Για τη σημασία της πολιτικής οικονομίας της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Μεθοδολογικές και θεωρητικές επισημάνσεις.

 

Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης.

[ΔΙΑΠΛΟΥΣ τ.30, Φεβρ.-Μάρτ. 2009, σ.32-37]

 

Οι επόμενες διασπάσεις και συσπειρώσεις του κινήματος, κατά τρόπο δραματικά ανάλογο με αυτές των αρχών του 20ου αι., θα κριθούν και πάλι υπό το πρίσμα του εάν, πως και κατά πόσο οι συνιστώσες του θα προτάσσουν θετικά την προοπτική της επανάστασης και του κομμουνισμού ως στρατηγική για την ανθρωπότητα, είτε εάν θα απορρίπτουν, εάν θα ακυρώνουν ευθέως ή εμμέσως αυτή την προοπτική (με πρακτικές τελετουργικής-συμβολικής διαχείρισης της σχετικής παράστασης-ανάμνησης, με αναγωγή της σε αστικά ιδεολογήματα, σε φραστικά παίγνια, νεφαλώδεις υπεκφυγές, κ.ο.κ.) επιδιδόμενες σε εκδοχές διαχείρισης και “βελτίωσης” της κρατούσας τάξης πραγμάτων της κεφαλαιοκρατίας, ενίοτε και με το προκάλυμμα μιας “μεταμοντέρνας” αφηρημένης αντικαπιταλιστικής ρητορείας (βλ. σχετικά την εύστοχη και επίκαιρη κριτική του Α. Χρύση στα ιδεολογήματα τύπου J.Holloway).

Η θεμελίωση της επαναστατικής προοπτικής (με τελική πολιτική έκφραση σε θετικό προγραμματικό λόγο, με συγκροτημένη αντίληψη αλληλένδετων μεν, πλην όμως διακριτών θέσεων στρατηγικής και τακτικής), απαιτεί τη θεμελιώδη ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Απαιτεί τη διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του επιστημονικού κεκτημένου του μαρξισμού, ώστε η νέα επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία να εδράζεται στην κριτική αφομοίωση του πλούτου της παράδοσης του επαναστατικού μαρξισμού, σε μια νέα σύνθεση που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής και του επερχόμενου επαναστατικού κινήματος, προωθώντας τη βασική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών. Η βιωσιμότητα και η πρακτική σημασία των όποιων εγχειρημάτων συγκρότησης, ενοποίησης και ενεργοποίησης πολιτικών φορέων-μορφωμάτων της αριστεράς, δεν εξαρτάται από συγκυριακούς χειρισμούς (χαρισματικών ή μη) κορυφών  είτε από λογικές καιροσκοπικής διαχείρισης εκλογικών ποιμνίων, αλλά από τη συνειδητοποίηση και προώθηση του παραπάνω καθήκοντος.

Επί του παρόντος, η συνειδητοποίηση και προώθηση αυτού του καθήκοντος, κατά κανόνα, υπολείπεται πολλαπλά και σημαντικά των αναγκών του κινήματος. Σε μια πορεία αντίστροφη αυτής που σκιαγράφησε ο Φ.Ένγκελς στο σχετικό έργο του τον 19ο αι., τα τελευταία χρόνια έχουμε μιαν εκφυλιστική μετάπτωση της κοσμοθεώρησης της αριστεράς από την επιστήμη σε εκδοχές ουτοπίας και “μεταμοντέρνων” ιδεολογημάτων θολής παραμυθίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συνιστώσες της αριστεράς παραπέουν μεταξύ εκδοχών αφηρημένου αντικαπιταλισμού και ημιθρησκευτικών “οραμάτων” (τύπου “εν τούτω νίκα”) περί σοσιαλισμού-κομμουνισμού, αληθωρίζοντας προς κάποιο εξιδανικευμένο παρελθόν, είτε προς κάποιο νεφελώδες “καθαρό” μέλλον, με διάφορους αφηρημένους επιθετικούς προσδιορισμούς από τη δίνη του αστερισμού του ετεροπροσδιορισμού (αντικαπιταλισμού, αντικρατισμού, αντισοβιετισμού, αντισταλινισμού, αντιγραφειοκρατίας, αντιτροτσκισμού, αντιμαοϊσμού, αντι-υπαρκτού (“ανύπαρκτου”, κ.ο.κ.). 

