Οι
προοπτικές μιας σύγχρονης Διαλεκτικής της Φύσης
Δημήτρης Πατέλης
(Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τόμος
21, τεύχος 63, Σεπτέμβριος 2004, σελ. 294 – 302)
Η
νέα (6η) έκδοση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη «Η φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία» (Ελληνικά
Γράμματα, 2003), ξαναφέρνει στο προσκήνιο υπό νέους όρους μια προβληματική που,
όταν πρωτοεμφανίστηκε, στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, σημάδεψε τη σκέψη
σημαντικής μερίδας της προοδευτικής διανόησης. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα νέο
βιβλίο, σύμφωνα με το τελικό πρωτότυπο της γαλλικής έκδοσης (Παρίσι, 2001), στο
οποίο ο συγγραφέας έχει επανεπεξεργαστεί τα αρχικά κεφάλαια και έχει προσθέσει νέα.
Αντικείμενο του έργου είναι η
Φύση. Όχι η άμεσα δεδομένη και βιωματικά
εννοούμενη φύση, ούτε και η αναπαράστασή της στους αφηρημένους φορμαλισμούς των
επιστημόνων, αλλά η «Φύση των φιλοσόφων» η Φύση στο διαλεκτικό στοχασμό. Ως
γνωστόν, η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία προεπιστημονική μορφή
νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η
όποια πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική προβληματική, αλλά
τουναντίον την αναπαράγει, την επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου,
αναφορικά με τα επίπεδα συγκρότησης – αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης, με
την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις σχέσεις φύσης –
κοινωνίας, τη σχέση είναι - συνείδησης, τη φύση της αλήθειας, τη σχέση
υποκειμένου – αντικειμένου στη γνωστική διαδικασία, κ.λπ.
Από την εισαγωγή καθίσταται
σαφές ότι η άποψη του συγγραφέα είναι μαρξιστική, εκκινεί δηλαδή από μια
φιλοσοφική και επιστημολογική παράδοση, που όσο κι αν χλευάζεται στις μέρες μας
από τους θιασώτες του «μεταμοντέρνου» σχετικισμού και κάθε λογής
ανορθολογισμού, έχει συνεισφέρει αποφασιστικά στην ανάπτυξη αυτής της
προβληματικής. Αυτή η ρητή τοποθέτηση του συγγραφέα αποκτά ιδιαίτερη πολεμική
σημασία έναντι της αρκούντως διαδεδομένης αγοραίας προκατάληψης και
συστηματικής απαξίωσης της εν λόγω προβληματικής, που διατυπώνεται και ως
εξίσωση: διαλεκτική = μαρξισμός = Ε.Σ.Σ.Δ. = αποτυχία = του παρελθόντος…( Barot, 130-131). Ο Ε. Μπιτσάκης
έχει επίγνωση των κινδύνων δογματοποίησης της
μαρξιστικής σκέψης, γι’ αυτό και θέτει
εξ υπαρχής προς συζήτηση τα κομβικά ερωτήματα:
«Ποια θα ήταν… η επιστημολογική-φιλοσοφική νομιμότητα μιας «Διαλεκτικής της
Φύσης»;… ποιο είναι το καθεστώς των λεγόμενων «γενικών νόμων» της διαλεκτικής;
Πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τις αυθαίρετες γενικεύσεις; Πως θα μπορούσαμε
να παραμείνουμε στο φιλοσοφικό επίπεδο και να αποφύγουμε … ένα φιλοσοφικό λόγο
αποκομμένο από το συγκεκριμένο ή… μια εκλαΐκευση των επιστημών που συχνά
περνιέται για φιλοσοφικός λόγος;» (σ. 12). Αναδεικνύει τον ανεδαφικό χαρακτήρα
της απολυτοποίησης της αντίθεσης επιστήμης και
