Το πρόβλημα του στερεότυπου και η χεγκεελιανή ανάλυση της γνωστικής διαδικασίας

 

Νεκτάριος Λιμνάτης

Ο Νεκτάριος Λιμνάτης είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσωφ της Μόσχας και υποψήφιος διδάκτωρ του New School of Social Research της Νέας Υόρκης

Σκοπός της παρούσας εργασίας δεν είναι τόσο η σύνδεση κοινωνικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας, όσο η σύνδεση της τελευταίας με ζητήματα της καθημερινής ζωής, μέσω ενός παραλληλισμού επιστημολογικής προσέγγισης και καθημερινής ζωής, μέσω της αντιπαραβολής κάποιων δομών της πρώτης και της δεύτερης.

Στο πρώτο μέρος, η αναφορά σε ζητήματα και κατηγορίες με τις οποίες ασχολείται πρωτίστως η ψυχολογική επιστήμη είναι περισσότερο λειτουργικής φύσης και σκοπό έχει να διασαφηνίσει μερικά προκαταρκτικά ερωτήματα, τα οποία αλλιώς θα φαίνονταν αστή­ρικτα. Οι κατηγορίες της κοινωνικής ψυχολογίας συνιστούν την «πρώτη ύλη», η οποία υποβάλλεται στη συνέχεια σε φιλοσοφική ανάλυση. Η παραπάνω επισήμανση εγείρει, για άλλη μια φορά, το ζήτημα της οργανικής προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων από το σύνολο των επιστημών του ανθρώπου, κάτι που σήμερα στα πλαίσια του «υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας» (Μαρξ) φαίνεται όλο και πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Το πρόβλημα αυτό, βέβαια, δεν είναι δυνατό να λυθεί στα πλαίσια της παρούσας εργασίας.

Η χρήση ρωσικών πηγών έχει να κάνει με δυο πράγματα. Αφενός μεν, όσον αφορά το στε­ρεότυπο, παραπέμπουν σε μερικές τυπικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα από τη μαρξιστική σκέψη. Η επιλογή ρωσικών πηγών ως εδώ (και όχι ελληνικών ή αγγλικών κ.λ.π.) είναι επου­σιώδης. Αφετέρου δε, οι αναφορές στη σχέση Διάνοιας και Λόγου (κυρίως στον Β.Α. Βαζιούλιν) έχουν να κάνουν με μερικές ιδιομορφίες στην προσέγγιση της σχέσης του Χέγκελ με τον Μαρξ. Χωρίς να θέλω να γίνω υπερβολικός, γιατί υπάρχει τεράστια διεθνής βιβλιογραφία πά­νω σ' αυτό το ζήτημα, νομίζω πως στην τέως Σοβιετική Ένωση έχουν γίνει σοβαρά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση που, τολμώ να πω, υπερβαίνουν τόσο την ακαδημαϊκή χρήση του Χέγκελ ως φιλόσοφου της Απόλυτης Γνώσης (π.χ. στις ΗΠΑ) όσο και την αποσπασματική αναφορά σ' αυτόν από την παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη. Κατά την γνώμη μου, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση, ο Χέγκελ αντιμετωπίζεται σαν «ψόφιο σκυλί», όπως συνήθιζε να λέει ο Μαρξ: ενώ στηην πρώτη περίπτωση υποτιμάται η ανεπάρκεια και ο μυστικι­σμός του, στη δεύτερη, υποτιμάται το βάθος και η σημασία του, η οργανική του σχέση με ζητή­ματα μαρξιστικής μεθοδολογίας, θεμελιώδη ερωτήματα, τόσο θεωρητικής όσο και πρακτικής σημασίας, ξεφεύγουν από την προσοοχή του ερευνητή σε μια τέτοια προσέγγιση.

Να σημειώσω, τέλος, πως τα παραπάνω ζητήματα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν λά­βει κανείς υπόψη την ιστορική κρίση του κλασικού μαρξισμού και την ανάγκη, τόσο επι­στημονικής εξήγησης της κρίσης όσο και αυτοϋπέρβασης του μαρξισμού.

