ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.
(Δημοσιεύθηκε
στον τόμο: «Αξίες
και δικαιοσύνη
στην εποχή της
οικουμενικότητας»,
επιμ. Κ.
Βουδούρη, Ε.
Μαραγγιανού,
ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ.
180-194).
Η έννοια
της
δικαιοσύνης
έχει διπλή
σημασία: 1.
Επισημαίνει
την ενάσκηση
και απονομή
του δικαίου,
την πρακτική
επιβολή του
τελευταίου ως
κρατικού
θεσμού και
δραστηριότητας.
2. Είναι μια
έννοια της
ηθικής
φιλοσοφίας και
της ηθικής
συνείδησης, η
οποία
συνδέεται
επίσης με την πολιτική
και την
δικαιική
συνείδηση.
Αφορά το «δέον»
και συνδέεται
με τις ιστορικά
μεταβαλλόμενες
αντιλήψεις
περί ουσίας
του ανθρώπου
και περί των
αναφαίρετων
δικαιωμάτων
του. Υπονοεί
την αξίωση να
ανταποκρίνεται
η κοινωνική
θέση ορισμένου
ατόμου είτε
ομάδας (τάξης) στον
πρακτικό ρόλο
που
διαδραματίζουν
στη ζωή της
κοινωνίας, να
υπάρχει
αντιστοιχία
μεταξύ
συνειδητοποιούμενων
αναγκών
(συμφερόντων)
και
δυνατοτήτων
ικανοποίησής
τους, μεταξύ δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων,
μεταξύ εργασίας
και ανταμοιβής,
μεταξύ εγκλήματος
και τιμωρίας,
μεταξύ
συνεισφοράς
των ανθρώπων
και κοινωνικής
αναγνώρισης
της. Η
αναντιστοιχία
μεταξύ των
παραπάνω
θεωρείται στα
πλαίσια της
ηθικής συνείδησης
ως αδικία. Στην
παρούσα
ανακοίνωση θα
αναφερθούμε
εμφατικά στην
δεύτερη
σημασία του
όρου (βλ. και
Πατέλη 1994-95: Δίκαιο,
δικαιοσύνη,
δικαίωμα, κ.ά.).
Η
διακρίβωση της
έννοιας της
δικαιοσύνης
και της
σημασίας της
από την άποψη
των προοπτικών
της
ανθρωπότητας,
προϋποθέτει
την εξέταση
της δομής και
της ιστορίας
της κοινωνίας ως
ολότητας
(Βαζιούλιν 2004,σσ.73-97).
Προϋποθέτει
επίσης την διαλεκτική
εξέταση της
σχέσης της
κοινωνικής
συνείδησης με
το κοινωνικό
είναι, δηλ. της
σχέσης του
ανθρώπου ως
συνειδητού
όντος με τους
αντικειμενικούς
όρους της ύπαρξής
του, αλλά και
της
αλληλεπίδρασης
ηθικής,
πολιτικής και
δικαίου (αυτόθι,
σσ.229-293).
1.
Περί των
δομικών όρων ενότητας
και πάλης
μεταξύ των
ανθρώπων.
Ουσιώδες
δομικό
στοιχείο της
ανθρωπότητας
είναι η
θεμελιωδώς
διαφορετική
έναντι των
ζώων στρατηγική
επιβίωσης του
ανθρωπίνου
γένους. Ο
άνθρωπος, ως επιστέγασμα
και διαλεκτική
άρση της
προγενέστερης
βιολογικής
ανάπτυξης, αντί
να
προσαρμόζεται
στις αλλαγές
του περιβάλλοντος,
μεταστρέφει
αυτή την
στρατηγική
επιβίωσης στο
αντίθετό της: αλλάζει,
μετασχηματίζει
δια της
εργασιακής του
επενέργειας το
περιβάλλον
του, την φύση,
ώστε να
επιβιώσει
ικανοποιώντας
τις ανάγκες
του.
Δημιουργεί
κατ’ αυτόν τον
τρόπο ένα
ανθρωπογενές,
ένα τεχνητό
περιβάλλον,
αναπτύσσοντας
ένα σύστημα τεχνολογικά
και ευρύτερα κοινωνικά
διαμεσολαβημένου
μηχανισμού
ικανοποίησης
των βιοτικών του
αναγκών μέσω
της άγρας (συλλογής,
θήρας,
αλίευσης,
εξόρυξης,
άντλησης
πόρων) και
της παραγωγής.
Το γεγονός
αυτό
διαφορίζει
ουσιωδώς τον
μηχανισμό
ανταλλαγής
ύλης του
ανθρώπου με
την φύση από τον
αντίστοιχο των
ζώων: ενώ τα ζώα
μεταβολίζουν
ενστικτωδώς (κατ’
άτομα είτε
κατά αγέλες), ο
άνθρωπος
μεταβολίζει
κοινωνικά
διαμεσολαβημένα,
με την βοήθεια
μέσων άγρας
και παραγωγής,
μέσω του
κοινωνικού
καταμερισμού
της εργασίας, ως
ον με
συνείδηση και
αυτοσυνειδησία
(αυτόθι, σσ.99-201).
Από το
είδος και τον
χαρακτήρα της
εκάστοτε
εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση
εξαρτάται και
το είδος των
σχέσεων που
αναπτύσσονται μεταξύ
των ανθρώπων. Εάν
σχηματοποιήσουμε
τις βασικές
πτυχές των όρων
αυτής της
επενέργειας,
διαπιστώνουμε
ότι συνοψίζονται
σε πτυχές που
αφορούν: 1. το
ποιόν και τον
ποσόν των
αποτελεσμάτων
αυτής της
επενέργειας, 2. το
είδος των
προσπαθειών
που οφείλει να
καταβάλλει το
υποκείμενο
αυτής της
επενέργειας,
και 3. το είδος
του
υποκειμένου
που απαιτείται
για να έλθει σε
πέρας αυτή η
επενέργεια (αυτόθι, σσ. 221-228).
Από την
άποψη των
αποτελεσμάτων
της εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση για
την ικανοποίηση
των βιοτικών
αναγκών του,
από την άποψη
των προϊόντων
της άγρας και
της παραγωγής,
η εν λόγω
επενέργεια
μπορεί να
παρέχει στον
άνθρωπο αγαθά
κατά τι
υπεράνω του
ελαχίστου ορίου
για την
επιβίωση των
μελών της
κοινωνίας, τα οποία
όμως
υπολείπονται
του βέλτιστου (του
συνδυασμού
ποσότητας και
ποιότητας που
διασφαλίζει τη
βέλτιστη
ανάπτυξη του
οργανισμού τους).
Σε αυτή την
περίπτωση, καθ’
όσον οι
ανάγκες των
μεν μελών της
κοινωνίας
ικανοποιούνται
εις βάρος των
αναγκών των δε,
μεταξύ των ανθρώπων
αναπτύσσονται
σχέσεις
αντιπαλότητας,
έχθρας και
ανταγωνισμού. Η
συσσώρευση
πλούτου στον
ένα πόλο,
συνιστά ταυτοχρόνως
και συσσώρευση
αθλιότητας,
βασάνου
εργασίας,
σκλαβιάς,
αμάθειας,
αποκτήνωσης
και ηθικής
κατάπτωσης στον
αντίθετο πόλο
(Μαρξ 1978, τ.1, σσ.668-669). Ο
ανταγωνιστικός
χαρακτήρας
αυτών των
σχέσεων εκπηγάζει
από τον αγώνα
για την αρπαγή,
την διαφύλαξη
και τον έλεγχο
αυτού του
υπερπροϊόντος,
για την νομή
και την αναδιανομή
του (βλ. και
Ένγκελς, σσ.195-221).
