Η τσετσενια και Η αστικη αντεπανασταση στην ΕΣΣΔ
του Περικλή
Παυλίδη
Tα γεγονότα στην Τσετσενία αποκαλύπτουν για άλλη μια φορά την τραγική μοίρα που επεφύλαξε στους λαούς της Σοβιετικής Ενωσης η αστική αντεπανάσταση. Η σύγκρουση Τσετσένων και Ρώσων δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν θεωρηθεί σστο πλαίσιο του γενικότερου εθνικού προββλήματος που μαστίζει την πρώην ΕΣΣΔ.
Ο εθνικισμός, τόσο ο ρωσικός όσο και ο τσετσένικος, ουκρανικός,, γεωργιανός κ.λπ. είχε γίνει σημαία των αντικομμουνιστικών-αντεπαναστατικών δυνάμεων στην πάλη τους για τη διάλυση του πολυεθνικού σοσιαλιστικού κράτους. Η προβολή εθνικών-εθνικιστικών αιτημάτων αναζωπύρωνε εθνικές προκαταλήψεις που δδιατηρούνταν σε λανθάνουσα μορφή σε πολλούς σοβιετικούς λαούς. Μ' αυτόν τον τρόπο η αντεπανάσταση έπαιρνε τη μορφή του εθνικού απελευθερωτικού αγγώνα και μπορούσε να εξασφαλίζει την υποστήριξη μαζών στην σύγκρουση με το παλιό καθεστώς. Στο αίτημα της εθνικοκρατικής αυτοδιάθεσης εκφράζονταν οι συνθήκες εκείνες (διάσπαση του ενιαίου πολιτικού και οικονομικού οργανισμού του σοβιετικού κράτους) σσύμφωνα με τις οποίες οι υπό διαμόρφωση αστικές τάξεις μπορούσαν να καταλάβουν την εξουσία στην κάθε σοβιετική δημοκρατία και να ιδιοποιηθούν τα καττακερματισμένα πλέον μέσα παραγωγής.
Τόσο στην Τσετσενία όσο και στις άλλες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ, όπου υφίστανται εμφύλιες συγκρούσεις, έχουμε να κάνουμε κατά κύριο λόγγο με τη διαμάχη διαφορετικών συμμοριιών της αντεπανάστασης για την αρπαγγή και το μοίρασμα του πλούτου που δημιούργησαν από κοινού οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης. Σε μια πρώτη φάση της παραπάνω διαδικασίας ο Ντουντάγεφ και η τσετσενική μαφία έβαλαν στο χέρι την εξουσία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Τσετσενίας κάτω από την ανοχή του Γέλτσιν και της ρωσικής μαφιόζικης μπουρζαζίας. Τώρα ήρθε η ώρα της ανακατανομής και το μεγάλο ψάρι (Γέλτσιν) προσπαθεί να φάει το μικρό (Ντουντάγεφ).
Το πρόβλημα λοιπόν της Τσετσενίας είναι στην ουσία του ταξικό-κοινωνικό, είναι δημιούργημα της καπιταλιστικής αντεπανάστασης στην πρώην ΕΣΣΔ. Η εθνική-εθνικιστική χροιά που πήρε η σύγκρουση όχι μόνο διαστρεβλώνει την ουσία των πραγμάτων αλλά κι εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα τόσο του Γέλτσιν όσο και του Ντουντάγεφ. Ο πρώτος άδραξε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της ενότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ως εγγυητής της τάξης και ασφάλειας στη ρωσική επικράτεια. Η προπαγάνδα του Κρεμλίνου προσπαθεί να στρέψει το ρωσικό λαό στα «μεγάλα εθνικά προβλήματα», ννα ενισχύσει τις εθνικιστικές διαθέσεις στην κοινωνία και ν' αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τη σκληρή κοινωνικοοικονομική ρωσική πραγματικότητα.
