Επαγγελματίες ή ερασιτέχνες χομπίστες πολιτικοί φέρονται ως μαγαζάτορες
Άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΤΕΛΗ αν. καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης
[Δημοσιεύθηκε
με μικρές περικοπές: Ελευθεροτυπία, 6.6.2013
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=368132
]
Ακριβώς
στην κρίση, τα καθιερωμένα μορφώματα εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων
στο εποικοδόμημα, ιδιαίτερα ό,τι έχει απομείνει από
πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές εκφράσεις κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα,
δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να συλλάβουν και να εκφράσουν καταλυτικά την
ανερχόμενη πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση και την ανάγκη συγκρότησης νέων
δυναμικών, νέων υποκειμένων. Σε αυτό συνέβαλλε και η
εμμονή στη δημοσκοπική ή/και εκλογική κατίσχυση, ή
έστω στη διατήρηση εκλογικών ποιμνίων, που προσλαμβάνει όλο και πιο πολύ
χαρακτηριστικά αγοραίου ανταγωνισμού. Εδώ οι αλλοτριωμένοι γραφειοκράτες «ηγέτες»-ηγετίσκοι, επαγγελματίες
ή ερασιτέχνες-χομπίστες πολιτικοί, φέρονται ως
μαγαζάτορες με αξιώσεις αποκλειστικότητας και χειρίζονται τους υπόλοιπους ως
ανταγωνιστικά «μαγαζιά» ή/και ως
πελάτες.
Όλα
αυτά ενισχύονται και αναπαράγονται σε σχήματα ομαδικής-οπαδικής έως και αγελαίας αναφοράς και σε αμοιβαίους
εκατέρωθεν διογκούμενους ετεροπροσδιορισμούς κομμάτων, ομάδων, φραξιών,
σεκτών, συνιστωσών, ηγετίσκων-γκουρού, φανταστικών
«επιτελικών καθοδηγητών» ανύπαρκτων ή μίζερων «στρατευμάτων», με αντίστοιχες κοινωνικοψυχολογικές φορτίσεις, με προεξάρχουσα τη
(χαρακτηριστική για τη μικροαστικών διαθέσεων διανόηση) διαλυτική αμοιβαία απέχθεια μεταξύ των εγγύτερων ή μέχρι
πρότινος ταυτόσημων... Οι ως άνω μονομέρειες και μεταφυσικές
απολυτοποιήσεις, διογκώνονται μάλιστα σε βαθμό ευθέως
ανάλογο της θεωρητικής και πρακτικής ανεπάρκειας και αναντιστοιχίας του
υποκειμένου (ατομικού ή/και συλλογικού) προς την εποχή και τη συγκυρία,
σε βαθμό που η απόσπαση-απογείωση από την πραγματικότητα, σηματοδοτούμενη από ιδιολέκτους που λειτουργούν σε επίπεδο
εξαρτημένων αντανακλαστικών, εκλαμβάνεται από τους φορείς των σχετικών αυτοαναφορικών κύκλων ως φερέγγυο κριτήριο «επαναστατικής
συνέπειας», «ταξικότητας» κ.ο.κ.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν υβριστική στάση προς τον
κόσμο διαφόρων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς, προς τους αγώνες και τις
αγωνίες που αυτός πρεσβεύει και βιώνει. Εδώ δεν γίνεται λόγος για έναν
εκφυλισμό που οφείλεται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά σε προθέσεις
ιθυνόντων (χωρίς να σπανίζουν και οι τελευταίες), αλλά για μια νομοτελή αντικειμενική τάση στην
ιστορία. Για την ενσωμάτωση εκείνη που εκ των
πραγμάτων προκύπτει νομοτελώς κατά την μακροχρόνια
ειρηνική περίοδο του συστήματος. Σε αυτές τις περιόδους, το
σύστημα επιφυλάσσει και τελικά παγιώνει πρακτικά στην αριστερά το ρόλο της
διαχείρισης εκδοχών της μειοψηφικής διαμαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια του
συστήματος, σε συνθήκες αδιαμφισβήτητης πολιτικής και εξουσιαστικής κυριαρχίας
πολιτικών φορέων του κεφαλαίου.
