Υπερκαυκασία: σταθμός στον εν εξελίξει παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Γράφει ο Δ. Πατέλης.

ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, 23-24.9.2008

 

Μέρος 1.

Τι απέγινε η ρητορική περί δήθεν νέας εποχής «αιώνιας ειρήνης» μετά το λεγόμενο «τέλος του κομμουνισμού» και των ιδεολογιών; Ποιοι θυμούνται σήμερα τα κατά παραγγελία των νικητών του ψυχρού πολέμου ιδεολογήματα περί «τέλους της ιστορίας» και περί «Νέας τάξης πραγμάτων» που θα θέσπιζε η εναπομείνασα υπερδύναμη, σέρνοντας τους λαούς της υφηλίου βάσει προδιαγεγραμμένων σεναρίων εδραίωσης και διαιώνισης της μονοκρατορίας της; Πόσο πειστικά ηχούν σήμερα οι περί “αυτοκρατορίας” και “επίπεδου κόσμου” “θεωρητικές” κατασκευές;

Είναι προφανές ότι όποτε ανακύπτει ένα σημαντικό επεισόδιο σε πεδία μαχών, ιδιαίτερα εάν αυτό αιφνιδιάζει τον κοινό νου και συνεπάγεται σημαντική «μετατόπιση ισχύος», εγείρονται στο προσκήνιο συνειρμικά παραστάσεις, εξαρτημένα αντανακλαστικά, ιδεολογήματα και αναλογίες από το παρελθόν. Στα πλαίσια αυτά είδαμε ακόμα και διεθνούς κύρους πολιτικούς και αναλυτές να μιλούν για ένα νέο «ψυχρό πόλεμο». Κάποιοι μάλιστα (εκδηλώνοντας φοβικά η νοσταλγικά αντανακλαστικά) αποκαλούσαν τη Ρωσία Σοβιετική Ένωση... Όλα αυτά ενισχύονται στη συνέχεια κατά το δοκούν και από κατ’ επάγγελμα ιδεολόγους εμπλεκομένων συμφερόντων και από τα Μ.Μ.Ε.

Ωστόσο, η αναλογία είναι εξαιρετικά επισφαλής μέθοδος (ιδιαίτερα όταν υιοθετείται για την ερμηνεία περίπλοκων κοινωνικοοικονομικών φαινομένων με ιστορική μοναδικότητα), δεδομένου ότι επιτείνει την εμπλοκή στον έρποντα εμπειρισμό. Μόνο η συγκεκριμένη επιστημονική ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας, της δυναμικής όλου του πλέγματος των αντιφάσεων σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, της ιστορικής ιδιοτυπίας, των συσπειρώσεων, των πολώσεων και των προοπτικών τάσεων μπορεί να παράσχει αντικειμενική διάγνωση της κατάστασης με δυνατότητες πρόβλεψης.

Σύμφωνα με την ανάλυση της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Η Λογική της Ιστορίας» ο πόλεμος εναντίον Αφγανιστάν και Ιράκ (προπομποί του οποίου ήταν ο πρώτος πόλεμος στον Περσικό κόλπο και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας) σηματοδοτεί την έναρξη του Τρίτου θερμού Παγκόσμιου Πόλεμου (εάν δεν θεωρηθεί τρίτος ο αμαχητί λήξας «Ψυχρός Πόλεμος»). Ενός επιθετικού ιμπεριαλιστικού πόλεμου, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες-αναλογίες με τους δύο προηγούμενους, αλλά και σημαντικότατες διαφορές, η μη ανάδειξη των οποίων προκαλεί συγχύσεις.