Η στρατιωτική επέμβαση στην Τσετσενία με την παράλληλη έξαρση του εθνικισμού,, στο φόντο πάντα της κρίσης που μαστίζει τη χώρα και της χαμηλής δημοτικότητας του καθεστώτος Γέλτσιν μπορεί ίσως ν' αποτελεί την προπαρασκευαστική διαδικασία για την επιβολή ανοιχτής στρατιωτικής δικτατορίας στη Ρωσία, ύστατου μέτρου σωτηρίας κάθε λαό μισητής εξουσίας.
Δεν πρέπει ακόμη να μας διαφεύγει ότι η επίσημη προπαγάνδα περί αποκατάστασης τωων εθνικών δικαιωμάτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Τσετσενία κρύβει κι άλλο ένα σημαντικό παράγοντα της σύγκρουσης: την προσπάθεια της Μόσχας να ελέγξει τους δρόμους εξαγωγής του αζέρικου πετρελαίου στο εξωτερικό.. Η Ρωσία επιθυμεί να περάσει το πετρέλαιο από αγωγό που συνδέει το Μπακού με το ρωσικό λιμάνι Νοβοροσίσκ. Ο αγωγός όμως αυτός διασχίζει την Τσετσενία. Τη Ρωσία ανταγωνίζεται η Τουρκία που συμφώνησε με το Αζερμπαϊτζάν για την κατασκευή ααγωγού, ο οποίος θα περνάει από τουυρκικό έδαφος.
Δεν είναι όμως μόνο ο Γέλτσιν που εξυπηρετείται από την τσετσενική κρίση. Η σύγκρουση με τη Ρωσία ωφελούσε, τουλάχιστονν μέχρις ενός σημείου, και το καθεστώς Ντουντάγεφ. Ο πρώην στρατηγός της σοβιετικής αεροπορίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και προβάλλοντας το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, πήρε την εξουσία, παραδίδοντας κυριολεκτικά τη μικρή αυτή χώρα στα χέρια της μαφίας. Η μαφιόζικη συμμορία του Ντουντάγεφ καταλήστεψψε τον πλούτο της Τσετσενίας και οδήγησε τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών στην εξαθλίωση. Τη στιγμή όμως που η δημοτικότητα του Τσετσένου δικτάτορα έπεφτε κατακόρυφα και η αντιπολίτευση έκανε ολοένα πιο αισθητή και δυναμική την παρουσία της (μέχρι και την ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς), η επέμβαση του ρωσικού στρατού συσπείρωσε και πάλι του Τσετσένους γύρω από τον Ντουντάγεφ, που παρουσιάζεται τώρα με το φωτοστέφανο του εθνικού αγωνιστή και ήρωα.
Πέρα όμως από τα πατριωτικοεθνικιστικά ιδεολογήματα των δυο στρατοπέδων ο πόλεμος αυτός δεν γίνεται ούτε για τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας ούτε για τα εθνικά συμφέροντα της Τσετσενίας. Αυτοί που συγκρούονται είναι οι μαφιόζικες κομπραδόρικες μπουρζουαζίες των δυο λαών, οι οποίες διατηρούν και αναπαράγουν την κοινωνική τους θέση ξεπουλώντας στο ξένο κεφάλαιο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές Ρωσίας και Τσετσενίας, καταστρέφοντας τις πααραγωγικές δυνάμεις και μετατρέποντας τόσο τη μικρή Τσετσενία όσο και την τεράστια Ρωσία σε φτηνούς εξαγωγείς πρώτων υλών, σε τριτοκοσμικό συμπλήρρωμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο πόλεμος Ρωσίας και Τσετσενίας είναι καταστροφικός τόσο για τον τσετσένικο λααό, που πληρώνει το ακριβότερο τίμημα της σύγκρουσης, όσο και για το ρωσικό, που όχι μόνο δεν μοιράζεται τα κέρδη τηης ρωσικής κομπραδόρικης άρχουσας τάξης (γι’ αυτό και μια εξομοίωση του ρωσικού λαού με τον αμερικανικό ή τους λαούς άλλων κατεξοχήν ιμπεριαλιστικών χωρών, οι οποίοι κερδίζουν ουκ ολίγα από την εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου θα ήταν το λιγότερο αφελής), αλλά βρίσκεται στην ίδια κατάσταση φτώχειας και εξαθλίωσης με τους άλλους λαούς της πρώην ΕΣΣΔ.
Όπως αναφέραμε ήδη η τσετσένικη κρίση, σηματοδοτώντας τον κίνδυνο διάσπασης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο πρόσχημα για την επιβολή ανοιχτής στρατιωτικής δικτατορίας στη Ρωσία. Σχετικά με αυτή την προοπτική πρέπει να τονίσουμε ότι η αρχή έχει γίνει την 4η Οκτωβρίου του 1993, όταν τα τανκς βομβάρδισαν στο κέντρο της Μόσχας το Ανώτατο Σοβιέτ. Μετά απ' αυτό το γεγονός ακολούθησε μια δίμηνη «θεραπεία» της δημοκρατίας από τις δυνάμεις καταστολής για να καταλήξουμε στις εκλογές του Δεκέμβρη 1993 και σ' ένα κοινοβούλιο (Δούμα) τσέπης που ελέγχεται ανά πάσα στιγμή από τον Ρώσο πρόεδρο. Μια τέτοια ροή των πραγμάτων ήταν και η πιο αναμενόμενη.
Τη στιγμή που μια τεράστια οικονομική και κοινωνική κρίση μαστίζει τη χώρα και που η αγανάκτηση του λαού μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, θα ήταν επικίνδυνη πολυτέλεια για τον Γέλτσιν και την αντεπανάσταση να υπολογίζουν και να συμμορφώνονται με αστικοδημοκρατικούς θεσμούς και κοινοβουλευτικές νομιμότητες. Όταν μάλιστα στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται η ολοκλήρωση του καπιταλιστικού μετασχηματισμού, η ιδιωτικοποίηση βαριάς βιομηχανίας και αγροτικής οικονομίας που θα έχει οδυνηρές συνέπειες για εκατομμύρια εργαζόμενους, η ανάγκη για μια δικτατορική εκτελεστική εξουσία γίνεται ολοένα καιι πιο επιτακτική.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η ρωσική άρχουσα τάξη υπολογίζει τα μεγάλα αστικά κόμματα («Επιλογή της Ρωσίας», «Γιάμπλοκο») όλο και λιγότερο, τόσο επειδή τα τελευταία έχουν περιορισμένη επιρροή στο λαό, όσο κι επειδή οι μεγάλες πολιτικές αποφάσεις δεν πέρνονται πλέον στο κοινοβούλιο, όπου πρωταγωνιστούν οι κομματικοί μηχανισμοί, αλλά στον περίγυρο του προέδρου και στα ανώτατα κλιμάκια της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της τσετσενικής κρίσης ο πρόεδρος και οι υπουργοί του όχι μόνο δεν ρωτούν το κοινοβούλιο (Δούμα) αλλά πολλές φορές ούτε καν το ενημερώνουν για τις πρωτοβουλίες και ενέργειες τους, και φυσικά ούτε παίρνουν στα σοβαρά αντιρρήσεις και ενδοιασμούς κομμάτων και βουλευτών για τους τυχοδιωκτισμούς του Κρεμλίνου.
Κατά τη γνώμη μας όσο περισσότερο επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση της χώρας, όσο γρηγορότερα εξαντλείται η ανοχή του λαού στο καθεστώς Γέλτσιν (κάτι που επισπεύδεται από τη διαιώνιση της πολεμικής σύρραξης στην Τσετσενία) τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η προοπτική ανοιχτής στρατιωτικής δικτατορίας στη Ρωσία.