ιδεολογίας, την κοινωνική ταξική βάση της ιδεολογίας και τη σχέση μεταξύ
(διεπόμενων μεν από εσωτερική λογική αλλά μη ουδέτερων) επιστημών και
ιδεολογίας. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση των επιστημών σε μια διαδικασία επιστημονικοφανούς επένδυσης χειραγωγικών
και αντιδραστικών ιδεολογημάτων, όπως η δήθεν γενετική – γονιδιακή
«θεμελίωση» του ρατσισμού, η πνευματοκρατική – μεταφυσική ερμηνεία της υπόθεσης
του «διαστελλώμενου σύμπαντος» και της
κβαντομηχανικής, ο φετιχισμός της ποσότητας και των φορμαλισμών, η ιδεολογία
των μοντέλων, κ.ο.κ. (σ. 33-36). Δεν λείπουν στην εποχή μας και οι ωμές
εξουσιαστικές παρεμβάσεις, όπως η απαγόρευση της χρήσης τηλεσκοπίων σε
επιστήμονες που δεν συμμερίζονται του «στάνταρ μοντέλου» της κοσμολογίας (βλ. την
περίπτωση του Halton Arp,
σ. 50).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προτεινόμενη από τον Ε. Μπιτσάκη διάκριση - κατάταξη τριών «στιγμών» της θεωρητικής
ιδιοποίησης του πραγματικού: 1. φιλοσοφικών καθολικών προτάσεων και κατηγοριών,
2. οιονεί φιλοσοφικών εννοιών (διαμεσολαβητών μεταξύ επιστημών και φιλοσοφίας)
και 3. επιστημονικών εννοιών (σ. 52-58). Η κριτική εξέταση αυτής της κατάταξης
απαιτεί ξεχωριστή μελέτη. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι η προτεινόμενη
κατάταξη, έρχεται ως ανταπόκριση στην ανάγκη ιστορικής (κοινωνικής -
πολιτισμικής και εννοιολογικής) και λογικής εξέτασης της πορείας των μέσων, των
τρόπων και των επιπέδων νοητικής προσοικείωσης της
πραγματικότητας. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν ανάλογα εγχειρήματα κατάταξης
καθημερινών, επιστημονικών, διεπιστημονικών (κοινών για σειρά επιστημών)
εννοιών και φιλοσοφικών κατηγοριών (βλ. π.χ. Γκόττ, Ζεμλιάνσκι, Σεμενιούκ, Ούρσουλ, Graham, κ.ά.).
Εδώ θα ήταν σκόπιμο να επισημάνουμε, ότι οι σχέσεις μεταξύ των παραπάνω μέσων και τρόπων εκτύλιξης της γνωστικής διαδικασίας μπορούν να κατανοηθούν μόνο στα πλαίσια της πολυεπίπεδης και αντιφατικής διαδικασίας της ανάβασης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το νοητά αφηρημένο και από εκεί - προς το νοητά συγκεκριμένο (Βαζιούλιν). Σ’ αυτή τη διαδικασία, η οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν μέσω της σκέψης, υπάρχουν δυο βασικές πλευρές, αλλά και βαθμίδες της ανάπτυξης της ενιαίας και αντιφατικής νόησης: η διάνοια (γερμ. Verstand) και ο λόγος (γερμ. Vernuft). Στα πλαίσια της διάνοιας, οι έννοιες προβάλλουν ως έτοιμες, πάγιες και αμετάβλητες, ενώ στα πλαίσια του λόγου - ως αναπτυσσόμενες. Η νόηση ως κατ’ αρχήν διάνοια συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της τυπικής λογικής, ενώ ως λόγος - της διαλεκτικής λογικής. Η διάκριση αυτών των βαθμίδων του νοείν εντός του ειδέναι και σε αντιδιαστολή με τις άλλες πτυχές του ασυνείδητου και συνειδητού βίου (αισθάνεσθαι, βούλεσθαι κ.λπ.) είναι εφικτή σε καθαρή μορφή μόνο μέσω της φιλοσοφικής - αναστοχαστικής μεθοδολογικής ανάλυσης της δρώσας επιστημονικής νόησης (Πατέλης).
Ως εκ τούτου, η επικέντρωση της προσοχής στο πρόβλημα που προτάσσει η θετικιστική – μεταθετικιστική παράδοση (όπου διατυπώνεται ως κύριο ζητούμενο η επαληθευσιμότητα ή διαψευσιμότητα ξεχωριστών προτάσεων, όρων, εννοιών, κ.ο.κ.), είναι δηλωτική της εμπλοκής της νόησης στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στην διάνοια, είναι δηλωτική της κατακερματισμένης πρόσληψης του αντικειμένου και της περί αυτού νόησης, και της αδυναμίας άρσης στο θεωρητικό – κατηγοριακό επίπεδο της διαλεκτικής νόησης, του λόγου, όπου δεν υφίστανται μεμονωμένες προτάσεις, έννοιες, κ.ο.κ.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας σε αντιδιαλεκτικές ουσιαστικά απόπειρες «αφυλοποίησης» της ύλης μέσω της αναγωγής των πραγμάτων σε σχέσεις (σ. 59-63). Είναι γεγονός ότι στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ -σ’ αυτό το ανυπέρβλητο ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική σημασία του έργο, όπου η διερεύνηση της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας αρθρώνεται βάσει της διαλεκτικής λογικής- το αντικείμενο της έρευνας εξετάζεται ως οργανικό όλο, ως σύνολο αλληλένδετων πραγμάτων (με τις ιδιότητές τους), σχέσεων (αλληλεπιδράσεων, κ.ο.κ.) και διαδικασιών.
Εκκινώντας
από τα κομβικά φιλοσοφικά ερωτήματα που γενούν τα δεδομένα των σύγχρονων
επιστημονικών ερευνών, ο συγγραφέας στρέφεται στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή μας επιλεκτικά σε ορισμένους κρίσιμους
σταθμούς της ιστορίας του φιλοσοφικού στοχασμού, ώστε να σκιαγραφήσει πειστικά
την ιστορικότητα και την επικαιρότητα του κεντρικού προβλήματος του βιβλίου. Η
αναδρομή στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν γίνεται υπό το πρίσμα μιας αφηρημένης
φιλολογικής αναφοράς στα κείμενα της φιλοσοφικής γραμματείας, αλλά με τον χαρακτηριστικό τρόπο του Ε. Μπιτσάκη: με τον μαχητικό τρόπο του κοινωνικά
ευαισθητοποιημένου στοχαστή, που διαθέτει βαθιά και εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώση των φυσικών επιστημών. Το όλο εγχείρημα δεν
είναι τυχαίο, ούτε και ανάγεται σε αφηρημένες «ακαδημαϊκές» ανησυχίες. Πιάνει
τα νήματα της ερευνητικής κατεύθυνσης που θεμελίωσε ο Φ. Ένγκελς.
Στην εποχή μας, με την ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας,
είναι πιο έντονη η αίσθηση της ασυναρτησίας της κυρίαρχης μεταφυσικής, που
επιτείνεται από τις «φιλοσοφίες» της μόδας. Από την εποχή του Ένγκελς «η εμπειρική φυσιογνωσία συγκέντρωσε τόσο ασύλληπτη
μάζα θετικού υλικού, ώστε σε κάθε ξεχωριστή περιοχή της έρευνας έγινε απόλυτα
επιτακτική η ανάγκη να τεθεί αυτό το υλικό σε τάξη συστηματικά και σύμφωνα με
την εσωτερική του συνάφεια» (Ένγκελς, σ. 25). Η
υπέρβαση της μεταφυσικής προϋποθέτει την ικανότητα θεωρητικής σκέψης και χρήσης
της διαλεκτικής μεθόδου. Για την καλλιέργεια αυτής της ικανότητας δεν υπάρχει
μέχρι σήμερα άλλο μέσο, εκτός από τη μελέτη όλης της προγενέστερης φιλοσοφίας
και ιδιαίτερα των δύο πλέον γόνιμων ιστορικών μορφών της διαλεκτικής
φιλοσοφίας: της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της κλασικής γερμανικής
φιλοσοφίας (ό. π., σ. 28-31). Γι’ αυτό και ο Ε. Μπιτσάκης ξεκινά την παρουσίαση της υπό εξέταση
προβληματικής από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, με ιδιαίτερη έμφαση στους
προσωκρατικούς φιλοσόφους, «τους μεγάλους στοχαστές που στην αυγή της ιστορίας
διατύπωσαν τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα», και στον Αριστοτέλη. Προχωρά
στην κορύφωση της προμαρξικής διαλεκτικής σκέψης
(Χέγκελ), για να προβεί σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της διαλεκτικής
προσέγγισης της φύσης στο έργο των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς
και Β. Ι. Λένιν. Η αναδρομή στην ιστορία της σκέψης κλείνει με την αναφορά στο
έργο ενός «φυσικού-φιλοσόφου» και ανθρωπιστή, του Π. Λανζεβέν,
που μέσα από τον αναστοχασμό του περάσματος από την
κλασική στη σχετικιστική και κβαντική φυσική και τον ανθρωπισμό του, προσέγγισε
τη μαρξιστική διαλεκτική (κεφ. 8ο).
Είναι
σκόπιμο να σταθούμε ιδιαίτερα στο 9ο κεφάλαιο, που πραγματεύεται τις
νέες προοπτικές για τη διαλεκτική της φύσης. Ο συγγραφέας έχει ήδη αναδείξει
τον οργανικό δεσμό ανάμεσα στις επιστήμες και τη διαλεκτική. Δεν προτάσσει μια
νέα «μεγάλη αφήγηση», μια νεκρανάσταση της προμαρξικής
φυσικής φιλοσοφίας. Το όλο εγχείρημά του επικεντρώνεται
στην κοσμοθεωρητική, μεθοδολογική και ευρετική
λειτουργία του διαλεκτικού φιλοσοφικού στοχασμού, με τη μορφή μη δογματικά
εννοούμενων γενικεύσεων και των κατευθυντηρίων αρχών. Στις τελευταίες
συγκαταλέγονται: η αντικειμενικότητα, η χρονική προτεραιότητα και η ανεξαρτησία
της φύσης από το πνεύμα, το αυθύπαρκτο και το αυταίτιό
της (για να θυμηθούμε την «υπόσταση» του Σπινόζα), η κίνηση ως κατηγόρημα της
ύλης, η αέναες μεταμορφώσεις, οι αντιθέσεις, η ιεραρχική διάρθρωση των μορφών
κίνησης της ύλης, το μη αναγώγιμο των ανώτερων μορφών σε κατώτερες, κ.ο.κ.
Αδιαμφισβήτητα «οι σημερινές επιστήμες μπορούν να
αποτελέσουν το θεμέλιο για μια διαλεκτική αντίληψη της Φύσης» (σ. 451), υπό το
πρίσμα ενός κριτικού φιλοσοφικού αναστοχασμού, ικανού
να ανασυνθέσει το κεκτημένο τους, υπερβαίνοντας τις μονομέρειες, τις
αμετροεπείς κοσμοθεωρητικές αξιώσεις και τις γραμμικές προεκβολές επί παντός
επιστητού των ειδικών μέσων και τρόπων της έρευνας μιας εκάστης, ή ομάδων των
επιμέρους φυσικών επιστημών. Οι μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις των δύο τελευταίων αιώνων σημάδεψαν τη
φιλοσοφία και ειδικά τη διαλεκτική της φύσης. Είναι οι καμπές εκείνες στη δυναμική της ανάπτυξης
της επιστημονικής γνώσης, που συνδέονται με την αναδόμηση των εκπορευόμενων από τα θεμέλια της επιστήμης (επιστημονική
εικόνα του κόσμου, ιδεώδη – κανόνες της επιστήμης, φιλοσοφικά και κοσμοθεωρητικά
θεμέλια) στρατηγικών της έρευνας,
για να αναμορφώσουν στη συνέχεια τα τελευταία. Ο Ε. Μπιτσάκης δείχνει, με την πειστικότητα του γνώστη αυτών των
εξελίξεων, πως κλονίζονται τα κατάλοιπα της μηχανιστικής – μεταφυσικής (αντιδιαλεκτικής) αντίληψης μέσω της κατίσχυσης της
επιστημονικής εικόνας ενός δυναμικού γίγνεσθαι, της ιστορικότητας, της
πολυμορφίας, των μεταμορφώσεων και της «δημιουργίας» νέων μορφών ύλης, μέσω της
ανάδειξης νέων μορφών καθορισμού (πιθανοκρατικοί
νόμοι, χάος, καταστροφές, φράκταλς, μη γραμμικότητα, μη ακαριαίο των αλληλεπιδράσεων, μη
αντιστρέψιμο των διαδικασιών), κ.λπ.
Αξίζει να αναφερθούμε στην κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στο πρόβλημα της απόδειξης της θέσης περί αντικειμενικότητας της φύσης. Με τη στενή τυπική (και εν πολλοίς θετικιστική) έννοια απόδειξη είναι η τυπικο-λογική διαδικασία, κατά την οποία η αλήθεια μιας πρότασης είναι λογικό επακόλουθο, δηλαδή, προκύπτει από μια πεπερασμένη ακολουθία-αλυσίδα λογικών συλλογισμών, ορθών συναγωγών, που οδηγούν από ορθές προκείμενες (αξιώματα, ορισμούς, προτάσεις, εγνωσμένης ήδη αλήθειας) σε αποδεικνυόμενα συμπεράσματα. Η απόδειξη αυτή εφαρμόζεται στα τυπικά αξιωματικά συστήματα της λογικής, των μαθηματικών και των τυποποιημένων και μαθηματικοποιημένων μερών της θεωρητικής φυσικής. Ανάγει το πρόβλημα στη σπουδή της δομής των τύπων (μορφών) των αποδείξεων στα αξιωματικά συστήματα, χωρίς περιεκτικές αναφορές (χωρίς αναφορές στη σημασία των τύπων). Ωστόσο, δεν ανάγονται όλες οι ουσιώδεις πλευρές της έννοιας της απόδειξης σε τύπους και απαιτούν ειδική θεωρητική επεξεργασία (εξ’ ου και η ανάγκη για μεταθεωρία). Επιπλέον, όπως απέδειξε ο Κ. Γκέντελ, ακόμα και οι απλούστερες μαθηματικές θεωρίες (π.χ. θεωρία των αριθμών) δεν επιδέχονται πλήρη και ταυτόχρονα μη αντιφατική τυποποίηση, έχοντας πάντοτε ένα «μη τυποποιούμενο υπόλοιπο». Τέλος, καμιά τυποποίηση δεν μπορεί να αντιπαρέλθει το θεμελιώδες ζήτημα της ερμηνείας, δηλαδή, της συσχέτισης με την εκτός αυτής πραγματικότητα που περιγράφει και οφείλει να εξηγεί.
Η πλήρης τυποποίηση (ως ανέφικτη τάση) νοητικών συστημάτων και η αντιπαραβολή τους με τα δεδομένα της εμπειρίας (περιγραφή) χαρακτηρίζει τη βαθμίδα της γνώσης κατά την οποία επικρατεί η διάνοια και η τυπική λογική. Στη βαθμίδα του λόγου η απόδειξη αποκτά διαλεκτικό χαρακτήρα (διαλεκτική λογική) και επιτυγχάνεται με την ολότητα ενός διατεταγμένου και ιεραρχημένου συστήματος αλληλένδετων προσδιορισμών, αφετηρία, κριτήριο της αλήθειας και τελικός σκοπός του οποίου είναι πάντοτε η ιστορική - κοινωνική πρακτική. Επομένως, ορθά συμπεραίνει ο Ε. Μπιτσάκης ότι «το υλιστικό αξίωμα … εναρμονίζεται με τα δεδομένα των φυσικών επιστημών και ειδικότερα με τη βιολογία και την κοσμολογία» (σ. 459), αλλά κυρίως αποδεικνύεται πολλαπλά και επανειλημμένα στην ιστορία του πολιτισμού μέσα στην πρακτική και νοητική προσοικείωση της φύσης και της κοινωνίας, μέσα στην μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν συνιστά απλή παραδοχή (έστω και εναρμονιζόμενη με τον κοινό νου και τον αυθόρμητο επιστημονικό ρεαλισμό), δεν συνιστά απλώς αξίωμα. Η ίδια η διατύπωση αυτού του «προβλήματος», όπως και του «ανεξήγητου» ερωτήματος «γιατί η Ύλη και όχι το Τίποτα;», στην πλέον άδολη εκδοχή τους, είναι μάλλον δηλωτική του υποδουλωτικού χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας, για τον φορέα του οποίου, κάθε ζήτημα που δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος των φορμαλισμών που διαχειρίζεται στα πλαίσια της εξειδίκευσής του, είναι «ανεξήγητο», «μεταφυσικό», «εκ του πονηρού», κ.ο.κ. Φανερώνει επίσης την (υπόρρητη) παρουσία ενός μυθολογικής και θρησκευτικής προέλευσης ανθρωπομορφισμού, που αναζητά τελεολογική σκοπιμότητα επί παντός επιστητού, ακόμα και στις αντικειμενικές προϋποθέσεις, και στους όρους ύπαρξης και ανάπτυξης του ανθρώπου.
Ο Ε. Μπιτσάκης αναφέρεται στον διάλογο για το εάν η Φύση συνιστά μια ολότητα (σ. 464-469). Ο ίδιος, προς επίρρωση της νομιμότητας μιας Διαλεκτικής της φύσης, τοποθετείται υπέρ της θεωρούμενης ως ολότητας Φύσης. Φυσικά αντιδιαστέλλει την άποψή του στις ποικίλες μεταφυσικές – τελεολογικές ιδέες και στους άγονους αναγωγισμούς. Προφανώς, δεν αναφέρεται σε μιαν «επίπεδη ολότητα, χωρίς αντιθέσεις, ήρεμο βασίλειο της ταυτότητας» (σ. 467), αλλά συνδέει την οριακά διασταλτική αντίληψή του περί ολότητας με την ετερογένεια, τη διαφοροποίηση, την κίνηση, τις αντιθέσεις, το νομοτελές, τις αλληλεπιδράσεις, κ.ο.κ. Αναφέρει ακόμα, ότι «θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια φυσική σκοπιμότητα ως ένα πεδίο δυνατοτήτων, όχι τελεολογική, αλλά καθοριζόμενη από τον αυτοδυναμισμό της ύλης» (σ. 478).
Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση. Θα αρκεστώ σε μερικές επισημάνσεις με αφορμή αυτό το διάλογο. Βάσει της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας, ολότητα, ή οργανικό όλο, με τη στενή έννοια του όρου, υφίσταται και μπορεί να διαγνωσθεί, μόνον εφ’ όσον και καθ’ όσον διακριβώνεται ως σύστημα αναφοράς ένα ιεραρχικά διαρθρωμένο αναπτυσσόμενο σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική συνάφεια των μερών του, και το οποίο ανακύπτει (εμφανίζεται, διαμορφώνεται, ωριμάζει και φθίνει) σε συνάρτηση με προ και εκτός αυτού υπάρχουσες προϋποθέσεις και όρους. Στο καθένα από τα στάδια του γίγνεσθαι, της ωρίμανσης και του αφανισμού του, αυτό το οργανικό όλο έχει ποικίλους ποιοτικούς και ποσοτικούς προσδιορισμούς, διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου και αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας, αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης της ουσίας του, της εσωτερικής αντιφατικότητας του (σε συνδυασμό με την εξωτερική αντιφατικότητα του), της νομοτέλειάς του, και συνεπώς, συνιστά διαφορετικό βαθμό και τρόπο άρνησης (ως προς το ποιόν και την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό βαθμό αρνητικού και θετικού προσδιορισμού, κ.λπ. Οργανικό όλο, ολότητα, συνιστά το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. το Κεφάλαιο του Μαρξ), η ανθρώπινη κοινωνία στην ιστορία της (βλ. «Η Λογική της Ιστορίας» του Β. Α. Βαζιούλιν), ενδεχομένως και ο κόσμος των εμβίων όντων (εάν επιτευχθεί μια συγκροτημένη διαλεκτική σύνθεση στο πλέγμα των βιολογικών ερευνών). Νομίζω όμως, ότι με την παραπάνω αυστηρή έννοια του όρου, η Φύση, η Ύλη, δεν μπορεί να συνιστά ολότητα. Πολλώ μάλλον, αυτό ισχύει για αμφίβολης γνωστικής σημασίας έννοιες, όπως η διαδεδομένη και άκριτα χρησιμοποιούμενη θεολογικής προέλευσης έννοια «Σύμπαν». Αλήθεια, ποια είναι τα όρια αυτού του «Σύμπαντος», με βάση ποιο σύστημα αναφοράς τίθενται, τι υπάρχει πέραν αυτού του ορίου, τι είδους υποκείμενο είναι αυτό που θέτει το «Σύμπαν» ως αντικείμενό του; Τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας γίνονται εδώ δυσδιάκριτα. Και δεν σώζει την κατάσταση η αναφορά στο «σήμερα προσιτό μέρος του Σύμπαντος» (σ. 465).
Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική διαλεκτική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως «Φυσική Φιλοσοφία» και «Επιστήμη των επιστημών» (Μπιτσάκης, σ. 44), ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των «πλέον γενικών νόμων...», σε μια φθίνουσα «κακή απειρία». Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση). Μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι περί φύσεως κατά ιδιότυπα ανθρώπινο τρόπο, μόνο στο βαθμό που αυτή εντάσσεται ευθέως ή πλαγίως, άμεσα ή διαμεσολαβημένα, δυνάμει ή ενεργεία στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ φύσης και ανθρώπου, στην τροχιά τη μετασχηματιστικής δραστηριότητάς του. Πέραν τούτου, η όποια αναφορά σε αυτήν έχει τουλάχιστον τον χαρακτήρα εικασίας, υποθέσεων εργασίας είτε προεκβολής (περι-)ορισμένων μέσων και τρόπων προσέγγισης συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων σε ένα γραμμικά απεριόριστο, αφηρημένο και απροσδιόριστο πεδίο. Η θέση αυτή δεν συνιστά περιορισμό του πεδίου της γνώσης. Τουναντίον, αναδεικνύει τον ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένο χαρακτήρα και το αλληλένδετο γνωστικής και πρακτικής προσοικείωσης της πραγματικότητας, ως εφαλτήριο της εκάστοτε ανθρώπινης επέλασης στο (επίσης ιστορικά προσδιορισμένης γνωσιμότητας) εισέτι μη εγνωσμένο.
Ο Ε. Μπιτσάκης καταδεικνύει ανάγλυφα τις μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις της απολυτοποίησης τέτοιου είδους μηχανιστικών προεκβολών και αναγωγισμών (βλ. την κριτική που ασκεί στον βιολογισμό, στη μηχανιστική λαπλασιανή αιτιοκρατία, το κυρίαρχο «στάνταρ μοντέλο» του διαστελλώμενου «Σύμπαντος», κ.ά.). Είναι αποδεδειγμένο ότι δεν συνιστά ιστορισμό και διαλεκτική σκέψη η όποια παραδοχή κάποιας μεταβολής στο χρόνο. Η επισήμανση μιας μεταβολής στο χρόνο (κίνησης) αποδιδόμενης σε αμετάβλητα αίτια, είναι δηλωτική της μεταφυσικής. Φερ’ ειπείν, η γραμμική-μηχανιστική προεκβολή στο απώτερο παρελθόν σημερινών τάσεων του αντικειμένου (ορισμένης παρούσας διάγνωσής της βάσει κάποιας ένδειξης διαθέσιμων σήμερα φασματογράφων) περί «διαστολής του σύμπαντος», οδηγεί στη νεκρανάσταση της μεσαιωνικής τελεολογίας, με την επιστημονικοφανή κοσμολογική επένδυση της «μεγάλης έκρηξης»…
Ο Ε. Μπιτσάκης μας δείχνει ότι «η ενδογενής και ιστορική σχέση ανάμεσα στη Διαλεκτική της Φύσης και τις επιστήμες, καθώς και με το μαρξισμό συνολικά, καθορίζει τον κατ’ αρχήν ανοικτό και αντιδογματικό χαρακτήρα της. O Ένγκελς έγραφε ότι με κάθε θεμελιώδη ανακάλυψη στην περιοχή των επιστημών ο διαλεκτικός υλισμός οφείλει να αλλάζει μορφή. Το ίδιο ισχύει και για τη Διαλεκτική της Φύσης.
Oι
ρίζες της διαλεκτικής ανάγονται στην «αυθόρμητη» διαλεκτική των προσωκρατικών.
Μέσα από μια μακρά οδύσσεια, η διαλεκτική υψώθηκε με τον Xέγκελ
στο επίπεδο «συστήματος», πράγμα που ήταν ο θρίαμβος και ταυτόχρονα η αποτυχία
της. Oι θεμελιωτές του διαλεκτικού υλισμού
«αντέστρεψαν» την ιδεαλιστική-θεωρησιακή διαλεκτική
του Xέγκελ. Το έργο τους συνιστά, μεταξύ άλλων, μια
πρώτη επεξεργασία, μερική και μη πλήρη, μιας διαλεκτικής της φύσης…Στο πεδίο των επιστημών δεσπόζει σήμερα η αστική ιδεολογία
και ειδικότερα η τεχνοκρατική ιδεολογία, ο εμπειρισμός και το συμπλήρωμά τους,
ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός. Eντούτοις, οι
επιστημονικές επαναστάσεις της εποχής μας ανοίγουν νέες δυνατότητες και
προοπτικές στη διαλεκτική σκέψη. Ένας από τους όρους για μια νέα άνθηση αυτής
της σκέψης: να σκεπτόμαστε τη διαλεκτική υπό τον υλισμό» (σ. 490).
Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο μπορεί να τροφοδοτήσει τον γόνιμο και δημιουργικό προβληματισμό και την κριτική σκέψη όσων αναζητούν τους δρόμους της Διαλεκτικής της Φύσης της εποχής μας.
Βιβλιογραφία
Barot Emmanuel, Διαλεκτική
της φύσης: το διακύβευμα ενός εργοταξίου. Ουτοπία Νο 57, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2003, σ. 129-152.
Graham, Loren R. Science, Philosophy, and Human Behavior in the
Βαζιούλιν Β. Α., Η
Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα.
Αθήνα, 2004.
Γκόττ Β. Σ., Ζεμλιάνσκι Φ. Μ., Η διαλεκτική της ανάπτυξης της
εννοιολογικής μορφής της νόησης. Βίσαγια Σκόλα. Μόσχα, 1981.
Γκόττ Β. Σ., Σεμενιούκ Ε. Π., Ούρσουλ Α. Δ.,
Οι κατηγορίες της σύγχρονης επιστήμης. Μίσλ. Μόσχα,
1984.
Ένγκελς Φ., Η
διαλεκτική της φύσης. Μετάφραση Ε. Μπιτσάκη. Σύγχρονη
Εποχή. Αθήνα, 1984.
Πατέλης Δ. Διάνοια και Λόγος, Ιστορικό και λογικό, Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, Διαλεκτική Λογική, Απόδειξη, Μαρξ, Μαρξισμός, Λένιν, κ.ά., στο Φιλοσοφικό και Κοινωνιολογικό Λεξικό. Καπόπουλος. Τομ. 1 – 5. Αθήνα, 1994 -1995 (βλ. και: Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm.).