Η ρητορική και τα εναλλασσόμενα ιδεολογήματα των επιτιθέμενων (πόλεμος «κατά της τρομοκρατίας», «πόλεμος πολιτισμών-θρησκειών», πόλεμος «για την επιβολή της δημοκρατίας», κ.ο.κ.) συσκοτίζουν την κατάσταση και σπείρουν σύγχυση ακόμα και στις συνιστώσες της εναπομείνασας αριστεράς. Θεωρητική ένδεια και απουσία κριτηρίων, οδηγούν συχνά σε τραγελαφικές τοποθετήσεις. Κάποιοι έσπευσαν να τεθούν υπέρ των «ανθρωπιστικών» βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, άλλοι θεωρούσαν τον UCK του Κοσόβου και τους (επίσης αμερικανοκίνητους) αυτονομιστές της Τσετσενίας «φερέλπιδες μαχητές» επικείμενων κινημάτων, επενδύοντας τη θέση τους με ρατσιστικών αποχρώσεων αντιρωσισμό. Ορισμένοι (συγχέοντας τον Κόκκινο Στρατό με το σύγχρονο ρωσικό, ή επιστρατεύοντας ελληνορθόδοξες παραδόσεις περί του «ξανθού γένους») σπεύδουν να ταχθούν άκριτα υπέρ Ρωσίας. Κάποιοι άλλοι τηρούν ίσες αποστάσεις έναντι όλων, ανασύροντας από τη ναφθαλίνη στερεότυπα τύπου «κάτω οι δύο υπερδυνάμεις», κ.ο.κ.    

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του εν εξελίξει παγκοσμίου πολέμου; Αυτός ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν θα μπορούσε να προκύψει χωρίς την επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης και χωρίς τη δρομολόγηση διαδικασιών παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας σε πολλές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και ιδιαίτερα στην ΕΣΣΔ. Εάν ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος κυοφορούσε τη δυναμική της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο Β΄ την περαιτέρω εδραίωση και επέκταση του πρώιμου σοσιαλισμού (με παράλληλη αναδιάρθρωση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων), ο Γ΄ δρομολογείται εν πολλοίς απ’ τη δυναμική της παγκόσμιας αντεπανάστασης και της συντριβής των περισσότερων κεκτημένων του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αιώνα.

Ο πόλεμος, ως έκφραση, μέσο και τρόπος διευθέτησης των αντιφάσεων, δεν μπορεί να παραμένει ανεπηρέαστος από τις ποσοτικές, ποιοτικές και ουσιώδεις αλλαγές που επέρχονται ιστορικά. Παρά τις όποιες γεωστρατηγικές ομοιότητες με τους δύο προγενέστερους, το είδος των αντιφάσεων που τον προκαλούν, η κλίμακα, τα μέσα και οι τρόποι διεξαγωγής του, η υπό διαμόρφωση σύμπηξη των κέντρων-πόλων, αλλά και η διάρκειά του, διαφέρουν ριζικά από την προγενέστερη εμπειρία. Εάν δεν ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν επέλθει στις παραγωγικές δυνάμεις, στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, στο βαθμό κοινωνικοποίησης της παραγωγής, στο χαρακτήρα του κεφαλαίου και της εργασίας κ.ο.κ. στο νέο στάδιο της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης», η ραγδαία είσοδος στο προσκήνιο δυνάμεων όπως η Ρωσία, η Κίνα, οι Ινδίες, η Βραζιλία, οι αλλαγές στη Λατινική Αμερική κ.ά., είναι αδύνατο να κατανοηθεί η ιδιοτυπία αυτού του εν εξελίξει παγκοσμίου πολέμου. Ακόμα και οι εμπλεκόμενες δυνάμεις, μόνον εν μέρει και κατ’ όνομα παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτές των πολέμων του 20ου αι. Τα προβλήματα αυτά δεν αφορούν σχολαστικές θεωρητικολογίες, αλλά την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Όπως έχω ξαναγράψει, πρόκειται για έναν πόλεμο περίπλοκο, πολυεπίπεδο και με πολλούς στόχους. Στην αρχική στόχευση των εχόντων την πρωτοβουλία εξαπόλυσής του, ήταν (και παραμένει εν πολλοίς) κατά κύριο λόγο, ένας πόλεμος των χωρών του «Πρώτου κόσμου», του λεγόμενου «χρυσού δισεκατομμυρίου» με επικεφαλής τις ΗΠΑ, εναντίον του λεγόμενου «Τρίτου κόσμου» συνολικά, σε συνθήκες εν πολλοίς άρδην «τριτοκοσμοποίησης» του «Δεύτερου κόσμου». Εναντίον των δυνάμεων εκείνων τις οποίες οι εν λόγω χώρες αδυνατούν πλέον να διαχειρίζονται και να διοικούν δια των δόκιμων «ψυχρών»-ειρηνικών (νεοαποικιακών κ.λ.π.) μέσων και ως εκ τούτου, καταφεύγουν στα «θερμά» και εμπόλεμα. Είναι ένας πόλεμος πλανητικής καταστολής εναντίον οποιουδήποτε υπαρκτού ή δυνητικού-εκκολαπτόμενου εναλλακτικού πόλου, εναντίον της ανερχόμενης αστικής τάξης αυτών των χωρών, αλλά και εναντίον κάθε απελευθερωτικού λαϊκού κινήματος.

Κατά τις πρώτες φάσεις του πολέμου οι επιτιθέμενοι ιμπεριαλιστές πέτυχαν σοβαρούς στρατηγικούς τους στόχους. Ωστόσο, όπως είχα προβλέψει από το 2003 (βλ. Παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, ιμπεριαλισμός και πόλεμος. Μαρξιστική επαναστατική επιθεώρηση, τ.8, 2004) στη συνέχεια, με την κλιμάκωση του πολέμου, η τροπή των πραγμάτων θα αρχίσει να αποβαίνει κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για τους εμπνευστές αυτού του παγκοσμίου πολέμου. Η ηρωική αντίσταση του λαού του Ιράκ, η αδυναμία έλεγχου του Αφγανιστάν, και η ήττα του σιωνιστικού μιλιταρισμού από τη Χεσμπολάχ προ δύο ετών, η εκδίωξη των αμερικανών από το Ουζμπεκιστάν, η ενίσχυση της αριστεράς στη Λατινική Αμερική, κ.ά., επιβεβαίωσαν αυτή την πρόβλεψη.

Ωστόσο, η σημαντικότερη επιβεβαίωση αφορά την ανάδειξη-ενίσχυση άλλων πόλων με καταλυτική επίδραση στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Από τα τέλη του 20ου αι. (βλ. ίδρυση OPEC, εμπάργκο-ενεργειακή κρίση 1973) ήταν σαφής η τάση εθνικοποίησης της εξόρυξης-άντλησης πετρελαίου (Upstream) από τις αστικές τάξεις των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, για τον εκτοπισμό των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών και της ληστρικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης των πόρων. Οι πολυεθνικές αυτές, αν και είχαν σημαντικές απώλειες, δεν παρέδωσαν αμαχητί τις θέσεις τους, εντείνοντας την εκμετάλλευση των πόρων που ελέγχουν και αναζητώντας νέους, διατηρώντας μεγάλο μέρος των υποδομών και δικτύων διαμετακόμισης, επεξεργασίας και διακίνησης-πώλησης υδρογονανθράκων (Downstream), με περαιτέρω συγκέντρωση-συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, συγχωνεύσεις, εξαγορές, κ.ο.κ.