Η Δύση από την πλευρά της, κατανοώντας της δύσκολη θέση του Γέλτσιν κάνει ότι μπορεί για να τον στηρίξει. Στην τσετσενική σύγκρουση παραβλέπει τα εγκλήματα του ρωσικού στρατού και περιορίζεται μόνο σε φραστικές καταγγελίες και νουθεσίες. Όχι βέβαια πως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αδιαφορούν για τις εξελίξεις στον Κάκαυσο, τη στιγμή μάλιστα που αμερικανικές και βρετανικές εταιρρίες έχουν αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος από την εξόρυξη του πετρελαίου της Κασπίας. Οι δυτικοί δεν θέλουν με την επέμβαση τους να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο τη θέση του Γέλτσιν και να υπονομεύσουν το κύρος του, μιας και ο Ρώσος πρόεδρος είναι ο πιστότερος εκφραστής των δυτικών συμφερόντων στη Ρωσία.
Βέβαια οι ηγέτες της Δύσης καταλαβαίνουν πως ο Γέλτσιν δεν μπορεί να μείνει για καιρό στην εξουσία και ότι θα ήταν προτιμμότερη γι' αυτούς μια ελεγχόμενη αλλαγή της ρωσικής ηγεσίας, χωρίς όμως να έχουν βρει μέχρι τώρα τον διάδοχο του σημερινού προέδρου. Καταλαβαίνοντας καλά ότι η κατάρρευση του καθεστώτος Γέλτσιν θα μπορούσε να επιφέρει ανεπιθύμητες αλλαγές στην πολιτική εξουσία της Ρωσίας, η Δύση επιδιώκει τη διατήρηση του σημερινού πολιτικού status quo μέχρις ότου βρεθεί καλύτερη λύση. Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει τους ιμπεριαλιστές είναι η διατήρηση της σημερινής οικονομικής πολιτικής που με συνέπεια ακολουθεί ο Ρώσος πρόεδρος, η οποία συνίσταται στη γρήγορη ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, στο κλείσιμο του μεγαλύτερου μέρους της βαριάς βιομηχανίας και της μετατρροπής της Ρωσίας σε εξαγωγέα πρώτων υλών. Γιατί, λοιπόν, η Δύση να τα βάλει με τον Γέλτσιν στην Τσετσενία όταν η πολιτική του Κρεμλίνου ξεπουλάει στους ξένους ολόκληρη τη Ρωσία;
Ο πόλεμος στην Τσετσενία αποκαλύπτει και πάλι το δράμα των λαών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, όπου η αστική αντεπανάάσταση έστρεψε τον ένα ενάντια στον άλλον για τα συμφέροντα των μαφιόζων βοναπάρτηδων και των κομπραδόρων μπουρζουάδων που τους κυβερνούν, για τα συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου που διαιρεί και βασιλεύει.
Υποστηρίζοντας το δικαίωμα του τσετσένικου λαού και όλων των άλλων λαών για εθνική αυτοδιάθεση θα θέλαμε να επισημάάνουμε ότι στην εποχή μας το αίτημα αυτό αποκτά ουσιαστικό, ρεαλιστικό περιεχόμενο μόνο σε συνάρτηση με την πάλη των εργαζομένων για κοινωνική απελευθέρωση. Στην εποχή της παγκόσμιας δικτατορίας των μονοπωλίων που διαμορφώνουν την οικονομική συγκυρία σε όλο τον πλανήτη και που διαθέτουν πανίσχυρους στρατιωτικούς μηχανισμούς διεθνούς καταστολής, ο αγώνας για εθνική αυτοδιάθεση δεν μπορεί να δικαιωθεί έξω από μια διαδικασία ανατρροπής του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμια κκλίμακα, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την παγκόσμια ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Για τη σφαγή των Τσετσένων αλλά και των Κούρδων, των Παλαιστίνιων κ.λπ. δεν ευθύνονται μόνο τα ρώσικα, τούρκικα ή ισραηλινά τανκς και αεροπλάνα αλλά και η παγκόσμια ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων που υποστηρίζει το ρώσικο, τουρκικό ή ισραηλινό καθεστώς. Το ζήτημα, λοιπόν, της εθνικής αυτοδιάθεσης καθώς και μια σειρά άλλων αστικοδημοκρατικών αιτημάτων γίνεται όλο και περισσότερο υπόθεση της παγκόσμιας κοινωνικής ανατροπής, διαρκούς διαδικασίας μετάβασης στην κομμουνιστική κοινωνία.