«Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030»: το φάρμακο που γίνεται φαρμάκι
Μανώλης Δαφέρμος*
«Εφημερίδα των συντακτών» 2021.11.24
Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε το «Σχέδιο δράσης
για το Πανεπιστήμιο του 2030. Αρχές και θέσεις» που
εκπονήθηκε από επιτροπή πανεπιστημιακών στο πλαίσιο
πρωτοβουλίας του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Αυτό το κείμενο
παρουσιάζει ένα προγραμματικό σχέδιο «εκσυγχρονισμού»
των δημόσιων Πανεπιστημίων, ώστε να λειτουργούν με όρους
επιχειρήσεων στη βάση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων.
Το «Σχέδιο
δράσης για το Πανεπιστήμιο του μέλλοντος» εδράζεται στην
υιοθέτηση τριών βασικών αρχών - αποτελεσματικότητα,
αυτονομία και λογοδοσία- και την εξαγωγή από αυτές των
μέτρων που αφορούν τη διοίκηση, τη δομή, την οργάνωση,
το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, την έρευνα και
την κουλτούρα του Πανεπιστημίου του μέλλοντος. Οι εν
λόγω αρχές θεωρούνται a-priori ορθές και επαρκείς για
τον εκσυγχρονισμό του Πανεπιστήμιου χωρίς να υπάρχει
αναφορά για την προέλευσή τους ούτε καμιά τεκμηρίωση της
εφαρμοσιμότητάς τους. Το «Σχέδιο δράσης» έχει τη μορφή
ενός αφηρημένου, αποπλαισιωμένου, ωφελιμιστικού
«Δέοντος», χωρίς να συνοδεύεται από την ανάλυση της
ιστορίας και της παρούσας κατάστασης της ανώτατης
εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το κείμενο περιορίζεται στην
εμπειρική διαπίστωση επιμέρους «παθογενειών», στην
αποσπασματική, επιδερμική, ατεκμηρίωτη συμπτωσιολογία
τους στο επίπεδο του «κοινού νου» χωρίς να επιχειρείται
κάποια βαθύτερη ανάλυση της προέλευσής τους. Η παρακάτω
διατύπωση είναι ενδεικτική του χαρακτήρα του κειμένου:
«Η παθογένεια αυτή είναι ευρέως γνωστή και δεν απαιτεί
ιδιαίτερη τεκμηρίωση». Αναρωτιέμαι σε ποια επιστήμη
επιχειρείται η πραγματοποίηση πρόβλεψης ή ακόμα
περισσότερο ο σχεδιασμός δράσης χωρίς να έχει προηγηθεί
η περιγραφή και εξήγηση της κατάστασης και των
χαρακτηριστικών του αντικειμένου για το οποίο γίνεται
λόγος με ενδελεχή και τεκμηριωμένο τρόπο.
Οι τρεις
βασικές αρχές του «Σχεδίου δράσης» -αποτελεσματικότητα,
αυτονομία και λογοδοσία- εδράζονται σε τρείς αρνητικούς
ετεροπροσδιορισμούς απέναντι στο δημόσιο Πανεπιστήμιο:
1. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι αναποτελεσματικό. 2. Το
δημόσιο Πανεπιστήμιο χαρακτηρίζεται από μια «έντονη
γραφειοκρατική και συγκεντρωτική λογική, περιορισμένη
αυτονομία και αργές και απελπιστικά δυσκίνητες
διαδικασίες». 3. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν έχει καμιά
μορφή λογοδοσίας. Επιπλέον, το δημόσιο πανεπιστήμιο
παρουσιάζεται στο κείμενο ως ένας «διαμετακομιστικός
σταθμός, ένα απρόσωπο πέρασμα που δεν αγγίζει ούτε τον
νου, ούτε την ψυχή».
Το «Σχέδιο
δράσης» βρίθει από εμπαθείς, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς
απέναντι στο δημόσιο Πανεπιστήμιο που συνδυάζονται με
την παρουσίαση του προτεινομένου μοντέλου στη βάση
ιδεατών, εκ των προτέρων δοσμένων αρχών. Μέμφεται τις
«ιδεοληπτικές θεωρήσεις για την αποστολή του
Πανεπιστημίου» εισάγοντας εξίσου ιδεοληπτικές,
αποπλαισιωμένες αρχές για τον «εκσυγχρονισμό» του. Όμως,
όταν με μηχανιστικό, άκριτο τρόπο μεταφέρεται και
επιβάλλεται άνωθεν και έξωθεν ένα σύνολο «ιδεατών» αρχών
σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, ιστορικό, πολιτισμικό
περιβάλλον, χωρίς την ενδελεχή, συστηματική έρευνά του,
όπως επίσης τον έλεγχο της εφαρμοσιμότητας των εν λόγω
αρχών, τότε είναι πολύ πιθανό να προκληθούν παταγώδεις
αποτυχίες. Η αντικατάσταση των προηγούμενων ιδεοληψιών
με νέες ιδεοληψίες όχι μόνο δεν ενισχύει την αρχή της
αποτελεσματικότητας, την οποία εκθειάζει το «Σχέδιο
δράσης», αλλά οδηγεί στην αυτοαναίρεσή της.
Η
ιδιαιτερότητα αυτού του ιδεοκρατικού, ιδεοληπτικού
«Σχεδίου δράσης» συνίσταται στην υιοθέτηση μιας
πραγματιστικής, ωφελιμιστικής αντίληψης που εδράζεται
στον «πανηγυρισμό» της «αποτελεσματικότητας», της
«αποδοτικότητας» στην διοίκηση, την εκπαίδευση, την
έρευνα, την οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών. Η αγορά
αναγορεύεται από τους «ευαγγελιστές της αγοράς» (κατά
την έκφραση του Keith Dixon)1 στο ύψιστο
κριτήριο αποτελεσματικότητας του συνόλου των ακαδημαϊκών
δραστηριοτήτων. Το μετανεωτερικό Πανεπιστήμιο καλείται
να συμμορφώνεται με ευέλικτο τρόπο στις «απαιτήσεις της
αγοράς». Το «αόρατο χέρι της αγοράς» παρουσιάζεται ως
«πανάκεια» για τη θεραπεία των «παθογενειών» του
Πανεπιστημίου. Αναπόφευκτα εγείρεται το ερώτημα εάν το
μοντέλο της «ελεύθερης αγοράς» της εποχής του Adam Smith
μπορεί να γίνει οραματικός ορίζοντας του Πανεπιστημίου
του μέλλοντος στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι
συγγραφείς του κειμένου δεν είναι καθόλου φειδωλοί στους
απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Όμως, αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν στις τεράστιες
πολιτικές ευθύνες των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών που
μέσω του θεσμικού πλαισίου που έχουν διαμορφώσει ώθησαν
το δημόσιο Πανεπιστήμιο να γίνει δυσλειτουργικό. Αυτοί
που έχουν υποβαθμίσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο έρχονται
στην παρούσα συγκυρία να ασκήσουν -εκ του ασφαλούς-
κριτική προτείνοντας ως ενναλακτική λύση την πλήρη
αποδόμησή του. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι
στο «Σχέδιο δράσης» δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην
υποχρηματοδότηση των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Απουσιάζει, επίσης, η οποιαδήποτε νύξη για τις
σημαντικές επιτυχίες αρκετών ελληνικών Πανεπιστημίων σε
διεθνείς κατατάξεις παρά την απότομη συρρίκνωση των
προϋπολογισμών τους κατά την περίοδο των μνημονίων. Η
εμπάθεια, η απαξίωση του δημόσιου Πανεπιστημίου και η
έκδηλη μεροληψία αποτρέπει τους συγγραφείς του «Σχεδίου
Δράσης» να θέσουν το παρακάτω ερώτημα: πώς είναι δυνατόν
αρκετά ελληνικά Πανεπιστήμια με συρρικνωμένους, ισχνούς
οικονομικούς πόρους που σε αρκετές περιπτώσεις με
δυσκολία καλύπτουν τις βασικές λειτουργικές ανάγκες τους
να παρουσιάζουν τόσο υψηλές επιδόσεις σε διεθνείς
αξιολογήσεις; Πώς εξηγείται ότι τα ιδιωτικά ‘κολλέγια’
στην Ελλάδα παρουσιάζουν χειρότερες επιδόσεις στις
διεθνείς αξιολογήσεις σε σχέση με τα «αναποτελεσματικά»
δημόσια Πανεπιστήμια2.
Η
ιδεοληπτική εγκαθίδρυση της λογοδοσίας του Πανεπιστημίου
απέναντι στην αγορά και στους φορείς της οδηγεί στην
αυτοϋπονόμευση και αυτοακύρωση της αρχής της αυτονομίας
του Πανεπιστημίου, δηλαδή της δεύτερης βασικής αρχής του
«Σχεδίου δράσης». Στο κείμενο ασκείται κριτική στο ότι
«η ανάπτυξη των ΑΕΙ στην Ελλάδα ακολούθησε κυρίως
πολιτικές και όχι εκπαιδευτικές λογικές». Η υπαγωγή του
Πανεπιστημίου στις «απαιτήσεις της αγοράς» είναι άραγε
«εκπαιδευτική λογική» ή «πολιτική λογική»;
Η έμφαση
στον ακαδημαϊκό προσανατολισμό των σπουδών υπονομεύεται
και αυτοακυρώνεται στο βαθμό που τα προγράμματα σπουδών
θρυμματίζονται, τα επιστημονικά πεδία κατακερματίζονται,
οι εκπαιδευτικές διαδρομές των φοιτητών εξατομικεύονται
και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ανάγεται σε
επαγγελματική κατάρτιση και την «ευέλικτη» προσαρμογή
στις «απαιτήσεις της αγοράς». Υιοθετείται μια ρηχή,
εργαλειακή, ωφελιμιστική ερμηνεία της
διεπιστημονικότητας που οδηγεί όχι μόνο στη θόλωση των
συνόρων μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, αλλά
επίσης στη διάχυση των ορίων μεταξύ της προαγωγής της
επιστημονικής έρευνας και των απαιτήσεων των
«ενδιαφερόμενων ομάδων» (stakeholders). Οι
επαγγελματικοί φορείς μετατρέπονται σε κριτές του
χαρακτήρα και της συγκρότησης των ακαδημαϊκών
προγραμμάτων σπουδών. Επιπλέον, θεωρείται ότι θα πρέπει
να είναι «εύλογο να μπορούν οι φοιτητές να παίρνουν
πιστωτικές μονάδες (credits) και εκτός Πανεπιστημίων».
Στο μετανεωτερικό Πανεπιστήμιο οι φοιτητές μετατρέπονται
σε συλλέκτες/«αλιείς» πιστωτικών μονάδων στα «θολά νερά»
της αγοράς, όπως επίσης, σε πελάτες/χρήστες
εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Μια από
τις πιο «ρηξικέλευθες» προτάσεις του «Σχεδίου Δράσης»
είναι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων του ακαδημαϊκού
προσωπικού μέσω της θεσμοθέτησης ποικίλων μορφών
εργασιακής απασχόλησης: «συνεργαζόμενων καθηγητών
μερικής απασχόλησης (affiliated, clinical ή research
professors, professors of practice)». Στο όνομα της
καταπολέμησης ενός μοντέλου «που βασίζεται στην
ομοιομορφία του “one size fits all” λόγω μιας
συγκεντρωτικής αντίληψης, μιας κακώς εννοούμενης
εξισωτικής λογικής» προτείνεται ο κατακερματισμός και η
πολυδιάσπαση του ακαδημαϊκού προσωπικού σε εργαζομένους
πολλαπλών ταχυτήτων που εδράζεται στην λογική του
«διαίρει και βασίλευε». Παρά τις αξιώσεις να γίνει το
Πανεπιστήμιο «ένας ελκυστικός θεσμός για τους
διδάσκοντες και τους διδασκόμενους, συμπεριληπτικός ως
προς τις πιο αδύναμες κατηγορίες του πληθυσμού» στην
πράξη προωθείται η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων,
η υπονόμευση της προοπτικής συλλογικών διεκδικήσεων και
η σύνθλιψη των εργασιακά ευάλωτων και αδύνατων. Η αξίωση
δημιουργίας περιβάλλοντος «που ευνοεί την ελεύθερη
ανταλλαγή ιδεών, τον ακαδημαϊκό διάλογο, την αγαστή
συνεργασία, τη συναναστροφή και την ελεύθερη και ανοιχτή
επικοινωνία» αυτοακυρώνεται στο βαθμό που ενισχύεται ο
ανταγωνισμός και υιοθετούνται πρακτικές που αναπαράγουν
αφενός μεν, τον ναρκισσισμό, τον ελιτισμό των «αρίστων»,
των «κορυφαίων» και αφετέρου δε, την απαξίωση των
«μέτριων». Άλλωστε, σύμφωνα με το «Σχέδιο Αρχών», «τα
καλά Πανεπιστήμια έχουν κορυφαίους δάσκαλους και
ερευνητές και τα μέτρια, μέτριους». Παρά την φρασεολογία
περί ισότητας, πολυμέρειας, συμπεριληπτικότητας, στην
πράξη προάγεται η ανισότητα, ο κατακερματισμός της
εκπαιδευτικής κοινότητας και η εξατομίκευση των
κοινωνικών υποκειμένων.
Στο
«Σχέδιο δράσης» δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού σχετικά
με τις συνέπειες της εφαρμογής συστημάτων διοικητικού
ελέγχου της απόδοσης στην σωματική και ψυχική υγεία του
ακαδημαϊκού προσωπικού. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει
εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με την εργασιακή εξάντληση
του προσωπικού του Πανεπιστημίου που βρίσκεται σε
συνθήκες επισφάλειας και συνεχή έλεγχο επιδόσεων. Πολλοί
ερευνητές διαπιστώνουν ότι το μετανεωτερικό Πανεπιστήμιο
που οργανώνεται στη βάση της νεοφιλελεύθερης
«διαχειρισιολογίας» (managerialism) μετατρέπεται σε
«αγχογόνα μηχανή»3. Η εργασιακή εξάντληση δεν
οδηγεί μόνο στην έκπτωση της δημιουργικότητας του
ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου αλλά επίσης, σε
τελευταία ανάλυση, στην πτώση της αποδοτικότητας και των
επιδόσεων. Η φετιχοποίηση της αποτελεσματικότητας και
των υψηλών επιδόσεων οδηγεί σε τελευταία ανάλυση, στην
αυτοϋπονόμευση και αυτοακύρωση. Η πραγματιστική εμμονή
στην αποδοτικότητα και τις υψηλές επιδόσεις δημιουργεί
ένα τοξικό περιβάλλον που απονεκρώνει το συναρπαστικό,
δημιουργικό και συχνά αβέβαιο ταξίδι στη γνώση.
Στο
«Σχέδιο δράσης» προτείνεται η ριζική αλλαγή της
διοίκησης του Πανεπιστημίου. Πιο συγκεκριμένα,
προτείνεται το Συμβούλιο του ιδρύματος να έχει
εποπτικό/στρατηγικό ρόλο, ενώ ο πρύτανης να διαθέτει
δικαιοδοσία μόνο για ακαδημαϊκά θέματα. Μαζί με την
κατάργηση της αιρετότητας των οργάνων διοίκησης του
Πανεπιστημίου από την ακαδημαϊκή κοινότητα καταργείται
όχι μόνο οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικής νομιμοποίησης,
αλλά επίσης η ακαδημαϊκή λογοδοσία απέναντι στην
ακαδημαϊκή κοινότητα (διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό,
διοικητικό προσωπικό, φοιτητές). Η κοινωνική λογοδοσία
ανάγεται στην λογοδοσία απέναντι στην «αγορά», στους
“stakeholders”, την «επιχειρηματικότητα», «τον ιδιωτικό
τομέα», κ.ά., ενώ παράλληλα υπονομεύεται η ακαδημαϊκή
αυτονομία του Πανεπιστημίου.
Tο
συμβούλιο του ιδρύματος μετατρέπεται σε ιδιότυπο
διοικητικό συμβούλιο ιδιωτικής εταιρίας που λειτουργεί
στη βάση μιας αυστηρής ιεραρχίας χωρίς καμιά μορφή
δημοκρατικού ελέγχου από τα κάτω. Αυτό οδηγεί
αναπόφευκτα στην ενίσχυση των στοιχείων «αδιαφάνειας,
υπέρμετρης ιεραρχίας, έντονης ιδεοληψίας, νεποτισμού και
παρεοκρατίας, πελατειασμού και κομματισμού, κυνισμού και
καχυποψίας». Όλες οι «παθογένειες» του δημόσιου
Πανεπιστημίου τις οποίες το «Σχέδιο δράσης» αξιώνει να
θεραπεύσει, θα ενισχυθούν αναπόφευκτα. Γίνεται σαφές ότι
όχι μόνο η επιχειρηματολογία του κειμένου είναι έωλη και
αυτοαναιρούμενη, αλλά επίσης, τα προτεινόμενα
«ρηξικέλευθα μέτρα» ενισχύουν τις «παθογένειες» και
δημιουργούν νέες ακόμα πιο επικίνδυνες. Το «Σχέδιο
δράσης» υβρίζει, απαξιώνει, καταστρέφει το δημόσιο
Πανεπιστήμιο, χωρίς να δημιουργεί βιώσιμο σύστημα στη
θέση του. Ο οραματικός ορίζοντας του «Σχεδίου δράσης»
είναι σαφέστατα αποφατικός, αποδομητικός και το
προτεινόμενο «φάρμακο» για τη «θεραπεία» των
«παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου είναι
«φαρμάκι». Αξίζει να αναλογιστούν οι συγγραφείς του
κειμένου, όπως επίσης, εκείνοι που τους στηρίζουν
πολιτικά ότι όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες.