Ανθρώπινη φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία:
οι βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές της προσωπικότητας.
Περικλής ΠΑΥΛΙΔΗΣ
1. Θεωρίες για την ανθρώπινη φύση
Η ανθρώπινη φύση αποτελεί, αναμφίβολα, ένα θέμα που εμπίπτει σε αρκετά πεδία στοχασμού και έρευνας, όπως της κοινωνικής φιλοσοφίας, της ηθικής, της κοινωνιολογίας, της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας κ.α. Οι διάφορες ερμηνείες της φύσης του ανθρώπου έχουν πάντα σημαντικές θεωρητικές προεκτάσεις στη μελέτη συναφών θεμάτων, όπως του ανθρώπινου ψυχισμού, της προσωπικότητας, των κοινωνικών σχέσεων κλπ, αλλά και σημαντικές ιδεολογικές πτυχές, μιας και εμπλέκονται στην επιλογή στάσης - συμπεριφοράς απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα -προβλήματα.
Η εξέταση της προσωπικότητας από τη σκοπιά της ανθρώπινης φύσης αφορά άμεσα την κατανόηση αφενός των ειδοποιών γνωρισμάτων του ατόμου ως προσωπικότητας και αφετέρου των διαδικασιών διαμόρφωσης της προσωπικότητας.
Στην
ιστορία της ανθρώπινης
σκέψης οι διαφορετικές ερμηνείες της ανθρώπινης
φύσης συνοδεύονται από
διαφορετικές προσεγγίσεις της συνάφειας
ανθρώπινης φύσης - κοινωνικών
σχέσεων -παιδαγωγίας. Οι απόψεις που θεωρούν την
ανθρώπινη φύση ως
κάτι, εν πολλοίς, δοσμένο επιφυλάσσουν
στην παιδαγωγία ένα ρόλο
επικουρικό, περιορισμένο στην
αποκάλυψη - ανάδειξη ή στην
καταστολή - ανάσχεση της
αυθεντικής ανθρώπινης φύσης.
Η επιλογή μεταξύ ανάδειξης ή ανάσχεσης της ανθρώπινης φύσης εξαρτάται, κατά κανόνα, από την αντίστοιχη θεώρησή της:
1. από την αισιόδοξη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, ως αγαθής -σύμφωνης με το συλλογικό -κοινωνικό βίο (Rousseau, Montessori)
2. από την απαισιόδοξη θεώρησή της, ως ιδιοτελούς, αντικοινωνικής, επιθετικής (Hobbes, Freud, Lorenz).
Όσον αφορά την επίδραση που ασκεί στο άτομο το κοινωνικό περιβάλλον και η παιδαγωγία, αυτή, κατά την πρώτη θεώρηση, πετυχαίνει τους σκοπούς της εφόσον ενθαρρύνει την αυτοανάπτυξη της ανθρώπινης φύσης και αποτυγχάνει όταν παρεμβαίνει με τεχνητά-εξωτερικά μέσα στη φυσική εξέλιξη της ατομικότητας,1 ενώ κατά τη δεύτερη θεώρηση, προκειμένου να διατηρηθεί η συλλογικότητα μεταξύ ανθρώπων η κοινωνία καλείται να χαλιναγωγήσει την ανθρώπινη φύση. Τουτέστιν, καλείται να κοινωνικοποιήσει την ανθρώπινη φύση εισάγοντας στην ατομικότητα μιαν αλλότρια προς αυτή κοινωνικότητα.2
Υπάρχουν, όμως, και προσεγγίσεις οι οποίες, αφενός, δε θεωρούν την ανθρώπινη φύση κάτι δοσμένο -σταθερό -αναλλοίωτο, και, αφετέρου, αποδίδουν στην κοινωνική ζωή και στην παιδαγωγία ένα καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση της προσωπικότητας. Ορισμένοι μάλιστα (Watson, Skinner, συμπεριφοριστές) αρνούνται τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας κάθε τινός δοσμένου εξυπαρχής. Η άρνηση αυτή υπονοεί ότι η φύση του ατόμου αποτελεί μια tabula rasa και, συνεπώς, η διαμόρφωσή της εξαρτάται αποκλειστικά από τους στόχους και το περιεχόμενο της παιδαγωγίας.
Ένα άλλο κομβικό σημείο των θεωριών περί ανθρώπινης φύσης είναι αυτό που αφορά το ρόλο των έμφυτων διαφορών στη κοινωνική-οικονομική διαφοροποίηση των ανθρώπων. Εδώ τίθεται το ερώτημα: είναι οι άνθρωποι εκ φύσεως ίσοι ή είναι άνισοι;
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη από την αρχαιότητα ακόμη και οι απαντήσεις που δόθηκαν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Αν ο Αριστοτέλης ισχυριζόταν πως «Ότι μεν τοίνυν εισί φύσει τινές οι μεν ελεύθεροι οι δε δούλοι, φανερόν, οις και συμφέρει το δουλεύειν και δίκαιόν εστιν »,3 ο σοφιστής Αντιφώντας υποστήριζε ότι «…φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες…»4
Αναφορικά με το παραπάνω ερώτημα είναι, πιστεύουμε, προφανές ότι οι απόψεις που καταφάσκουν τη φυσική ανισότητα των ανθρώπων (π.χ. Κοινωνικός Δαρβινισμός) καταλήγουν, εκών άκων, σε μιαν απολογητική της κοινωνικής ανισότητας, ενώ αυτές που υποστηρίζουν την εκ φύσεως ισότητα οδηγούνται στη θεώρηση της κοινωνικής ανισότητας ως παραβίαση - στρέβλωση της ανθρώπινης φύσης (Rousseau).
Θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων σε μια βιολογική φύση των ανθρώπων μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες συνέπειες (ο ανθρώπινος πολιτισμός πολλάκις έγινε μάρτυρας τέτοιων συνεπειών) παρέχοντας ιδεολογική κάλυψη σε πολιτικές φυλετικής, εθνικής και κοινωνικής καταπίεσης. Όταν ο κοινωνικός ανταγωνισμός συνιστά κυρίαρχη πραγματικότητα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας σε παγκόσμια κλίμακα, είναι μεγάλος ο πειρασμός να προβληθεί αυτή η κατάσταση belli omnium contra omnes ως βιολογικά καθορισμένη από την ανθρώπινη φύση και συνεπώς ως αιώνια.
Αυτό, άλλωστε, έπραξε ο Κοινωνικός Δαρβινισμός, η εμφάνιση του οποίου συνδέεται εν πολλοίς με το έργο του H.Spencer. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κοινωνικού Δαρβινισμού είναι η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων (της κοινωνικής στρωμάτωσης, των κοινωνικών συγκρούσεων) και των νόμων κοινωνικής εξέλιξης στις αρχές της βιολογικής εξέλιξης, στη φυσική επιλογή και στην πάλη για επιβίωση των πιο προσαρμοστικών οργανισμών. Σύμφωνα με την επισήμανση του M.Hawkins «Η κοσμοαντίληψη του Κοινωνικού Δαρβινισμού όχι μόνο αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας του Χίτλερ αλλά και το θεμέλιο των πλέον χαρακτηριστικών και ουσιωδών γνωρισμάτων της ναζιστικής θεωρίας και πρακτικής.». 5
Γι αυτό το λόγο θα προσπαθήσουμε στην εργασία μας να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στη διαφορά μεταξύ του κοινωνικού περιεχομένου της ανθρώπινης ζωής και των βιολογικών πτυχών της, οι οποίες διατηρούνται σε μετασχηματισμένη μορφή ως μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας, από τους βιολογικούς νόμους που διέπουν τη ζωή και συμπεριφορά των ζώων.
Ποια είναι, λοιπόν, η ανθρώπινη φύση και ποια η συμμετοχή της στη διαμόρφωση της προσωπικότητας; Η έννοια «ανθρώπινη φύση» μπορεί να αναφέρεται (ξεχωριστά ή σε συνδυασμό) σε δύο τινά: στη βιολογική πλευρά του ανθρώπου (βιολογική φύση) και στη κοινωνικότητά του (κοινωνική φύση). Επειδή είναι σαφές ότι η κοινωνική φύση, το σύνολο των επίκτητων-πολιτισμικών χαρακτηριστικών του ατόμου, είναι απότοκη της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή και αποτελεί ένα δυναμικό ιστορικο-πολιτισμικό φαινόμενο που υπάγεται στο πεδίο της παιδαγωγίας (με τη ευρεία ερμηνεία του όρου), η σχέση ανθρώπινης φύσης και κοινωνικού περιβάλλοντος- παιδαγωγίας στο γίγνεσθαι της προσωπικότητας μπορεί να αναχθεί στη σχέση μεταξύ της βιολογικής φύσης, των γενετικά καθορισμένων χαρακτηριστικών του ανθρώπου, και των συντελεστών κοινωνικοποίησής του - της συνάφειας κοινωνικής εργασίας και παιδαγωγίας.
2.Οι ενστικτώδεις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών με το φυσικό περιβάλλον
Οι άνθρωποι στην αμεσότητά τους συνιστούν έμβια όντα, βιολογικούς οργανισμούς, οι οποίοι προκειμένου να ικανοποιήσουν τις φυσικές τους ανάγκες, για να επιβιώσουν δηλαδή και να αναπαραχθούν ως βιολογικό είδος, θα πρέπει να βρίσκονται σε μια διαρκή σχέση – αλληλεπίδραση με το φυσικό περιβάλλον. Αυτή η βιολογική φύση του ανθρώπου, η βιολογική σχέση του με το φυσικό περιβάλλον καθώς και η βιολογική σχέση με τους άλλους ανθρώπους για της αναπαραγωγή του είδους αποτελούν την προϋπόθεση ύπαρξής του ως κοινωνικού όντος, ως προσωπικότητας. Στον άνθρωπο, όμως, η εν λόγω αναγκαία σχέση (η σχέση του ανθρώπου ως κοινωνικού βιολογικού όντος με το φυσικό περιβάλλον και με τους άλλους για την αναπαραγωγή του είδους) δε συνιστά πλέον ζωώδη σχέση, δεν ταυτίζεται με τις ζωώδεις μορφές αλληλεπίδρασης οργανισμού- περιβάλλοντος.
Τι είναι, όμως, αυτό που κατεξοχήν
χαρακτηρίζει τη ζωώδη σχέση των
οργανισμών με το περιβάλλον; Σε
γενικές γραμμές είναι η ύπαρξη ενστίκτων: έμφυτων μηχανισμών -
βιολογικά κωδικοποιημένων τρόπων συμπεριφοράς, αλληλεπίδρασης με τον περίγυρό
τους και αναπαραγωγής.
Οι μηχανισμοί αυτοί - τα ένστικτα συμπεριλαμβάνουν:
1.
την αναγνώριση συγκεκριμένων αναγκών
του οργανισμού, κάποιων, δηλαδή, ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό
εξαρτήσεων από το φυσικό περιβάλλον,
2.
την ερμηνεία
βάσει αυτών των αναγκών των ερεθισμάτων από το περιβάλλον ώστε να
διαπιστωθεί η ύπαρξη ή η απουσία των μέσων ικανοποίησης των αναγκών, και,
3.
ένα
συγκεκριμένο, γενετικά καθορισμένο, πλαίσιο αντιδράσεων στα ερεθίσματα και
ενεργειών προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του οργανισμού.
Έτσι διασφαλίζεται η επιβίωση, η ανάπτυξη και η
αναπαραγωγή ενός οργανισμού. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στα ένστικτα είναι κωδικοποιημένες όχι μόνο οι ανάγκες
του οργανισμού αλλά και ο συγκεκριμένος, χαρακτηριστικός για το είδος, γενετικά μεταδιδόμενος τρόπος ικανοποίησής
τους.
Βάσει αυτού του έμφυτου -ενστικτώδους
τρόπου ικανοποιήσεως των αναγκών διαμορφώνεται η συμπεριφορά του οργανισμού, η
αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, ενώ αντίστοιχη του εν λόγω τρόπου είναι η σωματική δομή με τα απαραίτητα για
τη διεκπεραίωση αυτής της αλληλεπίδρασης σωματικά όργανα. Γι’αυτό και μορφολογικά ο κάθε οργανισμός είναι γενικά προσαρμοσμένος στον έμφυτο -χαρακτηριστικό για το κάθε βιολογικό
είδος τρόπο αλληλεπίδρασης με το
περιβάλλον.
Βέβαια, οι έμφυτοι αυτοί μηχανισμοί δεν είναι πάντα αρκετοί για τη
ρύθμιση της σχέσης του οργανισμού με το
περιβάλλον. Τα μη εξαρτημένα αντανακλαστικά και τα ένστικτα αποτελούν ορισμένες
μόνο πτυχές της συμπεριφοράς του ζώου. Στο ζωικό βασίλειο τα ένστικτα συμπληρώνει η
συσσωρευμένη εμπειρία του
οργανισμού, η οποία βοηθά στην υλοποίηση ενστικτωδών προτύπων συμπεριφοράς διαμέσου ενός φάσματος επιλογών
προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών. Η συμπεριφορά του
εξαρτάται εν πολλοίς από την εμπειρική μάθηση
που αποκτάται από τη
δραστηριότητα του οργανισμού.
Η συσσωρευμένη εμπειρία επιτρέπει στο
ζώο να προσαρμόζεται ενεργά στις αλλαγές του περιβάλλοντός του. Τα
πειράματα του Ι.Π.Παυλόφ έδειξαν
ότι η εμπειρία του ζώου συμβάλλει ώστε
ένα μη εξαρτημένο αντανακλαστικό να εμφανίζεται ως αντίδραση όχι σε ένα μόνο
σήμα, αλλά σε μια σειρά σημάτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι
τελείως άγνωστα στον οργανισμό.
Έτσι κάποια τεχνητά –μη βιολογικά
ερεθίσματα μπορούν να προκαλέσουν μη
εξαρτημένα αντανακλαστικά. Τα
εξαρτημένα αντανακλαστικά που δημιουργούνται κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν
να διευρύνουν σημαντικά το φάσμα των
μορφών συμπεριφοράς του οργανισμού.
Επίσης, η ενίσχυση του ρόλου της κεκτημένης εμπειρίας στη συμπεριφορά ενός είδους γέννησε την ανάγκη της μετάδοσης αυτής της εμπειρίας από τον ένα εκπρόσωπο του είδους στον άλλο, ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση των απογόνων. Μιμούμενα του γονείς τα νεογνά αναπαράγουν τις σειρές από εξαρτημένα αντανακλαστικά τα οποία είχαν αναπτυχθεί από τους γονείς στη διάρκεια της ζωής τους. Στη φάση της ενηλικίωσης οι εκπρόσωποι κάθε επόμενης γενιάς κάτω απ’ την επίδραση των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος διαμορφώνουν το δικό τους σύστημα εξαρτημένων αντανακλαστικών το οποίο μεταδίδουν με εκπαίδευση στις επόμενες γενιές.
Στη συσσώρευση, αξιοποίηση και μετάδοση
της εμπειρίας ο εγκέφαλος αποδεικνύεται ένα μοναδικό εργαλείο για τα έμβια
όντα. Ο εγκέφαλος εμφανίζεται στην πορεία της εξέλιξης ως συμπλήρωμα προς το
γενετικό μηχανισμό: αν η ειδολογική εμπειρία συσσωρεύεται, καταγράφεται και
μεταδίδεται διαμέσου του μηχανισμού των
χρωμοσωμάτων, η ατομική εμπειρία συσσωρεύεται, διατηρείται και μεταδίδεται σε
άλλα άτομα διαμέσου της λειτουργίας του εγκεφάλου.6
Σε συνάρτηση με αυτή τη
διαδικασία μετάδοσης, αφομοίωσης, αξιοποίησης της κεκτημένης εμπειρίας
αναπτύσσονται στα ζώα κατώτερες μορφές νόησης, στοιχεία δηλαδή της διάνοιας
όπως η ανάλυση, η σύνθεση, η γενίκευση. Μάλιστα, ο βαθμός ανάπτυξης αυτών των
στοιχείων είναι ανάλογος της σημασίας που αποκτά στη ζωή του ζώου η κεκτημένη
εμπειρία.
Έτσι, από γενιά σε γενιά μεταδίδεται ένα σύστημα αντιδράσεων τύπου εξαρτημένων
αντανακλαστικών σε σήματα του περιβάλλοντος. Αυτή η συμπεριφορά που ανταποκρίνεται σε σήματα του
περιβάλλοντος καλλιεργείται στα πλαίσια της εκπαίδευσης των ζώων ώστε να
αντιδρούν στα σήματα αυτά. Η
εκπαίδευση, λοιπόν, ως διαδικασία μετάδοσης κεκτημένης εμπειρίας έχει τις
απαρχές της στις διαγενεακές σχέσεις
του ζωικού βασιλείου.
Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι η εν λόγω εκπαίδευση των νεογνών του ζωικού βασιλείου καθορίζεται από τις ενστικτώδεις μορφές διαγενεακών σχέσεων. Η μετάδοση της συσσωρευμένης εμπειρίας συνιστά βιολογικά ρυθμιζόμενο «καθήκον» της μιας γενιάς προς την άλλη, των γονέων προς τα τέκνα. Αυτή η «εκπαιδευτική» σχέση που δημιουργείται κατά τη μετάδοση της συσσωρευμένης εμπειρίας δεν υπερβαίνει τις φυσικές-βιολογικές σχέσεις μεταξύ των ζώων.
