Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας.

Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης*

[Δημοσιεύθηκε στο διμηνιαίο θεωρητικό – πολιτικό περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 9, Αύγουστος Σεπτέμβριος 2005, σελ. 28-32].

Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» έχει πλέον επικρατήσει στην καθημερινή γλώσσα και στην επιστημονική βιβλιογραφία, χωρίς να υπάρχει σαφής εννοιολογικός προσδιορισμός του. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση εκπροσώπου ενός πολυεθνικού κολοσσού: «θα όριζα την παγκοσμιοποίηση ως την ελευθερία του συγκροτήματός μου να επενδύει όπου θέλει, όταν θέλει, για να παράγει ό,τι θέλει, προμηθευόμενο απ’ όπου θέλει, πουλώντας όπου θέλει και μη ανεχόμενο τον παραμικρό περιορισμό στον τομέα του δικαιώματος εργασίας και των κοινωνικών συμβάσεων» (Ζιγκλέρ, σ. 134).

Εκκινώντας από εύλογη κριτική διάθεση έναντι παρόμοιων διακηρύξεων, μερίδα της αριστερής διανόησης ανάγει κάθε αναφορά στην παγκοσμιοποίηση σε μυθεύματα, ιδεολογικές κατασκευές και εκφάνσεις του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Μπορεί άραγε να αναχθεί το σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στην πολιτική βούληση των φορέων της νέας παγκόσμιας ελίτ και στα συνακόλουθα ιδεολογήματα; Μήπως έχουν πλέον επέλθει ριζικές αλλαγές σε αυτό το σύστημα, η διάγνωση των οποίων υπαγορεύει την εκπόνηση μιας νέας θεωρητικής σύνθεσης και την διακρίβωση της θεωρητικής περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας;

Στην εποχή που η ανάγκη για ολοκληρωμένα εξηγητικά εγχειρήματα και ελπιδοφόρες προοπτικές γίνεται όλο και πιο έντονη, στα όρια της φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της σύγχρονης κοινωνίας κινούνται ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται εσπευσμένα, αποσπασματικά και εκ του προχείρου, μέσω εκλεκτικών συρραφών συγκεχυμένων  εμπειρικών – φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Άνθρωποι, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια της κοινωνικής θεωρίας και της μεθοδολογίας του μαρξισμού, παρεμβαίνουν δίκην προφητών επί βασικών προβλημάτων της ιστορίας και της εποχής μας.

Εκ των πραγμάτων ακυρώνονται τα εγχειρήματα συγκάλυψης και παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδολογικών δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από ιστορικές αναλογίες, είτε (και) δια της ονοματοθεσίας... Επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά θεωρία η σπουδή που επιδεικνύουν κάποιοι σε φραστικά υποκατάστατα της πραγματικής διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της πραγματικότητας που «αντιστέκονται» στη διαύγαση, απλώς «προσάπτοντας κατηγορούμενο στο υποκείμενο», όπως θα έλεγε ο Χέγκελ. Ορισμένοι, φερ’ ειπείν, σπεύδουν να αποκαλέσουν τη νυν παγκόσμια συγκυρία «αυτοκρατορία» (M. Hardt & Α. Negri), τροφοδοτώντας ειδυλλιακές αυταπάτες και απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα και τα καταστροφικά αδιέξοδα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ.... Δεν θεμελιώνεται προοπτική με πλαστή αισιοδοξία και κατασκευές υποκειμένων με τα «υλικά» του μεταμοντέρνου χυλού.

 Η συσσώρευση εμπειρικού υλικού αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, συνηγορεί υπέρ της ανάγκης ενός εμπλουτισμού, μιας νέας σύνθεσης (γενίκευσης και συγκεκριμενοποίησης) και –ενδεχομένως– μιας διαλεκτικής άρσης-υπέρβασης των κεκτημένων της συμβολής του Μαρξ  στη διάγνωση της κεφαλαιοκρατίας αλλά και του Λένιν στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού. Οι ιστορικές αλλαγές που έχουν επέλθει από την εποχή του Λένιν, είναι ασύγκριτα ευρύτερες και βαθύτερες από εκείνες που είχαν μεσολαβήσει από την εποχή του Κεφαλαίου του Μαρξ, και υπαγόρευσαν την κριτική-αναστοχαστική ανάλυση του Λένιν.     

Ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, θεωρούμενος υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Βαζιούλιν, σ.371-394), συνιστά την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι η ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί παρηγμένων μέσων παραγωγής (επί σχετικά αντίστοιχης εαυτής βάσης), και η κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων.

Όταν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, εννοούμε πάντοτε τις ιστορικές (χωροχρονικά προσδιορισμένες) διαβαθμίσεις της ανάπτυξη της ουσίας, της βασικής αντίφασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με τη στενή και με την ευρεία έννοια) και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η ανάπτυξη αυτή, –μια κάθε άλλο παρά γραμμική διαδικασία  συνέχειας-ασυνέχειας– διέπεται από τους νόμους της διαλεκτικής, και διανύει ορισμένα στάδια (φάσεις κ.ο.κ.), στο καθ’ ένα από τα οποία, ορισμένος τύπος, ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων –ως νέα βαθμίδα εντατικής ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής– οδηγεί σε νέου τύπου εκτατική ανάπτυξη και σε πολλών επιπέδων αναδιάρθρωση των όρων συσχέτισης εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης σε εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.

Εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ο σχηματισμός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος (τα όρια του οποίου συρρικνώνονται με τη δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλι­στικού συστήματος). Εσωτερικό δε όριο της εκτατικής ανάπτυξής της, είναι το όριο της επέκτασης (δια της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο (βλ. και Λένιν σ.403, 428).

Παρά το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατία περνά στην εντατική της ανάπτυξη από το στάδιο ακόμα της ωριμότητας της (παραγωγή κατ’ εξοχήν σχετικής υπεραξίας με την παραγωγή μηχανών από μηχανές), η εντατική ανάπτυξή της γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής εντείνεται, ωστόσο δεν μπορεί να είναι απόλυτη, διότι η απόλυτη αναντιστοιχία προϋποθέτει τον απόλυτο εκτοπισμό της ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία, την απόλυτη αυτοματοποίηση της παραγωγής συνολικά (τη μεγιστοποίηση του στα­θερού κεφαλαίου και την αναγωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι ένα όριο – άκρον άωτον (της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας ως ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται από τον ενδότερο πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από τη θέση της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική αλληλεπίδραση της κοινωνίας με τη φύση. Από αυτήν την άποψη, η αυτόματη κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας είναι ανέφικτη και απραγματοποίητη. Αλλά η εγγενής αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας γεννά το πραγματικό ιστορικό όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας: την σοσιαλιστική επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Επομένως, η όποια συγκεκριμενοποίηση της περιοδολόγησης του ιμπεριαλισμού, οφείλει σήμερα να εντάξει οργανικά στο πεδίο της έρευνας την γενίκευση της μέχρι τώρα πορείας της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, την αντιφατική πορεία των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και την πρόβλεψη των τάσεων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.

Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών (πολλώ μάλλον δε, του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, και των ενισχυόμενων και προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του εξαρτημένου κόσμου, διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική  προοπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πορεία της ως ενεργού πραγματικότητας. Εδώ δεν πρόκειται για μια ποσοτική, εκτατική – γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά αμετάβλητης κεφαλαιοκρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια αλλαγή του πεδίου εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, που οδηγεί αναπόδραστα σε εντατικές αναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα (βλ. π.χ. την μετάβαση από την αποικιοκρατία στις νεοαποικιοκρατικές μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης, την μετάβαση στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, το «κοινωνικό κράτος», κ.ο.κ.).

Η σύγχρονη θεωρία οφείλει να αναδείξει την ιστορική δυναμική της αλληλεπίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σοσιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων υπό το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης.

Έχουμε λοιπόν αντικειμενικά να κάνουμε με δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των πρώιμων επαναστάσεων σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλους τους κινδύνους ήττας, καπιταλιστικής παλινόρθωσης κ.λπ.). Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδί­ου, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με τις οποίες θα εκλείψει και ο καπιταλισμός, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας.

Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο πρώιμος σοσιαλισμός, που ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (νικηφόρες πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής εργασίας κ.ο.κ.) και ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επαπειλούμενοι πόλεμοι –Β΄ Παγκόσμιος, «Ψυχρός Πόλεμος», πληθώρα τοπικών «θερμών»- βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» και γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας, βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό, κ.ο.κ.).

Αντίστοιχα δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου (αναλυτικότερα βλ. Βαζιούλιν 1994 & 2004, σ.395-422).

Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια από τις τελευταίες φάσεις της προϊστορίας της, όπου κυριαρχεί η ιδιωτική ιδιοκτησία και τα εγωιστικά ιδιοτελή συμφέροντα. Ο καθοριστικός κρίκος των εγωιστικών συμφερόντων της εποχής μας στις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι οι πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες θέτουν εαυτόν υπεράνω εθνικών συνόρων και κρατών.

Πολυεθνικές ή διεθνικές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί όμιλοι – συγκροτήματα, που διαθέτουν ευρύ διεθνές (περιφερειακό και παγκόσμιο) δίκτυο παραρτημάτων, τμημάτων και εταιρικών ενώσεων (μέσω εξαγορών, στρατηγικών ενώσεων, συγχωνεύσεων κλπ.) και κυριαρχούν σε κάποιον είτε σε κάποιους τομείς της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας (βλ. π.χ. την ένωση ΑΤΤ, OLIVETI και TOSHIBA, τις αμοιβαίες εξαγορές και συγχωνεύσεις στην αεροναυπηγική, στην αυτοκινητοβιομηχανία, κ.ο.κ.). Συγκεντρώνουν κολοσσιαίους παραγωγικούς, επιστημονικοτεχνικούς και χρηματιστικούς πόρους, αναπτύσσουν δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους, υποτάσσοντας όλο και πιο σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας. Σηματοδοτούν μια διαδικασία αύξουσας διεθνοποίησης της παραγωγής μέσω της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Μετατρέπονται σε ενιαία παραγωγικά τεχνολογικά συγκροτήματα, βάσει των οποίων ο ενδοεπιχειρησιακός καταμερισμός εργασίας μετατρέπεται σταδιακά και αντιφατικά σε διεθνή. Επιδεικνύουν επιχειρησιακή προσαρμοστικότητα και ευελιξία στις διακυμάνσεις της συγκυρίας της παγκόσμιας αγοράς, επιτάσσουν μονοπωλιακά τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας (με αντίστοιχες μονομέρειες και στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της έρευνας) και εάν συντρέχουν λόγοι, μεταφέρουν εσπευσμένα τα κέντρα της δραστηριότητάς τους από χώρα σε χώρα και από κλάδο σε κλάδο, με βασικό κριτήριο τον βέλτιστο για την κερδοφορία τους συνδυασμό των όρων της παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής. Κυρίαρχη τάση είναι η συγχώνευση του πολυεθνικού – βιομηχανικού με το πολυεθνικό – τραπεζικό κεφάλαιο και μέσω αυτής η κερδοσκοπία στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς (οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν μόλις το 1-1,5% των παγκόσμιων συναλλαγών) (Ναξάκης).

Η παγκόσμια δικτύωσή τους, αναπτύσσεται πρωτίστως στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό πεδίο και στο διεθνές εμπόριο (εξ’ ου και τα αντίστοιχα «θεσμικά» όργανα: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ο.Ο.Σ.Α., G7, Τριμερής, Λέσχη των Παρισίων, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κλπ.), ενώ έπεται η δικτύωση – συνεργασία στο πεδίο της παραγωγής και της εμβάθυνσης του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. 

Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων που λειτουργεί ως βάση της εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, παρατηρείται ορισμένη νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ως βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού  λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.). Το δεύτερο στάδιο της (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80, οπότε παρατηρείται η μετά­βαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό). Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ.. Οι πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο.

Χαρακτηριστικό του νέου σταδίου στο οποίο έχει περάσει η ανθρωπότητα, είναι η αντιφατική ενοποίηση της ανθρωπότητας βάσει των μονοπωλιακών συμφερόντων αυτών των πλέον επιθετικών και κυρίαρχων πολυεθνικών εταιριών, που στην πλειονότητά τους εδρεύουν σε μια μικρή ομάδα χωρών – «εισοδηματιών» (στις χώρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου»). Οι ισχυρότερες κεφαλαιοκρατικές χώρες γίνονται κράτη που παρασιτούν μέσω της εκμετάλλευσης της πλειονότητας των καταπιεσμένων και εξαρτημένων λαών. Διαδίδονται ευρέως ποικίλες ειδυλλιακές αυταπάτες και τα απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.  Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ... Η πολυθρύλητη «παγκοσμιοποίηση» της εποχής μας, είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πολυεθνικές. Πρόκειται για μιαν άκρως αντιφατική διαδικασία «ενοποίησης» μέσω της επιβολής και ενίσχυσης παγκόσμιων όρων εκμετάλλευσης, μέσω της παγίωσης και επίτασης των ανισοτήτων και της ανισομέρειας, μέσω της εδραίωσης και διάχυσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, δηλαδή μέσω του περαιτέρω διχασμού της ανθρωπότητας. Οργανική εκδήλωση αυτής της αντιφατικότητας, είναι και ο εν εξελίξει Τρίτος Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος (Πατέλης).

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η απόρριψη κάθε ενοποίησης της ανθρωπότητας εν γένει (η οποία είναι νομοτελής τάση, που καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση -πολύ συχνά σε αντίθεση με τις πολυεθνικές ως κυρίαρχες πλανητικά σχέσεις παραγωγής- από την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων), αλλά ο αγώνας εναντίον αυτής της «ενοποίησης» - καθυπόταξης που επιτάσσεται και προωθείται βάσει των συμφερόντων των πολυεθνικών, ο αγώνας εναντίον του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Τυχόν εναντίωση στον ενοποιητικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εν γένει και όχι στην αστική – κεφαλαιοκρατική μορφή αυτής της ανάπτυξης, είναι αντιδραστικού χαρακτήρα.

Η μετάβαση της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου ανάπτυξη, στην ενοποιημένη αταξική κοινωνία του κομμουνισμού, δεν είναι μία από τις πιθανές επιλογές του μέλλοντος, αλλά η μοναδική εναλλακτική λύση για την ίδια την ύπαρξη και ανάπτυξή της.

 

 

                                          Βιβλιογραφία.

 

Schulz H. J. Παγκοσμιοποίηση. Αλήθειες και ψέματα. Πρωτοποριακή βιβλιοθήκη. Αθήνα, 1999.

Βαζιούλιν Β. Α. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69.

Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.

Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm.

Ζιγκλέρ Ζ. Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες. Σύγχρονοι Ορίζοντες. Αθήνα, 2004.

Λένιν Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, τ.27.

Λιοδάκη Γ. Ιμπεριαλισμός και το νέο στάδιο του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Στο: Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2003.

Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.

Ναξάκη Χ. Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα. Στο: Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2003.

Παγκόσμια Ακαδημία Πολιτισμών. Ποια παγκοσμιοποίηση; Εξάντας. Αθήνα, 2005.

Παπακωνσταντίνου Π. Η αμερικανική Τζιχάντ. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2003.

Πατέλη Δ. Παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, ιμπεριαλισμός και πόλεμος. Ζητήματα θεωρητικής περιοδολόγησης. Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, τεύχος 8, Ιούνιος 2004, σελ. 48 – 68.

Σακελλαρόπουλου Σ. Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού. Gutenberg. Αθήνα, 2004.

Σαμίρ Αμίν. Πέρα από τον γερασμένο καπιταλισμό. Εκδ. Α.Α. Λιβάνη. Αθήνα, 2004.

 


 

* Ο Δημήτρης Πατέλης είναι επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας του Πολυτεχνείου Κρήτης και μέλος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Η Λογική της Ιστορίας».