Η θεωρητική και πρακτική επάρκεια και αξιοπιστία μιας επιστημονικής κοσμοθεώρησης, εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο αυτή παρέχει στον άνθρωπο αληθή γνώση, η οποία επιτελεί τις βασικές λειτουργίες της επιστήμης, δηλ. από το εάν και κατά πόσο είναι ικανή να περιγράφει πιστά και να εξηγεί ορθολογικά το παρελθόν και το παρόν της κοινωνίας, αλλά και να προβλέπει, να μπορεί να προβαίνει σε επιστημονική πρόγνωση του τι μέλλει γενέσθαι ώστε να χαράσσει δρόμους. Μόνον έτσι μπορεί να θέσει τα θεμελιώδη ερωτήματα που εγείρονται στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε προεπαναστατικής εποχής και να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά: “τι φταίει για το αδιέξοδο;”, “τι να κάνουμε για να βρούμε διέξοδο-προοπτική;” και “από που να αρχίσουμε, πως να πορευτούμε;”.

Μόνον ο συνειδητός και επιστημονικά επαναθεμελιωμένος θετικός προσδιορισμός της προοπτικής της επανάστασης και του κομμουνισμού μπορεί να λειτουργεί ως πόλος έλξης, συσπείρωσης και συστράτευσης για τις μάχες που έρχονται. Το εγχείρημα της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Β.Βαζιούλιν) δρομολογεί τη θεωρητική και μεθοδολογική θεμελίωση μιας νέας σύνθεσης, ικανής να αναβαθμίσει άρδην το θετικό προσδιορισμό αυτής της προοπτικής. Η περαιτέρω ανάπτυξη της εν λόγω σύνθεσης, οφείλει να προωθήσει αυτό το θετικό προσδιορισμό, μέσω της συστηματικής διερεύνησης του παρελθόντος, του παρόντος και της προοπτικής. Οφείλει να διερευνήσει, κυρίως στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας, την αντιφατικότητα και τις νομοτέλειες του σύγχρονου σταδίου της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, καθώς και της εμπειρίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στα εγχειρήματα των πρώιμων επαναστάσεων του 20ου αι. Η έρευνα αυτή θα επιτρέψει την περαιτέρω αναβάθμιση της επιστημονικής (και όχι ουτοπικής, φαντασιακής, εικοτολογικής, κ.ο.κ.) πρόγνωσης των νομοτελειών της επανάστασης και του κομμουνισμού.

Υπενθυμίζω, ότι η πρόγνωση του κομμουνισμού που μας κληροδότησαν οι κλασικοί (ιδιαίτερα ο Μαρξ), εδράζεται σε ιδιοφυή πρόβλεψη των προοπτικών-τάσεων που εμπεριείχε η αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας των μέσων του 19ου αι. (γεγονός που επιτρέπει την ανάδειξη περισσότερο αρνητικών και λιγότερο θετικών προσδιορισμών) και η βραχύβια εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. Σημαντική μερίδα της διανόησης και  συνιστωσών της σύγχρονης αριστεράς, από αυτή την άποψη σημειώνουν μιαν οπισθοδρόμηση, που κινείται σε φάσμα μεταξύ της δογματικής (τελετουργικής, συμβολικής, κ.ο.κ.) επίκλησης πτυχών της μαρξικής πρόγνωσης (ανάμικτων με αγιοποιήσεις ή δαιμονοποιήσεις πτυχών και φάσεων της εμπειρίας των πρώιμων επαναστάσεων του 20ου αι.) και παραίτησης από κάθε ορθολογική διερεύνηση της κομμουνιστικής προοπτικής. Η κατάπτωση αυτή είναι εμφανής σε κύκλους της αριστερής νεολαίας, που έχουν γαλουχηθεί σε αυτό το πνεύμα, όπου η ενασχόληση με τη θεωρία και τη στρατηγική εκλαμβάνεται ως περιττή πολυτέλεια, “μεγάλα λόγια”, “φανφάρες”, είτε ακόμα και ως “φυγή από το κίνημα”!...

Η συστηματική μελέτη της ευρετικής σημασίας της μεθοδολογίας του οργανικού όλου στο γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης και της κοινωνικής θεωρίας, καταδεικνύει την ανάγκη εξέτασης της συγκρότησης και της ιστορικής ανάπτυξης της επιστήμης ως νομοτελούς διαδικασίας. Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία δεν είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο (όπως διατείνεται μια αρκούντως μηχανιστική εκδοχή του δομισμού, τύπου Αλτουσέρ), αλλά εκτυλίσσεται μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων της επιστήμης, των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της επιστήμης και (μέσω της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας) της κοινωνίας. Πρόκειται για μια διαδικασία, η ιστορικότητα της οποίας μπορεί να διακριβωθεί αρκούντως μέσω αυτού του πλέγματος των διαλεκτικά αλληλένδετων κριτηρίων, μέσω των οποίων, η μεθοδολογία που πρεσβεύω διακριβώνει την εκάστοτε «γνωσιακή συγκυρία».

Η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων εξέτασης της ανάπτυξης ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται με:

1. την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία των νόμων που διέπουν το μέρος εκείνο του επιστητού, το οποίο συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήματα: Τι είδους αντικείμενο είναι αυτό; από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείμενο οργανικό όλο (ένα σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των μερών του); Επομένως, πρωταρχικό κριτήριο είναι το είδος και το στάδιο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα). Στην περίπτωση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, η διαθέσιμη εμπειρία και οι θεωρητικές προσεγγίσεις συνηγορούν υπέρ της διαπίστωσης για την συγκρότηση ενός παγκόσμιας κλίμακας οργανικού όλου, με όλο και πιο αλληλένδετη τη συνάφεια των μερών του.

2. το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης της εν λόγω έρευνας, της εν λόγω επιστήμης (από θεωρητικής και μεθοδολογικής σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της μέχρι τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήμης, το μεθοδολογικό επίπεδο που έχει κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας ως κριτήριο μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας τη χρήση της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με τη διάκριση της απλούστατης σχέσης του αντικειμένου.

3. το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της έρευνας (ατομικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και λογικής του συγκρότησης, δηλ. η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειμένου συνδέονται με τον τύπο προσωπικότητάς του, με την όλη παιδεία του και με την στάση ζωής του, με την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά-επαναστατικά τόσο το αντικείμενο, όσο και την κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας.

Οφείλουμε να διαχωρίζουμε τη λογική της πραγματικά ελεύθερης έρευνας από την επιλεκτική χρήση-επίκληση θέσεων και ανθρώπων της επιστήμης για την επιβολή ορισμένων επιλογών (που γίνονται με κριτήρια κατ' εξοχήν ιδιοτελή και μονομερή) ως ψευδοκαθολικών. Ήταν αρκετό π.χ. το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 για να καταρρεύσουν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα των “νεοκλασικών οικονομικών” που υπαγόρευαν και επένδυαν με επιστημονικοφάνεια “τη μόνη επιστημονικώς ορθή πολιτική” του “νεοφιλελευθερισμού” . Η εικόνα των προβεβλημένων, “έγκριτων” και βραβευμένων οικονομολόγων, είναι ενδεικτική της “επιστημονικότητας” των σχετικών κριτηρίων... Ερευνητές και συλλογικότητες που έχουν ως βασικό κίνητρο την συμπόρευση με το εκάστοτε main stream για τη διασφάλιση απρόσκοπτης σταδιοδρομίας, προβολής και αναγνώρισης από το establishment (π.χ. για την απρόσκοπτη δημοσίευση papers σε περιοδικά με υψηλή θέση στις επίσημες ranking lists, βλ. σχετικά την καίρια κριτική  που ασκεί ο Γ.Σταμάτης στα τελευταία έργα του), είτε την ιδεολογική διαχείριση-χειραγώγηση των διαθέσεων της εκλογικής πελατείας ενσωματωμένων στο σύστημα πολιτικών μορφωμάτων δια της εκ των υστέρων “τεκμηρίωσης” των εκάστοτε ειλημμένων αποφάσεων κάποιων γραφειοκρατικών μηχανισμών, εκ των πραγμάτων αδυνατούν να προαγάγουν την έρευνα. Οι διάφοροι (μεγάλοι ή μικροί) γραφειοκρατικοί μηχανισμοί, κατά κανόνα έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν κάθε αυθεντική θεωρητική προσέγγιση επιφυλακτικά έως και εχθρικά, ως αμφισβήτηση των δικών τους “θέσεων” και ως υπονόμευση της αυθεντίας τους.  

4. την περιρρέουσα ιστορική – πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία επιδρά αμέσως ή εμμέσως στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Η υπονόμευση της ορθολογικής-επιστημονικής σκέψης και της συστηματικής έρευνας, η απόρριψη της διαλεκτικής μεθοδολογίας ως υπονομευτικής και επικίνδυνης για το σύστημα, η φετιχοποίηση του κατακερματισμού γνωστικών αντικειμένων και του επιμέρους (έναντι του όλου), η επιβολή των “μεταμοντέρνων” σχετικοκρατικών-ανορθολογικών απόψεων σε κύκλους της διανόησης και ο συνακόλουθος ερευνητικός μινιμαλισμός, συγκροτούν μιαν άκρως δυσμενή περιρρέουσα ατμόσφαιρα για τη συστηματική διερεύνηση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός της εποχής μας, ως γνωστικό αντικείμενο της επαναστατικής θεωρίας και ως πρακτικό-πολιτικό πρόβλημα αναζήτησης επαναστατικής διεξόδου από τα αδιέξοδα που αυτός γεννά, συνιστά μια τυπική περίπτωση κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, όπου μέσω του υπάρχοντος επιστημονικού κεκτημένου είναι ανέφικτη πλέον η επιστημονικά επαρκής, αντικειμενική, πιστή και πλήρης περιγραφή, εξήγηση και πρόβλεψη-πρόγνωση σε ότι αφορά το γνωστικό αντικείμενο. Η βαθμιαία κλιμάκωση της αντικειμενικά ανακύπτουσας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της νέας γνώσης, της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, εάν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της επαναχάραξης στρατηγικής και τακτικής ενός ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.  

Το Κεφάλαιο του Μαρξ (βλ. Μαρξ, 1978) είναι κλασικό υπόδειγμα διερεύνησης ενός αντικειμένου (των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής) ως οργανικού όλου, όπου η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της κατά το 19ο αι. Εδώ αίρεται διαλεκτικά το κεκτημένο της προμαρξικής κλασικής οικονομικής σκέψης (το οποίο παρέμενε προσκολλημένο στην ανιστορική αφαίρεση του μεμονωμένου ατόμου-Ροβινσώνα, φορέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), αλλά και το κεκτημένο της μεγαλειώδους εγελιανής Επιστήμης της Λογικής (όπου το οργανικό όλο εκλαμβάνεται ως αρχέγονο, αποκλειστικά πνευματικό προϊόν, αποκομμένο από την υλική πραγματικότητα). Πρόκειται για μοναδικό έργο, στο οποίο εξετάζεται ενδελεχώς και συστηματικά υπό το πρίσμα της υλιστικής διαλεκτικής μια συγκεκριμένη επιστήμη στο σύνολο της -η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας- το αντικείμενο της οποίας (η υλική παραγωγή σε ορισμένη ιστορική βαθμίδα της ανάπτυξης της) συνιστά οργανικό όλο. Η συστηματική απεικόνιση ενός αναπτυσσόμενου αντικειμένου συνδέεται με την απεικόνιση των εσωτερικών αμοιβαίων συναφειών του, της ουσίας του. Το σύστημα των κατηγοριών της διαλεκτικής λογικής του Κεφαλαίου συνιστά νοητική αντανάκλαση της ουσίας της υπό εξέταση αναπτυξιακής διαδικασίας.

Με αυτή την έννοια, φιλοσοφικά και μεθοδολογικά, το Κεφάλαιο προηγήθηκε των επιστημών κατά πολλές δεκαετίες. Στο εν λόγω έργο η νόηση προβάλλει κατ' εξοχήν στο επίπεδο του λόγου (στην ενότητα του με τη διάνοια), με κυρίαρχο το λογικό (στην ενότητα του με το ιστορικό) και την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (στην ενότητα της με την ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο). Οι λογικές κατηγορίες προβάλλουν στο επίπεδο του “είναι” (εμπόρευμα, χρήμα), της “ουσίας” (διαδικασία της παραγωγής του κεφαλαίου), του “φαινομένου” (διαδικασία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου) και της “πραγματικότητας” (ενότητα των διαδικασιών κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και κυκλοφορίας).

Ιστορικά, η κλασική αστική πολιτική οικονομία (αλλά και η μαρξική σκέψη, προ της ανακάλυψης της θεωρίας της υπεραξίας), κινούμενη από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, στα πλαίσια του νοείν κατά διάνοια, συνιστά την πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας, της ζωντανής εποπτείας (τύπου μερκαντιλισμού και μονεταρισμού). Η ώριμη συγκρότηση της επιστήμης στο θεωρητικό μέρος του κεφαλαίου, συνιστά την “άρνηση της άρνησης”. 