Ο «λόγος» που έμαθε να αρθρώνει αυτή η αριστερά (κατά κανόνα
ρητορικός, παρ' όλη την πιθανή ριζοσπαστικότητά του),
δεν ήταν τελικά παρά το φραστικό-συμβολικό περιτύλιγμα εκδοχών αυτής της
διαμαρτυρίας, η εκ των υστέρων λεκτική επένδυση προειλημμένων
αποφάσεων-«γραμμών». Εξ ου και η εν πολλοίς «ανέξοδη» ριζοσπαστικοποίηση του
λόγου μερικών, η «απογείωση»-φυγή τους από την
πραγματικότητα, οι αλλοπρόσαλλες και ανερμάτιστες ιδεολογικές ακροβασίες, η
αναζήτηση ερεισμάτων στις πιο απίθανες και ετερόκλητες «πηγές», με κοινό
παρονομαστή τον εκλεκτικισμό, το μεθοδολογικό πλουραλισμό, την ερωτοτροπία με
αστικά ιδεολογήματα της μόδας, την απουσία επαναστατικά συνεπούς θεωρίας και
μεθοδολογίας και/ή την χυδαία εργαλειακή-καιροσκοπική
χρήση τους. Αυτό μαρτυρά π.χ. η υποκατάσταση του επαναστατικού
διεθνισμού από τον αστικό κοσμοπολιτισμό, η υιοθέτηση αστικών ιδεολογημάτων της
«θεωρίας των άκρων», του «ολοκληρωτισμού», του μεταδομισμού
και του μεταμοντέρνου, η ευκολία μετακίνησης από μαοϊκές σταλινικές δοξασίες σε
ιδεολογήματα επιγόνων του τροτσκισμού, από καστοριαδικό
«φαντασιακό» ανορθολογισμό σε μιντιακή «φιλοσοφία»
εντυπωσιασμού αδαών, τύπου Σλαβόι Ζίζεκ,
κ.ο.κ.... Φαινόμενα γνώριμα τηρουμένων των ιστορικών
αναλογιών π.χ. από τον εκφυλισμό και τη χρεοκοπία των κομμάτων της Β΄
Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως απέδειξε ο Λένιν.
Κατά παρόμοιο και δραματικά πιο επικίνδυνο τρόπο εκδηλώνεται ο νυν εκφυλισμός
και η αποστασία της αριστεράς, σε συνθήκες πρωτόγνωρης έκτασης και βάθους
δομικής κρίσης όχι μόνο του καθεστώτος του κεφαλαίου, αλλά και των διαθέσιμων μορφών
αντιπολίτευσης σε αυτό, όπου δεν υπάρχει ακόμα πειστική, ρεαλιστική εναλλακτική
προοπτική διεξόδου και πραγματικές δυνάμεις ικανές να τη φέρουν σε πέρας.
Στην κρίση εκδηλώνεται απροκάλυπτα η γύμνια αυτού του
«λόγου». Η απόσπαση του τελευταίου από την πραγματικότητα, συμπυκνώνεται σε
εκείνη τη φράση-σύμβολο της εσωστρεφούς ιδεοκρατίας- τύπου Χέγκελ. Ο
τελευταίος, ως απάντηση σε μομφές αναφορικά με το ότι η θεωρία του δεν συνάδει
με την πραγματικότητα, απαντούσε: «τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!»… Γι'
αυτό και δεν έχει πλέον για τέτοιους κύκλους ιδιαίτερη σημασία η
αντιστοίχηση των ιδεών τους με την πραγματικότητα (με το γνωστικό αντικείμενο,
με την αλήθεια και την αποτελεσματικότητα της πράξης), αλλά ο αυτοαναφορικός αντίκτυπος στον ελεγχόμενο-οπαδικό τους μικρόκοσμο, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών.