Αντιμεταρρύθμιση και πανεπιστημιακοί “ταγοί”


Του Δημήτρη Πατέλη*
ΠΑΤΡΙΣ. Καθημερινή πρωινή εφημερίδα της Κρήτης. Ημερομηνία δημοσίευσης:
15/2/2007
http://www.patris.gr/articles/104122/?PHPSESSID=ae1802acba67a88b93561b93991331a4

Η αναδίπλωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και η διακήρυξη εκ μέρους του ότι αποχωρεί από την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (ενώ είχε μέχρι τούδε αρκούντως εκτεθεί στον άχαρο ρόλο της αξιωματικής συμπολίτευσης), είναι μια σοβαρή νίκη του πανεκπαιδευτικού κινήματος εναντίον των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην παιδεία και ιδιαίτερα στα Α.Ε.Ι.

Ωστόσο, η κυβέρνηση επιδιώκει με κάθε μέσο να καμφθούν οι αντιστάσεις που προβάλλουν οι φοιτητές με τις καταλήψεις σχολών, οι πανεπιστημιακοί με την απεργιακή κινητοποίηση και η λαϊκή κινητοποίηση με τα συλλαλητήρια και τις εκδηλώσεις, ώστε να επιβληθεί ο περιβόητος «Νόμος Πλαίσιο», δηλαδή ο «εκτελεστικός νόμος» του «υπό αναθεώρηση άρ. 16 του Συντάγματος». Μετά τις «ζαρντινιέρες», τους κουκουλοφόρους και την κακοποίηση του Κύπριου φοιτητή, ακολούθησε η ενορχηστρωμένη συκοφαντία για ναρκωτικά, βιασμούς και εγκληματικές ενέργειες εντός των ιδρυμάτων, για να προετοιμαστεί το κατάλληλο κλίμα και θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να επιβάλλει την αλλαγή του χαρακτήρα του πανεπιστημιακού ασύλου! Σήμερα, ενοχοποιούνται συνδικαλιστικές παρατάξεις και σύλλογοι φοιτητών, χαλκεύονται κατηγορίες ηθικής αυτουργίας (για πιθανολογούμενες από την αστυνομία «παραβατικές συμπεριφορές») και στοχοποιούνται η Ομοσπονδία των πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ) και ο πρόεδρός της αναπληρωτής καθηγητής του Ε.Μ.Π. Λάζαρος Απέκης.

Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση, και οι κατά τόπους πρόθυμοι υποστηρικτές της, διαστρεβλώνουν μετά παρρησίας την ουσία της αντιπαράθεσης που έχει προκύψει στα πανεπιστημιακά πράγματα, παρουσιάζοντας τις θεσμικές αλλαγές που επιχειρούνται ως συνώνυμες της προόδου και της ανάπτυξης και όσους έχουν αντιρρήσεις, ως οπισθοδρομικούς, αντιδραστικούς, ιδιοτελείς και φαύλους. Είναι σημείο των χαλεπών καιρών, οι δυνάμεις της αντίδρασης να αυτοπροβάλλονται ως προοδευτικές, κατασυκοφαντώντας κάθε φωνή πραγματικής προόδου ως δήθεν αντιδραστική.

Ο αντάξιος της κοινωνικής του αποστολής πανεπιστημιακός δάσκαλος οφείλει να αντιμετωπίζει τα θεσμικά, διαρθρωτικά και λειτουργικά ζητήματα της ανώτατης παιδείας και εκπαίδευσης σε επιστημονική-θεωρητική και όχι σε αγοραία, δημαγωγική, κ.ο.κ. βάση.

Κραυγαλέα θλιβερή περίπτωση είναι η εικόνα πρυτάνεων Α.Ε.Ι., ο ακαδημαϊκός ζήλος των οποίων εξαντλείται σε προβοκάτσιες κατά του ασύλου, σε κολακείες και προτροπές για επίσπευση της προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής και σε τόσο ενθουσιασμό για την τελευταία, ώστε να εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για το εάν θα φανούν αντάξιοι των προσδοκιών του νόμου πλαισίου της κυρίας Γιαννάκου...