Η μεθοδολογική διερεύνηση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας επιτρέπει την βαθύτερη κατανόηση της ώριμης επιστήμης και του χαρακτήρα της λογικής της. Έτσι καθίσταται σαφές “άρνηση της άρνησης” τίνος, αποτέλεσμα ποιας ακριβώς διαδικασίας είναι η ώριμη θεωρία περί του ανεπτυγμένου αντικειμένου και προσδιορίζεται συγκεκριμένα ιστορικά ο βαθμός και ο χαρακτήρας της ωριμότητας της μαρξικής πολιτικής οικονομίας. Από αυτή την άποψη, αίρεται η φαινομενικότητα της a priori κατασκευής και της πλήρους αρτιότητας των έτοιμων αποτελεσμάτων της έρευνας, όπως αυτά εκτίθενται δια της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διότι καθίσταται σαφής εκείνη η αναπτυξιακή διαδικασία, ως αποτέλεσμα της οποίας προέκυψαν τα εν λόγω αποτελέσματα. Έτσι, τα κεκτημένα της ανεπτυγμένης, της ώριμης επιστήμης μετατρέπονται σε όρους για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας.

Κατ' αυτό τον τρόπο, μπορούμε προπαντός, να αποκαλύψουμε σαφέστερα το βαθμό πληρότητας, το βαθμό ολοκλήρωσης αυτής της άρνησης της άρνησης, γεγονός που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας μεθοδολογικής και θεωρητικής ολοκλήρωσης των θεματικών του 2ου και του 3ου τόμων του Κεφαλαίου του Μαρξ, την ελλειπή επεξεργασία των οποίων έχει καταδείξει ο Β.Βαζιούλιν (στο έργο του “Η λογική του Κεφαλαίου του Κ.Μαρξ”). Ως γνωστόν, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να προετοιμάσει ο ίδιος τους δύο τελευταίους τόμους του βασικού έργου του προς δημοσίευση (εκδόθηκαν μετά θάνατον, με επιμέλεια του Φ. Ένγκελς). Επιπλέον, συντελεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας θεωρητικής διερεύνησης εκείνων των πτυχών του γνωστικού αντικειμένου, οι οποίες (κατ' ανάγκη) είχαν τεθεί δια της αφαίρεσης εκτός του ερευνητικού πεδίου από την εν τω γενάσθαι, αλλά και από τη σχετικά ώριμη επιστήμη: των παγκόσμιων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας ως ολότητας, ο βαθμός ωρίμανσης της οποίας σήμερα (σε αντιδιαστολή με την εποχή του Μαρξ), καθιστά αυτή την αναγκαιότητα επιτακτική. Επομένως, η θεώρηση αυτή μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κατεύθυνση στην οποία είναι απαραίτητο να στραφεί η αιχμή του δόρατος των ερευνητικών προσπαθειών, από την άποψη του φάσματος δυνατοτήτων που διανοίγει ενώπιόν μας η συγκεκριμένη ιστορική γνωσιακή συγκυρία.

Αυτή η συγκεκριμένη ιστορική μεθοδολογική θεώρηση, δεδομένης της ανάγκης διερεύνησης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, θέτει επιτακτικά το θέμα της επανεξέτασης των όρων και των ορίων ισχύος θεωρητικών παραδοχών της μαρξικής προσέγγισης. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι κατά την εξέταση  των μορφών της υπόστασης, της γενεσιουργού αιτίας του πρώτου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου, δηλαδή, με όρους πολιτικής οικονομίας, κατά την εξέταση της συσχέτισης απλής και σύνθετης συγκεκριμένης εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος ως αξίας χρήσης, ο Μαρξ κλιμακώνει τη εξέταση των πόλων αυτού του δίπολου (με την ανάδειξη της ταυτότητας, της διάκρισης και της διαφοράς τους) στο επίπεδο της “αντίθεσης”, όπου ο ένας πόλος υφίσταται δια του αποκλεισμού του άλλου, ενώ αμφότεροι συγκροτούν μιαν αρνητική ενότητα, αδιάφοροι προς αλλήλους: “Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη ή, καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία έτσι, που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας. Η πείρα δείχνει ότι η αναγωγή αυτή γίνεται διαρκώς” (Κεφάλαιο, τ.1, σ.58). Ο Μαρξ εδώ δεν κλιμακώνει την εξέταση μέχρι την καθαυτό αντίφαση (όπου έχουμε αλληλοδιείσδυση των πόλων, μετατροπή του ενός στον άλλο). Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να καταδείξει το κατ' αρχήν αναγώγιμο της σύνθετης εργασίας σε απλή, ώστε να οριστεί η απλή μέση εργασία ως σταθερά, ως δεδομένη για ορισμένη κοινωνία. Και δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά, μιας και η μετάβαση στο επίπεδο της καθαυτό αντίφασης, θα προϋπέθετε όχι απλώς την εξίσωση και την ανάδειξη του αναγώγιμου της σύνθετης στην απλή εργασία, αλλά τη μετατροπή της μιας στην άλλη, με τη διερεύνηση της απλής μέσης εργασίας σε διάφορες χώρες και σε διάφορες εποχές, πολιτισμικές βαθμίδες, κ.ο.κ.. Επιπλέον, το αναγώγιμο αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την πρακτική λειτουργία και τη θεωρητική ανάδειξη του δεύτερου παράγοντα της στοιχειώδους μορφής του κεφαλαίου: της αφηρημένης εργασίας, στην ύπαρξη της οποίας εδράζεται η παραγωγή υπεραξίας, και όλο το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας.