Η εν λόγω
επενέργεια
ενδέχεται να αναπτυχθεί
ώστε να
καταστεί ικανή
να παρέχει
στον άνθρωπο αγαθά
σε επίπεδο
επαρκές για
την βέλτιστη
ικανοποίηση των
βιοτικών
αναγκών του
συνόλου των
μελών της
κοινωνίας,
οπότε, από την
άποψη αυτή,
εκπίπτουν οι
λόγοι ανάπτυξης
σχέσεων
αντιπαλότητας,
έχθρας και ανταγωνισμού
για
βιοποριστικούς
λόγους, οπότε,
δημιουργούνται
όροι, ώστε
μεταξύ των
ανθρώπων να
αναπτύσσονται
σχέσεις
συνεργασίας,
φιλίας,
αλληλεγγύης και
φιλαλληλίας.
Από την
άποψη του
χαρακτήρα της
εργασίας, του είδους
των
προσπαθειών
που οφείλει να
καταβάλλει το
υποκείμενο
αυτής της
επενέργειας,
εφ’ όσον και καθ’
όσον η
επενέργεια
αυτή είναι κατ’
εξοχήν επαναλαμβανόμενη,
κοπιώδης,
ανθυγιεινή,
ανιαρή, κ.ο.κ.,
εκδηλώνεται εκ
μέρους ατόμων
και ομάδων η τάση
αποφυγής αυτού
του είδους της
εργασίας, η τάση
επιβολής και
ανάθεσης αυτού
του είδους της
εργασίας σε
κάποιους
ανθρώπους,
ώστε να
απαλλαγούν από
αυτήν και να την
αποφύγουν ορισμένοι
άλλοι. Όπου και
όποτε
κυριαρχούν οι
ιστορικές
μορφές της
εργασίας ως
εργασίας
δούλων,
δουλοπαροίκων
είτε μισθωτών
η εργασία
προβάλλει κατά
κανόνα ως αποκρουστική,
ως «εξωτερική
καταναγκαστική
εργασία»
έναντι της
μη-εργασίας ως
«ελευθερίας
και ευτυχίας»
(Μαρξ 1990, τ.Β΄, σ.466). Αναπτύσσεται
τότε μια τάση
αγώνα μεταξύ
των ανθρώπων,
ώστε ορισμένοι
(ολίγοι) να
παρασιτούν εις
βάρος κάποιων
άλλων (των
πολλών). Στην
περίπτωση
αυτή, στον
βαθμό που το
επίπεδο ανάπτυξης
της εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση δεν
επιτρέπει στην
κοινωνία να
διασφαλίσει σε
όλα τα μέλη της
πρόσβαση σε
δημιουργικές-αναπτυξιακές
ασχολίες (π.χ.
σε ερευνητική
ή καλλιτεχνική
δραστηριότητα),
επιτείνεται
και ο αγώνας μεταξύ
των ανθρώπων, ο
ανταγωνισμός για
την πρόσβαση
σε τέτοιου
είδους
ασχολίες που επιτρέπουν
την ανάπτυξη
του ανθρώπου.
Ως εκ τούτου, σε
αυτή την
κοινωνία, εφ’
όσον και καθ’
όσον
επιτυγχάνεται
ορισμένη ανάπτυξη
της
προσωπικότητας
κάποιων
ανθρώπων, αυτή επιτυγχάνεται
εν πολλοίς σε
συνθήκες
ελλιπούς ανάπτυξης,
υπό τον όρο της ελλειμματικής
ανάπτυξης, της υπανάπτυξης
κάποιων άλλων
ανθρώπων,
οπότε, ούτως ή
άλλως, φέρει
και το στίγμα
αυτής της
μονομέρειας,
της
πολιτισμικής
ανισομέρειας.
Από την
άποψη του
χαρακτήρα της
εργασίας, του
είδους των
προσπαθειών
που οφείλει να
καταβάλλει το υποκείμενο
αυτής της
επενέργειας,
εφ’ όσον και καθ’
όσον η επενέργεια
αυτή
καθίσταται
κατ’ εξοχήν αναπτυσσόμενη,
ενδιαφέρουσα
και
δημιουργική,
«ελκυστική
αυτοπραγμάτωση
του ατόμου» (αυτόθι) και εάν
τέτοιου είδους
εργασία
καθίσταται
προσπελάσιμη
από όλα τα μέλη
της κοινωνίας, εκλείπουν
τόσο οι τάσεις
παρασιτισμού,
όσο και οι όροι
αντιπαλότητας,
ανταγωνισμού,
κ.ο.κ. λόγω της άνισης
πρόσβασης σε
δημιουργικές
εργασίες. Η
κοινωνία
μπορεί να
διασφαλίσει σε
όλα τα μέλη της
την
ικανοποίηση
της ανάγκης
για
δημιουργική εργασία,
εφ’ όσον και καθ’
όσον αλλάξει
ριζικά ο
χαρακτήρας της
εργασίας, όταν καταστεί
δεσπόζουσα η
αναπτυσσόμενη
εργασία έναντι
της επαναλαμβανόμενης,
όταν, λόγω της
ευρείας αυτοματοποίησης,
απωθηθεί από
την άμεση παραγωγική
διαδικασία ο
άνθρωπος ως
φυσική παρουσία,
έχοντας
καταστεί
δημιουργός,
ρυθμιστής και
ελεγκτής
αυτοματοποιημένων
διαδικασιών. Σε
αυτή την
περίπτωση, η
ολόπλευρη
ανάπτυξη της προσωπικότητας
δια της
δημιουργικής
εργασίας-δραστηριότητας,
δεν επιτυγχάνεται
ως διαδικασία
που
εκτυλίσσεται
αδιάφορα προς
την ανάπτυξη
της
προσωπικότητας
των άλλων είτε
εις βάρος
αυτής.
Τουναντίον,
δημιουργούνται
οι όροι για την ολόπλευρη
ανάπτυξη της
προσωπικότητας
εντός
δημιουργικών
συλλογικοτήτων.
Το είδος
του (ατομικού ή
συλλογικού)
υποκειμένου που
απαιτείται για
την παραγωγική
επενέργεια του
ανθρώπου στην
φύση, δηλαδή, το εάν
απαιτείται
άτομο, ομάδα,
είτε η
κοινωνία συνολικά,
εξαρτάται
πρωτίστως από
τον βαθμό
κοινωνικοποίησης
του χαρακτήρα
των μέσων και
των τρόπων της
εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση. Από
αυτήν την
άποψη,
υπάρχουν μέσα
επενέργειας, τα
οποία μπορούν
να τεθούν σε
λειτουργία από
μεμονωμένο
άτομο, μέσα, τα
οποία
ενεργοποιούνται
από μικρές ή
μεγάλες ομάδες
ανθρώπων
(βιοτεχνία,
βιομηχανία)[1],
αλλά και μέσα, η
εποπτεία και ο
έλεγχος της
ισχύος, της
λειτουργίας,
της εμβέλειας
και των
επιπτώσεών των
οποίων στο
περιβάλλον και
στην κοινωνία (ενδεχομένως
καταστροφικών,
εάν τεθούν
εκτός ελέγχου),
απαιτεί οιονεί
την ενοποίηση
και τον
συντονισμό του
συνόλου της
ανθρωπότητας.
Τα τελευταία
μέσα, τα οποία
απαιτούν την
συντονισμένη
παρέμβαση της
ανθρωπότητας
σε πλανητική
κατ’ αρχάς
κλίμακα, δεν
αποτελούν
εικασίες
επιστημονικής
φαντασίας,
ούτε και
αφορούν
πιθανές
απώτερες προοπτικές.