Ως συνέπεια της μετάδοσης
συσσωρευμένης εμπειρίας και ενώ ο γονότυπος μεταξύ διαφορετικών εκπροσώπων
του ίδιου είδους μπορεί να μη διαφέρει, η συμπεριφορά των ζωών αυτών που
συνιστά αντίδραση με τη μορφή
εξαρτημένων αντανακλαστικών σε σήματα του περιβάλλοντος μπορεί να αποκλίνει σημαντικά. Η εν λόγω
συμπεριφορά των ζώων δεν πρέπει βέβαια να συγχέεται με τη συνειδητή –σκόπιμη
συμπεριφορά των ανθρώπων. Τα ζώα δεν κατανοούν τα αίτια που
καθορίζουν την επιτυχία της μιας ή της άλλης εξαρτημένης αντίδρασης. Απλά διαισθάνονται ή ενθυμούνται την ύπαρξη
σχέσης μεταξύ επιτυχίας και κατάλληλης αντίδρασης σε επίπεδο εξαρτημένων
αντανακλαστικών.
Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ικανότητα ορισμένων ζώων να αξιοποιούν περισσότερο την κεκτημένη εμπειρία αποτέλεσε ισχυρό μηχανισμό προσαρμοστικότητας και επιβίωσης με αποτέλεσμα η βιολογική εξέλιξη να κατευθυνθεί προς την εμφάνιση οργανισμών με συνεχώς ενισχυόμενες τις ευέλικτες μορφές συμπεριφοράς, που δεν καθορίζονταν αυστηρά από έμφυτους μηχανισμούς. Κατά αντίστοιχο τρόπο στην εξέλιξη των ειδών προκρινόταν εκείνο το είδος νευρικού συστήματος που υποστήριζε μια περισσότερο ευέλικτη και εδραζόμενη στην αξιοποίηση της εμπειρίας συμπεριφορά. 7
Ας μη μας διαφεύγει όμως ότι η εμπειρία στα ζώα και η αξιοποίησή της
ποτέ δεν υπερβαίνει –δεν υποκαθιστά το ενστικτώδες πρόγραμμα συμπεριφοράς,
ποτέ δεν καθίσταται αποφασιστικός παράγοντας εξέλιξης του οργανισμού και της
σχέσης του με το περιβάλλον. Η εξέλιξη των ειδών του ζωικού βασιλείου
παραμένει υποταγμένη στους νόμους της
φυσικής επιλογής.
3. Η εργασία ως ιδιότυπα
ανθρώπινος τρόπος αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον
Ο άνθρωπος στη σχέση του με το περιβάλλον διαφέρει από τα ζώα,
πρωτίστως, ως προς το γεγονός ότι η σχέση αυτή και οι μηχανισμοί που την υλοποιούν, αφενός μεν, έπαψαν να
υποτάσσονται άμεσα στην εξυπηρέτηση των σωματικών αναγκών του
ατόμου, αφετέρου δε, έπαψαν να
εξαρτώνται από τις σωματικές ιδιαιτερότητές του. Αυτό βέβαια δεν
σημαίνει ότι οι βιολογικές ανάγκες, στο βαθμό που καθίστανται σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας, και η ικανοποίησή τους δεν παραμένουν πάντα στοιχείο της εργασίας
και προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου.
Το ζώο αντιλαμβάνεται το
περιβάλλον από τη σκοπιά των βιολογικών αναγκών του και της σημασίας που έχει
το περιβάλλον αυτό για την επιβίωση και αναπαραγωγή του. «Η πρώτη διαφορά κάθε
είδους δραστηριότητας των ζώων από τη δραστηριότητα του ανθρώπου έγκειται στο γεγονός
πως αποτελεί μιαν ενστικτώδη -βιολογική δραστηριότητα … η δραστηριότητα του
ζώου πραγματοποιείται μόνο σε σχέση με το αντικείμενο των ζωτικών,
βιολογικών αναγκών, ή σε σχέση με τις ιδιότητες, τα αντικείμενα και τις μεταξύ
αυτών σχέσεις (τις περιστάσεις) που επενεργούν στο ζώο, και που αποκτούν για το
ζώο τη σημασία αυτού, με το οποίο συνδέεται η ικανοποίηση
συγκεκριμένης βιολογικής ανάγκης».8
Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα από τη σκοπιά της εμπλοκής του σε μια διαμεσολαβημένη από τεχνητά μέσα (εργαλεία, μέσα παραγωγής) διαδικασία αλληλεπίδρασης μαζί της, η οποία όμως εμπλοκή δεν υποτάσσεται σε ένα έμφυτο πρόγραμμα συμπεριφοράς, ούτε αποσκοπεί άμεσα στην ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Η εμπλοκή του ανθρώπου στην εργασιακή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον παρακολουθεί πλέον του κανόνες χρήσης των μέσων αλληλεπίδρασης (των εργαλείων, των μέσων παραγωγής) και τους κανόνες συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους, μαζί με τους οποίους το άτομο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον.
Η
απελευθέρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας από τα βιολογικά δεδομένα της φύσης του - της βιολογικής
υποκειμενικότητάς του επέτρεψε την
προσέγγιση της πραγματικότητας όχι από υποκειμενική (όχι από τη σκοπιά του
αναπόδραστου βιολογικά κωδικοποιημένου προγράμματος συμπεριφοράς) αλλά από
αντικειμενική σκοπιά, από τη σκοπιά των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων – των
ιδιαιτεροτήτων της πραγματικότητας.
Έτσι εμφανίστηκε η ελεύθερη ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία δεν καθορίζεται,
άμεσα, από τις φυσικές ανάγκες του
ανθρώπου, από τις ανάγκες επιβίωσης και αναπαραγωγής του.
Όπως
για παράδειγμα αναφέρει ο Α.Ν.Λεόντιεφ
η δραστηριότητα ενός μέλους της
πρωτόγονης κοινότητας, το οποίο συμμετέχει στο συλλογικό κυνήγι θηραμάτων με καθήκον
την καταδίωξη των ζώων, έχει μεν
ως κίνητρο κάποιες βιολογικές ανάγκες (την ανάγκη για τροφή, ένδυση ), αποσκοπεί
όμως άμεσα σε κάτι άλλο που δε συνδέεται με την ικανοποίηση των αναγκών
του: στο να τρομάξει την αγέλη των ζώων και να την κατευθύνει στο σημείο όπου
άλλα μέλη της ομάδας έχουν στήσει ενέδρα. Η δραστηριότητα του εν λόγω μέλους σταματά χωρίς να έχει εξασφαλίσει από μόνη της τα
μέσα ικανοποίησης βιολογικών αναγκών. 9
Αυτό
λοιπόν που καθοδηγεί τη δραστηριότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου δεν είναι η
βιολογική του ανάγκη και ο γενετικά καθορισμένος τρόπος ικανοποίησής της, αλλά
είναι το σχέδιο της συλλογικής και ταυτόχρονα καταμερισμένης
προσπάθειας της κοινότητας, ένα σχέδιο και
που αποτελεί το αποτέλεσμα επιλογών και συνεννοήσεων μεταξύ των
μελών της κοινότητας. Κατευθυντήριος
άξονας της εν λόγω δραστηριότητας είναι η συλλογική αντίληψη για τις
αντικειμενικές προϋποθέσεις, τους όρους και τους τρόπους επιτυχίας του κυνηγετικού
εγχειρήματος.
Έτσι,
ο άνθρωπος παράγει για τους άλλους
ανθρώπους (ικανοποιεί ανάγκες άλλων ανθρώπων) ή ακόμη παράγει και αναπαράγει
άλλους ζωικούς οργανισμούς, κάτι που δε συμβαίνει στα ζώα. Τα ζώα δεν ξεφεύγουν
από τη δραστηριότητα που υποτάσσεται στην αναπαραγωγή της ατομικότητάς τους.
Αυτή η δραστηριότητα προκαλείται από τη
βιολογική σημασία που έχει για το ζώο το ένα ή το άλλο αντικείμενο της
πραγματικότητας μιας και μπορεί να
ικανοποιήσει τις βιολογικές ανάγκες του.
Σύμφωνα
με τη σπουδαία επισήμανση του Κ.Μαρξ «Τα ζώα παράγουν μόνο προς μια κατεύθυνση,
ενώ ο άνθρωπος παράγει καθολικά. Τα ζώα παράγουν μόνο κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος
παράγει ακόμα κι όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει
πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την
ανάγκη αυτή. Τα ζώα παράγουν μόνο τον εαυτό τους, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει
ολόκληρη τη φύση …Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του
είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα
πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε
αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’αυτό ο άνθρωπος παράγει – επίσης
σύμφωνα με τους νόμους της
ομορφιάς».10
Στην παραγωγική αλληλεπίδραση ανθρώπου -φύσης
αυτό που αναδεικνύεται ως ιδιομορφία του ανθρώπινου είδους είναι η ικανότητα
των ανθρώπων να μετασχηματίζουν σκόπιμα-συνειδητά τη φύση προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες τους αντί, κυρίως, να
προσαρμόζονται οι ίδιοι στις αλλαγές
του φυσικού περιβάλλοντος, όπως κάνουν οι άλλοι οργανισμοί.
Απέναντι στις αλλαγές και προκλήσεις
του περιβάλλοντος δεν ήταν η αλλαγή της
βιολογικής φύσης του ανθρώπου αυτή που διασφάλισε την προσαρμοστικότητα και
επιβίωση του είδους (η βιολογική φύση
του
Homo
Sapiens, σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων φυλών, τα τελευταία 40.000 χρόνια δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου), παρά ήταν η εργασιακή αλληλεπίδραση ανθρώπου
–φύσης, η σκόπιμη αλλαγή του φυσικού
περιβάλλοντος, αυτή που δημιούργησε
ευνοϊκές συνθήκες για την επιβίωση και ανάπτυξη των ανθρώπων.
Ας
εξετάσουμε λεπτομερέστερα της εργασιακή δραστηριότητα. Ως εργασία εννοούμε την
ιδιότυπα ανθρώπινη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, η οποία διαμεσολαβείται
α) από τη χρήση εργαλείων (μορφολογικά και
λειτουργικά
μετασχηματισθέντων φυσικών
σωμάτων) με τα οποία ο άνθρωπος επιχειρεί το μετασχηματισμό του αντικειμένου της εργασίας
καθοδηγούμενος από ένα σκοπό - από την ιδεατή αναπαράσταση του επιδιωκόμενου για την ικανοποίηση των
ανθρώπινων αναγκών τελικού αποτελέσματος (ο
σκοπός, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα εργασίας, ο τρόπος εργασίας και το
αποτέλεσμα της εργασίας στην ενότητά τους συνιστούν τις πτυχές της εργασίας)
και
β) από ένα ιδιαίτερο πλέγμα ανθρωπίνων σχέσεων
–από τις σχέσεις παραγωγής.
Η εργασιακή-παραγωγική σχέση του ατόμου προς τη φύση
υφίσταται πάντα σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τις σχέσεις παραγωγής μεταξύ
των ανθρώπων.
Η
διαμεσολάβηση της εργασιακής -ιδιότυπα
ανθρώπινης σχέσης με το φυσικό
περιβάλλον από τα εργαλεία αποτελεί
κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση των ιδιαίτερων στοιχείων που
χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως
προσωπικότητα.
Τα εργαλεία, ως μέσα διαμεσολάβησης
προσαρμοσμένα στις ιδιομορφίες της
εκάστοτε εργασιακής
δραστηριότητας και της εκάστοτε υποδιαμόρφωση
αντικειμενικής πραγματικότητας
(του αντικειμένου της εργασίας), απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τις
περιορισμένες δυνατότητες επενέργειας στον υλικό κόσμο που του παρέχουν τα
όργανα του σώματός του, η
φυσική-βιολογική ατομικότητά του. Με τη
βοήθεια των εργαλείων ο άνθρωπος αναλύει τον υλικό κόσμο, ανακαλύπτει
τις αντικειμενικές του ιδιότητες, επενεργεί σ’αυτόν σύμφωνα
με το μέτρο, τα πρότυπα, τις
νομοτέλειες του ίδιου του υλικού
κόσμου.
Η διαμεσολάβηση της σχέση του ανθρώπου
με το φυσικό περιβάλλον από τα εργαλεία απελευθερώνει τον άνθρωπο από την
άμεση, βιολογική, φυσική σχέση με το περιβάλλον αυτό. Στη θέση των φυσικών,
ενστικτωδών μορφών ρύθμισης της σχέσης ατόμου -περιβάλλοντος, όπου το άτομο
στην ουσία δεν αυτορυθμίζει, δεν
επιλέγει τη συμπεριφορά του, η
είσοδος των εργαλείων στη σχέση ατόμου –περιβάλλοντος επιφέρει τη σκοπιμότητα,
την ανάπτυξη, δηλαδή, σκόπιμης
συμπεριφοράς. Τα εργαλεία, ως ήδη
μορφολογικά και λειτουργικά μετασχηματισμένα φυσικά σώματα συνιστούν την
πρώτη ενσάρκωση (η δεύτερη αφορά το
τελικό προϊόν της εργασίας) των
εργασιακών σκοπών του ανθρώπου (σκοπών που διαμορφώνονται μέσω της αξιοποίησης
της συσσωρευμένης εμπειρίας της κοινωνίας και φέρνουν το στίγμα των
συλλογικών–κοινωνικών μορφών
σκοποθεσίας), η δε χρήση τους συνεπάγεται το σκόπιμο επαναπροσδιορισμό
των ανθρώπινων ενεργειών προκειμένου να επιτευχθεί το επιζητούμενο,
διαφορετικό κάθε φορά, εργασιακό αποτέλεσμα.
Η αναγνώριση-αποκωδικοποίηση από τον
άνθρωπο, μέσα από τη συνεχή
–επαναλαμβανόμενη χρήση εργαλείων, αυτού του στοιχείου της σκοπιμότητας που
εκφράζεται (στην αρχή βέβαια με αυθόρμητο –τυχαίο τρόπο) στα μέσα
διαμεσολάβησης (στα εργαλεία) και μάλιστα ως στοιχείο που διακρίνει
αποφασιστικά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον όλης της ανθρώπινης ομάδας-
κοινότητας οδηγεί στην ανακάλυψη της
διαφοράς του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον, στην ανακάλυψη της
ανθρώπινης υποκειμενικότητας. «Η
σταθερή, αντικειμενοποιημένη και
αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενη ή
τροποποιούμενη σε όμοιες (ή ανόμοιες)
συνθήκες διαμεσολάβηση του μέσου- εργαλείου,
επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει
την πηγή του ερεθίσματος από το
ερέθισμα δηλαδή το αντικείμενο αφ’εαυτού, γεγονός που του
παρέχει τη δυνατότητα …να διακρίνει
τον εαυτό του από τον περίγυρο.» 11
Στην εργασιακή αλληλεπίδραση ανθρώπου –φύσης, η οποία έχει
συλλογικό χαρακτήρα (αποτελεί
πάντα αλληλεπίδραση συνόλου
ανθρώπων με τη φύση) και μετασχηματίζοντας τη φύση το άτομο αποκτά συνείδηση της διαφοράς του από το φυσικό
περιβάλλον και της διαφοράς των ανθρώπινων κοινωνικών συλλογικοτήτων - των ανθρώπινων εργασιακών σχέσεων από τις
φυσικές συλλογικότητες και σχέσεις.
Τα εργαλεία λοιπόν είναι συνυφασμένα
με την εμφάνιση της σκόπιμης
επενέργειας του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο σκοπός καθίσταται πραγματικός –αληθής σκοπός
στο βαθμό που υπάρχουν τα μέσα υλοποίησής του και στο βαθμό που το τελικό
αποτέλεσμα επιβεβαιώνει τη συνάφεια του
αρχικού σκοπού με τα επιλεχθέντα μέσα. Ειδάλλως, όταν απουσιάζουν τα μέσα
υλοποίησης του σκοπού, η ιδεατή αναπαράσταση του τελικού προϊόντος της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι,
αναπόφευκτα, εξαιρετικά συγκεχυμένη, είναι
δύσκολο εν γένει να ορίσουμε ποιο είναι αυτό το προσδωκόμενο τελικό
προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας,
κοντολογίς, είναι αδύνατο να ορίσουμε το σκοπό της δραστηριότητας.
4. Εργασία και συνείδηση
Η ικανότητά αυτού του αποτελέσματος,
δηλαδή του μελλοντικού προϊόντος της δραστηριότητας, να την κατευθύνει και να
τη διευθύνει προϋποθέτει το γεγονός ότι αυτό είναι παρόν στο κεφάλι του υποκειμένου
με μια τέτοια μορφή η οποία
επιτρέπει την αντιπαραβολή του
με το αφετηριακό υλικό (το αντικείμενο της εργασίας), με τα μέσα εργασίας,
καθώς και τη σύγκρισή του με τα στάδια
μετασχηματισμού του αντικειμένου και
με το αποτέλεσμα (το προϊόν της εργασίας).
