Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού.
Η συμβολή του Ένγκελς.
(συνοπτικές επισημάνσεις)
Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και
αναπτυσσόμενο σύστημα φιλοσοφικών, οικονομικών και κοοινωνικο-πολιτικών αντιλήψεων, βασικό
περιεχόμενο του οποίου είναι η θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας
από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό. Ιδρυτές του μαρξισμού είναι οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Εμφανίσθηκε στο
στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας κατά το οποίο ωρίμασαν ταυτόχρονα και
οι ιστορικοί όροι της κατάργησης της, που αποτελούν και τις ιστορικές
προϋποθέσεις μετάβασης στην πλέον ανεπτυγμένη κοινωνία (αποφασιστικός ρόλος
της μηχανοποιημένης παραγωγής, έναρξη της παραγωγής μηχανών
από μηχανές, δυνατότητα διασφάλισης μιας σταθερής
αφθονίας υλικών αγαθών, καθοριζόμενος από την υφή των παρηγμένων πλέον μέσων
εργασίας κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας - κοινωνικοποίηση της παραγωγής,
και κυρίως: η διαμόρφωση της αντίστοιχης με τα παραπάνω διαπαιδαγωγημένης και συλλογικά συγκροτημένης εργατικής τάξης). Ο
μαρξισμός συνιστά την επιστημονική ιδεολογία της εργατικής τάξηςς, του υποκειμένου της παγκόσμιας
επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο
σοσιαλισμό.
Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια
περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής - επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού
γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των
ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και
τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων
του προμαρξικού στοχασμού, που αποτέλεσαν και τις «πηγές» (Λένιν) του μαρξισμού: της γερμανικής κλασικής
φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής
διαλεκτικής (βλ. Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ και Φόυερμπαχ),της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμιθ,
Ντ. Ρικάρντο κ.ά.) και των ουτοπιστικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών
ιδεών (C. Η. Saint-Simon, F. Μ. Ch. Fourier, R. Owen,
E. Cabet, Th. Dezamy κ.ά.). Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξισμού συνδέεται
οργανικά με τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου,
χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν.
Από την εμφάνιση
του ο μαρξισμός επικέντρωσε την προσοχή του κατ' εξοχήν στην έρευνα τριών
εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμένων: 1) της ανθρώπινης
κοινωνίας και της ιστορίας της 2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού
κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού και 3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας. Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν περιορίσθηκαν
αποκλειστικά στα παραπάνω αντικείμενα (βλ. τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντα τους, τη φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση
της ιστορίας, των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, τη θρησκειολογία
κ.ά.). Ωστόσο βάσει αυτών των γνωστικών αντικειμένων, που αποτέλεσαν τον
πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία αλληλένδετα ερευνητικά πεδία-επιστήμεες. 1) Ο ιστορικός υλισμός (βλ.
υλιστική αντίληψη της ιστορίας), 2) η πολιτική οικονομία της
κεφαλαιοκρατίας και 3) ο επιστημονικός σοσιαλισμός (κομμουνισμός). Το
καθένα από τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστά ένα οργανικό όλο
(που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια και αλληλεπίδραση των
πλευρών του), το οποίο βρίσκεται στα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένα στάδια της
ανάπτυξης του, παρέχοντας αντίστοιχες δυνατότητες ιστορικής και λογικής
διερεύνησης του και ορίζοντας τελικά το στάδιο θεωρητικής αντίληψης του, το
επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής
διερεύνησης του.
Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία
βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητας της
(Αγγλία), ενώ η αστική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την
ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Τα παραπάνω επέτρεψαν
στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψης του Μαρξ) να συγκροτήσει, με την
μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητας της, καθιστώντας την την
πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη
της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουν
εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης της στους τομείς της οικονομικής
ιστορίας, της σύγχρονης βαθμίδας της κεφαλαιοκρατίας, του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος κλπ. (Ο Μαρξ δεν
ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του
προγράμματος το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον Ιο τόμο του «Κεφαλαίου»).
Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία, η κεφαλαιοκρατία
συνιστά την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσης της, της «προϊστορίας» της, κατά
τον Μαρξ, ενώ η κλασική αστική κοινωνική
φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας στη βάση της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης
αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της
«γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ), δηλαδή, από μεθοδολογικής πλευράς,
η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσης
της, από αυτή της σύγχρονης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η
γνωσιοθεωρητική συγκυρία επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγκρότηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας
(πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ
με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας
(«Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική
διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. κοινωνικό είναι -
κοινωνική συνείδηση, «βάση και εποικοδόμημα» κλπ.) και η αντίστοιχη
αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες - παραγωγικές δυνάμεις - σχέσεις παραγωωγής - διανομής - ανταλλαγής -
κατανάλωσης - μορφές κοινωνικής
συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) - εποικοδόμημα. Βάσει αυτής της αντίληψης για τη δομή
της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των
«κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας
κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος, κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός,
κομμουνιστικός), η οποία συνυπάρχει με την τριαδική περιοδολόγηση (προταξικές - ταξικές - αταξική κοινωνία). Η
υλιστική αντίληψη της ιστορίας συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση
της κοινωνίας όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσης της. Από
μεθοδολογικής πλευράς, ολοκληρώνει το στάδιο της διαμόρφωσης της
κοινωνικής θεωρίας (φιλοσοφίας) και ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία
(για τη συγκρότηση της με τη μέθοδο της
ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εξαντλούνται
οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επιμέρους ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του. Ο
ιστορικός υλισμός ανέκυψε και αναπτύχθηκε ως θεωρία στα πλαίσια της
κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του ισχύουν και θα ισχύουν, όσο
βασικό περιεχόμενο της εποχής μας παραμένει η επαναστατική μετάβαση από την κεφαλλαιοκρατία στο σοσιαλισμό η οποία αρχικά
προβάλλει ως εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας απ' το
σοσιαλισμό. Η περαιτέρω ανάπτυξη της
υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνδέεται: 1) με την απόπειρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των
ιστορικών επιστημών της εποχής η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των
προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας χωρίς
ωστόσο η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας [στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε
παρακάτω κατά την εξέταση του έργου «Η καταγωγή της οικογένειας...» του
Ένγκελς] 2) με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη
συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν
ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η
«καθαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξεπερνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και
3) της αναγκαιότητας—αντίστροφης προς αυτή
της «αναγωγής»— «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοινωνίας
των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας. Ωστόσο η υλιστική αντίληψη
της ιστορίας φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της θεωρητικής αντίληψης για την κεφαλαιοκρατική
κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) της με (προς) την προγενέστερη αλλά και μελλοντική
ιστορία.
Η πλέον δυσμενής γνωσιοθεωρητική συγκυρία χαρακτηρίζει
τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεδομένης της
απουσίας εμπειρικά υπαρκτού γνωστικού αντικειμένου και του εικοτολογικού-ουτοπιστικού
χαρακτήρα των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς
συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή επιστημονική πρόβλεψη τεράστιας
θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής) σημασίας, μέσω της διερεύνησης των
σχετικών τάσεων, νομοτελειών, αντιφάσεων
και των «εμβρύων» της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα πλαίσια της παλιάς,
δηλαδή αποκλειστικά στη βάση των ιστορικών προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο επιστημονικός
σοσιαλισμός από την άποψη της θεωρητικής θεμελίωσης των νικηφόρων
επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης (βλ. κοινωνική
επανάσταση, επαναστατική κατάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου).
Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού
πορεία αυτής της παράδοσης, συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων δογματικού και αναθεωρητικού
χαρακτήρα αλλά και με επιδράσεις διαφόρων
ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι
κλπ.). Εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική και θεμελιώδους θεωρητικής και
πρακτικής σημασίας είναι η επαναστατική - κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από
τον Β.Ι. Λένιν, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι
η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλ. ιμπεριαλισμός, διαλεκτική κλπ.). Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό
μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον
όρο «μαρξισμός-λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και
ιστορικά απροσδιόριστο συνοθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιουμένων θέσεων και «τσιτάτων»
των κλασσικών, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το
επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις
διαφορές προσέγγισης θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων στον καθένα από
τους κλασικούς του μαρξισμού, καθώς και την ιδιομορφία των ζητημάτων που
διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού. Αυτή η εργαλειακή-απολογητική
χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική εξωϊστορική και αφηρημένη (εν
πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασικούς» οι οποίοι
προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα
ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο «ενσάρκωση» της 4ης κλπ. υπόστασης...) χωρίς
καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά οι συνδεόμενες
με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (βλ. νεομαρξισμός) απόπειρες
αντιπαράθεσης των κλασικών (στους οποίους οπωσδήποτε
συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις
πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός
που οδηγεί ουσιαστικά στην απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική
πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), και «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες
τάξεις ενασχόληση. Η σοβιετική φιλοσοφική παράδοση,
Η συμβολή του Ένγκελς στη συγκρότηση αυτού του μοναδικού στην ιστορία του
πολιτισμού εγγχειρήματος επαναστατικοποίησης της
θεωρίας και της πρακτικής είναι αποφασιστικού χαρακτήρα.
Τα περιθώρια της παρούσας παρέμβασης δεν μας επιτρέπουν μια συστηματική εξέταση αυτής της συμβολής στην οργανική ενότητα της με τις
μαρξικές έρευνες αλλά και με τη διαφοροποίηση της σε ορισμένα μεθοδολογικά
ζητήματα από αυτές (π.χ. στην αντίληψη του Ένγκελς
περί «ιστορικού και λογικού»). Εδώ θα περιοριστούμε σε δύο βασικά επισημάνσεις:
1. Εκ των ων ουκ άνευ μεθοδολογικό θεμέλιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της
κοινωνικής θεωρρίας του μαρξισμού είναι η εξέταση
της νόησης (και του κατηγοριακού «μηχανισμού» της) ως
φυσικο-ιστορικής διαδικασίας. Οι λογικές (φιλοσοφικές, οικονομικές, κοινωνικές) κατηγορίες μέσω των οποίων αρθρώνεται η νόηση κατά
τη γνωστική διαδικασία ανακύπτουν (διαμορφώνονται και αναπτύσσονται) μέσα
στην ιστορία του πολιτισμού, ως καθολικές μορφές θεωρητικής
και πρακτικής αφομοίωσης της πραγματικότητας. Αυτή τη
νομοτελειακή-φυσικοϊστορική διαδικασία ανάπτυξης της νόησης ανιχνεύει κλασικά ο Ένγκελς: α) μέσα από την
ιστορία της φιλοσοφίας και ταυτόχρονα: β) μέσα από τη διαλεκτική
που διέπει την ανάπτυξη των φυσικών και μαθηματικών επιστημών (βλ. σχετικά:
«Διαλεκτική της Φύσης», «Αντι-Ντύρινγκ», «Ο Λ. Φόιερμπαχ και το τέλος
της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας» κ.α.). Αυτές οι ιδιοφυείς έρευνες του Ένγκελς (που αποτέλεσαν τροφή για επιθέσεις εναντίον
του από τις θέσεις ενός υπαρξιστικού, πραξεολογικού κλπ. υποκειμενισμού, αλλά
και για αντίθετες με τον προσανατολισμό
του μεγάλου στοχαστή απόπειρες συγκρότησης μεταφυσικού προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί του «καθ' όλου» φυσικής
φιλοσοφίας κλπ. - βλ. π.χ. την περί «διαλεκτικού υλισμού» αντίληψη του Στάάλιν, του Μπουχάριν και της επίσημης
σοβιετικής φιλοσοφίας) αποδεικνύουν, ότι: 1) η περαιτέρω ανάπτυξη
της διαλεκτικής είναι ανέφικτη αν δεν
συνδέεται οργανικά με τη διερεύνηση της λογικής και μεθοδολογίας των συγκεκριμένων
επιστημών και της ιστορίας του φιλοσοφικού στοχασμού 2) η ανάπτυξη της
επιστημονικής νόησης (ιστορικά και λογικά) διέπεται από συγκεκριμένες
νομοτέλειες και διανύει κατ' αναγκαιότητα ορισμένα στάδια-βαθμίδες. Ιστορικές
μορφές αυτής της ανάπτυξης είναι συνολικά οι εξής (βλ. τον Παλιό Πρόλογο στο
«Αντι-Ντύρινγκ»): ημιανθρώπινη - ημιαγελαία πρωτόγονη νόηση, μια νόηση άμεσα
περιπλεγμένη με την υλική - πρακτική δραστηριότητα και αναπτυγμένη νόηση (όχι
άμεσα αλλά έμμεσα - διαμεσολαβημένα
συνδεόμενη με την πρακτική. Η τελευταία ως προς τη μέθοδο της διακρίνεται
σε: «αφελή-αυθόρμητη», «μεταφυσική» και «συνειδητά διαλεκτική». Η μετάβαση της
ανθρωπότητας στη συνειδητά διαλεκτική νόηση σηματοδοτείται με τη συμβολή των
Χέγκελ, Μαρξ και Ένγκελς. Η μετάβαση αυτή προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του νομοτελειακού χαρακτήρα της ανάπτυξης της νόησης από
την προδιαλεκτική (διάνοια) στη διαλεκτική (λόγος) βαθμίδα της. Η
αδυναμία σύλληψης της διάκρισης μεταξύ διάνοιας και λόγου (Verstand
και Vernunft) καθιστά απροσπέλαστες
τις βαθύτερες λογικές και μεθοδολογικές
κατακτήσεις του μαρξισμού (νομοτέλειες, νόμοι της διαλεκτικής, θεωρητική
και αποδεικτική ισχύς της διαλεκτικής νοητικής ανασύστασης των αναπτυσσόμενων
αντικειμένων κλπ.) ανάγει το μαρξισμό σε συνοθύλευμα «θέσεων»
αυθαίρετα αξιοποιήσιμων κατά το δοκούν. Η αδυναμία αυτή συνδέεται με διάφορα κυρίαρχα
αστικά φιλοσοφικά ρεύματα, και ιδιαίτερα με τον θετικιστικό φετιχισμό του
εμπειρισμού και ορισμένης
βαθμίδας ανάπτυξης των μεθόδων των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών. Η
αδυναμία αυτή ανάγει τελικά τον μαρξισμό σε πλαδαρή και φλύαρη έκθεση ιδεών.
Οδηγεί κατ' αυτό τον τρόπο στον «ανώτατο βαθμό φαντασιοπληξίας, ευπιστίας και δεισιδαιμονίας» δεδομένου ότι «εκθειάζοντας την
απλή εμπειρία μεταχειρίζεται τη σκέψη με ύψιστη περιφρόνηση και στην
πραγματικότητα χώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην
πνευματική κενότητα» (Διαλεκτική της Φύσης, Σ.Ε., 1984, σελ. 32). Μόνο στα πλαίσια της συνειδητής διαλεκτικής (του λόγου) είναι εφικτή
η ανάπτυξη-άρση του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού. Η άγνοια αυτής της
προβληματικής και η (συχνά κραυγαλέα και επιδεικτική) απόρριψη της συνδέεται a priori με την ουσιαστική απόρριψη του ίδιου του μαρξισμού.
2. Τεράστιας
μεθοδολογικής σημασίας είναι οι έρευνες που πραγματοποίησε ο Ένγκελς (παράλληλα και σε στενή συνεργασία με τον
Μαρξ) σε ζητήματα κοινωνικής θεωρίας (βλ. π.χ. «Ο ρόλος
της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», «Μάρκα», «Για την ιστορία των Αρχαίων Γερμανών», «Η περίοδος
των Φράγκων», «Η καταγωγή της οικογένειας...»
κ.α.). Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι -σε αντιδιαστολή με τα ήθη που επικρατούν
σήμερα στον τομέα της επιστημονικής δεοντολογίας (όπου βλέπουμε και αυτοαποκαλούμενους «μαρξιστές» να «διευθετούν» με
καταπληκτική «άνεση» εξ απαλών ονύχων τα
πλέον περίπλοκα ζητήματα της θεωρίας)- οι μελέτες αυτές (και ιδιαίτερα
όσες δημοσιεύθηκαν εν ζωή των κλασικών) εδράζονταν σε διεξοδικότατη
κριτική αφομοίωση όλων των κεκτημένων της ιστορικής επιστήμης της εποχής τους (Η.Η.
Bancroff, F. Berier, G.L. Mauber,
M.M. Κοβαλέφσκι, H.J. Maine, J. Lubbock, J. Phear, J.Bachofen, J.F. McLennan, L.H. Morgan κ.ά.). Η ανακάλυψη του γένους (L.H. Morgan, 1877) ως καθολικής ιδιότυπης
μορφής της πρωτόγονης κοινωνίας «έχει για την πρωτόγονη ιστορία την ίδια
σημασία που έχει η θεωρία της ανάπτυξης του Δαρβίνου για τη βιολογία και η θεωρία
της υπεραξίας του Μαρξ για την πολιτική οικονομία» (Ένγκελς «Για την ιστορία
της πρωτόγονης οικογένειας (Bachofen, McLennan, Morgan)»). Όλες αυτές οι
κατακτήσεις της τότε ιστορικής επιστήμης εντάσσονται οργανικά (μετά από κριτική
επεξεργασία) στην υλιστική αντίληψη της
ιστορίας, ιδιαίτερα στο έργο του Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας...».
Η ανάπτυξη της ιστορικής επιστήμης υπαγορεύει μιαν επανεξέταση της αντίληψης του
Morgan για την πρωτόγονη κοινωνία και ιδιαίτερα όσον αφορά τις
πέντε βαθμίδες ανάπτυξης της οικογένειας: αιματοσυγγενική, πουναλουανή,
ζευγαρωτή, πατριαρχική και μονογαμική. Η
πρώτη από αυτές αποδείχθηκε καρπός μη έγκυρης πληροφορίας ενώ η δεύτερη
απλώς ειδική περίπτωση, χωρίς ωστόσο να συνιστά αυτοτελές στάδιο (βλ. Ιστορία
της πρωτόγονης κοινωνίας. Μόσχα, 1983, σελ. 125-126). Συνεπώς παρωχημένες
μπορούν να θεωρηθούν και οι αντίστοιχες θέσεις στο έργο του Ένγκελς. Ωστόσο
το βασικό περιεχόμενο αυτού του έργου (ό,τι αφορά τη μονογαμία, την προέλευση
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του Κράτους, την καθοριστική στιγμή της ιστορίας)
όχι μόνο δεν έπαψε να ισχύει αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας. Και
αυτό όχι μόνο από την άποψη της ιστορικής σημασίας ιδιοφυούς σύλληψης του, αλλά
από την άποψη των δυνατοτήτων που παρέχουν για τον ριζικό μετασχηματισμό της
κοινωνικής θεωρίας, που οδηγεί στην «άρση» του επιστημονικού κεκτημένου του
μαρξισμού. Οι δυνατότητες αυτές επικεντρώνονται εν πολλοίς στην
επαναδιατύπωση (αρχική διατύπωση στην «Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του
δικαίου», 1843, και κατόπιν στη «Γερμανική
Ιδεολογία», 1845-46) της θέσης για τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει σε τελευταία ανάλυση στην ιστορία η «παραγωγή
και αναπαραγωγή της άμεσης ζωής».
Η τελευταία είναι, κατά τον
Ένγκελς, δύο ειδών: «Αφ' ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων,
ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι' αυτό εργαλείων αφ' ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου,
συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης). Η ένταξη αυτή της
«παραγωγής του ίδιου του ανθρώπου» στην παραγωγή και αναπαραγωγή της
άμεσης ζωής ερμηνεύθηκε από πολλούς «μαρξιστές» και μη (π.χ. Στάλιν) ως
«παρέκκλιση» από την «ορθοδοξία» του κοινωνιολογισμού-οικονομισμού τους. Στην πραγματικόττητα πρόκειται για την πλέον κατάλληλη
και επιστημονικά έντιμη διατύπωση ενός θεμελιώδους ζητήματος της
κοινωνικής θεωρίας, αντίστοιχη του επιπέδου ανάπτυξης της ιστορικής επιστήμης
της εποχής, η οποία ερμήνευε την ανάπτυξη των μορφών της οικογένειας (μέχρι και
της ζευγαρωτής) ως προϊόν της φυσικής επιλογής (του «βιολογικού παράγοντα») και
το γένος ως συνέπεια της μορφής εκείνης της
οικογένειας που ανέκυψε από τη δράση του βιολογικού παράγοντα. Για το εν λόγω επίπεδο, οι οικογενειακοί δεσμοί (μέχρι τη
μονογαμία), οι δεσμοί του γένους αφ' ενός,
και αφ' ετέρου οι δεσμοί που ανακύπτουν από την παραγωγική επενέργεια των ανθρώπων στη φύση, καθώς και οι σχέσεις που
συνάπτουν βάσει αυτής της επενέργειας, προβάλλουν
ως παράλληλα συνυπάρχοντες, ως ασύνδετοι μεταξύ τους: οι μεν ως βιολογικοί
ουσιαστικά, οι δε ως οικονομικοί και οικονομικής προέλευσης. Η ιδιοφυής
διαίσθηση του Ένγκελς, ο οποίος αισθάνθηκε ότι εδώ υπάρχει περίπλοκο πρόβλημα,
τον οδηγεί στη διάκριση «δύο παραγωγών» κάνοντας αφαίρεση από την ειδική
εξέταση της εσωτερικής συνάφειας τους. Ταυτόχρονα όμως δεν ανάγει την παραγωγή
του ίδιου του ανθρώπου σε αποκλειστικά
βιολογικούς δεσμούς (βλ. π.χ. τη διερεύνιση της μονογαμίας, την εμφάνιση
και ανάπτυξη της οποίας ερμηνεύει μέσω της ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής μέσων προς το ζην), ενώ ερμηνεύει τις
σχέσεις του γένους όχι μόνο ως βιολογικές
αλλά και ως κοινωνικές. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στη συσχέτιση μεταξύ
φυσικού (και βιολογικού) και κοινωνικού, στη μετάβαση από τις προϋποθέσεις
της κοινωνίας στην καθ' αυτή κοινωνία, από
το «είναι» στην «ουσία» του κοινωνικού όλου. Αντίστοιχη μεθοδολογική - γνωσεεοθεωρητική συγκυρία παρατηρείται στην
ιστορία της πολιτικής οικονομίας όταν ο Α. Σμιθ προσέκρουσε στο πρόβλημα
της μετάβασης από την απλή εμπορευματική παραγωγή (προϋπόθεση της
κεφαλαιοκρατίας) στην κεφαλαιοκρατία. Μόνο
που ο Σμιθ, σε αντιδιαστολή με τον διαλεκτικά σκεπτόμενο Ένγκελς, προσκρούοντας
στο πρόβλημα οδηγείται στην αντίθεση μεταξύ «εσωτερικής» και «εξωτερικής» προσέγγισης,
μεταξύ θεωρητικής εξήγησης (μέσω του νόμου της αξίας) και εμπειρικής περιγραφής
του φετιχισμού της αντικειμενικής φαινομενικότητας. Δυστυχώς, για κοινωνικούς-ιστορικούς
λόγους (που εδώ δεν μπορούμε να εξετάσουμε διεξοδικά) και λόγω της
μεθοδολογικής ανικανότητας να αρθούν στο επίπεδο της διαλεκτικής σύνθεσης, του
λόγου, οι προσκολλημένοι στην προδιαλεκτική διάνοια «μαρξιστές» επαναλαμβάνουν στα τυφλά (και με χειρότερο τρόπο) τις
θεωρητικές περιπέτειες τύπου Α. Σμιθ στην κοινωνική θεωρία. Δεν συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα οργανικής
ένταξης των μετασχηματισμένων προϋποθέσεων του κοινωνικού
(συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών
σχέσεων) στην κοινωνική θεωρία ως αμεσότητα, ως «είναι» της κοινωνίας, αλλά
σπεύδουν να «εμπλουτίσουν» την (όντως μονόπλευρη) κοινωνιολογιστική - οικονομιστική
ερμηνεία του «μαρξισμού» τους με τον «ξεχασμένο άνθρωπο», με την «ανθρώπινη
φύση» κλπ. Οι απόψεις αυτές —που προβάλλουν ιδιαίτερα τελευταία και λόγω της
ψυχολογίας της ήττας που επέφερε η αντεπανάσταση σε πολλούς μαρξιστές— συνδέονται
συχνά με μιαν άκριτη αποδοχή, όχι των μεγάλων ανακαλύψεων της ψυχανάλυσης (ύπαρξη
του ασυνείδητου, διάρθρωση-ιεραρχία του ψυχισμού) αλλά και των κατ' εξοχήν παραπροϊόντων
της, που προβάλλουν με αξιώσεις καθολικής εμβέλειας κοινωνικής φιλοσοφίας (ψυχολογισμός-βιολογισμός, ενστικκτισμός, ατομικισμός, ανορθολογισμός κλπ.),
μιας φιλοσοφίας κάθε άλλο παρά συμβατής με το μαρξισμό (ο Φρόιντ ποτέ
δεν απέκρυψε τη σχέση των απόψεων του με την
έμφυτη, ανορθόλογη «κοσμική θέληση» του Σοπενχάουερ). Και βέβαια επ'
ουδενί λόγο δεν μπορεί να συνιστά ανάπτυξη του μαρξισμού οποιοδήποτε εγχείρημα
εκλεκτικιστικής συρραφής ετερόκλητων (συχνά αλληλοαποκλειόμενων) θέσεων από τη σκοππιά ενός μεθοδολογικού «πλουραλισμού».
Η μοναδική στην ιστορία εμπειρία μακροχρόνιας σοσιαλιστικής οικοδόμησης
(ιδιαίτερα στην τέως ΕΣΣΔ) η συσχέτιση επανάστασης και αντεπανάστασης, η εδραίωση
της τελευταίας σε χώρες του πρώτου ρεύματος σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η
κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση και η συνακόλουθη
κρίση του μαρξισμού, καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας τη διαλεκτική
ανάπτυξη -«άρση» του μαρξισμού, που δεν
θα συνιστά πλέον, απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν)
(εκτός των έργων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν)
- Βαζιούλιν
Β.Α. «Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ», Μόσχα, 1975.
- του ίδιου: «Η
λογική του "Κεφαλαίου" του Κ. Μαρξ», Μόσχα, 1968.
- του ίδιου: «Η
λογική της ιστορίας», Μόσχα 1988.
- του ίδιου: «Ο ρόλος του Ένγκελς στην προετοιμασία της
ανακάλυψης της υλιστικής αντίληψης στην
ιστορία», στο Vestnik Moskofskovo Univerciteta, σειρά: φιλοσοφία, No 6,1970.
- του ίδιου: «Προβλήματα της υλιστικής αντίληψης της
ιστορίας στο έργο του Ένγκελς "Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας και του κράτους"», στο Vestnik Moskofskovo Univerciteta σειρά: φιλοσοφία, No 2,1985.
- «Η λογική της ιστορίας και οι
προοπτικές ανάπτυξης της επιστήμης». Έργα της διεθνούς σχολήής της λογικής της ιστορίας, τ. 1. -
Δαφέρμος Μ., Εφάνοβα Ο., Κόσελ Β., Μαξίμοβ Μ. κ.α. Μόσχα, 1993.
- Ντόπκιν Γκ. Σ. «Μεθοδολογικά
προβλήματα της κοινωνικής γνώσης στη σοβιετική φιλοσοφική βιβλιογραφία των δεκαετιών 1960-1980»,
Μόσχα 1994.
- Πατέλης Δ. «Φιλοσοφική και
μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης», Μόσχα 1991
- του ίδιου: Κ. Μαρξ, Μαρξισμός,
διαλεκτική, λογική, ιστορικό και λογικό, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος κ.α. στο:
«Φιλοσοφικό-κοινωνιολογικό λεξικό», εκδ.
Καπόπουλος, τομ. 1-5, Αθήνα, 1994-95.
- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης
Δ. «Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε», Ουτοπία No 13,1994.
- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. «Για τις
νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό»,
Αριστερή Ανασύνταξη, No 7-8,1995
16 Μαΐου 1995