Ο Πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης κ. Ι. Γρυσπολάκης, έχει δηλώσει: «Πιστεύω ότι η μερίδα των αντιδρώντων σε κάθε αλλαγή φοιτητών και πανεπιστημιακών είναι μεν ηχηρή αλλά πολύ μικρή. Aποτελούν το πλέον συντηρητικό, δογματικό και αποστεωμένο κομμάτι της κοινωνίας, αφού δεν θέλουν να καταλάβουν ότι η διατήρηση του παρόντος καθεστώτος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και στην ασύδοτη λειτουργία των εμπορικών κολεγίων και παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Nομίζω ότι κάθε προοδευτικός άνθρωπος έχει πεισθεί για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων τόσο του νομικού πλαισίου όσο και του άρθρου 16 του Συντάγματος» (Συνέντευξη στην Εφημερίδα City press, 4.12.2006).

Είναι γνωστά τα εύσημα που έχει αποσπάσει ο κ. Πρύτανης (και άλλοι πανεπιστημιακοί που έσπευσαν να γίνουν πρόθυμοι συνομιλητές και προπαγανδιστές της κυβέρνησης) από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου παραπαιδείας και θρησκευμάτων. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να είναι τόσο ταυτόσημες οι διατυπώσεις έγκυρων και έγκριτων επιστημόνων με αυτές των πολιτικών ταγών μας; Βρίθει παρόμοιων φράσεων η ρητορική των πολιτικών (βλ. π.χ. "Η αναβάθμιση της παιδείας, η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, είναι η βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης…", τόνισε ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, μιλώντας στο Φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ, στη Λευκάδα. http://www.forthnet.gr/templates/newsPosting.aspx?p=167605). Και είναι ευνόητο αυτό, διότι στο πεδίο της πολιτικής, έχουμε να κάνουμε πάντοτε με ενέργειες που συνδέονται με την συνειδητοποίηση, προώθηση και επιβολή συμφερόντων ατόμων και ομάδων, καθώς και με τους αντίστοιχους συσχετισμούς δυνάμεων στις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Στον πολιτικό (πολλώ μάλλον δε στον δημαγωγικό) λόγο, η ιδιοτέλεια των σκοποθεσιών, των στρατηγικών και τακτικών, συγκαλύπτεται τεχνηέντως, πίσω από την γενικότητα και την απροσδιοριστία της νεφελώδους διατύπωσης, ώστε ο λόγος αυτός να είναι ελκυστικός, ακόμα και για εκείνους (και κυρίως για εκείνους) τα πραγματικά συμφέροντα των οποίων δεν συνάδουν με εκείνα που προωθούν οι εκάστοτε πολιτικοί υπάλληλοι (με ημερομηνία λήξης) των κυρίαρχων οικονομικών ομίλων.

Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος είναι κατά κανόνα ελλειπτικός και συμφυρματικός, ώστε να είναι (απατηλά) εύληπτος στο επίπεδο του «κοινού νου» και της καθημερινής αγοραίας συνείδησης, στο επίπεδο του θυμικού, και όχι των συνειδητών νοητικών διεργασιών. Γι’ αυτό και η πολιτική κινείται κατά κανόνα στο επίπεδο της τρέχουσας «δόξας» (της επιφανειακής γνώμης κατά τον Πλάτωνα) και όχι στο επίπεδο του «επίστασθαι» και της επιστήμης.

Στην επιστήμη, ως συστηματική παραγωγή αληθούς, αξιόπιστης, θεμελιωμένης και αποδεικτικής ισχύος γνώσης περί του επιστητού, ο λόγος που αρθρώνεται είναι άλλου επιπέδου και τύπου, δεδομένου ότι η νοητική ανασύσταση του αντικειμένου της έρευνας αποκαλύπτει, αναδεικνύει και παρακολουθεί την μη ορατή στην επιφάνεια (στο επίπεδο του «κοινού νου» και της καθημερινής αγοραίας συνείδησης) νομοτέλεια, την λογική που διέπει το ίδιο το αντικείμενο. Ως εκ τούτου, η επιστήμη διαθέτει τα δικά της «εργαλεία», τα μέσα και τους τρόπους συστηματικής νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας, την δική της λογική και μεθοδολογία, τον δικό της εννοιολογικό και κατηγορικό εξοπλισμό (aparatum). Για την επιστήμη (σε αντιδιαστολή με την θρησκεία και εν πολλοίς με την πολιτική) δεν υπάρχουν αυταπόδεικτα προφανή, πρόδηλα και πασιφανή σε επίπεδο θυμικού, δεν υφίστανται δόγματα, δεν υπάρχουν αλήθειες ισχύουσες άνευ όρων και ορίων.

Καθιστάμενη άμεση παραγωγική δύναμη, η επιστήμη γίνεται καθολική δημιουργική δύναμη της ανθρωπότητας, η απρόσκοπτη ανάπτυξη της οποίας απαιτεί την βέλτιστη χειραφέτησή της από απόπειρες επιβολής αγοραίων και συγκυριακών ιδιοτελών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, και από αντίστοιχες κατασταλτικές εξουσιαστικές παρεμβάσεις.

Για τους ως άνω λόγους, η σχετική διοικητική αυτονομία-αυτοτέλεια του πανεπιστημίου και το πανεπιστημιακό άσυλο, είναι θεσμικές κατακτήσεις, αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) για την ίδια την ύπαρξη της επιστήμης, αλλά και για την επιτέλεση μιας ευρύτερης και βαθύτερης λειτουργίας της ακαδημαϊκής κοινότητας και του κοινωνικού ρόλου του Πανεπιστημίου, όχι ως παραρτήματος μετρήσιμης αποδοτικότητας κερδώων δράσεων, αλλά ως χώρου, εντός του οποίου και μέσω του οποίου η κοινωνία στοχάζεται και αναστοχάζεται τα βαθύτερα προβλήματα και τις προοπτικές της, από ένα επίπεδο επιστημονικά θεμελιωμένης δημόσιας καθολικότητας, στο οποίο οιονεί αίρεται η μονομέρεια των επιμέρους ιδιωτικών-ιδιοτελών συμφερόντων ατόμων, ομάδων και θεσμικοτήτων.

Ας επανέλθουμε όμως στα όσα τίθενται στο επίκεντρο της επικαιρότητας με την πανεκπαιδευτική κινητοποίηση εναντίον των αντιμεταρρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση, με αιχμή του δόρατος την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Για να αρθρωθεί επιστημονικός λόγος στα επίμαχα ζητήματα, οφείλει να διευκρινιστεί και να διακριβωθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο πληθώρας όρων:

Τι συνιστά το πανεπιστήμιο θεσμικά, δομικά και λειτουργικά ως ιστορικό μόρφωμα «κατεργασίας επιστημονικής γνώσης και ανθρώπων της επιστήμης»; Ποια είναι η ιστορική πορεία του, τι σχέσεις έχει με τις διάφορες σφαίρες του κοινωνικού όλου, τι είδους ανάγκες της κοινωνίας εξυπηρετεί και ποιες είναι οι δικές του ανάγκες; Ποιες είναι οι ιστορικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού πανεπιστημίου; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος της επιστήμης και του πανεπιστημίου στην σημερινή αντιφατική συγκυρία, και ποιες προοπτικές διανοίγονται; Ποιες συγκεκριμένα θεσμικές, δομικές και λειτουργικές πτυχές του πανεπιστημίου ενδέχεται να έχουν αποβεί παρωχημένες;

Ποιοι, από ποια άποψη και με τι κριτήρια διαπιστώνουν την αναγκαιότητα αλλαγών στο πανεπιστήμιο; Για ποιους συνιστούν αναγκαιότητα ποιες συγκεκριμένες αλλαγές; Σύσσωμη άραγε η κοινωνία διαπιστώνει και επιδιώκει την αναγκαιότητα και το είδος αυτών των αλλαγών, η μήπως διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές κ.ο.κ. κατηγορίες του πληθυσμού έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, οπτικές και στοχεύσεις σχετικά με αυτές; Οι αλλαγές αυτές προβάλλουν δίκην φυσικού φαινομένου, ως κοινωνικά, οικονομικά, ιδεολογικά και αξιολογικά ουδέτερες διευθετήσεις τεχνικού χαρακτήρα, ή μήπως συνδέονται με συγκεκριμένα ιδιοτελή συμφέροντα;

Τι σημαίνει δημόσιο εν γένει στο παρόν κοινωνικοοικονομικό σύστημα και τι δημόσιο πανεπιστήμιο; Ποιες είναι οι παγκόσμιες ακαδημαϊκές αξίες; Ποιος αξιοποιεί τα χρήματα του φορολογουμένου λαού, και με τι κριτήρια τα διαχειρίζεται; (Ποιος φερ’ ειπείν, και με τι κριτήρια αποφαίνεται ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις πενόμενες επιχειρήσεις από το 35% στο 25%, με συνολικό κόστος 600 εκατ. Ευρώ [ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 28/10/2006], είτε η χορήγηση 800 εκατ. Ευρώ στην πάμπτωχη εκκλησία, είτε η διασπάθιση πάνω από 24 εκατ. Ευρώ για μια κιτς φιέστα τύπου Γιουροβίζιον, συνιστά χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, ενώ η προεκλογικώς υπεσχημένη απόδοση του 5% στην παιδεία είναι υπεράνω αντοχών της οικονομίας;). Τι σημαίνει αξιοποίηση των χρημάτων του φορολογουμένου λαού προς όφελος της εκπαίδευσης και της έρευνας; Υπάρχει ή δεν υπάρχει σύγκρουση κοινωνικών συμφερόντων και στρατηγικών ως προς τον χαρακτήρα, τις ιεραρχήσεις και τις κατευθύνσεις της εκπαίδευσης και της έρευνας;

Ο κ. Πρύτανης έχει διατυπώσει και άλλες απόψεις: «Το πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι ανοικτό τετράδιο στην κοινωνία, μέσω της συνεχούς αξιολόγησης (εσωτερικής και εξωτερικής) και της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων αυτής, της αναπροσαρμογής των Προγραμμάτων Σπουδών, της ενίσχυσης της αριστείας αλλά και της ενδυνάμωσης των αδύνατων σημείων, τα οποία έχουν προοπτικές απόδοσης στην κοινωνία» (επιστολή από 23ης Οκτωβρίου 2006 προς τον υπογράφοντα και την πολυτεχνειακή κοινότητα).

Και εδώ ανακύπτει πληθώρα ερωτημάτων:

Ποιος και πώς κατέστησε το πανεπιστήμιο «κλειστό τετράδιο» στην κοινωνία; Ποιος, πώς και γιατί θέσπισε καθεστώς αδιαφάνειας ως προς ποιες λειτουργίες και σε ποιο καθεστώς διαχείρισης; Αλήθεια, οι πρακτικές που οδήγησαν στην θέσπιση ιδιόμορφου καθεστώτος αδιαφάνειας και εκβιασμών (ελεγχόμενες συνθέσεις «υπάκουων» διοικητικών οργάνων, διασφάλιση συναίνεσης δια της νομής κονδυλίων και προγραμμάτων, ασφυκτική εκβιαστική πίεση και διαπιστευτήρια υποταγής στους εκάστοτε ταγούς με χρήση της δαμοκλείου σπάθης των αλλεπάλληλων αξιολογήσεων-εξελίξεων, είτε του αποκλεισμού από χρηματοδοτούμενα προγράμματα, στημένες επιτροπές, εικονικές κληρώσεις που αποκλείουν ανεπιθύμητους κριτές, ελαστικά κριτήρια κατά το δοκούν, εκλέκτορες με «ελαστικά» γνωστικά αντικείμενα, η γενική απειλή «μην αντιδράσετε γιατί θα μας βρείτε μπροστά σας», κ.ο.κ.) ασκήθηκαν υπεράνω αξιολογήσεων, ή μήπως ακριβώς μέσω αυτών (βλ. και Το ΒΗΜΑ, 29/10/2006);

Τι σημαίνει αξιολόγηση (και δη συνεχής); Μήπως αυτή που προβλέπεται από τον (νύκτωρ ψηφισθέντα στο θερινό τμήμα της Βουλής με την διαδικασία του κατεπείγοντος από 8 εθνικούς αντιπροσώπους) λαμπρό και πάνσοφο νόμο: «Διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση – Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων – Παράρτημα διπλώματος»; Πόσο ανεξάρτητη και άδολη είναι φερ’ ειπείν αυτή η διορισμένη με απόφαση του εκάστοτε Υπουργού Θρησκευμάτων «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ο νυν πρόεδρος αυτής της Α.ΔΙ.Π. δεν διαθέτει καν διδακτορικό…) και θεσπίζει την παρουσία εξωπανεπιστημιακών φορέων (ενός εκπροσώπου μη ακαδημαϊκών ερευνητικών ιδρυμάτων και ενός εκπροσώπου του επιχειρείν από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων); Τι είδους «δημόσιο έλεγχο» μπορεί να ασκήσει αυτή η Α.ΔΙ.Π.; Εν πέσει περιπτώσει, ποιος, ποιόν, με τι κριτήρια, και γιατί (με ποια σκοπιμότητα) θα αξιολογεί; Και μέσω ποίου θαύματος αυτή η αξιολόγηση θα καταστήσει το πανεπιστήμιο «ανοικτό τετράδιο στην κοινωνία»; Είναι άραγε υπεράνω πάσης υποψίας η νέα γραφειοκρατική πυραμίδα που θα ασκεί τις επιπρόσθετες νεοπαγείς και «άκρως αναγκαίες» άδολες αξιολογήσεις;

Υπάρχουν και μεταξύ των πανεπιστημιακών θιασώτες των παντίοις τρόποις άνωθεν προερχόμενων αξιολογήσεων. Χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: 1) σε όσους βλέπουν την υπόθεση ως «καλοί επαγγελματίες», αγνοούν την θεσμική ουσία, τις σκοπιμότητες, τα κριτήρια και τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της αξιολόγησης, και αντιδρούν σε θυμικό επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών ως μαθητούδια που δεν θέλουν να πιαστούν αδιάβαστα, και ανακράζουν πεισματικά: «αξιολογήστε με να δείτε τι καλός που είμαι»… 2) σε εκείνους που γνωρίζουν την ουσία, τα κριτήρια και τον χαρακτήρα της αξιολόγησης και ενεργοποιούνται ήδη στο πνεύμα του πανεπιστημιακού-επιχειρηματία, και 3) σε όσους έχουν μεταθέσει τις προτεραιότητές τους από το επιστημονικό-ερευνητικό πεδίο σε εκείνο της διοίκησης-διαχείρισης, οι οποίοι μάλιστα γίνονται ενίοτε διαπρύσιοι θιασώτες των άνωθεν εκπορευόμενων μέτρων, όχι μόνον διότι θέλουν να έχουν τα εύσημα των αρχών, είτε λόγω των φιλοδοξιών τους, αλλά και διότι αποσκοπούν στην ανάθεση ακριβώς σε αυτούς του ρόλου του αξιολογητή-διεκπεραιωτή των άνωθεν εντολών, με ότι αυτό συνεπάγεται… Τα φαινόμενα αυτά έχουν διερευνηθεί στην βιβλιογραφία (βλ. π.χ. τα σχετικά έργα του Μπουρντιέ).

Και ο κ. Πρύτανης του δικού μας ιδρύματος σπεύδει να αυτοαναγορευτεί σε κριτή-αξιολογητή των πάντων με αποφθέγματα τύπου: «Δεν είναι δυνατόν οι τύχες των πανεπιστημίων να εγκαταλείπονται στα χέρια των μετρίων και των δογματικά αρνητών κάθε προόδου και δημόσιου ελέγχου». (από την προς κ. Λεωνίδα Λουλούδη επιστολή, από 25 Σεπτεμβρίου 2006, http://www.ntua.gr/posdep/Internal/AUA/2006-09-25_DHLWSH-Gryspolakh.htm).

Δεν τελειώνουν εδώ τα ερωτήματα. Φερειπέιν με τι κριτήρια θα γίνουν αναπροσαρμογές των Προγραμμάτων Σπουδών; Τι σημαίνει «ενίσχυση της αριστείας» και μάλιστα σε αντιδιαστολή με την κοινωνική πολιτική (εφ’ όσον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη η στατιστική συνάρτηση της επίδοσης με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας προέλευσης –βλ. σχετικά και Φραγγουδάκη Α. Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Αθήνα 1985), αν όχι εφαρμογή μιας κανιβαλικής ερμηνείας του κοινωνικού δαρβινισμού (κατά το εξ εσπερίας δόγμα: «First is the best and f… the rests»);…

Δεν κρίνω σκόπιμο να συνεχίσω την παράθεση ερωτημάτων επί των οποίων, όσοι αρθρώνουν αντίστοιχου επιπέδου και ύφους λόγο, οφείλουν στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στην κοινωνία επιστημονικές, συστηματικές, αποδεδειγμένες και όχι πολιτικάντικες κοινοτοπίες του συρμού.

Είναι όντως αξιοθαύμαστη η ευκολία με την οποία κάποιοι εμμένουν να προτείνουν ως επαΐοντες συνταγές δια πάσαν νόσον της παιδείας και του πανεπιστημίου, χωρίς να έχουν την παραμικρή ενασχόληση με τα κεκτημένα της επιστημονικής έρευνας στα πεδία της Επιστημολογίας, της Ψυχολογίας, της Παιδαγωγικής, της Διδακτικής, της Φιλοσοφίας της Παιδείας και της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης. Αναθέτουν μεν στοιχειώδη κατασκευαστικά ζητήματα (π.χ. την επισκευή μιας συσκευής) στον αρμόδιο τεχνικό, αλλά θεωρούν αυτονόητη την διευθέτηση των μειζόνων ζητημάτων ύψιστης περιπλοκότητας της παιδείας και της κοινωνίας βάσει συνταγών για πειραματισμούς εκ του προχείρου, του κάθε αδαούς ή ερασιτέχνη αυτοδίδακτου, και κυρίως της εκάστοτε ηγεσίας…

Γιατί όσοι προτάσσουν την συνέπεια στις αρχές της εξέτασης των πανεπιστημιακών πραγμάτων βάσει της επιστημονικής έρευνας και των πραγματικών αναγκών χειραφέτησης της ανθρωπότητας «Aποτελούν το πλέον συντηρητικό, δογματικό και αποστεωμένο κομμάτι της κοινωνίας», ενώ η άκριτη υιοθέτηση των επιστημονικά ανυπόστατων και κοινωνικά δολίων, καταστροφικών και ανάλγητων δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού (των λεγομένων «νεοκλασικών» της οικονομίας) και των συνακόλουθων πολιτικών όπου ασκούνται διεθνώς (που οδηγούν σε συστηματική γενοκτονία ολόκληρους πληθυσμούς του πλανήτη, σε πλήρη απορύθμιση τους όρους υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, και επιχειρούν να διαλύσουν την επιστήμη και το πανεπιστήμιο, υπάγοντάς το πιο άμεσα στο κεφάλαιο), συνιστά ένδειξη μιας υπεράνω δογμάτων επιστημονικής εμβρίθειας, προόδου και κοινωνικής ευαισθησίας…Παρακαλούμε να μας εξηγήσουν, σε ποια επιστημονική και ανθρωπιστική βάση στηρίζεται το δόγμα που ταυτίζει την πρόοδο με τα ιδιοτελή συμφέροντα της ελίτ των ισχυρότερων δυνάμεων της αγοράς;

Παραμένει απορίας άξιο το πως όσοι δεν συμφωνούν με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί παιδείας, (στα οποία έχουν καταλήξει κάποιοι μετά τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της ιδεολογίας τους) χαρακτηρίζονται συλλήβδην «ηχηρή μειοψηφία», δυνάμεις συντήρησης του σημερινού φαύλου πανεπιστημιακού καθεστώτος. Ποιοι άραγε ευθύνονται για αυτό το φαύλο καθεστώς αν όχι οι επί μακρόν ασκούντες την διοίκηση; Ποια σκοπιμότητα μας υπαγορεύει την αντικατάσταση της νυν ζοφερής πραγματικότητας με μια χειρότερή της;

Ότι υπονομεύει την παιδαγωγική αλληλεπίδραση, δεν έχει θέση στην πρακτική του πανεπιστημιακού δασκάλου, όποιο αξίωμα και αν κατέχει αυτός. Συνάδουν άραγε με το παιδαγωγικό πανεπιστημιακό ήθος οι ποικίλες εκδηλώσεις αυταρχισμού, με κορυφαία τα όσα διαδραματίσθηκαν την 1η Ιουνίου στο κέντρο των Χανίων (με τον χημικό πόλεμο και των άγριο ξυλοδαρμό φοιτητών μας από τις δυνάμεις «εθνικού διαλόγου για την παιδεία») με τις ευλογίες του κ. Πρύτανη; Αρμόζει άραγε σε πανεπιστημιακό δάσκαλο ο ρόλος του συκοφάντη του Μετσοβίου Πολυτεχνείου με φανταστικές καταγγελίες στα πρόθυμα Μ.Μ.Ε. περί φανταστικής διακίνησης ναρκωτικών, την στιγμή ακριβώς που καραδοκούν οι ποικίλοι εφαψίες και κανίβαλοι του πανεπιστημιακού ασύλου; Παρόμοιες ενέργειες δεν διασύρουν μόνο προσωπικά στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στην κοινωνία τα άτομα τα οποία προβαίνουν σε αυτές, αλλά και το ίδιο το Ίδρυμά μας που ανέχεται τέτοιες πρακτικές.

Η αλαζονεία και ο αυταρχισμός της όποιας διοίκησης, τροφοδοτούνται από την απουσία συλλογικών συνδικαλιστικών οργάνων με ρόλο διακριτό από αυτόν της διοίκησης, γεγονός που, εκ των πραγμάτων, θέτει την διοίκηση υπεράνω συλλογικού συνδικαλιστικού ελέγχου και υπονομεύει το απαραίτητο για την πανεπιστημιακή κοινότητα κλίμα δια-λογικότητας. Η απουσία τέτοιων οργάνων φιμώνει τον δημόσιο συλλογικό διάλογο στο πανεπιστήμιο, και αφήνει περιθώρια για παρακαμπτήριες μεθοδεύσεις αδιαφανών ψευδοσυλλογικών πρακτικών.

Η κατά καιρούς εργαλειακή χρήση του Συλλόγου μελών Δ.Ε.Π. για την αναρρίχηση στα ύπατα αξιώματα του Ιδρύματος, και η υπονόμευση-αδρανοποίησή του όταν δεν συντάσσεται πλήρως με την διοίκηση, είναι συμπτώματα δηλωτικά ενός κλίματος, που επίσης, δεν περιποιεί τιμή στο Πολυτεχνείο μας.

Είμαι πεπεισμένος ότι η ειλικρινής δημόσια τοποθέτηση κατά συνείδηση επί ζωτικής σημασίας θεμάτων του λειτουργήματός μας, έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει από την αδράνεια, την ιδιώτευση, την τυφλή υπακοή και την υποταγή.

* O Δημήτριος Σ. Πατέλης είναι επίκουρος καθηγητής