Με άλλα λόγια, το υποκείμενο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δρα με
τις ίδιες τις μορφές, με τις παραστάσεις,
και, συνεπώς, το περιεχόμενο αυτού που αντανακλάται θα πρέπει να είναι εμφανές στο υποκείμενο, να υπάρχει για το ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι
θα πρέπει να έχει τη μορφή της συνειδητής αντανάκλασης, της συνείδησης. Έτσι
λοιπόν, η συνειδητή παρουσία αυτού που αντανακλάται στο υποκείμενο συνιστά
απαραίτητη συνθήκη για μιαν αποτελεσματική
δραστηριότητα –εργασιακή, αισθητική και για κάθε άλλη δημιουργική
δραστηριότητα του ανθρώπου που αποσκοπεί στο
μετασχηματισμό του κόσμου. Άλλωστε, η αναγκαιότητα της συνείδησης έγκειται ακριβώς στην ύπαρξη
του ανθρώπου ως όντος που μετασχηματίζει το περιβάλλον του προσαρμόζοντάς το
στις ανάγκες του.
Η εργασιακή δραστηριότητα οδηγεί στην αποτύπωση (αντικειμενοποίηση) στο προϊόν της και αυτής της εσωτερικής, ιδεατής μορφής που καθοδήγησε τη δραστηριότητα του υποκειμένου. Με αυτή την εξωτερικευμένη διάστασή της η εσωτερική μορφή καθίσταται αντικείμενο αντανάκλασης. Η αντιπαραβολή στο κεφάλι του ανθρώπου της εσωτερικής μορφής και του αντικειμένου της αντανάκλασης με την αποτυπωμένη σ’ αυτό μορφή οδηγεί στη συνειδητοποίηση της τελευταίας. 12
Αυτή η ιδεατή μορφή στην εσωτερική και εξωτερική της (αντικειμενοποιημένη) διάσταση αφορά αφενός το υπό διαμόρφωση φυσικό περιβάλλον –το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον (τα μέσα παραγωγής, τους τρόπους λειτουργίας και χρήσης των μέσων αυτών) και τις αναγκαίες σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους (τον καταμερισμό εργασίας, τις σχέσεις παραγωγής) στα πλαίσια των οποίων το κάθε άτομο συμμετέχει στην εργασιακή αλληλεπίδραση με τη φύση.
Η συνείδηση, λοιπόν, ως απότοκη της εργασιακής δραστηριότητας ιδιότυπη μορφή του ανθρώπινου ψυχισμού αποτελεί αφενός γνώση του κόσμου, αναγκαία για τον σκοποκατευθυνόμενο μετασχηματισμό του και αφετέρου αντανάκλαση της σχέσης -του δεσμού με τους άλλους ανθρώπους ως δεσμού μεταξύ υποκειμένων, δηλαδή, μεταξύ ατόμων που συνειδητά και σκόπιμα μετασχηματίζουν τον κόσμο τους.13
Βέβαια, συνείδηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το υλικό όργανό της που είναι ο εγκέφαλος-ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα, το οποίο συγκεντρώνει πληθώρα βιολογικών (βιοηλεκτρικών, βιοχημικών) διαδικασιών.
Υπάρχουν περιπτώσεις στο ζωικό βασίλειο
όπου συναντάμε αρκετά περίπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών ενός
βιολογικού είδους (μέλισσες, τερμίτες, μυρμήγκια) και μεταξύ του είδους και του
περιβάλλοντος, οι οποίες (αλληλεπιδράσεις) μοιάζουν με σύνθετη και πολλές
φορές συλλογική κατασκευαστική δραστηριότητα. Όμως στη βάση αυτών των
περίπλοκων αλληλεπιδράσεων βρίσκονται τα γενετικά κωδικοποιημένα και κληροδοτούμενα ένστικτα και αντιδράσεις στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.
Τα είδη αυτά δεν επιλέγουν τον τρόπο δραστηριότητάς τους, δε μετατρέπουν τη δραστηριότητά τους σε αντικείμενο μελέτης, γνώσης, ιδεατής αναδιοργάνωσης και σκόπιμης αυτορύθμισης. Θα λέγαμε ότι είναι εγκλωβισμένα σε ένα συγκεκριμένο, γενετικά καθορισμένο τρόπο δραστηριότητας. Σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του Κ.Μαρξ «Το ζώο είναι ταυτόσημο με τη ζωτική του δραστηριότητα. Δεν ξεχωρίζει από τη δραστηριότητα αυτή· το ζώο είναι η ίδια η δραστηριότητα.». 14 Από τη στιγμή που το ζώο δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τη δραστηριότητά του, δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του και από τη σχέση του με το περιβάλλον μέσω αυτής της δραστηριότητας. «Αν για το ζώο κάθε αντικείμενο της περιβάλλουσας πραγματικότητας προβάλλει πάντα σε άρρηκτη εξάρτηση από τις ενστικτώδεις ανάγκες του, τότε και η σχέση του ζώου με αυτό (με το αντικείμενο –Π.Π.), ποτέ δεν υπάρχει για το ίδιο ως τέτοια, αυτή καθεαυτή, ως ξεχωριστή από το αντικείμενο».15
Αντίθετα ο άνθρωπος δεν είναι
εγκλωβισμένος σε ένα γενετικά καθορισμένο πρότυπο συμπεριφοράς και
αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον και με
τους άλλους ανθρώπους. Η δραστηριότητα, η συμπεριφορά του και τα αποτελέσματά
της είναι γι’ αυτόν εν πολλοίς το ζητούμενο που θα πρέπει κάθε φορά να προσδιορίσει, να επιλέξει, να
επανακαθορίσει.
Όπως αναφέρει ο Κ.Μαρξ « Η αράχνη κάνει δουλειές που μοιάζουν μ’ αυτές που κάνει ο υφαντής, και η μέλισσα με το χτίσιμο των κυττάρων της κερήθρας της ντροπιάζει κάμποσους ανθρώπους –αρχιτέκτονες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει από τα πριν το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει κιόλας φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί. Στο τέλος του προτσές της εργασίας προκύπτει ένα αποτέλεσμα που υπήρχε κιόλας από την αρχή στην παράσταση του εργάτη, δηλ. υπήρχε κιόλας ιδεατά.».16
Η συνείδηση λοιπόν και ο τρόπος ζωής –συμπεριφοράς του ανθρώπου, η στάση του απέναντι στην κοινωνία δεν προβλέπονται από κανέναν βιολογικό κώδικα. Όταν λοιπόν εξετάζουμε τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου σε συνάρτηση με την κοσμοθεωρία και τις ηθικές αρχές του καμιά γνώση σχετικά με τη βιολογική του φύση και τα γονίδιά του δε μπορεί να μας φανεί χρήσιμη.
5. Ο άνθρωπος ως προσωπικότητα
και η αναγκαιότητα της παιδαγωγίας
Η ικανότητα της σκοποθεσίας και της σκοποκατευθυνόμενης δραστηριότητας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κατεξοχήν ανθρώπινης σχέσης του ατόμου με το περιβάλλον του και, συνάμα, συνιστά ειδοποιό γνώρισμα της ανθρώπινης ατομικότητας, θεωρούμενης ως προσωπικότητας. Με τον όρο προσωπικότητα εννοούμε το άτομο ως διαλεκτική ενότητα της βιολογικής του φύσης και των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες αυτό εμπλέκεται. Η προσωπικότητα, συνεπώς, δεν αφορά μόνο μια περιορισμένη στα υλικά - σωματικά όρια του ατόμου πραγματικότητα. Πρόκειται για τη συνάφεια της σωματικά ορισμένης ατομικότητας με ένα ιστορικά συγκεκριμένο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων.
«Προσωπικότητα είναι το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με τον εαυτό του ως σχέσεις με κάποιον “άλλον”, η σχέση του “ΕΓΩ” με τον εαυτό του ως σχέση με κάποιο “ΟΧΙ -ΕΓΩ”. Γι’ αυτό, το “σώμα” της (της προσωπικότητας- Π.Π.) δεν είναι το ξεχωριστό σώμα του ατόμου που ανήκει στο είδος “homo sapiens”, αλλά τουλάχιστον δύο τέτοια σώματα –“ΕΓΩ” και “ΕΣΥ”, ενωμένα, ούτως ειπείν, σε ένα σώμα με κοινωνικούς -ανθρώπινους δεσμούς, με σχέσεις και αλληλεπιδράσεις.».17 Το πλέγμα αυτών των σχέσεων εκφαίνεται στο κοινωνικοποιημένο άτομο με τη μορφή του ιδιότυπα ανθρώπινου ψυχισμού, της συνείδησης, αλλά και του συνόλου των συνηθειών, ικανοτήτων, δεξιοτήτων που η κοινωνική ζωή αναπτύσσει στο άτομο καθώς και των αντίστοιχων σωματικών αλλαγών, οι οποίες συνοδεύουν την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων.
Η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και
προς το φυσικό περιβάλλον άλλαξε στην πορεία του χρόνου, κατέστη κοινωνική.
Η σχέση αυτή καθορίζεται πλέον από την
εργασία, την παραγωγική ανταλλαγή ύλης
μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης. Τουτέστιν καθορίζεται από τη χρήση
εργαλείων, μέσων παραγωγής (μέσων εργασίας και φυσικών δυνάμεων - διαδικασιών
που εμπλέκονται στην παραγωγή), μέσα σε
ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων –σχέσεων παραγωγής, και μέσω αυτών των σχέσεων. Η διαλεκτική αλληλεπίδραση των παραγωγικών δυνάμεων (των μέσων
παραγωγής και του ανθρώπου ως συντελεστή της εργασίας) και των σχέσεων
παραγωγής συνιστούν την
καθοριστική πτυχή της κοινωνικής
ολότητας, την ουσία της κοινωνίας.
Η ένταξη, λοιπόν, κάθε νέας γενιάς
στην κοινωνία είναι συνυφασμένη με
την αφομοίωση αυτής της ουσίας,
των ιδιότυπα ανθρώπινων, δηλαδή
κοινωνικών, τρόπων αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους. Από εδώ
προκύπτει η αναγκαιότητα της παιδαγωγίας. Η απλή φυσική - βιολογική
ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού με
κανένα τρόπο δεν οδηγεί στην ανάπτυξη των ειδοποιών για τον άνθρωπο τρόπων
συμπεριφοράς και δραστηριότητας.
Οι τρόποι αυτοί ως πολιτισμικά
επιτεύγματα δεν αποτυπώνονται στις σωματικές-μορφολογικές ιδιαιτερότητες του
ανθρώπινου είδους. Η ικανότητα του ανθρώπου να πραγματοποιεί συγκεκριμένα είδη εργασίας, η ομιλία, η έλλογη και σκόπιμη συμπεριφορά, η καλλιτεχνική
δημιουργία κλπ δεν κληροδοτούνται από
τη μία γενιά στην άλλη μέσω της γενετικής πληροφορίας, δεν είναι
κωδικοποιημένες στα γονίδια. Του λόγου
το αληθές αποδεικνύει το παράδειγμα
παιδιών τα οποία είχαν αρπαχθεί από ζώα
και μεγάλωσαν μαζί τους (όπως η Καμάλα και η Αμάλα στις Ινδίες που είχαν μεγαλώσει σε μια αγέλη λύκων) και όταν
βρέθηκαν από τους ανθρώπους δεν παρουσίαζαν κανένα στοιχείο ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Οι παραπάνω ικανότητες του ανθρώπου αποκτούνται μέσω της διαδικασίας
κοινωνικοποίησής του, μέσω της εκπαίδευσής του από το κοινωνικό περιβάλλον.
Απαιτείται συγκεκριμένη –σκόπιμη παιδαγωγική επενέργεια στα νεαρά άτομα
προκειμένου αυτά να αφομοιώσουν τους εν λόγω τρόπους.
Εκτός αυτού, το εύρος των δυνατοτήτων
ανάπτυξης του ατόμου αποκαλύπτεται ως το εύρος των ιστορικά καθορισμένων ιδιότυπα
ανθρώπινων τρόπων (μέσων) αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και με τους
άλλους ανθρώπους. Όσο πιο σύνθετοι-περίπλοκοι είναι οι τρόποι αυτοί τόσο πιο
σύνθετη είναι η ανθρώπινη προσωπικότητα που διαμορφώνεται μέσω της αφομοίωσης
των εν λόγω τρόπων.
Η ένταξη του ατόμου στην κοινωνία ως διαδικασία αφομοίωσης των ιδιότυπα ανθρώπινων, δηλαδή κοινωνικών, τρόπων αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους συνιστά ταυτόχρονα μια διαδικασία πνευματικής ανάπτυξης του ατόμου. Οι ιδιότυπα ανθρώπινοι τρόποι αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους είναι, ως επί το πλείστον, οι τρόποι χρήσης του λειτουργικά και μορφολογικά τροποποιημένου φυσικού περιβάλλοντος, του τεχνητού περιβάλλοντος –του τεχνικού πολιτισμού. Ο τεχνικός πολιτισμός αποτελεί προϊόν της σκόπιμης -συλλογικής -εργασιακής προσπάθειας των ανθρώπων, ενσάρκωση-αντικειμενοποίηση ανθρώπινων σκοπών –ιδεών. Συνεπώς, η χρήση –λειτουργία των επιτευγμάτων του τεχνικού πολιτισμού απαιτεί γνώση των ιδεών –νοημάτων που ο ίδιος ενσαρκώνει. Για το λόγο αυτό η διαμεσολάβηση από τον τεχνικό πολιτισμό της σχέσης των ανθρώπων με το περιβάλλον και μεταξύ τους είναι αυτή που χαρακτηρίζει τις κατεξοχήν ανθρώπινες-κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς και δραστηριότητας από τις ενστικτώδεις μορφές συμπεριφοράς των ζώων.
Η ανακάλυψη-αφομοίωση των νοημάτων που κρύβει ο τεχνητός– δημιουργημένος από τον άνθρωπο υλικός κόσμος, ο τεχνικός πολιτισμός, και των συναφειών που χαρακτηρίζουν τις αναδυόμενες στη βάση αυτού του πολιτισμού κοινωνικές σχέσεις, συνιστά την ουσία της πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου, το πεδίο ανάπτυξης του ανθρώπινου πνεύματος, του πνευματικού πολιτισμού.
Αν η υλική παραγωγή συνιστά πράξη αντικειμενοποίησης, δηλαδή τη μετατροπή του σκοπού σε αποτέλεσμα, διά της χρήσης συγκεκριμένων μέσων-εργαλείων (διπλή αντικειμενοποίηση της νόησης: πρώτον, στα μέσα -εργαλεία, από τη στιγμή που ενσαρκώνετααι σ’ αυτά τα φυσικά σώματα ένας διαφορετικός-κοινωνικός τρόπος λειτουργίας, και, δεύτερον, στο αποτέλεσμα της εργασίας) η πνευματική εργασία συνιστά μιαν αποαντικειμενοποίηση: ανακάλυψη του νοήματος - του ανθρώπινου περιεχομένου που κρύβει ο τεχνητός -δημιουργημένος από τον άνθρωπο υλικός κόσμος.
Η πραγματικότητα που συναντά κάθε άνθρωπος με τη γέννησή του και η οποία παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξή του είναι ένας κόσμος μετασχηματισμένος - δημιουργημένος από την εργασιακή δραστηριότητα του ανθρώπου. Αυτός όμως ο κόσμος στην αμεσότητά του δεν αποκαλύπτει την ιδεατή –κοινωνική πλευρά του. Η κοινωνική πλευρά του τεχνητού-μετασχηματισμένου φυσικού περιβάλλοντος και των σχέσεων μεταξύ των συγκεκριμένων βιολογικών όντων που εκπροσωπούν το ανθρώπινο είδος δεν είναι δοσμένη στη φυσική αμεσότητά τους και ως εκ τούτου η άμεση εμπειρική επαφή με αυτό το περιβάλλον από μόνη της δεν επαρκεί για την ανάπτυξη μιας αυθεντικά ανθρώπινης-κοινωνικής σχέσης μαζί του. Γι’ αυτό το λόγο η απλή ύπαρξη του ανθρώπου σ’ένα τέτοιο περιβάλλον δε διασφαλίζει από μόνη της την ικανοποιητική αφομοίωση των ιδιότυπα ανθρώπινων τρόπων αλληλεπίδρασης με αυτό. Απαιτείται συνεπώς μια ειδική, σκόπιμη δραστηριότητα προκειμένου οι τρόποι αυτοί να αποκαλυφθούν στο κάθε νέο άτομο. Εδώ έγκειται και η ιδιομορφία της παιδαγωγίας ως εξειδικευμένης ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η παιδαγωγία, ως διαδικασία μετάδοσης των νοημάτων που ενσαρκώνονται
στο τεχνητό περιβάλλον και στις
διαμεσολαβημένες από αυτό
ανθρώπινες σχέσεις και ως
καλλιέργεια των ίδιων των τρόπων
ανακάλυψης, επεξεργασίας, ανασύνθεσης, μετάδοσης αυτών των νοημάτων συνιστά
διαδικασία διαμόρφωσης του πνευματικού
κόσμου του ατόμου. Αλλά και κάθε
αποφασιστικό άλμα στην πνευματική
ανάπτυξή του έχει στοιχεία παιδαγωγίας,
συνιστά δηλαδή της αφομοίωση με τη
βοήθεια της κοινωνίας κοινωνικών αντικειμενοποιημένων ιδιοτήτων -δυνατοτήτων.
