Mιχαήλ   Μαξίμοφ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η υπαρξιακή διάσταση της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος.

«Η πείρα μου ... με οδήγησε σε ένα ουσιώδες συμπέρασμα: για να είναι κανείς επαναστάτης είναι πρώτα απ’ όλα αναγκαία η ύπαρξη της επανάστασης».

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

 

«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα».

Β. Ι. Λένιν

 

Πρόλογος

Κάθε εποχή ή περίοδος στη διαδικασία διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας και μετάβασής της στον κομμουνισμό διακρίνεται και από ένα ερώτημα που είναι χαρακτηριστικό ακριβώς γι’ αυτή τη συγκεκριμένη εποχή.

Κατά την περίοδο της αποσύνθεσης του φεουδαρχισμού, όταν ολοκληρώνεται η περίοδος «εφηβείας» της ανθρωπότητας, για πρώτη φορά εγείρεται το ερώτημα περί του ανθρώπινου είναι, περί της αναγκαιότητας διάκρισης μεταξύ είναι και μη είναι του ανθρώπου, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Σε καλλιτεχνική μορφή και στο πνεύμα της εποχής του, ο Σαίξπηρ θέτει το ερώτημα που απασχολεί όχι μόνο την υπό διαμόρφωση προσωπικότητα του δανού πρίγκηπα αλλά και την ίδια την εποχή[1].

Η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, η ανάπτυξη του καπιταλισμού εγείρει ενώπιον της  προσωπικότητας ένα μοιραίο ερώτημα, που αργότερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, θα διατυπωθεί ως διάζευξη μεταξύ «είναι» και «έχειν»[2]. Ο Κ. Μαρξ θέτει αυτό το ερώτημα, στο οποίο απαντά με αυστηρά επιστημονικό τρόπο και στα πλαίσια της μελέτης της σύγχρονής του ώριμης καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της, την στιγμή που ο Φρομ αναπαράγει αυτό το κατ’ ουσίαν ιστορικά ξεπερασμένο ερώτημα καθ’ όλα στο πνεύμα μιας κοινωνίας, που έχει πλέον ξεπεράσει την κορυφή της ανάπτυξής της. Έτσι στον Φρομ «το έχειν» ταυτίζεται με το «μη είναι» και ταυτοχρόνως με τη βιολογική αυτοσυντήρηση ενώ το «είναι» ταυτίζεται με το «προσφέρειν», δηλαδή θα ’λεγε κανείς με την κοινωνική αυτοσυντήρηση.[3] Υπό την επήρεια κάποιας θολής υποψίας για την αναπτυγμένη τρόπον τινά πραγματικότητα και θεωρώντας ότι κινείται προς τα εμπρός, ο άνθρωπος αυτός υποχωρεί κατά ένα βήμα ή μάλλον κατά δύο:  ο Ε. Φρομ στερείται όχι μόνο της συνεπούς επιστημονικής μεθοδολογίας του Κ. Μαρξ αλλά και εκείνης της διαλεκτικής της ζωής και του θανάτου της ανθρώπινης προσωπικότητας και του ανθρώπου, που νοηματοδότησε με καλλιτεχνικό τρόπο ο Σαίξπηρ. Πως να το κάνουμε, η προσωπικότητα είναι τέκνο της εποχής της και αν πρόκειται μιαν ιστορικά παρωχημένη πραγματικότητα, τότε και στην προσωπικότητα γεννιούνται κάθε άλλο παρά ερωτήματα τύπου Άμλετ. Στην διαμορφωμένη ήδη προσωπικότητα δεν τίθεται πλέον το «ερώτημα του Φρομ».

Η εποχή της  μετάβασης απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η εποχή των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων που σηματοδοτεί την αφετηρία του γίγνεσθαι της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας, προβάλλει σε πρώτο πλάνο το ερώτημα που αφορά τον τρόπο μετασχηματισμού της τελευταίας και το χαρακτήρα των πράξεων της προσωπικότητας. Τι να κάνουμε για να υπάρχουμε;  Το ερώτημα που αφορά τον τρόπο μετασχηματισμού εγείρεται μόνο, όταν το υποκείμενο του μετασχηματισμού έχει πλέον διαμορφωθεί, είναι δεδομένο, όταν απομακρυνόμαστε (κάνουμε αφαίρεση) από το ζήτημα της αλλαγής του  υποκειμένου του μετασχηματισμού.

Η τωρινή εποχή της παλινόρθωσης προσοσιαλιστικών σχέσεων, οδηγώντας τις αντιφάσεις της πρώιμης σοσιαλιστικής κοινωνίας μέχρι το παράλογο και κάνοντας το παράλογο καθημερινότητα του είναι, θέτει το ερώτημα: πως να είμαστε, τη στιγμή που είναι ανέφικτη τόσο η ύπαρξη του ανθρώπου  σ’ ένα παράλογο κόσμο όσο και η  ανυπαρξία ενός ήδη διαμορφωμένου ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό το ανέφικτο του είναι φαίνεται και με μια πρώτη επιφανειακή ματιά με την αύξηση του αριθμού των ψυχικών διαταραχών, των ασθενειών, των αυτοκτονιών και φόνων, με τη μείωση του μέσου προσδόκιμου  ζωής.[4]

Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο το εν λόγω ανέφικτο του είναι εκδηλώνεται στην κοινωνική συνείδηση, με την αποσύνθεση του κοινωνικού ιδανικού και στην κυριαρχία αντικοινωνικών ιδεωδών. Στη συνείδηση των κομμουνιστών και των αριστερών αυτό εκδηλώνεται με την αναγωγή του συγκεκριμένου κομμουνιστικού ιδανικού σ’ έναν εξ’ ολοκλήρου αφηρημένο «κομμουνισμό» ή ακόμα και σε κάποια αφηρημένη περί δικαιοσύνης αντίληψη.

Στο επίπεδο της ουσίας της κοινωνίας το ανέφικτο του είναι δεν συνδέεται απλώς με την «αντιστροφή» της αντίφασης μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, όταν εκδηλώνεται ένα κολοσσιαίο  χάσμα ανάμεσα στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και τις παρωχημένες σχέσεις παραγωγής που έχει ως επακόλουθο  την ταυτόχρονη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό που τώρα συμβαίνει είναι μια επαναφορά, μια παλινόρθωση του προγενέστερου τύπου αναπαραγωγής και επίλυσης της παραπάνω αντίφασης, ο οποίος διακρίνει την προϊστορία της ανθρωπότητας και αποτελεί πηγή κίνησης της ανθρώπινης κοινωνίας, όταν αυτή ολοκληρώνει την διαμόρφωσή της.

Για να υποδείξουμε μια πορεία προς την αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα: «πως να είμαστε για να υπάρχουμε, τι είδους είναι μας χρειάζεται ώστε να υφιστάμεθα;», θα αφήσουμε κατά μέρος την ειδική εξέταση του ζητήματος της κρίσης της κοινωνικής συνείδησης στο σύνολό της και θα εξετάσουμε μερικές πτυχές της κρίσης του σύγχρονου κομμουνιστικού κινήματος. Η κρίση αυτή συνδέεται προπαντός με την απώλεια της κομμουνιστικής προοπτικής. Όταν το κοινωνικό κίνημα χάνει το στόχο του αποσυντίθεται στην ιδιώτευση  του ατομικισμού και οδηγείται σε πλήρη αδυναμία και ανικανότητα. Όταν ο άνθρωπος χάνει το σκοπό του στερείται τότε ταυτόχρονα και τον σημαντικότερο τρόπο υποστήριξης της ψυχικής του υγείας,[5]καθώς επίσης και της δυνατότητας να απαντήσει στο ερώτημα, το οποίο σ’ αυτή την περίπτωση αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα θα εγερθεί ενώπιόν του: πως να είμαστε, τι είδους είναι συνιστά αυθεντική ύπαρξη;

Πρέπει να επισημάνουμε, πως μέχρι μιαν ορισμένη στιγμή και λαμβάνοντας κυρίως υπόψιν την πολιτική κατάσταση στη Ρωσία, δεν θεωρούσαμε δυνατό να προβούμε σε μια κριτική του νυν κομμουνιστικού κινήματος συνολικά, συμπεριλαμβανομένων και των σημερινών κομμουνιστικών κομμάτων. Έως τον Οκτώβριο- Δεκέμβριο του 1993 η σύγκρουση των παλινορθωτικών με τις φιλοσοσιαλιστικές δυνάμεις διεξαγόταν κυρίως στο πολιτικό επίπεδο. Κατά την περίοδο από τον Αύγουστο του 1991 έως τον Οκτώβριο του 1993 κεντρικός στόχος των φιλοσοσιαλιστικών δυνάμεων ήταν η προάσπιση της εξουσίας των Συμβουλίων (Σοβιέτ). Κατά την εν λόγω περίοδο πρωτοπόρο ρόλο στα πλαίσια του φιλοσοσιαλιστικού στρατοπέδου διαδραμάτιζαν τα «αριστερά» κομμουνιστικά κόμματα και για την ακρίβεια ένα από αυτά. Μόνο το ΚΕΚΡ (Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας- σ.τ.μ.) και το κοινωνικό κίνημα «Εργαζόμενη Ρωσία» διεξήγαγαν ενεργό, ασυμβίβαστη και την πλέον αισθητή ως προς τα αποτελέσματά της πάλη για τη διατήρηση της Σοβιετικής εξουσίας. Επρόκειτο για πάλη «υπέρ αυτού που υπήρχε», υπέρ αυτού που ακόμη απέμενε απ’ τον σοσιαλισμό ως εκείνη την περίοδο στο πολιτικό επίπεδο. Αυτή η τακτική, που ήταν εξάλλου μάλλον επιβεβλημένη, οδηγούσε στην αναπόφευκτη ήττα.

Μετά τη συντριβή των Σοβιέτ, τη θέσπιση ανοιχτού αστικού συντάγματος και τη διαμόρφωση των νομοθετικών οργάνων του αστικού κράτους επήλθε ένα νέο στάδιο της παλινόρθωσης. Το κέντρο βάρους της σύγκρουσης μεταφέρθηκε στο πεδίο της οικονομίας. Τα εν λόγω «αριστερά» κομμουνιστικά κόμματα τα οποία διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης στο πολιτικό πεδίο - μιας αντιπαράθεσης όχι «υπέρ» αλλά «κατά» ορισμένης προοπτικής - αποδεικνύονται πρακτικώς ανίκανα να ανταπεξέλθουν σε αυτή την αλλαγή των όρων της αντιπαράθεσης. Σε πρώτο πλάνο προβάλλει τώρα το «δεξιό» κομμουνιστικό κόμμα ΚΚΡΟ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσικής Ομοσπονδίας), το οποίο θέτει το ζήτημα της «βιώσιμης ανάπτυξης» αυτού του ζώντος εν σήψει μορφώματος, το οποίο  μετά τον διαμελισμό της ΕΣΣΔ ονόμασαν «Ρωσική Ομοσπονδία», καθώς και το ζήτημα της σωτηρίας της ρωσικής κρατικής οντότητας - μιας οντότητας αστικής πλέον ως προς την μορφή. Η κρατική οντότητα της Ρ. Ο. θα γίνει αστική και  κατ’ ουσίαν όταν θα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί οι οικονομικοί μετασχηματισμοί στο πεδίο της παραγωγής, όταν θα έχει ολοκληρωθεί το παρόν στάδιο της παλινόρθωσης. Ως τότε η «βιώσιμη ανάπτυξη» δεν θα     σημαίνει τίποτε άλλο παρά απόπειρα αγώνα για τη διατήρηση αυτού που απέμεινε απ’ το σοσιαλισμό στο οικονομικό επίπεδο. Μια τέτοια τακτική που είναι ουσιαστικά για το ΚΚΡΟ επιβεβλημένη, οδηγεί προς μιαν αναπόφευκτη και εσπευσμένη ήττα.

Μέχρι πρότινος μια κριτική των κομμουνιστικών κομμάτων, η οποία εξαιτίας των ιδιοτήτων του αντικειμένου της δεν θα μπορούσε να μην είναι οξεία, μπορεί να επέφερε αποδυνάμωση του αγώνα, το περιεχόμενο του οποίου μπορεί και μην το συνειδητοποιούσαν πλήρως, του αγώνα εναντίον της αντικατάστασης του συστήματος των Σοβιέτ από το σύστημα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αλλά το στάδιο της αντιπαράθεσης που διανύουμε σήμερα καθιστά πλέον επιζήμια οποιαδήποτε περαιτέρω αναβολή της έναρξης μιας κριτικής συζήτησης.

Παρακάτω θα θίξουμε μερικά θεμελιώδη σημεία, που καταμαρτυρούν την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος: τη μη κατανόηση του καθολικού και αντικειμενικού χαρακτήρα της αντικομμουνιστικής παλινόρθωσης, την αυταπάτη περί επαναστατικής κατάστασης στη Ρωσία και τη βάση για τη σύγχυση της αντεπανάστασης με την επανάσταση, την περιφρόνηση της θεμελιώδους κοινωνικής θεωρίας και της αναγκαιότητας «να σπουδάσουμε τον κομμουνισμό» και την αφηρημένα εξιδανικευμένη αντίληψη για το σοσιαλιστικό παρελθόν. Θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή του αναγνώστη μας στο ζήτημα: ποιο είναι το κύριο καθήκον που τίθεται στον επαναστάτη την εποχή της αντικομμουνιστικής παλινόρθωσης.

Το να είσαι κομμουνιστής σημαίνει να είσαι επαναστάτης. Το να είσαι επαναστάτης σημαίνει να συμμετέχεις στην επανάσταση. Αν όμως η επανάσταση δεν υφίσταται, οι όποιες απόπειρες υπέρμετρης επίσπευσής της, είτε δράσης κατά τρόπο λες και υπάρχει ήδη επαναστατική κατάσταση, οδηγούν μόνο σε κωμωδία αν όχι σε παρωδία. Συνάμα όμως ο αγώνας νομοτελειακά αρχίζει ήδη από τότε που ακόμα δεν έχουν πλήρως ωριμάσει οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για την νικηφόρα ολοκλήρωσή του. Τι κάνουμε τότε;

Ο μύθος περί θανάτου του κομμουνισμού.

Μιλώντας στη γερουσία των ΗΠΑ το 1992 ο Γέλτσιν- προσωποποίηση της ρώσικής αντεπανάστασης- με την χαρακτηριστική κουλάκικη μεγαλοπληξία του έσπευσε να διακηρύξει: «Ο κομμουνισμός που απειλούσε όλο τον κόσμο έπεσε!» Να που εκπληρώθηκε αυτό που προανήγγειλε ο τότε όχι και τόσο άγνωστος κονδυλοφόρος Σολζενίτσιν: «ο κομμουνισμός πέθανε». Αυτό που δεν πέτυχε ο πάπας της Ρώμης και ο ρώσος τσάρος, ο Μέττερνιχ και ο Γκιζό, οι γάλλοι ριζοσπάστες και οι γερμανοί αστυνόμοι, ο Χίτλερ και ο Τσόρτσιλ, ο Τρούμαν και η ατομική βόμβα το κατάφερε ο πρώην γραμματέας περιοχής του ΚΚΣΕ, κάποιος ονόματι Γέλτσιν. Αν ο νεαρός Μαγιακόφσκι παρευρισκόταν σ’ αυτό το πανηγύρι της κάθε καθώς πρέπει σιχαμάρας του κόσμου, θ’ αντιδρούσε μάλλον ως εξής:

Κοιτάξτε,

τ’ αφεντικά θάβουν

τον κομμουνισμό!

Καταβροχθίζουν ανανάδες,

καταβροχθίζουν πέρδικες.

Αυτός που τόσα μνημόσυνα 

του σκάρωσαν

είναι αθάνατος!

Να τι δεν θα καταλάβουν οι αστοί.

Ας αφήσουμε για την ώρα τα των αστών τοις αστοίς και ας κοιτάξουμε το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο με μόνο το γεγονός της ύπαρξής του θα έπρεπε ίσως να αποδεικνύει πόσο βιαστική ήταν η αναγγελία της ιστορικής νίκης επί του κομμουνισμού από τον πρώην επικεφαλής των κομμουνιστών της περιοχής του Σβερντλόφ. Χωρίς να προτρέχουμε θα εξετάσουμε σε ποια κατεύθυνση αναπτύσσεται αυτό το κίνημα.

Πέρασαν  χρόνια μετά την εμφάνιση του Γέλτσιν στο Κογκρέσσο των ΗΠΑ. Παρευρισκόμενοι στη συνδιάσκεψη που οργάνωσε το αριστερό κίνημα «Προγκρές»[6] παρακολουθούμε τις ομιλίες των συνέδρων και των άλλων παρευρισκομένων από αριστερές κυρίως οργανώσεις. Μερικοί από αυτούς με βρεφική αμεσότητα συλλαμβάνουν την αλήθεια και ειλικρινώς ανακοινώνουν στους συγκεντρωμένους: «Δεν γνωρίζουμε τι είναι ο κομμουνισμός ξέρουμε όμως τι είναι ο σοσιαλισμός». Ελπίζουμε ότι κάποτε θα επανέλθουμε στις περί σοσιαλισμού γνώσεις των αριστερών. Προς το παρόν όμως θα επισημάνουμε ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το σοσιαλισμό αποσπασμένο από την κομμουνιστική προοπτική. Κάποιος θα πει ότι δήθεν αυτό είναι τετριμμένο. Δυστυχώς ... Γιατί όμως τότε στις προγραμματικές θέσεις[7] για παράδειγμα του νέου κόμματος που συνέταξε ο Σ. Γκουμπάνωφ  ως σκοπός διακηρύσσεται ο σοσιαλισμός ενώ για τον κομμουνισμό δεν υπάρχει ούτε μία λέξη; αυτοί οι άνθρωποι ξεχνούν ή μάλλον δεν καταλαβαίνουν, ότι μια από τις βασικότερες υποκειμενικές αιτίες της διάλυσης και αποχώρησης απ’ την ιστορική σκηνή του ΚΚΣΕ ήταν το γεγονός ότι στη δεκαετία του 60, κατά την μετάβαση σ’ ένα νέο στάδιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το κομμουνιστικό ιδανικό ως στρατηγικός σκοπός του κόμματος δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί, δεν είχε αναπτυχθεί. Τι γίνεται λοιπόν; Αν εσείς δεν μπορείτε να συγκεκριμενοποιήσετε το κομμουνιστικό ιδανικό σημαίνει άραγε πως πρέπει να παραιτηθούμε απ’ το σκοπό του κομμουνισμού εν γένει;  Είτε άθελά μας να αντικαταστήσουμε τον παραπάνω σκοπό με το στόχο να διατηρήσουμε αυτό που υπάρχει διαχεόμενοι στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα;  Όχι! Καλλίτερα θα ήταν να συλλογισθούμε πριν προβούμε σε μεγαλεπήβολες ανακοινώσεις της πρόθεσής μας περί ίδρυσης «νέου» κόμματος.

