Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

THE DIALECTICS OF THE MAKING OF POLITICAL ECONOMY

 

Συγγραφέας: Δημήτρης Σ. Πατέλης, Επίκουρος Καθηγητής Του Πολυτεχνείου Κρήτης

Author: Dr. Dimitrios S. Patelis, Assistant Professor. Dept. of Sciences. Technical University of Crete

 

(Δημοσιεύθηκε στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, τεύχος 6, 2004,σελ. 103 – 128)

 

 

Περίληψη

Στο κείμενο αυτό, μέσω λογικής και μεθοδολογικής ανάλυσης της ιστορίας της  προμαρξικής πολιτικής οικονομίας, επιχειρείται συνοπτικά η ανάδειξη των νομοτελειών και των αντιφάσεων που διέπουν την δημιουργία των προϋποθέσεων, την πρωταρχική εμφάνιση και την διαμόρφωση της οικονομικής επιστήμης, την κίνηση της σκέψης από το εξωτερικό στο εσωτερικό, από την επιφάνεια στην ουσία του αντικειμένου, την ανάβαση της νόησης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Η προσέγγιση αυτή καθιστά εφικτή την θεωρητική περιοδολόγηση της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας λαμβάνοντας ως βάση την αλλαγή και την ανάπτυξη του εννοιολογικού και κατηγοριακού συστήματός της, τη μέθοδο. Η κλασική αστικής σκέψη εξετάζεται εδώ ως ιστορικά συγκεκριμένο όλο  (δεδομένης της ποικιλομορφίας και περιπλοκότητάς του) απόψεων περί οικονομίας, πολιτικής, κοινωνικής φιλοσοφίας και θεωρίας της γνώσης. Η συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας της αστικής πολιτικής οικονομίας, επιτρέπει την ανάδειξη ενός φάσματος διαφόρων τάσεων: αφ’ ενός μεν προς διάλυση της επιστήμης και της ίδιας της ορθολογικότητας, αφ’ ετέρου δε, προς αναβάθμιση της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας στο επίπεδο της ωριμότητάς της, στο επίπεδο της συστηματικής θεωρητικής αντανάκλασης του αντικειμένου (του συστήματος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής) μέσω εννοιών και κατηγοριών, σε μια σύνθεση πολλών προσδιορισμών, που εκπροσωπούν την ενότητα ποικίλων πλευρών.

 

Abstract

In this text, an attempt is made through logical and methodological analysis of the history of pre-Marxist political economy, to bring out briefly the laws and contradictions of the beginning, the emergence and the formation of economic science, the movement from the external to the internal, from the surface to the essence of the object (of the subject matter), the ascent of cognitive thinking from the sensual-concrete to the abstract. Such an approach makes it possible to outline the theoretical periodization of the history of political economy, in accordance with the changing and developing system of concepts and categories, in accordance with the method. The classical bourgeois thinking is regarded here as a historically concrete whole (in all its multiformity and complexity) of opinions about policy, economy, social philosophy, and epistemology. The concrete-historical approach to the crisis cognitive situation of the bourgeois political economy, allows to reveal a spectrum of various tendencies: on one hand, to destroy science and rationality as well, and on the other hand, to elevate the political economy of capitalism to the level of maturity, to the level of the systematic theoretical reflection of the object (of the system of capitalist relations of production) in concepts and categories, in a synthesis of many definitions, thus representing the unity of diverse aspects.

 

Λέξεις – κλειδιά:

ιστορία της επιστήμης, φιλοσοφία της επιστήμης, λογική, μεθοδολογία, έννοιες, κατηγορίες, διαλεκτική, πολιτική οικονομία.

Keywords:

History of science, Philosophy of science, Logic, Methodology, Concepts, Categories, Dialectics, Political Economy.

Journal of Economic Literature (J.E.L.) Classification System

B - Schools of Economic Thought and Methodology

B1 - History of Economic Thought through 1925

B4 - Economic Methodology

B12 – Classical

B14 - Socialist; Marxist

B51 - Socialist; Marxian; Sraffian

P16 - Political Economy

 

 

THE DEWEY DECIMAL CLASSIFICATION SYSTEM

100       PHILOSOPHY, PSYCHOLOGY

 

Πολιτική οικονομία, Ιστορία της οικονομικής σκέψης, Ιστορία και Φιλοσοφία της επιστήμης, Λογική και Μεθοδολογία.

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: επιστημολογική τοποθέτηση του προβλήματος

 

Η διερεύνηση των νομοτελειών (τάσεων στα πλαίσια ιστορικά συγκεκριμένου φάσματος δυνατοτήτων) που διέπουν την ερευνητική διαδικασία, συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο της κατανόησης των δημιουργικών και καταστροφικών τάσεων αυτής της διαδικασίας αλλά και της περαιτέρω ανάπτυξης της επιστήμης.

Η αναγκαιότητα τέτοιου είδους ερευνών αποκτά σήμερα επιτακτική επικαιρότητα με τις ριζικές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας τομέας της θεωρίας και της πρακτικής που να μη τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η σύγχρονη διεθνής κοινωνικο - πολιτική συγκυρία επιδεινώνει την κρίση όλου του πλέγματος των κοινωνικών επιστημών (ιδιαίτερα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών θεμελίων τους) και οδηγεί συχνά σε καταστροφικές για την επιστημονική νόηση συνέπειες, στην απόρριψη των κεκτημένων της επιστήμης, σε μια πρωτοφανή τάση ενίσχυσης του εμπειρισμού και του μυστικισμού.

 Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η εξέταση της ιστορίας της επιστήμης υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, αναστοχαστική, θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης «ιδεολογία», δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων).

Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της κοινωνικής συνείδησης. Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται ιδιαίτερα μέσω της μαρξικής συμβολής στην ανάπτυξη της επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής της Κεφαλαιοκρατίας («Κεφάλαιο»). Εκτός από την εγγύτητα της κατηγοριακής νόησης επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, η εν λόγω οργανική σχέση εδράζεται και στην ιδιοτυπία του αντικειμένου, ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και πρωτίστως της πολιτικής οικονομίας ως θεμελιώδους κοινωνικής επιστήμης. Η ορισμένη αλληλοεπικάλυψη των αντικειμένων της έρευνας, δεν σημαίνει αναγωγή της φιλοσοφίας λ.χ. στην επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί μέρους επιστήμη.

Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία ως επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Είναι μια επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα, αντικείμενο της ο­ποίας είναι η περί του αναπτυσσόμενου αντι­κειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του α­ναπτυσσόμενου οργανικού όλου. Ερευνά προ παντός την κατηγοριακή πλευρά της γνωστι­κής διαδικασίας, το σύστημα των διατεταγμέ­νων και ιεραρχημένων κατηγοριών ως αποτε­λεσμάτων της γνωστικής διαδικασίας, την κί­νηση από κατηγορία σε κατηγορία. Είναι η λο­γική της αναπτυσσόμενης, δηλαδή της εν ε­νεργεία νοητικής γνωστικής διαδικασίας, που εξετάζει την κίνηση από λιγότερο ανεπτυγμέ­νες, αφηρημένες κατηγορίες προς περισσότε­ρο ανεπτυγμένες, συγκεκριμένες κατηγορίες.

Η οργανική σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ανάγεται σε μία (αναγκαία, πλην όμως πάντοτε ανεπαρκή εκ των πραγμάτων) διεπιστημονική ευρυμάθεια εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ("Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει"-Ηράκλειτος). Η επιστημονική φιλοσοφία αναπτύσσεται (κατά τη φυλογένεση και την οντογένεσή της) σε συνδυασμό με μία τουλάχιστον από τις επιμέρους επιστήμες. Η επιλογή της προς φιλοσοφική εξέταση επιστήμης θα πρέπει να γίνεται από την «πρώτη γραμμή», από τις πλέον ανεπτυγμένες από θεωρητικής – μεθοδολογικής πλευράς επιστήμες,  από τα διεπιστημονικά πεδία που σχηματίζονται στο μεταίχμιο αυτών των επιστημών. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν στην ιστορία διάφορες επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, λογική κ.λπ.). Η πολιτική οικονομία αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς την οργανική αλληλεπίδρασή της με την επιστημονική φιλοσοφία από την εποχή της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και του Μαρξ. Προνομιακό πεδίο γόνιμης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστήμης διανοίγεται στην εποχή μας και με τις προοπτικές ανάπτυξης του πλέγματος των βιολογικών επιστημών.

Για τον βαθμό επεξεργασίας του προβλήματος. Για την ανάδειξη των νομοτελειών ανάπτυξης της επιστήμης είναι απαραίτητη η μελέτη  της ιστορίας της επιστήμης. Το γεγονός αυτό παραδέχεται ακόμα και ο θετικισμός, από τον Comte μέχρι τον νεοθετικισμό και τους σύγχρονους κριτικούς του. Ωστόσο οι προσεγγίσεις που επιχειρούνται από τα παραπάνω ρεύματα δεν είναι σε θέση να προτείνουν μια θεωρητική λύση. Η μεθοδολογική ανάλυση των αφετηριακών θεμελίων και του σκεπτικού των εν λόγω ρευμάτων δείχνει ότι στην πλειονότητά τους παραμένουν δέσμια των πλαισίων ενός αφ’ ενός μεν επιστημονιστικά φετιχοποιημένου προτύπου, αφ’ εταίρου δε μιας υποκειμενιστικά φενακισμένης αντίληψης περί των «επιστημών του πνεύματος».

Γεγονός είναι ότι στις προσεγγίσεις του ύστερου θετικισμού (βλ. ιδιαίτερα τις έννοιες «παράδειγμα» του Kuhn και «πρόγραμμα επιστημονικής έρευνας» του Lakatos) παρατηρείται μια τάση να συμπεριληφθούν στο πεδίο της έρευνας και κοινωνικές, κοινωνικο - ψυχολογικές παράμετροι εκτός από τις «καθαρά» γνωσιακές. Ανάλογες τάσεις έχουν θέση και στο έργο  γάλλων δομιστών  (βλ. π.χ. του Foucault) καθώς επίσης και στο έργο της γαλλικής ιστορικής - επιστημολογικής σχολής (βλ. π.χ. Bachelard).  Μ’ έναν ιδιότυπο και μάλλον σχετικοκρατικό, ανορθολογικό και βουλησιαρχικό τρόπο είναι παρόν το κοινωνικό-πολιτισμικό στοιχείο και στον μεθοδολογικό πλουραλισμό της «αναρχικής επιστημολογίας» του P. Feyerabent. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έθεσε ο L. Althusser τα θεμελιώδη προβλήματα της μαρξιστικής θεωρίας καθιστά εκ προοιμίου ανέφικτη την θεωρητική και συστηματική αποκάλυψη της διαλεκτικής του γίγνεσθαι της επιστήμης. Ωστόσο η χαρακτηριστική για τα παραπάνω ρεύματα απουσία μιας συνολικής ιστορικής και διαλεκτικής προσέγγισης οδηγεί (ρητά ή έμμεσα) στην διχοτομία μεταξύ γνωσιακής (η οποία ανάγεται στην τυπικο-λογική, σημαντική κ.λπ.) και κοινωνικής (κοινωνικο - ψυχολογικής, κοινωνιομετρικής, θεσμικής, πολιτισμικής, διακειμενικής κ.λπ.) πλευρών της επιστήμης και σε τελευταία ανάλυση σε μια χαώδη  περί επιστήμης αντίληψη, κατά την οποία η τελευταία προβάλλει ως προϊόν της επενέργειας διαφόρων αποσπασματικών παραγόντων. Το πρόβλημα επιτείνεται με τις τάσεις αναγωγής της γνωστικής διαδικασίας σε διαχείριση ροών πληροφορίας και με τα περί «κοινωνίας της πληροφορίας» ιδεολογήματα (για κριτική βλέπε Χ. Ναξάκη). Έτσι, στην πληθώρα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας μπορεί κανείς να βρει ένα τεράστιο πραγματολογικό υλικό, προσεγγίσεις της επιστήμης από την σκοπιά του εξοπλισμού της σύγχρονης τυπικής και μαθηματικής λογικής, την ανάδειξη μιας σειράς θεωρητικών προβλημάτων και πολλών ακόμα σημαντικών επιμέρους ζητημάτων. Ωστόσο από θεωρητικής πλευράς οι περισσότερες από τις υπάρχουσες κατευθύνσεις, στην καλύτερη περίπτωση, δεν παύουν να συνιστούν απόπειρες υπέρβασης του θετικισμού στα πλαίσια του θετικισμού. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται εν πολλοίς και η έμφαση που δίνεται μονόπλευρα (αν όχι αποκλειστικά) στις «θετικές», δηλ. στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες. Όπως είναι φυσικό ο παραπάνω μονόπλευρος και περιορισμένος χαρακτήρας των επιστημολογικών ερευνών, ως κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς που συγκροτεί ορισμένη παράδοση, ασκεί σοβαρή επίδραση και στο έργο μαρξιστών (ή μαρξιστικής αναφοράς) ερευνητών. Οι ανεπάρκειες αυτές εκδηλώνονται  μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι η παράδοση αυτή πρακτικά αγνοεί την θεμελιώδη προβληματική της μετάβασης από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης από τη διάνοια[1] στο λόγο[2].*

Οι έρευνες στον τομέα της (διαλεκτικής) λογικής και μεθοδολογίας της επιστήμης που εμφανίσθηκαν, διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. (ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1950- αρχές της δεκαετίας του 1960), με όλη την αντιφατικότητά τους, οδήγησαν σε μια σειρά μοναδικών και αξεπέραστων στη διεθνή βιβλιογραφία θεωρητικών επιτευγμάτων. Οι έρευνες αυτές στον αντίποδά των επίσημων ιδεολογημάτων της εποχής τους, αντιμετώπισαν πιέσεις, δυσκολίες και αποσιωπήσεις που τις κατέστησαν σχεδόν απροσπέλαστες από το δυτικό αναγνώστη. Η προβληματική που τοποθετήθηκε για πρώτη φορά από τον M.M.Ρόζενταλ αναπτύχθηκε περαιτέρω στα έργα του ταλαντούχου φιλοσόφου Ε. Β. Ιλιένκοφ. Ωστόσο ο τελευταίος διακρίνεται για την (εν μέρει δικαιολογημένη από την πολεμική της συγκυρίας)  επίμονη τάση του για απολυτοποίηση της μεθόδου ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (στην οποία προσδίδεται status άνευ προϋποθέσεων και άνευ όρων καθολικής μεθόδου επιστημονικής έρευνας) με αντίστοιχη υποτίμηση - παράκαμψη της κίνησης της νόησης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο και, συνεπώς για αναγωγή του ιστορικού στο λογικό.

Στα έργα άλλων ερευνητών (Λ. Α. Μανκόφσκι, Ζ. Μ. Ορούντζιεφ κ.α.) προωθείται και εμβαθύνεται η εν λόγω προβληματική, γεγονός που οφείλεται στον όλο και πιο συστηματικό φιλοσοφικό και μεθοδολογικό στοχασμό πάνω στις οικονομικές εργασίες του Κ. Μαρξ (προπαντός στο «Κεφάλαιο»), ένα στοχασμό που προωθείται και από την κριτική επανεπεξεργασία των μεθοδολογικών κεκτημένων της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα του Χέγκελ.

Στις έρευνες του Β. Α. Βαζιούλιν επιτυγχάνεται η διάκριση σε «καθαρή μορφή» της λογικής του θεωρητικού μέρους του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, της μεθόδου ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διαμέσου του αυστηρού διεξοδικού και συστηματικού στοχασμού πάνω στο πολιτικοοικονομικό υλικό και σε συνδυασμό με μια αυθεντική επανεπεξεργασία της αντικειμενικής λογικής της «επιστήμης της λογικής» του Χέγκελ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται σε «καθαρή μορφή» η μαρξική μέθοδος απεικόνισης του ώριμου αντικειμένου (του ώριμου οργανικού όλου) στην ανεπτυγμένη θεωρία (δηλ. στην «αντικειμενική λογική»), καθώς επίσης και προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητας της εν λόγω μεθόδου.

Στις παραπάνω μεθοδολογικές έρευνες η προσοχή επικεντρώνεται κατ’ εξοχήν στη λογική και στη μέθοδο της ώριμης, της διαμορφωμένης επιστήμης. Ωστόσο παρατηρείται ένα κενό στην διερεύνηση της λογικής, της μεθόδου και γενικότερα των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της ανώριμης επιστήμης, το γίγνεσθαί της. Ο Κ. Μαρξ είχε μεν προβεί σε τέτοιου είδους διερεύνηση, στο βαθμό που αυτή του ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση του θεωρητικού μέρους του «Κεφαλαίου», μέσα από την κριτική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου της αστικής οικονομικής σκέψης, ωστόσο δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την αποκάλυψη του μηχανισμού της ανάπτυξης εννοιολογήσεων και νοηματοδοτήσεων του γίγνεσθαι της επιστήμης σε καθαρή μορφή.

Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία που αφορά την ιστορία της οικονομικής σκέψης (βλ. π.χ. τα έργα των E. Roll, J.K. Galbraith, Α.Β. Ανίκιν, Β.Σ. Αφανάσιεφ, P. Θεοχάρη, Γ. Μηλιού, Φ.Γ. Πολιάνσκι, R. L. Heilbroner  κ. α.),  η οποία ωστόσο φωτίζει ανεπαρκώς την λογικο -μεθοδολογική και φιλοσοφική πλευρά. Πολύ περιορισμένη είναι η φιλοσοφική βιβλιογραφία που αφορά την κατηγοριακή ανάλυση της οικονομικής σκέψης. Διάφορες πτυχές της προμαρξικής οικονομικής σκέψης φωτίζονται σε εργασίες των: Β. Α. Βαζιούλιν (νομοτέλειες και κυρίως αντιφάσεις της διαδικασίας της γνώσης στην ιστορία της επιστήμης), Β. Γκ. Γκολομπόκοφ (η εξάρτηση της γνώσης από τον βαθμό ανάπτυξης του αντικειμένου της),Γ. Β. Σταρκ (κοινωνικές πτυχές της γνωστικής διαδικασίας), Μ.Α. Μπουλάτοφ κ.α.

Σε μια σειρά φιλοσοφικών μελετών (J. Bernal, L. Zivkovic, Ε.Β. Ιλιένκοφ, G. Lukacs, M. K. Μαμαρντασβίλι, Μεζούγιεφ, Ν. Β. Μοτροσίλοβα, Β. Ν. Τολστίχ κ.α.) εξετάζονται διάφορες πτυχές και προβλήματα του κοινωνικού χαρακτήρα και της κοινωνικής οροθέτησης της γνωστικής διαδικασίας και της επιστήμης. Ωστόσο παραμένει προς το παρόν ανεπαρκώς επεξεργασμένο το πρόβλημα της εσωτερικής και αμφίδρομης αλληλεπίδρασης αυτών των πτυχών και προβλημάτων με τη μεθοδολογία της γνώσης στην ιστορία της επιστήμης.

Στο παρόν κείμενο εκτίθενται στοιχεία μιας έρευνας η οποία έχει ως στόχο της την ανάδειξη της λογικής, των νομοτελειών της εμφάνισης και διαμόρφωσης (δηλ. του γίγνεσθαι) της οικονομικής επιστήμης, της επιστημονικής νόησης που αντανακλά τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας. Η υλοποίηση του παραπάνω στόχου προϋποθέτει την επίλυση των εξής βασικών και αλληλένδετων ζητημάτων:

·      περιοδολόγηση της ιστορίας της επιστημονικής νόησης με βάση την μεταβαλλόμενη, διαμορφούμενη και αναπτυσσόμενη προσδιοριστία της.

·      συσχέτιση της περιοδολόγησης της ιστορίας της επιστημονικής νόησης με την περιοδολόγηση των σταδίων εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του αντικειμένου της έρευνάς της.

·      αποκάλυψη του εκάστοτε διακρινόμενου επιστητού, αποκάλυψη του τι είναι αυτό που συνιστά το αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας σε κάθε στάδιο (βαθμίδα) του γίγνεσθαι της επιστήμης, δηλ. αποκάλυψη σε κατηγοριακό επίπεδο των στιγμών της εν τω γίγνεσθαι αντικειμενικής λογικής, των στιγμών της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας της γνώσης που επιτυγχάνεται.

·      αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η διαδικασία της γνώσης (δηλ. του πως αναγνωρίζει το  αντικείμενό της η εν τω γίγνεσθαι επιστημονική νόηση), από την άποψη του χαρακτήρα και του επιπέδου ανάπτυξης των μέσων και των τρόπων (δηλ. της μεθόδου) της γνωστικής διαδικασίας, δηλ. αποκάλυψη της «υποκειμενικής λογικής» της επιστημονικής νόησης από την σκοπιά της μορφής του γίγνεσθαί της (σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της).

·      εξέταση του γίγνεσθαι της επιστήμης της Πολιτικής Οικονομίας στα πλαίσια της κλασικής αστικής παράδοσης, (συστατικό μέρος της οποίας αποτελεί και αυτή) με παράλληλη ανάδειξη της μεθοδολογικής συνάφειάς της με την αντίστοιχη θεωρία της γνώσης, την Κοινωνική Φιλοσοφία, τη Φιλοσοφία του δικαίου και τη γνωσιοθεωρία.

·      αποκάλυψη (στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για την φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας) του ιστορικά συγκεκριμένου «μηχανισμού» αλληλεπίδρασης, αλληλοδιείσδυσης και διαμεσολαβημένων αμοιβαίων ανατροφοδοτήσεων κοινωνικοπολιτικών τοποθετήσεων, κοινωνικοφιλοσοφικών, πολιτικοοικονομικών και γνωσεοθεωρητικών-μεθοδολογικών θέσεων.

·      ανάλυση των τάσεων και των διαδικασιών ανάπτυξης, διάλυσης και καταστροφής της επιστήμης.

·      κριτική αποτίμηση της αντιφατικής συμβολής του Hegel στη θεωρητική γνώση του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης σε συνδυασμό με την διερεύνηση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης.

            Η έρευνα οδήγησε στην αποκάλυψη των νομοτελειών που διέπουν το γίγνεσθαι της εν λόγω επιστήμης σε συνδυασμό με τη λογική της ανεπτυγμένης, της ώριμης επιστήμης (της μαρξικής πολιτικής οικονομίας). Ακριβώς αυτές οι νομοτέλειες του γίγνεσθαι της επιστήμης συνιστούν και τη βάση της προτεινόμενης περιοδολόγησης της ιστορίας της. Μάλιστα ως κριτήριο περιοδολόγησης δεν προβάλλει ούτε η εξωτερική χρονολογική αλληλουχία, ούτε και μια αμετάβλητη και στατική αντίληψη περί διαμορφωμένης γνώσης, αλλά η μεταβολή και η ανάπτυξη όλων των συστατικών στοιχείων της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας στην ενότητά τους, η μέθοδος της επιστήμης με την ευρεία έννοια. Γι’ αυτό στην παρούσα εργασία για πρώτη φορά πραγματοποιείται και τεκμηριώνεται συστηματικά η περιοδολόγηση της ιστορίας μιας συγκεκριμένης επιστήμης σε αντιστοιχία με την μεταβαλλόμενη, αναπτυσσόμενη βάση της περιοδολόγησης, στην οποία αντανακλάται η εκάστοτε συγκεκριμένη ιστορική ενότητα εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους κ.λπ., δηλ. η περιοδολόγηση πραγματοποιείται ως προς τα στάδια της διαδικασίας ανάπτυξης της επιστήμης,  ως ενότητας άμεσα αισθητηριακού (συμπεριλαμβανομένου και του πρακτικού) και νοητικού, ως διαδικασίας εμφάνισης του νοητικού από το αισθητηριακό και βαθμιαίου μετασχηματισμού - άρσης του αισθητηριακού από το νοητικό. Φερ’ ειπείν το επίπεδο εκείνο στο οποίο το αντικείμενο της επιστήμης «δεν δίνεται άμεσα από την εμπειρία αλλά  συγκροτείται θεωρητικά στη βάση ενός συγκεκριμένου  εννοιακού-θεωρητικού πεδίου» (Μηλιός Γ.1997, σ.17), δεν προκύπτει εκ του μηδενός ως αποκλειστικά νοητική σύλληψη-κατασκευή και δεν χαρακτηρίζει το σύνολο της ιστορίας της επιστήμης,  αλλά ανακύπτει σε ορισμένη βαθμίδα της κίνησης της γνωστικής διαδικασίας από τη ζωντανή εποπτεία προς το αφηρημένο. Στα πλαίσια των ποικίλων επιπέδων πρακτικής και γνωστικής σχέσης του υποκειμένου προς το αντικείμενο, υπάρχει πληθώρα προσδιορισμών και ορισμών του αντικειμένου (πρακτικών, εμπειρικών και θεωρητικών). Η ίδια η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια δυναμική κίνηση αλλεπάλληλων επαναπροσδιορισμών του γνωστικού αντικειμένου, σε διάφορα επίπεδα διεύρυνσης και εμβάθυνσης της περί αυτού γνώσης. Εάν εκπίπτει από την ιστορική ανασύσταση ο αντιφατικός «μηχανισμός» αυτής της κίνησης, είναι πολύ πιθανό να απολυτοποιηθεί η εκάστοτε βαθμίδα θεωρητικής συγκρότησης του γνωστικού αντικειμένου.    

 

1. Η διαμόρφωση των προϋποθέσεων της επιστήμης. Οι απόψεις των μερκαντιλιστών.

 

Η ανάλυση της υφής μιας σχετικά αυτοτελούς διάκρισης της λειτουργίας της σκοποθεσίας (της επιδίωξης του πλούτου), ενώ διατηρείται η άμεση ένταξη του γνωστικού υποκειμένου στην πρακτική (στην εμπορική-επιχειρηματική δραστηριότητα), αναδεικνύει τις αφετηριακές προϋποθέσεις της πολιτικής οικονομίας. Οι πρώτες γνώσεις περί του αντικειμένου, οι οποίες προκύπτουν κατά την πρωταρχική εμφάνιση του αντικειμένου (κατά την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου) είναι άμεσα συγκεχυμένες με την πρακτική και συνιστούν μάλλον πτυχή αυτής της πρακτικής παρά αυτοτελή  γνωστικό τομέα. Στα πλαίσια της εμπειρικής επιφανειακής οπτικής του φορέα της καθημερινής οικονομικής πρακτικής της εν λόγω εποχής (του εμπόρου) οι γνώσεις αυτές προβάλλουν ως κατ’ εξοχήν περιγραφή πασιφανών πλευρών της αμεσότητας αυτής της πρακτικής, ως συνόψιση της άμεσα αποκομιζόμενης πείρας, ως αισθητηριακή εγκυρότητα και αξιοπιστία αυτής της πρακτικής. Εν τω μεταξύ  πρακτικές, ηθικές, πολιτικές και αισθητικές πτυχές της εν λόγω συγκρητικής δραστηριότητας προβάλλουν για τους μερκαντιλιστές ως άμεση ενότητα. Οι αντιλήψεις που αφορούν τα μέσα, τα αντικείμενα και κατά κύριο λόγο τον σκοπό αυτής της πρακτικής (τον πλουτισμό) παρουσιάζονται εδώ ως γενικές συμβουλές - οδηγίες, ως πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής (Μηλιός Γ. 1997, σ.18, κ. α.).

Η νέα γνώση προβάλλει ως συγκρητική ενότητα παραστάσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται κατά κύριο λόγο η ποιοτική πλευρά της πολυμορφίας του αισθητηριακά αντιληπτού όλου, του αισθητηριακού συγκεκριμένου, με την νατουραλιστική μορφή της (με την μορφή του χρήματος). Η πλευρά της πολυμορφίας του όλου, η οποία αντανακλάται σ’ αυτές τις παραστάσεις (και όπως αντανακλάται) προεκβάλλεται σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου. Η γνώση του αντικειμένου βρίσκεται στο επίπεδο της αμεσότητας, στο επίπεδο του είναι και παρουσιάζεται ως αντιφατική ενότητα μιας συγκεκριμένης ιστορικά αλήθειας (όπως αυτή έχει αποκαλυφθεί) και του αναγκαίου «παράπλευρου προϊόντος» της, μιας εξίσου συγκεκριμένης ιστορικά πλάνης (η οποία μάλιστα ενισχύεται από τον φετιχισμό της αντικειμενικής φαινομενικότητας του αντικειμένου, από τον φετιχισμό του χρήματος). Η μετάβαση από τις λιγότερο αναπτυγμένες προς περισσότερο αναπτυγμένες αντιλήψεις (από τον μονεταρισμό στην «θεωρία του εμπορικού ισοζυγίου») συντελείται υπό την άμεση επίδραση των αλλαγών (και των αναγκών) της πρακτικής. Σ’ αυτό το στάδιο η πηγή της κίνησης της διαδικασίας της γνώσης είναι εξωτερική ως προς την εν λόγω διαδικασία. Εδώ η γνώση απλώς προσαρμόζεται στην πρακτική (στον βαθμό που διαφοροποιείται από την τελευταία).

 

2. Η μετάβαση στην εξέταση των  εσωτερικών συναφειών και στον διαμελισμό μεμονωμένων πλευρών του αντικειμένου ως πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης.

 

α) Οι πρώτες «ανατομικές» προσεγγίσεις του αντικειμένου από τους «πατριάρχες» της αστικής πολιτικής οικονομίας W. Petty   και P. Boisguillebert. Η μετάβαση στην πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης συμπίπτει χρονικά με την έναρξη της διαμόρφωσης του αντικειμένου και συνιστά ποιοτικό άλμα στο γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης. Ένα άλμα που συνδέεται με την έναρξη της κίνησης της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το νοητά αφηρημένο. Το δεδομένο ως απείκασμα της άμεσης ταυτότητας της εποπτείας αντικείμενο διαμελίζεται, «ανατέμνεται», αναλύεται και στη βάση αυτών των διανοητικών πράξεων προσπορίζονται με επαγωγικό τρόπο οι πρώτες αφαιρέσεις - ορισμοί, μεταξύ των οποίων -επεισοδιακά θα έλεγε κανείς- διατυπώνεται και ο ορισμός της ουσίας της αρχής του αντικειμένου διαμέσου της υπόστασης (ο ορισμός της αξίας διαμέσου της εργασίας ορισμένου τύπου, διαμέσου δηλαδή μιας ορισμένης αντίληψης περί υπόστασης).

Η εμβάθυνση της γνώσης (ιδιαίτερα στο έργο του W. Petty) υπαγορεύει μια στροφή προς την εξέταση μαζικών, στατιστικά παρατηρούμενων πλευρών και διαδικασιών του αντικειμένου, από την σκοπιά των ποσοτικών τους συσχετίσεων, της ποσοτικής προσδιοριστίας τους*, γεγονός το οποίο και συνιστά την αρχή της πρώτης άρνησης του περιορισμένου χαρακτήρα μιας εμπειρικής επισήμανσης μεμονωμένων φαινομένων με όλη την ποιοτική ποικιλομορφία τους, κατ’ εξοχήν αποσπασματικά και εκτατικά - ποσοτικά, στην βάση της διαμελιζόμενης ενότητας της άμεσης παράστασης, της ζωντανής εποπτείας.

Από την ανάλυση της πρωταρχικής εμφάνισης της επιστήμης συνάγονται μεθοδολογικά συμπεράσματα σχετικά με την υφή της εμφανισθείσας επιστημονικής νόησης και τον προσδιορισμό της.

Στο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της επιστήμης, εσωτερικός και εξωτερικός προσδιορισμός της διαδικασίας της γνώσης συσχετίζονται μεταξύ τους ως συγκεκριμένη ταυτότητα με διάκριση. Οι πλευρές της ουσίας της επιστήμης ως ιδιότυπου τρόπου παραγωγής γνώσεων (με το αντικείμενο, τα μέσα, το υποκείμενο,  τους στόχους και τα αποτελέσματά του) έχουν πλέον εμφανισθεί, διαδραματίζουν άγοντα ρόλο στην ανάπτυξη της γνώσης, ωστόσο δεν κυριαρχούν ακόμα άμεσα ως ιδιότυπη ενότητα. Όμως ήδη σχηματίζεται και αρχίζει να ενεργεί μια θεμελιωδώς νέα (σε σχέση με την άμεσα πρακτική δραστηριότητα και την συγκεχυμένη με αυτήν γνώση) πηγή ανάπτυξης της διαδικασίας της γνώσης επιστημονικού χαρακτήρα.

 

3. Η συστηματοποίηση της γνωστικής διαδικασίας και της γνώσης από την διάνοια ως διαμόρφωση της επιστήμης.

 

            α)Μια απόπειρα συστηματοποίησης της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της στην βάση ενός κατ’ εξοχήν αποφατικού προσδιορισμού της ουσίας (το σύστημα του Sir James Steuart). Εδώ οι εσωτερικοί, ουσιώδεις και νομοτελείς δεσμοί του αντικειμένου προσδιορίζονται αρνητικά, αποφατικά δεδομένου ότι το μόνο που προσδιορίζεται ρητά είναι απλώς το γεγονός ότι η πηγή της ουσίας του αντικειμένου δεν σχετίζεται με την σφαίρα της αμεσότητας, με την σφαίρα του φαινομένου (το  «θετικό» κέρδος δεν προκύπτει απ’ την ανταλλαγή). Ωστόσο δεν επιτυγχάνεται ακόμα ένας θετικός προσδιορισμός του σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το εσωτερικό. Η εμπειρικά εντοπιζόμενη ανισομέρεια της ανάπτυξης του αντικειμένου που παραπέμπει στην αντιπαραβολή όχι μόνο διαφόρων ταυτόχρονα υπαρχόντων (στον γεωγραφικό χώρο) επιπέδων ανάπτυξης του αντικειμένου, αλλά και σε μια συγκριτική ανάλυση διαφόρων ιστορικών βαθμίδων του (στον ιστορικό χρόνο) οδηγεί την νόηση του ερευνητή σε κάποια στοιχεία, σε κάποια ψήγματα ιστορισμού. Στη βαθμίδα της διάνοιας αρχίζει να χειρίζεται ιδεατοποιημένα αφηρημένα αντικείμενα (π.χ. «ιδεατή χρηματική μονάδα» κ.λπ.), στην θέση της (χαρακτηριστικής για τον μερκαντιλισμό) νατουραλιστικής ενατενιστικότητας αρχίζει να προωθείται μια κατασκευασμένη «καθαρά» νοητική αφαίρεση της διάνοιας.

 

            β)Το σύστημα των φυσιοκρατών είναι μια απόπειρα ορισμού των πλευρών του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της υπόστασης (της γεωργικής εργασίας) και μη «απελευθερωμένων» ακόμα από το αισθητηριακό τους περιεχόμενο αφαιρέσεων, με την βοήθεια των οποίων συγκροτείται ένα νοητικό σχήμα - σύστημα στο επίπεδο της διάνοιας, το οποίο εδράζεται σε βάση που δεν ανταποκρίνεται στην υφή τέτοιου είδους (νοητικού) συστήματος. Εδώ η διερεύνηση της προέλευσης της ουσίας του αντικειμένου μετατίθεται συνειδητά και θετικά πλέον από την σφαίρα της αμεσότητας και του φαινομένου ρητά στην σφαίρα της ουσίας (της παραγωγής). Ωστόσο ένας από τους τρόπους (modus) του αντικειμένου, δηλαδή  μια από τις μορφές στις οποίες διακλαδώνεται το κατηγόρημα (attribute) του αντικειμένου (το κέρδος) και με την οποία το αντικείμενο συνολικά προβάλλει στην επιφάνεια (η έγγειος πρόσοδος) εκλαμβάνεται ως μοναδική, καθολική και καθοριστική μορφή ύπαρξης του αντικειμένου εν γένει. Οι φυσιοκράτες (βλ. πίνακα του F. Quesnay) προσπαθούν να αποκαταστήσουν τις συναρτήσεις μεταξύ ουσίας, πλευρών του φαινομένου και της πραγματικότητας του (θεωρούμενου ως αυτοπροσδιοριζόμενη διαδικασία) αντικειμένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συλλαμβάνεται σε εμβρυώδη μορφή ορισμένη διάταξη των εσωτερικών σχέσεων πλευρών του αντικειμένου ως όλου στην ενότητά τους, σε μια σύλληψη που προοιωνίζεται με εκπληκτική εμβρίθεια το περίγραμμα της περαιτέρω ανάπτυξης της οικονομικής έρευνας.

Η συγκεκριμένη ιστορικά διαπλοκή των νομοτελών αντιφάσεων των πρώιμων βαθμίδων διαμόρφωσης της επιστήμης για το αντικείμενο με τις αντιφάσεις του ίδιου του αντικειμένου της έρευνας στο στάδιο της διαμόρφωσης του, προσδίδει στο φυσιοκρατικό σύστημα μια φεουδαρχική επίφαση.

γ)Το σύστημα του A. Smith προσφέρεται για τη διερεύνηση της   διττότητας της νοητικής συστηματοποίησης (στο επίπεδο της διάνοιας), όπως αυτή εκδηλώνεται στην ιδιότυπη συσχέτιση «εξωτερικού» (επιφανειακού, περιγραφής κ.λπ.) και «εσωτερικού» (ουσιώδους, εξήγησης κ.λπ.) τρόπων προσέγγισης Εδώ η έρευνα προωθείται προς την αποκάλυψη της στερούμενης κάθε αισθητηριακά άμεσου προσδιορισμού, υπόστασης εν γένει (εργασίας εν γένει), η οποία (υπόσταση) δημιουργεί την ουσία της αρχής του αντικειμένου (αξία) και την ουσία του ίδιου του αντικειμένου (υπεραξία), και βάσει της οποίας επιχειρείται μια νοητή «εσωτερική» ανακατασκευή πλευρών του αντικειμένου. Ο χαρακτήρας αυτής της αφετηριακής αφαίρεσης του Smith, οι αντιφάσεις που ανακύπτουν κατά την προσπάθεια άμεσης υπαγωγής σε αυτήν των πλευρών του αντικειμένου, και η συνεχιζόμενη άμεση περιγραφή ακόμα μη ενταγμένων στο corpus της επιστήμης πλευρών του αντικειμένου, οδηγούν τον ερευνητή στην συγκρότηση ενός αντιφατικού συστήματος, στο οποίο υπερτερεί η «εξωτερική» προσέγγιση. Η συσχέτιση αισθητηριακού και νοητικού, που στην δεδομένη φάση της διάνοιας παίρνει την μορφή της συσχέτισης «εξωτερικού» και «εσωτερικού» (Κ. Μαρξ), περνά στο έργο του Α.Smith από το επίπεδο της διαφοράς στο επίπεδο της αντίθεσης, όπου οι εν λόγω προσεγγίσεις προβάλλουν ως θετική και αρνητική, αμοιβαία προσδιοριζόμενες και αλληλοαποκλειόμενες.

            Πολιτικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρο αυτής της αντίληψης είναι η φιλελεύθερη ηθική φιλοσοφία της Σχολής της Σκωτίας που προτάσσει την «υγιή σκέψη» και τον «κοινό νου» (common sense) ως θεμελιώδεις αρχές που εξασφαλίζουν την αντικειμενικότητα και υπαγορεύουν το ηθικώς πράττειν.

δ)Το σύστημα D.Ricardo  έχει τον χαρακτήρα της οριακής νοητικής συστηματοποίησης της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της στο επίπεδο της διάνοιας, με την οποία και ολοκληρώνεται στην κλασική οικονομική σκέψη η εφαρμογή της «εσωτερικής» προσέγγισης. O Ricardo χωρίς να αντιλαμβάνεται την αντιφατικότητα της μετάβασης από την αμεσότητα (και από τις προϋποθέσεις) του αντικειμένου προς την ουσία του (από το εμπόρευμα στο κεφάλαιο και από την απλή εμπορευματική παραγωγή στην κεφαλαιοκρατική) -αντιφατικότητα, η οποία έχει προκαλέσει τις αντινομίες του συστήματος του    A.Smith-, οδηγεί την εσωτερική συστηματοποίηση (στη βάση της αναδειχθείσας από την διάνοια απλούστερης σχέσης) μέχρις εσχάτων. Μεταξύ των διαμελισμένων πλέον από την διάνοια πλευρών του αντικειμένου αποκαθίσταται ένας εξωτερικός τυπικός δεσμός που λειτουργεί ως άμεση αναγωγιμότητα στην πρωταρχικά δεδομένη (υιοθετηθείσα) αφετηριακή αφαίρεση (στο «νόμο της αξίας»). Η τυπικότητα, ο φορμαλισμός της ανεπτυγμένης νοητικής σύλληψης του αντικειμένου στο επίπεδο της διάνοιας συνοδεύεται εδώ από μια καθαρά ποσοτική προσέγγιση του αντικειμένου. Εφ’ όσον η διάνοια συνιστά την πρώτη αφηρημένη άρνηση του εμπράγματου περιεχομένου της ασθητηριακότητας, από αυτήν εκπίπτει (οριακά) παντελώς η ποιοτική προσδιοριστία, δεδομένου ότι η τελευταία ανάγεται από την διάνοια αποκλειστικά στην απορριπτόμενη αμεσότητα της εποπτείας. Συνάμα, η αντίθεση μεταξύ αισθητηριακού και νοητικού που χαρακτηρίζει τη διάνοια, οδηγείται μέχρις εσχάτων.

Το αντικείμενο της έρευνας, οι συγκεκριμένες ιστορικές (κεφαλαιοκρατικές) κοινωνικές σχέσεις, εξετάζονται απλώς και μόνον ως «τελετουργικές μορφές» (Κ. Marx)  του εξωϊστορικού περιεχομένου της εμπράγματης πλευράς της διαδικασίας. Ο ρόλος της επιστημονικής έρευνας ανάγεται αποκλειστικά στη μελέτη των ποσοτικών σχέσεων, αναλογιών κ.λπ. των εν λόγω «τελετουργικών μορφών». Το αισθητηριακό, το άμεσο (το εμπράγματο) παραμερίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τον αντίποδά του: από την εσωτερική προσέγγιση  της διάνοιας. Ωστόσο το εκδιωχθέν - μέσω της πρώτης (αφηρημένης) άρνησής του - «απ’ την πόρτα» εμπράγματο,  παρεισφρέει «απ’ το παράθυρο» και ο νικητής αυτής της πάλης (η νοητική κατασκευή ως προδιαλεκτική διάνοια) κατέληξε δέσμιός του. Η άμεση ταύτιση αισθημάτων και νόησης, που χαρακτήριζε σε διάφορους βαθμούς ολόκληρο το στάδιο διαμόρφωσης της επιστήμης, έχει σχεδόν εκλείψει στο τελευταίο σύστημα, διατηρήθηκε ωστόσο εν μέρει με το δίπολο του αφηρημένου φορμαλισμού της διάνοιας και ενός ακραίου, χονδροειδούς εμπειρισμού, με την αποκατάσταση μεταξύ των πλευρών του αντικειμένου ενός μη διαμεσολαβημένου δεσμού που έχει τον χαρακτήρα της αποκλειστικά άμεσης και εξωτερικής αναγωγιμότητας και υπαγωγής.

Αν η προσέγγιση του Smith εδράζεται σε μια γνωσιολογική και μεθοδολογική προβληματική αντίστοιχη με αυτήν που αποτέλεσε το αντικείμενο του στοχασμού του Ι. Καντ, η προσέγγιση του Ricardo θέτει εκ των πραγμάτων μια προβληματική παρεμφερή με τις φιλοσοφικές και μεθοδολογικές απόψεις του Fichte. Κατ’   αυτό τον τρόπο η κλασική οικονομική σκέψη ξεπερνά πρακτικά την συνειδητά επιλεγμένη εμπειρική σενσουαλιστική γνωσεολογική παράδοση που έθετε ως βάση της. Η γερμανική κλασική φιλοσοφία, (ιδιαίτερα ο Hegel) γενίκευσε στην συνέχεια και αναστοχάσθηκε βαθύτερα το κεκτημένο της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομικής σκέψης και  ιδιαίτερα τον ρόλο της εργασίας - δραστηριότητας, προσδίδοντάς του κοσμοϊστορικό και ταυτόχρονα μυστικιστικό νόημα. Ο Hegel μόνο σε αυτή τη βάση εγείρει ένα αδιανόητο για την κλασική αστική πολιτική οικονομία πρόβλημα: το πρόβλημα της αλλοτρίωσης. Η άρση της (ταυτιζόμενης στο σύστημα του Hegel με την αντικειμενοποίση) αλλοτρίωσης παίρνει την μορφή μιας απόλυτα ιδεοκρατικής και αντιιστορικής κατάργησης του εμπράγματου εν γένει από το μυστικιστικά αυτοαναπαραγόμενο απόλυτο πνεύμα.

 ε)Οι ανακαλύψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την συναγωγή των πορισμάτων που απορρέουν από τις ουσιώδεις κατακτήσεις της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, εντάσσονται σε μια διαδικασία προετοιμασίας των προϋποθέσεων της μετάβασης στην ανώτερη βαθμίδα της επιστημονικής νόησης, στην βαθμίδα του λόγου. Η μικροαστική κριτική (βλ. Simonde  de Sismondi) οδηγείται σε έναν ηθικολογικό σκεπτικισμό, ο οποίος βλέπει ως «διευθέτηση» της διαισθητικά συνειδητοποιούμενης αντιφατικότητας (του αντικειμένου και της θεωρίας γι’ αυτό) έναν οπισθοδρομικό ουτοπικό περιορισμό της προόδου.

Οι μεταρικαρντιανοί οικονομολόγοι που πρεσβεύουν την οπτική του προλεταριάτου (Hodgskin Th.,Pavenstone P.), φωτίζουν με μεγαλύτερη συνέπεια την αντιφατικότητα της ουσίας του αντικειμένου, χωρίς βέβαια να μπορούν να υπερβούν τα πλαίσια των αφετηριακών γι’ αυτούς θεωρητικών προϋποθέσεων της κλασικής αστικής σκέψης (αποδίδοντας π.χ. τον παρασιτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου σε απάτη), αποδεικνύοντας ότι δεν αρκεί από μόνη της η προοδευτική κοινωνική τοποθέτηση για τον ριζικό μετασχηματισμό της επιστήμης.

Οι τελευταίοι εκπρόσωποι της κλασικής πολιτικής οικονομίας (Sir George Ramsay και Richard Jones) διερευνούν ακριβώς τον ιστορικό χαρακτήρα του αντικειμένου. Ο ίδιος ο χαρακτήρας των αναδεικνυόμενων από την έρευνα της εν λόγω περιόδου προβλημάτων (που αφορούν την αντιφατικότητα και την ιστορικότητα του αντικειμένου) υποδηλώνει την ωριμάζουσα στο εσωτερικό της επιστήμης ανάγκη για μια μεθοδολογία, υπό το πρίσμα της οποίας και μόνο καθίσταται εφικτή η συνεπής θεωρητική διερεύνηση ακριβώς της αντιφατικότητας και του ιστορικού προσδιορισμού της ανάπτυξης του αντικειμένου. Η ίδια η τοποθέτηση του προβλήματος του μέτρου, των ορίων της ανάπτυξής του υπό έρευνα  αντικειμένου, φανερώνει ότι η γνώση άγγιζε τα όρια (το μέτρο) της ανάπτυξής της στη βάση της διάνοιας. Πρόκειται πλέον για μια τέτοια ποιοτική βαθμίδα ανάπτυξης της διάνοιας, η υπέρβαση της οποίας οδηγεί στο λόγο.

Στο στάδιο της διαμόρφωσης της επιστήμης ο καθ’ εαυτώ επιστημονικός παράγοντας της επιστήμης που έχει ανακύψει (η παραγωγή γνώσεων για την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των πλευρών του αντικειμένου) μετατρέπεται βαθμηδόν σε κυρίαρχο δια μέσου εντατικών (ποσοτικών και ποιοτικών)  συστηματικών μεταβολών στις συλλήψεις της διάνοιας (με τη νοητική επανεπεξεργασία του συνόλου των κατακτούμενων γνώσεων). Η βασική αντίφαση αυτού του σταδίου της επιστήμης είναι η αντίφαση μεταξύ της διαμορφούμενης νόησης, νοητής απεικόνισης του αντικειμένου και του εναπομένοντος εισέτι μη μετασχηματισθέντος «μέρους» του αισθητηριακά συγκεκριμένου, της εποπτείας, μεταξύ των ήδη διακεκριμένων αφαιρέσεων που αποκαλύπτονται και της μη διαμελισμένης, μη αναλυμένης αισθητηριακότητας, μεταξύ κατά διάνοια και κατ’ αίσθηση γνώσης.

 

4.  Η απολυτοποίηση της εξωτερικής προσέγγισης του αντικειμένου και της έρευνας ως καταστροφή της επιστήμης.

 

 Η αγοραία αστική πολιτική οικονομία προσφέρεται για την εξέταση της καταστροφικής πλευράς της κρίσης που  εμφανίζεται σε ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης επιστήμης,  μιας κρίσης ιδιαίτερα έκδηλης μεταξύ των επιγόνων των μεγάλων κλασσικών. Η  μεθοδολογική εξέταση αυτών των κρισιακών φαινομένων έχει ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας, μιας και εγγενή στοιχεία της αναπαράγονται στην προϊούσα κρίση της αστικής οικονομικής και φιλοσοφικής σκέψης.        

Η επιστήμη είναι μια διαδικασία συστηματικής παραγωγής γνώσεων και ως τέτοια συγκροτεί ένα ιδιότυπο κοινωνικό μόρφωμα, ένα αντικείμενο ενασχόλησης ορισμένης ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στον καταμερισμό της εργασίας. Ως είδος εργασίας η επιστημονική δραστηριότητα υφίσταται: α) με τη μορφή της επαναλαμβανόμενης επιστημονικής εργασίας (αναπαραγωγή δεδομένων κεκτημένων κ.λπ.) και β) με τη μορφή της τελειοποίησης της υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας και συνεπώς με τη μορφή επιστημονικής δραστηριότητας-έρευνας, η οποία οδηγεί πέραν των ορίων της κεκτημένης εργασίας, προς άλλη (ανώτερη, στην περίπτωση της προοδευτικής ανάπτυξης της επιστήμης) βαθμίδα της έρευνας. Κυριολεκτικά επιστημονική νόηση είναι η αναπτυσσόμενη, η τελειοποιούμενη νόηση, η οποία προσιδιάζει κατ' εξοχήν στη δεύτερη (στη δημιουργική) μορφή  της επιστημονικής εργασίας, εμπεριέχοντας σε ανηρμένη μορφή την πρώτη (αναπαραγωγική).

Ανάλογα με τη μορφή της επιστημονικής εργασίας και τον τρόπο προσέγγισης της επιστημονικής δραστηριότητας, ανακύπτει πληθώρα υποκειμένων, τύπων της «επιστημονικής κοινότητας». Αντίστοιχος της πρώτης μορφής επιστημονικής ενασχόλησης είναι κατ' εξοχήν ο άνθρωπος για τον οποίο η «επιστημονική» δραστηριότητα είναι μόνο μέσο: για την ικανοποίηση άμεσων βιοτικών αναγκών του, είτε για την καταξίωση και αναγνώρισή του στην κοινωνία, για την εξασφάλιση κύρους και κοινωνικού γοήτρου. Ακραία και νοσηρή κατάληξη αυτής της τάσης μπορεί να αποβεί η αναγωγή της επιστήμης σε αφορμή προβολής της ναρκισσευόμενης φιλαυτίας του «επιστήμονα», ως εσωτερίκευση του αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού ρόλου της επιστήμης και του φετιχισμού της πνευματικής παραγωγής στην ανταγωνιστική κοινωνία. Έτσι μπορεί, να γίνεται χρήση της επιστήμης και της φιλοσοφίας για την προώθηση αναγκών, συμφερόντων και σκοπιμοτήτων ξένων προς τις εσωτερικές ανάγκες της έρευνας.

Ωστόσο σε κάθε επιστήμη πραγματικοί επιστήμονες είναι εκείνοι που μέσω των ανακαλύψεων τους (με τη διεύρυνση-εμβάθυνση των κεκτημένων της επιστήμης) αναπτύσσουν την επιστήμη, δηλ. οι άνθρωποι που αφοσιώνονται στην αναζήτηση της αλήθειας, μετατρέποντας την ανάγκη για επιστημονικό έργο σε θεμελιώδη ανάγκη τους. Η επιστημονική - ερευνητική δραστηριότητα προβάλλει γι' αυτούς τους ανθρώπους ως εσωτερική αναγκαιότητα που αναπτύσσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοανάπτυξη. Οι άνθρωποι αυτοί ως φορείς συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων δρουν, πρεσβεύουν ορισμένα κοινωνικά συμφέροντα, στάσεις κ.λπ. Η ικανοποίηση αυτής της θεμελιώδους ανάγκης τους πρέπει να συμβαδίζει με την ιδεολογία, τις κοινωνικές τους στάσεις και αντιστρόφως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία όπου ο ρόλος του συν-ειδέναι δεσπόζει έναντι του συν-ειδέναι. Γι' αυτό και ουσιώδης συμβολή στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας μπορεί να υπάρξει μόνο από ανθρώπους, η κοινωνική στάση των οποίων ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ομάδων εκείνων (τάξεων, στρωμάτων) οι οποίες κατατείνουν αντικειμενικά στην προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Απ' εδώ απορρέει μια επιπλέον ανώτερη ανάγκη-παρώθηση για την ανάπτυξη της θεωρίας: η ανάγκη (στην περίπτωσή μας θεωρητικής και εμμέσως πρακτικής) συμβολής στην προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

 Η ένταξη του επιστήμονα στον δημιουργικό καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας, που προϋποθέτει την κριτική αναστοχαστική αφομοίωση της πορείας και των κεκτημένων της επιστήμης από την σκοπιά της ανάπτυξής της, μπορεί να θεωρηθεί ως προαπείκασμα των ανεπτυγμένων, των αυθεντικά ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων, ως σχέσεων αμοιβαίου εμπλουτισμού ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.

Κάθε επιστήμη εμπεριέχει δυνατότητες προοδευτικής ανάπτυξης: 1) μέχρι την επίτευξη πλήρους και επαρκούς για την τελέσφορη πρακτική παρέμβαση γνώσης των εσωτερικών αμοιβαίων δεσμών του αντικειμένου (δηλ. μέχρι να εξαντληθούν οι γνωστικές δυνατότητες στο επίπεδο της ανεπτυγμένης διαλεκτικής νόησης, στο επίπεδο του λόγου), 2) όσο η αυτοτέλεια των συστατικών στοιχείων της (τάσεων, πτυχών, κατευθύνσεων) παραμένει σχετική ως προς την εσωτερική συνοχή τους και υπάγεται σε αυτήν. Συνεπώς η επιστήμη εμπεριέχει τάσεις αυτοκαταστροφής ως δυνατότητες από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης της, ακόμα και αν δεν έχει φθάσει στο επίπεδο της ωριμότητάς της (π.χ. ο εκχυδαϊσμός της οικονομίας από την «θεωρία» των συντελεστών της παραγωγής του J.-B. Say- βλ. σχετικά:Μηλιός Γ. 1997, σ.30, κ.α.).

Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει τόσο γόνιμες, δημιουργικές όσο και άγονες αυτοκαταστροφικές τάσεις. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόντα εσωτερικών (ενδοεπιστημονικών) και εξωτερικών (κοινωνικο -οικονομικών πολιτικών, ιδεολογικών κ.λπ.) παραγόντων.

Οι μείζονος σημασίας κρισιακές συγκυρίες στην ιστορία ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και της Φιλοσοφίας οφείλονται συνήθως σε συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται κατ' εξοχήν με την εσωτερική λογική της έρευνας, με τη νομοτελή πορεία της νόησης στη γνωστική διαδικασία, με την προσέγγιση των ορίων ορισμένου επιστημονικού κεκτημένου, με την εξάντληση των δυνατοτήτων εξήγησης του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, με την εμφάνιση νέων δεδομένων, γεγονότων κ.λπ. Οι εξωτερικοί παράγοντες αφορούν την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική συγκυρία, ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές των κοινωνικών αναγκών και των συσχετισμών των δυνάμεων. Η μονομερής απολυτοποίηση των εσωτερικών παραγόντων (internalism) χαρακτηρίζεται από έντονο γνωσεολογισμό – μεθοδολογισμό (αν όχι και από ψυχολογισμό), ενώ η απολυτοποίηση των εξωτερικών παραγόντων (externalism) – από κοινωνιολογισμό.

 Και στις δύο παραπάνω ακρότητες απουσιάζει η διαλεκτική που διέπει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, της επιστημονικής-ερευνητικής συμπεριλαμβανομένης. Η τελευταία συνιστά αφ’ ενός μεν γνωστική- μετασχηματιστική (πολυεπίπεδη, διαμεσολαβημένη, θεωρητική και πρακτική) σχέση του υποκειμένου προς το (ανεξάρτητο από το υποκείμενο) γνωστικό αντι-κείμενο για την παραγωγή γνώσης περί του αντικειμένου, αφ’ εταίρου δε – σχέση (συγχρονίας ή διαχρονίας) μεταξύ γνωστικών  υποκειμένων στα πλαίσια της παραπάνω γνωστικής-μετασχηματιστικής σχέσης (στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής και επεξεργασίας μέσων, τρόπων, μεθόδων και κεκτημένων της γνωστικής διαδικασίας). Από ψυχολογικής πλευράς είναι αποδεδειγμένο ότι στη γνωσιακή σχέση προς το είναι εμπλέκεται οργανικά και η σχέση προς τους άλλους ανθρώπους (βλ. Ρουμπινστάιν Σ.Λ. ).

 Η  γενετική προέλευση και η δυνητική αξιοποίηση των εκάστοτε αποτελεσμάτων-κεκτημένων της επιστήμης, αναδεικνύουν μιαν άλλη πτυχή του διττού χαρακτήρα της: την εγγενή δυνάμει πρακτική-μετασχηματιστική  αποβλεπτικότητά της (εξοπλισμός για την -τελέσφορη ή μη- πρακτική σχέση του υποκειμένου προς το αντι-κείμενο), αλλά και τον ρόλο της στη συνειδητοποίηση των σχέσεων μεταξύ υποκειμένων, στη συγκρότηση ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων. Κατ’ αυτό τον τρόπο η επιστήμη αρθρώνεται γύρω από το προαναφερθέν δίπολο: σχέση υποκειμένου προς αντικείμενο και σχέσεις μεταξύ υποκειμένων. Εξυπακούεται ότι εδώ υπό τον όρο υποκείμενο δεν εννοείται το μεταφυσικά και ανθρωπολογικά υποστασιοποιημένο ον της αστικής φιλοσοφίας, αλλά το ιστορικά συγκεκριμένο και κοινωνικά προσδιορισμένο υποκείμενο. Ο τρόπος άρθρωσης του εν λόγω δίπολου – ιδιαίτερα σε συνθήκες ανταγωνιστικού καταμερισμού εργασίας – είναι ιδιαίτερα περίπλοκος, διαμεσολαβημένος και αντιφατικός. Η μονομερής επικέντρωση της έρευνας σε πτυχές του ενός εκ των δύο πόλων (με αντίστοιχη υποτίμηση, αν όχι και γραμμική αναγωγή του ενός πόλου στον άλλο) αποτελεί βασική αιτία της χρεοκοπίας πληθώρας εγχειρημάτων ιστορικής ανασύστασης και φιλοσοφίας της επιστήμης.       

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, - μοναδικό από την άποψη της αλληλοδιαπλοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής - παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική εποχή κατά την οποία η κλασική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικό-φιλοσοφικών, πολιτικο-οικονομικών και γνωσεολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων έπαψε να υφίσταται. Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε «η ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος, αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη απολογητική των κολάκων» (Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο, τομ. 1,σ.17-μεταφραστικές παρεμβάσεις δικές μου, όπως και παρακάτω- Δ.Π.). Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας, εφ' όσον οι «διάκονοί» τους υιοθετούσαν τη σκοπιά της και πολιτικά πλέον κυρίαρχης αστικής τάξης.

Κατ' αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες είναι οι ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται μεγάλες επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Συνοδεύονται από επίπονες επιπλοκές, «οδύνες του τοκετού», πληθώρα τερατογονιών και εκτρωμάτων, αμφίβολες πατρότητες κ.λπ. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκυρίες αυτές εκδηλώνονται αντικειμενικά, παρόμοια με τις επαναστατικές καταστάσεις στην ιστορία της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν τον αναγκαίο μεν, πλην όμως όχι ικανό όρο τελέσφορων και νικηφόρων επαναστάσεων. Η βαθμιαία κλιμάκωση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης αν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσου του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας θεωρητικής σύλληψης (ανάδειξη των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας, ερμηνεία των αιτίων ανεπάρκειας αυτής, της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής εδραίωσης-καταξίωσης της νέας (Φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση, αναβάθμιση της έρευνας μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του προσδιορισμού του πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία "αίρεται" διαλεκτικά από την νέα θεωρία.. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια, δεδομένου ότι η απαιτούμενη συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες συστηματικό έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει κατά κανόνα σ' ένα άκρως δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις.

Γι' αυτό ο Μαρξ διέκρινε αυστηρά τα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της κυρίαρχης τάξης» από την «ελεύθερη πνευματική παραγωγή του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού» (Μαρξ Κ., Θεωρίες της υπεραξίας, μέρ. ΙΙ, σ.131)  . Στα πρώτα κατέτασσε τους «ιδεολόγους», οι οποίοι «κάνουν κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της» (Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία, τ. Ι, σ.94). Ο Μαρξ εξετάζοντας την παρεισφρέουσα στην επιστήμη αγοραία μορφή της ιδεολογικής συνείδησης, οδηγείται σε μια σειρά επικαιρότατων παρατηρήσεων και πορισμάτων αναφορικά με την πνευματική παραγωγή.

Μάλιστα δεν ανάγει αυτή τη στάση μόνο σε εκδήλωση της όποιας αποκλειστικά προσωπικής σκοπιμότητας, κάποιων δόλιων προθέσεων των προσώπων, τα οποία επιδίδονται στη συγκρότηση επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων για τις κοινωνικές σχέσεις από το υλικό της λειτουργικά φετιχιστικής συνείδησης. Χωρίς να προσάπτει την ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό της θεωρίας αποκλειστικά στα άτομα, ο Μαρξ σκιαγραφεί αυτούς τους "ιδεολόγους" κάθε άλλο παρά με ρόδινα χρώματα, εκλαμβάνοντας τους ως χαρακτηριστικούς τύπους ιδιότυπων μαζικών, κοινωνικών ρόλων.

Χαρακτηριστικό στοιχείο μερίδας αυτών των τύπων είναι ο παρασιτισμός. Ως «πρώτη ύλη» της «έρευνας» χρησιμοποιούνται τα κεκτημένα της αυθεντικής θεωρίας, των μεγάλων συστημάτων. Στον τύπο αυτό εμπίπτει και ο «εξ επαγγέλματος λογοκλόπος» (π.χ. Τ.R.Malthus, βλ. :Μαρξ Κ. Θεωρίες… μέρ. ΙΙ, σ.131), ο οποίος σε αντιδιαστολή με τις πιθανές υπερβολές-πλάνες του αυθεντικού στοχαστή, σπεύδει πάντοτε να κάνει μια «επικερδή επιχείρηση» με αυτές τις υπερβολές(στο ίδιο, σ.138). Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κοινοτοπίες, οι φενάκες, η χυδαιότητα, η νόθευση και η σύγχυση, προβάλλουν με το προσωπείο της επιστημονικοφανούς εκζήτησης της εκφοράς, της επιτήδευσης και του μανιερισμού. Η σκοπίμως περιπλεκόμενη διατύπωση και οι λεκτικές ακροβασίες (που δεν συνδέονται με την κλιμακούμενη εμβάθυνση της όντως περίπλοκης συνθετικής κατηγοριακής σκέψης), αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό του αδαούς(στο ίδιο, μέρ. ΙΙΙ, σ.22-23). Οι σημερινές «μεταμοντέρνες» εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων παρά την επιστήμη επιγόνων, με την «αποδόμηση» και τη διάλυση των πάντων στη «διακειμενικότητα», οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878: «ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η "ελευθερία της επιστήμης"  εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό ως την μοναδική αυστηρά επιστημονική μέθοδο»(Ένγκελς Φ., σ.365).

Οι διαλυτικές τάσεις της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας εκδηλώνονται σύμφωνα με ορισμένη νομοτέλεια-τάση. Αρχικά επιχειρείται μια δογματική υπεράσπιση και συντήρηση πάσει θυσία ορισμένης θεωρίας. Η στάση αυτή οδηγείται σε δογματικές σχηματοποιήσεις - συστηματοποιήσεις επιδιώκοντας με τη βοήθεια της τυπικής λογικής την εξάλειψη των αντιθέσεων της θεωρίας αυτής, αλλά και εκείνων των αντιθέσεων του αντικειμένου της έρευνας που θέτουν σε δοκιμασία τη θεωρία (π.χ. ο J.St. Mill, βλ. Μαρξ Κ., θεωρίες…μέρ.ΙΙΙ, σ.94) . Εδώ οι αντιφάσεις «διευθετούνται» μέσω της άμεσης προσαρμογής του συγκεκριμένου στο αφηρημένο, συγκαλύπτονται με φραστικά τεχνάσματα είτε υπογραμμίζεται η ενότητα, η ταύτιση των αντιθέτων. Ο σχολαστικισμός της απολογητικής εκδηλώνεται με σοφιστικές υπεκφυγές απ' τα προβλήματα, με τη συγκάλυψη των αντιθέσεων, την απολυτοποίηση της ενότητας και την αποσιώπηση της πάλης των αντιθέτων (στο ίδιο, σ.97-99).

Η στάση αυτή συνδέεται με τον προαναφερθέντα κομφορμισμό στην επιστήμη, με τον «ακαδημαϊσμό», με τη μορφή εκείνη εκχυδαϊσμού της επιστήμης που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθηγητική». Η τελευταία «καταπιάνεται "ιστορικά" με την υπόθεση και με σοφή μετριότητα αναζητεί παντού το "καλύτερο" και μάλιστα γι' αυτήν δεν έχει σημασία αν καταλήγει τελικά σε αντιφάσεις, σημασία έχει μόνο η πληρότητα της επιλογής. Είναι ο ευνουχισμός όλων των συστημάτων, από τα οποία θραύουν παντού τις οξείες αιχμές, και τα οποία συνυπάρχουν ειρηνικά σ' ένα κοινό τετράδιο χωρίων... Ακόμα και οι πραγματικά βαθιές σκέψεις ενός Σμιθ, ενός Ρικάρντο και άλλων... καταντούν εδώ κάτι το αστόχαστο και μετατρέπονται σε αγοραία άποψη»(στο ίδιο, σ.528).

Κατ' αυτό τον τρόπο η δογματική σχηματοποίηση και η γελοιογραφικά χονδροειδής, προάσπιση της μέχρι πρότινος κυρίαρχης θεωρητικής κατεύθυνσης, ετοιμάζει το έδαφος για μηδενιστικές, σκεπτικιστικές, υποκειμενικές κ.λπ. τάσεις μέχρι την πλήρη απόρριψη, όχι μόνο των παρωχημένων στοιχείων της θεωρίας, αλλά και κάθε ορθολογικής θεωρητικής προσέγγισης σε μια εκλεκτική- σχετικοκρατική και χαώδη σύγχυση. Η απέχθεια προς τη συστηματική έρευνα οδηγεί αυτή την τάση του εκχυδαϊσμού στον εκλεκτισμό, στην απόρριψη κάθε νοητικής συγκρότησης. Πρόσφορο καταφύγιο της ακαδημαϊκής «επιστήμης» γίνεται τότε ο ερευνητικός μινιμαλισμός, που βρίσκει εύκολα διέξοδο στην περιγραφική ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Είναι η προσφιλής ασχολία των λογίων, που κατά τον Καντ «έχουν ως Φιλοσοφία τους την Ιστορία της φιλοσοφίας» (Καντ Ι., σ.21). Όπως ορθά επισημαίνει ο Χέγκελ «η ιστορία της φιλοσοφίας, ως αφήγηση περί διαφόρων και ποικίλων απόψεων, μετατρέπεται ... σε αντικείμενο της αργόσχολης περιέργειας, είτε ... σε αντικείμενο ενδιαφέροντος πολυμαθών επιστημόνων» (Χέγκελ, 1932, σ.18). Σε αυτή την περίπτωση η θεωρητική εξέταση ενός ζητήματος συγχέεται με την χαώδη παράθεση ποικίλων ιδεών και απόψεων περί αυτού.

Το δίπολο δογματισμού-σκεπτικισμού (αναθεωρητισμού) χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις διαλυτικές τάσεις κάθε κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας (εν προκειμένω: του τέλους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας). Η σημαντικότερη συνεισφορά των επιγόνων έγκειται στη μεγέθυνση και όξυνση αδυναμιών και αντιφάσεων, του έργου μεγάλων δημιουργών (συχνά μη αντιληπτών στο πρωτότυπο έργο αυτών των δημιουργών), που οδηγεί στην προώθηση της νέας (της ανώτερης) θεωρητικής σύλληψης.

Η αυθεντική επιστημονικότητα στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τις φενάκες περί «καθαρής», «ακαδημαϊκής», «καθηγητικής» επιστήμης, αλλά ούτε και με τις ποικίλες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις που ανάγουν χονδροειδώς επιστήμη και φιλοσοφία σε κάποιες άμεσα κοινωνικο-πολιτικές τοποθετήσεις. Προϋποθέτει (τόσο κατά τη «φυλογένεση» όσο και κατά την «οντογένεσή» της) την ουσιώδη και διαμεσολαβημένη αλληλοδιείσδυση, τον αλληλοπροσδιορισμό και τον αλληλοεμπλουτισμό «εξωτερικού» και «εσωτερικού» στο δικό της πεδίο, στη λογική της ανάπτυξής της. Προϋποθέτει μια συνεπή προοδευτική κοινωνικο-πολιτική τοποθέτηση, όχι δογματικά άκαμπτη, αλλά διαρκώς τεκμηριούμενη θεωρητικά και μεθοδολογικά ώστε να κατατείνει προς αποτελεσματική δραστηριότητα για τον ριζικό μετασχηματισμό του αντικειμένου της έρευνας (του κοινωνικού γίγνεσθαι) σύμφωνα με την εγνωσμένη νομοτέλεια που το διέπει.

Ο εκφυλισμός της αστικής πολιτικής οικονομίας συνδέεται με τον απολογητικό εκχυδαϊσμό της από τα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της κυρίαρχης τάξης». Μια γενική νομοτέλεια που διέπει την διάλυση οποιασδήποτε θεωρητικής κατεύθυνσης, (όπως π.χ. και του μαρξισμού) είναι η μετάβαση από την δογματική υπεράσπιση και συντήρηση μιας σχηματικοποιημένης και χονδροειδούς αντίληψης αυτής της κατεύθυνσης στην πλήρη απόρριψή της, στον σκεπτικισμό, στην σχετικοκρατία στον εκλεκτικισμό και τελικά στον αγνωστικισμό, στη σχετικοκρατία, στον εκλεκτικισμό και τελικά στον αγνωστικισμό. Η μοναδική υπηρεσία που παρέχουν στην επιστήμη οι κάθε λογής επίγονοι έγκειται στο γεγονός ότι με την απολυτοποίηση κάποιων πλευρών του συστήματος του δασκάλου τους που τους οδηγούν σε ακρότητες, παραλογισμούς κ.λπ., καθιστούν πιο σαφή και εμφανή τον περιορισμένο χαρακτήρα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, τα οποία εμπεριέχοντα σε λανθάνουσα μορφή στο έργο κάθε αυθεντικού διανοητή. Η λογοκλοπή, η τάση φραστικής συγκάλυψης και αποφυγής των αντιφάσεων με σοφιστικά τεχνάσματα, ο εκλεκτικισμός, η χρησιμοποίηση επιστημονικοφανούς ορολογίας και τεχνηέντως στρυφνών διατυπώσεων αναφορικά με κοινοτυπίες για την συγκάλυψη της θεωρητικής τους ένδειας, ο ερευνητικός μινιμαλισμός, η άγνοια των κεκτημένων της επιστήμης κ.λπ. χαρακτηρίζουν την προσπάθεια των εκάστοτε εκχυδαϊστών να προσαρμόσουν την επιστήμη «σε μιαν άποψη που δεν έχει αντληθεί από την ίδια την επιστήμη (όσο λαθεμένη και αν είναι αυτή η τελευταία), αλλά απ’ έξω, από ξένα προς αυτήν εξωτερικά συμφέροντα...» (Μαρξ Κ., Θεωρίες…μ.ΙΙ, σ.136).

 

4. Η κλασική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένη εσωτερική ενότητα  πολιτικών, κοινωνικο - φιλοσοφικών, πολιτικο - οικονομικών και γνωσιοθεωρητικών - μεθοδολογικών αντιλήψεων.

 

 Στον τομέα της γνωσιοθεωρίας η κλασική αστική νόηση ασχολείται κατ’ εξοχήν με τον στοχασμό που αφορά την διάνοια και την εμπειρική βαθμίδα της γνωστικής διαδικασίας, την επαγωγική αναλυτική αφαίρεση κ.λπ. και μόνο η γερμανική κλασική φιλοσοφία επισημαίνει αρχικά την αναγκαιότητα της μετάβασης από την διάνοια στον λόγο, ως ανώτερη βαθμίδα της γνώσης (Kant), ενώ στην συνέχεια εξετάζει τις νομοτέλειες που διέπουν αυτόν καθ’ εαυτόν τον λόγο, αν και με μυστικιστικό τρόπο (Hegel).

Στον τομέα της κοινωνικής φιλοσοφίας, στην βάση, της (διαμορφούμενης κατά το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας) αντικειμενικής φαινομενικότητας της ουσίας της κοινωνίας, η οποία προβάλλει στην επιφάνεια ως συνονθύλευμα αποκομμένων ατόμων - «ροβινσώνων», συγκροτούνται οι διάφορεςς μορφές των αντιλήψεων περί φυσικού δικαίου. Εκτός από τα οντογενετικά - φυσικά γνωρίσματα του μεμονωμένου ατόμου και συγκεχυμένα μαζί με αυτά εντοπίζονται από την αστική συνείδηση και μερικά γνωρίσματα συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα, στα οποία ωστόσο, προσδίδεται εξωϊστορικός, φυσικός και έμφυτος χαρακτήρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην κλασική αστική αντίληψη εκπρόσωπος του είδους homo sapiens ταυτίζεται εν πολλοίς με τον «homo oeconomicus». Η ιδιοτελής και εγωιστική συμπεριφορά των ορμώμενων από το ίδιον συμφέρον τους (self interest) ατόμων (των «λελογισμένων εγωιστών»), συνιστά κατά την κλασική σκέψη ως δια μαγείας προϋπόθεση της «φυσικής» κοινωνικής και οικονομικής αρμονίας και ισορροπίας (το αόρατο χέρι της αγοράς κατά τον Smith). Η «φυσική τάξη», ο ορθολογισμός και η ηθικότητα, θεωρούνται a priori  ιδιότητες των οικονομικών νόμων που προβάλλει ο οικονομικός φιλελευθερισμός της κλασικής οικονομικής σκέψης. Η διάγνωση αυτών των νόμων, στο βαθμό που υφίστανται ακόμα οι φεουδαρχικού - απολυταρχικού χαρακτήρα σχέσεις ή κατάλοιπά τους, τροφοδοτεί τα πολιτικά αιτήματα, και τις διεκδικήσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο «οντολογική» - ορθολογική επιστημονική έρευνα και ηθικο - πολιτικός «δεοντολογισμός» περιπλέκονται στην αστική σκέψη ως αναπόσπαστες πτυχές του συνδεόμενου με το διαφωτισμό οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού. Τα παραπάνω εντάσσονται με διάφορους τρόπους στον «αξιωματικό πυρήνα» του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης.

            Η περιπλοκή αυτή χαρακτηρίζεται από μιαν εγγενή και πολυεπίπεδη αντιφατικότητα της κλασικής σκέψης.

 Στο επίπεδο της πρακτικής στάσης ζωής, εκφράζεται ως αντίθεση μεταξύ ενατενιστικής παθητικής αποδοχής των πραγμάτων και χειραγωγικού ακτιβισμού.

Στο επίπεδο της γνωσιακής σχέσης ως αντίθεση μεταξύ της επιδίωξης διάγνωσης του κόσμου ως έχει και αντιμετώπισης του κόσμου ως απότοκου υλοποιηθέντων, υλοποιούμενων και υλοποιήσιμων βουλητικών σχεδίων (θετικών και αρνητικών, βεβιασμένα ή συναινετικά - συμβατικά επιβαλλόμενων).

 Στο πολιτικό επίπεδο - ως αντίθεση μεταξύ της κατανόησης της εξουσίας αφ’ ενός μεν ως απόλυτης πειθαναγκαστικής καθολικής βούλησης (απολυταρχία), αφ’ εταίρου δε ως συναινετικής συνισταμένης εκπορευόμενης από τη βούληση μεμονωμένων ατόμων (φιλελευθερισμός).

Σε όλες τις κοινωνικο - φιλοσοφικές συλλήψεις της κλασικής αστικής παράδοσης κεντρική θέση καταλαμβάνουν τα λεγόμενα «έμφυτα δικαιώματα» του ανθρώπου: η «ελευθερία», η «ισότητα», η (ιδιωτική) «ιδιοκτησία» και ο ωφελιμισμός, το οικονομικό και κοινωνικο - πολιτικό περιεχόμενο των οποίων, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου  αυταπάτες που χαρακτηρίζουν το λόγο που αρθρώνουν οι θιασώτες αυτής της παράδοσης, είναι δέσμιο του ορίζοντα της αστικής τάξης.

Ο ιδιότυπος χαρακτήρας διαπλοκής, συγχώνευσης και σύγχυσης της καθ’ εαυτώ πολιτικο - οικονομικής προσέγγισης με την κοινωνικο- φιλοσοφική, πολιτική  και διακαιική και τις αντιφάσεις που απορρέουν από εδώ συνδέονται με το γεγονός ότι η κλασική αστική σκέψη προσκρούει σε δύο αλληλένδετες αντικειμενικές φαινομενικότητες δύο εξίσου αλληλένδετων - αν και διακριτών – αντικειμένων (ολοτήτων):

 1) στην αντικειμενική φαινομενικότητα της διαδικασίας (και των αποτελεσμάτων) της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων (διαμεσολαβημένης από την επενέργειά τους στη φύση) ως οργανικού όλου δηλ. της κοινωνίας, όπου ο ξεχωριστά παρμένος άνθρωπος ως μεμονωμένη οντότητα - άτομο και ως «φυσικό» και αμετάβλητο άμεσα δεδομένο δηλ. ως πράγμα, γίνεται αντιληπτός ως η βάση, η αρχή και το τέλος του όλου πλέγματος των αμοιβαίων συναφειών αυτού του όλου,

2) στην αντικειμενική φαινομενικότητα των σχέσεων παραγωγής του σχηματισμού εκείνου, κατά τον οποίο ο πλούτος της κοινωνίας παίρνει την μορφή της διαδικασίας (και των αποτελεσμάτων) της αλληλεπίδρασης ανταλλάξιμων πραγμάτων - εμπορευμάτων (κεφαλαιοκρατία). Και μάλιστα, παρά  το γεγονός ότι η υπόσταση της δεύτερης διαδικασίας (η αφηρημένη εργασία στην ενότητά της με την συγκεκριμένη) αποτελεί μόνο μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή της υπόστασης της πρώτης διαδικασίας (της ανθρώπινης δραστηριότητας ), η κλασική αστική σκέψη αδυνατεί αντικειμενικά να συλλάβει αυτή την αντιφατική ενότητα. Έτσι μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή της εργασίας νομοτελώς κατανοείται από τους ανθρώπους που είναι «δέσμιοι των αστικών σχέσεων» (Κ. Μαρξ) ως αιώνια, αμετάβλητη και η μόνη δυνατή.

Η αστική παράδοση κινείται στα πλαίσια της ανεπίλυτης για αυτήν αντίφασης μεταξύ ακραίου υλισμού (εμπειρισμού, αισθησιοκρατίας κ.λπ.) και (υποκειμενικού) ιδεαλισμού. Με αυτό συνδέεται και ο θεμελιώδης αντιιστορισμός της. Η ιστορία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι γι’ αυτήν παρά μια γραμμική προεκβολή πτυχών της περί του παρόντος αντίληψης στο παρελθόν.

Εάν αυτή η αντιφατικότητα των ιδεολογημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης διαδραμάτισε ένα προοδευτικό κοινωνικο-πολιτικό ρόλο, έχοντας παράλληλα μια σημαντική ευρετική λειτουργία στο γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, με την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και την επαναστατικοποίηση της επιστήμης από τον Κ. Μαρξ, η εμμονή στις εκχυδαΐσμένες εκδοχές αυτών των ιδεολογημάτων, που αυτοπροβάλλεται ως «μοναδική σύγχρονη επιστημονική σκέψη» (βλ. π.χ. τους «νεοκλασσικούς»), διαδραματίζει ένα καθαρά απολογητικό, αντιδραστικό και αντεπαναστατικό ρόλο (βλ. Μηλιός Γ. 1997, σ.28-39, κ.ά.). 

 

5.O Hegel και το γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης.

 

            Είναι όντως ιστορική η συμβολή του Ηegel στην μεθοδολογία της έρευνας της επιστημονικής νόησης. Αυτό αφορά ιδιαιτέρως τις μεγαλοφυείς εικασίες του για τον αντικειμενικό, φυσικο - ιστορικό χαρακτήρα του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης των μορφωμάτων της επιστημονικής νόησης, για τον εσωτερικό προσδιορισμό και την ιστορικότητά του. Ταυτοχρόνως χρειάζεται να επισημανθεί και ο κατ’ αρχήν περιορισμένος χαρακτήρας της εγελιανής μεθοδολογίας, ο οποίος από αυτή τη σκοπιά (της ιστορίας της επιστημονικής νόησης και της «υποκειμενικής λογικής»), εκφράζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ότι στην «αντικειμενική λογική», διότι κατά την διαδικασία της μετάβασης από την άγνοια στην γνώση, από το γνωστό στο άγνωστο κ.λπ. - δηλ. στο γίγνεσθαι της επιστημονικής λογικής - παρουσιάζονται οι περισσότερες δυσκολίες για την «απόδειξη» της απόλυτης ταύτισης είναι και νόησης. Η νοητική ολότητα του ανεπτυγμένου συστήματος λογικών κατηγοριών προβάλλει εν πολλοίς στον Hegel ως εκ προοιμίου δεδομένη a priori κατασκευή χωρίς ιστορία. Γι’ αυτό και ο Hegel ουσιαστικά δεν εντοπίζει την εσωτερική πηγή της ανάπτυξης στην διαδικασία του γίγνεσθαι της νόησης. Η τελευταία δεν συνιστά εδώ μιαν αυτοκίνηση, αλλά εκτυλίσσεται κατά κάποιο τρόπο σαν να έλκεται, σαν να σύρεται από την παραδόξως προϋπάρχουσα ανεπτυγμένη νόηση. Το αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας, η διαμορφωμένη, η ώριμη νόηση παρουσιάζεται ως αφετηριακό σημείο και κινητήρια δύναμη του γίγνεσθαι. Η νομοτέλεια, η αναγκαιότητα, η ουσία κ.λπ. χαρακτηρίζουν κατά τον Hegel αποκλειστικά την νόηση στη βαθμίδα του λόγου, γεγονός που οδηγεί μεταξύ άλλων και στην ταύτιση της κατ’ αίσθηση και της κατά διάνοια γνώσης με την αυθαιρεσία, με τη μεταφυσική. Από την άποψη της απολυτοποίησης της θεωρητικής   γνώσης, του αυτοπροσδιορισμού της σκέψης στο επίπεδο της εννοιολογικής –κατηγοριακής βαθμίδας, με αντίστοιχη υποτίμηση της κίνησης από τα εμπειρικά δεδομένα προς το αφηρημένο, το σύστημα του Hegel αποτελεί κλασσικό υπόδειγμα μεταφυσικής μυστικοποίησης.  Το εγελιανό σύστημα, παρά τις εκπληκτικά διορατικές κατακτήσεις του, δεν έχει απελευθερωθεί ακόμα - από μεθοδολογικής σκοπιάς, - από την πολωτική απόσπαση των διαμελισμένων πλευρών του αντικειμένου (της επιστημονικής νόησης) που χαρακτηρίζει την διάνοια. Η εξωτερική συνάφεια μεταξύ των απόλυτα αποκομμένων πλευρών της νοητικής διαδικασίας (μεταξύ αισθητηριακότητας, διάνοιας και λόγου) υποστασιοποιείται και λειτουργεί ως βάση του ιδεαλιστικού μυστικισμού.

 

6. Η  διαδικασία του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης της υποκειμενικής πλευράς της επιστημονικής νόησης.

 

            Κατά κανόνα στην μεθοδολογία της ιστορίας των επιστημών παρατηρούνται δύο κύριες ακραίες τάσεις:

1.    Η τελεολογική αντιμετώπιση του παρελθόντος της επιστήμης υπό την (υπέρ)οπτική της δογματοποίησης μιας σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξής της.

2.    Η σχετικοκρατική θεώρηση του παρελθόντος της επιστήμης βάσει μιας σκεπτικιστικής θεώρησης της παρούσας βαθμίδας της ανάπτυξής της.

            Κατά την πρώτη προσέγγιση η ιστορία της επιστήμης προβάλλει απλώς ως προϊστορία για την ανάδειξη (σε μια σχέση απόλυτης ασυνέχειας, απολυτοποίησης της όποιας τομής), της αρτιότητας, της πληρότητας και της επάρκειας της εκλαμβανόμενης ως ανεπτυγμένης βαθμίδας της επιστήμης. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση η ιστορία της επιστήμης (συμπεριλαμβανομένου  του παρόντος και του μέλλοντός της) προβάλλει ως χαώδες συνονθύλευμα γνωμών, απόψεων και ιδεών. Συχνά οι δογματικές σχηματοποιήσεις της πρώτης προσέγγισης ευνοούν την ενδυνάμωση του σκεπτικισμού και της σχετικοκρατίας της δεύτερης. Ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, το πρόβλημα επιτείνεται όταν σε «έρευνες» επί συγκεκριμένων ζητημάτων η συστηματική διερεύνηση του αντικειμένου συγχέεται, είτε ακόμα και υποκαθίσταται από την χαώδη και εξωϊστορική παράθεση απόψεων που κατά καιρούς διατυπώθηκαν έπ’ αυτού στην ιστορία της επιστήμης.

            Προσφιλές «εργαλείο» ταξινόμησης και περιοδολόγησης του «υλικού» της ιστορίας της επιστήμης είναι εδώ κατά κύριο λόγο ο εξωτερικός «χρόνος». Όχι με την έννοια της εκάστοτε συγκεκριμένης ιστορικά χρονικότητας της επιστημονικής γνώσης - διαμεσολαβημένα συνδεόμενης με την χρονικότητα του κοινωνικού όλου -, αλλά ως μοιραίο ορόσημο του πέρατος με την εμφάνιση της «απόλυτης ιδέας», είτε ως γραμμική χρονική αλληλουχία μιας «κακής απειρίας»(Hegel).

            Η θεωρητική - μεθοδολογική διερεύνηση της ιστορίας της επιστήμης που προτείνεται στην παρούσα έρευνα επιτρέπει την περιοδολόγηση αυτής της ιστορίας κατά τους τύπους, τον χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας και των εκάστοτε αποτελεσμάτων της. Από αυτή την άποψη διακρίνονται τα εξής στάδια:

·      άμεση πρακτική - διαπλεκόμενη με αυτήν γνώση.

