Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού παράγοντα-αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας.

Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης

[Περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 25, Απρίλιος-Μάιος 2008, σ.37-40.]

Σε κάθε φάση κατά την οποία γίνεται έκδηλη και αισθητή η γενικευμένη κρίση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, η κρίση αυτή εκλαμβάνεται σε ευρεία κλίμακα ως κρίση των θεσμών και της δημοκρατίας. Εν πολλοίς η συστημική κρίση εκφράζεται με σχετική αυτοτέλεια και ένταση και ως κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, ως κρίση πολιτικής και πολιτειακής εκπροσώπησης, ως αδυναμία διαμόρφωσης και διαχείρισης συναινετικών στάσεων δια των θεσμών, κ.ο.κ.  Η εκδηλούμενη στις μέρες μας κρίση του δικομματισμού στην Ελλάδα, φέρνει στο προσκήνιο αυτή την προβληματική.

Δημοκρατία και εξουσία στην ιστορία.

Τι είναι όμως η δημοκρατία;  Είναι μια μορφή πολιτεύματος της κοινωνίας, μορφή άσκησης της εξουσίας. Η τελευταία, αφορά την ικανότητα (ισχύ) και τη δυνατότητα ορισμένων ατόμων, ομάδων, τάξεων, είτε συνολικά της κοινωνίας να διαμορφώνουν, να προωθούν και να επιβάλλουν τα συμφέροντα τους (προπαντός υλικά, οικονομικά) ως συγκεκριμένη βούληση, να επιδρούν σε ορισμένα πεδία της κοινωνικής ζωής, έτσι ώστε να προσανατολίζουν και να υποτάσσουν δραστηριότητες, αντιλήψεις, συμπεριφορές, κ.λπ. σύμφωνα με αυτά τα συμφέροντα.

Η ύπαρξη αντιφατικών συμφερόντων συνδέεται πρωτίστως με την αδυναμία πρόσβασης στα αποτελέσματα της παραγωγής για τη βέλτιστη (ποσοτικά και ποιοτικά) ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του συνόλου της ανθρωπότητας, με την αδυναμία πρόσβασης του συνόλου των ανθρώπων σε δημιουργικές εργασιακές δραστηριότητες και με την ύπαρξη κατακερματισμένων-μερικών μονάδων παραγωγών (Βλ. Βαζιούλιν 2004, Πατέλης 2007). Κύριο γνώρισμα κάθε εξουσίας είναι οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.

Διακρίνονται οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής (έμμεσης) δημοκρατίας (αιρετά όργανα και εκλεγόμενοι από τον λαό αντιπρόσωποι, κοινοβούλια κ.λπ.), και της άμεσης δημοκρατίας, όπου ο λαός ασκεί την υπέρτατη εξουσία απ’ ευθείας (με δημοψηφίσματα, δημόσιες συζητήσεις κρατικών υποθέσεων, συλλογικές διεκδικήσεις και αγώνες, δραστηριότητα κοινωνικών οργανώσεων, αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, επαναστατικά συμβούλια τύπου Κομμούνας, Σοβιέτ, κ.λπ.). Είναι ένα σύστημα λήψης, εκτέλεσης και ελέγχου αποφάσεων, εντός του οποίου έκαστος των ανηκόντων στον πολιτικό οργανισμό αυτού του συστήματος γίνεται δυνάμει ή ενεργεία συμμέτοχος (Harrison). Δεν συνιστά υπεράνω ιστορίας ιδεατή αρχή, ούτε και φαντασιακή θέσμιση (κατά Καστοριάδη), αλλά είναι φαινόμενο ιστορικά συγκεκριμένο, το οποίο εμφανίσθηκε πρωταρχικά μαζί με την εμφάνιση σχετικά αυτονομημένων διοικητικών μηχανισμών, του κράτος και της πολιτικής εξουσίας στην πορεία του βαθμιαίου μετασχηματισμού της πρωτόγονης κοινότητας των φυλών και των γενών.

Η βαθμιαία ανάπτυξη της δημοκρατίας (και οι εναλλαγές της με άλλα συστήματα διακυβέρνησης) συνδέεται με τα συγκεκριμένα ιστορικά επίπεδα ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά, με το βαθμό μετασχηματισμού των φυσικών δεσμών από τους κοινωνικούς και με τον βαθμό διάκρισης των επιπέδων, των σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Κατά τον Μαρξ (1978, τ. 3, σ. 972) «στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς - μια σχέση, που κάθε φορά μια συγκεκριμένη της μορφή ανταποκρίνεται πάντα με φυσικότητα σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του τρόπου δουλειάς, και συνεπώς, και στην κοινωνική παραγωγική της δύναμη - βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης». Η μέγιστη διάκριση και αυτονόμηση των σφαιρών της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής επιτυγχάνεται στην τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσης της κοινωνίας, στον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, όπου η απουσία φυσικού δεσμού μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, η κατάργηση της άμεσης ιδιοκτησιακής σωματικής εξάρτησης των μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής από τους ιδιοκτήτες οδηγεί στη νομική ελευθερία (ισονομία) και στα αστικά πολιτικά δικαιώματα. Η εύρυθμη λειτουργία αυτού του καθεστώτος σε ειρηνική περίοδο, ως πεδίο επιβολής των όρων αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης της κυρίαρχης αστικής τάξης, ως δήθεν καθολική ενοποιητική αρχή των ανταγωνιστικών συμφερόντων (μέσω του εκάστοτε συνδυασμού διακεκριμένων, διαμεσολαβημένων σε ποικίλους βαθμούς και αλληλένδετων εξουσιών, καταστολής και συναίνεσης, αποκλεισμού και συμμετοχής, αντιπροσώπευσης και ανάθεσης-μετάθεσης αρμοδιοτήτων, δικαιοδοσιών και εξουσιών, καλπονοθευτικών συστημάτων, κ.ο.κ.), επιτρέπει την ύπαρξη διαφόρων μορφών αστικής δημοκρατίας, είτε την απροσχημάτιστη κατάργηση των δημοκρατικών αρχών και την επιβολή στυγνής δικτατορίας, όποτε οι συγκρούσεις επιτάσσουν την επιβολή κατασταλτικών μέσων για τη διασφάλιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της. Η αστική δημοκρατία παραμένει πάντοτε τυπική, διακηρυσσόμενη και ουσιαστικά μη εκπληρούμενη επαγγελία των ούτως η άλλως τυπικά αφηρημένων αρχών της (ως άκρον άωτον), κατ’ αρχήν λόγω της θεμελιώδους ανταγωνιστικής αντίφασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, οικονομικά ισχυρών και ανίσχυρων.

Η γραφειοκρατικοποίηση, που ανακύπτει νομοτελώς υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, (βλ. σχετικά: Μαρξ 1978α, Παυλίδη, Πατέλη 1987, Ρούση), υπονομεύει και ακυρώνει περαιτέρω τη δημοκρατία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αυτό εκφράζεται και με την βαθμιαία ενίσχυση του ρόλου των εκτελεστικών (σε μεγάλο βαθμό μη αιρετών) μηχανισμών έναντι των νομοθετικών και των υπόλοιπων, των υπερεθνικών έναντι των εθνικών. Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας και κατά την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Η πολυθρύλητη «παγκοσμιοποίηση» της εποχής μας, είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πολυεθνικές. Βάσει αυτής της λογικής συγκροτούνται διεθνείς και παγκόσμιοι οικονομικοί, πολιτικοί και πολεμικοί οργανισμοί για την επιβολή, την εδραίωση και διαιώνιση αυτής της τάξης πραγμάτων (βλ. και Λούκατς σ.49). Οργανική εκδήλωση αυτής της αντιφατικότητας, είναι και ο εν εξελίξει Τρίτος Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος.

Οι περί δημοκρατίας αντιλήψεις, ως βασικό ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς των επαναστατικών κινημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης, αναπτύχθηκαν σε συνάρτηση με τις αντιλήψεις περί ελευθερίας, ισότητας, ισονομίας, ισοπολιτείας, κ.ο.κ. Μετά την εδραίωση της εξουσίας της αστικής τάξης, ο προπαγανδιστικός λόγος των ιδεολόγων της περί δημοκρατίας αποστειρώνει το επαναστατικό κοινωνικό φορτίο της έννοιας, ανάγοντας την προβληματική σε παίγνιο αρχών και τεχνικών όρων, σε τυπική θεσμολαγνεία, σε αφηρημένη δεοντολογία, σε τυπική αντιδιαστολή των αρχών της ισότητας και της ελευθερίας, σε εμμονή στην ανάδειξη-κατασκευή δικαιωμάτων μειονοτήτων βάσει επουσιωδών κριτηρίων, προς απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων, κ.ο.κ. (βλ. Held σ.33-75, Minogue σ.98-106, Miller σ.41-60). Στα πλαίσια της αστικής προπαγάνδας, η «πλουραλιστική» δημοκρατία αντιπαρατίθεται σε κάθε επαναστατικό εγχείρημα, γεγονός που οδηγεί επί ψυχρού πολέμου στο ιδεολόγημα του «ολοκληρωτισμού» (για την εκπόνηση και διάδοση του οποίου η C.I.A. πλήρωνε αδρά και εκπροσώπους της «αριστερής» διανόησης, όπως π.χ. την Χάνα Άρεντ, βλ σχετικά Petras), ώστε να εμπεδώνεται η δήθεν εσωτερική συνάφεια φασισμού και κομμουνισμού (βλ. Λούκατς, σ.38). Ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1980-1990 συγκαλυπτόταν επισταμένως η σχέση αστικής δημοκρατίας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μετά την ήττα των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι. και την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας, η σύνδεση δημοκρατίας και «ελεύθερης αγοράς» τίθεται κυνικά στο προσκήνιο (βλ σχετικά τις εύστοχες επισημάνσεις του Catone) ως εσχατολογική αρχή των ιδεολογημάτων περί τέλους της ιστορίας και ως προκάλυμμα των πολέμων της νέας τάξης (βλ. Γρηγοπόπουλο).

 

Ο χαρακτήρας, η θέση και ο ρόλος του υποκειμένου.

Τα προβλήματα της δημοκρατίας (της δημοκρατικής εξουσίας) συνδέονται με τα ερωτήματα: ποιος, ποιόν, γιατί, με τι σκοπό και πως διοικεί. Πέρα από τις όποιες φενάκες, αυταπάτες, ανιστορικές φετιχοποιήσεις και τα ιδεολογήματα, το ζήτημα της δημοκρατίας εγείρει στο προσκήνιο ένα άλλο μείζον ζήτημα της θεωρίας και της πρακτικής, που υπερβαίνει κατά πολύ τα πλαίσια της πολιτικής και της ιδεολογίας: το ζήτημα της θέσης και του ρόλου του υποκειμένου στη δομή και στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Αυτό το ζήτημα πραγματεύονταν και πραγματεύονται οι άνθρωποι σε διάφορους βαθμούς επίπεδα και τρόπους με όρους δημοκρατίας.  Μόνον υπό το πρίσμα αυτού του ζητήματος, μέσω της αντικειμενικής διερεύνησης της διαλεκτικής υποκειμένου-αντικειμένου, υποκειμενικού παράγοντα και αντικειμενικών όρων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι εφικτή η ανίχνευση των πραγματικών και όχι φαντασιακών δυνατοτήτων διαμόρφωσης και ανάπτυξης (ατομικά και συλλογικά) του καθολικής εμβέλειας υποκειμένου στην ανθρωπότητα ως ολότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, το ζήτημα της δημοκρατίας (ο ορθολογικός πυρήνας του) προβάλλει ως διαλεκτική της μετάβασης από την δυνάμει στην ενεργεία συμμετοχή του υποκειμένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι, υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας, το ζήτημα της δημοκρατίας ανάγεται στο ζήτημα της διαλεκτικής τυπικής (δυνάμει) και πραγματικής (ενεργεία) κοινωνικοποίησης της εργασίας και της ανθρωπότητας. 