Κάποιος πάλι θα μας πει, ίσως απλώς θα σκεφθεί, ότι εκτός απ’ τους σοσιαλδημοκράτες υπάρχει και άλλη τάση η «ορθόδοξη» που δε φοβάται να μιλά για τον κομμουνισμό. Αφού λοιπόν για τον κομμουνισμό γίνεται λόγος ο κομμουνισμός υπάρχει. Εμείς όμως δε θα σπεύσουμε σε συμπεράσματα  πόσο μάλλον αν είναι λανθασμένα. Ας διαβάσουμε καλλίτερα, τι έγραφε στις αρχές του 1994 ο πρώτος γραμματέας της ΚΕ μιας αν και όχι «υπεραριστερής»  εν πάσει περιπτώσει μιας από τις πλέον μαχητικές αριστερές οργανώσεις Ι. Μαλιαρόφ: «Και ο κομμουνισμός προσλαμβάνεται ως κάτι το πασίγνωστο, το επανειλημένα σπουδαγμένο στα σχολεία και τα πανεπιστήμια και γι’ αυτό ως κάτι το ανιαρό και στις παρούσες μάλιστα συνθήκες ως κάτι εξ’ ολοκλήρου νεκρό. Είναι παράδοξο πως ενίοτε ακόμα και ειλικρινείς άνθρωποι αντιλαμβάνονται μια διδασκαλία, η ουσία της οποίας διέπεται από την ιδέα της ζωής, από την ιδέα της ανάπτυξης ως συνονθύλευμα ανιαρών νεκρών δογμάτων!»[8]

Εννοείται πως τα σχολεία, τα  ινστιτούτα και σε λιγότερο βαθμό τα πανεπιστήμια συνέβαλαν στην απονέκρωση του κομμουνιστικού ιδανικού. «Αλλά αυτά είναι τα ιδιαίτερα χαρίσματα των εγχειριδίων και της σχολικής διδασκαλίας: το βιβλίο που δεν το άγγιξε ο σχολικός σχολαστικισμός, προκαλεί τη ζωντανή δραστηριότητα της σκέψης και διαπερνά όλες τις πεποιθήσεις του αναγνώστη με τις ίδιες αλήθειες, που όταν διανθίζουν τις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων δεν προκαλούν στο παιδί ή στον έφηβο τίποτε άλλο παρά μόνο υστερικό χασμουρητό και τεμπέλικη αποστροφή».[9] Δεν είχε ο Πίσαρεφ την τύχη να διαβάσει τα εγχειρίδια του «επιστημονικού κομμουνισμού», αλλιώς είναι αμφίβολο αν θα ονόμαζε σχολαστικισμό τον καθολικά θανατηφόρο δογματισμό των συγγραφέων τους που επεδίωκαν να γράφουν μόνο για την απόλυτη γνώση. Δυστυχώς, αυτοί οι «επιστήμονες» που ονειρεύονταν τον αιώνιο γλυκό ύπνο σε μιαν επιστήμη που έφτασε στο απόλυτο, θα άξιζε  να θυμηθούν ακόμη μια κοινοτυπία: όσο πιο απόλυτη είναι η γνώση, τόσο λιγότερο αυτή εξαρτάται απ’ τη ζωή μ’ αποτέλεσμα μια τέτοια γνώση να προσεγγίζει την απόλυτη άγνοια. Μ’ αυτό το τρόπο το πασίγνωστο γίνεται παντελώς άγνωστο και ο γνωστός σε όλους κομμουνισμός αποδεικνύεται άγνωστος στους πάντες.[10]

Γι’ αυτό το λόγο, όταν μιλούν για τον κομμουνισμό, αποδεικνύεται σχεδόν πάντα πως δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλούν. Δεδομένου ότι μέχρι πρόσφατα κατά την ένταξη στο κόμμα υπήρχε κάποιος έλεγχος των σχετικών γνώσεων, είναι ευρέως διαδεδομένη η αυταπάτη, ότι εάν ένας άνθρωπος αποκαλείται κομμουνιστής, τότε προφανώς γνωρίζει και τη σημαίνει κομμουνισμός. Μάλιστα αυτή η αυταπάτη απαντάται εξίσου μεταξύ των ανένταχτων, των μελών του κόμματος και ιδιαίτερα της ηγεσίας. Αν επεκτείνετε τις εκτιμήσεις του Πίσαρεφ για τη ρώσικη κοινωνία του περασμένου αιώνα στο νυν κομμουνιστικό κίνημα δε θα διαπράξετε το παραμικρό παράπτωμα έναντι της αλήθειας: «Η κοινωνία έχει ανάγκη από γνώσεις αλλά ούτε συνειδητοποιεί ούτε καν αισθάνεται το βαθμό της πνευματικής της ένδειας και σε ποιο βαθμό εκδηλώνεται βασανιστικά αυτή η πνευματική ένδεια σ’ όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινότητά της... Η κοινωνία όχι μόνο σκέπτεται λίγο, αλλά δεν έχει και την παραμικρή αντίληψη για το τι σημαίνει δραστηριότητα της σκέψης. Ένα λεξιλόγιο μπερδεμένων λέξεων, ολόκληρες συλλογές από έτοιμα αποφθέγματα, ολόκληρες βιβλιοθήκες ψεύτικων δημιουργημάτων μιας αργόσχολης φαντασίας, αυτό είναι όλο το πνευματικό κεφάλαιο που κυκλοφορεί στην κοινωνία μας και η κατοχή τέτοιων θησαυρών πρέπει σ’ όλες τις πτυχές της να θεωρείται περισσότερο επαχθής συμφορά από την πλέον απροκάλυπτη πνευματική ένδεια».[11]

Είναι λοιπόν ο θάνατος του κομμουνισμού μύθος ναι η όχι; Ναι, είναι μύθος διότι αυτή τη στιγμή από τα μεν κεφάλια των κομμουνιστών απουσιάζει, ενώ στα κεφάλια των αντικομμουνιστών εξ’ αρχής δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή επιστημονική αντίληψη για τον κομμουνισμό και το κομμουνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να αρχίσουμε να μιλάμε για τα προβλήματα του επαναστατικού κινήματος από επαναστατικές θέσεις, ούτως ώστε στο μύθο περί θανάτου του κομμουνισμού να αντιπαραθέσουμε την επιστημονική διάγνωση της ασθένειάς του και να υποδείξουμε δραστικούς τρόπους θεραπείας. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να εξετάσουμε θεωρητικά τη σύγχρονη κοινωνία και την ιστορία της.

Εδώ όμως είναι που αρχίζουν οι δυσκολίες. Αυτές συνδέονται τόσο με τις πολύπλοκες αλλαγές που συμβαίνουν στο ίδιο το αντικείμενο, την κοινωνία, αλλά δεν έχουν ακόμα συντελεσθεί όσο και με το γεγονός ότι το ώριμο στάδιο της επιστήμης για την κοινωνία βρίσκεται ακόμα στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Βέβαια και μόνο το γεγονός πως η διαδικασία του γίγνεσθαι μιας τέτοιας επιστήμης λάμβανε χώρα μέχρι το πιο πρόσφατο παρελθόν αποτελεί εξαιρετικά παρήγορο συμβάν. Είναι όμως λυπηρό που το δεδομένο αυτό δεν μπορεί παρά να παρηγορήσει μόνο πολύ λίγους, εξαιτίας των εμποδίων που θέτει το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής συνείδησης με τις ριζωμένες σ’ αυτήν αυταπάτες, που άνθισαν και έχουν ήδη δώσει καρπούς.

Αντικειμενικές αυταπάτες.

Πρώτ’ απ’ όλα στην κοινωνική συνείδηση, ανεξάρτητα απ’ τον πολιτικό προσανατολισμό της, είναι διαδεδομένη η αυταπάτη που αφορά την κατανόηση της δράσης των αντικειμενικών ιστορικών νόμων και της επίδρασης που ασκεί στην κίνησή τους η προσωπικότητα.

Οι «δημοκράτες» όταν όδευαν προς την εξουσία και επεδίωκαν να καταστρέψουν το σύστημα της σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της σοβιετικής λαϊκής οικονομίας, καλλιεργούσαν επιτυχώς στη μαζική συνείδηση την αυταπάτη (άλλος από απερισκεψία, άλλος από κακία), ότι είναι τελείως άχρηστος ο κρατικός σχεδιασμός (γκοσπλάν) καθώς και κάθε είδους σχέδιο εν γένει. Υποστήριζαν, πως αφού η σχεδιοποίηση απαιτεί τεράστιες προσπάθειες και αποτέλεσμα δεν βλέπουμε, τότε αυτή είναι ανύπαρκτη. Με λίγα λόγια, αφού το σχέδιο είναι κακό, πρέπει να περάσουμε στην «ελεύθερη αγορά» που είναι καλή, θα μας εξασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας και μάλιστα χωρίς την οποιαδήποτε συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων σ’ αυτή την απρόσιτη για το λογικό τους υπόθεση. «Κάτι το πασίγνωστο, το επανειλημμένα  σπουδαγμένο στα σχολεία και τα πανεπιστήμια» από παλιά διατεινόταν επίμονα, πως ο καπιταλισμός λειτουργεί με βάση τους αντικειμενικούς ή ακόμα και τους φυσικούς νόμους της ιστορίας, ενώ ο σοσιαλισμός με βάση τη συνειδητή δημιουργία των μαζών υπό την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή με βάση κάποιους υποκειμενικούς, αυθαίρετους νόμους της ιστορίας. Η αυταπάτη της «ελεύθερης αγοράς» ως απόλυτης νομοτέλειας άνθισε μαζί με το αναγκαίο συμπλήρωμά της, την αυταπάτη περί «ελεύθερης  δημοκρατίας» ως απόλυτης αυθαιρεσίας και έδωσε μάλιστα καρπούς. Όλοι πόθησαν την ελεύθερη αγορά και ο καθ’ ένας χωριστά το ελεύθερο δικαίωμα να κατανέμει ο ίδιος τα έσοδα όλων. Με μια λέξη (πόθησαν- σ.τ.μ) τον καπιταλισμό. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού που διεξάγεται μπροστά στα μάτια μας, επιβεβαιώνει χονδροειδώς τη θέση του Ηράκλειτου: «για τους ανθρώπους να γίνονται όσα θέλουν δεν είναι το καλύτερο»[«ανθρώποις γίνεσθαι οκόσα θέλουσιν ουκ άμεινον»-βλ. Ε. Ρούσσος: Ηράκλειτος-περί φύσεως.Αθήνα,1987,σελ.14-15].

Ο αναγνώστης μας ίσως να σκεφτεί, πως αφού οι αυταπάτες άνθισαν και έδωσαν μάλιστα καρπούς τότε ήρθε ο καιρός να εξαφανισθούν. Δυστυχώς όμως τις τωρινές αυταπάτες θα τις διαδεχθούν άλλες, μέχρις ότου να μετασχηματιστεί το έδαφος στο οποίο αναφύονται. Κι ένας τέτοιος μετασχηματισμός είναι υπόθεση δύσκολη και μακρόχρονη.

Τώρα ρίχτηκαν και οι κομμουνιστές στο κυνήγι του φαντάσματος της εξουσίας, σήμερα εδώ και τώρα, αυτό το λεπτό, είτε της εξουσίας «του λαού γενικά». Σ’ αυτό το κυνήγι, τόσο αυτοί που στηρίζονται στον «κοινώς γνωστό κομμουνισμό», όσο και εκείνοι που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει κομμουνισμός, δεν ξεχνούν, πως ο σοσιαλισμός οικοδομείται με την  αυθαιρεσία κάποιων ανθρώπων. Και αφού έτσι έχει το πράγμα τότε και η αντεπανάσταση είναι έργο κάποιων ανθρώπων που δρουν εντελώς αυθαίρετα.  Μερικοί κομμουνιστές διευκρινίζουν: η αντεπανάσταση είναι έργο αποκλειστικά των «από πάνω».[12] Άλλοι πάλι προτιμούν πιο γενικές διατυπώσεις. Όταν κατά τον πρόεδρο του πολιτικού συμβουλίου της ΚΕΕ του ΡΚΚ Α. Κριουτσκόφ  «εγείρονται ιδιαίτερα σημαντικά ερωτήματα, όπως: γιατί κάποτε κατορθώναμε να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της  Ρωσίας και στην συνέχεια όχι;», απαντά ως εξής. «Για τον κομμουνιστή η απάντηση φαίνεται πασιφανής: κατορθώναμε να τη διατηρήσουμε ως επί το πλείστον επειδή, στη μεν πρώτη περίπτωση (τον Οκτώβριο του 1917) έχε επιλεγεί ο σοσιαλιστικός δρόμος ανάπτυξης, στη δε δεύτερη (τον καιρό του μεγάλου πατριωτικού πολέμου-ΜΜ) επειδή ο λαός σε γενικές γραμμές πίστευε στις σοσιαλιστικές αξίες και στο ότι συντελείται η οικόδομηση του σοσιαλισμού. Και μετά  την απωλέσαμε (την ακεραιότητα - σ.τ.μ.) επειδή προς το τέλος του αιώνα συσσωρεύτηκε ισχυρή εκρηκτική γόμωση, απ’ τις αρνητικές συνέπειες που προξένησε η εκτροπή απ’ το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Η αποποίηση του σοσιαλισμού αποτελεί ακριβώς τη βασική αιτία της ολόπλευρης κρίσης, συμπεριλαμβανομένης και της διάλυσης της Ένωσης...»[13] Μιας και παραθέσαμε τόσο μεγάλο χωρίο, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι για τον κομμουνιστή το ζήτημα της ακεραιότητας της Ρωσίας δεν μπορεί να προβάλλει ως ύψιστης σημασίας ζήτημα. Αλλά μιας και ένας κομμουνιστής έθεσε έτσι το ζήτημα, τότε πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς για τους κομμουνιστές θεωρούμε φυσική την αναζήτηση πρώτ’ απ’ όλα των αντικειμενικών αιτιών τόσο της διατήρησης της Ρωσίας όσο και της διάλυσης της ΕΣΣΔ. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Α. Κριουτσκόφ αποφάσισε να επιβεβαιώσει εμπράκτως τα ίδια του τα λόγια, πως το «κομμουνιστικό κίνημα στη Ρωσία δεν βρίσκεται στους καλλίτερες στιγμές του».[14]

Γενικεύοντας, όπως προβλέπετε, ο νυν ηγέτης της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ υποστηρίζει «Καμία σοβαρή και ισχυρή αντικειμενική αιτία για τη διάλυση της ΕΣΣΔ   δεν υπήρχε». [15] Άλλωστε τι θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από κομμουνιστές που μεγάλωσαν την περίοδο της αποσύνθεσης της «προσωπολατρίας» και βρίσκονταν στην καθοδήγηση του ΚΚΣΕ τον καιρό της παρακμής του; Πόσο μάλλον που και άνθρωποι διαμορφωμένοι μέσα απ’ τον ανελέητο αγώνα του κόμματος για επιβίωση αντιλαμβάνονται τις αιτίες  της ήττας του σοσιαλισμού με τον ίδιο τρόπο: «Είναι ολότελα φανερό, ότι αυτό συνέβη, επειδή εμείς , εννοώ οι υπεύθυνοι σε όλες τις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, διαπράξαμε χονδροειδή λάθη. Είναι πασιφανές, ότι στη Γερμανία αυτό το πείραμα (η σοσιαλιστική οικοδόμηση -ΜΜ) απέτυχε επειδή μεταξύ άλλων αιτιών, οι πολίτες της ΓΛΔ όπως πρωτύτερα και οι άλλοι γερμανοί, έκαναν λανθασμένη επιλογή...»[16] Σ’ αυτές τις τοποθετήσεις ο αλύγιστος αγωνιστής ο πρόεδρος του ΣΕΚΓ ο Χόνεκερ εμφανίζεται ως τυπικός κομματικός καθοδηγητής, συμμεριζόμενος αυταπάτες χαρακτηριστικές για όλο τον κρατικό- κομματικό μηχανισμό.