Αυτή η διαδικασία αποαντικειμενοποίησης συνιστά διαπαιδαγώγηση-διαμόρφωση της
ανθρώπινης νόησης και αισθαντικότητας, καλλιέργεια κοινωνικών αισθημάτων,
κοντολογίς, διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ορθώς, λοιπόν, η έννοια παιδεία
ερμηνεύεται ως πνευματικός πολιτισμός (Culture), ως βίωση του πολιτισμού, ως προσωπική
καλλιέργεια του ατόμου.18
Όσον αφορά τώρα τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον καθοριστικό ρόλο της σκόπιμης –μεθοδικής – συστηματικής παιδαγωγικής επενέργειας στο άτομο. Η αφομοίωση του γραπτού λόγου, του μαθηματικού λογισμού, των επιστημονικών εννοιών, των κανόνων λογικής σκέψης και καλλιτεχνικής έκφρασης, είναι εφικτή μόνο μέσω της σκόπιμης και συστηματικής διδασκαλίας. Και κάθε συγκεκριμένο βήμα στην εκπαιδευτική διαδικασία διαμορφώνει με τη σειρά του τις προοπτικές για την παραπέρα ανάπτυξη του νεαρού ατόμου.
Αυτόν τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη του ατόμου επισημαίνει εμφατικά ο Λεβ Βυγκότσκι: «Οι έρευνες απέδειξαν ότι η εκπαίδευση προπορεύεται πάντα της εξέλιξης .Το παιδί μαθαίνει να κατέχει ορισμένες ικανότητες σ’ ένα ορισμένο κλάδο πριν μάθει να τις χειρίζεται συνειδητά και εκούσια».19 Σύμφωνα με τη θεωρία του περί ζώνης πλησιέστερης ανάπτυξης η εκπαίδευση καλλιεργεί στο παιδί μια σειρά λανθάνουσες δυνατότητες οι οποίες διαγράφουν της προοπτικές της ανάπτυξής του. Η διαφορά μεταξύ αυτού που μπορεί να κάνει το παιδί μόνο του και αυτού που μπορεί να κάνει με τη βοήθεια των δασκάλων αποτελεί τη ζώνη της πλησιέστερης ανάπτυξης. Η εκπαίδευση, συνεπώς , επιτελεί το έργο της όταν προετοιμάζει και κατευθύνει την ανάπτυξη της προσωπικότητας: «Η μάθηση είναι σωστή μόνο όταν προετοιμάζει την εξέλιξη».20
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αντιλήψεις και πρακτικές που στο όνομα της παιδικής χειραφέτησης και αυτενέργειας αρνούνται κάθε είδους συστηματική, μεθοδική, σχεδιασμένη εκπαίδευση-αγωγή και απολυτοποιούν την αυθόρμητη ανάπτυξη του παιδιού με τη μορφή της αυτοαποκάλυψης ενυπαρχουσών ήδη στην ανθρώπινη φύση δυνατοτήτων.
Οι δυνατότητες του ατόμου, ως εν δυνάμει εξατομικευμένοι
κοινωνικοί -ιδιότυπα ανθρώπινοι τρόποι
(μέσα) αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους, χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την
ανθρώπινη-κοινωνική φύση, το βαθμό ιστορικής ανάπτυξης του ανθρώπινου
πολιτισμού. Τα ζώα δεν έχουν δυνατότητες. Η φύση τους είναι αυστηρά
καθορισμένη.
Όσο περισσότερο
ανεπτυγμένος είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, όσο πιο άμεση και
καθοριστική είναι η εμπλοκή της συλλογικής -κοινωνικής εργασίας (των
επιτευγμάτων των σύγχρονων αλλά και των παρελθοντικών γενεών) στην εργασιακή
δραστηριότητα του κάθε ατόμου, τόσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των αναγκαίων
γνώσεων -των απαραίτητων πληροφοριών αναφορικά με τους κανόνες και τους σκοπούς χρήσης των τεχνικών-παρηγμένων από την
κοινωνία μέσων, οι οποίες απαιτούνται
για τη συμμετοχή του κάθε ατόμου στην
παραγωγική δραστηριότητα και την κοινωνική ζωή, και, συνεπώς, τόσο
περισσότερο σημαντικός και καθοριστικός γίνεται ο ρόλος της εκπαίδευσης στην
αναπαραγωγή και εξέλιξη της κοινωνίας.
Διεύρυνση – ενίσχυση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας σημαίνει ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασιακή δραστηριότητα ενσαρκώνουν όλο και περισσότερες γνώσεις, όλο και περισσότερους κοινωνικά καθορισμένους τρόπους– σκοπούς λειτουργίας– χρήσης, με αποτέλεσμα η ζωντανή εποπτεία, η εμπειρική γνώση από την άμεση εμπλοκή στην εργασιακή δραστηριότητα, να καθίσταται εξαιρετικά ανεπαρκής για την αφομοίωση του τρόπου και του σκοπού χρήσης αυτών των μέσων εργασίας. Όσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο κοινωνικός χαρακτήρα της εργασίας τόσο πιο αναγκαία καθίσταται η σκόπιμη, σχεδιοποιημένη, σταδιακή και συστηματική μετάδοση από τη μια γενιά στην άλλη των συσσωρευμένων από την ανθρωπότητα γνώσεων και των σκοπιμοτήτων που ενσαρκώνονται στα αυξανόμενης περιπλοκότητας κοινωνικά μέσα παραγωγής. Ως εκτούτου, ενίσχυση-εμβάθυνση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως υποκείμενο της παραγωγής καθίσταται (και μέσα από τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του), το δημιούργημα όλου του ανθρώπινου πολιτισμού, όλων των κεκτημένων της ανθρώπινης ιστορίας.
Το
εύρος, λοιπόν, και η σπουδαιότητα του κοινωνικού ρόλου της
εκπαίδευσης αντανακλούν το βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας, το βαθμό ανάπτυξης
του κοινωνικού χαρακτήρα της ατομικότητας, κοντολογίς, το βαθμό ωρίμανσης της
εργασίας και της προσωπικότητας.
6. Η γλώσσα ως
καθολική μορφή επικοινωνίας
Καθολικό μέσο μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενεά σε γενεά των κεκτημένων του ανθρώπινου πολιτισμού, καθολικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων αλλά και καθοριστικό μέσο της ιδιότυπα ανθρώπινης πρόσληψης του κόσμου είναι το σύστημα σημείων που απαρτίζουν τη γλώσσα. Η γλώσσα συνιστά ταυτόχρονα και τον ιδιότυπα ανθρώπινο τρόπο επικοινωνίας αλλά και το αναγκαίο τρόπο διαμόρφωσης της ανώτερης βαθμίδας του ανθρώπινου ψυχισμού –της συνείδησης. Η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπινου ψυχισμού έγκειται στο γεγονός πως η αντανάκλαση της πραγματικότητας διαμεσολαβείται από κοινωνικά μέσα, από το δεύτερο σύστημα σήμανσης, από το σύνολο των σημείων, πρωτίστως των γλωσσικών.
Τα
ζώα δεν έχουν γλώσσα. Το
σύστημα επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου περιλαμβάνει πληθώρα ήχων, κινήσεων, χρωμάτων, οσμών, αγγιγμάτων.
Όλα αυτά είναι σήματα που εκφράζουν μια
συγκεκριμένη φυσική κατάσταση του ζώου ή κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα που
δημιουργείται ως αντίδραση σε ερεθίσματα. Τα
σήματα όμως αυτά της
επικοινωνίας μεταξύ ζώων (οι οσμές
των εντόμων, ο «χορός» της
μέλισσας, τα χρώματα των πτηνών, το γάβγισμα του σκύλου) δεν υπερβαίνουν τη μετάδοση μιας υποκειμενικής
κατάστασης, δε μεταδίδουν δηλαδή τίποτε σχετικά με την πηγή, το αίτιο του ερεθίσματος. Αυτή η «γλώσσα» των ζώων
δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύστημα
ερεθισμάτων προς τα άλλα ζώα, στα οποία
προκαλείται μιαν αντίστοιχη συναισθηματική κατάσταση. «Το ζώο
αντιδρώντας στη φωνή ενός άλλου ζώου, αντιδρά όχι σ’αυτό που αντανακλά το
συγκεκριμένο φωνητικό σήμα, αλλά αντιδρά στο ίδιο το σήμα, το οποίο απέκτησε
για το ζώο συγκεκριμένη βιολογική σημασία.»21 «Μια τρομαγμένη χήνα που σε ώρα κινδύνου με
μια κραυγή φοβίζει ολόκληρο το κοπάδι, δεν του ανακοινώνει τι είδε αλλά του
μεταδίδει το φόβο της».22 Συνεπώς τα
σήματα που εκπέμπουν τα ζώα συνιστούν έκφραση μιας συναισθηματικής κατάστασης, ενώ η μετάδοση του σήματος
συνιστά μετάδοση αυτής της συναισθηματικής κατάστασης, συναισθηματικό επηρεασμό και άλλων ζώων. Η
«γλώσσα» των ζώων δεν αποτελεί επισήμανση
συγκεκριμένων πραγμάτων, ιδιοτήτων, σχέσεων.23
Ο άνθρωπος, όμως, αναφέρεται μέσω της ομιλίας και της γλώσσας σε μιαν αντικειμενική πραγματικότητα και
απαντά στο λόγο που απευθύνεται σ’
αυτόν ανταποκρινόμενος όχι απλά σε
ένα ηχητικό σήμα αλλά στα στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας που εκφράζει ο λόγος αυτός. Η
αναφορά σ’ αυτά τα στοιχεία με τη βοήθεια της γλώσσας δε συνιστά μόνο
επισήμανσή τους αλλά (ακριβώς επειδή
αποτελεί επισήμανση) και μιαν αφαιρετική πράξη απόσπασης – διάκρισης κάποιων
στοιχείων από κάποια άλλα.
Ταυτόχρονα, επειδή η γλώσσα αποτελεί τρόπο επικοινωνίας μεταξύ
των ανθρώπων, αυτή η ατομική αναφορά μέσω της γλώσσας σε συγκεκριμένες πτυχές,
ιδιότητες, σχέσεις της πραγματικότητας έχει
τη μορφή γενικεύσεων, τη μορφή
γενικά αποδεκτών –κατανοητών από όλους τους ανθρώπους κωδίκων. «Για να
ανακοινώσουμε ένα οποιοδήποτε βίωμα ή ένα συνειδησιακό περιεχόμενο σε έναν άλλον άνθρωπο, υπάρχει μόνο ο δρόμος της
ταξινόμησης του περιεχομένου, που πρέπει να αποδοθεί, σε μια συγκεκριμένη
κατηγορία ή σε μια συγκεκριμένη ομάδα φαινομένων. Αυτό απαιτεί πάντα, όπως
είναι ήδη γνωστό, μια γενίκευση».24
Γι’αυτό και η γλώσσα συνιστά τρόπο
ύπαρξης - ανάπτυξης της αφηρημένης σκέψης, της νόησης.
Χάρη στη γλώσσα
ο άνθρωπος μπορεί να ανασυνθέτει τα δεδομένα της ζωντανής εποπτείας, να
διακρίνει τις μεταξύ τους σχέσεις, να ανακαλύπτει νέες δυνατές-πιθανές συνάφειες, να αναδομεί νοητά τον κόσμο
σχεδιάζοντας την υλική αναδόμηση
–μετασχηματισμό του μέσω της εργασίας.
Η ομιλία και η γλώσσα στον άνθρωπο
αποτελεί προϊόν της κοινωνικοποίησής
του. «Θα ήταν μεγάλο σφάλμα να επιχειρήσει κανείς να ερμηνεύσει την ανάπτυξη της ομιλίας ξεκινώντας από την καθεαυτή ομιλητική δραστηριότητα του
μικρού παιδιού: αυτό θα σήμαινε ότι την
εξάγει από τη φύση του παιδιού … Κοντολογίς, η γλώσσα, ως ένα αντικείμενο που
αφομοιώνεται, καθορίζει την
ομιλία και την ανάπτυξή της.
Αυτός όμως ο καθοριστικός για την ανάπτυξη της ομιλίας ρόλος της γλώσσας διαμεσολαβείται από την επικοινωνία
του μικρού παιδιού με αυτούς που το
περιβάλλουν, η οποία (επικοινωνία -Π.Π.) πραγματοποιείται μέσω της γλώσσας.».25
Οι πρώτοι ήχοι που βγάζει το παιδί μετά τη γέννησή του αποτελούν έκφραση
της ψυχικής του κατάστασης και επουδενί λόγω δεν συνιστούν το υπόστρωμα για την
ανάπτυξη της ομιλίας. Αντιθέτως, χρειάζεται ανάσχεση αυτών των πρώτων
ενστικτωδών ήχων προκειμένου το βρέφος να αφομοιώσει τους
ήχους που συγκροτούν τη γλώσσα. Οι πρώτες λέξεις γεννούνται όχι από αυτούς τους
«βιολογικούς» ήχους αλλά από τους ήχους
των λέξεων που το παιδί αφομοιώνει ακούγοντας την ομιλία των ενηλίκων. 26 Οι
πρώτες λέξεις του παιδιού, σε αντιδιαστολή με τους «βιολογικούς» ήχους δεν
εκφράζουν μια ψυχική κατάσταση αλλά αναφέρονται σε πράγματα,
σημασιοδοτούν πράγματα.
Ο κορυφαίος σοβιετικός θεωρητικός της ψυχολογίας, Λεβ Βυγκότσκι, ο οποίος ανέδειξε τον καθοριστικό ρόλο του κοινωνικού περιβάλλοντος στη γένεση και ανάπτυξη της γλώσσας αλλά και της νόησης, αναφερόμενος στις απόψεις του Piaget για τις λειτουργίες παιδικής γλώσσας επισημαίνει σχετικά: «Η πρωταρχική λειτουργία της γλώσσας είναι αυτή της ανακοίνωσης, της επίδρασης στους ανθρώπους του περιβάλλοντος, τόσο από την πλευρά των ενηλίκων όσο και από αυτή του παιδιού. Επομένως η πρωτογενής γλώσσα του παιδιού είναι καθαρά κοινωνική· θα ήταν λαθεμένο να την ονομάζαμε κοινωνικοποιημένη, αφού μ’αυτή τη λέξη είναι συνδεδεμένη η ιδέα για κάτι αρχικά μη κοινωνικό που μόλις στην πορεία της εξέλιξής του θα γίνει κοινωνικό.».27
7. Η βιολογική
φύση - αφετηρία ανάπτυξης της
προσωπικότητας
Ο άνθρωπος τη στιγμή της γέννησής του είναι ένα εξαιρετικά αδύναμο πλάσμα, τελείως ανίκανο να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στο τεχνητό, δημιουργημένο από τους ανθρώπους περιβάλλον. Τα ένστικτα που διαθέτει του επιτρέπουν να προβαίνει σε εξαιρετικά περιορισμένες ενέργειες προσαρμογής, όπως είναι η αναπνοή, ο θηλασμός, οι κινήσεις αρπαγής. Η απουσία ενός αυστηρού γενετικού προγραμματισμού της συμπεριφοράς του και της ακόλουθης ανάπτυξής του αποτελεί τη βάση των τεράστιων δυνατοτήτων εξέλιξης που έχει ο άνθρωπος, (της τεράστιας πολυμορφίας κατευθύνσεων και τρόπων ανάπτυξης της προσωπικότητάς του) μέσα στην κοινωνία. Ο εύπλαστος (περισσότερο απ’ ότι στους άλλους οργανισμούς) χαρακτήρας της ανθρώπινης βιολογικής φύσης είναι αυτός που επέτρεψε την ανάπτυξη της κοινωνικότητας, την πολύπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου ως προσωπικότητας μέσω της εργασιακής δραστηριότητας και της παιδαγωγίας.
Όπως επισημαίνει ο A.Jacquard «Το δικό μας είδος είναι εκείνο στο οποίο η μαθητεία είναι η πιο καθοριστική και εξαιρετικά μακροχρόνια. Ο μικρός άνθρωπος, που γεννιέται πριν αποκτήσει λειτουργικό εγκέφαλο, είναι περισσότερο ανίκανος από κάθε άλλο ζώο να επιβιώσει μόνος. Οι ενστικτώδεις γνώσεις του είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ενώ είναι λιγότερο ικανός από τα άλλα ζώα κατά τη γέννησή του, έχει ένα ασύγκριτο προνόμιο: η δυνατότητά του να μαθαίνει είναι σχεδόν απεριόριστη.».28
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η υπέρβαση
των αυστηρών, έμφυτων, ενστικτωδών μηχανισμών ρύθμισης της ανθρώπινης
συμπεριφοράς αποτέλεσε καθοριστικό συντελεστή της διαδικασίας ανθρωπογέννεσης.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της διαδικασίας ήταν η ασυμβατότητα μεταξύ των
νέων εργασιακών - κοινωνικών σχέσεων με τον κόσμο και της ζωώδους
σχέσης με το περιβάλλον, η οποία καθοριζόταν από τα
ένστικτα. Αυτή η ασυμβατότητα
είχε ως συνέπεια να συντελεσθεί
στην πορεία της ανθρωπογένεσης η
σταδιακή ανάσχεση των ενστίκτων
και η επιλογή εκείνων των πληθυσμών
στους οποίους τα ένστικτα ήταν
όλο και πιο αδύναμα και συνεπώς
ευκολότερα μπορούσαν να
ανασχεθούν. 29 Οι αλλαγές που υπέστη
οργανισμός των προγόνων του ανθρώπου
στη διαδικασία της ανθρωπογέννεσης αφορούσαν όχι μόνο την
ανάπτυξη νέων ιδιοτήτων αλλά και την
άρση εκείνων των ζωωδών χαρακτηριστικών που εμπόδιζαν το σχηματισμό νέων, κατεξοχήν ανθρώπινων σχέσεων. 30
Το γενετικό πρόγραμμα του ανθρώπου, αυτό που είναι καταγεγραμμένο στα μόρια του DNA, κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα κατά την περίοδο της εμβρυακής ανάπτυξής του. Από τη στιγμή όμως της γέννησης του νέου ανθρώπου το βιολογικό πρόγραμμα εμπλέκεται πλέον στο πλαίσιο των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, στο κοινωνικό πρόγραμμα διαμόρφωσης του ανθρώπου ως προσωπικότητας. Η υλοποίηση του γενετικού προγράμματος, η γένεση ενός φυσιολογικού ανθρώπου, αποτελεί την προϋπόθεση της υλοποίησης του κοινωνικού. Το κοινωνικό όμως πρόγραμμα ανάπτυξης του ανθρώπου δεν καθορίζεται αποφασιστικά από το γενετικό ούτε ανάγεται σ’αυτό.
Η βιολογική εξέλιξη στην
περίπτωση της ανθρωπότητας κατέληξε σ’
ένα ποιοτικό άλμα με την εμφάνιση νέων,
πέραν του βιολογικού, φαινομένων
όπως είναι η εργασία (η διαμεσολαβημένη από μορφολογικά
και λειτουργικά μετασχηματισμένα φυσικά σώματα, από τα εργαλεία,
αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον), οι κοινωνικές
σχέσεις, η συνείδηση, η νόηση. Αυτή η
νέα κοινωνική πραγματικότητα υπακούει σε κοινωνικούς και όχι βιολογικούς
νόμους, αναπαράγεται στη βάση κοινωνικών
και όχι βιολογικών αλληλεπιδράσεων. Οι βιολογικοί νόμοι δεν καθορίζουν την
πορεία της ιστορίας, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι εξαφανίζονται. Οι
βιολογικοί νόμοι μετασχηματίζονται σταδιακά από τους κοινωνικούς και
διατηρούνται – αναπαράγονται, σε μετασχηματισμένη μορφή, ως πτυχή της
κοινωνικής πραγματικότητας.31
Το γενετικό πρόγραμμα του ανθρώπινου οργανισμού επιτρέπει τη διαμόρφωση έμφυτων ικανοτήτων οι οποίες του παρέχουν τη δυνατότητα πολύπλευρης –καθολικής ανάπτυξης, ανάπτυξης σε μια πληθώρα κατευθύνσεων οι οποίες καθορίζονται από την εμπλοκή του ατόμου στις κοινωνικές σχέσεις, από το εύρος και το χαρακτήρα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Μάλιστα στη διαμόρφωση αυτών των έμφυτων ικανοτήτων, όπως για παράδειγμα στη διαμόρφωση του ανθρώπινου εγκεφάλου με τις καθοριστικές του για την ανάπτυξη της συνείδησης ιδιότητες, συμβάλλει σημαντικά η ίδια η κοινωνική ζωή: μετά τη γέννηση του βρέφους, την εξέλιξη του εγκεφάλου του επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το νέο πεδίο των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων στο οποίο το βρέφος άμεσα πλέον εμπλέκεται.
Όπως επισημαίνει σχετικά ο Θ.Καραβάτος «Στη γέννησή του ο εγκέφαλος του νεογνού αντιπροσωπεύει το 25,5% του όγκου του εγκεφάλου στον ενήλικο. Στον χιμπαντζή ήδη το 62,5%. Στον άνθρωπο, ακόμη και μέχρι τα 19 του χρόνια, δεν έχει καλυφθεί το 100% του εγκεφάλου του ενηλίκου.Το έλλειμμα είναι της τάξης του 3,3%. Υπ’ αυτήν την έννοια κάθε νεογνό γεννιέται (φυσιολογικά) πρόωρο. Αυτή η βιολογική ανωριμότητα του ανθρώπινου βρέφους αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού. Διότι, η ωρίμανση και η κάλυψη της ελλειμματικότητας θα γίνει, όχι απλώς εντός ενός περιβάλλοντος, αλλά εντός ενός κόσμου, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, που διαθέτει λόγο, απέναντι σε έναν άλλον.».32 Ο χαρακτήρας, λοιπόν, των νευροδυναμικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο εξαρτάται εν πολλοίς από την αλληλεπίδραση του ατόμου με το κοινωνικό περιβάλλον.
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου και το νευρικό του σύστημα αποτελούν ένα πολύπλοκο και τεραστίων ικανοτήτων μηχανισμό που παρέχει σε όλους του υγιείς ανθρώπους αμέτρητες δυνατότητες πνευματικής ανάπτυξης. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να αφομοιώσει κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης όλα τα επιτεύγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας ανεξαρτήτως εθνικής ή φυλετικής προέλευσης του ατόμου. Αυτό το «μυθικά πλούσιο» κεντρικό νευρικό σύστημα με το οποίο η βιολογική εξέλιξη προίκισε τον άνθρωπο του δίνει τη δυνατότητα, όπως αναφέρει ο A.Jacquard, να συσσωρεύει «αέναα, για το καλό όλων, τις εμπειρίες όλων.».33
Ιδιομορφία
της βιολογικής φύσης του ανθρώπου αποτελεί ο μη εξειδικευμένος χαρακτήρας
της. Οι βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου του επιτρέπουν να εμπλέκεται σε
ένα ευρύ φάσμα εργασιακών
δραστηριοτήτων, αναπτύσσοντας τις
απαραίτητες κάθε φορά εργασιακές ικανότητες, δεξιότητες, συνήθειες. Τουτέστιν, ο
άνθρωπος αναπτύσσει την ατομικότητά του
μέσα από τις προοπτικές ανάπτυξης
που χαράζει το κάθε συγκεκριμένο είδος κοινωνικής
εργασιακής δραστηριότητας. Το
εύρος λοιπόν των δυνατοτήτων – προοπτικών πολύπλευρης ανάπτυξης της ανθρώπινης
προσωπικότητας δεν εξαρτάται στους υγιείς ανθρώπους από τις βιολογικές
ιδιότητες του οργανισμού τους αλλά από το εύρος, την ποιότητα, το χαρακτήρα των εργασιακών τους
δραστηριοτήτων.
Η φύση του ανθρώπου αναπτύσσεται με κοινωνικό τρόπο σε όλο το διάστημα ζωής της προσωπικότητας. Η κοινωνική ζωή - ο πολιτισμός συνιστούν ένα τεράστιο πεδίο ανάπτυξης των έμφυτων ιδιοτήτων του ανθρώπου σε βαθμό που κανένα φυσικό περιβάλλον δε θα μπορούσε να τις αναπτύξει.
Η συμμετοχή της βιολογικής φύσης του ανθρώπου στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του εκφράζεται στον δυναμισμό με τον οποίον εκτυλίσσονται οι ψυχικές διαδικασίες: στην ταχύτητα, στην ένταση, στη διάρκεια, στο ρυθμό των ψυχικών διαδικασιών. Πρόκειται για το σύνολο των ιδιοτήτων που ονομάστηκε ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Με τον όρο ιδιοσυγκρασία δηλώνουμε το βιολογικό υπόστρωμα της ανθρώπινης προσωπικότητας, ένα σημαντικό συντελεστή διαφοροποίησης του τρόπου συμπεριφοράς των ατόμων.
Το ενδιαφέρον για τους
βιολογικούς-έμφυτους συντελεστές των ατομικών
διαφορών εμφανίζεται ήδη στην αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης και μετά ο
Γαληνός μας άφησαν την πρώτη ταξινόμηση
ιδιοσυγκρασιών με τους γνωστούς
τέσσερις τύπους: τον αιματώδη, τον
χολερικό το φλεγματικό και τον μελαγχολικό. Κριτήριο αυτής της ταξινόμησης
αποτέλεσε η υποτιθέμενη κυριαρχία στο σώμα του κάθε τύπου
διαφορετικών υγρών: του αίματος, του φλέγματος, της ξανθής χολής και της
μέλανος χολής. Στη σύγχρονη εποχή, η επιστημονική θεώρηση της ιδιοσυγκρασίας
συνδέεται εν πολλοίς με το έργο του Ι.Π.
Παυλόφ. Ο Ι.Π.Παυλόφ συνέδεσε την ιδιοσυγκρασία του ατόμου με αυτό που
ονόμασε τύπο νευρικού συστήματος. Ο ίδιος διέκρινε τέσσερις τύπους νευρικού
συστήματος:
α) τον ισχυρό,
ισόρροπο, ευκίνητο τύπο,
β) τον ισχυρό, μη
ισορροπημένο,
γ) τον ισχυρό,
ισόρροπο, παθητικό τύπο,
δ) τον ασθενή τύπο.
Ο Ι.Π.Παυλόφ αναγνώριζε
κάποια αντιστοιχία μεταξύ των τύπων νευρικού συστήματος και των τεσσάρων τύπων ιδιοσυγκρασίας που
ήταν γνωστοί από την αρχαιότητα. Έτσι ονόμασε αιματώδη τον πρώτο τύπο νευρικού
συστήματος, χολερικό τον δεύτερο, φλεγματικό τον τρίτο και μελαγχολικό τον τέταρτο.
·
Ο πρώτος τύπος, ο αιματώδης, είναι συνήθως άνθρωπος
ευκίνητος, ευσυγκίνητος και ευπροσάρμοστος. Συναναστρέφεται χωρίς δυσκολία με
τους άλλους ανθρώπους. Στη δραστηριότητά
του τον διακρίνει η αισιοδοξία,
η προθυμία αλλά και η αστάθεια καθώς
και η γρήγορη απώλεια ενδιαφέροντος.
·
Το νευρικό
σύστημα του δεύτερου τύπου, του
χολερικού, χαρακτηρίζεται από την υπεροχή της διεγερσιμότητας έναντι της ικανότητας αναστολής των
ψυχικών διεγέρσεων. Χαρακτηρίζεται από
υψηλή ενεργητικότητα αλλά και από χαμηλή αυτοκυριαρχία. Είναι συνήθως ευέξαπτος
και ασυγκράτητος. Αφοσιώνεται στο αντικείμενο της δραστηριότητάς του με
υπέρμετρο πάθος, οι δυνάμεις όμως και η
ενεργητικότητά του δε διαρκούν πολύ. Ο χολερικός τύπος δύσκολα διεκπαιρεώνει
έργο που απαιτεί ομαλές ενέργειες,
σταθερό ρυθμό και προσπάθειες μεγάλης χρονικής διάρκειας.
·
Ο φλεγματικός τύπος χαρακτηρίζεται
από την ισορροπία μεταξύ διεγερσιμότητας του νευρικού
συστήματος και ικανότητας αναστολής των ψυχικών διεγέρσεων. Είναι υπομονετικός, απαθής τύπος, επίμονος, με ισχυρή αυτοκυριαρχία αλλά και δυσκολία προσαρμογής στις νέες
συνθήκες. Αντιδρά στα ερεθίσματα ήρεμα και αργά. Διεκπεραιώνει με δυσκολία έργο που απαιτεί ευκινησία και ευελιξία αλλά
τα καταφέρνει καλά σε δραστηριότητες
που απαιτούν μονότονες,
κοπιαστικές και μεγάλης χρονικής διάρκειας προσπάθειες.
·
Ο μελαγχολικός τύπος διακρίνεται συνήθως
από παθητικότητα, απαισιοδοξία και
εσωστρέφεια. Έχει όμως έντονα συναισθήματα
γεγονός που αποτελεί πλεονέκτημα σε δραστηριότητες οι οποίες
απαιτούν ισχυρή συναισθηματική φόρτιση.
Σήμερα, βέβαια, η ταξινόμηση
ιδιοσυγκρασιών του Ι.Π.Παυλόφ
θεωρείται, εν μέρει, απλουστευτική.
Υπάρχει η άποψη ότι οι μετρήσεις των
διαφορετικών
χαρακτηριστικών του νευρικού συστήματος
των ατόμων οδηγούν σε διαφορετικές
ταξινομήσεις της ιδιοσυγκρασίας, μη συμβατές μεταξύ τους. Κατά συνέπεια
μπορούμε να κάνουμε λόγο για πολύ περισσότερους των τεσσάρων τύπους
ιδιοσυγκρασίας. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η ιδιοσυγκρασία δεν αφορά μόνο
το νευρικό σύστημα, έστω κι αν αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά τον
ανθρώπινο οργανισμό (τις ιδιομορφίες του κάθε οργανισμού) ως ολότητα. 34 Σημαντική είναι, επίσης, η
διαφοροποίηση της ιδιοσυγκρασίας σε συνάρτηση με το φύλλο και την ηλικία του
ατόμου.
Τα παραπάνω, βέβαια, δε μειώνουν τη
σπουδαιότητα του εγχειρήματος του Ι.Π.
Παυλόφ να συνδέσει την ιδιοσυγκρασία του ατόμου με τον τύπο νευρικού
συστήματος. Έτσι άνοιξε το δρόμο στην
παραπέρα μελέτη των βιολογικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς και
δραστηριότητας στα πλαίσια της μελέτης του θεμελιώδους οργάνου του ανθρώπινου
ψυχισμού, του νευρικού συστήματος (της ταχύτητας των αντιδράσεών του στα
διάφορα ερεθίσματα, της αντοχής σε διαφορετικά ερεθίσματα, της ενεργητικότητας,
της ευερεθιστότητας κλπ).
Στην παρούσα εργασία δεν πρόκειται να
ασχοληθούμε εκτενώς με τις διάφορες προσεγγίσεις και ταξινομήσεις της ιδιοσυγκρασίας. Αυτό που μας ενδιαφέρει να
επισημάνουμε είναι ότι οι ατομικές διαφορές που εδράζονται στην ιδιοσυγκρασία
των ανθρώπων επηρεάζουν οπωσδήποτε τον
τρόπο που το άτομο συμπεριφέρεται και ενεργεί. Για ορισμένα είδη δραστηριότητας οι έμφυτες διαφορές που αφορούν την ιδιοσυγκρασία (όπως για
παράδειγμα, η μικρή ή μεγάλη ταχύτητα της κινητικής αντίδρασης, η μικρή ή
μεγάλη ικανότητα διεκπεραίωσης μονότονου, επίπονου και μεγάλης διάρκειας έργου,
η μικρή ή μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε ταχύρυθμες αλλαγές κλπ) μπορούν να αποτελέσουν ενισχυτικό ή
ανασταλτικό παράγοντα.35 Η ιδιοσυγκρασία
εκδηλώνεται, επίσης, στην ταχύτητα ορισμένων ψυχικών ενεργειών όπως της απομνημόνευσης και των
συλλογισμών, στην σταθερότητα της
προσοχής, στην επιμονή και υπομονή κατά τη διεκπεραίωση ενός έργου, στην
ταχύτητα, ευελιξία και οξύτητα των αντιδράσεων κλπ.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι αυτό που κυρίως οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία είναι το ατομικό ύφος της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο τρόπος με τον οποίο το άτομο υλοποιεί τις πράξεις του. Σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα της δραστηριότητας και πολύ περισσότερο το περιεχόμενο και την κατεύθυνσή της η ιδιοσυγκρασία από μόνη της δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα.
Μάλιστα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιορίσουμε το βαθμό εμπλοκής της
ιδιοσυγκρασίας αφεαυτής στην ανθρώπινη δραστηριότητα δεδομένου του
γεγονότος ότι η ιδιοσυγκρασία σε κανένα
άτομο δεν υφίσταται σε καθαρή μορφή. Η ιδιοσυγκρασία συμβάλλει στη διαμόρφωση
του ανθρώπινου χαρακτήρα και υπάρχει ως στοιχείο του τελευταίου. Με τον όρο χαρακτήρα εννοούμε τη σύνθεση έμφυτων ιδιομορφιών του
τρόπου συμπεριφοράς και δραστηριότητας με σταθερές – τυπικές για το άτομο μορφές αντίδρασης–συμπεριφοράς που
οφείλονται στην εκπαίδευση και στην αγωγή.36
Η ιδιοσυγκρασία, λοιπόν, και ο χαρακτήρας δεν ταυτίζονται. Ήδη ο
Ι.Π.Παυλόφ είχε παρατηρήσει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: ο σκύλος που σε ειδικές συνθήκες εργαστηριακών δοκιμασιών παρουσίαζε
συμπεριφορά βάσει της οποίας τον κατέτασσαν σε συγκεκριμένο τύπο
ιδιοσυγκρασίας, εκτός των εργαστηριακών δοκιμασιών παρουσίαζε
διαφορετική συμπεριφορά, βάσει της οποίας έπρεπε να καταταγεί σε άλλο τύπο
ιδιοσυγκρασίας. Το ζώο που σε πειραματικές συνθήκες συμπεριφερόταν ως
εκπρόσωπος του παθητικού-ασθενούς τύπου, εκτός πειράματος συμπεριφερόταν ως
ενεργητικός – κινητικός τύπος. Στην πραγματικότητα η ιδιοσυγκρασία του ζώου
εκφραζόταν σε «καθαρή μορφή» μόνο σε
συνθήκες πειράματος, όταν δηλαδή υποβαλλόταν σε συγκεκριμένες
δοκιμασίες, ενώ στην ελεύθερη
συμπεριφορά του αυτό που εκφραζόταν
ήταν ο χαρακτήρας του.37
Αυτό σημαίνει ότι μόνο σε ειδικές συνθήκες και διαμέσου
ειδικών δοκιμασιών μπορούμε να διακρίνουνε την ιδιοσυγκρασία (κάποια στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας), ενώ στην καθημερινή ζωή του οργανισμού η
συμπεριφορά καθορίζεται από το χαρακτήρα, από τη διαλεκτική σύνθεση της
ιδιοσυγκρασίας με τους κεκτημένους από τη
αγωγή τρόπους αντίδρασης. Ο ίδιος ο Ι.Π.Παυλόφ κατέληξε στο συμπέρασμα
περί θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ των έμφυτων χαρακτηριστικών του νευρικού
συστήματος τα οποία συνέδεσε με την ιδιοσυγκρασία και ονόμασε γονότυπο και
του τύπου δραστηριότητας του νευρικού συστήματος- του χαρακτήρα, τον οποίο
απέδωσε στην αλληλεπίδραση των έμφυτων χαρακτηριστικών με την αγωγή, και ονόμασε φαινότυπο.
Σε
ανάλογο συμπέρασμα κατέληξε και ο Ε.Krechmer, ο ερευνητής που συνέδεσε τις ιδιομορφίες της
ιδιοσυγκρασίας του ατόμου με το σωματότυπό του. Σύμφωνα με την άποψή του, η
ιδιοσυγκρασία του ατόμου εξαρτάται από τη δομή του σώματός του ενώ ο χαρακτήρας
του εξαρτάται, επίσης, και από την επίδραση της αγωγής και του περιβάλλοντος.38
Σε ότι
αφορά λοιπόν την ανθρώπινη συμπεριφορά και συγκεκριμένα τον τρόπο (τα τυπικά
στοιχεία αυτού του τρόπου) με τον
οποίο αντιδρά – ενεργεί το άτομο αυτή
δεν καθορίζεται μονομερώς από την
ιδιοσυγκρασία (από το βιολογικό υπόστρωμα της προσωπικότητας ) παρά από
τον χαρακτήρα του ατόμου, δηλαδή από την ικανότητα του ατόμου να αντιδρά-να
συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, η
οποία όμως δεν είναι έμφυτη παρά
καλλιεργείται στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης ιδιοσυγκρασίας και αγωγής
–παιδαγωγίας.
Στην εν λόγω αλληλεπίδραση η ιδιοσυγκρασία δεν προκαθορίζει με απόλυτο τρόπο ένα συγκεκριμένο τύπο χαρακτήρα που θα αναπτυχθεί κατόπιν από την παιδαγωγία, παρά εκδηλώνεται στο γεγονός ότι σε διαφορετικά άτομα, λόγω ακριβώς της διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευκολία-δυσκολία καλλιεργούνται τα διάφορα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Εκδηλώνεται, επίσης, η ιδιοσυγκρασία στη χρήση διαφορετικών για κάθε άνθρωπο μέσων –τρόπων παιδαγωγικής επενέργειας προκειμένου να καλλιεργηθούν τα διάφορα στοιχεία του χαρακτήρα.39 Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κάθε παιδαγωγική διαδικασία να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι το κάθε άτομο ως προς την ιδιοσυγκρασία του (ως προς τις βιολογικές αφετηρίες διαπαιδαγώγησής του) είναι διαφορετικό από τα άλλα και κατά συνέπεια ανταποκρίνεται με διαφορετικό τρόπο (με διαφορετική ταχύτητα, ευελιξία, προσήλωση, επιμονή) στις διάφορες παιδαγωγικές επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Η έννοια όμως του χαρακτήρα δεν εξαντλεί το νοηματικό περιεχόμενο της έννοιας προσωπικότητα , ούτε ταυτίζεται μαζί της. Αν με το χαρακτήρα δηλώνουμε τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο άνθρωπος, το στυλ της συμπεριφοράς του, με την έννοια προσωπικότητα δηλώνουμε και κάτι άλλο: την σκόπιμη –συνειδητή κατεύθυνση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτό χάριν του οποίου δραστηριοποιείται το άτομο.
Ο χαρακτήρας αποτελεί, οπωσδήποτε, μέρος της προσωπικότητας, ως ολότητας βιολογικών και κοινωνικών
στοιχείων. Η έννοια όμως της προσωπικότητας
αφορά πρωτίστως το άτομο ως ον που έχει
συνείδηση, αυτοσυνείδηση και
ικανότητα για συνειδητή-σκόπιμη συμπεριφορά . «Ο άνθρωπος δεν είναι προσωπικότητα εάν δεν διαθέτει κοινωνική
συνείδηση…Ο άνθρωπος ζει ως προσωπικότητα υπό την ιδιότητα του κοινωνικά συνειδητού
όντος, ενός όντος που διαθέτει κοινωνική συνείδηση, οι ζωτικές εκφάνσεις του
οποίου κατευθύνονται από την κοινωνική του συνείδηση».40 Εξετάζοντας την προσωπικότητα του
ατόμου, με την παραπάνω έννοια της λέξης, αναφερόμαστε στους στόχους, στα ιδεώδη, στο νόημα και στην
κατεύθυνση της δραστηριότητας του ανθρώπου.
Το άτομο που ζει και ενεργεί με βάση τη συνειδητοποίηση της θέσης του
μέσα στην κοινωνία και των δεσμών του
με τους άλλους ανθρώπους, που δραστηριοποιείται ως συνειδητά κοινωνικό ον «χάριν των κοινωνικών συμφερόντων,
χάριν της ανθρωπότητας»,41
συνιστά ανεπτυγμένη –ώριμη προσωπικότητα. Με άλλα λόγια, η ωριμότητα της προσωπικότητας εκδηλώνεται,
πρωτίστως, στο κοινωνικό περιεχόμενο
των σκοπών που συνειδητά θέτει και υπηρετεί στη ζωή του ο άνθρωπος.42
Το άτομο ως προσωπικότητα, ως
ανεπτυγμένη προσωπικότητα, που έχει
συνείδηση της ενότητάς του με την κοινωνία δεν αποτελεί απλά προϊόν
διαπαιδαγώγησης, παθητικής δηλαδή διαμόρφωσης υπό την επίδραση του κοινωνικού
περιβάλλοντος, αλλά και αυτοδιαπαιδαγώγησης, συνειδητής σκόπιμης επενέργειας
του ατόμου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του.
Και μάλιστα η αυτοδιαπαιδαγώγηση
αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα
ειδοποιά στοιχεία της
ανεπτυγμένης-ώριμης προσωπικότητας, γιατί καταμαρτυρεί την ικανότητα του ανθρώπου να
κατευθύνει αυτόβουλα και
συνειδητά, ως ενεργό υποκείμενο, την διάπλαση της ατομικότητάς του,
να εσωτερικεύει και να υπηρετεί
αυτόνομα και ελεύθερα εκείνες τις
κοινωνικές υποθέσεις και στόχους
που οδηγούν στην αυθεντική
ανάπτυξη κάθε προσωπικότητας.
Η αυθεντική αυτοδιαπαιδαγώγηση δεν νοείται εκτός της ικανότητας του
ατόμου να εξετάζει και να
σκοποθετεί την ατομική του ύπαρξη και
δραστηριότητα από τη σκοπιά των
κοινωνικών αναγκών, συμφερόντων και στόχων. Η αυθεντική αυτοδιαπαιδαγώγηση
προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του
γεγονότος ότι «Η δική μου ύπαρξη είναι μια κοινωνική
δραστηριότητα. Για το λόγο αυτό, εκείνα που δημιουργώ εγώ για τον εαυτό μου τα
δημιουργώ για την κοινωνία, έχοντας επίγνωση ότι ενεργώ σαν κοινωνική ύπαρξη.».43
Αλλά και κάθε χειραφετική διαδικασία διαπαιδαγώγησης του ατόμου δεν
μπορεί παρά να σκοπεύει στην καλλιέργεια της ανθρώπινης αυτενέργειας, στην
συνειδητοποίηση από το άτομο της θέσης του μέσα στην κοινωνία και των συναφειών
του με τους άλλους ανθρώπους, στην ανάπτυξη της ικανότητας αυτοδιαπαιδαγώγησης.
Η εξέταση της διαπαιδαγώγησης του ατόμου σε συνάρτηση με την καλλιέργεια της
αυτενέργειας και της συνειδητής συμπεριφοράς θέτει επιτακτικά το ζήτημα της αναγνώρισης, του σεβασμού και της
παιδαγωγικής αξιοποίησης των ψυχοσωματικών ιδιαιτεροτήτων του, οι οποίες
εν πολλοίς απορρέουν από βιολογικούς-γενετικούς παράγοντες. Αν διάπλαση της προσωπικότητας, εν γένει,
σημαίνει αφομοίωση του κοινωνικού -
των κεκτημένων του ανθρώπινου
πολιτισμού, ο μόνος τρόπος για να γίνει
κάτι τέτοιο είναι η διάθλαση του
κοινωνικού μέσω των ψυχοσωματικών ιδιαιτεροτήτων του ατόμου.
Η παιδαγωγική πράξη που παραγνωρίζει τις ατομικές ιδιομορφίες των
ανθρώπων, την αυτενέργεια (η αυτενέργεια αναπτύσσεται πάντα μέσω των ατομικών
ψυχοσωματικών ιδιαιτεροτή-των) και τη
συνείδησή τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Μια κοινωνική φύση που μόνο
επιβάλλεται στο άτομο, που δεν διαθλάται μέσω της υποκειμενικότητας και της
συνείδησης του τελευταίου, παραμένει εξωτερική για το άτομο, μη αφομοιωμένη, ξένο στοιχείο για την προσωπικότητά του.
Μια τέτοια σχέση κοινωνικού και ατομικότητας αναστέλλει στην ουσία τη
διαμόρφωση της προσωπικότητας.
«Η προσωπικότητα-επισημαίνει ο Ε.Β.Ιλιένκοφ- εμφανίζεται τότε όταν το
άτομο αρχίζει αυτόνομα, ως υποκείμενο, να αναπτύσσει την εξωτερική του δραστηριότητα βάσει των κανόνων και των
προτύπων που του είναι δοσμένα από έξω, από το πολιτισμό στην κοιτίδα του
οποίου ξυπνά μέσα στο άτομο η ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα. Όσο η ανθρώπινη
δραστηριότητα απευθύνεται στο άτομο αλλά αυτό παραμένει το αντικείμενό της, η
ατομικότητα που ήδη διαθέτει δεν είναι ακόμη ανθρώπινη ατομικότητα.».44
Γι’αυτό και θεωρούμε ουτοπικό (εκτός από αυταρχικό) κάθε
συμπεριφοριστικού τύπου εγχείρημα να καλλιεργηθούν σε ανθρώπους τα οποιαδήποτε
χαρακτηριστικά, χωρίς να λαμβάνονται υπ’όψιν η συνείδησή τους και οι ατομικές
ψυχοσωματικές διαφορές.
Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η
αναμφίβολη συμμετοχή των βιολογικών, ψυχοσωματικών στοιχείων του ατόμου στη
διαμόρφωση της προσωπικότητάς του επουδενί λόγω δε συνιστά έναν βιολογικό
αυτοματισμό, μιαν αποκάλυψη-εκτύλιξη
αυστηρά καθορισμένων έμφυτων χαρακτηριστικών.
Το περιεχόμενο των διαδικασιών διαμόρφωσης της προσωπικότητας, η δομή τους, ο προσανατολισμός τους και η
σκοπιμότητά τους καθορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, από την κοινωνική δραστηριότητα του ατόμου,
από το κοινωνικό περιβάλλον και το είδος των σχέσεων του ατόμου με αυτό.
Το ερώτημα, συνεπώς, σχετικά με το ρόλο της κληρονομικότητας και του κοινωνικού περιβάλλοντος στον καθορισμό της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου μας παραπέμπει όχι στα χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος και της ιδιοσυγκρασίας αφεαυτής αλλά στην ανάπτυξη, στη βάση συγκεκριμένων ψυχοσωματικών δεδομένων, των ουσιωδών στοιχείων της προσωπικότητάς του: της συνειδητής στάσης απέναντι στην κοινωνία, της κοσμοθεωρίας, των ιδεωδών, του τρόπου ζωής.
Η εργασία, ως ειδοποιός και καθοριστική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους αναπτύσσεται βάσει κοινωνικο - ιστορικών και όχι βιολογικών νόμων. Μάλιστα η βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου, η αναπαραγωγή του ως είδος και η ειδολογική σχέση του με το φυσικό περιβάλλον μετατρέπονται στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης σε πτυχή των κοινωνικών εργασιακών αλληλεπιδράσεων.
Αυτή η εσωτερική πηγή ανάπτυξης της εργασίας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ανάπτυξη του ανθρώπου ως προσωπικότητας: μόνον όταν η κοινωνική εργασία παύει να περιορίζεται στην ικανοποίηση σωματικών αναγκών και καθίσταται, ως επί το πλείστον, δημιουργία - αυτοσκοπός η πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας αναδεικνύεται σε απαραίτητη προϋπόθεση και θεμελιώδες αποτέλεσμα της συλλογικής εργασιακής δραστηριότητας των ανθρώπων.
Η ανάπτυξη του ανθρώπου στην κοινωνία δεν καθορίζεται πλέον από φυσικούς νόμους, από τη φυσική επιλογή αλλά από ιστορικοκοινωνικούς νόμους εξέλιξης, από τη διαλεκτική σχέση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και των σχέσεων παραγωγής. Η φυσική επιλογή στα ζώα σημαίνει την επιβίωση ως συνέπεια της αλληλεπίδρασης οργανισμού – φυσικού περιβάλλοντος των περισσότερο ικανών για προσαρμογή ατόμων, τα οποία αφήνουν περισσότερους απογόνους βελτιώνοντας έτσι τη γενετική κληρονομιά ενός πληθυσμού και του είδους. Στους ανθρώπους ο αριθμός των απογόνων εξαρτάται, ως επί το πλείστον, από κοινωνικούς και όχι βιολογικούς όρους. Μόνο σε εξαιρετικές – μη αντιμετωπίσιμες ιατρικά περιπτώσεις φυσικών και ψυχικών ασθενειών κάποια άτομα δεν μπορούν να αφήσουν απογόνους και εδώ μπορούμε να πούμε ότι εκδηλώνεται ο νόμος της φυσικής επιλογής μέσα στην κοινωνία.
Κατά κανόνα δεν είναι πλέον το φυσικό περιβάλλον αυτό που προκρίνει τους πιο ισχυρούς –προσαρμοστικούς τύπους ανθρώπων αλλά είναι η συλλογική εργασιακή δραστηριότητα των ανθρώπων αυτή που μετασχηματίζει το φυσικό περιβάλλον, που δημιουργεί ένα τεχνητό περιβάλλον κατάλληλο για την επιβίωση αλλά και την ανάπτυξη και των από φυσικής πλευράς πιο αδύναμων εκπροσώπων του ανθρώπινου είδους.
Σύμφωνα με την επισήμανση του
R.Lewontin «…οι πολιτισμικές και τεχνολογικές επινοήσεις εξαλείφουν τις
διαφορές ανάμεσα στα άτομα …Αν και μπορεί να
υπάρχουν βιολογικής φύσης διαφορές ως προς τη σωματική κατασκευή και τη
δύναμη ανάμεσα σε μια τυχαία ομάδα ανδρών και μια τυχαία ομάδα γυναικών (αυτές
είναι μικρότερες από όσο υποθέτουμε συνήθως), από πρακτική σκοπιά, όμως, οι
διαφορές αυτές χάνουν τη σημασία τους και εξαφανίζονται γρήγορα σε ένα κόσμο
γεμάτο ηλεκτρικούς ανυψωτήρες, υδραυλικά τιμόνια αυτοκινήτων και ηλεκτρονικές
συσκευές .». 46
Εμφορούμενοι από τις παραπάνω απόψεις απορρίπτουμε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του θεωρητικού της κοινωνιοβιολογίας E.Wilson, ότι «η κουλτούρα ενισχύει τις φυσικές και ιδιοσυγκρασιακές διαφορές ανάμεσα στα φύλα προς την καθολική κυριαρχία των αρσενικών». 47 Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται ο πολιτισμός, όσο περισσότερο η βιολογική φύση και οι βιολογικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (η ουσία των βιολογικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων είναι οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων για την αναπαραγωγή του είδους) καθίστανται πτυχή των κοινωνικών σχέσεων, πτυχή του πολιτισμού, τόσο περισσότερο κατοχυρώνεται η ισότιμη με τον άνδρα συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Η κατάσταση της «καθολικής κυριαρχίας του αρσενικού» αφορά, προφανώς, στην ανωριμότητα, στην υπανάπτυξη, του πολιτισμού, σε μια πραγματικότητα όπου μέσα στον πολιτισμό κυριαρχούν ακόμη οι φυσικές διαφορές και όχι οι κοινωνικές ιδιότητες των ανθρώπων.