Οι τάσεις αυτές πήραν στις αρχές του 21ου αι. άλλη τροπή με τη συνέργια τουλάχιστον 5 παραγόντων: 1. Δυναμική ένταξη στην παγκόσμια αγορά νέων ενεργειακών κολοσσών της Ρωσίας (Γκαζπρομ, Λουκόιλ, Σιμπνεφτ, Γιούκος, κ.ά.) η οποία είναι η πρώτη δύναμη παγκοσμίως σε άντληση-εξαγωγή φυσικού αερίου και δεύτερη στο πετρέλαιο, με συντονισμένες κινήσεις της άρχουσας ελίτ της νεοπαγούς αστικής τάξης, ώστε να τεθεί ο ενεργειακός τομέας υπό κρατικό έλεγχο. 2. Στρατηγική επιθετική επιλογή της ρωσικής αστικής τάξης για δυναμική διεθνή αναδιάταξη του καταμερισμού έργων και ρόλων στον ενεργειακό τομέα, με ενιαίο έλεγχο Upstream και Downstream, με δημιουργία νέων δικτύων αγωγών, με στρατηγικές ενεργειακές συμμαχίες με χώρες της Ε.Ε., Βενεζουέλα, Ιράν, Κίνα, Ινδονησία, κ.ά., με δυναμική διείσδυση σε Αφρική, Ασία και Ν.Αμερική, εκτοπίζοντας παλαιούς παίκτες. 3. Αλματώδης αύξηση της ζήτησης υδρογονανθράκων λόγω (κατ’ εξοχήν εκτατικής και ενεργοβόρου) βιομηχανικής ανάπτυξης αναδυόμενων χωρών (ιδιαίτερα Κίνας και Ινδιών). 4. Ραγδαία άνοδος της τιμής των υδρογονανθράκων, λόγω αυτής της αύξουσας ζήτησης, λόγω του εν εξελίξει πολέμου στον Περσικό κόλπο και λόγω κερδοσκοπικών παιγνίων με προαγορές, κ.ο.κ. 5. Ανάκαμψη του στρατιωτικου-βιομηχανικού συμπλέγματος της Ρωσίας και κατάκτηση πρωτιάς στη διεθνή αγορά οπλικών συστημάτων. 6. Ραγδαία ενδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας και αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της αστικής τάξης της.

Τα παραπάνω επέτρεψαν στην τελευταία να αποπληρώσει τάχιστα το εξωτερικό της χρέος έναντι της λέσχης των Παρισίων και να αποκτήσει πλεονασματικά αποθέματα που υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου USD, μετατρέποντας τη Ρωσία σε πολύ σημαντική διεθνή οικονομική δύναμη, στον τρίτο μετά την Κίνα και την Ιαπωνία πιστωτή της υπερχρεωμένης αμερικανικής οικονομίας. Οι πόροι αυτοί –σε συνθήκες χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης ρευστότητας στη Δύση και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ– επιτρέπουν στην άρχουσα τάξη της Ρωσίας να εκπονεί μακροχρόνια στρατηγικά σχέδια επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, να επενδύει (αξιοποιώντας και τους πόρους απ’ την εξαγωγή όπλων, όπου κατέχει πλέον την πρώτη θέση παγκοσμίως) στο στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα, και να αναδιοργανώνει-επανεξοπλίζει το στρατό, επιλέγοντας κατά προτεραιότητα τεχνολογίες ασύμμετρων πληγμάτων.

Η εκ των πραγμάτων γεωστρατηγική και στρατιωτική εκδήλωση αυτής της ισχύος ήταν θέμα χρόνου. Από τα χρονοδιαγράμματα των εξοπλιστικών προγραμμάτων των ΗΠΑ (με δεδομένους τους ρυθμούς διάλυσης της τέως ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία 1990-2000), και τα σχετικά δημοσιεύματα, είναι σαφές ότι σχεδιαζόταν ευρείας κλίμακας επίθεση στη Ρωσία κατά το 2012-13, όταν θα ετίθεντο εκτός λειτουργίας οι σοβιετικής κατασκευής βαλλιστικοί πύραυλοι, και ιδιαίτερα αυτοί με τις πολλαπλές αποσπώμενες κεφαλές. Τέλη του 2006 εμφανίστηκαν δημοσιεύματα που καλούσαν σε δράση εναντίον της Ρωσίας τώρα, πριν να είναι πολύ αργά, και αντίστοιχα σενάρια γυμνασίων. Ωστόσο, η δυναμική που δρομολόγησαν εν πολλοίς οι ίδιες οι ΗΠΑ με τον πόλεμο, ανέτρεψε αυτά τα δεδομένα, μετατρέποντας τη Ρωσία σε υπερδύναμη. Σημειωτέον ότι η τελευταία είναι σήμερα η μόνη χώρα η οποία μπορεί από τεχνικής-στρατιωτικής απόψεως να καταστρέψει ακαριαία ολοσχερώς τις ΗΠΑ (διαθέτει πάνω από 4.000 πυρηνικές κεφαλές, αεροδιαστημική τεχνολογία, κ.ο.κ.).

 

Μέρος 2.

Η λογική του εν εξελίξει παγκοσμίου πολέμου, καθιστά υπαρξιακής σημασίας για τις ΗΠΑ την κλιμάκωση της επιθετικότητας. Υπαγορεύει την ανάγκη στρατιωτικοπολιτικής περικύκλωσης της Ρωσίας και υπονόμευσης της ακεραιότητάς της, εδραίωσης της παρουσίας τους στην τέως ΕΣΣΔ (με τη βαθμιαία μετατροπή της Γεωργίας σε Ισραήλ του Καυκάσου και κινήσεις για ένταξη στο ΝΑΤΟ Ουκρανίας, Γεωργίας και Αζερμπαϊτζάν), αποκλεισμού της Ρωσίας από τα δίκτυα υδρογονανθράκων και δημιουργίας παρακαμπτηρίων αγωγών. Χαρακτηριστικό είναι το σχέδιο του Ζμπίγνιεφ Μπζεζίνσκι για δημιουργία 8 κρατών στη σημερινή Ρωσία, με το κυνικό επιχείρημα: «δεν μπορεί τόσος φυσικός πλούτος να ανήκει σε μία χώρα»!

Η ραγδαία στρατιωτικοποίηση της Γεωργίας τα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα υπό τον εγκάθετο των ΗΠΑ Μ. Σαακασβίλι) με εξοπλισμούς (από ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία, Τουρκία, Ελλάδα, Ουκρανία, Τσεχία, Ρουμανία, Βουλγαρία κ.ά.) και εκπαιδευτές (χιλιάδες από ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία, Γερμανία και ιδιωτικές εταιρείες στρατιωτικής εκπαίδευσης), εκσυγχρονισμό οπλικών συστημάτων και συστήματα δικτυοκεντρικού πολέμου (με ισραηλινά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αμερικανικά ραντάρ, δορυφορικά δίκτυα, συστήματα αναγνώρισης-διαλογής-κατάδειξης στόχων, ηλεκτρονικού πολέμου, κ.ά.), αποσκοπούσε ακριβώς στη διεξαγωγή ενός αστραπιαίου πολέμου, που θα εκτόπιζε οριστικά τη Ρωσία από την Υπερκαυκασία, αλλά (όπως φαίνεται από τους αμερικανικούς εκτοξευτές πυραύλων που κατέστρεψαν οι Ρώσοι) και σε επίθεση εναντίον του Ιράν, παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις της Τουρκίας. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη δύο υπουργών («επανένωσης της χώρας», και άμυνας) στην κυβέρνηση της Γεωργίας που είναι υπήκοοι Ισραήλ, η μισθοδοσία του Σαακασβίλι απ’ ευθείας από ΗΠΑ, ο εσμός αμερικανών συμβούλων (με προεξάρχοντα τον γνωστό μας από τη θητεία του στο ΥΠΕΞ επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου κ. Ρόντο), η εμπλοκή 2.100 γεωργιανών στρατιωτικών στον πόλεμο του Ιράκ, η ευρείας κλίμακας άσκηση Immediate Response 2008, με πλήθος αμερικανών ειδικών και στρατιωτικών, παραμονές της επίθεσης Σαακασβίλι κατά της Ν. Οσετίας, κ.ά.

Η σχεδόν άμεση και αποφασιστική αντίδραση της Μόσχας στην ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον των ειρηνευτικών δυνάμεών της και τη σφαγή των κατοίκων του Τσχινβάλ, η ανάκτηση του ελέγχου της Ν.Οσετίας  από τα ρωσικά στρατεύματα (με ειδικές δυνάμεις απαρτιζόμενες κυρίως από Τσετσένους) σε 48 ώρες, και η διάλυση των στρατιωτικών υποδομών της Γεωργίας στον πόλεμο των 5 ημερών, σηματοδότησε τη δυναμική ανάδειξη ενός άλλου πόλου στον εν εξελίξει Παγκόσμιο Πόλεμο και την απώλεια της πρωτοβουλίας των κινήσεων σε αυτόν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Ο πόλεμος αυτός που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, αποκτά πλέον σαφέστερα τον χαρακτήρα ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου μεταξύ της εναπομείνασας ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης (αρχικά δι’ αντιπροσώπων) και των αναδυόμενων νέων μεγάλων δυνάμεων (Ρωσίας, Κίνας, Ινδιών, αναδιατάξεων που ενδέχεται να προκύψουν στην Ε.Ε.).

Η καταλυτική σημασία αυτού του επεισοδίου εκδηλώνεται πολλαπλά. Σε κατάσταση έκδηλου πανικού, ΗΠΑ και Ε.Ε. αναλίσκονται σε κινήσεις φραστικού και εικονικού πολέμου, τη στιγμή που η επάνοδος στην πρωτέρα κατάσταση είναι πλέον ανέφικτη. Δρομολογείται νέος βαθύτερος διχασμός εντός της Ε.Ε. με τις επιχειρηματικά-ενεργειακά συνδεδεμένες με τη Ρωσία χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα, κ.ά.) απρόθυμες να ακολουθήσουν τις ενισχυόμενες και από τις προεκλογικές σκοπιμότητες επιθετικές επιλογές των ΗΠΑ, εν αντιθέσει π.χ. προς την Αγγλία και τα αμερικανόδουλα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Η έκβαση αυτής της αντίθεσης θα εξαρτηθεί από την προοπτική μιας βαθμιαίας απαλλαγής από την αμερικανική κηδεμονία και το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός Γερμανο-Ρωσικού άξονα.

Δρομολογούνται ραγδαίες αλλαγές. Πολιτική κρίση στην Ουκρανία με αποδυνάμωση του αμερικανόδουλου Γιούσενκο και καιροσκοπικούς ελιγμούς της Τιμοσένκο. Ταχεία τοποθέτηση της (χωρίς προσχήματα πλέον στρεφόμενης κατά της Ρωσίας) αντιπυραυλικής ασπίδας των ΗΠΑ σε Τσεχία-Πολωνία και Ρωσικά αντίμετρα. Έντονη αμερικανονατοϊκή παρουσία στον Εύξεινο Πόντο. Απόρριψη των προτάσεων του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τσένι για δημιουργία αγωγού παρακάμπτοντας τη Ρωσία και άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ από τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Αλίεφ. Άμεση σύναψη συμφωνίας για αγωγούς φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Ουζμπεκιστάν. Συσπείρωση των τέως σοβιετικών δημοκρατιών που συναπαρτίζουν τον Οργανισμό Συλλογικής Ασφαλείας γύρω από τη Ρωσία. Όξυνση της έντασης με υποκινούμενα από τις ΗΠΑ αποσχιστικά κινήματα σε Βολιβία και Βενεζουέλα και διακοπή διπλωματικών σχέσεων. Αλλά και γεγονότα που δεν είχαν συμβεί ούτε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο: παρουσία 2 ρωσικών υπερηχητικών στρατηγικών βομβαρδιστικών TU-160 (φέρουν 12 πυραύλους τύπου Κρουζ και δύνανται να μεταφέρουν πάνω από 40 τόνους συμβατικών ή πυρηνικών όπλων έκαστο) στη Βενεζουέλα, πτήσεις στην Καραϊβική και εξαγγελία κοινών στρατιωτικών γυμνασίων Ρωσίας-Βενεζουέλας.

Οι αλλαγές στους υπό διαμόρφωση πόλους που δρομολογούν οι εξελίξεις, θα εξαρτηθούν από το εάν και κατά πόσο η Ρωσία, η Κίνα κλπ. θα μπορέσουν να προτείνουν μια στρατηγική προοπτική ρεαλιστικών εναλλακτικών ολοκληρώσεων και κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, παρακάμπτοντας τις ΗΠΑ. 

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά από αυτή την άποψη η άμεση αντίδραση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Ο τελευταίος σχεδόν αγνοείται παντελώς από τον Δυτικό τύπο. Μόνιμα μέλη του είναι: η Ρωσία, η Κίνα, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, η Κιργκιζία και το Καζαχστάν. Το Μάιο του 2008 έχει υποβάλλει αίτηση ένταξης το Ιράν, το οποίο ήταν παρατηρητής, όπως και η Ινδία, το Πακιστάν και η Μογγολία. Η έκταση των μελών του είναι το 60% της έκτασης της Ευρασίας ενώ συγκεντρώνουν το ¼ του πληθυσμού της γης (μαζί με τους παρατηρητές, είναι ο μισός πληθυσμός της γης). Δεν είναι μόνο η γεωστρατηγική και στρατιωτική συνιστώσα αυτού του οργανισμού σημαντική, αλλά και η προώθηση της οικονομικής συνεργασίας.

Συμβολική σημασία ως προς τον αντίκτυπο των γεγονότων του Καυκάσου έχει η άμεση αντίδραση του Φ.Κάστρο και του Ου.Τσάβες υπέρ της Ρωσίας, αλλά και η άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας Ν. Οσετίας και Αμπχαζίας από τη Νικαράγουα. Η εκ των πραγμάτων διαφαινόμενη συσπείρωση με τους «ριγμένους» στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, με τις εναπομείνασες δυνάμεις από τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι. και με την ανερχόμενη αριστερά της Λατινικής Αμερικής, προσδίδει μια ιδιότυπη «κοινωνική» χροιά στον υπό διαμόρφωση άλλο πόλο αυτού του Ιμπεριαλιστικού Παγκόσμιου Πολέμου. Η τελευταία δεν μπορεί να αγνοείται, όσο διεμβολίζει την ισχύ του άξονα των ΗΠΑ, αλλά ενδέχεται να τροφοδοτήσει αυταπάτες περί του χαρακτήρα του πολέμου και διαθέσεις άνευ όρων στήριξης του υπό διαμόρφωση αντιπάλου δέους.

Το στοιχείο του πολέμου έχει απελευθερωθεί και τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένο, στατικό και αμετάβλητο. Τα κληροδοτήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το αντίστοιχο Διεθνές Δίκαιο έχουν πλέον κονιορτοποιηθεί από την κλαγγή των όπλων. Η Ρωσία απλώς εγκατέλειψε πλέον εμπράκτως τη μετριοπαθή έως ηττοπαθή στάση αμυντισμού και υποχωρητικότητας και αρχίζει να πληρώνει τους γεωπολιτικούς της αντιπάλους με το ίδιο νόμισμα: με όρους συσχετισμού δυνάμεων. Η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας απεμπολείται μέχρι νεωτέρων αποκρυσταλλώσεων συσχετισμών δυνάμεων, γεγονός που –δεδομένης και της περίπτωσης του Κοσόβου– δρομολογεί μια δυναμική ανεξέλεγκτης και απρόβλεπτης τροπής των πραγμάτων. Οι ΗΠΑ, δεν είναι πλέον η αδιαμφισβήτητη πλανηταρχεύουσα υπερδύναμη, ωστόσο, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης που τη μαστίζει, είναι άγνωστο σε τι κλίμακας ολέθριους για την ανθρωπότητα πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς θα προβεί για να κρατηθεί εν πλω.