Με τις απατηλές αντιλήψεις για την επίδραση της προσωπικότητας στο ρου της ιστορίας, με την υπερμεγέθυνση του υποκειμενικού παράγοντα καθώς και με  την περιφρόνηση της δράσης των αντικειμενικών ιστορικών νόμων, συνδέεται άμεσα μια επιπλέον σύγχυση- αντιστροφή στα κεφάλια των αριστερών μας: η αντεπανάσταση συγχέεται με την επανάσταση. Πράγματι αν το όλο πρόβλημα επαφίεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηγετών, τότε οι καθοδηγητές των κομμουνιστών μας, -που φυσικά δεν είναι δυνατόν να διέπραξαν «χονδροειδέστατα λάθη», πόσο μάλλον δε που οι νυν αυτόκλητοι ηγέτες δεν θεωρούν τους εαυτούς τους προδότες,-  υπερνικούν με τόσο άδολο τρόπο την αντεπαναστατική κατάσταση. «Όταν όδευαν προς την εξουσία, εξαπατώντας τον λαό, κάθε είδους προδότες, τότε η κατάσταση ήταν αντεπαναστατική. Τώρα εμείς οδεύουμε στην εξουσία, ανοίγοντας τα μάτια του λαού- συνεπώς η κατάσταση είναι επαναστατική». Έτσι σκέπτονται οι κομμουνιστές μας. Όσο και αν τα παραπάνω ακούγονται παράλογα δεν τα έχουμε μεγαλοποιήσει καθόλου. Στο συλλαλητήριο της 7ης Νοεμβρίου 1994 ο πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ Τιούλκιν έθεσε στην ουσία ως καθήκον της στιγμής την προετοιμασία νέας σοσιαλιστικής επανάστασης. Το πότε αυτή θα διεξαχθεί  εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου απ’ τις δικές μας ενέργειες.

Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε, ότι στο στάδιο της προετοιμασίας και της έναρξης της αντεπανάστασης οι «δημοκράτες», θέλοντας και μη παρουσίαζαν τους δεξιούς ως αριστερούς και την αντεπανάσταση ως επανάσταση. Στη σοβιετική κοινωνία ωρίμασε αντικειμενικά η αναγκαιότητα αλλαγών και αυτό το διαισθάνονταν πολλοί. Στην πράξη όμως κανένας δεν καταλάβαινε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η αναγκαιότητα και πως ενδείκνυται να δράσει σε συνάρτηση μ’ αυτήν. Έτσι η κοινωνία ακολούθησε τον πιο απλό και πιθανό δρόμο: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού δεν επιλύθηκαν με κίνηση προς τα εμπρός αλλά με υποχώρηση. Και ας με συγχωρήσουν για το χοντροκομμένο παραλληλισμό: ο πρακτικός «γιατρός» άνοιξε τις φλέβες του ασθενή για να βγει το αίμα και ο τελευταίος αισθάνθηκε ανακούφιση, σε λίγο όμως πέθανε διότι δεν βρέθηκε  κανείς που θα μπορούσε να σταματήσει την αιμορραγία,  ούτε ήταν πλέον δυνατό.

Στο στάδιο του γίγνεσθαι, της ωρίμανσης της αντεπανάστασης, όταν διαμορφώνονται προσοσιαλιστικές αντιφάσεις, οι κομμουνιστές δεν διακρίνουν πλέον την αντεπανάσταση απ’ την επανάσταση.

Η ταύτιση της αντεπανάστασης με την επανάσταση, της αντεπαναστατικής με την επαναστατική κατάσταση εκδηλώνεται τόσο άμεσα, με την αναζήτηση αναλογιών μεταξύ της εποχής μας και των αρχών του αιώνα, όσο και έμμεσα, με τις εκκλήσεις για παράδειγμα για τη συγκρότηση κόμματος λενινιστικού τύπου, όταν προτάσσεται το οργανωτικό ζήτημα ως το κυριότερο .

Εδώ κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε, ότι όλες αυτές, καθώς και πολλές άλλες αυταπάτες των αριστερών δεν αποτελούν ψεύδη κάποιων κακόβουλων ούτε λάθη κάποιων ανόητων και δεν μπορούν να είναι μόνο ψεύδη και λάθη. Αυτές οι αυταπάτες σε ορισμένα στάδια είναι αντικειμενικού χαρακτήρα, αναπόφευκτες και μάλιστα ιστορικά αναγκαίες. Η εξέλιξη της αντεπανάστασης στη Ρ. Ο. αναπαράγει ως ένα βαθμό την κατάσταση της Ρωσίας των αρχών του αιώνα. Βέβαια στον ίδιο βαθμό και η δύση του ήλιου αναπαράγει την ανατολή, όπως και η πρωινή ομίχλη την βραδινή δροσιά. Εφόσον οι άνθρωποι βλέπουν μόνο την πραγματικότητα ως δεδομένη, «ως έχει» και δεν μπορούν να αντιληφθούν τις πραγματικές προοπτικές, τότε γι’ αυτούς σε πρώτο πλάνο προβάλλει η ομοιότητα, η ταυτότητα των χρονικών στιγμών ενώ παραβλέπεται η ιδιομορφία τους και η αντιθετικότητά τους, οι οποίες μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε συνάρτηση με την αντικειμενική τάση της κίνησης αυτών των στιγμών.

Σε τι συνίσταται λοιπόν η αναγκαιότητα αυτών των αυταπατών; Συνίσταται στο γεγονός ότι αυτές, ανακύπτοντας στη διαδικασία της άμεσης αντιπαράθεσης με την αντεπανάσταση, συντελούν τη διεξαγωγή αυτής της αντιπαράθεσης. «Στην πορεία της ανάπτυξης της μεν είτε της δε εποχής, όπως και στην πορεία της ανάπτυξης ενός ανθρώπου, διέρχεται μια περίοδος όπου το κύριο ζήτημα  είναι η απόκτηση και υπεράσπιση μιας αρχής σε όλη την ανώριμη έντασή της. Άλλα η πιο υψηλή αξίωση έγκειται στο να αναπτυχθεί αυτή η αρχή σε επιστήμη».[17]

Όταν ο Β. Ανπίλοφ επιτίθεται σε κάθε λογής προέδρους, δημάρχους και άλλους παλιανθρώπους, όταν διοργανώνει πολυπληθή συλλαλητήρια και προσκαλεί σε ασυμβίβαστο αγώνα με το κυβερνών καθεστώς, το μόνο που κάνει είναι να παλεύει υπέρ της αρχής «στην ανώριμη έντασή της». Κάτι τέτοιο όμως καταντά όλο και περισσότερο ανεπαρκές, πράγμα που το διαισθάνονται όλο και πιο πολλοί μέσα στο αριστερό κίνημα. Την ίδια στιγμή το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι έτοιμο ακόμα να ικανοποιήσει την πιο σημαντική κατά τον Χέγκελ αξίωση. Γι’ αυτό λοιπόν η διαίσθηση που αναφέραμε εκφράζεται μερικές φορές με φανταστικές μορφές, αλλά συχνότερα με την κατηγορηματική αξίωση ενός «αληθινού» κόμματος. Θέλοντας να δείξουμε κατά πόσο βάσιμη είναι η παραπάνω απαίτηση, θα εξετάσουμε το έργο του Β. Λένιν «Τι να κάνουμε;», το οποίο έγραψε για να απαντήσει στις ζωτικές ανάγκες του επαναστατικού κινήματος των αρχών του αιώνα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την περιρρέουσα πραγματικότητα της τρέχουσας ιστορικής περιόδου.

Το κόμμα σε περίοδο επανάστασης και αντεπανάστασης.

Η μπροσούρα του Β. Λένιν «Τι να κάνουμε;» γράφτηκε μετά την απόπειρα ενοποίησης όλων των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων του εξωτερικού, η οποία όμως κατέληξε σε αποτυχία. Ενάμισι χρόνο πριν την δημοσίευση της μπροσούρας, υπήρχε ήδη εφημερίδα και πραγματικά μαρξιστικοί όμιλοι σοσιαλδημοκρατών, δηλαδή υπήρχαν ήδη οι προϋποθέσεις για την δημιουργία κόμματος. Υπήρχαν όμως και εμπόδια, που συνδεόταν με την ανεπαρκή ανάπτυξη αυτών των προϋποθέσεων. Πρώτ’ απ’ όλα ήταν ο οικονομισμός, εναντίον του οποίου διεξήγαγε αποφασιστικό αγώνα ο συγγραφέας της μπροσούρας.

Αν όμως ο Β. Λένιν πρόβαλε τρία βασικά ζητήματα και συγκεκριμένα: το χαρακτήρα και το κύριο περιεχόμενο της πολιτικής αγκιτάτσιας, τα οργανωτικά καθήκοντα, καθώς και το «σχέδιο οικοδόμησης, ταυτόχρονα και απ’ όλα τα μέρη, μαχητικής πανρωσικής οργάνωσης» με τη βοήθεια πανρωσικής πολιτικής εφημερίδας, οι σημερινοί οικοδόμοι του κόμματος λενινιστικού τύπου στρέφουν την προσοχή τους μόνο σε ένα ζήτημα: στο οργανωτικό.[18] Οι κομμουνιστές μας ούτε που το συλλογίζονται γιατί τότε ήταν αναγκαίο και εφικτό να τεθούν παρόμοια ζητήματα. Ο Β. Ι. Λένιν βέβαια θέτει πολιτικά- οργανωτικά προβλήματα μιας και ως επί το πλείστον η κατάλληλη θεωρητική βάση του κινήματος ήταν ήδη υπαρκτή. Τα ζητήματα της θεωρίας που ανέκυπταν και δεν είχαν επιλυθεί από τον Κ. Μαρξ, αντιμετωπίζονταν στην πορεία της πολιτικο-οργανωτικής δουλειάς. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν κάποιες μεμονωμένες πλευρές της θεωρίας. Τώρα όμως προβάλλει το καθήκον της συγκρότησης μίας ολοκληρωμένης θεωρίας που θα αίρει (μέσω μιας διαλεκτικής άρνησης- άρσης) και θα εμπεριέχει το μαρξισμό. Αυτό απαιτεί μια τελείως διαφορετική προσέγγιση των οργανωτικο-πολιτικών ζητημάτων, μια διαφορετική δομή κοινωνικής οργάνωσης.

Στις αρχές του αιώνα η κύρια διαμάχη στους κόλπους της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας διεξαγόταν μεταξύ  επαναστατικής και οπορτουνιστικής τάσης. Μεταξύ τους υπήρχε ριζική αντίθεση ενώ και οι δυο τους αντιμετώπιζαν με διαφορετικό τρόπο και τα ζητήματα που έθεσε ο Β. Λένιν.

Στην εποχή μας έχουμε επίσης δύο τάσεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Όχι βέβαια τις ίδιες, όπως πιστεύει η γενική γραμματέας της ΚΕ του ΠΚΚ μπ. Ν. Αντρέγιεβα και μαζί της οι ηγέτες των κομμάτων της Ρωσ. Κομ. Σογιούζ,[19]αλλά τη σοσιαλδημοκρατική και την ορθόδοξη- δογματική, με ή χωρίς ποικίλες προσθήκες κρατικού πατριωτισμού.

Εξυπακούεται πως ο απλός πλην όμως σχολαστικός αναγνώστης μας θα προσέξει ότι οι τάσεις που αναφέραμε διακρίνονται λογικά βάσει διαφορετικών κριτηρίων: η σοσιαλδημοκρατική- σε σχέση με τους πολιτικούς στόχους του κινήματος, ενώ η ορθόδοξη- δογματική σε σχέση με τη θεωρία. Κατά τη γνώμη μας, ακριβώς στα πλαίσια που υποδείξαμε, εκφράζεται εμφανέστερα στην εποχή μας η καθεμιά απ’ αυτές τις τάσεις. Η λεπτομερής εξέταση δια της λογικής μεθόδου των κατευθύνσεων αυτών του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, προϋποθέτει κατά πρώτο λόγο κάπως μεγαλύτερη ωριμότητα του ίδιου του κινήματος και κατά δεύτερο, αποτελεί θέμα ειδικής έρευνας, κάτι που ξεπερνά τα όρια αυτού του άρθρου.

Εν συντομία θα θέλαμε να τονίσουμε, ότι όσον αφορά τη θεωρία και τους τρόπους απόκτησης γνώσεων, η πρώτη τάση είναι αναθεωρητική- εμπειρική και η δεύτερη, όπως προαναφέραμε, ορθόδοξη- δογματική. Στα πλαίσια της ορθόδοξης δογματικής κατεύθυνσης κυριαρχεί η αναπαραγωγή κάποιας πλευράς του παρελθόντος του κομμουνιστικού κινήματος, υπό την μορφή της αναπαραγωγής των απόψεων της μεν είτε της δε λίγο ή πολύ διακεκριμένης προσωπικότητας του κομμουνιστικού κινήματος, από τον Μάο μέχρι τον Μαρξ.

Όσον αφορά τις κοινωνικές ορίζουσες των μορφών της συνείδησης μπορούμε να επισημάνουμε τον μικροαστισμό της πρώτης τάσης. Σχετικά δε με την δεύτερη τάση, μετά την καταδίκη της «προσωπολατρίας» διαδόθηκε ευρέως η αντίληψη περί του  μικροαστικό χαρακτήρα κάθε «αριστερίστικης» παρέκκλισης. Ταυτοχρόνως όμως κανένας δεν διερεύνησε εξειδικευμένα, τι είδους μορφές συνείδησης διαμορφώνει το προλεταριάτο σε διαφορετικά επίπεδα της ωριμότητάς του. Κατά την γνώμη μας, η δεύτερη τάση στηρίζεται στο σύγχρονο «προ- προλεταριάτο» που αποτελεί προϊόν αποσύνθεσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Όσο αφορά τους πολιτικούς σκοπούς, τότε η πρώτη τάση είναι σοσιαλδημοκρατική ενώ η δεύτερη ουτοπική- κομμουνιστική.

Και οι δύο αυτές τάσεις οδηγούν σε αδιέξοδο, γι’ αυτό και δεν μπορούν να είναι οι κύριες. Η κύρια τάση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Το μόνο που υπάρχει μέχρι στιγμής είναι κάποιες προϋποθέσεις. Μία απ’ αυτές είναι το γίγνεσθαι της νέας θεωρίας της κοινωνικής ανάπτυξης. Και αν στις αρχές του αιώνα, αποτελούσε ιδιαιτερότητα της Ρωσίας το γεγονός πως «η ίδια η εμφάνιση (η έμφαση είναι του συγγραφέα- Μ.Μ.) του εργατικού κινήματος και η μεταστροφή της προοδευτικής κοινής γνώμης προς το μαρξισμό σηματοδοτήθηκε από τη συνένωση άκρως ανομοιογενών στοιχείων υπό μια κοινή σημαία ,για τον αγώνα εναντίον του κοινού αντιπάλου (της παρωχημένης  κοινωνικο-πολιτικής κοσμοθεώρησης) [απ’ εδώ και στο εξής αν δεν αναφέρεται το αντίθετο, οι εμφάσεις είναι δικές μου - Μ. Μ.]»[20],  σήμερα στην πράξη η κοινή γνώμη είναι απούσα, υπάρχει στην καλλίτερη περίπτωση, η γνώμη τμημάτων της μαχόμενης κομμουνιστικής οπισθοφυλακής. Τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος στην εποχή της «περεστρόικα», όσον αφορά την κύρια τάση, ήταν ρητά αντιδραστικά, όπως άλλωστε ορίζει η ιστορία για την εποχή της αντεπανάστασης. Το μόνο κοινό με την προεπαναστατική περίοδο είναι η «συνένωση άκρως ανομοιογενών στοιχείων», (του καθ’ ενός βεβαίως κάτω από την δική του σημαία), εναντίον όμως ενός κοινού αντιπάλου που είναι βέβαια προσωποποιημένος στη μορφή του Γέλτσιν και όχι εναντίον της παρωχημένης κοσμοθεωρίας αυτής καθ’ εαυτής. Τι να κάνουμε, στον καιρό μας και αυτό είναι πολύ. Ποια είναι όμως η σύγχρονη αυτή κοσμοθεωρία απ’ τις θέσεις της οποίας διεξάγεται ο αγώνας;

Μακριά από μένα αυτό το απαρχαιωμένο ερώτημα. Σ’ ένα συλλαλητήριο, ένας νεαρός με στολή παραλλαγής από τη ΜΓΚΜΠ (φρουρά νεολαίας των μπολσεβίκων- σ.τ.μ.) του ΠΚΚ μπ. που ετοιμαζόταν όπως φάνηκε για παράνομη δουλειά, (και ίσως για αυτό οι κρυφοί εχθροί από την «Πράβντα» του δημοσίευσαν πρωτοσέλιδη φωτογραφία στην εφημερίδα), αναφερόμενος στο συλλαλητήριο, στην ερώτηση «Συνεχίζετε τις σπουδές σας;» απάντησε αποφασιστικά: «Ο Μαρξ ήταν κορυφαίος της πρακτικής. Έχουμε περάσει άμεσα στην ταξική πάλη». Η αντίθεση μετατρέπεται στο έτερό της, οι δογματικοί παίρνουν τη θέση των «οικονομιστών», η ιστορία επαναλαμβάνεται ως παρωδία: «Η πλειοψηφία των «οικονομιστών» εντελώς ειλικρινά βλέπει (και κατά την ουσία του «οικονομισμού» πρέπει να βλέπει) με αντιπάθεια κάθε είδους θεωρητικές διαμάχες, τις φραξιονιστικές διαφωνίες, τα πλατιά πολιτικά ζητήματα, τα σχέδια για την οργάνωση των επαναστατών κλπ... δικό μας έργο είναι το εργατικό κίνημα, οι εργατικές οργανώσεις εδώ στον τόπο μας, όλα τ’ άλλα- επινοήσεις των θεωρητικών κατασκευαστών δογμάτων ...»[21] Μήπως δεν εκφράζουν τους δικούς μας «επαναστάτες» αυτά τα λόγια; Το μόνο που χρειάζεται είναι η δουλειά, «συγκεκριμένο» έργο, και όσο για τα σχέδια αυτά είναι επινοήσεις των θεωρητικών, κατασκευαστών δογμάτων, μαξιμαλισμός και πολύ μακρινός στόχος.

Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά την θεωρία και τους θεωρητικούς, (αν και υπήρχε, κατά βάση, η κατάλληλη θεωρία και είχε μάλιστα διασωθεί όταν ολοκληρώθηκε η περίοδος του νόμιμου μαρξισμού), η εποχή του γίγνεσθαι του ιμπεριαλισμού έθετε νέα ζητήματα, άγνωστα στην εποχή του Κ. Μαρξ. Γι’ αυτό και ο Β. Ι. Λένιν, ξεκινώντας από την πρακτική και πολιτική ανάγκη της σύγκρουσης με τον οπορτουνισμό, τοποθετεί στην πρώτη θέση το πρόβλημα της θεωρητικής δουλειάς: «Πρώτον, θα έπρεπε να φροντίσουμε για την επανέναρξη αυτής της θεωρητικής δουλειάς, η οποία  μόλις είχε αρχίσει την εποχή του νόμιμου μαρξισμού... Δεύτερο, θα ήταν ανάγκη να ριχτούμε ενεργά στη μάχη με τη νόμιμη «κριτική» που εισάγει στα μυαλά αποκλειστικά διαστροφή, τρίτο, θα έπρεπε να εναντιωθούμε ενεργά στη σύγχυση και τις ταλαντεύσεις του πρακτικού κινήματος».[22]

Σήμερα είναι εξαιρετικά αναγκαίο να φροντίσουμε για τη συνέχιση αυτής της θεωρητικής δουλειάς που άρχισε στη δεκαετία του 60 στην ΕΣΣΔ. Γι αυτό πρέπει να ριχτούμε στη μάχη εναντίον της «αποκλειστικής διαστροφής» που κυριαρχεί στα αριστερά μυαλά, χωρίς να φοβόμαστε κατηγορίες περί θεωρητικής απόκλισης δογματισμού, φραξιονισμού, εσωστρέφειας κλπ.

Εδώ που τα λέμε βέβαια κριτική υπήρξε. Για παράδειγμα η εφημερίδα «κοντραργκουμέντι ι φάκτι» που τώρα πλέον δεν εκδίδεται. Αυτή την κριτική μπορούμε να τη θεωρήσουμε δεικτική, υβριστική, σε κάποια σημεία δίκαια, επ’ ουδενί λόγω όμως δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε επιστημονική. Επί πλέον επρόκειτο για μια κριτική τρόπον τινά «έξωθεν». Η εμφάνιση στο όργανο της ΡΚΕΝ (εφημερίδα «Μπουμπαράς») ενός δριμύτατου συναισθηματικού και ως προς το κριτικό του μέρος, ιδιαίτερα δικαίου άρθρου για τα αριστερά κομμουνιστικά κόμματα[23], μαρτυρεί το γεγονός πως η αναγκαιότητα της κριτικής του αριστερού κινήματος ωρίμασε κατά κάποιο τρόπο και «εκ των έσω».

Ο αναγνώστης μπορεί να σκεφτεί και να πει, ότι: πρώτον όλ’ αυτά αποτελούν εκδήλωση κομπορρημοσύνης και δεύτερον, ότι η κριτική, όπως είναι της μόδας να λέγεται, εμποδίζει την ενοποίηση της αντιπολίτευσης. Εμείς επί του συγκεκριμένου ζητήματος συμφωνούμε με τους ιδρυτές της «Ίσκρα», οι οποίοι στην ανακοίνωση για την έκδοση της εφημερίδας υποστήριζαν: «πριν ακόμη ενωθούμε και για να ενωθούμε, είναι αναγκαίο πρώτ’ απ’ όλα αποφασιστικά και ξεκάθαρα να διαχωρίσούμε τις θέσεις μας».[24] Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απαιτείται η διευκρίνηση των διαφορών στο αριστερό κίνημα. Όσο αυτές οι διαφορές δεν αναπτύσσονται και δεν συνειδητοποιούνται θα εμφανίζονται ως επουσιώδεις, ενώ ταυτόχρονα θα εμποδίζουν  την ενοποίηση. Ο διαχωρισμός των θέσεων είναι μια διαδικασία μακροχρόνια και επώδυνη που διανύει τα στάδιά της. Η ιδιομορφία του συγκεκριμένου σταδίου συνδέεται με τη μεταβατική κατάσταση της κοινωνίας που περικλείεται απ’ τα σύνορα της Ρ. Ο. Εκτυλίσσεται η διαδικασία της αποσύνθεσης της σοβιετικής σοσιαλιστικής κοινωνίας και η διαμόρφωση καπιταλιστικής κοινωνίας ενταγμένης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο παρά τους γρήγορους ρυθμούς της η διαδικασία αυτή δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ακόμη δεν έχουν διαμορφωθεί  οι τάξεις, δεν έχει διαμορφωθεί η κοινωνική βάση των αριστερών κομμουνιστικών κομμάτων και αυτό σημαίνει, ότι θα παρατείνεται η διαδικασία της αποσύνθεσης του κομμουνιστικού κινήματος.

Με τον πλέον εμφανή τρόπο αυτή η αποσύνθεση εκδηλώνεται στον θεωρητικό τομέα. Όταν ο πρώτος γραμματέας του Ρ. Κομμουνιστικού Ε. Κ. Διακηρύσσει στο συλλαλητήριο, ότι το κύριο σήμερα δεν βρίσκεται στα προγράμματα, απ’ αυτά έχουμε δήθεν ένα σωρό («Εγώ ο ίδιος έγραψα πέντε»). Αλλά στα πρακτικά βήματα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε ανακύπτει το ερώτημα: μπορεί άραγε ένας λίγο πολύ μορφωμένος άνθρωπος να λέει σοβαρά τέτοια πράγματα; Αν ήταν μια φορά ορθά τα λόγια του Β. Λένιν στην περίοδο που η «πλατειά διάδοση του μαρξισμού συνοδευόταν από κάποια πτώση του  θεωρητικού του επιπέδου», τότε στην εποχή μας που επικρατεί η καθολική εξόντωση της παιδείας ισχύουν εκατό φορές: «Στο κίνημα εξαιτίας της πρακτικής του σημασίας και των πρακτικών του επιτυχιών, προσήλθε κάμποσες κόσμος, πολύ λίγο ή και καθόλου προετοιμασμένος θεωρητικά. Το να επαναλαμβάνουμε τα λόγια του Κ. Μαρξ: «κάθε βήμα ενός πραγματικού κινήματος είναι σημαντικότερο από μία ντουζίνα προγράμματα» σε μια εποχή πλήρους θεωρητικής σύγχυσης, είναι το ίδιο με το να φωνάζουμε στη θέα μιας κηδείας : «πέντε δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα!» ».[25]

Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε και πολύ λόγο για την θεωρητική σύγχυση, διότι αυτή υπάρχει και με το παραπάνω, ενώ απουσιάζει παντελώς μία λίγο πολύ διαδεδομένη θεωρία. Γι’ αυτό και το πραγματικό κίνημα σήμερα  έγκειται πρωτίστως στην ανάπτυξη και τη διάδοση της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας. Και οποιοδήποτε πραγματικό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντικότερο από ντουζίνες σημερινών προγραμμάτων. Πόσο μάλλον που δεν υπάρχει ούτε ένα πρόγραμμα αριστερού κόμματος όπου τίθεται κάπως το ζήτημα της θεωρίας. Παρ’ όλο που όλοι γνωρίζουν πως «το ρόλο του πρωτοπόρου μαχητή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο το κόμμα, που καθοδηγείται από την πρωτοπόρο θεωρία (έμφαση του συγγραφέα- ΜΜ)»[26]

Την εποχή της αστικής αντεπανάστασης που έχει κατ’ ανάγκη καθολικό χαρακτήρα, πρωτοπόρος μαχητής δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο μαχητές οπισθοφυλακής, που εξασφαλίζουν μία λίγο πολύ συγκροτημένη υποχώρηση, όπου απέμεινε κάτι ικανό έστω γι υποχώρηση και διασώζουν τα υπολείμματα του διαλυμένου στρατού απ’ την πλήρη εξόντωση.

Στην εποχή μας, εξαιτίας τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών αιτιών, κανένα κόμμα δεν είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του πρωτοπόρου μαχητή, αυτού που ρίχνεται πρώτος στη μάχη. Γι’ αυτό το ερώτημα που εγείρεται είναι άλλο: μπορεί άραγε να εκπληρώσει το ρόλο της οπισθοφυλακής ένα κόμμα που αγνοεί κάθε είδους θεωρία; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσει μόνος του ο αναγνώστης μας. Εμείς θα επισύρουμε την προσοχή του στο γεγονός, ότι μαζί με τη θεωρία οι κομμουνιστές μας περιφρονούν και μια απ’ τις μορφές πάλης: τη θεωρητική.

Όπως ίσως θα γνωρίζει ο αναγνώστης μας, ο Φ. Ενγκελς αναγνώριζε τρεις μορφές πάλης της σοσιαλδημοκρατίας, θέτοντας τη θεωρητική πάλη στην ίδια σειρά με την πολιτική και την οικονομική.

Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε το γεγονός ότι κατά τη γνωστή απαρίθμηση των μορφών πάλης ο Ένγκελς αναφέρει την θεωρητική πάλη ως απλώς παρακείμενη των υπόλοιπων μορφών. Συνεπώς κατά τον Ένγκελς εκείνο που αναδεικνύεται στο προσκήνιο είναι η ομοιότητα, το ομοειδές αυτών των μορφών και μάλιστα μια ομοιότητα κατά κύριο λόγο εξωτερική: ως μορφών πάλης.

Ο Β. Ι. Λένιν ακολουθώντας τον Φ. Ένγκελς δεν εξετάζει αυτές τις μορφές πάλης στην ιδιομορφία τους, στην ουσιώδη διαφορά και ενότητά τους.[27] Αυτό συμβαίνει επειδή αντικειμενικά στις αρχές του αιώνα, μέχρι την Οκτωβριανή επανάσταση κύρια μορφή πάλης ήταν η πολιτική, η οποία διεξαγόταν και στο χώρο της θεωρίας. Γι’ αυτό και σε πρώτο πλάνο πρόβαλε το στοιχείο ακριβώς της σύγκρουσης. Έτσι το ζήτημα της συνάφειας  της θεωρητικής μορφής με την πολιτική, της θεωρίας και της πολιτικής πρακτικής υποχωρούσε σε δεύτερη μοίρα. Στο τέλος του αιώνα, μετά την Οκτωβριανή αντεπανάσταση η θεωρητική μορφή της πάλης αντικειμενικά αναδεικνύεται σε κύρια , παρά το γεγονός ότι υποκειμενικά αυτό δεν το συνειδητοποιεί το αριστερό κομμουνιστικό κίνημα. Γι’ αυτό το λόγο τώρα καθίσταται αναγκαίο να διακρίνουμε την αλληλουχία, τη σύνδεση, τη συνάφεια των διαφόρων μορφών πάλης, να διακριβώσουμε πότε και για ποιο λόγο γίνεται κύρια η μεν είτε η δε μορφή. Ιδιαίτερη μάλιστα επικαιρότητα αποκτά σήμερα το ζήτημα της συσχέτισης θεωρίας και πρακτικής.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια, ότι δεν χρειάζεται η πολιτική μορφή πάλης. Αντιθέτως, αυτή έχει τεράστια σημασία, μόνο που «αφ’ εαυτής», από μόνη της δεν οδηγεί πουθενά. Το ίδιο ακριβώς και η θεωρητική μορφή πάλης, παρ’ όλο που αποτελεί την κύρια μορφή στο συγκεκριμένο στάδιο, χωρίς τις μη κύριες μορφές και χωρίς να συνδέεται με αυτές δεν οδηγεί πουθενά.

Οι κομμουνιστές μας, όπως ήδη επισημάνθηκε, ασχολούνταν και ασχολούνται, σχεδόν αποκλειστικά, με την πολιτική μορφή πάλης, θεωρώντας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ότι στο θεωρητικό πεδίο οι θέσεις τους είναι αδιαμφισβήτητες, μιας και ο Μαρξ (ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Τρότσκι, ο Μάο - ότι δεν χρειάζεται να διαγραφεί) απάντησε σ’ όλα τα προβλήματα για όλες τις εποχές που θα έρθουν. Ο κομμουνισμός για τους νυν αριστερούς αποτελεί πίστη, είτε φανατική, είτε υποβληθείσα σε μεταρρύθμιση.[28]

Ενώ ο κομμουνιστές μας είτε άμεσα είτε συγκαλυμμένα απευθύνονται στην πίστη- ως κάποια «πνευματικότητα», ο Β. Λένιν εστιάζει την προσοχή μας μόνο στη διδασκαλία. Πως να το κάνουμε! Όσο λιγότερο ο άνθρωπος καταλαβαίνει την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο αυτή η πραγματικότητα τον βαραίνει, συνθλίβοντας το λογικό και απελευθερώνοντας χώρο για την πίστη. Αυτή η πίστη αποκτά στους αριστερούς μας εξωτερικά τις πλέον διαφορετικές μορφές. Εν μέρει έχουμε θίξει αυτές τις μορφές αναφερόμενοι στη θεοποίηση των ηγετών του παρελθόντος. Αν όμως η θεοποίηση του Κ. Μαρξ ή του Β.Ι. Λένιν δεν καταδεικνύει στα μάτια των κομμουνιστών μας ποίοι απ’ τους θρησκευόμενους είναι περισσότερο αριστεροί, υπάρχει ένας άλλος θεός, που ακούει στο όνομα «εργατική τάξη». Ο βαθμός ευλάβειας προς αυτήν συνιστά κατ’ αυτόν τον τρόπο και το βαθμό κομμουνιστικότητας: όσο πιο αριστερό είναι ένα κόμμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίστη του στην εργατική τάξη. Πρόκειται ακριβώς για πίστη, διότι κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με τη μελέτη των αλλαγών που συνέβαιναν, συνέβησαν και συμβαίνουν στην εργατική τάξη. Εμάς όμως μας απασχολεί εδώ το θέμα της εργατικής τάξης σε συνδυασμό με τη διδασκαλία, δηλαδή με τη θεωρία. Αν οι δικοί μας αριστεροί κομμουνιστές και πρώτ’ απ’ όλα το ΡΚΕΚ, νομίζουν ότι η κοινωνική προέλευση καθορίζει το συνεπές των κομμουνιστικών απόψεων, ο Β. Λένιν θεωρεί ότι «στους εργάτες δεν υπήρχε αλλά ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει συνείδηση της ασυμβίβαστης αντίθεσης των συμφερόντων τους με όλο το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς, δηλαδή συνείδηση σοσιαλδημοκρατική...Αυτή μπορούσε να προέλθει μόνο απ’ έξω. Η ιστορία όλων των χωρών μαρτυρεί πως η εργατική τάξη, στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, είναι σε θέση να διαμορφώσει μόνο τρεϊντγιουνιονιστική συνείδηση[29]... Η σοσιαλιστική  διδασκαλία αναπτύχθηκε απ’ τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που επεξεργάζονταν μορφωμένοι εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν και αυτοί ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο ακριβώς και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίσθηκε τελείως ανεξάρτητα απ’ την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εμφανίσθηκε ως φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα ανάπτυξης της σκέψης της επαναστατικής σοσιαλιστικής διανόησης... στα μέσα της δεκαετίας του 90 αυτή η διδασκαλία δεν αποτελούσε μόνο ένα καθ’ όλα διαμορφωμένο πρόγραμμα της ομάδας «Απελευθέρωση της εργασίας», αλλά είχε κερδίσει με το μέρος της την πλειοψηφία της επαναστατικής νεολαίας στη Ρωσία».[30] Εδώ ο Β. Λένιν δεν εξετάζει μόνο «τη διδασκαλία του σοσιαλισμού» ως κάτι το δεδομένο, αλλά την ταυτίζει κιόλας μ’ ένα πρόγραμμα. Βέβαια με το πρόγραμμα όχι κόμματος αλλά ομάδας, δηλαδή σε συνθήκες όπου δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί σε επαρκή βαθμό η διαφορά μεταξύ πολιτικού προγράμματος και διδασκαλίας. Πολιτικό πρόγραμμα είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου, του σχεδίου επίτευξης των στόχων, τόσο των τακτικών όσο και του στρατηγικού. Αυτό δε το πρόγραμμα καθορίζεται απ’ τη διδασκαλία. Πως είναι λοιπόν δυνατό να έχουν τα σημερινά «κόμματα» κάποιου είδους πρόγραμμα, αν δεν συνειδητοποιείται ο σκοπός! Και πως ένα κόμμα μπορεί να δρα , όταν στερείται προγράμματος![31] 

Οι κομμουνιστές μας μπορεί να επισημάνουν ότι πριν την εμφάνιση της ομάδας με το πρόγραμμα- διδασκαλία είχε ήδη ανακύψει η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας  και εκτός αυτού η εν λόγω διδασκαλία δεν ενσαρκώθηκε μόνο στο πρόγραμμα της ομάδας, αλλά είχε επιπλέον εξαπλωθεί σε ευρεία κλίμακα ανάμεσα στην επαναστατική νεολαία. Μόνο μετά από αυτό αρχίζει να διαμορφώνεται κόμμα λενινιστικού τύπου στη Ρωσία. Τώρα όμως δεν έχουμε ούτε ώριμή θεωρία , κατάλληλη για τη σύγχρονη εποχή (αυτή η θεωρία, όπως υπογραμμίσθηκε πρωτύτερα , βρίσκεται στο στάδιο του γίγνεσθαι), ούτε επαναστατική νεολαία, το νου της οποίας θα άξιζε να κατακτήσουμε και συνεπώς ούτε εξάπλωση κάτι τινός, το οποίο ακόμη δεν υπάρχει πλήρως, σ’ αυτό που απουσιάζει εντελώς... Ούτε υπάρχει ομάδα με πρόγραμμα, στο οποίο θα μπορούσε να ενσαρκωθεί η υπό διαμόρφωση διδασκαλία. Δηλαδή απουσιάζουν εκείνες οι προϋποθέσεις δημιουργίας του κόμματος των σοσιαλδημοκρατών που υπήρχαν στο τέλος του προηγούμενου αιώνα.

Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός πως η νέα διδασκαλία δημιουργήθηκε από εκπροσώπους της αστικής διανόησης και διαδιδόταν αρχικά στους κόλπους της επαναστατικής νεολαίας και όχι μεταξύ των εργατών. Η σύνδεση του επιστημονικού κομμουνισμού με το εργατικό κίνημα δεν είναι απλό πράγμα, όπως νομίζουν οι δικοί μας αριστεροί. Αποτελεί μία μακρόχρονη και αντιφατική διαδικασία. Η πλήρης ενοποίηση του επιστημονικού κομμουνισμού με το εργατικό κίνημα είναι εφικτή μόνο όταν εκλείπει η αντίθεση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, δηλαδή στον κομμουνισμό, όταν δεν θα υπάρχει πλέον εργατικό κίνημα και θα έχει εκλείψει και η ίδια η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ενοποίησης. Αυτή η ενοποίηση διέρχεται μέσα από νομοτελειακά στάδια, τα οποία συνδέονται τόσο με τις εσωτερικές νομοτέλειες ανάπτυξης της ίδιας της θεωρίας, όσο και με τα στάδια ανάπτυξης της διανόησης και της εργατικής τάξης, που καθορίζονται σε τελευταία ανάλυση απ’ το ποιοτικό επίπεδο ανάπτυξης της χειρωνακτικής και της πνευματικής εργασίας. Η εξέταση όμως αυτού του ζητήματος συνδέεται με τη μελέτη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, κάτι που δεν αποτελεί αντικείμενο του άρθρου μας. Γι’ αυτό θα επισημάνουμε μόνο τα στάδια ανάπτυξης των προϋποθέσεων δημιουργίας κόμματος λενινιστικού τύπου: εμφανίζεται η θεωρητική διδασκαλία των σοσιαλδημοκρατών, το πρόγραμμα της ομάδας, στο οποίο ενσαρκώνεται η διδασκαλία και η τελευταία διαδίδεται στους κόλπους της νεολαίας( και μάλιστα της επαναστατικής  νεολαίας). Σ’ αυτή τη βάση εμφανίζεται πλήθος βραχύβιων ομάδων, έπειτα οι ομάδες των σοσιαλδημοκρατών και μόνο μετά απ’ αυτές το κόμμα.

Γιατί λοιπόν οι ηγέτες των αριστερών μας, ενώ σκοπεύουν να δημιουργήσουν κόμμα λενινιστικού τύπου, δεν υπολογίζουν τα αναγκαία στάδια που οδηγούν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος; Επειδή ξέχασαν μιαν απ’ τις υποχρεώσεις των ηγετών: «Ιδιαίτερη υποχρέωση των ηγετών έγκειται, στο να διαφωτίζουν όλο και περισσότερο τον εαυτό τους σε όλα τα θεωρητικά ζητήματα... και να έχουν πάντα υπόψη τους, ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον αντιμετωπίζουν ως επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν».[32]

Βέβαια οι ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων όλο και κάτι μελετούν, όπως επίσης κάνουν και τα άλλα μέλη αυτών των κομμάτων. Το ζήτημα όμως είναι τι και πως μελετούν. Για παράδειγμα η οργανωμένη μελέτη των νυν μελών της νέας (!) Κομσομόλ θυμίζει έντονα τα μαθήματα της κομσομόλικης οργάνωσης την εποχή της στασιμότητας, όταν πήγαιναν σ’ αυτά από υποχρέωση και κατανοώντας ότι είναι κάτι το άχρηστο. Αυτή η υπενθύμιση είναι και το μόνο ζωντανό πράγμα σ’ αυτή τη μελέτη. Μπορεί όμως κανείς να μελετά με τέτοιο τρόπο την κοινωνική θεωρία; Μπορεί. Πρόκειται για μιαν εξ’ ολοκλήρου σχολαστική μελέτη. Το αντικείμενο προσλαμβάνεται απ’ τον σχολαστικό τελείως επιφανειακά, η γνώση παραμένει εξ’ ολοκλήρου εγχειριδιακή, η μέθοδος σπουδών ανάγεται στην απομνημόνευση και στην εύστοχη ή άστοχη μηχανιστική αναπαραγωγή. Έτσι όμως μπορεί ν’ ασχολείται με την επιστήμη μόνο μια μη διαμορφωμένη προσωπικότητα.

«Για να ενισχυθεί και ν’ ανυψωθεί η ανθρώπινη προσωπικότητα, πρέπει οπωσδήποτε η πνευματική εργασία να είναι ωφέλιμη, δηλαδή όχι μόνο να αποβλέπει σε συγκεκριμένο λογικό σκοπό αλλά εκτός αυτού οφείλει να επιτυγχάνει αυτό το σκοπό»[33]. Η μελέτη οποιασδήποτε επιστήμης έχει στόχο την κατανόηση της πραγματικότητας. Για να εκπληρωθεί αυτός ο στόχος, χρειάζεται η μελέτη  να συνδέεται άρρηκτα με την ανάπτυξη της επιστήμης. Βέβαια αυτό ισχύει στον έναν ή στον άλλον βαθμό αν δεν αντιλαμβανόμαστε την επιστήμη σαν κάτι τελείως εγχειριδιακό. Έτσι μπορεί ν’ ασχοληθεί με την επιστήμη η διαμορφωμένη προσωπικότητα.

Ποια όμως στοιχεία πρέπει να χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, ο οποίος επιδιώκει να γίνει μέλος μιας κομμουνιστικής οργάνωσης, καθώς και την ίδια την οργάνωση; Ο Β. Ι. Λένιν αναφέρεται σε τρία αλληλένδετα επίκαιρα ζητήματα οργανωτικο- ιδεολογικής υφής: στην αναγκαιότητα εξαγωγής πρακτικών διδαγμάτων από την πείρα του κινήματος, στην αναγκαιότητα να απαλλαγούμε από τον ερασιτεχνισμό και να ξεπεράσουμε την προσήλωση στον αυθορμητισμό. Στην εποχή μας τα ζητήματα αυτά αποκτούν μια νέα διάσταση.

Οι κομμουνιστές μας δεν αντλούν κανένα ή σχεδόν κανένα δίδαγμα από την πείρα του κινήματος τους,[34] μιας και «για να αξιοποιηθεί η πείρα του κινήματος και να αποκομισθούν απ’ αυτή την πείρα πρακτικά διδάγματα, είναι αναγκαίο να έχει κανείς επαρκή ανάληψη των αιτιών και της σημασίας της μεν είτε της δε ανεπάρκειας».[35] Αυτό είναι το ήμισυ της συμφοράς, συνεχίζει ο Λένιν, «Ας υπήρχε μόνο η συνείδηση των ανεπαρκειών και αυτό θα ισοδυναμούσε στην επαναστατική υπόθεση με περισσότερο απ’ το μισό της διόρθωσης!»[36] Να όμως που κανένας μας δεν θέλει να συνειδητοποιήσει τις αδυναμίες.

Αν η αντεπανάσταση αποτελεί μία καθολική διαδικασία, τότε αναπόφευκτα στον ένα ή στον άλλον βαθμό, με τη μια ή την άλλη μορφή διαπερνά τον καθένα! Η  αντεπανάσταση που βιώνουμε στις μέρες μας συνιστά μια διαδικασία αποσύνθεσης του πρώιμου σοσιαλισμού συνολικά συμπεριλαμβανομένου και του κομμουνιστικού κινήματος, καθώς και της ικανότητάς του να συνειδητοποιεί τις αδυναμίες του. Μάλιστα η συνειδητοποίηση των αδυναμιών έχει πάψει προ πολλού να απασχολεί το κομμουνιστικό κίνημα. Και ... «το ήμισυ της συμφοράς έγινε πραγματική καταστροφή, όταν αυτή η συνείδηση άρχισε να σκοτεινιάζει, ... όταν εμφανίσθηκαν άτομα, ... τα οποία προσπάθησαν ακόμα και θεωρητικά να θεμελιώσουν τη δουλοπρέπεια και την υπόκλισή τους στον αυθορμητισμό.»[37] Στο κομμουνιστικό κίνημα υπάρχουν δύο μορφές υποταγής στον αυθορμητισμό. Η πρώτη έγκειται στην περιφρόνηση των υπαρκτών συνθηκών και στη δραστηριοποίηση σε «αυστηρή» αντιστοιχία με τις αφηρημένες αρχές. Επιφανειακά αυτή η μορφή οργάνωσης της δραστηριότητας εμφανίζεται ως αμιγώς συνειδητή, ως εκ διαμέτρου αντίθετη της υποταγής στον αυθορμητισμό. Ο νεαρός που ήδη αναφέραμε με τη «στολή παραλλαγής» από το ΜΓΚΜΠ του ΠΚΚΜΠ, ο οποίος διέκοψε τις σπουδές και άρχισε τη δράση, υπέδειξε στον συγγραφέα ως ιδεώδεις επαναστάτες τους δούλους που δήθεν μάχονταν, εξεγείρονταν, ώσπου ανέτρεψαν τους δουλοκτήτες και κατέστρεψαν το δουλοκτητικό σύστημα! Ας παραβλέψουμε τη μικρή... ιστορική ανακρίβεια, όσον αφορά το γεγονός πως ποτέ στην ιστορία οι εξεγέρσεις των δούλων δεν οδηγούσαν στην πτώση του δουλοκτητικού συστήματος, και ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι οι αυθόρμητες ενέργειες αποτελούν το ιδεώδες ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται μπολσεβίκοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η «δογματική» μορφή προσήλωσης στον αυθορμητισμό μετατρέπεται στη δεύτερη διαδεδομένη μορφή, την «εμπειρική», που πολιτικά ανταποκρίνεται περισσότερο στη σοσιαλδημοκρατική τάση. Αν ο δογματικός για λόγους αρχής δεν θέλει να συνειδητοποιήσει τις αδυναμίες του ως αδυναμίες, ο σοσιαλδημοκράτης τις αποδίδει στις συγκυρίες, στον εμβρυώδη χαρακτήρα του κινήματος, στα αναπόφευκτα του συγκεκριμένου σταδίου ανάπτυξης κλπ. Ο σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού «κομμουνιστής» μας λησμονεί, πως όταν κάνουμε λόγο για ανωριμότητα, συνειδητοποιούμε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό μας από πιο προηγμένες θέσεις. Αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε να περιμένουμε μια συνειδητή και από πιο προωθημένες θέσεις υπέρβαση αυτής της ανωριμότητας η τουλάχιστον μιαν αναστοχαστική νοηματοδότηση του περιεχομένου της. Τίποτα όμως παρόμοιο δε συναντάμε στους σοσιαλδημοκράτες μας. Τώρα η καταπολέμηση του αυθορμητισμού στο κομμουνιστικό κίνημα ξεκινά με την προσπάθεια κατανόησης της πείρας του σοσιαλισμού στην παγκόσμια ιστορική περιρρέουσα πραγματικότητα και την ανάπτυξη του μαρξισμού.

Άμεσα συνδεδεμένη με τον αυθορμητισμό του κομμουνιστικού κινήματος είναι και η κυριαρχία  του χειροτεχνισμού που το χαρακτηρίζει. Τι σημαίνει όμως χειροτεχνισμός; Ο Β. Ι. Λένιν επισημαίνει, ότι «εκτός από την έλλειψη προετοιμασίας η έννοια «χειροτεχνισμός» περικλείει και κάτι άλλο: τη στενότητα  όλης της επαναστατικής δουλειάς εν γένει... τις προσπάθειες να δικαιολογηθεί αυτή η στενότητα και να αναχθεί σε ιδιαίτερη θεωρία».[38] Ο Β. Ι. Λένιν εντοπίζει στην έννοια «χειροτεχνισμός» εκείνες τις πλευρές, η υπέρβαση των οποίων ανταποκρινόταν στις πολιτικές και οργανωτικές ανάγκες της στιγμής και προπαντός στην πιο σημαντική ανάγκη, στη δημιουργία επαγγελματικής οργάνωσης επαναστατών. Πρέπει να πούμε ότι κατ’ αρχήν απροετοίμαστος για την σύγχρονη επαναστατική δράση μπορεί ν’ αποδειχθεί( και κατά πάσα πιθανότητα αποδεικνύεται) όχι μόνο ο χειροτέχνης αλλά και ο επαγγελματίας. Εκτός αυτού, παρά  το γεγονός ότι το στενό εύρος της  νυν επαναστατικής δράσης πραγματικά δεν ανταποκρίνεται στα  καθήκοντα, τόσο της εποχής  του Β.Ι. Λένιν όσο και των ημερών μας, αυτό δεν συνδέεται πάντα με τον χειροτεχνισμό αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι αποτέλεσμα ορισμένου  τύπου επαγγελματικού περιορισμού. Ας υποθέσουμε, ότι ανακύπτει η αναγκαιότητα και η δυνατότητα δημιουργίας παγκόσμιας κομμουνιστικής οργάνωσης, ενώ το κόμμα εξακολουθεί να εργάζεται επαγγελματικά, πλην όμως σε πιο περιορισμένα, εθνικά πλαίσια. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να ονομάσουμε την παραπάνω δράση χειροτεχνισμό, παρά μόνο με τη μεταφορική σημασία του όρου. Σε συνάρτηση μ’ αυτό, η  στενότητα δεν αποτελεί πάντα χαρακτηριστικό του χειροτέχνη.

Χειροτεχνισμός είναι ο περιορισμός του ανθρώπου σε μία μόνο δραστηριότητα με εργαλεία εργασίας, κατασκευασμένα ιδιοχείρως απ’ την αρχή ως το τέλος, είτε πρόκειται για χειρωνακτική είτε για πνευματική εργασία. Η έννοια αυτή αφορά προπαντός την προσωπικότητα και όχι την οργάνωση. Μπορεί βέβαια να υπάρξει και οργάνωση χειροτεχνών, μια συντεχνία με την ιδιομορφία της. Τώρα που δεν υπάρχει ούτε διαδεδομένη θεωρία, ούτε σχολή, δηλαδή κάποιο έρεισμα στα  προηγούμενα επιτεύγματα στο μεν είτε στο δε τομέα, αλλά υπάρχει επιθυμία για δράση, γεννημένη από την άμεση επίδραση των συνθηκών, οι άνθρωποι αρχίζουν οι ίδιοι να επινοούν ο καθένας και από μια εφημερίδα. Παρεμπιπτόντως αξίζει να αναφέρουμε, ότι ο αριθμός των αριστερών εφημερίδων ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό των ουκ ολίγων αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ο χειροτεχνισμός είναι η μάστιγα του σημερινού αριστερού τύπου και της αριστερής διανόησης συνολικά.

Αντίθετος του χειροτεχνισμού είναι ο επαγγελματισμός που απορρέει από τον καταμερισμό της εργασίας. Όμως αναγκαίο συμπλήρωμα του επαγγελματισμού είναι ο χειροτεχνισμός και αυτό σημαίνει πως όσο διατηρείται ο καταμερισμός της εργασίας θα διατηρείται και ο χειροτεχνισμός. Που είναι όμως πραγματικά εφικτό το να υπερβούμε και που πραγματικά ξεπερνιέται τόσο ο επαγγελματισμός όσο και ο χειροτεχνισμός; Στο πεδίο του γίγνεσθαι, στο πεδίο  της υπό διαμόρφωση συνθετικής θεωρίας[39] η οποία αίρει (υπερβαίνει σε μιαν ανώτερη σύνθεση )την αντιθετικότητα των επιστημών.

Σύγχρονη επαναστατική οργάνωση μπορεί να είναι μία οργάνωση που στηρίζεται στη σύγχρονη συνθετική θεωρία. Αλλά το γεγονός ότι στηριζόμαστε στη θεωρία δε σημαίνει ότι αναζητούμε σ’ αυτήν έτοιμους τρόπους, συνταγές πρακτικών μετασχηματισμών. Εκεί δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να  υπάρξει τίποτα παρόμοιο. Η αξιοποίηση της σύγχρονης θεωρίας παρέχει στην επαναστατική οργάνωση τη δυνατότητα να θέσει ενώπιόν της και ενώπιον της κοινωνίας ζητήματα η επίλυση των οποίων είναι ζωτικά αναγκαία, και τα οποία κανείς προηγουμένως δεν έθετε και δεν προωθούσε, δηλαδή κατ’ αρχήν, εξολοκλήρου νέα καθήκοντα.

Τέτοιου είδους καθήκοντα προϋποθέτουν έναν καθ’ όλα συγκεκριμένο χαρακτήρα σχέσεων μεταξύ των μελών της οργάνωσης και του αντίστοιχου χαρακτήρα προσωπικότητες που απαρτίζουν αυτή την οργάνωση. Υπάρχουν όμως στην πράξη οργανώσεις που συνειδητά θέτουν ως σκοπό τους την διατύπωση, την αναζήτηση καινούργιων καθηκόντων, καινούργιων λύσεων; Ναι και μάλιστα έχουν μελετηθεί σε εμπειρικό επίπεδο. Πρόκειται για τα λεγόμένα ριψοκίνδυνα εγχειρήματα ή επιχειρήσεις «διακινδύνευσης» που ασχολούνται με την αναζήτηση νέων, μη τυποποιημένων επιστημονικών -τεχνικών ιδεών και λύσεων. Κατά την γνώμη μας στα πλαίσια αυτών των εγχειρημάτων καταβάλλονται προσπάθειες υπέρβασης της αντίθεσης μεταξύ  χειροτεχνισμού και  επαγγελματισμού. Σ’ αυτά τα εγχειρήματα, για την κατευθυνόμενη επιλογή συνεργατών διεξήχθησαν έρευνες των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας που διαθέτει  ευρετικές δυνατότητες για ευρεσιτεχνίες και νεωτερισμούς. Κατά την γνώμη μας έχει πολύ ενδιαφέρον, όσον αφορά το ζήτημα των γνωρισμάτων που διακρίνουν το μέλος της επαναστατικής οργάνωσης, να εξετάσουμε μερικά απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά.