Τι είναι όμως το υποκείμενο; Είναι ο άνθρωπος (άτομο, ομάδα, κοινωνική τάξη, κοινωνία) ως φορέας και ενεργητική πηγή της γνώσης και του μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Είναι ο φορέας της δραστηριότητας, της εργασίας, της πρακτικής, της γνωστικής διαδικασίας και της συμπεριφοράς, που κατευθύνει την ενεργητικότητα του προς το αντικείμενο για να το μετασχηματίσει βάσει των αναγκών του. Υποκείμενο και αντικείμενο είναι σύστοιχες, συσχετικές και αλληλοπροσδιοριζόμενες, στην αντιφατική ενότητα τους, φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.

Το υποκείμενο είναι δυνατόν να κατανοηθεί επιστημονικά μόνο μέσα από τη διερεύνηση της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας στη Λογική της Ιστορίας, μέσω της ανάδειξης της νομοτέλειας που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του υποκειμένου διαδραματίζει ο χαρακτήρας της εργασίας, η παραγωγή, οι σχέσεις παραγωγής και ο τρόπος παραγωγής. Επομένως, υποκείμενο συγκροτεί το άτομο (προσωπικότητα) είτε η ομάδα (συλλογικότητα) στο βαθμό που δεν προσαρμόζεται στην εκάστοτε κρατούσα κατάσταση, στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξης, στο είναι ως έχει (όπως κάνει το ζώο), αλλά τους  διαγιγνώσκει, τους συνειδητοποιεί και τους μετασχηματίζει. Το εύρος και το βάθος, η καθολικότητα αυτής της διάγνωσης, της συνειδητοποίησης και του μετασχηματισμού, είναι το «μέτρο» της ανάπτυξης του υποκειμένου. Ως εκ τούτου, στάσεις ζωής, θεσμοί, κ.ο.κ. που προτάσσουν ως στρατηγική επιβίωσης την προσαρμογή στους εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της ύπαρξης (έστω με την κατ’ επίφαση συμμετοχή και διαχείρισή τους, με την παθητικοποίηση των μαζών, στην οποία κατά κανόνα ανάγεται η τυπική αστική δημοκρατία) ακυρώνουν την ανάπτυξη του ανθρώπου ως υποκειμένου, τον μετατρέπουν σε ενεργούμενο, σε υποχείριο αναδεικνύοντας κατ’ εξοχήν την ζωώδη ικανοποίηση αναγκών (βλ. καταναλωτισμός και ιδιώτευση).  

Στα αρχικά στάδια εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, ο άνθρωπος ως παραγωγός προβάλλει σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ως αντικείμενο. Η σταδιακή διάκριση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και η αντίστοιχη διαμόρφωση του υποκειμένου πραγματοποιείται στον βαθμό της ανάπτυξης και διάδοσης παρηγμένων, τεχνητών μέσων παραγωγής, στον βαθμό της διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Στην πορεία αυτή το διαμορφούμενο υποκείμενο διχάζεται, λόγω της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και της ταξικής πάλης, που συνδέεται με ομαδοποιήσεις μεμονωμένων ατόμων, έναντι των οποίων οι υπόλοιποι άνθρωποι προβάλλουν μόνο ως μέσα υποστήριξης της ύπαρξης των πρώτων, δηλ. ως αντικείμενα προς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Η εκάστοτε θέση και ο ρόλος, η ενεργητικότητα του υποκειμένου (ατόμων, ομάδων, τάξεων, της κοινωνίας συνολικά) που εκδηλώνεται σε διαφορά επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό) και μορφές (ειρηνικές, βίαιες, μεταρρύθμιση, επανάσταση κ.λπ.) και αποσκοπεί στην εδραίωση (παγίωση, διατήρηση, συντήρηση) ή στην αλλαγή (οπισθοδρόμηση ή ανάπτυξη) των αντικειμενικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας, εννοείται ως υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία. Η διάκριση του υποκειμενικού παράγοντα έχει νόημα (θεωρητικό και πρακτικό) μόνο σε συνδυασμό με τους εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας, με τη νομοτέλεια που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας.

Κάποιοι αρέσκονται ακόμα να μηρυκάζουν δίκην θεωρίας τα αλτουσεριανά δόγματα των στρουκτουραλιστικών κατασκευών περί ιστορίας ως «διαδικασίας χωρίς υποκείμενο», πασχίζουν να ξορκίσουν από το μαρξισμό «το ζεύγος Υποκείμενο-Σκοπός», θεωρώντας το «μυστικοποίηση» της εγελιανής διαλεκτικής!… Θα μπορούσε άραγε να υπάρξει ποτέ ανθρώπινη δραστηριότητα και κοινωνία χωρίς αυτή τη «μυστικοποίηση» της μετασχηματιστικής σκόπιμης δραστηριότητας του κοινωνικού ανθρώπου που καθιστά τον άνθρωπο υποκείμενο;

Η αρνητική σχέση του ανθρώπου προς την ανελευθερία (τον καταναγκασμό, τη χειραγώγηση κ.λπ.) είναι ευθέως ανάλογη του γίγνεσθαι των ανθρώπων ως ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων, δηλαδή ως υποκειμένων των κοινωνικών σχέσεων με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Ωστόσο, η αρνητική σχέση προς την ανελευθερία (απαραίτητη αφετηρία σε αυτό το γίγνεσθαι), ενέχει τον κίνδυνο εγκλωβισμού του υποκειμένου σε ετεροπροσδιορισμό έναντι αυτών των αντικειμενικών όρων που τους εκλαμβάνει ως στέρηση ή περιστολή της ελευθερίας του. Εδώ είναι που η ελευθερία (η ισότητα, τα δικαιώματα, η δημοκρατία) προσδιορίζεται αρνητικά, αποφατικά, ως «ελευθερία από» (την ανισότητα των προνομίων των κατεστημένων τάξεων, την απουσία δικαιωμάτων, τα φεουδαρχικά δεσμά, το κεφάλαιο, κ.ο.κ.). Στο βαθμό που το υποκείμενο ωριμάζει στην διαμόρφωσή του, συγκροτείται με τη διάγνωση, τη συνειδητοποίηση και τη σκοποθεσία της νομοτελούς αναγκαιότητας θετικού αυτοπροσδιορισμού της ελευθερίας («ελευθερία για τι, προς τι»), στο επαναστατικό κίνημα για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας μέσω του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό.

Υποκείμενο και κομμουνιστική προοπτική. 

Υπό το πρίσμα και αυτών των επισημάνσεων, θα ήταν σκόπιμο να επανεξετάσουμε και την συγκρότηση των υποκειμένων στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος. Η διαλεκτική θετικού και αρνητικού αυτοπροσδιορισμού του υποκειμένου, το τι θέλει και ιδιαίτερα, το τι μπορεί πραγματικά να κάνει το κάθε υποκείμενο, προσδιορίζεται από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων των ιστορικά προσδιορισμένων αντικειμενικών όρων της εργασίας του και ευρύτερα της ύπαρξής του. Ελάχιστοι στοχαστές προσεγγίζουν αυτή την προβληματική όταν αναφέρονται π.χ. στα προβλήματα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας (βλ. Βαζιούλιν, Παυλίδης, Catone). Από αυτή την άποψη η εκάστοτε ιστορική συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων (δυνητικών προοπτικών) του υποκειμενικού παράγοντα, ένα φάσμα διαρκώς διευρυνόμενο και περισσότερο διαμεσολαβημένα εξαρτώμενο από τον καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση ρόλο του εκάστοτε τρόπου παραγωγής.

Τα υποκείμενα δεν «κατασκευάζονται», δεν συγκροτούνται αυθαίρετα κατά το δοκούν. Δεν επιλέγουμε υποκείμενα κατά τα γούστα μας στην ιστορία. Στις μέρες μας κάποιοι αρέσκονται να φαντασιώνονται στις αρχές του 20ου αι. υπερ-υποκείμενα τεχνοτρονικών δυνατοτήτων, τα οποία στη συνέχεια λοιδορούν αβρόχοις ποσί, επειδή επιδόθηκαν σε αντιδημοκρατικές πρακτικές ή τις ανέχθηκαν, επειδή τελικά (με την ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού) σπίλωσαν επί γης την επουράνια «καθαρή» ιδέα του σοσιαλισμού τους…Ωστόσο, όπως έχω αναφέρει σε άλλα κείμενα (Διάπλους τ.18, 2007), υποκείμενο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι το παραδοσιακό προλεταριάτο, η βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία εμπλέκεται κατ’ εξοχήν σε επαναλαμβανόμενες, χειρωνακτικές, εκτελεστικές, κοπιώδεις, μονομερείς και συχνά ανθυγιεινές εργασιακές διαδικασίες, που προβάλλουν ως μέσο για την (πρωτίστως ποσοτική) ικανοποίηση πάγιων αναγκών. Το υποκείμενο αυτό στατιστικά, νομοτελώς φέρει το στίγμα της προσδιοριζόμενης από άκαμπτους τεχνικούς όρους επαναλαμβανόμενης, κοπιώδους, εκτελεστικής εργασίας, με αντίστοιχες προσλαμβάνουσες παραστάσεις να ορίζουν την ιδιοτυπία της συνείδησής του (στερεοτυπική σκέψη, εκτελεστικότητα, περιορισμένο φάσμα δημιουργικότητας, ετεροπροσδιορισμός, κ.ο.κ.). Με την ιστορική αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της παραδοσιακής εργατικής τάξης από τάξη «εν εαυτή» σε «τάξη δι εαυτήν» συνδέεται εν πολλοίς και η ανάπτυξη του θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού, η ιδεολογική πρόσληψη και χρήση αυτού του κεκτημένου και τα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά μορφώματα (π.χ. το λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου»). Ως αποτέλεσμα της δράσης αυτού ακριβώς του υποκειμένου και των συμμάχων του, εμφανίζονται οι πρώιμες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός».

Υποκείμενο των επικείμενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ένας άλλος τύπος εργαζόμενου, ο οποίος διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε εργασιακές διαδικασίες, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ανανέωση, η ανάπτυξη, η δημιουργικότητα, η ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων, η σφαιρική-καθολική απεύθυνση και η ανάγκη για εργασία (όχι η εργασία ως μέσο και προϊόν πειθαναγκασμού της πείνας ή της καταστολής). Είναι το υποκείμενο των συνδεόμενων με την αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων, οι οποίες παύουν να συνιστούν εργασία με την παραδοσιακή έννοια του όρου, προαπείκασμα της ανεπτυγμένης μορφής των οποίων μας παρέχουν οι δημιουργικότερες στιγμές της ερευνητικής επιστημονικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία». Το υποκείμενο αυτής της εργασίας δεν υπάγεται άμεσα στην ακαμψία δεδομένων και παγιωμένων εμπράγματων όρων. Χειρίζεται, βελτιστοποιεί και δημιουργεί καθολικής εμβέλειας αναπτυξιακά και αναπτυσσόμενα υλικά και ιδεατά μέσα και τρόπους επενέργειας του ανθρώπου στο περιβάλλον του, που συνιστούν ταυτοχρόνως μέσα και τρόπους συσχέτισης, αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων. 

Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να διακρίνουν το υποκείμενο που θα φέρει συνειδητά σε πέρας την βασική αντίφαση του σοσιαλισμού, που θα συνιστά ταυτοχρόνως και την άρση της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής (όπου οι παραγωγικές δυνάμεις θα μετατραπούν σε σχέσεις παραγωγής και τανάπαλιν). Τέτοιου τύπου υποκείμενο θα δρομολογήσει τη διαδικασία όπου (για να θυμηθούμε τον Ένγκελς σ.109) στη θέση της διακυβέρνησης ανθρώπων θα τεθεί η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση παραγωγικών διαδικασιών, οπότε και παρέμβαση της κρατικής βίας και της πολιτικής εξουσίας (άρα και η ίδια η δημοκρατία ως μορφή ενάσκησης της εξουσίας) καθίσταται περιττή και ατονεί από μόνη της, εκπίπτει από το προσκήνιο έχοντας επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο. 

Η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω της άρσης των ανταγωνισμών, της αντίθεσης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, με την ενοποίηση των σφαιρών της κοινωνικής ζωής και της ανθρωπότητας συνολικά, θα ξεπεράσει μαζί με την δημοκρατία και όλα τα πολιτεύματα, και την πολιτική συνολικά, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και ως συγκρουσιακό πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, συνδεδεμένο με ορισμένου τύπου ιστορικά παροδικές μορφές συγκρότησης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, θα ξεπεράσει και τις ανιστορικές αυταπάτες, που ονειρεύονται την «καθαρή δημοκρατία» και την αναγορεύουν σε αξία αφ εαυτής, παραδεχόμενες εμμέσως πλην σαφώς το δήθεν ανυπέρβλητο των εκμεταλλευτικών σχέσεων που γενούν την πολιτική και τα πολιτεύματα (συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας).

 Μέχρι τότε όμως, μέχρι να εξαλειφθούν οι αντιφάσεις μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο αγώνας για εκδημοκρατισμό, για εμβάθυνση και διεύρυνση τις ουσιαστικής εκπλήρωσης της δημοκρατίας, θα παραμείνει οργανικό στοιχείο της πάλης για τη χειραφέτηση, στο βαθμό που θα συνδέεται με την προοπτική του κομμουνισμού.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Catone A., 2007, Το ζήτημα της δημοκρατίας στις κοινωνίες της μετάβασης. Η σοβιετική περίπτωση. OYTOΠIA, τ.77, σ. 89-106.

Hall St., Held D., McGrew A., Η νεωτερικότητα σήμερα. Σαββάλας, Αθήνα, 2003

Harrison R., Democracy, in: Routledge Encyclopedia of Philosophy, by Ed. Craig (Editor). New York 2005.

Miller D., Πολιτική φιλοσοφία. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006.

Minogue K., Πολιτική. Ελληνικά. Γράμματα, Αθήνα, 2006.

Petras J., The CIA and the Cultural Cold War Revisited. MONTHLY REVIEW, November 1999, http://www.monthlyreview.org/1199petr.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 18.4.2008.

Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.

Γρηγοπόπουλου Δ., Βιβλιοκρισία στο: Fukuyama F., Οικοδόμηση κρατών. OYTOΠIA, τ.77, σ.213-216.

Ενγκελς Φ., Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Σ. Ε.

Ενγκελς Φ., Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός. Θεμέλιο, Αθήνα, 1980.

Καστοριάδη Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της Κοινωνίας (Εκδ. Ράππα, 1978

Λένιν Β.Ι., Κράτος και επανάστασης. Άπαντα ,τ.33.

Λούκατς Γ., Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 1987.

Μαρξ Κ., Kριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, εκδ. Παπαζήση Αθήνα, , 1978α .

Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 3, Αθήνα, 1978β.

Πατέλη Δ., Για την αναγκαιότητα της διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 18, Φεβρ.-Μαρτ.2007, σ.20-24.

Πατέλη Δ., Για το πρόβλημα της γραφειοκρατίας. Μόσχα 1987, http://www.ilhs.tuc.gr/gr/patelis_grafiokratia.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 18.4.2008.

Πατέλη Δ., Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας, στο: Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της οικουμενικότητας, επιμ. Κ. Βουδούρη, Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.

Παυλίδη Π. Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Αθήνα, 2001.

Ρούση Γ., Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία. Σ. Ε. Αθήνα, 1985.