Όπως ήδη αναφέραμε, στο διάστημα των τελευταίων 40.000 χρόνων ο γενετικός τύπος του homo sapiens σχεδόν δεν άλλαξε καθόλου, η φυσική επιλογή δεν άσκησε σχεδόν καμία σημαντική επιρροή στο συγκεκριμένο βιολογικό είδος. Στο ίδιο όμως χρονικό διάστημα είχαμε μια τεράστια αλλαγή –ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, των μορφών κοινωνικής οργάνωσης, η οποία επέφερε τεράστιες αλλαγές στις σχέσεις αυτού του είδους με το φυσικό του περιβάλλον. Δεν ήταν όμως το φυσικό περιβάλλον αυτό που από μόνο του προέκρινε τη μια ή την άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων, τη μια ή την άλλη βαθμίδα κοινωνικής ανάπτυξης, παρά ήταν οι σχέσεις, οι αλληλεπιδράσεις, των ανθρώπων με το τεχνητό –δημιουργημένο από την κοινωνία περιβάλλον, και μέσω αυτού με τη φύση, αυτές που καθόριζαν τις δυνατότητες και τις κατευθύνσεις του επόμενου σταδίου ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Η ανθρωπότητα εξελίχθηκε αλματωδώς όχι εξαιτίας της επιβίωσης των καλύτερων εκπροσώπων του Homo Sapiens και της βελτίωσης του γενετικού υλικού του είδους αλλά εξαιτίας της συλλογικής εργασιακής δραστηριότητας όλων των ανθρώπων, όλων των πληθυσμών, φυλών, εθνοτήτων. Ο σημερινός άνθρωπος είναι λοιπόν προϊόν όχι της φυσικής επιλογής, όχι της βιολογικής του εξέλιξης (καμία σημαντική εξέλιξη τέτοιου είδους δεν παρατηρήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια) αλλά προϊόν της ιστορίας, της κοινωνικής εξέλιξης και προόδου.
Οι σημερινοί άνθρωποι διαθέτουν όλα τα
απαραίτητα φυσικά –ειδολογικά
χαρακτηριστικά που είναι αναγκαία για τη διαρκή και πολύπλευρη ανάπτυξή τους ως
κοινωνικά όντα, ως υποκείμενα
της εργασιακής δραστηριότητας.
Η ανάπτυξη της προσωπικότητας λαμβάνει χώρα όχι στο πεδίο του βιολογικού μικρόκοσμου (των γονιδίων) αλλά στο πεδίο αφομοίωσης των επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού και δημιουργίας καινούριων. Και στις δύο διαδικασίες (αφομοίωση, δημιουργία) καθοριστικό ρόλο παίζουν οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εμπλέκεται το άτομο.
Αν η ανθρώπινη φύση παρέχει στους
υγιείς ανθρώπους τη δυνατότητα να ασχοληθούν με ένα ευρύτατο φάσμα
δραστηριοτήτων και να αναπτύξουν
την ατομικότητά τους προς μια πληθώρα διαφορετικών
κατευθύνσεων, είναι τα μέσα εργασίας (ο
ατομικός ή συλλογικός χαρακτήρας τους, το είδος των γνώσεων-δεξιοτήτων και η ένταση των προσπαθειών που χρειάζονται
για τη λειτουργία τους) και οι κοινωνικές σχέσεις (ο καταμερισμός εργασίας, οι
σχέσεις παραγωγής-ιδιοκτησίας) αυτά που κρίνουν αποφασιστικά τις ποσοτικές και
ποιοτικές πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, τον ευεργετικό ή δυσμενή
χαρακτήρα της για τη ανάπτυξη του
ατόμου. Είναι, επίσης, ο χαρακτήρας της παραγωγικής διαδικασίας και οι
κοινωνικές σχέσεις αυτές που καθορίζουν
την κατεύθυνση και το
περιεχόμενο της παιδαγωγικής επενέργειας στους ανθρώπους, τη θετική ή αρνητική
συμβολή αυτής της επενέργειας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι ζήτημα των κυρίαρχων κοινωνικών
σχέσεων (πρωτίστως των σχέσεων παραγωγής σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τις
παραγωγικές δυνάμεις) και της παιδαγωγίας και όχι κάποιας εξυπαρχής δοσμένης
φύσης το αν ο άνθρωπος θα συμπεριφέρεται φιλικά –αλληλέγγυα ή επιθετικά-εχθρικά
προς τους άλλους ανθρώπους. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς , η
στάση του απέναντι στους άλλους,
αποτελούν κατεξοχήν στοιχεία
κοινωνικά που διαφοροποιούνται ανάλογα με την ιστορική βαθμίδα του
κάθε πολιτισμού. Ο άνθρωπος αποτελεί ηθικό ον
και κρίνεται ως τέτοιο σύμφωνα με τις ιστορικά καθορισμένες αντιλήψεις
περί ηθικής και ηθικότητας, περί καλού και κακού, και
επειδή ο ίδιος δε γεννιέται αλλά γίνεται καλός ή κακός, ηθικός ή
ανήθικος.
Η επιστημονικοφανής και,
κατ’ ουσίαν, αντιεπιστημονική άποψη που υποστηρίζει ότι «Στον εγκέφαλο υπάρχουν λογοκριτές και ενεργοποιητές που
βαθιά και μη συνειδητά επηρεάζουν τις ηθικές προδιαθέσεις μας· από αυτές
αναπτύσσεται ως ένστικτο η ηθική μας» 48
δεν έχει καμία σχέση με την ηθική μορφή της συνείδησης και την ηθικότητα. Οτιδήποτε ρυθμίζεται από ένστικτα και
βιολογικούς μηχανισμούς βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, πέραν δηλαδή
του βασικού ζητήματος της ηθικής. Η
ύπαρξη και μόνο αυτού του ζητήματος προϋποθέτει τη δυνατότητα του ανθρώπου
να επιλέγει συνειδητά τις πράξεις του,
να αντιλαμβάνεται - να συνειδητοποιεί τις συνέπειές τους για την κοινωνία, να
προβαίνει σε σκόπιμη αλλαγή της συμπεριφοράς του. Η θεώρηση του ανθρώπου
ως βιολογικού αυτομάτου στερεί από την ηθική μορφή της συνείδησης και από τη
συνείδηση, εν γένει, κάθε λόγο ύπαρξης.
Η παιδαγωγία ως διαδικασία κατανομής στους ανθρώπους μορφωτικών –πολιτισμικών αγαθών εξαρτάται αναπόφευκτα από τους όρους δημιουργίας - παραγωγής και χρήσης αυτών των αγαθών.. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας που ρυθμίζουν την κατοχή των υλικών και πνευματικών μέσων παραγωγής πολιτισμικών αγαθών δεν μπορεί παρά να επηρεάζουν σημαντικά την πρόσβαση, και μέσω του εκπαιδευτικού θεσμού, του κάθε ατόμου (το εύρος, το επίπεδο, τη διάρκεια αυτής της πρόσβασης) στα εν λόγω αγαθά.
Η παιδεία, λοιπόν, συνιστά και σχέση παραγωγής «από την άποψη των αποτελεσμάτων της, ιδιαίτερα λόγω της κατανεμητικής αποτελεσματικότητάς της … Η εκπαίδευση ως σχέση παραγωγής έχει και μιαν εξωτερική σχετικά αυτοτελή μορφή ύπαρξης: την κατανομή των “προϊόντων” της (“επεξεργασμένων” ανθρώπων, γνώσεων, δεξιοτήτων κλπ.)».49
Η διαφοροποίηση των ανθρώπων όσον αφορά
την αφομοίωση των πολιτισμικών-μορφωτικών αγαθών που προσφέρει το εκπαιδευτικό
σύστημα αφορά ως επί το πλείστον τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Η παιδαγωγία
συνιστά εν πολλοίς υλοποίηση των
σχέσεων ιδιοκτησίας οι οποίες ρυθμίζουν την πνευματική δημιουργία της ανθρωπότητας.
Θα πρέπει, παρεμπιπτόντως, να
σημειώσουμε ότι κάθε παιδαγωγικό ή εκπαιδευτικό ιδεώδες που παραγνωρίζει την
εμπλοκή της παιδαγωγίας στις σχέσεις ιδιοκτησίας (κατανομής, ιδιοποίησης) των πολιτισμικών αγαθών (υλικών και
πνευματικών) συνιστά αφηρημένο-εξωιστορικό σκοπό, συνδηλωτικό είτε αγαθών μεν
πλην όμως ουτοπικών προθέσεων είτε σκοπίμως απατηλών-ψεύτικων υποσχέσεων.
Σε κάθε κοινωνία που χαρακτηρίζεται από
ταξική στρωμάτωση και ανταγωνισμό οι
δυνατότητες ανάπτυξης της προσωπικότητας του κάθε ατόμου καθορίζονται
αποφασιστικά από τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία, στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (στον καταμερισμό της
πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας,
της διοικητικής και εκτελεστικής), στις σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αν στις εν λόγω συνθήκες η
βιολογική φύση κάποιων ανθρώπων «αποκαλύπτει» μιαν ικανότητα πολύπλευρης ανάπτυξης ενώ η φύση κάποιων άλλων προβάλλει ως εξαιρετικά ανεπαρκής και
μονομερής αυτό ουδόλως αφορά την ίδια
τη βιολογική φύση αλλά το γεγονός ότι η
πολύπλευρη ανάπτυξη ενός μέρους της κοινωνίας –των κυρίαρχων στρωμάτων γίνεται
σε βάρος ενός άλλου μέρους, με αντίτιμο, δηλαδή, τη μονομερή, πενιχρή ανάπτυξη ή και τη μη
ανάπτυξη (την εργασιακή κατανάλωση, την εξαθλίωση, την απαξίωση) των κατώτερων
και υφιστάμενων εκμετάλλευση στρωμάτων της κοινωνίας.
10. Το φαινόμενο του βιολογικού αναγωγισμού
Εδώ δεν μπορούμε, βέβαια, να μην
αναφερθούμε και στην αντίθετη άποψη, η
οποία καταφάσκει τον βιολογικό -
από τα γονίδια καθορισμό
της ανθρώπινης
προσωπικότητας και συμπεριφοράς. Αναφερόμαστε σε θεωρητικά ρεύματα όπως αυτό της κοινωνιοβιολογίας, που επιχειρούν την ερμηνεία κοινωνικών και
ψυχολογικών φαινομένων με βάση δαρβινικές και νεοδαρβινικές απόψεις.
Ενδεικτική του εν λόγω τρόπου σκέψης είναι η δήλωση του
R.Dawkins ότι «…η σπουδαιότερη
ιδιότητα που πρέπει να περιμένουμε για ένα
επιτυχημένο γονίδιο είναι ο σκληρός εγωισμός.Αυτός ο εγωισμός του
γονιδίου θα αναπτύξει κατά κανόνα την εγωιστική συμπεριφορά του ατόμου. Εντούτοις,
όπως θα δούμε, υπάρχουν ειδικές
περιπτώσεις που ένα γονίδιο πετυχαίνει καλύτερα τους εγωιστικούς σκοπούς
του αν στο επίπεδο των μεμονωμένων ατόμων υιοθετήσει κάποια περιορισμένη μορφή
αλτρουισμού».50
Είναι
λοιπόν τα γονίδια αυτά που αποφασίζουν πότε το άτομο θα συμπεριφέρεται
εγωιστικά και πότε αλτρουιστικά, αν και ο αλτρουισμός στη προκειμένη περίπτωση δεν είναι τίποτε άλλο
παρά μιαν άλλη μορφή έκφρασης του εγωισμού.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη δαρβινική κοινωνιολογία είναι ο αναγωγισμός, η προσπάθεια δηλαδή πλήρους αναγωγής ανώτερων, συνθετότερων (κοινωνικών) φαινομένων σε κατώτερα και απλούστερα (βιολογικά) φαινόμενα. Έτσι όμως χάνεται η ιδιομορφία των περισσότερο σύνθετων φαινομένων. Η κοινωνία, το σύνολο σχέσεων-αλληλεπιδράσεων που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον ανθρώπινο κόσμο, παρουσιάζεται ως μια μόνο μορφή της «κοινωνικής» οργάνωσης που συναντάμε δήθεν σε πολλά έμβια όντα, όπως στα κοινωνικά ασπόδνυλα (στα κοράλλια, τα σιφωνοφόρα, τα βρυόζωα), στα κοινωνικά έντομα (στα μυρμήγκια, στους τερμίτες, στις μέλισσες) και στα θηλαστικά εκτός ανθρώπου.51
Τη θεωρητική ανεπάρκεια του
αναγωγισμού σε ότι αφορά την κατανόηση της κοινωνικής ουσίας του ανθρώπου
καταδεικνύει εύστοχα η επισήμανση του Ε.Μπιτσάκη: «Ο άνθρωπος είναι φυσικό ον.
Ωστόσο δεν ανάγεται βέβαια στο σύνολο των πρωτονίων, των νετρονίων και των
ηλεκτρονίων που συνιστούν τον οργανισμό
του. Ο άνθρωπος είναι βιολογικό ον. Ωστόσο δεν ανάγεται στο σύνολο των κυττάρων του, ή στο σύνολο των χημικών
του αντιδράσεων. Ο άνθρωπος δεν
ανάγεται στη βιολογική του ολότητα. Η κοινωνική φύση του προϋποθέτει τη
φυσική και τη βιολογική του
ιδιαιτερότητα και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει».52
Μιαν άλλη εκδοχή του βιολογικού
αναγωγισμού αποτελεί η αναζήτηση στα
γονίδια, στη δήθεν γενετικά
καθοριζόμενη ευφυΐα, των αιτίων που εξηγούν τις άνισες ικανότητες και, κατά συνέπεια, τις
άνισες επιδόσεις (σχολικές, επαγγελματικές) των ατόμων στον κοινωνικό στίβο.
Όπως απροκάλυπτα έχει υποστηριχθεί «Τα τελευταία χρόνια διαδίδεται μία λανθασμένη
ιδέα σύμφωνα με την οποία όλα τα παιδιά είναι τα ίδια, και πρέπει να φτάνουν
στο ίδιο επίπεδο…Είναι μία απάτη βαθιά μαρξιστική. Αν δεν εξαρτώνταν όλα από
την αρχική κατάσταση, από τα γονίδια, αλλά
από το περιβάλλον, θα γεννιόμαστε όλοι ίσοι… Αντίθετα, πρέπει να έχουμε
το θάρρος να πούμε ότι όλα τα παιδιά δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες».53
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην παραπάνω
δήλωση ενός εκπροσώπου της εξουσίας (ο Christian Beullac υπήρξε Υπουργός
Παιδείας της Γαλλίας) είναι η ωμή υποστήριξη του βιολογικού καθορισμού της
σχολικής ανισότητας (και κατά συνέπεια και της κοινωνικής ). Πρόκειται για
μιαν αντίληψη η οποία βρίσκει απήχηση
όχι μόνο μεταξύ εκπροσώπων
συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων (συντηρητικών, ακροδεξιών έως
ρατσιστικών) αλλά και μεταξύ επιστημόνων. Είναι γνωστή η προσπάθεια ορισμένων ερευνητών που
ασχολούνται με τη μέτρηση της νοημοσύνης να αποδείξουν ότι οι διαφορές μεταξύ
ατόμων ως προς την ανάπτυξη της ευφυίας τους οφείλονται στα ανθρώπινα γονίδια.
Ένας απ’αυτούς, ο περιβόητος
A.Jensen,
είχε
δηλώσει ότι «…η ανθρώπινη νοημοσύνη είναι κατά 80% γενετικά καθορισμένη, άρα η
ευφυία είναι αποκλειστικά σχεδόν κληρονομική.».54
Ο παραπάνω ισχυρισμός όμως και η
ευρύτερη αντίληψη που τον διαπνέει προκαλούν
σημαντικές ενστάσεις εκ μέρους άλλων ερευνητών:
1.
Αμφισβητούνται
τα δεδομένα σχετικά με τους δείκτες νοημοσύνης των ομοζυγωτικών διδύμων, στα οποία στηρίχθηκε το επίμαχο συμπέρασμα.55
2.
Υποστηρίζεται
ότι τα τεστ νοημοσύνης (I.Q.)
δίνουν ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά την
ευφυία, διότι ερευνούν μόνο τη
γενική νοημοσύνη «g», ενώ υπάρχουν και άλλα
είδη νοημοσύνης, η ανάπτυξη των οποίων στα άτομα είναι συνήθως αντιστρόφως
ανάλογη προς την ανάπτυξη της νοημοσύνης «g». 56
3.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι τα τέστ νοημοσύνης και οι σχετικοί δείκτες
που προκύπτουν αφορούν, στην ουσία, την ποσοτική αποτίμηση κεκτημένων από το σχολείο και το περιβάλλον
και όχι δοσμένων από τη φύση γνωστικών, εκφραστικών και πρακτικών ικανοτήτων, και,
συνεπώς, ότι οι διαφορές ως προς το δείκτη νοημοσύνης είναι δηλωτικές
κοινωνικών-ταξικών και όχι φυσικών διαφορών.57
Όσον αφορά τις αντιλήψεις περί καθορισμού της εφυίας
και λοιπών χαρακτηριστικών του ατόμου από τα γονίδια θα θέλαμε επίσης να
επισημάνουμε τα εξής:
α) Το γενετικό πρόγραμμα,
ο γονότυπος ενός ανθρώπου δεν καθορίζει μονοσήμαντα τα χαρακτηριστικά που θα
εκδηλωθούν, δεν οδηγεί, δηλαδή, σε ένα μοναδικό φαινοτυπικό αποτέλεσμα. Ο
γονότυπος συνιστά «ένα φάσμα αντίδρασης, ένα πρότυπο διοφορετικών αναπτυξιακών
αποτελεσμάτων σε διαφορετικά περιβάλλοντα».58
Είναι λοιπόν η αλληλεπίδραση γονότυπου –περιβάλλοντος αυτή που καθορίζει το φαινότυπο, το σύνολο των
χαρακτηριστικών που μπορούμε να
παρατηρήσουμε σε ένα άτομο.
β) Ο γονότυπος ενός ανθρώπου
εξαρτάται από αυτό που ονομάζεται «διπλός
γενετικός ελέγχος»: το κάθε παιδί δεν κληρονομεί από τους δύο γονείς του το άθρισμα των
φαινοτύπων τους, των εκδηλωμένων χαρακτηριστικών τους, παρά κληρονομεί από τον καθένα τις μισές γενετικές πληροφορίες από το σύνολο του γενετικού υλικού που επέτρεψε την εμφάνιση στον
κάθε γονέα συγκεκριμένου φαινοτύπου. Δηλαδή,
«οι γεννήτορες δεν μεταβιβάζουν αυτό που είναι, αλλά
τους μισούς παράγοντες τους οποίους παρέλαβαν.».59
Η επιλογή αυτών των μισών
γενετικών πληροφοριών από τον κάθε γονέα
εξαρτάται από τεράστιο αριθμό
πιθανοτήτων, ενώ η σύνθεσή τους
στο νέο οργανισμό οδηγεί αναπόφευκτα (σε συνάρτηση πάντα με το περιβάλλον και
κατόπιν αλληλεπίδρασης μαζί του) στην ανάπτυξη διαφορετικού φαινοτύπου.
Κατά συνέπεια, όπως αναφέρει ο A.Jacquard, «Ο καθένας μας είναι μοναδικός, εξαιρετικός,
και δεν αναπαράγει κανέναν από τους γονείς
ή τους προγόνους του. Είναι το αποτέλεσμα μιας δημιουργίας και όχι μιας
“αναπαραγωγής”».60
11. Ορισμένες τελικές επισημάνσεις
Εν κατακλείδι, θα θέλαμε
να σημειώσουμε, ότι η έμφαση στην αναγωγή των κοινωνικών διαφορών σε
φυσικές-έμφυτες διαφορές μεταξύ των ατόμων
είναι χαρακτηριστική μιας κοινωνίας στην οποία η κοινωνική στρωμάτωση
και ο ανταγωνισμός φαντάζουν ως κάτι δεδομένο, αφετηριακό, φυσικό και αιώνιο. Είναι,
επίσης, χαρακτηριστική μιας κοινωνίας που δεν έχει συνείδηση του εαυτού της:
της κοινωνικής ουσίας των ανθρώπινων σχέσεων, και ως τέτοια (ως κοινωνία χωρίς
αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση) αποτελεί
ανώριμη κοινωνία.
Εκτός αυτού, η εμπλοκή
των φυσικών, ψυχοσωματικών διαφορών
στις κοινωνικές σχέσεις ως μέσο διάκρισης, διαφοροποίησης, ιεραρχικής ταξινόμησης των ανθρώπων είναι
δηλωτική μιας κοινωνίας όπου η
ανθρώπινη φύση καθίσταται και αυτή όργανο συμμετοχής, επιβίωσης, επικράτησης στον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Αυτή η εργαλειακή χρήση
της ανθρώπινης φύσης συνεπάγεται και
μιαν εργαλειακή σχέση της κάθε ατομικότητας με το κοινωνικό περιβάλλον. Η
πρόσληψη του κοινωνικού, η διάθλαση του πολιτισμού μέσα από τις
ψυχοσωματικές ιδιαιτερότητες του ατόμου
έχει και αυτή, σε τελευταία ανάλυση εργαλειακό χαρακτήρα: στόχος είναι η
επικράτηση στον κοινωνικό ανταγωνισμό, η κατίσχυση του ενός ατόμου έναντι των
άλλων, και όχι η πολύπλευρη και συνεχής ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα από τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των ανθρώπων
στις σχέσεις μεταξύ τους.
Σ’αυτές τις συνθήκες η
ανθρώπινη προσωπικότητα αναπτύσσεται στα στενά πλαίσια που υπαγορεύουν η θέση
στην κοινωνική ιεραρχία και η λογική του κοινωνικού ανταγωνισμού. Αναπτύσσεται,
δηλαδή, σε εκείνες τις πλευρές της και
προς την κατεύθυνση που
επιτρέπει τη διάκριση, επικράτηση στον κοινωνικό στίβο, και συνεπώς αναπτύσσεται μονόπλευρα, μονοδιάστατα. Σε μια
ανταγωνιστική κοινωνία η πολύπλευρη
ανάπτυξη της προσωπικότητας αποτελεί εξαίρεση, τυχαίο γεγονός. Εκτός αυτού, δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι
ηττημένοι του κοινωνικού ανταγωνισμού (αυτοί που στερούνται πρόσβασης στην
εργασιακή δραστηριότητα και στο παραγόμενο προϊόν) καταλήγουν στην κατηγορία των περιττών ανθρώπων, για τους οποίους όχι μόνο δεν υπάρχουν περιθώρια
ανάπτυξης αλλά δεν υπάρχουν οι
στοιχειώδεις όροι επιβίωσης.
Αυτή η περίπτωση απόρριψης ανθρώπων από την κοινωνία
που συνιστά απειλή για τη βιολογική ύπαρξή τους, αφενός, είναι δηλωτική του
καθοριστικού ρόλου της κοινωνίας στην αναπαραγωγή της βιολογικής φύσης του
ατόμου, αφετέρου, καταμαρτυρεί την ανωριμότητα των κοινωνικών σχέσεων: ένα μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίζεται από
τα υπόλοιπα ως μη κοινωνικό, δηλαδή
ως αλλότριο και περιττό.
Από την άλλη πλευρά, η βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου
δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό, παρά είναι το μέσο για την κοινωνική ανάπτυξή
του. Μάλιστα, όταν η κοινωνική
ανάπτυξη, η ανάπτυξη του ανθρώπου ως προσωπικότητας δεν πραγματοποιείται
τότε χάνεται και το νόημα της βιολογικής ύπαρξης. Η συνειδητοποίηση αυτής της απώλειας νοήματος οδηγεί αρκετές φορές
τους ανθρώπους σε αυτοκαταστροφικές
ενέργειες.
Ο κατεξοχήν ανθρώπινος τρόπος ανάπτυξης της βιολογικής
φύσης των ατόμων είναι συνυφασμένος με την ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Δεδομένου ότι
η διαμόρφωση της προσωπικότητας, άρα και η ανάπτυξή της συνδέεται με τη διάθλαση της κοινωνικής
πραγματικότητας, του πολιτισμού, μέσα
από τη βιολογική φύση του ανθρώπου, η
πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας προϋποθέτει σχέσεις που ενθαρρύνουν το διαρκή
εμπλουτισμό του ατόμου με τα επιτεύγματα των
συνανθρώπων του, προϋποθέτει, δηλαδή, σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ ατόμου
και κοινωνίας, μεταξύ όλων των ατόμων.
Με άλλα λόγια προϋποθέτει κοινωνικές σχέσεις όπου
«η ελεύθερη
ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.».61
1.Η M.Montessori υποστηρίζει ότι
«Το παιδί εργάζεται με εσωτερική σοφία, καθοδηγούμενο από νόμους όμοιους
μ’αυτούς που ισχύουν στο βασίλειο της φύσης.» και ότι «Η πρώτη περίοδος της
ζωής είναι αυτή στην οποία το άτομο πρέπει να αναπτυχθεί μόνο του, ανεξάρτητο
από τους άλλους.» Μοντεσσόρι Μ., Παιδαγωγικό
μανιφέστο, εκδ.Γλάρος, Αθήνα, 1986, σελ. 23, 129. Έτσι, λοιπόν, «…ο
ενήλικος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πάνω απ’ όλα πως σκοπός του είναι η
αποκάλυψη της παιδικής ψυχής» Ό.π., σελ. 87
2.Όπως ισχυρίζεται ο R. Dawkins:
«Επειδή γεννηθήκαμε εγωιστές πρέπει να διδάξουμε τη γενναιο-δωρία και τον αλτρουισμό». Dawkins R, Το εγωιστικό γονίδιο, εκδ.Σύναλμα, σελ.24
3. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1255a1
4. VS 87 B44
5.Hawkins M., Social Darwinism in European and American Thought.1860-1945, Cambridge University Press, Cambridge, 1997, σελ.277-278
6. Ντουμπίνιν Ν.Π., Τι είναι ο άνθρωπος, εκδ. Μύσλ, Μόσχα, 1983, σελ. 101
7. Βλ. ό.π., σελ.95
8. Λεόντιεφ Α.Ν., Προβλήματα
ανάπτυξης του ψυχισμού, Μόσχα,
1981, σελ.264
9. Ό.π., σελ. 279-280
10. Μαρξ Κ., Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, εκδ.Γλάρος, Αθήνα, 1975, σελ. 99
11. Πατέλης Δ., «Η
θρησκεία ως μορφή κοινωνικής
συνείδησης», Ουτοπία, αρ.τεύχους 34,
Μάρτιος-Απρίλιος 1999, σελ.100
12. Βλ.Λεόντιεφ Α.Ν., «Η έννοια της αντανάκλασης και η σημασία της για την ψυχολογία», 18ο
Διεθνές Συνέδριο Ψυχολογίας, εκδ. Ναούκα, Μόσχα, 1966, σελ.19
13.Το κοινωνικό συνειδέναι «…είναι αφενός μεν συν-ειδέναι, δηλαδή
γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο (επιστητό), αφετέρου δε συν-ειδέναι, δηλαδή συνειδητοποίηση και
προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και
της επικοινωνίας τους (των ανθρώπων ως υποκειμένων).Πατέλης Δ., «Για μια
κοινωνικοφιλοσοφική θεώρηση της παιδείας.»
Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ.113,
Ιουλ.-Αυγ.2000, σελ. 52
14. Μαρξ Κ., ό.π.,σελ.98
15. Λεόντιεφ Α.Ν., Προβλήματα ανάπτυξης
του ψυχισμού, Μόσχα, 1981, σελ.
266
16. Μαρξ Κ., Κεφάλαιο , τ.1, εκδ.Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 191
17. Ιλιένκοφ Ε.Β.,
«Τι είναι τέλος πάντων η προσωπικότητα;» Από πού αρχίζει η προσωπικότητα, εκδ.Πολιτιζντάτ, Μόσχα,
1984, σελ. 329
18. Βλ. Βώρος Φ.Κ., Η φιλοσοφία της
εκπαίδευσης, εκδ. Εκπαιδευτικού Συνδέσμου, Αθήνα, 1997, σελ. 278
19. Βυγκότσκι Λεβ, Σκέψη και γλώσσα,
εκδ.Γνώση, Αθήνα, 1993, σελ. 285
20. Ό.π., σελ.297
21. Λεόντιεφ Α.Ν.,
ό.π., σελ. 268
22. Βυγκότσκι Λεβ, ό.π., σελ. 21
23. Λούρια Α.Ρ., Γλώσσα
και συνείδηση , εκδ.
Φένιξ, Ροστόφ, 1998, σελ. 28-29
24. Βυγκότσκι Λεβ, ό.π., σελ. 22
25. Ρουμπιστέιν Σ.Λ., Το είναι και η συνείδηση, εκδ. Ακαδημίας
Επιστημών ΕΣΣΔ, Μόσχα, 1957, σελ. 231-232
26. Λούρια Α.Ρ., ό.π., σελ.36
27. Βυγκότσκι Λεβ, ό.π., σελ. 58
28. Jacquard A., Εγώ και οι άλλοι. Μια γενετική προσέγγιση, εκδ.Κάτοπτρο, Αθήνα, 1995, σελ.136
29. Γκαλπέριν Π., Εισαγωγή
στην ψυχολογία,
Μόσχα-Ροστόφ, 1999, σελ. 200
30. Ό.π., σελ. 221
31. Σχετικά με το σταδιακό μετασχηματισμό των φυσικών-βιολογικών σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ
τους και προς το φυσικό περιβάλλον από τις κοινωνικές σχέσεις, στην πορεία
διαμόρφωσης των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων βλέπε: Βαζιούλιν Β.Α., Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η
μεθοδολογία της έρευνάς του, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988
32. Καραβάτος Θ., « Ιδού ο άνθρωπος», Ελευθεροτυπία,07/08/1999,
Αφιέρωμα: Η τέλεια μηχανή.Τα μυστήρια του εγκεφάλου,σελ.7
33. Jacquard A., ό.π., σελ.137
34. Βλ.Γκυππενρέιτερ Ι. Μπ., Εισαγωγή
στη γενική ψυχολογία,
εκδ. Πανεπιστημίου της Μόσχας, Μόσχα,
1988, σελ.252-254
35.Γκρανόφσκαγια Ρ.Μ., Στοιχεία
πρακτικής ψυχολογίας, εκδ. Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, Λένινγκραντ, 1988, σελ. 350
36. Ό.π., σελ. 361
37. Γκυππενρέιτερ Ι. Μπ.,
ό.π., σελ.251- 252
38. Βλ.Krechmer Ε., « Σωματική διάπλαση
και χαρακτήρας», Ψυχολογία των ατομικών
διαφορών (Συλλογή κειμένων) , εκδ. Πανεπιστημίου της Μόσχας, Μόσχα,
1982, σελ.245-246
39. Βλ. Νεμπιλίτσιν Β.Ντ., «Η
ιδιοσυγκρασία», ό.π., σελ. 158
40. Βαζιούλιν Β.Α., Η λογική της
ιστορίας.Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, εκδ. Πανεπιστημίου της Μόσχας,
Μόσχα, 1988, σελ.196
42.Όπως δήλωνε ο κορυφαίος σοβιετικός παιδαγωγός Α.Σ.Μακάρενκο «Όσο
ευρύτερη είναι η ομάδα, οι προοπτικές της οποίας αποτελούν για το άτομο προσωπικές προοπτικές, τόσο ο άνθρωπος είναι ομορφότερος και
καλύτερος». Μακάρενκο Α.Σ., Για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, Μόσχα, 1951, σελ.199
43. Μαρξ Κ., Οικονομικά και φιλοσοφικά
χειρόγραφα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975 σελ.129
44. Ιλιένκοφ Ε.Β.,
ό.π., σελ. 336
45. Βαζιούλιν Β.Α., Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η
μεθοδολογία της έρευνάς του, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988,
σελ.49
46. Lewontin
R., Η βιολογία ως ιδεολογία: το δόγμα του DNA, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα, 2000, σελ.
57-58
47.Wilson E., Για την ανθρώπινη φύση, Σύναλμα, Αθήνα, 1997, σελ.140
48. Wilson E., ό.π., σελ. 19
49. Πατέλης Δ., ό.π., σελ. 49
50. Dawkins
R., ό.π., σελ.23
51.Βλ.Wilson E., Κοινωνιοβιολογία.Η νέα σύνθεση, εκδ.Σύναλμα, Αθήνα, 2000, σελ.
365-371. Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι η
κριτική που ασκεί ο R.Lewontin στις απόψεις του E.Wilson και στο ρεύμα της
κοινωνιοβιολογίας. Βλ. Lewontin R.,
ό.π., σελ. 130-150
52. Μπιτσάκης Ε., Θεωρία και πράξη . Προβλήματα φιλοσοφίας
του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα,
1980,σελ. 266
53.Christian Beullac, Le Monde, 31/8-1/9/1980. Το παράθεμα δίνεται από το βιβλίο Bernard Charlot, Το σχολείο αλλάζει, εκδ.Προτάσεις, Αθήνα, 1992, σελ.24-25
54.Φραγκουδάκη Α., Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1985, σελ. 113
55. Βλ. Lewontin R., ό.π., σελ.61-65
56. The assault on equality, Praeger, 1996, σελ.31-32
57. Βλ. Τορ Μισέλ, Ο δείκτης νοημοσύνης, εκδ.Ράππα, σελ. 75- 102
58. Lewontin R., Η τριπλή έλικα .Γονίδιο, οργανισμός και περιβάλλον, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα, 1998, σελ. 40
59. Jacquard A., Ο άνθρωπος και τα γονίδιά του, εκδ.Π.Τραυλός-Ε.Κωσταράκη, Αθήνα, 1997, σελ.25
60. Jacquard A., Εγώ και οι άλλοι. Μια γενετική προσέγγιση, εκδ.Κάτοπτρο, Αθήνα , 1995, σελ. 28
61. Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Μανιφέστο του κομμουνιστικού
κόμματος, εκδ.Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 48