·      πρωταρχική εμφάνισης της επιστήμης - μετάβαση στην εξέταση της ενδότερης (μη ορατής στην επιφάνεια) συνάφειας και των συναρτήσεων του αντικειμένου.

·      διαμόρφωση της επιστήμης - διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης, σχηματικές συστηματοποιήσεις των κεκτημένων της στο επίπεδο της προδιαλεκτικής διάνοιας.

·      ωριμότητα της επιστήμης - νοητή ανασύσταση του συγκεκριμένου αντικειμένου ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών του λόγου και ως θεωρητική θεμελίωση της ανάγκης ριζικού μετασχηματισμού του αντικειμένου.

Κατά την προτεινόμενη εξέταση της ιστορίας της επιστημονικής σκέψης αναδεικνύεται  η εσωτερική προσδιοριστία της τελευταίας στην ενότητά της με την εσωτερική προσδιοριστία του αντικειμένου της επιστήμης και (ιδιαίτερα στην κοινωνική επιστήμη) της κοινωνίας συνολικά, χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν. Όταν αγνοείται η διαμεσολαβημένη (και βαθμιαία περιπλεκόμενη στην πορεία της ανάπτυξης της επιστήμης) σχέση μεταξύ των δύο αυτών διακριτών διαδικασιών και η ιδιοτυπία τους, προκύπτουν χονδροειδείς σχηματοποιήσεις. Τότε είτε ο ιστορικός προσδιορισμός της επιστήμης ανάγεται πλήρως στον ιστορικό προσδιορισμό του αντικειμένου (και της κοινωνίας ή των εκάστοτε ιδεολογικο-πολιτικών αναγκών), δηλ. η επιστήμη προβάλλει ως απ’ ευθείας και αυτόματος μηχανικός αντικατοπτρισμός της ανάπτυξης του αντικειμένου, είτε - τουναντίον - ο ιστορικός προσδιορισμός του αντικειμένου (και της κοινωνίας) ανάγεται πλήρως στους προσδιορισμούς της περί αυτού νόησης, δηλ. το αντικείμενο - μ’ ένα κάθ’ όλα εγελιανό τρόπο - εκλαμβάνεται ως «αλλοτρίωση», «υλοποίηση» και «ενσάρκωση» των περί αυτού ιδεών. Σε αυτές τις περιπτώσεις κυριαρχεί η εξωτερική σχέση προς την επιστήμη και μια συνακόλουθη εξωτερική συνάφεια της τελευταίας με το αντικείμενό της.

Η συγκεκριμένη έρευνα του γίγνεσθαι της οικονομικής σκέψης έδειξε ότι κατά τα πρώτα βήματα του γίγνεσθαι της επιστήμης (αστική πολιτική οικονομία), η σκέψη σε γενικές γραμμές (παρά τις επιμέρους οξυδερκείς αναλαμπές) έπεται της άμεσης κίνησης του αντικειμένου (και της πρακτικής ενασχόλησης με αυτό ) και καθυστερεί χρονικά από αυτό, ενώ η ώριμη επιστήμη (η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας) δεν αντικατοπτρίζει απλώς την υφιστάμενη κατάσταση του αντικειμένου, αλλά βάσει της εγνωσμένης εσωτερικής νομοτέλειάς του προβαίνει σε πρόγνωση, σε προτρέχουσα σύλληψη των προοπτικών του ριζικού μετασχηματισμού του αντικειμένου.

Η κίνηση της επιστήμης στην ιστορία διέπεται από μιαν ιδιότυπη διαλεκτική.

Η προτεινόμενη έρευνα επιτρέπει την διακρίβωση της συσχέτισης μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής, εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της γνώσης. Στα  αρχικά  στάδια του γίγνεσθαι της επιστήμης επικρατεί η (περιγραφική - εμπειρική) ένταξη όλων των πλευρών και των πτυχών του αντικειμένου στο πεδίο της έρευνας. Εσωτερικό όριο της εκτατικής της ανάπτυξης είναι η ανάδειξη των απλούστερων σχέσεων του αντικειμένου. Χαρακτηριστικό στοιχείο των πρώιμων σταδίων της επιστήμης είναι η εκτατική ανάπτυξη την οποία διαδέχεται η εντατική (η νοητική επεξεργασία και ανασύσταση του αντικειμένου), στο βαθμό που η επιστήμη ωριμάζει.

Στο γίγνεσθαι της επιστήμης παρατηρούνται τρία άλματα (ποιοτικές και ουσιώδεις τομές):

1.κατά την μετάβαση της νόησης από την αμεσότητα της πρακτικής στη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας του αντικειμένου (εμφάνιση της επιστήμης).

2.κατά την μετάβαση από την αναλυτική αποσπασματικότητα σε συστηματικά συγκροτημένες συλλήψεις του αντικειμένου στο επίπεδο της διάνοιας (διαμόρφωση της επιστήμης).

3.κατά την μετάβαση από την εξωτερική (τυπική - ταξινομική) σχέση των διαμελισμένων από την διάνοια πλευρών στην εσωτερικά διαμεσολαβημένη αμοιβαία συνάφεια της ολότητας του λόγου, ως θεωρητική θεμελίωση της επαναστατικής-μετασχηματιστικής πρακτικής (ωριμότητα της επιστήμης).

            Η βασική αντίφαση της νόησης στη γνωστική διαδικασία από την άποψη της υποκειμενικής λογικής, είναι η αντίφαση μεταξύ αισθητηριακού και ορθολογικού, μεταξύ αμεσότητας και διαμεσολάβησης. Κατά την πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης οι εν λόγω πόλοι της αντίφασης συνιστούν διακριτά μέρη μιας ταυτότητας. Κατά την διαμόρφωση της επιστήμης η σχέση αυτών των πόλων της αντίφασης γίνεται σχέση διαφοράς και αντίθεσης (οι πόλοι αλληλοπροϋποτίθενται αμοιβαία αποκλειόμενοι). Η αντίφαση αίρεται στην ανεπτυγμένη θεωρία, όπου επιτυγχάνεται το επίπεδο της καθ’ εαυτώ αντίφασης: η κατ’ αίσθηση γνώση δεν απορρίπτεται αλλά «αίρεται» μετασχηματιζόμενη στην νοητά συγκεκριμένη απεικόνιση του αντικειμένου ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών.

            Με την ανάβαση από το αισθητηριακό - συγκεκριμένο στο αφηρημένο, δρομολογείται και η πρώτη άρνηση της γνωστικής διαδικασίας: η άρνηση της αισθητηριακής πρόσληψης (αφετηριακή θέση) από την διάνοια (πρώτη άρνηση). Με την ολοκλήρωση του γίγνεσθαι της επιστήμης ολοκληρώνεται και αυτή η πρώτη αφηρημένη άρνηση. Από μόνη της αυτή η πρώτη άρνηση εν εαυτή, στην ανεπτυγμένη μορφή της συνιστά αυτοάρνηση: η ανάπτυξη της άρνησης από την νόηση (στη βαθμίδα της διάνοιας) της εμπειρικής βαθμίδας της γνώσης συνιστά σε γενικές γραμμές και εξάντληση των ορίων της βαθμίδας της διάνοιας στην γνωστική διαδικασία, που υπαγορεύει τη μετάβαση στην ανώτερη βαθμίδα της. Ο λόγος (ως διαλεκτική σκέψη) πραγματοποιεί την δεύτερη άρνηση (άρνηση της άρνησης), αίροντας συνθετικά εν εαυτώ σε μετασχηματισμένη μορφή, αφετηριακή θέση  και πρώτη άρνηση.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

 

·        Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική του "Κεφαλαίου" του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.

·        Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988 (ελληνική μετάφραση υπό έκδοση από Ελληνικά Γράμματα).

·         Βαζιούλιν Β. Α. Το πρόβλημα της αντίφασης στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Ουτοπία. 1994, Νο 12.

·         Βαζιούλιν Β. Α.  Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ. Επιστημονική σκέψη, Νο 36, 1987.

·        Βαζιούλιν Β.Α. Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες, στο Μεθοδολογικά προβλήματα της σύγχρονης επιστήμης. Μόσχα, 1970.

·         Βαζιούλιν Β.Α. Περί του ζητήματος του "μηχανισμού" ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Vestnic Moskofskogo Universiteta, Ser. 8, 1964, Νο 2.

·         Βαζιούλιν Β.Α. Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ.Μαρξ.  Μόσχα 1975.

·         Βαζιούλιν Β.Α. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική. Δεκ. 1992, Νο 67.

·        Δαφερμάκης Εμμ. Το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης επιστήμης και ηθικής. Διδακτορική διατριβή. Μόσχα, 1995.

·        Διεθνής Σχολή «Η Λογική της Ιστορίας». Ιστοσελίδα. [http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm].

·        Διεπιστημονική προσέγγιση της διερεύνησης της επιστημονικής δημιουργίας. Μόσχα, 1990.

·         Ενγκελς Φ. Αντι-Ντύρινγκ. Ρωσ. εκδ. Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς. Έργα, τομ. 20.

·         Ενγκελς Φ. Παλιός πρόλογος στο Αντι-Ντύρινγκ. Κ.Μαρξ, Φ.Ενγκελς, Έργα, τ. 20.

·         Ιλιένκοφ Ε. Β. Διαλεκτική λογική, Μόσχα, 1974 (ελλην. έκδ, Gutenberg, Αθήνα, 1983).

·        Ιλιένκοφ Ε. Β. Η διαλεκτική αφηρημένου και συγκεκριμένου στο "Κεφάλαιο" του Κ.Μαρξ. Μόσχα, 1968.

·         Καντ. Ιμμάνουελ. Προλεγόμενα. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1982.

·        Μαρξ Κ. Grundrisse, στο Κ. Μαρξ- Φ. Ενγκελς, Έργα, τομ. 46, ημιτ. Ι- ΙΙ, ρώσ. Έκδ.

·        Μαρξ Κ. Το Κεφάλαιο. Τομ. 1- 3, ελλ. εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

·        Μαρξ Κ. Επίλογος στη Β' έκδοση του Κεφαλαίου (ελλ. εκδ. Σ.Ε. τ.1, σελ. 17 σε ανεπαρκή μετάφραση).

·        Μαρξ Κ., Φ. Ενγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg,  τομ. 1-2.

·        Μηλιός Γ., Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

·        Μηλιός Γ., Η σμιθιανή θεωρία της αξίας και οι αντιφάσεις της, Θέσεις, τεύχος 70,  2000, σ.137-148.

·        Ναξάκης Χ., Οι βιομηχανίες της γνώσης και της πληροφορίας. Κριτική της κοινωνίας της πληροφορίας. Εναλλακτικές εκδόσεις / Δοκίμια 4, Αθήνα, 1995.

·        Ρόζενταλ Μ. Μ. Αρχές διαλεκτικής λογικής. Μόσχα, 1960 (ελλην. έκδ. Αθήνα, 1962).

·         Ρόζενταλ Μ. Μ. Ζη­τήματα διαλεκτικής στο "Κεφαλαίο" του Μαρξ, Μόσχα. 1950 (ελλην. έκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ.).

·        Ρούμπιν Ι. Ι. Ιστορία της οικονομικής σκέψης. Μόσχα – Λένινγκραντ, 1929. (ελληνική έκδοση: Ιστορία οικονομικών θεωριών. Μετάφραση Χ. Βαλλιάνου. Εκδ. Κριτική, Αθήνα, 1994).

·        Πατέλη Δ. Σ.  Φιλοσο­φική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικο­νομικής επιστήμης, Μόσχα,1991.

·        Πατέλη Δ. Σ. Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; στο: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τομέας Φιλοσοφίας.  Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική, Τυποθήτω-Γ. Δαρδανός, Αθήνα 1998. 

·        Ricardo, D., Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Γκοβόστης, Αθήνα 1992.

·        Ρουμπινστάιν Σ.Λ. Οι βάσεις της γενικής ψυχολογίας, τομ. 1, Μόσχα 1989.

·         Smith, Adam. An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, τόμοι 1-2, Liberty Classics, Indianapolis, 1981.

·        Χέγκελ, Η επιστήμη της λογικής, τόμοι 1-3, Μόσχα, 1970-1972.

·        Χέγκελ, Παραδόσεις Ιστορίας της Φιλοσοφίας, βιβλίο 1ο, στο: Χέγκελ. Έργα, τομ. ΙΧ, Μόσχα, 1932.

 

 

 



[1] Verstand

[2] Vernunft

* Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του L. Geymonat,  ο οποίος αρκείται στην επισήμανση δύο ειδών «λογικότητας».

* βλ. το «Political aritmetick», (1683).

1