Για την αναγκαιότητα της διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών
επαναστάσεων.
Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης.
[Περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 18, Φεβρ.-Μαρτ.2007,
σ.20-24.]
Αντεπανάσταση, κρίση και σύγχυση.
Παρά τα ελπιδοφόρα σκιρτήματα των
ημερών μας (Λατινική Αμερική, αντίσταση του λαού του Ιράκ, κίνημα κατά της
κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, κινητοποιήσεις νεολαίας και φοιτητών, κ.ά.),
το διεθνές επαναστατικό κίνημα εξακολουθεί να δοκιμάζεται από την μεγαλύτερη
κρίση της ιστορίας του.
Με την νίκη της αστικής
αντεπανάστασης και την επικράτηση διαδικασιών κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης
στις περισσότερες χώρες των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου
αι., δεν υπάρχει σήμερα τομέας της στρατηγικής και της τακτικής, της θεωρίας
και της πρακτικής του κομμουνιστικού
κινήματος που να μη τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όλες οι συνιστώσες της αριστεράς
–των πλέον αντισοβιετικών συμπεριλαμβανομένων– αυτόπροσδιορίζονταν έχοντας ως
σημείο αναφοράς τους (θετικά ή αρνητικά, συνειδητά ή υποσυνείδητα) τον «υπαρκτό
σοσιαλισμό». Η ακλόνητη και παγιωμένη βεβαιότητα του υλοποιημένου ή του
βεβηλωμένου ιδανικού, του αντιπάλου δέους, (με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις
των αξιολογήσεών του) έπαψε να υφίσταται
και το κενό αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις.
Κυριαρχεί λοιπόν μια αμηχανία,
μια απογοήτευση, μια σύγχυση. Όλα, ακόμα και τα πιο θεμελιώδη ζητήματα της
ταυτότητας και των στόχων της αριστεράς, τίθενται υπό αμφισβήτηση μέσα σ’ ένα
κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Σύμπτωμα της κρίσης είναι και το
γεγονός ότι μερίδα της αριστερής διανόησης, στην προσπάθειά της να αποποιηθεί
το πολιτικό και ηθικό «κόστος» της «αποκάλυψης», σπεύδει ενοχικά να αποκηρύξει
και να λοιδορήσει μετά βδελυγμίας κάθε τι το υπαρκτό.
Η τάση αυτή, κατανοητή και
εξηγήσιμη από ψυχολογικής πλευράς, δεν μπορεί να συμβάλλει στην γόνιμη ανάπτυξη
της «θεωρίας της πράξης». «Μερικοί μαρξιστές,
στην αγωνία τους να προστατεύσουν το σοσιαλιστικό ιδανικό από την μίζερη εφαρμογή του, καταφεύγουν στην εύκολη λύση της εκτίμησης ότι οι κοινωνίες αυτές δεν ήταν σοσιαλιστικές. Πρόκειται… για
μεταφυσική αντίληψη, για ερμηνεία της πραγματικότητας με βάση μια ιδανική,
εγκεφαλική κατασκευή για το τι είναι ο σοσιαλισμός…» (Πολίτης 2005, σ.11). Στις περισσότερες περιπτώσεις η σύγχυση
συνδέεται με την αδυναμία εννοιολογικής διάκρισης σοσιαλισμού και κομμουνισμού.
