπορεί να χαρακτηρίζει εξ' ίσου
εντελώς διαφορετικά φαινόμενα: την πόλη-κράτος της αρχαίας Σπάρτης, των
Συρακουσών, τη μοναρχία του ύστερου μεσαίωνα, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, μια
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μιαν αντεπανάσταση, είτε μιαν επανάσταση. Μέσω
της εύληπτης αναφοράς σε μια σειρά υπεραπλουστευμένων μανιχαϊκών διπόλων,
παραπέμπει σε ισχυρές προσλαμβάνουσες παραστάσεις-στερεότυπα και εξαρτημένα
αντανακλαστικά του αγοραίου κοινού νου και της καθημερινής συνείδησης της
κεφαλαιοκρατίας, ώστε να εμπεδωθεί το στερεότυπο: Ναζισμός=“Σταλινισμός”=Σοσιαλισμός=Κομμουνισμός=Έγκλημα...
Στη γλώσσα της αστικής πολιτικής προπαγάνδας, δεν υπάρχουν
έννοιες-αναβαθμοί της γνώσης, αλλά τριών τύπων σύμβολα-εργαλεία
προπαγανδιστικής χειραγώγησης: ταξινομικά, περιγραφικά και ιδανικά. Ιδιαίτερα
τα τελευταία, εδράζονται στη μονομερή υπερβολή της επιθυμητής άποψης, μέσω ενός
συνονθυλεύματος πληθώρας ανομοιογενών φαινομένων, ώστε να εδραιωθεί το
πασιφανές, το προφανές και το αυταπόδεικτο των υποβαλλόμενων ιδεολογημάτων (βλ.
σχετικά και Λιμνάτη, 1998).
Ο πρωτογονισμός των “επιχειρημάτων”
είναι ευθέως ανάλογος της μαζικότητας της προπαγανδιστικής τους απεύθυνσης, σε
συνδυασμό με την την παγίωση αντεστραμμένων μορφών της συνείδησης μέσω της
αναβίωσης και ενίσχυσης μυθολογικής υφής αρχαϊκών (ενίοτε προ-λεκτικών και
προ-λογικών) δομών και απεικασμάτων της συνείδησης και του ασυνειδήτου. Δεν
απασχολεί τους προπαγανδιστές το εάν θα πείσουν ορθολογικά, αλλά το εάν θα
ενεργοποιήσουν το θυμικό σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών ώστε να
διαμορφώσουν την επιθυμητή στάση ζωής. Η κυριολεκτική στοχευμένη πλύση
εγκεφάλων και η επανάληψη σχετικών ποικιλόμορφων μηνυμάτων και υπαινιγμών, με
κάθε αφορμή και χωρίς αφορμή από τα ΜΜΕ, μετατρέπει βαθμηδόν το ιδεολόγημα σε
μαζικό στερεότυπο αναφοράς.
Μεταφυσικές και ανιστορικές διχοτομίες-αφοριστικά
μανιχαϊκά δίπολα, παρουσιάζονται κατά τρόπον ώστε ο ένας πόλος, ο θετικός, να
ταυτίζεται συνειρμικά με την εξιδανικευμένη φιλελεύθερη εικόνα “πλουραλιστικών”
μοντέλων του καπιταλισμού και ο άλλος, ο “αρνητικός”, με τη “φρίκη” του
“ολοκληρωτισμού-κομμουνισμού”:
ελευθερία-ανελευθερία, ατομοκεντρισμός-κοινωνιοκεντρισμός,
δημοκρατία-δικτατορία, εθελοντική συμμετοχή-χειραγώγηση και κομφορμισμός,
αυθόρμητη πολυμορφία-πειθαναγκαστική ομοιομορφία, ανοικτή κοινωνία-κλειστή
κοινωνία, διάχυση εξουσίας-συγκέντρωση εξουσίας, κοιτίδα της
δημοκρατίας-“αυτοκρατορία του κακού” κ.ο.κ. Έτσι, τα περί “ολοκληρωτισμού”
ιδεολογήματα, εύληπτα με την επίφαση του προφανούς και του αυταπόδεικτου,
διαδίδονται και εδραιώνονται μαζί με το “γούστο” του “μέσου συναινετικού ανθρώπου”
της κεφαλαιοκρατίας, του “καθώς πρέπει” μικροαστικών διαθέσεων κομφορμιστή, του
“μετρίως μέτριου και πάντα μετρημένου”, ο οποίος αποστρέφεται “τα άκρα”: την
“άκρα δεξιά” και την “άκρα αριστερά”.
Η συναινετική παθητικοποίηση επιτυγχάνεται
με την εδραίωση μιας σύγχυσης, που ταυτίζει την πρόοδο με την αντίδραση, την
επανάσταση με την αντεπανάσταση, τον ορθολογισμό με τον ανορθολογισμό. Και είναι τόση η ισχύς αυτού του στερεότυπου αναφοράς,
που κύκλοι της ετεροπροσδιοριζόμενης αριστεράς υπερθεματίζουν, αναγορεύοντας το
“σταλινισμό” (άλλη ιδεολογική-ανορθολογική ψευδοέννοια αστικής-ιδεαλιστικής και
ανιστορικής κατά βάση θεώρησης εκφάνσεων του πρώιμου σοσιαλισμού) σε φαινόμενο
“χειρότερο του ναζισμού”, σε βαθμό που τυχόν μη αποκήρυξη μετά βδελυγμίας
συλλήβδην του “σταλινισμού”, των εγχειρημάτων σοσιαλιστικής οικοδόμησης του
20ου αι. και των παραφυάδων αυτών, να εκλαμβάνεται ως έγκλημα καθοσιώσεως και
πειστήριο ταύτισης με τη μυστακοφόρο ενσάρκωση της πανουργίας της ιστορίας!...
Αξίζει να διερευνήσουμε το βαθμό (μάλλον
ασυνείδητου, θετικού είτε αρνητικού) διαποτισμού από αυτά τα αστικά-ιδεαλιστικά
ιδεολογήματα ορισμένων στάσεων έναντι των εγχειρημάτων του πρώιμου σοσιαλισμού
και σχημάτων ερμηνείας της ήττας του. Και εδώ τα μανιχαϊκά δίπολα κινούνται
μεταξύ αγιοποίησης και δαιμονοποίησης. Βάσει π.χ. των “αντισταλινικών” σχημάτων
(στον αντίποδα των “σταλινικών” δογμάτων), τα αίτια της ήττας και αποτυχίας
ανάγονται συλλήβδην σε πολιτικές-διοικητικές αστοχίες και βουλητικές
επιλογές ιθυνόντων: δολιότητα του Άνακτος (του Στάλιν, του Μάο, του Κιμ Ιλ
Σουνγκ, του Χο Τσι Μινχ, του Κάστρο κ.ο.κ.) και της γραφειοκρατίας, σφετερισμός της εξουσίας, “θερμιδωριανό
πραξικόπημα”, προδοσίες, “λάθος γραμμή”, αυταρχισμός, έλλειμμα δημοκρατίας,
εργατικού ελέγχου, αμεσοδημοκρατίας, κ.ο.κ.). Τα δόγματα αυτά συνοδεύονται κατά
κανόνα από ψυχολογική φόρτιση αντιστρόφως ανάλογη της επιστημονικότητάς τους
και ως τέτοια, αξιοποιούνται δεόντως από την αστική προπαγάνδα. Δεν είναι
τυχαίο σύμπτωμα και ο «αριστερός αντικομουνισμός» (βλ. την ανάλυση του Parenti,
1997, κεφ.3). Η δογματική εμμονή σε αυτά τα σχήματα, ανεξαρτήτως προθέσεων,
ακυρώνει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα θεωρητικής αντίληψης της υπό εξέτασης
πραγματικότητας, εφ' όσον λειτουργούν ως επιστημονικοφανή υποκατάστατα της
τελευταίας.
Ο φορμαλιστικός-ανιστορικός χαρακτήρας της αφετηριακής αφαίρεσης και το
αντιδραστικό ιδεολογικό φορτίο της ψευδοέννοιας του “ολοκληρωτισμού”, εγείρουν ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα χρήσης του όρου,
ακόμα και ως επιθετικού προσδιορισμού σε εντελώς διαφορετικό εννοιολογικό
πλαίσιο, π.χ. για την επισήμανση χαρακτηριστικών του σύγχρονου σταδίου της
κεφαλαιοκρατίας (πολλώ μάλλον δε, όταν στην ελληνική γίνεται σύγχυση μεταξύ των
λατινογενών όρων: totalitarian από το totalitarianism
και integrated από το integration).
Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε ορθολογικό
πυρήνα στις περί “ολοκληρωτισμού” απόψεις, που απηχούν την ειλικρινή αγωνία
ανθρώπων για το κοινωνικό γίγνεσθαι (πέρα από τις ιδεολογικές κατασκευές
μίσθαρνων οργάνων ή αφελών “εθελοντών”), θα διακρίνουμε ένα σοβαρό, υπαρκτό
θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα με μεθοδολογικές προεκτάσεις, που παραπέμπει
στον πυρήνα της κομμουνιστικής προοπτικής: το πρόβλημα της θέσης και του ρόλου
του ανθρώπου, του ατόμου στην κοινωνία ως όλο σε διάφορες ιστορικές εποχές, ως
πρόβλημα χειραφέτησης και ελευθερίας (αναλυτικότερα βλ. Πατέλη, 2008).
Το πρόβλημα αυτό παραμένει στο απυρόβλητο όσο
οι άνθρωποι αναπαράγουν ετεροπροσδιοριζόμενοι αλληλοαποκλειόμενες αγκυλώσεις,
είτε ανάγοντάς το σε φετιχοποιημένες εξιδανικεύσεις της ανιστορικά αντιληπτής
αστικής δημοκρατίας, είτε θεωρώντας το, δήθεν επαναστατικά, ως ανύπαρκτο
“ψευδοπρόβλημα”. “Το οργανικό όλο προϋποθέτει ότι οι πλευρές του είναι μεν
εσωτερικά ενιαίες, είναι όμως ταυτόχρονα και σχετικά αυτοτελείς. Συνεπώς αναφορικά
με την κοινωνία, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία, η οποία
συνιστά οργανικό όλο, είναι εσωτερικά αλληλένδετος με την κοινωνία, με τους
άλλους ανθρώπους και ταυτόχρονα είναι σχετικά αυτοτελής, ανεξάρτητος, διατηρεί
την ελευθερία επιλογής στα πλαίσια της σχετικής αυτοτέλειάς του. Ολοκληρωτισμός
από μεθοδολογικής σκοπιάς είναι η άρνηση της σχετικής αυτοτέλειας του ανθρώπου
σε σχέση προς την κοινωνία, η άρνηση της ελευθερίας επιλογής” (Βαζιούλιν, Μόνο
επιστημονικά...).
Απαιτεί συγκεκριμένη ιστορική έρευνα η
ιδιοτυπία των κοινωνιών, στις οποίες κατά τον 20ο αι., μετά από ήττα ισχυρών
επαναστατικών κινημάτων επήλθε η άνοδος του φασισμού, καθώς και η ιδιοτυπία των
χωρών στις οποίες νίκησαν πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και δρομολογήθηκε
η αντιφατική πορεία του πρώιμου σοσιαλισμού (βλ. Πατέλη 2007α-β, 2008). Η
θεωρητική διερεύνηση αυτής της πορείας καταδεικνύει την ανεπάρκεια του
κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού και την αναγκαιότητα διαλεκτικής
ανάπτυξης-άρσης του.
Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να προβάλλει ως
ελκτική δύναμη μια προοπτική που δεν προτάσσει τη σχετική αυτοτέλεια του
ανθρώπου σε σχέση προς την κοινωνία, την ελευθερία επιλογής της ολόπλευρα
αναπτυσσόμενης προσωπικότητας, εντός αυθεντικής συνειδητής συλλογικότητας, με
επίγνωση της φυσικής και κοινωνικής αναγκαιότητας. Εξυπακούεται ότι το
πρόβλημα αυτό, θίγεται μεν, αλλά δεν μπορεί να λυθεί θετικά υπό το πρίσμα των
περί ολοκληρωτισμού απόψεων, ούτε και στα πλαίσια του αφηρημένου
αντικαπιταλισμού. Απαιτεί επαναθεμελίωση της επαναστατικής στρατηγικής και
τακτικής, μέσω της ανάπτυξης-διαλεκτικής άρσης του μαρξισμού, για το θετικό
προσδιορισμό της νομοτελούς κομμουνιστικής προοπτικής, για τη διακρίβωση της
θέσης, του ρόλου και της ιδιοτυπίας του υποκειμένου του (απαλλαγμένου από τα
στοιχεία του κομμουνισμού του στρατώνα) ύστερου σοσιαλισμού και του
κομμουνισμού.
Βιβλιογραφία
Arendt, H. (1951) The
Origins of Totalitarianism.Schocken Books.
Friedrich, C.J. & Brzezinski, Z., (1956) Totalitarian dictatorship
and autocracy. Harvard
University Press.
Giacché, V. (2006) Totalitarismo, triste historia de un
no-concepto. http://www.rebelion.org/noticia.php?id=27219, ρωσική μετάφραση: http://left.ru/2006/11/giache145.phtml
Hardt, M. & Negri, (2002) A. Αυτοκρατορία. Μετ.:Καλαϊτζής Ν. Scripta.
Αθήνα.
Hayek, F. (1985) O δρόµος προς τη
δουλεία. Έκδοση KΠEE. Aθήνα.
Huxley, A. (1971) Γενναίος νέος
κόσμος. Μετ.: Χαιρετάκη Μ. Γρηγόρης. Αθήνα.
Parenti M. (1997)
Blackshirts and Reds.
Rational Fascism and the Overthrow of Communism. City lights Books. San Francisco.
Patelis D. (2008) Revolutionary situation, Early Socialism and the Logic
of History. http://econpapers.repec.org/paper/riiriidoc/186.htm
Petras. J. (1999) The CIA and the Cultural Cold War Revisited. Monthly
Review, November, http://www.monthlyreview.org/1199petr.htm
Popper, K. (1980) Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της - Η γοητεία του Πλάτωνα. Μετ.: Παπαδάκη, Ε. Δωδώνη.
Αθήνα.
Popper, K. (1982) Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της: Hegel, Marx και τα επακόλουθα. Μετ.: Παπαδάκη, Ε.
Δωδώνη. Αθήνα.
Βαζιούλιν Β. Α. (1994) Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή
ανασύνταξη, τ. 4-5, σ. 45-69, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Sinenteuxi.htm
Βαζιούλιν Β. Α. (2004) Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και
μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα.
Βαζιούλιν Β. Α. () Μόνο επιστημονικά αναδεικνύεται η αναγκαιότητα του
κομμουνισμού. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Vazioulinsinenteuxi.htm
Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.)
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm
Λιμνάτη Ν. (1998) Το πρόβλημα του στερεότυπου και η
χεγκελιανή ανάλυση της γνωστικής διαδικασίας. Ουτοπία, Νο 30, σελ. 131-142,
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Provlimastereotipou.htm
Όψεις της επεμβατικής πολιτικής των
ΗΠΑ στο επίπεδο των ιδεών... (2001) Σήματα Καπνού, 10, σ.42-43,
Πατέλη Δ. (2007α) Για την
αναγκαιότητα της διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 18, Φεβρ.-Μαρτ.,
σ.20-24.http://www.ilhs.tuc.gr/gr/anagaiotita_diakrisis_proimon_isteron_epanastaseon.htm
Πατέλη Δ. (2008) Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού
παράγοντα-αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.25, σ.37-40,
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_diaplus_25.htm
Πατέλη Δ. (2007β) Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι
αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της
ανθρωπότητας.//Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, Οκτώβριος – Δεκέμβριος, σελ.
66-78.
Παυλίδη Π. (2001) Το φαινόμενο της
γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Αθήνα