Η παρουσία
τους είναι ήδη εν
πολλοίς ραγδαία
εξελισσόμενη ενεργός
πραγματικότητα,
στο βαθμό που εδραιώνονται
και
αναπτύσσονται
συστήματα παραγωγικών
διαδικασιών με
παγκόσμιας
εμβέλειας δικτυωμένες
παραγωγικές
δυνάμεις. Ας
αναλογιστούμε
φερ’ ειπείν από
σήμερα την πλανητικής
κλίμακας
διαδικτύωση
παραγωγικών
διαδικασιών, την
λειτουργία του
ανά την
Υδρόγειο
συστήματος
προσδιορισμού
συντεταγμένων
και πλοήγησης
μέσω δικτύων
δορυφόρων, τα
συστήματα
δορυφορικών
τηλεπικοινωνιών
και παραγωγικής
τηλεπισκόπησης
(μετεωρολογικών,
γεωτεκτονικών,
κ.ο.κ.
διεργασιών),
την προοπτική
βιολογικοποίησης
της παραγωγής,
κ.ο.κ.
Ενόσω στις
εργασιακές
διαδικασίες
υπερτερούν μέσα
επενέργειας, η
λειτουργία των
οποίων απαιτεί
μεμονωμένα
άτομα είτε
αποκομμένες
ομάδες ατόμων,
οι δυνατότητες
ενοποίησης της
κοινωνίας
είναι
περιορισμένες,
ενώ είναι
πιθανή και (υπό
ορισμένους
όρους)
αναγκαία, η αδιάφορη
προς αλλήλους,
η διαφορετική,
η ανισομερής, η
αντίθετη είτε
και
ανταγωνιστική
λειτουργία ατόμων
και κοινωνικών
ομάδων (τάξεων) βάσει
των εργασιακών
διαδικασιών
που διεκπεραιώνουν
και των
αποτελεσμάτων
τους. Στον βαθμό
που οι
τεχνολογικοί
όροι αυτών των
διαδικασιών απαιτούν
την
συνένωση σε όλο
και μεγαλύτερη
κλίμακα,
ένταση και
περιπλοκότητα
συλλογικών
υποκειμένων,
έχουμε
κλιμάκωση του
κοινωνικού
χαρακτήρα της
παραγωγής που
καθίσταται
τεχνολογική
αναγκαιότητα.
Με την αναβάθμιση
της θέσης και
του ρόλου
παραγωγικών
διαδικασιών, η
ασφαλής
εκτύλιξη και
ανάπτυξη των
οποίων απαιτεί
την ενοποίηση
των
προσπαθειών
και τον
συνειδητό
συντονισμό
οιονεί του
συνόλου της
ανθρωπότητας
(κατ’ αρχάς σε
πλανητική
κλίμακα), η
ενοποίηση της
ανθρωπότητας
καθίσταται όχι
μόνον εφικτή,
αλλά και
αναγκαία για
την επιβίωση
και ανάπτυξή
της. Τότε, η
αλληλεγγύη και
η συνεργασία
των μελών της ανθρωπότητας
καθίσταται και
τεχνολογική
αναγκαιότητα.
Βάσει των
παραπάνω
προσδιορισμών
του χαρακτήρα της
εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση και
του
συνακόλουθου
καταμερισμού
εργασίας στα
πλαίσια αυτής
της
επενέργειας
(του
καταμερισμού
εργασίας με
την στενή
έννοια του
όρου),
συνάπτονται
και οι
εκάστοτε εργασιακές
σχέσεις, οι σχέσεις
παραγωγής και
το όλο πλέγμα
των σχέσεων
μεταξύ ατόμων, κοινωνικών
ομάδων (ο
κοινωνικός
καταμερισμός
εργασίας,
θέσεων και
ρόλων με την
ευρεία έννοια
του όρου) και
της κοινωνίας συνολικά.
Οι σχέσεις
αυτές αφορούν
την δια-νομή
των μέσων, των
όρων και των
αποτελεσμάτων
της εργασιακής
επενέργειας
του ανθρώπου
στην φύση μεταξύ
ατόμων
(ιδιωτών),
ομάδων και του
συνόλου της
κοινωνίας, με
αντίστοιχη
κατανομή
επιβαρύνσεων
και ελαφρύνσεων,
βλάβης και οφέλους,
δυσμενών και
ευμενών
επιδράσεων,
κ.ο.κ. Ο εκάστοτε
ιστορικά
συγκεκριμένος
τύπος αυτών
των σχέσεων (κοινοτική,
ιδιωτική και
κοινωνική
ιδιοκτησία) λειτουργεί
ως μηχανισμός
διασφάλισης,
εδραίωσης και
αναπαραγωγής
του κοινωνικού
καταμερισμού
εργασίας, θέσεων
και ρόλων με
την ευρεία
έννοια του
όρου, υπέρ ή
κατά ορισμένων
ατόμων, ομάδων είτε
της κοινωνίας
συνολικά. Ο
εκάστοτε
ιστορικά
κυρίαρχος
τύπος σχέσεων
παραγωγής
είναι
ενδεικτικός
του εάν και
κατά πόσον οι
άνθρωποι στις
δραστηριότητες
που
αναπτύσσουν και
στις σχέσεις
που συνάπτουν
ενεργούν υπέρ
ή κατά ατόμων,
ομάδων ή της
κοινωνίας συνολικά.
2. Περί των
ιστορικών
διαβαθμίσεων
των όρων
ενότητας και
πάλης μεταξύ
των ανθρώπων.
Η
κοινωνία ως αναπτυσσόμενο
όλο, διανύει
κατά την ιστορία
της σειρά
σταδίων. Το
ίδιο ισχύει
και σε ότι
αφορά το είδος,
τον χαρακτήρα,
την θέση, τον
ρόλο και την αλληλεπίδραση
ηθικής,
πολιτικής και
δικαίου. Και
μάλιστα, δεν
μεταβάλλονται
μόνον οι μεν
είτε οι δε
εκφάνσεις της
ηθικής, του
δικαίου, της
πολιτικής, ή
της μεταξύ
τους
αλληλεπίδρασης,
αλλά και η κάθε
μία από τις ως
άνω σφαίρες
του κοινωνικού
γίγνεσθαι και οι
περί αυτών
αντιλήψεις.
Η
ανάγκη για την
ικανοποίηση
των απαραίτητων
για την
επιβίωση αναγκών
(της τροφής, της
προστασίας από
δυσμενείς είτε
επικίνδυνους
όρους, της αυτοσυντήρησης,
κ.ο.κ.) απετέλεσε
και αποτελεί
εν πολλοίς
θεμελιώδη και καθοριστικό
όρο της
ιστορίας της
ανθρωπότητας. Οι
άνθρωποι, στον
βαθμό που
δρομολόγησαν
την ειδοποιό
διαφορετική
έναντι των
υπολοίπων εμβίων
όντων και της
εξελικτικής
πορείας τους
στρατηγική
επιβίωσης, άρχισαν
να
χρησιμοποιούν ως
μέσα για την
άγρα, προς
ικανοποίηση
των βιολογικά
απαραίτητων
αναγκών τους αντικείμενα
δεδομένα από
την φύση σε
έτοιμη μορφή,
για να
περάσουν σταδιακά
στην χρήση όχι
μόνον
λειτουργικά,
αλλά και
μορφολογικά
επεξεργασμένων
τεχνητών μέσων,
μέσων της
καθαυτό
παραγωγής.
Ωστόσο, ο ρόλος
των μέσων της
άγρας συνέχισε
και εν πολλοίς
εξακολουθεί να
είναι σημαντικός
μέχρι σήμερα.
Η
χρήση και η
ανάπτυξη των
μέσων άγρας
και των μέσων
παραγωγής,
αναβάθμισε μεν
άρδην τις
δυνατότητες
ικανοποίησης
των θεμελιωδών
βιολογικών
αναγκών των
ανθρώπων,
χωρίς ωστόσο
να έχει καταστεί
ακόμα εφικτή η
βέλτιστη
ικανοποίηση
των βιολογικά
απαραίτητων
αναγκών του
συνόλου της
ανθρωπότητας,
είτε
τουλάχιστον
της
πλειοψηφίας
των μελών της. Η
ως άνω
ανεπάρκεια
έχει ως
επακόλουθο την
διαπάλη μεταξύ
των ανθρώπων,
έναν αγώνα για
την επιβίωση
και την
κατίσχυση
ορισμένων
έναντι κάποιων
άλλων, γεγονός
δηλωτικό της
μη
ολοκληρωμένης
κοινωνικοποίησης
του ανθρώπου,
της εισέτι ανολοκλήρωτης
υπέρβασης-διαλεκτικής
«άρσης» του
ζωικού βασιλείου.
Ο
αγώνας για την
ικανοποίηση
των βιολογικά απαραίτητων
αναγκών
προϋποθέτει,
προκαλεί και
αναπαράγει ποικίλες
συσπειρώσεις
και ρήξεις ατόμων
και ομάδων,
εντάξεις και
αποκλεισμούς,
κ.ο.κ., για την επιβολή,
την εδραίωση
και την επέκταση
των όρων
ικανοποίησης
των βιολογικά
απαραίτητων
αναγκών ορισμένων
ανθρώπων εις
βάρος άλλων
ανθρώπων.
Εφ’
όσον η
κοινωνία
ανακύπτει και δρομολογείται
η διαμόρφωση
και ανάπτυξή
της, οι
δυνατότητες
ικανοποίησης
των θεμελιωδών
αναγκών
καθορίζονται, σε
αύξοντα βαθμό
και κατά κύριο
λόγο, από τα εκάστοτε
διαθέσιμα μέσα
άγρας και
παραγωγής. Ως
εκ τούτου,
καθοριστικό
στοιχείο για
τις δυνατότητες
ικανοποίησης
των βιολογικά
απαραίτητων
αναγκών, καθίσταται
η διάθεση, η
δια-νομή των μέσων
άγρας και
παραγωγής,
γεγονός που
αναδεικνύει
την τελευταία στο
κατ’ εξοχήν
αντικείμενο διεκδίκησης
και αγώνα
μεταξύ ατόμων,
ομάδων,
ενώσεων
ανθρώπων, για
την
ικανοποίηση
των βιολογικά
απαραίτητων αναγκών
τους.
Κατά
την ιστορική
περίοδο που σηματοδοτείται
από την στιγμή της
χρήσης μέσων άγρας
και μέσων
παραγωγής, τα
οποία αρχίζουν
να επιτρέπουν
την λήψη αγαθών
προς
κατανάλωση υπεράνω
του εντελώς
απαραιτήτου
για τα προς το
ζην ελαχίστου,
μέχρι την
στιγμή, κατά
την οποία τα
μέσα αυτά
επιτρέπουν την
λήψη αγαθών προς
κατανάλωση
επαρκών για την
βέλτιστη
ικανοποίηση
των βιολογικά
απαραίτητων
αναγκών κάθε
μέλους της κοινωνίας,
οι βιολογικά
απαραίτητες
ανάγκες ικανοποιούνται
μεν τρόπον
τινά, αλλά δεν
ικανοποιούνται
κατά τον
βέλτιστο δυνατό
τρόπο. Η
περίοδος αυτή,
χαρακτηρίζεται
από ποικίλες
μορφές
διαπάλης,
εντάξεων και
αποκλεισμών
ατόμων, ομάδων
και ενώσεων
ανθρώπων για την
δια-νομή και
διασφάλιση των
απαραίτητων
αγαθών προς
κατανάλωση. «Κατά
την εν λόγω
περίοδο, είναι αναγκαία
η ύπαρξη
ξεχωριστών
ανθρώπων,
ομάδων και
ενώσεων, που
συγκεντρώνουν
στα χέρια τους
την διάθεση των
μέσων της
άγρας και της
παραγωγής,
στερώντας την
από άλλους
ανθρώπους,
άλλες ομάδες
και ενώσεις, και
κατ’ αυτό τον
τρόπο ζουν εις
βάρος αυτών
των άλλων
ανθρώπων, των
άλλων ομάδων
και ενώσεων»
(Βαζιούλιν 2006, σ. 20).
Βάσει
των όρων
ενότητας και
πάλης των
ανθρώπων, η
ιστορία της
ανθρωπότητας χωρίζεται
σε δύο εποχές: στην
προϊστορία
της αυθεντικής
ιστορίας της
ανθρωπότητας (κατά
την οποία οι
εξωτερικοί
δεσμοί μεταξύ
των ανθρώπων
υπερτερούν
έναντι των
εσωτερικών) και
στην αυθεντική
ιστορία της
ανθρωπότητας
(όπου
δεσπόζουν οι
εσωτερικοί
δεσμοί μεταξύ
των ανθρώπων). Κατά
την πρώτη
εποχή, η όποια
ενοποίηση και
διαπάλη μεταξύ
των ανθρώπων
αφορά κατ’
εξοχήν την
βιολογική
επιβίωση, ενώ οι
μεταξύ των
ανθρώπων ως
επί το
πλείστον
εξωτερικοί δεσμοί,
ανάγονται είτε
σε κατά βάση
ζωώδεις (κατά
το μάλλον ή
ήττον εκπολιτισμένους)
δεσμούς (όπως
είναι π.χ. οι
γενετήσιοι), είτε
σε δεσμούς
μεταξύ
ιδιοτελών
ατόμων, τα
οποία δια της όποιας
ενώσεως αποσκοπούν
στην επίτευξη
των ιδιοτελών
τους
συμφερόντων. Στον
βαθμό που η
ανάπτυξη της
άγρας, και κατά
κύριο λόγο της
παραγωγής, συγκροτεί
με την πάροδο
του χρόνου τις
δυνατότητες βέλτιστης
ικανοποίησης
των ζωτικών
και λοιπών αναγκών
του συνόλου
(και όχι μέρους)
της κοινωνίας, η
μετάβαση στην
αυθεντική
ιστορία της
ανθρωπότητας,
με κυρίαρχη
την τάση της
ύπαρξης και
ανάπτυξης εσωτερικών
δεσμών, εσωτερικών
σχέσεων μεταξύ
των ανθρώπων
ως ενιαίου
όλου, καθίσταται
νομοτελής
αναγκαιότητα.
3. Ηθική,
πολιτική και
δίκαιο ως πτυχές
του κοινωνικού
συνειδέναι.
Η
σχέση των
ανθρώπων, ως
κοινωνικών
όντων προς τους
αντικειμενικούς
όρους της
ύπαρξής τους
(πρωτίστως
προς τους
όρους της
εργασιακής
επενέργειας
στην φύση και
των εντός, περί
και εξ’ αφορμής
αυτής και των
εκάστοτε
αποτελεσμάτων
της σχέσεων
μεταξύ των
ανθρώπων)
εκφαίνεται στο
κοινωνικό συνειδέναι.
Το τελευταίο
είναι αφ’ ενός
μεν συν-ειδέναι,
δηλαδή
γνωστική σχέση
του
υποκειμένου
προς το αντικείμενο
(επιστητό), αφ’
ετέρου δε συν-ειδέναι,
δηλαδή συνειδητοποίηση
και
προτρέχουσα
σύλληψη της
αλληλεπίδρασης
των ανθρώπων,
των αμοιβαίων
σχέσεων και
της επικοινωνίας
τους (των
ανθρώπων ως υποκειμένων).
Χαρακτηριστικό
του κοινωνικού
συν-ειδέναι
είναι η
αντανάκλαση
του
υποκειμένου ως
υποκειμένου
και η
επενέργεια
στους
ανθρώπους ως υποκείμενα
μέσω πράξεων, αισθημάτων
(και
συναισθημάτων)
και νόησης
(σκέψης). Σε
συνάρτηση με
την υπεροχή
μιας από τις
προαναφερθείσες
μορφές
αντανάκλασης
και
επενέργειας η κοινωνική
συνείδηση
υποδιαιρείται
σε τρεις
βασικές μορφές:
ηθική,
αισθητική και
φιλοσοφία (διεξοδικότερα
βλ. Βαζιούλιν 2004, σσ.233-279
και Πατέλη 1999).