Επιπλέον, παρά το εκ των πραγμάτων πιο «κοινωνικό» προφίλ του υπό διαμόρφωση έτερου πόλου και τον επί του παρόντος αμυντικό-απαντητικό χαρακτήρα των κινήσεών του έναντι της επιθετικότητας του αμερικανικού άξονα, δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο μετατροπής αναδυόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων τύπου Ρωσίας σε φασίζουσες επιθετικές μηχανές, με ευρύτερο λαϊκό έρεισμα (λόγω της μακροχρόνιας εξαθλίωσης και ταπείνωσης που υπέστησαν οι λαοί με την επικράτηση της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και την ασυδοσία των ισχυρών του ιμπεριαλισμού), με ρεβανσιστικά εθνικιστικά ιδεολογήματα. Όλα αυτά, δεδομένης της διαθέσιμης και αύξουσας καταστροφικής ισχύος, καθιστούν πιο πιθανό τον κίνδυνο μαζικού αφανισμού της ανθρωπότητας.    

Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα πολεμικά πλοία για την αποστολή στον Εύξεινο Πόντο εφορμούν από τη Βάση της Σούδας, γεγονός που εμπλέκει επικίνδυνα την Ελλάδα στη σύρραξη. Στο εγγύς μέλλον θα ενταθεί η ενδοκυβερνητική σύγκρουση εξ αφορμής της υιοθέτησης πολιτικής στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία (με ενεργειακά προγράμματα και αντίστοιχη στρατιωτική-τεχνική συνεργασία), είτε περαιτέρω πρόσδεσης στον ατλαντικό άξονα. Η σύγκρουση αυτή, ως πολιτική έκφραση της σύγκρουσης συμφερόντων, προοπτικών και προτεραιοτήτων μερίδων του κεφαλαίου και οικονομικών ομίλων, διαπερνά το σύνολο των καθεστωτικών κομμάτων της χώρας. Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η εκ του ΥΠΕΞ εκδηλούμενη συμμόρφωση με τις αμερικανικές επιταγές, αλλά και η προ της λήξεως των θερινών διακοπών της Βουλής εσπευσμένη σύγκληση της τελευταίας για την εσπευσμένη επικύρωση της συμφωνίας με τη Ρωσία για τον South Stream του φυσικού αερίου.

Είναι σταθερή η επιδίωξη των ΗΠΑ για αποτροπή αυτού που αποκαλούν «ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης απ’ τη Ρωσία» και μονομερή εξάρτησή της αποκλειστικά από ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ διαδρομές υδρογονανθράκων (αγωγός Μπακού-Τσεϊχάν, Ναμπούκο, κ.ά.).  Είναι κραυγαλέα η παρουσία στα ΜΜΕ εντεταλμένων «αναλυτών» και γεωστρατηγικών «συμβούλων», που δεν φείδονται δυνάμεων ώστε να αποτρέψουν την κυβέρνηση από περαιτέρω συνεργασία με τη Ρωσία. Οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ όλο και πιο άξεστα και απροσχημάτιστα επιδιώκουν την επιβολή των επιλογών τους, κλιμακώνοντας την έμμεση ή άμεση ανάμειξή τους σε μεθοδεύσεις φθοράς,  πτώσης και εναλλαγής κυβερνήσεων.

Όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία, οι πόλεμοι, ιδιαίτερα οι ευρείας κλίμακας και οι παγκόσμιοι, δημιουργούν νέες αντιφάσεις (επιπρόσθετες σε αυτές που καλούνται να λύσουν) και αναδεικνύουν με ιδιαίτερη ένταση τις βαθύτερες κοινωνικές-ταξικές αντιφάσεις, φέρνοντας εκ των πραγμάτων πιο κοντά την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Όλες οι σημαντικές επαναστατικές καταστάσεις του 20ου αι. (1905-7, 1917, μεταπολεμική διεύρυνση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, εθνικοαπελευθερωτικοί και αντιαποικιοκρατικοί πόλεμοι) συνδέονταν με πολεμικές συρράξεις. Ο εν εξελίξει πόλεμος δεν θα αποτελεί εξαίρεση.