Στο υπόδειγμα της εθνικής οικονομίας (της Αγγλίας των μέσων του 19ου αι.) και δεδομένων των ερευνητικών στόχων του Μαρξ (κατ' αρχήν διάγνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε “καθαρή μορφή” ως ιστορικά παροδικού σχηματισμού), η παραπάνω πραγμάτευση του δίπολου σύνθετη-απλή εργασία, είναι σαφώς πειστική και αναγκαία. Ωστόσο, η ένταξη στο πεδίο της έρευνας ευρύτερου και βαθύτερου φάσματος φαινομένων, δεδομένης της ανισομέρειας, της δράσης κολοσσιαίων διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και των ραγδαίων αλλαγών στο παγκόσμιο φάσμα των τεχνολογικών όρων και του χαρακτήρα της εργασίας, της εισαγωγής της αυτοματοποίησης, κ.ο.κ., εγείρει πληθώρα μεθοδολογικών και θεωρητικών προβλημάτων. Πόσο χάσμα ανάμεσα σε σύνθετη και απλή εργασία επιτρέπει αυτό το αναγώγιμο, δεδομένων των αχανών διαφορών μεταξύ σύγχρονων μορφών ερευνητικής και τεχνολογικής καθολικής δραστηριότητας και χειρωναξίας με στοιχεία δουλοπαροικίας ή και δουλείας; Ισχύει άραγε αυτό το αναγώγιμο (και υπό ποίους όρους) σε παγκόσμια κλίμακα παραγωγής, διανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης; Πως συνδυάζεται αυτό το αναγώγιμο (ή μη αναγώγιμο) με τα μονοπωλιακά υπερκέρδη, με τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις πραγματικής παραγωγής, χρηματιστηριακής οικονομίας και χρηματοπιστωτικής σφαίρας; Ποιές είναι οι επιπτώσεις αυτού του αναγώγιμου (ή μη αναγώγιμου) στη λειτουργία του νόμου της αξίας και του νόμου της υπεραξίας, πως συνδέεται με το μέσο ποσοστό κέρδους και τη δυνατότητα απόσπασης μονοπωλιακού υπερκέρδους σε ένα κόσμο στον οποίο οι μεν ροές κεφαλαίων είναι αχαλίνωτες, η δε εργασία καθηλωμένη; κ.ά. 

Το πρόβλημα δεν λύνεται με αποσπασματικές περιγραφές και ονοματοθεσίες. Η νέα θεωρητική σύνθεση που θα αναδεικνύει τις νομοτέλειες του νέου σταδίου της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, θα επεξεργάζεται την πληθώρα νέων εμπειρικών δεδομένων, θα εδράζεται στην ανάπτυξη της λογικής και μεθοδολογίας του Κεφαλαίου του Μαρξ και της Λογικής της Ιστορίας και θα θέτει στον πυρήνα του αναστοχασμού τη συμβολή του Λένιν και κατοπινών ερευνητών.

Δεδομένης της επιτακτικότητας των αναγκών, αν επιχειρούσαμε να δώσουμε έναν οριακά συνοπτικό ορισμό εργασίας για το σημερινό στάδιο του ιμπεριαλισμού (η διάρθρωση και η αντιφατικότητα του οποίου προβάλλουν σαφέστερα κατά την εν εξελίξει κρίση), θα λέγαμε ότι ο παγκοσμιοποιημένος ιμπεριαλισμός είναι το διακρατικο-μονοπωλιακό στάδιο υπαγωγής της ανθρωπότητας στους διεθνικούς-πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους του κεφαλαίου. Ωστόσο, δεδομένης της ανεπάρκειας των πολύ σύντομων ορισμών και των συνακόλουθων σχηματοποιήσεων, θα διακινδυνεύσουμε να συνοψίσουμε ορισμένα βασικά γνωρίσματα της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης (ως πρώτη προσέγγιση-σκαρίφημα ερευνητικού προγράμματος):

Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και κοινωνικοποίηση της παραγωγής, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί το σημερινό εσωτερικό όριο εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου: τους διεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους, οι οποίοι διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή σε πλανητική κλίμακα.

Βάσει του δεύτερου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, δρομολόγηση της δημιουργίας τεχνολογικής βάσης της παγκοσμίως κατανεμημένης και διαδικτυωμένης παραγωγής από τους διεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους (σε επίπεδο πλέον κυρίως παραγωγής και όχι απλώς εξαγωγής-κυκλοφορίας του κεφαλαίου), γεγονός που οδηγεί, αφ' ενός μεν, σε μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της παγκόσμιας εργασίας στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο (ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας καθίσταται τεχνολογική αναγκαιότητα), αφ' ετέρου δε, σηματοδοτεί την έναρξη της δημιουργίας πλανητικών παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογικής βάσης ενοποίησης της ανθρωπότητας (γεγονός που δρομολογείται με τη διαδικασία ενοποίησης παραδοσιακών και νέων συνιστωσών της εργατικής τάξης σε παγκόσμια κλίμακα).

Συγχώνευση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό, υπαγωγή του δεύτερου στο πρώτο και δημιουργία μιας παγκόσμιας χρηματιστικής ολιγαρχίας επί της βάσης αυτού του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου. Εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτούν οι όλο και πιο διαμεσολαβημένα  συνδεδεμένες με την παραγωγή ακαριαίες και κολοσσιαίες χρηματοπιστωτικές ροές, με αντίστοιχη μεταφορά συνιστωσών και αποτελεσμάτων της παραγωγικής διαδικασίας ανά την υφήλιο, έναντι των παραδοσιακών εξαγωγών κεφαλαίου και εμπορευμάτων.

Δεδομένης της αλλαγής του εξωτερικού ορίου εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου (λόγω της παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αι.) και των αλλαγών στην εντατική ανάπτυξή του (λόγω του δευτέρου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και της αναδιάρθρωσης της παραγωγής): 1. Κλιμακώνεται η ανακατανομή του κόσμου μεταξύ των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και η υπαγωγή όλων των σφαιρών της ζωής της κοινωνίας στους τελευταίους. 2. Ανακύπτουν ανακατατάξεις δυνάμεων και συγκρότηση-ανασυγκρότηση πόλων για την αναδιανομή της γης (εδαφών, υπεδάφους, θαλασσών, αέρος, διαστήματος) και της ισχύος μεταξύ των ισχυρότερων ως προς το κεφάλαιο Δυνάμεων.

Ο παγκοσμιοποιημένος ιμπεριαλισμός είναι ένα ιδιαίτερο στάδιο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας: είναι η κεφαλαιοκρατία στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξής της, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, δημιουργείται η τεχνολογική βάση ενοποίησης της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα από αυτούς τους ομίλους, έχουν αποκτήσει εξαιρετική σημασία οι κολοσσιαίες και ακαριαίες χρηματοπιστωτικές ροές,  κλιμακώνεται η ανακατανομή του κόσμου μεταξύ των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και η πάλη για την ανακατανομή εδαφών, υπεδάφους, θαλασσών, αέρος, διαστήματος και ισχύος μεταξύ των μεγαλύτερων κεφαλαιοκρατικών χωρών και των πόλων τους, ενώ επιχειρείται η συγκρότηση διεθνικών και παγκόσμιων πολιτικών θεσμών. 

Η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα στη δίνη μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της πρώτης πραγματικά πλανητικής κρίσης της κεφαλαιοκρατίας, ανατροφοδοτούμενης και ολοένα και πιο περιπλεκόμενης με τον εν εξελίξει τρίτο θερμό παγκόσμιο πόλεμο, τον πρώτο πραγματικά πλανητικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτή η πλανητική περιδίνηση μπορεί και να οδηγήσει σε πλανητική καταστροφή, για να θυμηθούμε την επικαιρότατη παρατήρηση του Μαρξ για το ενδεχόμενο ενός ιστορικού αδιεξόδου, η έκβαση του οποίου μπορεί να αποβεί κοινός τάφος όλων των εμπλεκομένων (ανταγωνιστικών τάξεων, συνασπισμών, κ.ο.κ.) και τέλος του πολιτισμού. Ωστόσο, αυτή η καταστροφική περιδίνηση, δεδομένου ότι φέρνει στην επιφάνεια, αποκαλύπτει όλο και πιο ανάγλυφα τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, τη σήψη των θεμελίων και των θεσμών του, την ιστορική του χρεοκοπία, εμπεριέχει και το γόνιμο σπόρο της επανάστασης, της μόνης πραγματικής διεξόδου της ανθρωπότητας από το αδιέξοδο στην πορεία για την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. Ο σπόρος αυτός ήδη προβάλλει και θα προβάλλει όλο και πιο έντονα στο ιστορικό προσκήνιο, οδηγώντας αναπόδραστα σε επαναστατικές καταστάσεις, οι οποίες είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την έλευση ενδεχομένως κάποιων πρώιμων (βλ. Λατινική Αμερική), αλλά κυρίως των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Οι μαζικές κινητοποιήσεις σε χώρες με μέσο και άνω του μέσου επίπεδο ανάπτυξης, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ως εμπειρία ενός κινήματος, στο οποίο εντάσσονται όλο και πιο πολύ μορφωμένα τμήματα της νεολαίας που απαρτίζουν το υπό διαμόρφωση νέο υποκείμενο της εργασίας. Επιπλέον, θέτουν σε θεωρητική και πρακτική δοκιμασία την αριστερά. Επιτρέπουν την αποκάλυψη του τι πραγματικά και πρακτικά πρεσβεύουν οι συνιστώσες των μορφωμάτων της αριστεράς που συνιστούν κατάλοιπα αγώνων του παρελθόντος. Ξεσπούν και θα ξεσπούν αυθόρμητα και ορμητικά. Το αυθόρμητο είναι αναγκαίος αλλά όχι και ικανός όρος κινήματος με προοπτική. Από μόνο του δεν αρκεί για τη συγκρότηση επαναστατικού κινήματος. Οι πραγματικά επαναστατικές δυνάμεις δεν φοβούνται το αυθόρμητο, ούτε σπεύδουν να υποκλιθούν σε αυτό. Δεν το λοιδορούν αντιτάσσοντάς του την “περιφρουρημένη” γραφειοκρατική “καθαρότητα”, ούτε σύρονται πίσω του προς άγρα δημοσκοπικών και εκλογικών εκταμιεύσεων. Όσο το αυθόρμητο δεν μπολιάζεται, δεν μορφοποιείται από τη θεωρητικά επεξεργασμένη συνειδητή μεθόδευση των σκοπών, των μέσων και των τρόπων του αγώνα, μπορεί να οδηγήσει σε ματαιώσεις και σε απογοητεύσεις, μπορεί να φέρει καταστροφικά αποτελέσματα και οπισθοδρόμηση.

 

Βιβλιογραφία.

Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.

Βαζιούλιν Β. Α. Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.26, Ιούν.-Ιούλ.2008,σ.21-25.

Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm

Ένγκελς Φ.  Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός. Θεμέλιο, Αθήνα,1975.

Λένιν Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, τ.27.

Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.

Μηνακάκη Β. Ιδεολογική διαπάλη για την κρίση. Πριν, 2.11.2008.

Πατέλη Δ. Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.9, Αύγ.-Σεπτ.2005, σ.28-32.

Πατέλη Δ. Για την αναγκαιότητα διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.18, Φεβρ.-Μαρτ.2007, σ.20-24.

Πατέλη Δ. Επισημάνσεις για το χαρακτήρα της εν εξελίξει κρίσης και της εποχής. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.29, Δεκ.2008-Ιαν.2009, σ.17-23.

Σταμάτη Γ. Περί Νεοφιλελευθερισμού. Εκδόσεις ΚΨΜ. Αθήνα 2008.

Χρύση Α. Για τη διαλεκτική εξουσίας και επανάστασης. Σκέψεις με αφετηρία το έργο του J. Holloway...Αθήνα, ΚΨΜ, 2009.