Στις
αντιλήψεις περί «κρατικού καπιταλισμού», «ανέκδοτων εκμεταλλευτικών καθεστώτων»
κ.λ.π., δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αποδείξουν με όρους πολιτικής οικονομίας
την ύπαρξη του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» π.χ. στην Ε.Σ.Σ.Δ. και του
μηχανισμού άντλησης υπεραξίας από αυτήν (διότι εκμετάλλευση άλλου τύπου εκτός
της κεφαλαιοκρατικής σε βιομηχανική κοινωνία, μόνον ως ανέκδοτο μπορεί να
ισχύει). Και εάν δεν υπήρχε ο πρώιμος σοσιαλισμός, θα χρειάζονταν άραγε
στυγνές, μακροχρόνιες και αιμοσταγείς αντεπαναστατικές διαδικασίες, οι
(δημογραφικές, κ.ά.) επιπτώσεις των οποίων υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει μια απλή τυπική αποκατάσταση της μορφής των
κατά τα λοιπά ισχυουσών σε αυτές τις χώρες κεφαλαιοκρατικών σχέσεων;
Το «καθαρό» σοσιαλιστικό ιδεώδες
ως «όραμα», αντιπαρατίθεται στην «διαστρεβλωμένη», «λανθασμένη»,
«παραμορφωμένη» κ.λπ. εφαρμογή του, η ιδέα αντιπαρατίθεται στην «πράξη». Έτσι,
λοιπόν, παρθενικός, άμεμπτος και ατσαλάκωτος από την ποταπή πράξη της κοινωνίας
αυτός ο «μαρξισμός» θα μπορεί αυτάρεσκα να διεκδικεί περίοπτη θέση στο Μουσείο
λαμπρών αποκυημάτων της φαντασίας και «καθαρών υψηλών ιδανικών», αφήνοντας την
έρευνα αυτών των κοινωνιών που «τον σπίλωσαν» στην δικαιοδοσία των αστικών και
αναθεωρητικών «θεωριών» του ολοκληρωτισμού, της κλειστής κοινωνίας, της
σύγκλισης κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο σύμπτωμα και ο «αριστερός αντικομουνισμός»
(βλ. την ανάλυση του Parenti, κεφ. 3).
Στις περισσότερες περιπτώσεις,
στην θέση της συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας των νομοτελειών και των
αντιφάσεων της πορείας αυτών των κοινωνιών στην ιστορία της ανθρωπότητας,
έχουμε πληθώρα επιστημονικοφανών και αγοραίων εμπειρικών σχημάτων-στερεοτύπων,
με τα οποία (σε επίπεδο εντυπώσεων και εξαρτημένων αντανακλαστικών) συναγωνίζονται προχειρολογόντας οι διάφορες
τάσεις της αριστερής διανόησης σε χαρακτηρισμούς, και επιθετικούς
προσδιορισμούς. Οι τελευταίοι, εφ’ όσον δεν είναι προϊόν εννοιολογικής και
κατηγοριακής σκέψης της πραγματικής έρευνας, δεν συνιστούν εργαλεία νοητικής ανασύστασης και συνειδητοποίησης του
συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά αναπαράγουν τις τρέχουσες φενάκες του κοινού
νου και της καθημερινής συνείδησης, συσκοτίζοντας αντί να φωτίζουν, κλείνοντας,
αντί να ανοίγουν την προβληματική για αυτό το ζωτικής σημασίας «ενοχλητικό»
ζήτημα. Δεν φείδονται λοιπόν ανέξοδων
χαρακτηρισμών[1], οι οποίοι (για να θυμηθούμε τον
Χέγκελ) απλώς προσάπτουν κατηγορούμενο στο υποκείμενο, κοινώς κολλούν ταμπέλες
και βαφτίζουν για να υπεκφύγουν με την αυταπάτη ότι δήθεν ξόφλησαν…
Έλλειμμα θεωρίας και ανάγκη
ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας.
Είναι διάχυτη σήμερα η αίσθηση
ότι υπάρχει ένα θεωρητικό έλλειμμα στο σύνολο των συνιστωσών της αριστεράς, ότι
ο μαρξισμός (ως θεωρία, μεθοδολογία αλλά και ως μαζικής απεύθυνσης ιδεολογία)
έχει εξαντλήσει τον δυναμισμό του, έχει απολέσει (πλήρως ή εν μέρει) την
ελκτική του δύναμη. Ορισμένες δυνάμεις της αριστεράς, τείνουν να
θεωρητικοποιήσουν μάλιστα αυτήν την αίσθηση, αντλώντας επιχειρήματα από την
απέχθεια προς τις «μεγάλες αφηγήσεις» και κάθε συστηματική επιστημονική
πραγμάτευση των κοινωνικών ζητημάτων που χαρακτηρίζει τις «μεταμοντέρνες»
τάσεις του συρμού…
Ανταποκρίνεται άραγε ο μαρξισμός στην σημερινή του μορφή
στις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος του μέλλοντος; Είναι γνωστή η ρήση του
Ένγκελς, κατά την οποία η διαλεκτική (και κατ’ επέκταση ο μαρξισμός), η
επαναστατική θεωρία, οφείλει να αλλάζει την ιστορική της μορφή ακόμα και με
κάθε μεγάλη ανακάλυψη των φυσικών επιστημών. Πόσες μεγάλες επιστημονικές και
τεχνολογικές ανακαλύψεις έχουν λάβει χώρα από την εποχή των Μαρξ, Ένγκελς και
Λένιν; Πόσες ουσιώδεις αλλαγές έχουν επέλθει στην κοινωνία; Υπήρχαν άραγε στην
εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού μείζονος σημασίας και ιστορικής διάρκειας
εγχειρήματα δρομολόγησης σοσιαλιστικού τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας;
Η επαναστατική θεωρία οφείλει να αναπτυχθεί σε συνδυασμό
με τις ουσιώδεις αλλαγές που επήλθαν στην κοινωνία μέχρι σήμερα (τις οποίες ο μεν δογματισμός τα
αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τις εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τις
ερμηνεύσει ορθά), και με τα νέα φαινόμενα που άπτονται των κοινωνικών και
φυσικών επιστημών, ώστε να διαγνώσει και
να προβλέψει επιστημονικά την νομοτελή προοπτική της κοινωνίας, ώστε να
ανασυγκροτηθεί η κοσμοθεώρηση του κινήματος που θα οδηγήσει στον ύστερο
σοσιαλισμό.
Κατά τον 20ο αι. ξέσπασαν νικηφόρες
σοσιαλιστικές επαναστάσεις, οι οποίες δρομολόγησαν ορισμένο σοσιαλιστικό τύπο
ανάπτυξης σε μια σειρά χωρών, σε μερικές από τις οποίες συνεχίζεται τρόπον τινά
αυτή η πορεία και σήμερα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητη η
«ημερήσια διάταξη» των κινημάτων της αριστεράς. Η αριστερά οφείλει να
αντιληφθεί ότι το ζήτημα αφορά τα θεμέλια της θεωρίας και της μεθοδολογίας, την
μετατόπιση της όλης οπτικής, της στάσης που υιοθετεί.
Η επαναστατική αριστερά, καταστατικά αυτοπροσδιοριζόταν
και εν πολλοίς αυτοπροσδιορίζεται ως δύναμη ανατροπής, άρνησης της
κεφαλαιοκρατίας, ως αντικαθεστωτική-αντικαπιταλιστική, σε αντιδιαστολή με τις
καθεστωτικές δυνάμεις που αποσκοπούν στην «βελτίωση», στην «μεταρρύθμιση»,
κ.ο.κ. δηλ. στην διαχείριση-διαιώνιση του κυρίαρχου συστήματος. Η θέση αυτή
θεωρείται μάλιστα (και είναι τρόπον τινά) αναγκαίος και ικανός όρος θεωρητικής
και πρακτικής συνέπειας. Έτσι έχουν τα πράγματα στο βαθμό που θεωρείται
στρατηγικός στόχος η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας. Ωστόσο, η έμφαση σε αυτή την
άρνηση, οδηγεί σε μονομέρειες και περιορισμούς, δεδομένου ότι δυσχεραίνει την
αντίληψη της διαλεκτικής αντιφατικότητας της προοπτικής του κινήματος, που
περιστρέφεται γύρω από το δίπολο: καταστροφή της ιστορικά παρωχημένης –
δημιουργία της νέας κοινωνίας.
Η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, ο κομμουνισμός δεν
συνιστά απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, αλλά διαλεκτική άρση της τελευταίας
και του συνόλου της προγενέστερης πορείας της ιστορίας της ανθρωπότητας. Η
στρατηγική προοπτική της ανθρωπότητας δεν μπορεί πλέον να ανάγεται στην άρνηση
της κεφαλαιοκρατίας και μόνο, αλλά οφείλει να διαλαμβάνει όλο και πιο
συγκεκριμένα την κατάφαση, την θετική δημιουργία του σοσιαλισμού, του
κομμουνισμού. Είναι αναγκαίος μεν, αλλά δεν μπορεί πλέον να θεωρείται επαρκής ο
αρνητικός, αποφατικός, καταγγελτικός, κ.ο.κ. λόγος που αρθρώνει η αριστερά,
ένας λόγος που εκ των πραγμάτων αποκτά στοιχεία ετεροπροσδιορισμού από εκείνον
ακριβώς τον πόλο, τον αντίποδα του οποίου επιδιώκει να συνιστά.
Ο κλασικός
μαρξισμός απέδειξε την ισχύ του με τις νίκες των πρώιμων σοσιαλιστικών
επαναστάσεων του 20 αι. και την σχετική πρόοδο του πρώιμου σοσιαλισμού. Η
αδυναμίες και οι ανεπάρκειές του άρχισαν να εκδηλώνονται με την αδυναμία
επίλυσης των αντιφάσεων του τελευταίου και με την επικράτηση της αστικής
αντεπανάστασης στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού.
Απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργίας της πρώτης φάσης
του κομμουνισμού –του σοσιαλισμού– είναι η υιοθέτηση μιας οπτικής γωνίας, μιας
στάσης «όχι της άρνησης της
κεφαλαιοκρατίας είτε ακόμα και ολόκληρης της ταξικής κοινωνίας, αλλά μιας
στάσης κατάφασης του νέου, του
ώριμου σταδίου ανάπτυξης της ανθρωπότητας στο σύνολό της» (Βαζιούλιν 2003,
σ.114).
Πρώιμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην
Λογική της Ιστορίας.
Κάθε μετάβαση από ορισμένο σχηματισμό προς κάποιον άλλο
προοδευτικότερο, χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες νίκες και ήττες μέχρι την
τελική επικράτηση του προοδευτικότερου (Βαζιούλιν 1994). Με την επικράτηση φερ’
ειπείν των δουλοκτητικών σχέσεων και την εκδήλωση των αντιφάσεων της
δουλοκτητικής κοινωνίας, τα δουλοκτητικά κράτη σαρώνονταν αλλεπάλληλα από τις
επιδρομές συνεκτικότερων κοινοτήτων «βαρβάρων».
Μήπως όμως κατά την μετάβαση από την φεουδαρχία στην
κεφαλαιοκρατία, οι αστικές επαναστάσεις
επικρατούσαν άπαξ και δια παντός; Τουναντίον: υπέστησαν επανειλημμένες ήττες,
επήλθαν πολλές αντεπαναστάσεις και παλινορθώσεις εκδοχών των φεουδαρχικών
σχέσεων και της απόλυτης μοναρχίας μέχρι να εδραιωθεί τελικά η κεφαλαιοκρατία.
Σε αυτή τη διαδικασία διακρίνονται σαφώς
δύο περίοδοι: η περίοδος των πρώιμων και η περίοδος των ύστερων αστικών
επαναστάσεων.
Ο Β. Βαζιούλιν εισήγαγε τους όρους
«πρώιμος» και «ύστερος σοσιαλισμός» στην προβληματική που ανέπτυσσε στα τέλη της δεκαετίας του
1980-αρχές της δεκαετίας του 1990, συγκεκριμενοποιόντας τις θέσεις της Λογικής
της Ιστορίας για την αντιφατική πορεία
προς τον κομμουνισμό, σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες γραμμικές αντιλήψεις
της ιστορίας (βλ. σχετικά: Βαζιούλιν 2004, σελ.395-422). Ο όρος «πρώιμος
σοσιαλισμός» είναι πλέον αρκετά διαδεδομένος. Ωστόσο, στις περισσότερες
περιπτώσεις, ο όρος αυτός, έχει υιοθετηθεί εκτός της θεωρητικής προβληματικής
απ’ την οποία προέκυψε. Το μείζον πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ο όρος
αυτός δεν έχει γίνει αντιληπτός σε εννοιολογικό-κατηγοριακό επίπεδο. Ο όρος «ύστερος
σοσιαλισμός» μάλλον αγνοείται παντελώς.
Διακρίνονται δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των
«πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» σε χώρες με ανεπαρκώς
κοινωνικοποιημένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής. Η ολοκλήρωση του πρώτου
σταδίου οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων»,
με τις οποίες και θα εκλείψει η κεφαλαιοκρατία, οριστικά και αμετάκλητα από την
αρένα της ιστορίας.
Από τις νικηφόρες πρώιμες
σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός». Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου
σοσιαλισμού: α)ανακύπτει και
αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη
του σοσιαλισμού, σε συνθήκες ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένου χαρακτήρα της
εργασίας (νικηφόρες πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο
ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής,
ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών
χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής εργασίας κ.ο.κ.) και β)ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων
υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές
επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες,
κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, ξένες επεμβάσεις, επαπειλούμενοι
πόλεμοι –Β΄ Παγκόσμιος, Ψυχρός Πόλεμος, πληθώρα τοπικών θερμών– βεβιασμένη
επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» της κοινωνίας,
βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για τον
σοσιαλισμό, κ.ο.κ.).
Αντίστοιχα, δύο είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη
της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του
σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του
σοσιαλισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των
δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου.
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των
σοσιαλιστικών χωρών, η παγκόσμια δυναμική χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή
διπολικότητα, που αίρει εν πολλοίς την κυριαρχία του κεφαλαίου (βλ. Πατέλη
2005).
Η αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση που
επικράτησαν στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ. και σε άλλες χώρες στις οποίες είχαν ξεσπάσει
νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δεν είναι τυχαία γεγονότα ή
«καρκινώματα» της ιστορίας. Αποτελούν αναγκαία και νομοτελή (όχι αναπόφευκτη)
στιγμή αυτού του σταδίου. Ο θάνατος του πρώιμου σοσιαλισμού, η ήττα –σε
τελευταία ανάλυση– των περισσότερων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι
πάρα πολύ πιθανή ως έκβαση αυτής της ιστορικής περιόδου (χωρίς ωστόσο να
συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα). Οι αντικειμενικοί όροι στο εσωτερικό αυτών των
χωρών και σε διεθνή κλίμακα, δημιούργησαν μια κατάσταση στην οποία «θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές» (βλ. Μαρξ-Ένγκελς σ. 81).
Η παραλύουσα μπροστά στις αντιφάσεις μεταφυσική νόηση του φοβισμένου από την ήττα αριστερούτσικου μικροαστού
των ημερών μας (που σπεύδει μάλιστα να αποκηρύξει τους ηττημένους και να συμπαραταχθεί
με τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου), είναι αδύνατο να συλλάβει την διαλεκτική πρώιμων και ύστερων
επαναστάσεων, επανάστασης και αντεπανάστασης, ωρίμανσης των αντικειμενικών όρων
για την εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης και ωρίμανσης των αντικειμενικών όρων
για τον σοσιαλισμό που οδηγεί άμεσα στον κομμουνισμό, κ.ο.κ.
Ορισμένοι εκλαμβάνουν τον χαρακτήρα αυτών των
επαναστάσεων όπως οι μενσεβίκοι και η Β΄ Διεθνής: ως κάτι που προέκυψε πριν την
ώρα του, που δήθεν συντελέστηκε εκτός τόπου και χρόνου. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν την
Οκτωβριανή επανάσταση ως ήσσονος ιστορικής σημασίας γεγονός (έναντι π.χ. του
γαλλικού Μάη του 1968), και προσδοκούν «η επόμενη Ανατολή να έλθει απ’ τη
Δύση»… Ωστόσο, οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις δεν γίνονται κατά
παραγγελία ή με δεοντολογικές προτροπές. Ανακύπτουν νομοτελώς εκεί όπου
εμφανίζονται οι αντικειμενικοί τους όροι, μεταξύ των οποίων και η επαναστατική
κατάσταση.
Μόνον η ανάπτυξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και του σοσιαλισμού
σε κλίμακα και κατά τρόπο που θα απαλείψει τις δυνατότητες παρασιτισμού των ανεπτυγμένων
κεφαλαιοκρατικών χωρών (και τις
δυνατότητες εξαγοράς-χειραγώγησης της εργατικής τους τάξης), θα οδηγήσει στην
εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις
τελευταίες, θα μετατοπίσει
το κέντρο βάρους του αγώνα στην καρδιά του καπιταλισμού.
Είναι επιεικώς αφελής η αναγωγή των αιτίων της ήττας
πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας σε
κατ’ εξοχήν υποκειμενικούς διοικητικούς χειρισμούς (στον Στάλιν, στον
Χρουστσόφ, στην γραφειοκρατία, στον εκφυλισμό της δημοκρατίας των σοβιέτ, σε
προδοσία, σε σφάλματα ηγετών της «περεστρόικα», κ.ο.κ.).
Η ήττα οφείλεται στο γεγονός ότι εκδηλώθηκαν σε οξεία
μορφή οι (συνδεόμενες με την βασική αντίφαση) αντικειμενικές αντιθέσεις του
πρώιμου σοσιαλισμού, η (αναγκαία για την επιβίωσή του και την προώθηση των
μετασχηματισμών προς τον κομμουνισμό) επίλυση των οποίων απαιτούσε σοβαρή,
συστηματική διερεύνηση και την ανάληψη αντίστοιχης δράσης. Η βασική αντίφαση του πρώιμου
σοσιαλισμού (και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εν γένει) είναι
η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας (αρχικά τυπικής κοινωνικοποίησης,
κρατικοποίησης) των μέσων παραγωγής και
ανεπαρκούς ανάπτυξης,
«ανωριμότητας» του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ τυπικής, και
πραγματικής κοινωνικοποίησης*. Ωστόσο,
ακολουθήθηκε η ευκολότερη οδός: οι αντιφάσεις αυτές δεν διερευνήθηκαν και οι
«λύσεις» που υιοθετούνταν επέσπευσαν την τελική επικράτηση της αντεπανάστασης
και την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας (Πατέλης 1994) .
Για τον ενδιάμεσο χαρακτήρα της σημερινής συγκυρίας.
Το
επαναστατικό κίνημα οφείλει να εγκύψει –με σεβασμό μεν, αλλά χωρίς
δογματικές αγκυλώσεις– και να αποτιμήσει
κριτικά-επαναστατικά την εξαιρετικά πολύτιμη εμπειρία όλων των συνιστωσών του
ηττημένου κινήματος και ιδιαίτερα την εμπειρία που συνδέεται με τις πρώιμες
σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι., χωρίς να εγκλωβίζεται σε τελετουργίες
αγιοποιήσεων, μνημόσυνων, νεκραναστάσεων, είτε χλευαστικής-μηδενιστικής «αφ’
υψηλού» αποποίησης (βλ. και Παλιούρα).
Ο πρώιμος σοσιαλισμός παρέχει την δυνατότητα βαθύτερης
και ρεαλιστικότερης εξέτασης των διαδικασιών του μέλλοντος. Η διερεύνηση της
πορείας του πρώιμου σοσιαλισμού σε χώρες όπου αυτός επικράτησε με ίδια μέσα (και
ιδιαίτερα στην Ε.Σ.Σ.Δ.), έχει σημασία για την ανάπτυξη της θεωρίας των πρώιμων
σοσιαλιστικών επαναστάσεων, του πρώιμου σοσιαλισμού και της διαδικασίας
μετάβασης στις επόμενες βαθμίδες της κίνησης της ανθρωπότητας προς τον
κομμουνισμό.
Ακριβώς στην βαθύτερη και μακροβιότερη εκδοχή του
πρώιμου σοσιαλισμού, στην Ε.Σ.Σ.Δ., εκδηλώθηκαν με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο οι
αντιφάσεις και οι νομοτέλειες του πρώιμου σοσιαλισμού. Γι’ αυτό το
λόγο, και η νέα επαναστατική θεωρία, η
Λογική της Ιστορίας, ως έναρξη της διαλεκτικής άρσης του κλασικού ιστορικού
μαρξισμού, ανέκυψε σε αυτή τη χώρα, μέσα από την ανάδειξη των αντιφάσεών της
και την έναρξη της «αυτοκριτικής» της.
Κατά την εποχή του Μαρξ η Αγγλία είχε εξαιρετική σημασία για
την διερεύνηση της κεφαλαιοκρατίας. Στην εποχή μας παρόμοια σημασία για την
διερεύνηση του πρώιμου σοσιαλισμού (και γενικότερα, για την θετική ανάδειξη των
νομοτελειών του σοσιαλισμού) έχει και θα έχει η Ε.Σ.Σ.Δ., μέχρι να προκύψουν νέα
μείζονος κλίμακας ιστορικά μορφώματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η ήττα κάποιας, ή κάποιων από τις πρώιμες σοσιαλιστικές
επαναστάσεις, επ’ ουδενί λόγω δεν αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο σοσιαλισμός ως
νομοτελές στάδιο της ανάπτυξης της ανθρωπότητας ηττήθηκε πλήρως και τελειωτικά
και ότι ο κομμουνισμός είναι ανέφικτη ουτοπία για αιθεροβάμονες. Οι επαναστάτες οφείλουν να αντλούν διδάγματα από τις ήττες τους, να
βγαίνουν από αυτές συγκεκριμενοποιόντας τους στόχους τους, ανανεώνοντας και
ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις τους.
Η μετάβαση της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό δεν
επέρχεται γραμμικά, δίκην αυτοματισμού την επαύριο της πρώτης επιτυχούς
επανάστασης. Ως προς την κλίμακα και την σημασία της, μόνο με την μετάβαση από
την πρωτόγονη κοινότητα προς τις ταξικές κοινωνίες μπορεί να συγκριθεί. Η εποχή
της μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό θα διαρκέσει πάνω από μία
εκατονταετία.
Ζούμε σε μίαν
ενδιάμεση περίοδο, όπου οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις τελειώνουν, αλλά
δεν έχουν ξεκινήσει οι ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Ο ενδιάμεσος χαρακτήρας αυτής
της περιόδου δημιουργεί μεν την αίσθηση της ακινησίας, της απουσίας προοπτικής,
αλλά παρέχει την δυνατότητα για την ανάπτυξη της θεωρίας. Η τελευταία θα
απαιτήσει μακροχρόνιες και συστηματικές συλλογικές μελέτες, δεδομένου ότι το πλήθος και η περιπλοκότητα των υπό
διερεύνηση διαδικασιών δεν μπορεί να συγκριθεί με τα όσα διελάμβανε ο κλασικός μαρξισμός.
Στις μέρες μας αρχίζει να συνειδητοποιείται
σε κύκλους της νεολαίας και διανοητών της αριστεράς η σημασία και η
αναγκαιότητα της νέας επαναστατικής θεωρίας (βλ. σχετικά: Όμιλος, Πολίτης,
κ.ά.). Χωρίς την δημιουργική ανάπτυξη-διαλεκτική «άρση» της κλασικής μορφής
του μαρξισμού (που έχει δρομολογηθεί με το εγχείρημα της «Λογικής της
Ιστορίας») είναι ανέφικτη η αναγέννηση του επαναστατικού κομμουνιστικού
κινήματος.
Η ουσιώδης ανάπτυξη της θεωρίας
και της μεθοδολογικής της βάσης είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ανάκτηση
της ιστορικής πρωτοβουλίας από τις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς.
Parenti Michael. Blackshirts and Reds. Rational Fascism and the
Overthrow of Communism. City
lights Books.
Βαζιούλιν Β. Α. Απαντήσεις σε
ερωτήματα. Στο:Η επικαιρότητα της μεθοδολογίας του μαρξισμού και οι προοπτικές
ανάπτυξής της. Μόσχα 2003.
Βαζιούλιν Β. Α. Για τη Ρωσία και
τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69.
Βαζιούλιν
Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά
Γράμματα. Αθήνα, 2004.
Διεθνής Σχολή «Λογική της
Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm .
Μαρξ
Κ., Ένγκελς Φ. Η Γερμανική Ιδεολογία, τομ. Ι,
Θεμέλιο. Αθήνα 1979.
Όμιλος για την μελέτη της επαναστατικής θεωρίας. http://www.omilos.tuc.gr/ .
Παλιούρας Α. Η «κριτική», η
αναμέτρηση με το παρελθόν και η σκληρή πραγματικότητα. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 14,
Ιούνιος-Ιούλιος 2005, σελ. 8.
Πατέλη Δ. Για την κλιμάκωση της αστικής αντεπανάστασης στη Ρωσία. Αριστερή
ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 71-79 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/klimakosi.htm
.
Πατέλη Δ. Ιμπεριαλιστική
«παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος
9, Αύγουστος Σεπτέμβριος 2005, σελ. 28-32.
Πατέλη Δ. Οι δρόμοι της κοινωνικής
θεωρίας και μεθοδολογίας. Από τον κλασικό μαρξισμό στη Λογική της ιστορίας.
Στο: Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας…2004
Πατέλη Δ.,
Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π. Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον
κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 7-8,
1995, σ. 47-76 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/nomoteleiesmetavasis.htm
.
Πατέλη Δ.,
Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π. Ποια κληρονομιά
απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994, σ. 55-67 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Poiaklironomiaaparnoumaste.htm .
Παυλίδη
Π. Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Αθήνα, 2001.
Πολίτη Δ. Εφτά θέσεις για τις κοινωνίες του
«υπαρκτού σοσιαλισμού». ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, σελ. 10-15.
Πολίτη Δ. Η επικαιρότητα
του σοσιαλισμού στον 21ο αι. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 15,
Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2006, σ. 15-21.
Ρούση Γ. Κομμουνισμός: Τέλος ή η
αρχή της ιστορίας; Στάχυ. Αθήνα, χ.χ.
[1] Έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τις εν λόγω κοινωνίες
ποικιλοτρόπως: ως ιδιαίτερη «ακραία», «έκτακτη» μορφή κεφαλαιοκρατίας, ως
«κρατικό καπιταλισμό», «καπιταλισμό έκτακτης ανάγκης», ως «στρεβλωμένη» μορφή ή
«μοντέλο» σοσιαλισμού, «κρατικό σοσιαλισμό», «γραφειοκρατικό σοσιαλισμό»,
«κρατικο-διοικητικό σοσιαλισμό», «σταλινικό μοντέλο σοσιαλισμού» ή ακόμα και ως
«ολοκληρωτικό σοσιαλισμό», ως «ανέκδοτο εκμεταλλευτικό-ταξικό σύστημα»,
«γραφειοκρατικοποιημένες μεταβατικές κοινωνίες», «εκφυλισμένα εργατικά κράτη»,
κ.λπ.
*
Η αντίφαση αυτή μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει αντιληπτή κατ’ αναλογία προς μιαν ιστορική αντίφαση της ανάπτυξης της
κεφαλαιοκρατίας. Επί κεφαλαιοκρατίας, αρχικά (μέχρι και την προβιομηχανική
βιοτεχνία, την μανιφακτούρα) η εργασία του εργάτη χειροτέχνη (με
τα χειροκίνητα εργαλεία) υπαγόταν τυπικά στο κεφάλαιο, δια
της εποπτικής, οργανωτικής, διοικητικής, κ.ο.κ. λειτουργίας του κεφαλαιοκράτη.
Μόνο με την εκμηχάνιση της παραγωγής, όπου ο καταμερισμός της εργασίας
καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα υπαγορευόμενη από τους εμπράγματους όρους της
παραγωγής, επέρχεται η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.