Β. Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ
Λήμματα στο Φιλοσοφικό λεξικό / Επιμέλεια: Ι. Τ. Φρολόφ. - 5η έκδοση, - Μόσχα, 1986.
Αντίθεση, Αντίφαση, Διαφορά, Εργασία
Η αντίθεση είναι μια κατηγορία που εκφράζει έναν από τους αναβαθμούς της ανάπτυξης της αντίφασης. Οι αντιθέσεις, όπως και οι διαφορές, μπορεί να είναι τόσο εξωτερικές όσο και εσωτερικές. Εξωτερική αντίθεση είναι ένας ακραίος αναβαθμός ανομοιότητας παρόμοιων, αλλά όχι εσωτερικά συνδεδεμένων μεταξύ τους πλευρών, πραγμάτων, διαδικασιών κ.λπ. Π.χ. ο χρωματισμός δύο τραπεζιών, μαύρου και λευκού, είναι αντίθετος, αλλά δεν συνδέεται αναγκαία με την ύπαρξη των τραπεζιών ως τραπεζιών και είναι εξωτερικός για αυτά τα τελευταία. Η εσωτερική αντίθεση (καθώς και η εσωτερική διαφορά) προϋποθέτει μια εσωτερική, αναγκαία σύνδεση, εσωτερική ενότητα των αντίθετων πλευρών, πραγμάτων, διαδικασιών κ.λπ. Οι εσωτερικές αντιθέσεις και διαφορές έχουν ως προϋποθέσεις τους τις μεν είτε τις δε εξωτερικές διαφορές και αντιθέσεις. Οι εσωτερικές αντιθέσεις και διαφορές εκδηλώνονται εξωτερικά με τη μορφή των εξωτερικών αντιθέσεων και διαφορών, δεν υπάρχουν εκτός της σχέσης με την εξωτερική τους εκδήλωση. Η αντίθεση είναι ένας πιο ανεπτυγμένος αναβαθμός της αντίφασης από ότι η διαφορά. Αν στο στάδιο της διαφοράς το παλιό και το νέο συνυπάρχουν το ένα δίπλα στο άλλο, στο στάδιο της αντίθεσης κυρίως αναιρούν [αρνούνται], αποκλείουν το ένα το άλλο. Ουσιαστικής σημασίας είναι ο εσωτερικός δεσμός των διαφορετικών πλευρών, ο εσωτερικός δεσμός της αντίθεσης, παλαιού και νέου στη διαδικασία της ανάπτυξης, ταυτόχρονα, οι διαφορετικές πλευρές, τα πράγματα, οι διαδικασίες κ.λπ. συγκροτούν την μεταξύ τους αντίθεση μόνο όταν συνδέονται μεταξύ τους μέσω του αμοιβαίου αποκλεισμού, της αμοιβαίας άρνησης. [σ. 391]
Η αντίφαση είναι μια κατηγορία που εκφράζει την εσωτερική πηγή κάθε ανάπτυξης, κίνησης. Η αντίφαση, νοούμενη μόνο ως εξωτερική, δεν μπορεί να είναι μια τέτοια πηγή. Είναι η αναγνώριση της εσωτερικής αντίφασης, της ενότητας της εσωτερικής και της εξωτερικής αντίφαση, που διαφοροποιεί τη διαλεκτική από τη μεταφυσική. «...Η διαλεκτική είναι η μελέτη της αντίφασης στην ίδια την ουσία των αντικειμένων...» (Λένιν, Β. Ι., τόμος 29, σ. 227). Με άλλα λόγια, η διαλεκτική διαφέρει από τη μεταφυσική όχι αναγνωρίζοντας την αντίφαση γενικά, αλλά αναγνωρίζοντας την στην ίδια την ουσία των αντικειμένων, δηλαδή αναγνωρίζοντας ουσιαστικές, εσωτερικές, αναγκαίες αντιφάσεις. Η αντίφαση που εξετάζεται από τη διαλεκτική πρέπει να διακρίνεται από τη λεγόμενη «λογική» αντίφαση που εκφράζει τη σύγχυση και την ασυνέπεια της σκέψης. Η αντίφαση, που θεωρείται από τη διαλεκτική ως πηγή κίνησης, κινείται και η ίδια, αναπτύσσεται. Στους αναβαθμούς της ανάπτυξης της αντίφασης στην ίδια την ουσία των αντικειμένων ανήκουν η ταυτότητα, η διαφορά, η αντίθεση, η αντίφαση ή η καθαυτό αντίφαση. Ως εκ τούτου, η κατηγορία "αντίφαση" χαρακτηρίζει και όλους τους αναβαθμούς της ανάπτυξης της αντίφασης εντός της ουσίας των αντικειμένων και τον υψηλότερο αναβαθμό της. Ήδη η ταυτότητα είναι το σπέρμα της αντίφασης, καθώς το παλιό, όντας ουσιαστικά ταυτόσημο με τον εαυτό του, περιέχει μέσα του προϋποθέσεις του νέου, δηλαδή στιγμές διαφοράς του εαυτού από τον εαυτό του, αλλά ως υποταγμένες στην ταυτότητα. Η διαφορά επίσης δεν είναι ακόμη πλήρως ανεπτυγμένη αντίφαση καθώς, αν και η συνύπαρξη του νέου και του παλαιού έρχεται στο προσκήνιο, εντούτοις, το νέο διαμορφώθηκε και συνεχίζει να αναπτύσσεται από το παλαιό, σε συνδυασμό με το παλαιό. Στην αντίθεση η αντίφαση είναι ακόμα πιο ανεπτυγμένη, διότι παρόλο που η άρνηση, ο αποκλεισμός του παλιού από το νέο έρχεται στο προσκήνιο, εδώ επίσης το νέο διαμορφώνεται από το παλιό και αποκαλύπτεται ο ίδιος ο εσωτερικός δεσμός με το παλιό: το νέο πραγματώνεται ως άρνηση του παλιού. Στο υψηλότερο στάδιο της αντίφασης, ή στο στάδιο της καθαυτό αντίφασης, το νέο ολοκληρώνει την άρνηση, τον μετασχηματισμό του παλιού, συμπεριλαμβάνοντας το παλιό σε ανηρημένη, μετασχηματισμένη μορφή ως δική του στιγμή. Τώρα διαμορφώνεται ο δεσμός, η εσωτερική ενότητα διαφορετικών πλευρών, πραγμάτων κ.λπ. Το κυριότερο στον αναβαθμό της αντίφασης δεν είναι η άρνηση των πλευρών της αντίφασης μεταξύ τους, αλλά το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία αυτή γεννούν η μία την άλλη ως διακριτές μεταξύ τους. Απορρίπτοντας η μία την άλλη, οι αντίθετες πλευρές μετατρέπονται η μία στην άλλη, γίνονται ταυτόσημες. Αυτό είναι το αποκορύφωμα της αντίφασης. «Η διαλεκτική είναι η διδασκαλία για το πώς τα αντίθετα μπορούν να είναι και πώς (γίνονται) ταυτόσημα, - κάτω από ποιες συνθήκες είναι ταυτόσημα, γίνονται το ένα το άλλο, - γιατί ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να εκλαμβάνει αυτά τα αντίθετα ως νεκρά, παγωμένα, αλλά ως ζωντανά, εξαρτημένα, κινούμενα, που μετασχηματίζουν το ένα στο άλλο» (Β. Ι. Λένιν, τόμος 29, σ. 98). Η επίτευξη του υψηλότερου σταδίου της αντίφασης από ένα αντικείμενο σημαίνει επίσης την ωρίμανση των προϋποθέσεων της εξαφάνισής του, διότι αυτό το στάδιο της αντίφασης είναι η άρνηση από ένα αντικείμενο του εαυτού του εντός του, από τη δική του εσωτερική κίνηση. Η διαλεκτική στην ουσία της «στη θετική κατανόηση του υπάρχοντος... περιλαμβάνει συγχρόνως την κατανόηση της άρνησής της, την αναγκαία καταστροφή της, βλέπει κάθε πραγματωμένη μορφή σε κίνηση, επομένως, και από τη παροδική της πλευρά, δεν κάμπτεται σε τίποτα και είναι εγγενώς κριτική και επαναστατική» (Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., τ. 23, σ. 22). Η αντίφαση, εξεταζόμενη από τη διαλεκτική, είναι καθολική, ισχύει στη φύση, στην κοινωνία, στη νόηση, στη συνείδηση. Η διαλεκτική διακρίνει τις αντιφάσεις ανάλογα με τον χαρακτήρα τους (τύπο). Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση, η αντίφαση έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα, ο οποίος εκφράζεται στη σύγκρουση και την πάλη των τάξεων, στις συγκρούσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων που αντιτίθενται μεταξύ τους και στην αδυναμία επίλυσης αυτών των αντιφάσεων στο πλαίσιο του δεδομένου κοινωνικού συστήματος. Σε συνθήκες σοσιαλισμού στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, οι ανταγωνισμοί εξαφανίζονται, αλλά οι αντιφάσεις παραμένουν, δηλαδή διαμορφώνεται ένας νέος, μη ανταγωνιστικός τύπος αντίφασης που μπορεί να επιλυθεί συνειδητά και έγκαιρα προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας και την περαιτέρω ενίσχυση και βελτιστοποίηση του σοσιαλισμού. Το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ προέβη στην ανάλυση των ανταγωνιστικών αντιφάσεων μεταξύ των αντίπαλων κοινωνικών συστημάτων - της κεφαλαιοκρατίας και του σοσιαλισμού- των εσωτερικών αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατίας - των αντιφάσεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, των διϊμπεριαλιστικών αντιφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών και των εθνικών-κρατικών πολιτικών μορφών, των αντιφάσεων μεταξύ του ιμπεριαλισμού και των αναπτυσσόμενων χωρών και λαών. Στον σύγχρονο κόσμο έχουν επίσης αναδυθεί αντιφάσεις παγκόσμιας κλίμακας, που αγγίζουν τα ίδια τα θεμέλια της ύπαρξης του πολιτισμού. [σ. 391-392]
Η διαφορά είναι μια κατηγορία που εκφράζει μια από τις πλευρές της ανάπτυξης της αντίφασης. Η διαφορά είναι μια αναγκαία στιγμή της ανάπτυξης, της αυτοκίνησης της ύλης, της διαλεκτικής διχοτόμησης του ενιαίου. Η διαφορά δεν υπάρχει χωρίς την ταυτότητα. Όπως η ταυτότητα, έτσι και η διαφορά μπορεί να είναι εξωτερική και εσωτερική. Η εξωτερική διαφορά είναι η διαφορά των πραγμάτων, των διαδικασιών κ.λπ., εφόσον δεν συνδέονται εσωτερικά, δεν είναι ενιαία μεταξύ τους, αλλά παρόμοια, πανομοιότυπα. Εσωτερική διαφορά είναι η διαφορά των πραγμάτων, των διαδικασιών κ.λπ. που είναι εσωτερικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενιαία. Αυτό σημαίνει ότι ένα δεδομένο πράγμα (διαδικασία κ.λπ.) μορφοποιείται από κάτι άλλο και μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, παραμένοντας προσωρινά, εν τω μεταξύ, ο εαυτός του. Η εσωτερική διαφορά είναι δυνατή μόνο σε ενότητα με την εξωτερική διαφορά. Κάθε πράγμα, διαδικασία κ.λπ. είναι διαφορετικό εντός του εαυτού του ακριβώς επειδή μέσα από τη φύση αυτού του πράγματος, της διαδικασίας κ.λπ. «διαυγάζεται" η αλληλεπίδραση με άλλα πράγματα, διαδικασίες κ.λπ. Η κατηγορία διαφορά χαρακτηρίζει [περιγράφει] ένα από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης της αντίφασης, όταν η τελευταία είναι μια αντίφαση που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως. Με τη βοήθεια αυτής της κατηγορίας η διαδικασία της ανάπτυξης αντανακλάται στη νόηση βαθύτερα από ό,τι με την κατηγορία της ταυτότητας. Σε αυτήν εντοπίζεται το στάδιο εκείνο, κατά το οποίο το πράγμα, έχοντας προκύψει ως διακριτό από ένα άλλο πράγμα, περιλαμβάνει στον εαυτό του ως δευτερεύουσα στιγμή την ταυτότητα με αυτό το άλλο. [σ. 402]
Η εργασία είναι «πρωτίστως μια διαδικασία... όπου ο άνθρωπος με τη δική του δραστηριότητα διαμεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την ανταλλαγή ουσιών μεταξύ αυτού και της φύσης» (Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., τόμος 23, σ. 188). Μια ορισμένη σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι η πρώτη πτυχή της εργασίας. Μεταμορφώνοντας την εξωτερική φύση, ο άνθρωπος μεταμορφώνει ταυτόχρονα και τη δική του φύση. Η τροποποίηση της εξωτερικής φύσης είναι καταρχήν η προσαρμογή των αντικειμένων στις ανθρώπινες ανάγκες. Η εργασία περιλαμβάνει τις ακόλουθες απλές στιγμές: 1) η σκόπιμη δραστηριότητα ή η ίδια η εργασία, 2) το υποκείμενο της εργασίας, 3) το μέσο της εργασίας, 4) το αποτέλεσμα της εργασίας. Η εργασία ως μετασχηματισμός της φύσης ωριμάζει όταν όλες οι απλές στιγμές της δημιουργούνται από την ίδια την εργασία και δεν δίνονται έτοιμες. Η ωρίμανση της εργασίας είναι μια ιστορική διαδικασία. Αυτή η ιστορική διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως, αν η εργασία γίνεται στην κοινωνία κυρίως για τη διατήρηση της φυσικής ύπαρξης. Η εντελώς ώριμη εργασία είναι η εργασία κυρίως για χάρη της ανάγκης της εργασίας, η διατήρηση της φυσικής ύπαρξης περιορίζεται στο ρόλο της αναγκαίας προϋπόθεσης της εργασίας. Ως μετασχηματισμός της εξωτερικής φύσης, η εργασία είναι ο βασικός όρος της ειδικά ανθρώπινης ύπαρξης. Το γίγνεσθαί της ήταν η θεμελιώδης διαδικασία της διάκρισης του ανθρώπου από τον κόσμο των ζώων, η διαμόρφωση του σύγχρονου βιολογικού τύπου του ανθρώπου και του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Η δεύτερη πλευρά της εργασίας είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της αμοιβαίας σχέσης των ανθρώπων αναφορικά με τις συνθήκες, τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εργασιακής σχέσης με τη φύση. Αυτή η πλευρά της εργασίας αναπτύσσεται στη βάση και σε ενότητα με την πρώτη, αλλά δεν ανάγεται σε αυτήν. Η ενότητα των πλευρών υλοποιείται στη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας. Η αλληλοσύνδεση αυτών των πλευρών μεταβαλλόταν ιστορικά, μεταβαλλόνταν αντίστοιχα και οι αντιλήψεις περί εργασίας. Η εργασία και η παραγωγή είναι ενιαίες και διαφορετικές η μία από την άλλη. Η εργασία είναι ο μετασχηματισμός του εξωτερικού κόσμου από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτόν, ενώ η παραγωγή είναι ο μετασχηματισμός του εξωτερικού κόσμου από την άποψη του αποτελέσματος, του προϊόντος του μετασχηματισμού. Σε διαφορετικούς τύπους ιστορικής ανάπτυξης (προ-ταξική, ταξική, αταξική) και σε διαφορετικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, η εργασία εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές. Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα υπάρχει κοινή, κοινοτική εργασία και γενική, κοινοτική ιδιοκτησία του γένους επί των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Εδώ δεν υπάρχει εκμετάλλευση του ανθρώπου της εργασίας. Σε όλες τις ταξικές ανταγωνιστικές κοινωνίες, η ανάπτυξη της εργασίας επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη ανταγωνιστικών αντιφάσεων: η μετάβαση από λιγότερο ανεπτυγμένες μορφές εργασίας σε πιο ανεπτυγμένες - από την εργασία του δούλου στο πλαίσιο του δουλοκτητικού συστήματος στην εργασία των φεουδαρχικά εξαρτημένων αγροτών στο πλαίσιο του φεουδαρχικού συστήματος και στην εργασία του μισθωτού εργάτη στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ήταν ταυτόχρονα μια μετάβαση σε όλο και πιο ανεπτυγμένες μορφές εκμετάλλευσης του εργάτη, η ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού προχώρησε με όλο και πιο ανεπτυγμένο, λεπτό και εκλεπτυσμένο πνευματικό και φυσικό ακρωτηριασμό [παραμόρφωση] του ανθρώπου. Μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση απελευθερώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση, την καταστρέφει. Μόνο στον κομμουνιστικό σχηματισμό, και ιδιαίτερα στην ώριμη, υψηλότερη φάση του, η εργασία αποκτά την πλήρη ανάπτυξή της, παραμένοντας η πηγή της ύπαρξης, η εργασία γίνεται κατά κύριο λόγο η διαδικασία ικανοποίησης της εσωτερικής ανάγκης κάθε ατόμου για ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη, η οποία είναι επίσης και όρος της ελεύθερης και ολόπλευρης ανάπτυξης όλων (Κομμουνιστική Εργασία, Πνευματική και Φυσική Εργασία). [σ. 490-491]
Μετάφραση: Τριαντάφυλλος Μεϊμάρης