Ο  Φ. Χέρζμπεργκ, καθηγητής του μάνατζμεντ, όλως δικαίως υποστηρίζει ότι η εσωτερική πεποίθηση περί υψηλής αυθεντικότητας του ερευνητή στα πλαίσια της επίλυσης κάποιου προβλήματος δημιουργεί ισχυρή δόσης «ανοσίας» απέναντι σε οποιαδήποτε νέα ιδέα...[40] Ποιος άραγε απ’ τους νυν ηγέτες των αριστερών κομμουνιστικών κομμάτων είναι απαλλαγμένος από μια τέτοια «ανοσία»; Ωστόσο αυτή η πεποίθηση απουσίαζε παντελώς απ’ τους επαναστάτες που στα τέλη του περασμένου αιώνα δημιουργούσαν στη Ρωσία το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ο επαναστάτης είτε στο χώρο της επιστήμης είτε στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων, δεν υποδύεται το πρόσωπό του, αλλά είναι πάντα ο εαυτός του, συνειδητοποιώντας τις δυνατές και αδύνατες πλευρές του, κάτι που του επιτρέπει ν’ αντιστέκεται επιτυχώς στις μαζικές ψυχώσεις. Αυτός εκδηλώνει σταθερά την επιδίωξη ν’ αλλάξει τους «κανόνες» του παιχνιδιού», όταν οι υπόλοιποι εντείνουν όλες τις δυνάμεις τους, για να πετύχουν το επόμενο ρεκόρ στα πλαίσια των υφιστάμενων και παραδεδεγμένων κανόνων.

Οποιαδήποτε επανάσταση προξενεί περισσότερη απ’ ότι συνήθως απροσδιοριστία. Γι’ αυτό ένα απ’ τα βασικότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του επαναστάτη είναι η υψηλού επιπέδου παιδεία που του παρέχει τη δυνατότητα ορθής συμπεριφοράς σε καταστάσεις απροσδιοριστίας. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι από  τη μέχρι τώρα διαθέσιμη εμπειρία συνάγεται πως μόνο υπό το κράτος της αυταπάτης του εντελώς προσδιορισμένου χαρακτήρα των γνώσεών της (μ’ ένα σύμπλεγμα γνωστικής επάρκειας)[41]οποιαδήποτε οργανωμένη  κοινότητα κατακτούσε επί ορισμένο χρονικό διάστημα λίγο- πολύ αποτελεσματικό επίπεδο λειτουργίας. 

Η υψηλή απροσδιοριστία συνιστά ήδη αφ’ εαυτής οριακή ακραία  κατάσταση. Η λελογισμένη συμπεριφορά σε οριακές καταστάσεις είναι ένα ακόμη διακριτικό γνώρισμα του επαναστάτη. Ο προαναφερθείς αμερικανός μάνατζερ υπογραμμίζει την απόλυτη προτεραιότητα του σκοπού έναντι της ευημερίας ακόμα και στους αμερικάνους «γεννήτορες νέων ιδεών» ![42] Πως άραγε φαντάζουν οι προσπάθειες συνδυασμού της υλικής ευημερίας με την υλοποίηση του στόχου της επαναστατικής αλλαγής της επιστήμης ή της κοινωνίας από κάποιους δικούς μας «υπερεπαναστάτες» είτε «μη επαναστάτες, αλλά κομμουνιστές».

Η δράση σε συνθήκες απροσδιοριστίας σε οριακές καταστάσεις, η απροθυμία μας να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους με βάση το δικό τους μέτρο,  καθώς και η απόρριψη στερεότυπων ενεργειών, προϋποθέτει και μια σχετικά μεγάλη ανεκτικότητα (ανεξιγνωμία) απέναντι σε κάθε είδους, παρεκκλίσεις στη συμπεριφορά των συναδέλφων, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής.[43] Όποιος είχε την τύχη να αναπνεύσει , ή που αναπνέει την ατμόσφαιρα της εσωκομματικής ζωής, γνωρίζει την ανεκτικότητα των κομμουνιστών μας και μπορεί ο ίδιος να συμπεράνει κατά πόσο αυτή η ατμόσφαιρα ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που τίθενται σήμερα στο κομμουνιστικό κίνημα...

Μπορούμε ν’ αναφέρουμε και άλλα στοιχεία  της προσωπικότητας, όπως η έκδηλη ανεξαρτησία στις κρίσεις, ιδιαίτερα στις επαφές με την ηγεσία, το δημιουργικό πάθος, η λογική, οι συναισθηματικές αποχρώσεις, η ενεργητικότητα.[44] Αλλά όλ’ αυτά δεν θα έχουν καμία σημασία χωρίς τη συστηματική μελέτη.

Επαναλαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο τον Ένγκελς, ο Φ. Χέρζεμπεργκ υποστηρίζει πως  η αδιάκοπη μελέτη ως αδιάρρηκτο τμήμα όλης της επαγγελματικής δραστηριότητας αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία «νεωτεριστικού κλίματος» στην οργάνωση.[45] Είναι περιττό να πούμε ότι έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα στους επαγγελματίες επαναστάτες που ίδρυσαν το ΡΣΔΕΚ. Εξ’ ίσου πλεονασμός είναι οποιαδήποτε αναφορά στην απουσία της παραμικρής σοβαρής μελέτης μεταξύ των νυν κομμουνιστών.

Θα μας πούνε βέβαια ότι το κομμουνιστικό κόμμα δημιουργείται δήθεν για τον αγώνα και όχι ως δημιουργικό εργαστήριο. Σ’ αυτό εμείς απαντάμε, πως όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε ίχνος νεωτεριστικών επιχειρήσεων, υπήρχε ήδη μία οργάνωση που διακρινόταν από τα χαρακτηριστικά που απαριθμήσαμε: το κόμμα των μπολσεβίκων, που προετοίμασε την πιο μεγάλη και περίπλοκη καινοτομία στην ιστορία, τη σοσιαλιστική επανάσταση. Και βέβαια τα τωρινά μας καθήκοντα είναι ποιοτικώς πολυπλοκότερα από εκείνα των μπολσεβίκων.

Αν στις αρχές του αιώνα ο Β. Λένιν έγραφε, πως «το ιδανικό του σοσιαλδημοκράτη πρέπει να είναι όχι ο γραμματέας του τρεϊντγιούνιον, αλλά ο λαϊκός διαφωτιστής που μπορεί... να διατυπώνει μπροστά σε όλους τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις»[46], σήμερα, μετά την κατάρρευση του πρώιμου σοσιαλισμού μπορούμε πλέον να πούμε, πως ιδανικό του κομμουνιστή δεν είναι ούτε η προσωποποιημένη μορφή του ηγέτη ούτε ο γενικευμένος ρόλος του λαϊκού διαφωτιστή. Ο κομμουνιστής βλέπει τόσο την ανεπάρκεια των ηγετών όσο το σχηματικό χαρακτήρα των ρόλων, γι’ αυτό και δεν  τους υποδύεται. Γι’ αυτόν το ιδεώδες δεν είναι ούτε όραμα , ούτε ρόλος, αλλά ο σκοπός της συνειδητής κίνησης της ανθρωπότητας. Μελετά (ο κομμουνιστής- σ.τ.μ.) και συγκεκριμενοποιεί το σκοπό με την ολοκλήρωση του ενός ή του άλλου σταδίου ανάπτυξης της κοινωνίας καθώς και του ίδιου ως προσωπικότητας. Ο σκοπός θεμελιώνεται στην επιστημονική αντίληψη της κοινωνίας, στην αναπτυσσόμενη σύγχρονη θεωρία για την κοινωνία.

Το κύριο καθήκον των κομμουνιστών στην εποχή της αντικομμουνιστικής παλινόρθωσης.

Για να είναι κανείς επαναστάτης είναι αναγκαία η ύπαρξη της επανάστασης, όπως υποστήριξε ο Τσε Γκεβάρα, κάτι που μας βρίσκει  απόλυτα σύμφωνους. Μπορούν όμως να υπάρξουν επαναστάτες στην περίοδο της αντεπανάστασης; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να εξετάσουμε το συσχετισμό των επαναστατικών και αντεπαναστατικών τάσεων στην κοινωνία. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ειδική έρευνα. Εμείς θα περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις επί του θέματος.

Στην πιο γενική διατύπωση μπορούμε να πούμε ότι η επανάσταση και η αντεπανάσταση ως αντίθετες τάσεις υπάρχουν ανέκαθεν στην κοινωνία. Εννοούμε βέβαια την τάση μετάβασης της κοινωνίας σ’ ένα ανώτερο ποιοτικά στάδιο ωριμότητας και την τάση αποσύνθεσης, επιστροφής τρόπον τινά σε μία λιγότερο ανεπτυγμένη κατάσταση. Η αντεπανάσταση, όταν δεν οδηγεί στη φυσική αυτοκαταστροφή της κοινωνίας στην οποία συντελείται, συνιστά, κατά κάποιο τρόπο μιαν επιμέρους κίνηση της ιστορίας προς τα πίσω, ενώ διατηρείται η γενική κίνηση προς τα εμπρός. Σε τι όμως και πως μπορεί να εκδηλωθεί η κίνηση προς τα εμπρός σε συνθήκες καπιταλιστικής παλινόρθωσης, όταν η αντεπανάσταση έχει καθολικό χαρακτήρα; Η κίνηση προς τα εμπρός έγκειται στην προετοιμασία των προϋποθέσεων για την επόμενη ανέλιξη της κοινωνίας σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Η ανέλιξη αυτή ήταν πρακτικά αδύνατη στην προαντεπαναστατική εποχή. Οι «δημοκράτες», ονομάζοντας την αντεπανάσταση επανάσταση, απολυτοποιούσαν ακριβώς την αδυναμία περαιτέρω ανάπτυξης του πρώιμου σοσιαλισμού. Περιφρονούσαν το γεγονός ότι η εξάλειψη των πραγματικών εμποδίων στην ανάπτυξη της κοινωνίας, κατά τη δική τους αντίληψη, οδηγούσε στην εξάλειψη της ανάπτυξης καθ’ εαυτής, δηλαδή οδηγούσε στην καθολική αποσύνθεση.

Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, ουδόλως θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η κατάρρευση του σοσιαλισμού είναι ανάλογη με το θάνατο νεαρού και υγιούς ανθρώπου από τσίμπημα τυφοειδούς ψείρας.[47] Η αποσύνθεση του πρώιμου σοσιαλισμού οφείλεται σε βαθιές εσωτερικές αιτίες. Η αντεπανάσταση αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Για να αναπτυχθούν τα παραπάνω χρειάζεται η συστηματική εξέταση της ιστορίας της ΕΣΣΔ, κάτι που επίκειται να γίνει. Εμείς απ’ την πλευρά μας θα θίξουμε τρία σημαντικότατα, κατά την γνώμη μας ζητήματα.

Πρώτο. Αντίστοιχη του κομμουνισμού παραγωγική βάση είναι η παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα και ακριβώς στη σφαίρα των μέσων αυτοματοποίησης, η καθυστέρηση των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού απ’ τις «ανεπτυγμένες» καπιταλιστικές χώρες ήταν ολοκληρωτική. Αν κοιτάξουμε τα κομματικά έγγραφα της εποχής, θα δούμε πως η αυτοματοποίηση της παραγωγής τίθεται στην ίδια μοίρα με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, του εξηλεκτρισμού ή ακόμα και των εγγειοβελτιωτικών έργων. Και τώρα ακόμα απουσιάζει απ’ τα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων η οποιαδήποτε σοβαρή εξέταση του ζητήματος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Δεύτερο. Κομμουνισμός σημαίνει ώριμη ανθρωπότητα.[48]Οι σοσιαλιστικές χώρες στα πρώιμα στάδια ανάπτυξής τους ήταν αναγκασμένες να περιχαρακωθούν στα πλαίσια του κράτους όπου έγινε η σοσιαλιστική επανάσταση, ν’ απομονωθούν από τον έξω κόσμο  για να επιβιώσουν. Αν αρχικά αυτός ο απομονωτισμός είναι αναγκαίος, κατόπιν καθίσταται όλο και πιο αναγκαία η υπέρβασή του. Στην πραγματικότητα όμως λάμβανε χώρα μια όλο και περισσότερη κρατικοποίηση του σοσιαλισμού. Το παράδοξο όμως είναι πως όταν ο απομονωτισμός απ’ τον έξω κόσμο ήταν ο πλέον αυστηρός , ενώ το κράτος δεν ήταν και τόσο ισχυρό, η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε το κέντρο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Όταν όμως η αντιπαράθεση με τον έξω κόσμο αμβλύνθηκε και εμφανίσθηκε η εξυμνούμενη τώρα από κάθε λογής «πατριώτες» «υπερδύναμη», η Σοβιετική Ένωση έπαψε να είναι το κέντρο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Η πορεία προς τον κομμουνισμό προϋποθέτει την υπέρβαση του εθνικού περιορισμού. Από τα μέσα ακόμα του περασμένου αιώνα ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς υπογράμμιζαν, πως για την πραγματοποίηση αυτής της πορείας «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (που η ίδια συνεπάγεται την πραγματική εμπειρική ύπαρξη των ανθρώπων στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας, και όχι σε τοπικό επίπεδο ), είναι μια απόλυτα αναγκαία  προϋπόθεση... Δίχως αυτό ,1) ο κομμουνισμός δε θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο σαν  ένα τοπικό γεγονός, 2) οι ίδιες οι δυνάμεις επικοινωνίας δε θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ως καθολικές και κατά συνέπεια ως αφόρητες δυνάμεις: θα παρέμεναν στο στάδιο των οικιακών και περιτριγυρισμένων από τη δεισιδαιμονία των «περιστάσεων», και 3) οποιαδήποτε διεύρυνση της επικοινωνίας θα εξαφάνιζε τον τοπικό κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός...προϋποθέτει την καθολική ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και της αλληλένδετης μ’ αυτή παγκόσμιας επικοινωνίας».[49] Η πρόβλεψη των κλασσικών του μαρξισμού δικαιώθηκε πλήρως. Οι κομμουνιστές μας όμως,  ως συνήθως,  δεν διακρίνουν ούτε συνειδητοποιούν σε ικανοποιητικό βαθμό τη διεθνή τάση, την οποία και βλέπουν και αντιλαμβάνονται κατά το δικό τους τρόπο οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου[50] και εναντίον της οποίας επιτίθενται μανιωδώς οι «πατριώτες». Πρόκειται για την τάση ενοποίησης της ανθρωπότητας σε ένα νέο επίπεδο, όπου εξαφανίζονται πλέον τα ανεξάρτητα, απομονωμένα κράτη που συνδέονται μόνο με τα εξωτερικά σύνορα και το εξωτερικό εμπόριο, δηλαδή για την τάση, η οποία συγκροτεί το νέο επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και τις νέες,  ωριμότερες προϋποθέσεις του κομμουνισμού.

Και τρίτο. Η μη κατανόηση του πρώτου και του δεύτερου ζητήματος συνδέεται άμεσα με την επιτεινόμενη μετά τον Β. Λένιν υποτίμηση της θεωρίας, της κοινωνικής επιστήμης. Εννοείται πως η υποτίμηση της κοινωνικής θεωρίας οφειλόταν και στο γεγονός ότι η πρακτική απαιτούσε όλο και πιο επιτακτικά πραγματική ανάπτυξη του μαρξισμού, νέα θεωρία, ενώ αυτή η θεωρία μόλις άρχιζε να δημιουργείται, ετοιμάζονταν οι προϋποθέσεις της. Στη δεκαετία του 60 άρχισε η διαμόρφωσή της.

Γιατί όμως απαιτούταν όλο και πιο επιτακτικά η ανάπτυξη της θεωρίας; Όταν η κοινωνία θέτει συνειδητά τους σκοπούς της ανάπτυξής της και αρχίζει να αναπτύσσεται ως όλο,  κατ’ ανάγκη το κοινωνικό κίνημα πορεύεται σύμφωνα με τα συμφέροντα της πλειονότητας και κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη μορφή αυτού του κινήματος, το κομμουνιστικό κίνημα, απαραιτήτως στηρίζεται στις μάζες. Η στήριξη στις μάζες προϋποθέτει τον κολοσσιαίο ρόλο της πρωτοπορίας του κόμματος, το οποίο ξέρει, πως να στηρίζεται στις μάζες και το κυριότερο: που να οδηγήσει αυτές τις μάζες. Για να εκπληρώσει τον ιστορικό της ρόλο, η πρωτοπορία πρέπει να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, συν τοις άλλοις και πρώτ’ απ’ όλα στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας. Αυτό σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι αναπόφευκτη η τεράστια απόσταση ανάμεσα στους ηγέτες και τις πλατιές μάζες. Και μόλις ο ηγέτης πάψει να είναι κορυφαίος επιστήμονας η στήριξη που προαναφέραμε τον μετατρέπει σε «εξέχοντα αρχηγό». Αυτό είναι μία απ’ τις αιτίες του γεγονότος, ότι η μορφή αρχίζει να αποσπάται απ’ το περιεχόμενο και στο τέλος εμφανίζεται η λεγόμενη «προσωπολατρία». Η επίλυση αυτής της αντίφασης πραγματοποιείται στην πορεία «προσέγγισης των ηγετών με τις μάζες», μια πορεία που ολοκληρώνεται όταν οι ηγέτες έπονται της μάζας, οπότε και εξαλείφεται το όλο σύστημα.

Ένδειξη της έναρξης της υπέρβασης της αποσύνθεσης του κομμουνιστικού κινήματος θα αποτελέσει η σοβαρή ενασχόληση των κομμουνιστών με τη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, δηλαδή κατά τον Ένγκελς, η μελέτη αυτής της θεωρίας απ’ τους κομμουνιστές.