Η ηθική
μορφή της
συνείδησης
αφορά το πεδίο
συνειδητοποίησης
και
πραγματοποίησης
πράξεων
(στάσεων,
συμπεριφορών,
διαβημάτων,
εγχειρημάτων
κ.λπ.) οι οποίες
εξετάζονται
από την άποψη
της ωφέλειας
είτε της βλάβης
που μπορούν να
επιφέρουν σε
άτομα, ομάδες
και στην κοινωνία
συνολικά, δηλ.
από την άποψη
του καλού και
του κακού.
Ύψιστο καλό
(αγαθό, αρετή)
είναι οι
ενέργειες που
κατά τον
βέλτιστο τρόπο
συμβάλλουν στη
διατήρηση και
ανάπτυξη της
κοινωνίας, της
ανθρωπότητας
ως ολότητας. Ως
εκ τούτο, στα
πλαίσια της
ηθικής συνείδησης
συνειδητοποιείται
κατ’ αρχήν και
με ποικίλους
τρόπους η
δυνατότητα και
η αναγκαιότητα
ενοποίησης της
ανθρωπότητας,
μιας πανανθρώπινης
κοινωνίας.
Στις βαθμίδες
εκείνες της
ανάπτυξης της
κοινωνίας στις
οποίες
δεσπόζουν
αντίθετα και
αντιφατικά συμφέροντα,
η εν λόγω μορφή
κοινωνικής
συνείδησης αποκτά
δύο επιπλέον
αναγκαίες και
αλληλένδετες
εκφάνσεις: την πολιτική
και το δίκαιο.
Η πολιτική
συνείδηση
είναι ένα
περίπλοκο
πεδίο
αισθημάτων, συναισθημάτων,
βιωμάτων,
σκέψεων αλλά
κατά κύριο
λόγο πράξεων,
ορμώμενων από
τη
συνειδητοποίηση
της ουσιώδους
διαφοράς,
αντίθεσης και
αντίφασης του
δρώντος έναντι
εκείνου προς
τον οποίο
κατευθύνεται η
πράξη, για την
επίτευξη
(ικανοποίηση,
εδραίωση κ.λ.π.)
ορισμένων
υλικών
συμφερόντων. Η πολιτική
εξουσία ασκείται
για τη διασφάλιση
(βίαια ή μη,
κατασταλτικά ή
συναινετικά)
της υπαγωγής
των ανθρώπων
στους κανόνες
και στις φερόμενες
ως γενικές
κοινωνικές σκοποθεσίες
του εκάστοτε
(ιστορικά
συγκεκριμένου)
τύπου
διοίκησης. Βασικό
διακύβευμα της
πολιτικής
είναι ο αγώνας
για κυριαρχία
κι υποταγή, στο
επίκεντρο του
οποίου
βρίσκεται το ποιος
και πώς θα έχει
στη διάθεσή
του τα μέσα της
άγρας και της
παραγωγής εν
όσο θα είναι
αναγκαία η άνιση
σχέση προς τα
μέσα άγρας και
παραγωγής των διαφόρων
ανθρώπων,
ομάδων και
ενώσεων. Ο
αγώνας αυτός
είναι
συνυφασμένος
με την ύπαρξη
της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας
επί των μέσων
άγρας και
παραγωγής, και
θα διεξάγεται
όσο θα υπάρχει
άνιση πρόσβαση
των μελών της
κοινωνίας στην
διάθεση των
μέσων άγρας
και παραγωγής,
άρα και των
μέσων
κατανάλωσης. Το
κύριο γνώρισμα
της εξουσίας
είναι οι σχέσεις
κυριαρχίας
και υποταγής.
Οι
βιολογικά
απαραίτητες
ανάγκες είναι
κοινές στον
άνθρωπο και
στα ζώα, είναι εν
πολλοίς
ζωώδεις
ανάγκες. Ως εκ
τούτου η
πολιτική, ως
συμπυκνωμένη
έκφραση του
αγώνα των
ανθρώπων για
τα πραγματικά
μέσα και τους
τρόπους
ικανοποίησης
αυτών των
ζωωδών
αναγκών, είναι
εκδήλωση του
εισέτι μη
εξανθρωπισμένου
χαρακτήρα των
ανθρώπινων
σχέσεων. Άρα
και οι περί την
πολιτική
αντιλήψεις,
σκέψεις, συναισθήματα
και πράξεις
δεν
χαρακτηρίζονται
κατ’ εξοχήν από το
καθαυτό
ανθρώπινο, από
το καθαυτό
κοινωνικό στοιχείο.
Στο βαθμό που η
πολιτική
σύγκρουση
επιτείνεται οι
αντίμαχοι και
ανταγωνιστές
μετέρχονται
κάθε μέσου,
επιδιώκουν την
επίτευξη των
σκοπών τους με
θεμιτά και
αθέμιτα μέσα, παντίοις
τρόποις. Αυτό
ισχύει σε
βαθμό ευθέως
αντίστοιχο της
ιδιοτέλειας
των σκοπών που
πρεσβεύει ο
κάθε αντιμαχόμενος,
αλλά και της
οξύτητας, του
αδυσώπητου
χαρακτήρα του
αγώνα για
επιβίωση. Στο
βαθμό που
ισχύει αυτό, η
ιδιοτελής
πολιτική σκοπιμότητα
υποτάσσει την
ηθική
προβληματική.
Ο
αγώνας αυτός
για την
επικράτηση,
για την εξουσία
και την
κυριαρχία
μέρους της
κοινωνίας επί
άλλου μέρους
της κοινωνίας,
ως
συμπυκνωμένη
έκφανση του
αγώνα για
επιβίωση,
περνά ιστορικά
από διάφορες
φάσεις: από
έντονες αδυσώπητες
συρράξεις
(εξεγέρσεις,
επαναστάσεις,
πολέμους),
μέχρι περιόδους
σχετικά
ειρηνικής
συνύπαρξης των
αντιμαχομένων,
μέχρι την
επόμενη αλλαγή
των συσχετισμών
των δυνάμεων
και των
αντιμαχομένων στρατοπέδων
(Βαζιούλιν
2004 σσ. 260-263).
Από την
παραπάνω
διαπάλη,
προκύπτει και το
δίκαιο, ως
σύνολο κανόνων
και κανονισμών
που διέπουν
τις πράξεις
των ανθρώπων,
οι οποίοι (κανόνες
και
κανονισμοί) θεσπίζονται
είτε
επικυρώνονται
από το κράτος,
από την
πολιτική
εξουσία. Το
δίκαιο είναι
κατά κύριο
λόγο το
κωδικοποιημένο
πλαίσιο
ενεργειών των
φορέων των
νικητών, των
εκάστοτε
κυρίαρχων υλικών
συμφερόντων,
που
κατευθύνονται
στην επιβολή
επί των
ηττημένων των
όρων εκείνων
και των κανόνων,
οι οποίοι
διασφαλίζουν,
εδραιώνουν
και
αναπαράγουν τα
κυρίαρχα υλικά
συμφέροντα.
Οι
συγκεκριμένες
ιστορικά μορφές
του δικαίου
εξαρτώνται
κατ’ αρχήν από
τον εκάστοτε συσχετισμό
των ταξικών
και πολιτικών
δυνάμεων και
από τον
χαρακτήρα της
νίκης που
κατήγαγε η
εκάστοτε
κυρίαρχη τάξη.
Το
δίκαιο
ιστορικά
ανέκυψε ως
βαθμιαία επικύρωση
εθίμων και
ηθών («εθιμικό
δίκαιο») κατά τη
μετάβαση από
το πρωτόγονο
κοινοτικό σύστημα
στην ταξική
κοινωνία (βλ.
και Vecchio).
Τα πρώτα
συστήματα δικαίου
εμφανίσθηκαν
στην
αρχαιότητα και
στον Μεσαίωνα
(π.χ. αττικό
δίκαιο,
ρωμαϊκό
δίκαιο,
κώδικας του
Ιουστινιανού,
«Νεαραί») και
συνδέονται με
τη σχετική
ανάπτυξη των εμπορευματικών
και χρηματικών
σχέσεων.
Ωστόσο, επί δουλοκτησίας
και φεουδαρχίας,
το δίκαιο δεν
αποκτά
διακριτή
αυτοτέλεια από
τις υπόλοιπες
πλευρές της
κοινωνικής
(οικονομικής,
πολιτικής,
θρησκευτικής
κ.λπ.) ζωής. Ως
κατά τον
μέγιστο δυνατό
βαθμό
αυτοτελές
πεδίο της
κοινωνικής
ζωής, της
συνείδησης και
του
εποικοδομήματος
προβάλλει το
δίκαιο επί κεφαλαιοκρατίας,
στην άνοδο και
εδραίωση της
οποίας
διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο
(βλ. και
Πασουκάνις, Tigar & Levi). Τα
συστήματα του δικαίου
αναπτύσσονται
και
εκλεπτύνονται
στη βάση της απαραίτητης
για την
κεφαλαιοκρατία
τυπικής-νομικής
ισότητας των
ατόμων-πολιτών
(ισονομία).
4. Η δικαιοσύνη
ως κριτήριο
διατήρησης ή
αλλαγής των
αντικειμενικών
όρων ύπαρξης
των ανθρώπων.
Όπως
διαπιστώσαμε,
η δικαιοσύνη είναι
μια έννοια που
άπτεται πτυχών
της ηθικής, της
πολιτικής και
του δικαίου. Οι
έννοιες του
καλού και του
κακού
τοποθετούνται σε
ένα υψηλότερο
επίπεδο
γενίκευσης και
αφαίρεσης,
επιτρέποντας
την διατύπωση
ηθικών κρίσεων
περί ορισμένων
ηθικών
φαινομένων εν
συνόλω. Σε
αντιδιαστολή
με τις έννοιες
του καλού και
του κακού, οι
οποίες
χαρακτηρίζουν
ηθικά ορισμένα
φαινόμενα
(στάσεις,
συμπεριφορές,
πράξεις,
ενέργειες, διαβήματα,
παραλείψεις,
αδράνεια, κ.ο.κ.), η
δικαιοσύνη
χαρακτηρίζει
πιο συγκεκριμένα
τη συσχέτιση
μερικών
φαινομένων,
είτε και τη
συνολική
εκτίμηση της
εκάστοτε
κατάστασης της
κοινωνίας, από
την άποψη της
συσχέτισης και
της κατανομής
του καλού και
του κακού στις
σχέσεις μεταξύ
των ανθρώπων.
Υπό αυτό το
πρίσμα, μέσω
των εννοιών
δικαιοσύνη και
αδικία, οι
άνθρωποι
εκτιμούν το
σύνολο των
κοινωνικών
όρων της
ύπαρξής τους
και διαμορφώνουν
την αντίληψή
τους αναφορικά
με την ανάγκη και
την
σκοπιμότητα διατήρησης
ή αλλαγής
αυτών των όρων.
Υπό το
πρίσμα της
δικαιοσύνης
εξετάζονται οι
τρόποι κατανομής
μεταξύ των
ανθρώπων αγαθών
εν ανεπαρκεία
(π.χ. της
βέλτιστης από
ποσοτικής και
ποιοτικής
απόψεως
πρόσβασης σε υλικά
αγαθά και
υπηρεσίες για
την
ικανοποίηση κατ’
αρχάς των
βιολογικών
αναγκών, της
βέλτιστης πρόσβασης
σε
δημιουργικές
ασχολίες που
αναπτύσσουν
τον άνθρωπο
και σε
κεκτημένα του
πολιτισμού).
Αφορά λοιπόν
τον τρόπο
συσχέτισης των
ανθρώπων προς
αλλήλους,
διαμεσολαβημένο
από την
πρόσβαση ή μη σε
επιθυμητά και
διεκδικούμενα
αγαθά.
Από αυτή
την άποψη, όσο η πρόσβαση
αυτή είναι
άνιση, όσο
δηλαδή η ύπαρξη
της εκμετάλλευσης
ανθρώπου από
άνθρωπο είναι
ιστορικά
αναγκαία,
υπερτερεί η
αδικία και η
προοπτική της
εξάλειψης
αυτής της
εκμετάλλευσης
προβάλλει ως
προοπτική της
δικαιοσύνης.
Ωστόσο, οι
αντικειμενικοί
όροι αυτής της
προοπτικής,
που εμφανίζονται,
διαμορφώνονται
και ωριμάζουν
ιστορικά,
συνειδητοποιούνται
σε αντίστοιχες
περί
δικαιοσύνης
αντιλήψεις. Οι
τελευταίες
διίστανται,
διαφέρουν και
αντιτίθενται,
στον βαθμό που
διίστανται,
διαφέρουν και
αντιτίθενται
τα υλικά
συμφέροντα ατόμων,
ομάδων (τάξεων)
και της
κοινωνίας συνολικά,
ενώ η εκάστοτε
κυρίαρχη περί
δικαιοσύνης
αντίληψη, εμπεδώνεται
και
εσωτερικεύεται
σε επίπεδο
καθημερινής
πρακτικής
εντός των
κυρίαρχων
σχέσεων, αλλά σε
γενικές
γραμμές,
επιβάλλεται και
από τους
φορείς των
κυρίαρχων υλικών
συμφερόντων ως
ψευδογενική
δικαιοσύνη,
που δήθεν
εκφράζει το
σύνολο της
κοινωνίας
(μέσω του δικαίου,
των θεσμών, κ.λπ.).
Μάλιστα, οι
αντιλήψεις
αυτές,
μεταβάλλονται
ιστορικά και
κατά τόπους. Φερ’
ειπείν, κατά
την
αρχαιότητα, η
δουλεία
αντιμετωπιζόταν
ως φυσική
κατάσταση των
κατ’
Αριστοτέλη
«ομιλούντων
εργαλείων», ενώ
η φεουδαρχία
και η δουλοπαροικία
εθεωρείτο από
την ανερχόμενη
αστική τάξη
άδικος και
αναξιοπρεπής
αναχρονισμός,
που άξιζε να
ανατραπεί.
Υπό
ορισμένη
οπτική γωνία, η
δικαιοσύνη
μπορεί να προβάλλει
και να
λειτουργεί ως
ηθική διάσταση
των ορίων της
συναίνεσης των
μη
προνομιούχων,
των
υφιστάμενων
την
εκμετάλλευση,
την καταπίεση,
είτε (στην
περίπτωση της
υπέρβασης
αυτών των
ανεκτών ορίων,
που
συνειδητοποιείται
ως κοινωνική
αδικία,
διαφθορά, κ.ο.κ.)
της
διεκδίκησης
της αλλαγής
των όρων ύπαρξής
τους. Στην
τελευταία
περίπτωση,
έχουμε σαφή
συμπτώματα
εκδήλωσης σε
μαζική κλίμακα
και σε επίπεδο
καθημερινής
συνείδησης,
της ηθικής
φθοράς
ιστορικά παρωχημένων
οικονομικών
και κοινωνικών
σχέσεων και
θεσμών.
Ωστόσο, ο
φιλοσοφικός
στοχασμός, εάν
δεν επιθυμεί
να αναλίσκεται
σε αφηρημένες
ηθικολογίες
και σε
αυθαίρετες
δεοντολογικές
κατασκευές εκ
του ασφαλούς,
δεν
περιορίζεται
σε φιλοσοφίζουσες
επαναδιατυπώσεις
των βιωμάτων
που προκαλούν
στους φορείς
της καθημερινής
συνείδησης τα
ως άνω
συμπτώματα,
ούτε και σε
εκτός
ιστορικού
τόπου και
χρόνου σχήματα,
δίκην
διαχρονικά
αμετάβλητων
αρχών. Οι
αφηρημένες
ιδέες περί δικαιοσύνης,
εννοούμενης ως
ανιστορικής
αυταξίας, και τα
περί δικαίου
αισθήματα δεν
μπορούν να
υποκαθιστούν
την θεωρητική
(φιλοσοφική
και
διεπιστημονική)
διερεύνηση των
πραγματικών
δυνατοτήτων
και της
νομοτελούς
αναγκαιότητας
διεξόδου από
τα κοινωνικά
αδιέξοδα που βιώνονται
από τους
ανθρώπους ως
καταστάσεις
αδικίας.
Στην
ιστορία της
κοινωνικής
και ηθικής
φιλοσοφίας οι
περί δικαιοσύνης
απόψεις
προτάσσουν
ποικίλες
θεωρίες,
απόψεις και
αρχές: του
ηδονισμού, του
ενστίκτου, της
κατηγορικής
προσταγής, του
ωφελιμισμού,
της ενόρασης,
της επιταγής,
κ.ά. (βλ. Πελεγρίνη).
Η πληροφοριακή
διαφοροποίηση
των περί δικαιοσύνης
θεωριών
«αντιστοιχεί
στο ερώτημα
της πολλαπλότητας
των μεταβλητών
εστίασης» (Σεν, σ.
129). Ο Ηράκλειτος
θεωρεί τη
δικαιοσύνη και
την αδικία ανθρώπινες
ιδιότητες: «τῷ μὲν θεῷ
καλὰ πάντα καὶ
ἀγαθὰ καὶ
δίκαια, ἄνθρωποι
δὲ ἃ μὲν ἄδικα
ὑπειλήφασιν ἃ
δὲ δίκαια» 91 (102). Κατά τον
Σωκράτη και
τον Πλάτωνα η
δικαιοσύνη
είναι
θεμελιώδης
αρετή μαζί με
τη σοφία, την ανδρεία,
τη σωφροσύνη
και την
ευσέβεια, ενώ
το «αδικείν»
είναι
αισχρότερο του
«αδικείσθαι». Ο
Αριστοτέλης θεωρεί
την δικαιοσύνη
βασική αρετή,
χαρακτηρίζοντάς
την ως
«αλλότριον
αγαθόν μόνη
των αρετών, ότι
προς έτερόν
εστιν» (Ηθ. Νικ. Ε1,1130α
3) και εισάγει τη
διάκριση μεταξύ
εξισωτικής
και κατανεμητικής
δικαιοσύνης.
Συνολικά στην
αρχαία
ελληνική
φιλοσοφία η
δικαιοσύνη
θεωρείται αρετή
για τον άνθρωπο
και την
κοινωνία. Στη
χριστιανική
ηθική της φεουδαρχίας,
η δικαιοσύνη
συνδέεται με
την ενώπιον
Θεού ισότητα,
ως επέκεινα
φαντασιακή
αναπλήρωση των
δια της
«ευγενικής»
προελεύσεως
οριζομένων ανισοτήτων
του εντεύθεν
κόσμου.
Η
αστική
αντίληψη περί
δικαιοσύνης
συνδέεται με
την τυπική
ισότητα
(ισονομία) και
τις περί
φυσικού
δικαίου
θεωρίες. Στα
αστικά
«νεοφιλελεύθερα»
ιδεολογήματα
περί «αξιοκρατίας»,
έχουμε τον
εκφυλισμό των
αιτημάτων της
ανερχόμενης
αστικής τάξης
περί ισότητας,
δικαιοσύνης
και ελευθερίας (βλ.
και Young). Η
νεοφιλελεύθερη
αναθεώρηση των
αξιακών καταβολών
της αστικής
τάξης που
κυριαρχεί στις
μέρες μας,
εκδηλώνεται με
εκείνο τον
ακραίο
κοινωνικό μινιμαλισμό,
που παραιτείται
από κάθε
θετικό
προσδιορισμό
της καταπολέμησης
της αδικίας,
της ανισότητας
και της
ανελευθερίας,
και περιορίζεται
αρνητικά στους
όρους
εδραίωσης της
αδιαμφισβήτητης
πλέον
ανισότητας και
ανελευθερίας,
είτε σε όρους
διαχείρισής
τους προς
διασφάλιση συναίνεσης.
5.
Ορισμένα
συμπεράσματα.
Συχνά
η άκρατη
ιδιοτέλεια
παρουσιάζεται
ως δήθεν
βιολογικός
νόμος. Ωστόσο,
στα ανώτερα
ζώα παρατηρούνται
«αλτρουιστικές»
συμπεριφορές,
κατά τις
οποίες εκείνο
που
διαδραματίζει
τον κύριο ρόλο
στην συμπεριφορά
του ατόμου, δεν
είναι η
επιβίωση του
ίδιου ως
μεμονωμένου
ατόμου, αλλά
αναγκαιότητα διατήρησης
της ζωής του
είδους (του
γένους) ως όλου.
Τέτοιου τύπου
συμπεριφορές
συνιστούν
προϋπόθεση του
πράττειν χάριν
της ενότητας
και της επιβίωσης
του ανθρώπινου
γένους.
Όταν
καθίσταται
εφικτή η
ικανοποίηση
των αναγκών των
μελών της
κοινωνίας
υπεράνω του
άκρως
απαραιτήτου
ελαχίστου των
προς το ζην πόρων,
οι
αλληλεπιδράσεις
των ανθρώπων
υποδιαιρούνται
σε εξωτερικές
και
εσωτερικές.
Συνάμα,
διακρίνονται ως
σχετικά
αυτοτελείς
σφαίρες του
κοινωνικού
γίγνεσθαι η
πολιτική και το
δίκαιο –ως
ιδιότυπη έκφανση
των κατ’ εξοχήν
εξωτερικών
δεσμών μεταξύ
των ανθρώπων
(ως έκφανση της
κατ’ εξοχήν
εξωτερικής
ομοιότητας των
ανθρώπων και
ως κατ’ εξοχήν
εξωτερική
ενότητα των
ανθρώπων)– και η
ηθική, ως
ιδιότυπη
σφαίρα
έκφρασης των
κατ’ εξοχήν
εσωτερικών
δεσμών των
ανθρώπων (Βαζιούλιν
2006, σ.21). Στο βαθμό
που εσωτερικοί
και εξωτερικοί
δεσμοί αντιδιαστέλλονται,
τα πεδία αφ’
ενός μεν της
ηθικής, αφ’
ετέρου δε της
πολιτικής και
του δικαίου αντιδιαστέλλονται
επίσης και εν
πολλοίς αλληλοαναπαράγονται,
αλληλοπροσδιορίζονται
αλληλοαποκλειόμενα.
Η σχέση αυτή
εκφράζεται αφ’
ενός μεν, με την
υπαγωγή της
ηθικής στην
ιδιοτελή
πολιτική
(πάντα
ηθικολογικά
επενδεδυμένη)
ή στον
δικαιικό
φορμαλισμό (με
πολλαπλά μέτρα
και σταθμά), με
την φαρισαϊκή
υποκρισία, με
την επιβολή
της κυρίαρχης
εκδοχής ηθικής,
κ.ο.κ., αφ’ ετέρου
δε με την
αναγωγή της
ηθικής σε
υπεράνω του
κοινωνικού γίγνεσθαι
απόλυτες και αφηρημένες
ανιστορικές
αρχές ενός
ακαδημαϊκού δεοντολογισμού.
Η
κατάσταση
επιτείνεται
λόγω του ότι σε
αυτή την περίπτωση,
οι εξωτερικοί
δεσμοί προβάλλουν
ως εσωτερικοί
και τανάπαλιν. Τότε,
στο επίπεδο της
καθημερινής
συνείδησης και
του κοινού νου, ενδέχεται
να ανακύπτουν
ποικίλες
αντιλήψεις περί
δικαιοσύνης
και αδικίας,
ωστόσο, μόνον η
επιστημονική
έρευνα, η
κοινωνική
θεωρία και η
αυθεντική
φιλοσοφία μπορούν
να αναδείξουν
την
αναπτυσσόμενη
και μη ορατή
στην επιφάνεια
τάση
ενοποίησης της
ανθρωπότητας.
Στην
ανταγωνιστική
κοινωνία
ποικίλες
ενώσεις ανθρώπων
σε ιδιοτελή
βάση,
συνιστούν
ορισμένη
ενότητα μέσω
του διαχωρισμού,
μιαν ενότητα
αλλοτριωμένη
και αλλοτριωτική.
Κατά την
διαμόρφωση της
ανθρωπότητας,
οι εσωτερικοί
δεσμοί
προβάλλουν
κατ’ αρχάς ως
αναγκαιότητα επιβίωσης
της
ανθρωπότητας,
δια της
αποτροπής των
καταστροφικών
επιπτώσεων μέσων
και τρόπων
επενέργειας
στην φύση και
στην κοινωνία,
που δεν
ορίζονται από
το σύνολο της
ανθρωπότητας. Εδώ
πρόκειται
μάλλον περί
της
αρνητικής-αποφατικής
έκφανσης του
εσωτερικού
δεσμού της
ανθρωπότητας
ως όρου
ύπαρξής της.
Η θετική
έκφανση του
εσωτερικού
δεσμού της
ανθρωπότητας,
συνίσταται
στην ωρίμανση
εκείνων των
αναγκαίων και
ικανών αντικειμενικών
όρων (υπέρβαση
του αγώνα για
επιβίωση και
κατίσχυση, ικανοποίηση
κατά τον
βέλτιστο τρόπο
των αναγκών, καθολική
πρόσβαση σε
δημιουργικές
δραστηριότητες,
πραγματική κοινωνικοποίηση
του χαρακτήρα
της εργασίας,
κ.ο.κ.) που
οδηγούν στην
ενοποίηση της
ανθρωπότητας,
στην αυθεντικά
ανθρώπινη
ιστορία της.
Όταν
αυτό θα
καταστεί
εφικτό, θα
σημάνει και
την πραγμάτωση
της ηθικής και
την επίτευξη της
αυθεντικής, της
πανανθρώπινης
δικαιοσύνης,
με αντίστοιχο
μαρασμό της
πολιτικής και
του δικαίου.
Οπότε και η
ηθική θα
εκλείψει ως διακεκριμένη
και
ετεροπροσδιοριζόμενη
σφαίρα, και θα
καταστεί πτυχή
αδιαχώριστη
της συνθετικής
συνείδησης των
ολόπλευρα
αναπτυσσόμενων
προσωπικοτήτων.
Ωστόσο,
η ριζική
ανασυγκρότηση
της
ανθρωπότητας
ως εσωτερικά
ενιαίου όλου, η
μετάβαση στην
αυθεντικά
ανθρώπινη
ιστορία, δεν
συνιστά απλή
ηθική αξίωση
αποκατάστασης
της δικαιοσύνης,
αλλά μιαν
αδήριτη
αναγκαιότητα,
η μη επίτευξη
της οποίας θα
οδηγήσει
νομοτελώς στην
αυτοκαταστροφή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλους, Ηθικά
Νικομάχεια, βιβλία
Ι –X,
http://www.mikrosapoplous.gr/texts1.htm#nicom1-10.
Βαζιούλιν
Β. Α. «Η λογική της
ιστορίας της
αλληλεπίδρασης
ηθικής και
πολιτικής». Διάπλους
14, (2006): 18-22.
Βαζιούλιν
Β. Α. Η λογική
της ιστορίας.
Ζητήματα
θεωρίας και
μεθοδολογίας.
Μετάφραση,
επιμέλεια,
υπομνηματισμός
και πρόλογος Δ.
Πατέλη. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα, 2004.
Βαζιούλιν
Β. Α. «Τα παράδοξα
της
αξιοπρέπειας
υπό το πρίσμα
του Μαρξ». Ουτοπία
30 (1998): 143-146.
Βορέα
Θ. Ηθική,
Ακαδημειακά, τ. 4.
Αθήνα: ΟΕΔΒ, 1957.
Ένγκελς Φ., Η
καταγωγή της
οικογένειας,
της ατομικής
ιδιοκτησίας
και του
κράτους. Αθήνα:
Σ.Ε., 1997.
Hegel G. W. Fr. Φιλοσοφία
της ιστορίας.
Τόμοι Α-Β. Αθήνα:
Νεφέλη, 1980-1981.
Κέην Μ. Ο
Μαρξ και ο
Ένγκελς για το
δίκαιο, Θεσ/κη:
Παρατηρητής,
χ.χ.
Μάλτσεφ
Γ.Β. Ο αστικός
εξισωτισμός.
Μόσχα, 1984.
Μαρξ
Κ. Το κεφάλαιο.
Τ. 1-3. Σύγχρονη
Εποχή. Αθήνα, 1978.
Μαρξ
Κ. Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ,
εκδ. Στοχαστής,
Αθήνα 1989-90.
Μαρξ
Κ. θεωρίες για
την υπεραξία.
Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα,
τόμ.1- 3.
Μαρξ
Κ. Κριτική του
προγράμματος
της Γκοτα.
Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα,
(χ.χ.)
Παπανούτσου
Ε. Π. Ηθική.
Πέμπτη έκδοση,
τ. 1-2. Αθήνα –
Γιάννιννα: Δωδώνη,
1995.
Παπανούτσου
Ε. Π. Πολιτεία
και
δικαιοσύνη. Αθήνα:
Φιλιππότης, 1989
Πασουκάνις
Ε. Μαρξισμός
και δίκαιο, Αθήνα:
Οδυσσέας, 19852.
Πατέλη
Δ. «Η θρησκεία ως
μορφή
κοινωνικής
συνείδησης». Ουτοπία
34 (1999): 99-124.
Πατέλη
Δ. Τα λήμματα: «Δίκαιο,
δικαιοσύνη,
δικαίωμα,
ιδιοκτησία,
καταπίεση,
εργασία,
κοινωνία,
κοινωνικοοικονομική
δομή, κοινωνικοοικονομικός
σχηματισμός,
πολιτικό σύστημα
της κοινωνίας,
εξουσία,
υποκειμενικός
παράγοντας, υποκείμενο, συμφέρον, συναίνεση, συνείδηση
κοινωνική,
συνείδηση
ταξική, συνειδητό
και αυθόρμητο», στο
πεντάτομο
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ τ.1-5. Αθήνα:
Καπόπουλος, 1994-1995.
Παυλίδη
Π. «Κοινωνικό ιδεώδες:
μεταξύ
θρησκείας και
επιστήμης». Ουτοπία
55 (2003):119-137.
Πελεγρίνη
Θ. Ηθική και
φιλοσοφία. Αθήνα:
Ελληνικά
Γράμματα, 1997.
Rawls John. Η Δικαιοσύνη
ως Ακριβοδικία.
Αθήνα: Πόλις, 2003
Rawls John. Θεωρία της
Δικαιοσύνης. Αθήνα:
Πόλις, 2001.
Σεν Αμάρτυα.
Επανεξετάζοντας
την ανισότητα. Αθήνα:
Καστανιώτης, 2004.
Tigar Μ. Ε. Levi Μ. R. Το δίκαιο και
η άνοδος του
καπιταλισμού. Αθήνα:
1981.
Vecchio G. Ιστορία
της φιλοσοφίας
του δικαίου. Αθήνα:χ.χ.
Young
M. The Rise of the Meritocracy. 1870-2033. An Essay on Education and Equality. Harmondsworth: Penguin Books, 1967.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ,
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.
[1] Περί του είδους του υποκειμένου σε συνάρτηση με τις ιστορικές μορφές του καταμερισμού της εργασίας κατά το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας, βλ. Μαρξ 1978, σσ. 327-523.