Η αντεπανάσταση ενσωματώνοντας κατά το δικό της τρόπο τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις και καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη για ένα νέο ποιοτικά παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι πασιφανές πως αυτό το καθήκον απαιτεί την ανάπτυξη του μαρξισμού.

Η αντεπανάσταση διανύει τα δικά της στάδια. Ένα από τα πρώτα στάδια στη διαδικασία προετοιμασίας της αντικομμουνιστικής παλινόρθωσης ήταν η σήψη στον ιδεολογικό τομέα που συνίσταται στην de facto εγκατάλειψη της επιστημονικής μεθόδου και του μαρξισμού στο σύνολό του. Κατά την γνώμη μας, στον ιδεολογικό τομέα η αντικομμουνιστική παλινόρθωση διανύει πλέον το ζενίθ της πορείας της.

Η αντίθετη της επανάστασης τάση διανύει επίσης τα δικά της στάδια. Το πρώτο στάδιο που επίκειται, είναι κατά κάποιο τρόπο μια «επανάσταση στη θεωρία». Πρόκειται για τη μόνη επανάσταση που είναι εφικτή και αναγκαία στα πλαίσια της αντεπανάστασης. Γι’ αυτό και το κύριο καθήκον του επαναστάτη στην εποχή της αντικομμουνιστικής παλινόρθωσης έγκειται στη μελέτη και ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, καθώς επίσης και στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξή της. Αυτό το στάδιο περικλείει με τη σειρά του επιμέρους στάδια. Η κατανόησή τους επιδρά στην επιλογή πρακτικών ενεργειών. Υπάρχουν άνθρωποι που τους είναι αδιάφορο τι πράττουν, αρκεί μόνο να είναι βέβαιοι πως οι πράξεις τους συνιστούν  πάλη για τον κομμουνισμό.

Κατά τη γνώμη μας, αυτό συνδέεται με ανεπαρκή κατανόηση της ιδιομορφίας του συγκεκριμένου σταδίου. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει μόνο μία μικρή ομάδα ανθρώπων που μελετούν τη σύγχρονη θεωρία και προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να την αναπτύξουν, τότε βρισκόμαστε σ’ ένα από τα πρώιμα στάδια διάδοσης της θεωρίας. Αν η θεωρία συνεχίσει να διαδίδεται, τότε στο επόμενο στάδιο πρέπει να εμφανισθούν παρόμοιες συνδεδεμένες μεταξύ τους ομάδες σε διάφορες χώρες. Μόνο μετά απ’ αυτό, η νέα διδασκαλία μπορεί να εξαπλωθεί  στην επαναστατικών διαθέσεων σπουδάζουσα νεολαία που κατά τα φαινόμενα θα εμφανισθεί μέχρι τότε και στη Ρωσία και σε μερικές άλλες χώρες και μόνο μετά απ’ αυτά θα εμφανισθούν πλέον (επαναστατικοί- σ.τ.μ.) όμιλοι. Προς το παρόν αυτό το στάδιο είναι ακόμα πολύ μακριά από μας. Τώρα όμως αν υφίσταται η προαναφερθείσα ομάδα,  για να διατηρηθεί πρέπει να λειτουργήσει με βάση τις περιστάσεις και τις ανάγκες του δεδομένου σταδίου, προετοιμάζοντας έτσι τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο.

Ποιες όμως περιστάσεις και ανάγκες συνδέονται με την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας;

Με την κάθε νέα ήττα των σημερινών κομμουνιστικών κομμάτων, όλο και πιο πολλά άτομα αρχίζουν να νοιώθουν αδύναμα όχι μόνο για την όποια αλλαγής  της υπάρχουσας κατάστασης, αλλά και  να κατανοήσουν τα τεκταινόμενα. Αυτό σημαίνει ότι θα ενταθεί η ανάγκη για εξήγηση  και κάποιοι άνθρωποι, για να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη, θ’ αρχίσουν ν’ απευθύνονται στη θεωρία.

Ταυτόχρονα περιορίζεται η διδασκαλία του μαρξισμού στα εκπαιδευτικά ιδρύματα: καταργούνται μαθήματα για το μαρξισμό, ελαττώνεται ο αριθμός των καθηγητών που διδάσκουν μαρξισμό. Αλλά και εκείνος που θα ήθελε  μόνος του ν’ ασχοληθεί με το  μαρξισμό θ’ αντιμετωπίσει σε λίγο καιρό το τετριμμένο πρόβλημα της έλλειψης μαρξιστικής βιβλιογραφίας. Εννοείται βέβαια, πως για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βιβλιογραφίας μπορούμε να πούμε, «ευχαριστώ δεν θα πάρω», αλλά μαζί με την άχρηστη «μαρξιστική» βιβλιογραφία- χαρτομάζα θα εξαφανιστούν και τα απαραίτητα για τη διδασκαλία έργα. Έτσι λοιπόν, περιορίζονται οι δυνατότητες για τη μελέτη του μαρξισμού συνολικά, συμπεριλαμβανομένου και του σοβιετικού μαρξισμού, ενώ ταυτόχρονα, εμφανίζεται η δυνατότητα απαλλαγής απ’ το δογματικό μαρξισμό που κυριαρχούσε στη Σοβιετική Ένωση. Γι’ αυτό και στην εποχή μας τίθεται επιτακτικά το καθήκον, να συνεχισθεί και να διατηρηθεί η τάση του δημιουργικού μαρξισμού που ήταν πάντα  (μειοψηφικά) παρούσα στο σοβιετικό μαρξισμό.

Πρέπει να πούμε ότι η καταστροφή αυτή δεν αφορά μόνο το μαρξισμό, αλλά και ολόκληρη τη σύγχρονη πνευματική δημιουργία. Κατά την γνώμη μας, αυτή η ολοκληρωτική καταστροφή αποτελεί αρνητική έκφραση της ενότητας που διακρίνει την πνευματική παραγωγή.

Για να αντιπαρατεθούμε στην καθολική αποσύνθεση της πνευματικής δημιουργίας συνολικά και να διατηρήσουμε τις παραδόσεις του δημιουργικού μαρξισμού πρέπει να εκπληρώσουμε ένα τριπλό ενιαίο καθήκον: να αναπτύξουμε τη σύγχρονη συνθετική επιστήμη, να τη διαδώσουμε στην κοινωνία προετοιμάζοντας τους όρους για την εμφάνιση μιας νέας γενιάς ερευνητών.

Για τη μελέτη και την ανάπτυξη της επιστήμης εκτός απ’ την προσωπικότητα του ερευνητή που διαμορφώνεται σ’ αυτή τη διαδικασία και αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ανάπτυξη της θεωρίας, είναι απαραίτητη επίσης η σχέση μεταξύ των ερευνητών και ακριβέστερα η από κοινού επιστημονική εργασία, είτε με τη μορφή των συζητήσεων, είτε δια της από κοινού συγγραφής επιστημονικών έργων. Είναι αναγκαία επίσης η διαμόρφωση ερευνητικού κλίματος που θα επηρεάζει άμεσα τον άνθρωπο που διεξάγει την έρευνα. Ακόμη είναι απαραίτητο, τόσο τα αποτελέσματα της επιστημονικής εργασίας όσο και η ίδια η εργασία ως διαδικασία ν’ ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας.[51] Η περιφρόνηση της εξωτερικής και μη κύριας πλευράς της πηγής της κίνησης της ερευνητικής διαδικασίας, η απολυτοποίηση της εσωτερικής και κύριας πλευράς, συνδέεται με τη μη κατανόηση του γεγονότος πως η επιστήμη και πολύ περισσότερο η υπό διαμόρφωση συνθετική επιστήμη δεν αποτελεί και τόσο μορφή γνώσης (ειδέναι) σε αντιδιαστολή με τις μορφές της συνείδησης(συν-ειδέναι), όσο μορφή άρσης αυτής της αντίφασης. Η μη κατανόηση αυτής της ιδιοτυπίας οδηγεί στην αυταπάτη, ότι η νέα επιστήμη μπορεί να αναπτύσσεται με τις παλαιές μορφές.

Το καθήκον της διάδοσης της επιστήμης στην κοινωνία διεκπεραιώνεται με διαφορετικούς τρόπους. Στη διάδοση της καινούργιας γνώσης χρησιμεύουν, πρώτ’ απ’ όλα, οι θεμελιώδεις εργασίες. Δεν είναι όμως κατάλληλες  για τη διάδοση της ήδη υπάρχουσας γνώσης, κάτι που τώρα αποτελεί την αμεσότερη ανάγκη εξ’ αιτίας της καταστροφής κάθε είδους γνώσης, κάθε είδους πνευματικού κινήματος στην κοινωνία, εξ’ αιτίας της εξάντλησης του εδάφους, απ’ το οποίο αναφύεται η καινούρια γενιά των ερευνητών.

Η προετοιμασία της νέας γενιάς πρέπει να γίνεται εξειδικευμένα. Απαιτείται δηλαδή σύστημα προετοιμασίας. Χρειάζονται συγγράμματα η συγγραφή των οποίων αποτελεί ειδικό καθήκον και απαιτεί μεγάλες δυνάμεις, ενώ εμείς ξεκινάμε από την ύπαρξη μικρής ομάδας υπό διαμόρφωση επιστημόνων. Όσον αφορά τα επιστημονικά συγγράμματα, αυτά έξω από τα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης σειράς παραδόσεων(μαθημάτων) σχεδόν στερούνται νοήματος. Τι να κάνουμε λοιπόν σ’ αυτές τις περιστάσεις;

Ένα διεθνές περιοδικό, στο οποίο διατηρείται η βασική κατεύθυνση του δημιουργικού μαρξισμού, δημοσιεύονται πρωτοπόρα έργα από διαφορετικούς τομείς του πολιτισμού, νέα έργα που προάγουν την επιστήμη, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, ένα περιοδικό με οργανικά δομημένο εκπαιδευτικό-διααφωτιστικό υλικό, είναι η μορφή εκείνη με την οποία υλοποιείται, αν και σε διαφορετικό βαθμό, η επίλυση των προβλημάτων ανάπτυξης, διάδοσης και ποιοτικά νέας αναπαραγωγής της επιστήμης.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, αν αποδειχθούν ικανά να επιχειρήσουν την υπέρβαση της κρίσης, στην οποία έχουν περιέλθει, θα πρέπει να βοηθήσουν στην οργάνωση ενός τέτοιου περιοδικού. Ταυτόχρονα έχει μεγάλη σημασία, το περιοδικό να μη είναι κομματικό (με την στενή έννοια του όρου). Και γιατί τότε τα κομμουνιστικά κόμματα να ενδιαφερθούν για αυτό το περιοδικό; Γιατί χωρίς την επίλυση των προαναφερθέντων προβλημάτων (τα κόμματα αυτά- σ.τ.μ.) μετά από ορισμένο διάστημα θα καταστούν άχρηστα και αδύναμα.

Αντί επιλόγου.

«Το όνειρό μου μπορεί να υπερβεί τη φυσική ροή των γεγονότων ή ακόμα ν’ ακολουθήσει τέτοιες κατευθύνσεις, στις οποίες ποτέ η φυσική ροή των γεγονότων δεν θα πορευθεί. Στην πρώτη περίπτωση το όραμά μου δεν προξενεί την παραμικρή ζημιά. Μπορεί μάλιστα να στηρίξει και να ενισχύσει τις δυνάμεις του εργαζόμενου ανθρώπου... Στα οράματα αυτού του είδους δεν υπάρχει τίποτε που θα παραμόρφωνε ή και θα παρέλυε την εργασιακή δύναμη. Το αντίθετο μάλιστα.

Αν ο άνθρωπος στερούταν παντελώς της ικανότητας να οραματίζεται και αν κατά συνέπεια δεν  μπορούσε πότε-πότε να ξεφεύγει μπροστά και να ατενίζει με τη φαντασία του, ως μιαν ακέραια και ολοκληρωμένη εικόνα, το ίδιο το δημιούργημα που μόλις αρχίζει να υλοποιείται από τα χέρια του, τότε δεν μπορώ να φαντασθώ διόλου, ποια κινητήρια δύναμη θα ωθούσε τον άνθρωπο ν’ αναλάβει και να διεκπεραιώσει μεγάλα και επίπονα έργα στο χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της πρακτικής ζωής... Η διαφορά μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας δεν προξενεί την παραμικρή ζημία, αρκεί μόνο η ονειροπόλος προσωπικότητα να πιστεύει σοβαρά στο όνειρό της, να παρατηρεί προσεκτικά τη ζωή, να συγκρίνει τις παρατηρήσεις με τα επουράνια παλάτια της και γενικά να εργάζεται ευσυνείδητα για την πραγματοποίηση των φαντασιώσεων της. Όταν υπάρχει κάποια επαφή μεταξύ ονείρου και ζωής, τότε όλα έχουν καλώς».[52] Αυτού του είδους τα οράματα δυστυχώς σπανίζουν στο κίνημά μας».[53] Αυτό ακριβώς! Οι κομμουνιστές μας στα οράματά τους βλέπουν μόνο το παρελθόν. Αυτό μαρτυρεί πως βρισκόμαστε κυρίως στο στάδιο της κριτικής, της άμεσης άρνησης. Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα διεξάγουν μάχες οπισθοφυλακής, δηλαδή κατ’ ανάγκη  είναι στραμμένα προς τα πίσω, με το βλέμμα στο παρελθόν!

Οι κομμουνιστές πρέπει να παραδεχθούν ότι το στράτευμα έχει συντριβεί, πως ο στρατός υποχωρεί, δίνοντας  επί μέρους μάχες. Σ’ αυτές τις συνθήκες τακτική μας είναι η ενεργητική άμυνα. Το σχέδιο μας αποβλέπει στο να διευκρινίσουμε τις αιτίες της ήττας, να αποκομίσουμε διδάγματα από την πείρα μας  και υπό την κάλυψη της οπισθοφυλακής ν’ αρχίσουμε τον σχηματισμό ενός ποιοτικά νέου στρατού. Αυτό σημαίνει ν’ αρχίσουμε την επεξεργασία στρατιωτικής θεωρίας, δηλαδή νέας κοινωνικής θεωρίας, στη βάση της οποίας θα μπορέσουμε κατόπιν να επεξεργασθούμε το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κινήματος.

Τι θα συνέβαινε αν σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή οι κομμουνιστές μας ως εκ θαύματος έπαιρναν την εξουσία στη Ρ. Ο.; Θα επιβεβαίωναν γι’ ακόμη μια φορά τη θέση του Ηράκλειτου που προαναφέραμε. Και τίποτε παραπάνω.

 

Μετάφραση: Περικλής Παυλίδης.

Θεώρηση: Γιώτα Ματέρη, Δημήτρης Πατέλης.



[1] Να ζει κανείς ή να μη ζει-ιδού η απορία;Ου.Σαιξπηρ,Αμλετ...

[2] «....η διαφορά μεταξύ του είναι και της κτήσης ... αντιπροσωπεύει το θεμελιώδες πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης...» Ε. Φρομμ. «Το Have or to Be?- Μόσχα. : Progress, 1990 σελ. 22.

[3] «....στους ανθρώπους ενυπάρχουν δύο τάσεις: η μια απ’ αυτές, η τάση του έχειν - του κατέχειν - αντλεί σε τελευταία ανάλυση τη δύναμή της από το βιολογικό παράγοντα, απ’ την επιδίωξη της αυτοσυντήρησης. Η δεύτερη τάση - το είναι, δηλαδή το προσφέρειν, το θυσιάζειν εαυτόν- αποκτά τη δύναμή της στις ιδιόμορφες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης...» Στο ίδιο, σελ. 112.

[4] Για παράδειγμα, οι γιατροί της υπηρεσίας επείγουσας ψυχιατρικής βοήθειας του Τβερ υποστηρίζουν, πως οι αλκοολικές ψυχώσεις κατάντησαν μαζικό φαινόμενο τα τελευταία  χρόνια, παρ’ όλο που αυτές σπανίζουν κατά το πρόσφατο σχετικά παρελθόν. Βλέπε Σοβιετική Ρωσία 1994.25 Αυγούστου. Ν.86. σύμφωνα με την ανακοίνωση της Υγειονομικής επιδημιολογικής υπηρεσίας της Μόσχας «στους 10 μήνες του τρέχοντος έτους σημειώθηκε αύξηση των κρουσμάτων βακτηριδιακής δυσεντερίας κατά 40%. Αυξήθηκε κατά 41% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και ο αριθμός ασθενών από ιώδη ηπατίτιδα... Από τις κοινωνικά σημαντικές μολυσματικές ασθένειες δεν απουσιάζει και η σύφιλη. Σε σύγκριση με την ανάλογη περίοδο του προηγούμενου έτους τα κρούσματα αυτής της ασθένειας αυξήθηκαν 2,4 φορές. Το ίδιο αυξάνονται τα κρούσματα της ψώρας και της φυματίωσης». Σοβιετική Ρωσία. 1994. 24 Νοεμβρίου. Ν. 126(11115) «Ο αριθμός των αυτοκτονιών έφτασε το 1993 τους 38 ανά 100.000 ανθρώπους σε σύγκριση με τους 26,5 το 1991. Ο αντίστοιχος δείκτης στις Ηνωμένες Πολιτείες: 12στους 100.000». Σοβιετική Ρωσία. 1995. 10 Νοεμβρίου.Ν.3 (11133). Όσον αφορά την εγκληματικότητα συνολικά και τις δολοφονίες εν μέρει, ο πρώην διοικητής της 6ης γενικής διεύθυνσης του υπουργείου εσωτερικών Α. Ι. Γκούροφ δηλώνει: « Αν στις αρχές της δεκαετίας του 70 στην ΕΣΣΔ  είχαν σημειωθεί 1.200.000 εγκλήματα, σήμερα και μόνο στην Ρωσία ξεπέρασαν τα 3.000.000... τότε διαπράττονταν 9.000 φόνοι το χρόνο, τώρα 27.000» Σοβιετική Ρωσία. 1994. 17 Δεκεμβρίου. Ν. 135 (11124) «Η μέση διάρκεια ζωής τα τελευταία σοβιετικά χρόνια έφθανε τα 64,5 για τους άνδρες και τα 74 για τις γυναίκες «Σοβιετική Ρωσία. 1995. 10 Ιανουαρίου. Ν.3(11133).

[5] «Η δυνατότητα να συνδέσουμε τη ζωή μας με κάτι πιο σημαντικό της προσδίδει πληρότητα, γεμίζει την ψυχή μας με εμπιστοσύνη και όχι με ανησυχία και ταραχή. «Σράινερ Κ. Πως να ξεπεράσετε το στρες: 30 τρόποι να βελτιώσετε τη διάθεσή σας ... -Μόσχα. : Εκδοτική ομάδα «Προγκρές», «Ουνιβέρς», 1993. Σελ. 223. Εμείς θα συμπληρώσουμε, ότι αυτός ο δεσμός πρέπει να είναι πραγματικός και όχι πλασματικός, σαν το δεσμό με το θεό. Αυτό που πραγματικά υπερβαίνει τον άνθρωπο είναι η κοινωνία στην πορεία της προς την ωριμότητα.

[6] Η κοινωνική ένωση «Πογκρές» (όργανό της είναι η εφημερίδα «κονρτραργκουμέντι ι φάκτι (αντεπιχειρήματα και γεγονότα σ.τ.μ )) διοργάνωσε στις 29 Ιανουαρίου του 1994 συνδιάσκεψη με θέμα «Πως θα αποσοβήσουμε τη γιουγκοσλαβοποίηση της Ρωσίας». Στις συζητήσεις συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΚΕΚΡ, του ΕΜΕ [Ενωποιημένο Μέτωπο Εργαζομένων- σ.τ.μ.], του ΚΚΡΟ και μερικών άλλων αριστερών κομμάτων και κινημάτων.

[7] Τι να κάνουμε; 1994 Μάρτιος - Απρίλιος Ν4 (27)

[8] Τρουνταβάγια Ρωσία. Μάρτιος- Απρίλιος.Ν1

[9] Πίσαρεφ Δ. Ι. Εκλεκτά έργα.- Λένινγκραντ.: Χουντόζεστβεναγια Λιτερατούρα, 1968. Σελ. 354.

[10] Να, για παράδειγμα, πως στο πνεύμα των κοινώς γνωστών αληθειών, απευθύνεται στη σκεπτόμενη νεολαία η εφημερίδα «Λέννσκι πουτ» (1994. Μάρτιος - Απρίλιος. Ν. 17.) αναφερόμενη στην κομμουνιστική ιδεολογία: «Είναι απλή (!;) Κανείς δεν πρέπει να παρασιτεί (όποιος δεν εργάζεται δεν τρώει). Αμοιβή (;) με βάση την εργασία και όχι το κεφάλαιο. Σε όλες ισότιμες (:)βασικές προϋποθέσεις ... Η εξουσία (;) ανήκει στους εγαζόμενους και η πολιτική της (;) υπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων...» Ο συγγραφέας όντας πεπεισμένος για την απλότητα του κομμουνισμού, κάνει λόγο για το σοσιαλισμό, μιας και «απ’ τον καθένα με βάση τις ικανότητες του, στον καθένα με βάση την εργασία του» είναι αρχή του σοσιαλισμού. Και μάλιστα θεωρεί πως η κατανομή με βάση την εργασία πραγματοποιείται με τη μορφή της πληρωμής, δηλαδή με χρηματική μορφή. Η αρχή της κατανομής με βάση την εργασία και η ύπαρξη εμπορευματικών- χρηματικών σχέσεων αντιφάσκουν μεταξύ τους. Αντιφάσκουν με την κομμουνιστική ιδιεολογία και οι «ισότιμες προϋποθέσεις για όλους». Η ισότητα όπως είναι γνωστό, αποτελεί  σύνθημα της αστικής επανάστασης. Όσον αφορά το χρέος, την εξουσία και την πολιτική, αυτά στην ώριμη, στην κομμουνιστική κοινωνία απουσιάζουν. Γιατί; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, ώστε να μπορούμε να την εκθέσουμε με δύο λόγια.

[11] Πίσαρεφ Δ. Ι. Εκλεκτά έργα. Λ. Χουντοζεστβεναγια Λιτ-ρα, 1968, σελ. 292.

[12] «Εν τούτοις η αστική αντεπανάσταση «των  από πάνω», που άρχισε με την γκορμπατσοφική «περεστρόικα», δεν έγινε αντεπανάσταση των εργαζομένων των «από κάτω». Και δεν θα γίνει. Το νυν καθεστώς στερείται σταθερής κοινωνικής βάσης». (STO DELAT? 1993-1994. Δεκέμβριος - Ιανουάριος Ν 3. (26). Από την ανακοίνωση του ΕΜΕ Ρωσίας παραμένει αδιευκρίνιστο, έχει η αντεπανάσταση κοινωνική βάση η δεν έχει;  Με την ηγεσία του ΕΜΕ είναι απόλυτα σύμφωνος η ηγέτης του ΚΕΚΡ Β. Ανπίλοφ, ο οποίος θεωρεί πως όλα είναι έργο «προέδρων, δημάρχων, νομαρχών και ψευτοακαδημαϊκών που με την απάτη και τα τανκς μας επέβαλαν τον καπιταλισμό...» (Μόλνια 1994 ΜάΙος Ν 67.)

[13] Μισλ 1993. Ν15 (37).

[14] Στο ίδιο.

[15] Έτσι ακριβώς τοποθετείται ο πρώην γραμματέας και μέλος του πολιτικού γραφείού της Κ.Ε του ΚΚΣΕ ο Σ. Σένιν. Διαβ. Γκλάσνοστ 1994, 18-24 Μαρτίου. Ν3 (161)

[16] Σοβιετική Ρωσία. 1994. 31 Μαΐου. Ν52 (11041)

[17] Χέγκελ Γκ. Β. Φ. Η επιστήμη της λογικής. Εκλεκτά έργα. Μόσχα.: Σοτσ. Εκ. Γκ. 13, 1937. Τ.5. Σελ.3.

[18] «...το κύριο σήμερα είναι φανερό: χρειάζεται ισχυρή οργάνωση επαναστατών (καμία σχέση με τους εξτρεμιστές), οικοδομούμενη πάνω στις λενινιστικές ιδεολογικές και οργανωτικές αρχές του κόμματος νέου τύπου, με αυστηρή πειθαρχία, ανεπτυγμένη οργανωτική δομή, ευέλικτη τακτική». Από το διάγγελμα της Κ.Ε του ΚΕΚΡ στις 24. 4. 94 προς τα καθοδηγητικά όργανα και όλους τους κομμουνιστές των κομμάτων και οργανώσεων, που απαρτίζουν τη Ρωσ. Κομ. Σογιούζ. (Ρωσική Κομμουνιστική Ένωση- σ.τ.μ.) (Π.Κ.Κ.ΜΠ., ΡΚΚ, ΕΚ, Λενινιστική Πλατφόρμα του ΚΚΡΟ), καθώς και των άλλων κομμουνιστικών οργανώσεων. Διαβ. Βετσέρνι Λένινγκραντ. 1994 Μάιος Ν12 (19506). «Οργάνωση, οργάνωση και πάλι οργάνωση, να τι μας χρειάζεται τώρα», υποστηρίζει ο Σ. Γκουμπάνοφ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΕΜΕ Ρωσίας, βλ. Τι να κάνουμε; 1993-1994. Δεκέμβριος-Ιανουάριος. Ν3 (26). Το ίδιο ουσιαστικά λέει και ο Π. Μπιλιέφσκι, πρόεδρος της Ε.Ε.

 

[19] Η Ν. Αντρέγιεβα συνδέει την αυξανόμενη κρίση του κομμουνιστικού κινήματος με την επέλαση του οπορτουνισμού. Σ’ αυτή την επέλαση αντιστέκονται οι μαρξιστικο- λενινιστικές δυνάμεις. Βλ. Την εισήγηση της γενικής γραμματέως της ΚΕ του ΠΚΚ μπ Ν. Αντρέγιεβαστην ολομέλεια της ΚΕ του ΠΚΚ μπ το Μάρτιο του 1994. Ναρόντνι Βίμπορ. 1994. 22 Ιουλίου. Ν5 (10). «Τι ...συμβαίνει στο κομμουνιστικό κίνημα; Στο κομμουνιστικό κίνημα αυξάνει η πόλωση μεταξύ δύο στρατηγικών, ο διαχωρισμός μεταξύ του σοσιαλρεφορμισμού (ο Ρίτσαρντ Ιβάνοβιτς Κοσολάποφ πρότεινε τον επιτυχή όρο: εθνικομενσεβικισμός) και του μπολσεβικισμού». Από την εισήγηση του Α. Πριγκάριν, γραμματέα της ΚΕ της «Ένωσης Κομμουνιστών». Γκόλος κομμουνίστα. 1994. Ν8 (12). Στο προαναφερθέν διάγγελμα της ΚΕ του ΚΕΚΡ επίσης διακρίνονται δύο βασικές τάσεις: η σοσιαλρεφορμιστική και η κομμουνιστική. Οι κομμουνιστές μας μεταφέρουν μηχανιστικά τις αντιλήψεις τους για την κατάσταση των αρχών του αιώνα, όταν η πόλωση στο κομμουνιστικό κίνημα καθορίζονταν πρώτ’ απ’ όλα από την στάση στην κυοφορούμενη τότε επανάσταση, στην σημερινή πραγματικότητα, όπου η πόλωση καθορίζεται κυρίως απ’ την στάση απέναντι στο παρελθόν.

[20] Λένιν Β. Ι. Άπαντα. Τ. 6. σελ.15.

[21] Στο ίδιο σελ. 19.

[22] Στο ίδιο σελ. 19-20.

[23][23] Bλ. Μπιλέφσκι Π. Η ιδέα Τσουχτσέ και μερικά επίκαιρα ζητήματα της κομματικής οικοδόμησης στη Ρωσία. Μπουμπαράς. 1994. Αύγουστος- Σεπτέμβριος. Ν5 (16).

[24] Λένιν Β. Ι. Άπαντα Τ.6 Σελ. 22.

[25] Στο ίδιο σελ.23.

[26] Στο ίδιο σελ.25.

[27] Ο Β. Ι. Λένιν εξετάζει ιδιαίτερα και λεπτομερώς το ζήτημα της διαφοράς και της συνάφειας όσον αφορά την πολιτική και οικονομική μορφή πάλης.

[28] «...αν δεν στρέψουμε τους ανθρώπους στη δική μας και πρώην δική τους πίστη, καμία σοβιετική εξουσία, κανένα σοσιαλισμό και καμία ΕΣΣΔ δεν θα αποκαταστήσουμε» Χαμπάροβα Τ. Μ. Μπουρεβέστνικ Ντόνα. 1994. Σεπτέμβριος- Οκτώβριος Ν20.

 

[29] Το υπό διαμόρφωση σημερινό εργατικό κίνημα, όπως το ίδιο μαρτυρεί, δεν αναπτύχθηκε ακόμη ούτε μέχρι το επίπεδο της τρεϊντγιουνιονιστικής συνείδησης. Έτσι «η Ρωσική Επιτροπή Εργατών που ιδρύθηκε με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου (των εργατών των απεργιακών επιτροπών και των Σοβιέτ των εργατών της Ρωσίας, στο Νίζνι Νόβγκοροντ, το Φεβρουάριο του 1994- Μ. Μ.)Η ρωσική επιτροπή εργατών...προσδιόρισε ως πρωτεύον καθήκον την ενότητα δράσης για τη μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων και των εμπορευματοπαραγωγών και για τη μείωση των μεταφορικών».  6 Οκτωβρίου. Ν104 (11093). Ποιόν ωφελεί προπαντός η μείωση των φόρων παραγωγής; Αυτόν που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και ν’ αποκομίσει κέρδος. Πρόκειται άραγε για τους εργάτες;

[30] Λένιν Β. Ι. Άπαντα Τ.6 Σελ.30- 31.

[31] Οι καλοθελητές της εφημερίδας «Ζάφτρα»που δεν υποφέρουν το μαρξισμό, όπως το γνωστό ξωτικό του δάσους το ανθρώπινο πνεύμα, έπιασαν ακριβώς το νόημα: «Η αντιπολίτευση δεν είχε ούτε έχει στρατηγική. Υπάρχει μόνο κάποιος άμορφος στόχος: να έρθει στην εξουσία.» Σουλτάνοφ Σ. Διδάγματα του Οκτωβρίου. Ζάφτρα. 1994. Σεπτέμβριος. Ν37 (42).

[32] Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Έργα. Τ.18. σελ. 499.

[33] Πίσαρεφ Δ. Ι. Εκλεκτά έργα. Λ. Χουντόζεστβεναγια Λιτερατούρα, 1968. Σελ. 291.

[34] Τυπικό παράδειγμα η επανιδρυθείσα το 1992 Κομσομόλ, η οποία δεν αναπαράγει την παλιά Κομσομόλ, μόνον ως προς το ύφος και το χαρακτήρα, αλλά και ως προς το καταστατικό. Όπως δικαίως επισημαίνει ο γραμματέας της ΚΕ της Ρώσικης Κομσομόλ Π. Μπιλέφσκι, το καταστατικό «αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή του αντίστοιχου της μπρεζνιεφικής Κομσομόλ. Πρόκειται για το ξεραμένο περίβλημα του κολοσσού των 50 εκατομμυρίων μελών,  που μετά το ΚΚΣΕ σάπισε και αυτός απ’ το σαράκι του AIDS που είχε μέσα του. (Κατά την γνώμη μας η Κομσομόλ διαβρώθηκε νωρίτερα και βαθύτερα απ’ το ΚΚΣΕ. - Μ. Μ.)... Το καταστατικό χαρακτηρίζεται από μυθοπλασίες και τρομερές αυταπάτες για την οργάνωση. Το κακό όμως θα ήταν μικρό αν οι ενήλικες σύντροφοι προέβαιναν εγκαίρως στις απαραίτητες διορθώσεις, όμως... Η νεολαία υποφέρει από τις ίδιες ασθένειες απ’ τις οποίες νοσεί και η αντιπολίτευση των ενήλικων». Μπουμπαράς. 1994 Αύγουστος -Σεπτέμβριος Ν5(16).

[35]Λένιν Β. Ι.  Άπαντα. Τ. 6. Σελ. 32.

 

[36] Στο ίδιο. Σελ. 33.

[37] Στο ίδιο.

[38] Στο ίδιο σελ. 104.

[39] Η πρώτη συνθετική θεωρία στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν η διδασκαλία του Κ. Μαρξ που ήρε την αντίθεση μεταξύ φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και κοινωνικοπολιτικών διδασκαλιών.

[40] Βλ. Γκρόμωφ Γκ. Ρ. Δοκίμια πληροφορικής τεχνολογίας.- Μόσχα.: Ινφο- Αρτ, 1993. Σελ. 108.

[41] Στο ίδιο. Σελ. 110.

[42] Στο ίδιο.

[43] Στο ίδιο. Σελ. 111.

[44] Στο ίδιο.

[45] Στο ίδιο. Σελ. 109.

[46] Λένιν Β. Ι. Άπαντα. Τ. 6. Σελ. 80.

[47] Βλ. Καρα - Μουρζά Σ. Η νίκη που μας άρπαξαν. Σοβιετική Ρωσία. 1994. 14 Ιουλίου. Ν 68 (11057).

[48] Γεια την ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας και την αντίστοιχη παραγωγική βάση βλ. Βαζιούλιν Β. Α. Λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας.- Μ. Εκδ. ΚΠΜ, 1988. Σελ. 290- 314.Βλ. επίσης:του ίδιου ,Η  διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας...Αθήνα,Σ.Ε.,1988.

[49] Κ. Μαρξ και Φ. Έγκελς. Έργα. Τ.3, σελ. 33 -34. Ελληνική μετάφραση βλ. Η Γερμανική ιδελογία, Τ. 1, εκ. Gutenberg, σελ. 81.

[50] «Στη συνέλευση της λέσχης του Μπίλντερμπεργκ (οργάνωση αποτελούμενη από τραπεζίτες και επιχειρηματίες), στις 8 Ιουνίου 1991, ο Ροκφέλερ διακήρυξε «Ο κόσμος τώρα είναι πιο περίπλοκος και προσανατολισμένος στην προοπτική της παγκόσμιας κυβέρνησης... Η υπερεθνική κυριαρχία της πνευματικής ελίτ και των υπερεθνικών τραπεζιτών είναι φανερά προτιμότερη απ’ ότι η αυτοδιάθεση των εθνών που λάμβανε χώρα στους προηγούμενους αιώνες».Σοβιετική Ρωσία, 1994. 22 Μαρτίου.

[51] «Όποιος μπορεί εργάζεται αλλά βέβαια όπως- όπως, γιατί η ανάγκη για μια τέτοια εργασία είναι περιορισμένη και συνεπώς και ο πιο παθιασμένος ηθοποιός θα είναι ψυχρός και  νωθρός, όταν χρειαστεί να παίξει σε άδεια αίθουσα.» Πίσαρεφ Δ. Ι. Εκλεκτά έργα. - Λ. Χουντόζεστβεναγια Λιτ-ρα. 1968. Σελ. 226.

[52] Ο Β. Ι. Λένιν παραθέτει απόσπασμα απ’ το άρθρο του Δ. Ι. Πίσαρεφ «οι αποτυχίες της ανώριμης σκέψης» Βλέπε Πίσαρεφ Δ. Ι. Έργα. Μόσχα. : 1956 τ. 3 σελ. 147- 149.

[53] Λένιν Β. Ι. Άπαντα τ. 6. Σελ. 172.

1