1. Στάση και στερεότυπο της αντίληψης

Ας ξεκινήσουμε το συλλογισμό μας από την υποκειμενική πλευρά της αντίληψης. Οποι­αδήποτε εκττίμηση ή τοποθέτηση ενός ατόμου έναντι κάποιου αντικειμένου βασίζεται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε ορισμένη προ-κατάληψη (προ-τοποθέτηση) ή προ-διάθεση, προ­ϋπόθεση κ.λ.π. Δηλαδή σε κάποια άμεση ή έμμεση γνώση ή ακόμη και προσδοκία περί του αντικειμένου για το οποίο γίνεται λόγος. Η οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή μ' αυτό το αντικείμενο ή ακόμη και με κάτι σχετικό με το αντικείμενο δημιουργεί μια προ-κατάληψη, προ-μελέτη, εικασία για το αντικείμενο, η οποία επηρεάζει την παραπέρα σχέση μας προς αυτό. Ακόμη και σε μια οριακά έμμεση σχέση, έστω και στην περίπτωση της παντελούς άγνοιας, η συνισταμένη των πλευρών του «εγώ» (η οποία στον κάθε άνθρωπο είναι διαφο­ρετική) δημιουργεί τη βάση —ακριβέστερα το προκαταρκτικό υπόβαθρο— για να αντιλη­φθούμε αυτό το κάτι (αντικείμενο, φαινόμενο, διαδικασία) έτσι και όχι αλλιώς. Είναι αυ­τονόητο πως κάποιος άλλος —στη βάάση μιας διαφορετικής ολότητας, συνιστώσας του δι­κού του «εγώ»— θα αντιληφθεί το ίδιο αντικείμενο διαφορετικά από εμάς και ταυτόχρονα όμοια με μας. Βρίσκουμε εδώ τόσο διάκριση, όσο και ταυτότητα: για παράδειγμα, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο κάθε άνθρωπος θα γίνει αντιληπτός από τους άλλους ανθρώπους ως άνθρωπος και όχι ως κάτι άλλο. Από την άλλη πλευρά όμως, αν αρχίσουμε να εμβαθύνου­με, θα βρούμε πληθώρα διαφορών ως προς την πρόσληψη ενός και του αυτού ανθρώπου από τους άλλους: στον ένα μπορεί να φαίνεται όμορφος, στον άλλο όχι, στον τρίτο έτσι, στον τέταρτο αλλιώς κ.λπ.

Ολοκληρώνοντας, θα συμπεράνουμε πως η κάθε γνώση ή σχέση μας με το αντικείμενο (με τον κόσμο) είναι ταυτόχρονα και ένα «προ-» για την οποιαδήποτε επακόλουθη γνώση και σχέση. Μπορούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε θέματα πιο γνωστά, πιο συ­νηθισμένα κκαι πιο ενδιαφέροντα για πολλούς από μας, όπως η μουσική ροκ, η σχέση μας προς τον ένα ή τον άλλο πολιτικό ηγέτη είτε η αντίληψη που έχουμε για πράγματα ακόμη πιο σοβαρά: την οικολογική απειλή, την πυρηνική απειλή κ.λπ. Έτσι λοιπόν, στη βάση των γενικών, λειψών, ανεπαρκών, επιφανειακών, αποσπασματικών κ.λπ. γνώσεων (πληροφο­ριών, δεδομένων) που έχουμε για κάποιο αντικείμενο (φαινόμενο, διαδικασία), σχηματί­ζουμε μια γενική εικόνα, η οποία, μέσω της συνεχούς επανάληψης στην καθημερινή ζωή τρόπον τινά «αυτοματοποιείται» και,εκφράζεται μέσω αυτών των σχημάτων που αποκα­λούνται «στερεότυπα». Καθώς όλοι ξέρουμε, σήμερα μια τέτοια γνώση (κατ' επέκταση μια τέτοια εικόνα και ένα τέτοιο στερεότυπο) όλο και περισσότερο συγκροτείται από τα όσα μας πλασάρουν τα ΜΜΕ, ο τύπος, η τηλεόραση, τα σχόλια τους, οι ψίθυροι τους κ.λπ. «Τα στερεότυπα είναι απλοποιημένες, τυποποιημένες μορφές, παραστάσεις για τα φαινόμενα της πραγματικότητας, οι οποίες χχρησιμεύουν ως σημεία προσανατολισμού κατά την εξα­γωγή θετικής ή αρνητικής εκτίμησης»1 για τα φαινόμενα που μας περιβάλλουν και βασίζονται στην προϋπόθεση ότι όλα τα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας αντικειμένων αναπαρά­γουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της ομάδας2.

Να προσθέσουμε επίσης πως το στερεότυπο δεν είναι απλώς γνώση αλλά και σχέση και μάλιστα μια σχέση που είναι απαραίτητα, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, συναισθηματικά φορτισμένη. Αυτή η σχέση (προ-σχέση, προ-διάθεση) υπάρχει, όπως είδαμε, πριν από το σχηματισμό του στερεότυπου, μέσω του στερεότυπου όμως αποκτά μορφή, δομείται, απο­κτά περιεχόμενο και κατεύθυνση. Πρόκειται για τη λεγόμενη στάση (attitude)3. Δεν είναι τυ­χαίο που ο τυπικός ορισμός της στάσης είναι παραπλήσιος με αυτόν του στερεότυπου: «προδιάθεση (predisposition) αντίδρασης κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο ως προς κάποια εξειδικευμένη τάξη αντικειμένων»4.

Η στάση είναι φαινόμενο της συνείδησης μας, δορυφόρος των παραπέρα βημάτων μας. Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου στη συνείδηση και πολύ περισσότερο η επίδραση του στην καθημερινή ζωή κάθε άλλο παρά γίνεται πάντοτε αντιληπτή από τους ανθρώπους. Όμως, η επίδραση της «στάσης» είναι γνωστή σε όλους μας εξ ιδίας πείρας. Αν στη συνεί­δηση των ανθρώπων προέκυψε αρνητική στάση για κάποιο άτομο, τότε οποιαδήποτε πλη­ροφορία γι' αυτό ή για οτιδήποτε σχετικό μ' αυτό το άτομο θα γίνεται αντιληπτή εμπαθώς, οι γνώμες γι' αυτό θα είναι αρνητικά χρωματισμένες και οι αποφάσεις και τα βήματα μας σε σχέση μ' αυτό θα φέρουν πάνω τους τα σημάδια αυτής της αρνητικής στάσης5. Και τα­νάπαλιν. Εννοείται πως η σχέση αυτή δεν πρέπει να κατανοείται στατικά. Η σχέση αυτή με τον καιρό μεταβάλλεται και τελικός κριτής είναι πάντοτε η πραγματικότητα. Πρόκειται για μια δομικώς πολύπλοκη σχέση, η οποία συνίσταται στην περιπλοκή όλων των επιπέδων της γνώσης (Αίσθησης, Διάνοιας και Λόγου), καθώς και του συνειδητού και ασυνείδητου επιπέδου αντίληψης.

Έχουμε δει ως εδώ πώς η στάση μετατρέπεται σε στερεότυπο6, θα σταθούμε τώρα πιο αναλυτικά στο ζήτημα της φύσης και της δραστικότητας των στερεότυπων.

Είναι αλήθεια πως «η εισαγωγή τους στη συνείδηση του ανθρώπου στην αστική κοινω­νία ξεκινά από την παιδική ηλικία. Σ' αυτό συμμετέχει το σχολείο, η οικογένεια, η θρη­σκεία, όμως η πλέον έντονη επίδραση ασκείται από τον τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεό­ραση»7. Με δεδομένη την κοινωνικότητα της ανθρώπινης φύσης, η τοποθέτηση αυτή είναι σωστή για κάθε κοινωνία, αποκτά όμως ιδιαίτερη σημασία στην αστική κοινωνία λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των τεχνολογικών μηχανισμών υποβολής και του ρόλου τους στη δια­μόρφωση της προσωπικότητας. Είναι αυτονόητο πως σε μια ταξική κοινωνία όπως η δική μας, στην οποία «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες ιδέες» (Μαρξ), κυρίαρχα στερεότυπα είναι τα αστικά στερεότυπα. Πολύ περισσότερο που σήμερα, με την καθολική εισβολή των αξιακών σχέσεων στο χώρο της πνευματικής παραγωγής και τη δημιουργία της λεγόμενης «βιομηχανίας συνείδησης», οι μηχανισμοί υποβολής ανάγονται σε πρώτιστο παράγοντα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Δεν θα σταθώ παραπάνω σ' αυτό το ζήτημα, γιατί έχουν γραφτεί ήδη γι' αυτό πολλά, θα σημειώσω μόνο πως, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν λάθος να ανάγουμε τη διατήρηση του σημερινού κοινωνικού στάτους κβο στα ιμπε­ριαλιστικά κέντρα μόνο στη βιομηχανία συνείδησης, υποτιμώντας την οικονομική ολοκλή­ρωση των τελευταίων στα πλαίσια μιας άκρως επιβαρούς σχέσης με τον «Τρίτο Κόσμο», ολοκλήρωσης στα πλαίσια της —άμεσης πλέον— παγκοσμιοποίησης των κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών. Η τεράστια ανάπτυξη και εμβέλεια των ΜΜΕ οδηγεί συχνά πολλούς στην παγίδα μιας ηθικολογικής κριτικής του αστικού εποικοδομήματος, η οποία ξεχνάει το γεγονός ότι πρόκειται ακριβώς για εποικοδόμημα πίσω από το οποίο κρύβεται μια συγκε­κριμένη οικονομική βάση. Χωρίς δε την ανάλυση των σημερινών ιδιαιτεροτήτων αυτής της βάσης, οποιαδήποτε κριτική είναι, αν όχι στείρα, τουλάχιστον αναποτελεσματική. Δεν φτά­νει μόνο να εμμένουμε στην ταξικότητα της ιδεολογίας —αυτό έχει γίνει πια τόσο κοινότυ­πο που το παραδέχονται και ένα σωρό αστοί. Χρειάζεται, επιπλέον, να αποδείξουμε το ιστορικό αναπόφευκτο αυτής της ιδεολογίας, καθώς και το αναπόφευκτο της υπέρβασης της. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο πρέπει να βασίζονται πάνω στην υπέρβαση της ιδε­ολογικής κριτικής.

Ας επιστρέψουμε στο στερεότυπο. Η παρακάτω τοποθέτηση (ευρύτατα διαδεδομένη στον αριστερό χώρο) δεν με βρίσκεει καθόλου σύμφωνο: «τα στερεότυπα μπορούν να δημι­ουργούνται σε διάφορα επίπεδα της γνώσης: στο θεωρητικό, για παράδειγμα στα διάφορα δόγματα και στην πρακτική της αστικής προπαγάνδας, από τα μέσα της αστικής προπαγάν­δας». Αν προσπαθήσουμε να καθορίσουμε «τοπογραφικώς» τα στερεότυπα, θα τα εντοπί­σουμε κάπου ανάμεσα στην Αίσθησηη και τη Διάνοια. Τα στερεότυπα είναι αντικειμενικά και όχι μόνο «αστικά» και εξαρτώνται από το επίπεδο ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας της προσωπικότητας. Άλλο ζήτημα είναι, βέβαια, το περιεχόμενο των στερεότυπων (καλό ή κακό) και η κατεύθυνση τους, καθώς και το κατά πόσον ο άνθρωπος μαθαίνει να σκέφτεται δια μέσου των στερεότυπων (δηλαδή στην ουσία να μην σκέφτεται) ή μαθαίνει να σκέφτεται κριτικά, δηλαδή να σκέφτεται πραγματικά. Να τονίσω πως εσκεμμένα κάνω αφαίρεση από το περιεχόμενο του στερεότυπου (κατά τη γνώμη μου είναι σοβαρό λάθος να ταυτίζεται το αστικό και το σοσιαλιστικό στερεότυπο στη βάση και μόνο του ότι και το ένα και το άλλο είναι στερεότυπο) λαμβάνοντας υπόψη τον αντικειμενικό χαρακτήρα και το αναπόφευκτο του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μπορούμε να διαιρούμε τα στερεότυπα σε «ορθά» και «λαθεμένα». Τα πρώτα, σύμφωνα με μια άλλη συχνή τοποθέτηση, διαμορφώνονται με τη συμμετοχή της κριτικής σκέψης, τα δεύτερα όχι. Από εδώ συμπεραίνεται πως η αστική προ­παγάνδα υποβάλλει λαθεμένα «συναισθηματικά-ανορθολογικά» στερεότυπα, ενώ η σοσιαλι­στική αληθή, διαμέσου «συνειδητής αντίληψης ιδεών»8. Με μια τέτοια προσέγγιση, αν και γίνεται αντιληπτή η αντικειμενική φύση των στερεότυπων, όλα τα άλλα υπεραπλουστεύονται και το θεμιτό τελικά εκλαμβάνεται ως πραγματικό.

Δεν μπορώ επίσης να συμφωνήσω ούτε με την τοποθέτηση του γνωστού φιλοσόφου Ε.Β. Ιλιένκοφ, σύμφωνα με την οποία η οποιαδήποτε νέα γνώση πρέπει απαραίτητα να πε­ράσει μέσα από αντίφαση9. Στα αρχικά στάδια της γνωστικής διαδικασίας η τρόπον τινά «πίστη» ή η «ρετσινιά» ή το στερεότυπο (δηλαδή η απλουστευμένη αντίληψη του αντικειμέ­νου, μια συνακόλουθη πλήρωση του κενού γνώσης από πίστη, εμπιστοσύνη κ.λπ.) είναι κά­τι το αναπόφευκτο. Και μάλιστα, όχι μόνο στα αρχικά στάδια, αλλά ακόμη και στα πλέον αναπτυγμένα στάδια της η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ορισμένα κάθε φορά στοιχεία απολυτοποίησης. Τέτοιο, παραδείγματος χάρη, είναι το στάτους της αντικειμενικής διαλεκτικής λογικής, δηλαδή της απεικόνισης του αντικειμένου σε κατηγο­ρίες της σκέψης από την άποψη του τι απεικονίζεται (σε αντιδιαστολή με την υποκειμενική διαλεκτική λογική που εξετάζει τη νόηση από την άποψη του τρόπου και των μέσων της


αντανάκλασης στη σκέψη των κατηγοριών του ερευνούμενου αντικειμένου)10. Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση, πρόκειται για σχετική, προσωρινή, συνειδητή απολυτοποίηση, πρό­κειται μόνο «για τις σκαλωσιές οι οποίες θα αποσυρθούν μόλις το κτίριο έχει κτισθεί»11. Και το κτίριο δεν είναι άλλο από το σύστημα των ιεραρχημένων διαλεκτικών κατηγοριών της σκέψης μέσα στη δομή της επιστημονικής θεωρίας, η οποία με τη σειρά της είναι αντα­νάκλαση διαδικασιών του αντικειμενικού κόσμου. Για παράδειγμα, η εξαγωγή του συστή­ματος των διαλεκτικών κατηγοριών μέσα στο Κεφάλαιο του Κ.Μαρξ (που σε πλήρη μορφή συνιστά επίτευγμα του Β.Α. Βαζιούλιν) βασίζεται σε ορισμένη συνειδητή, προσωρινή απο­λυτοποίηση του Κεφαλαίου, το οποίο εξετάζεται ως αντικείμενο σχετικά ταυτόσημο προς τον εαυτό του (η ιστορική του ανεπάρκεια, δηλαδή, περνά προσωρινά σε δεύτερο πλάνο).

2. Διάνοια και Λόγος – Σύντομη κριτική της «συναισθηματικής διάνοιας»

Θα προσπαθήσω να διασαφηνίσω τη θέση μου επιχειρώντας μια κάθετη τομή στη διαδι­κασία ανάπτυξης της γνώσης. Από την άποψη της αναπτυγμένης γνώσης, το στερεότυπο, ως αντικειμενική πλευρά των πρώτων της σταδίων, είναι από τη μια αναγκαίο κακό, μα από την άλλη αναγκαίο καλό, δηλαδή κάτι το οποίο πρέπει μεν να λαμβάνουμε υπόψη, προσπαθώντας ωστόσο να το υπερβούμε και όχι να το μετατρέψουμε σε... «αληθές» (όπως μας λέει η προαναφερθείσα «συνταγή»). Πράγματι, όσο πιο χαμηλά κατεβαίνουμε στην «κλίμακα» των επιπέδων της γνώσης, τόσο περισσότερο τα κενά και οι ανεπάρκειες της αναπόφευκτα πληρούνται από απλουστευμένες, μονόπλευρες λύσεις ή ακόμη και μύθους (οι οποίοι μπορούν κάλλιστα να συνιστούν μέγα μέρος του περιεχομένου των στερεότυ­πων). Και τανάπαλιν. Επομένως, στο ερώτημα κατά πόσο μπορεί η σκέψη να λειτουργήσει χωρίς στερεότυπα πρέπει να απαντήσουμε με το ερώτημα για ποιο ακριβώς επίπεδο της σκέψης γίνεται λόγος. Στα κατώτερα επίπεδα, στο επίπεδο της Διάνοιας (Verstand) η οποία, καθώς έγραφε ο Χέγκελ, γεννά «περιορισμένες και μερικές κατηγορίες»12 και «ανά­γει το μονόπλευρο παράγοντα στο πλαίσιο του μοναδικού και του υπέρτατου»13, η οποία συχνά δεν μπορεί να αποφύγει το συναισθηματισμό, σ' αυτό το επίπεδο η μέθοδος της «στάμπας», της «ρετσινιάς», το στερεότυπο είναι αναπόφευκτος συνοδός της γνωστικής διαδικασίας. Όσο πιο πολύ η Διάνοια «καθαρίζεται» από την επίδραση της Αίσθησης και της εμπειρικής παρατήρησης και όσο περισσότερο εμβαθύνει σε μια χωριστή πλευρά της ουσίας, τόσο περισσότερο παρεμβαίνει ο Λόγος (Vernuft), δηλαδή η ικανότητα αντίληψης των πραγμάτων ως αντιφατικών ολοτήτων, ευρισκόμενων σε ανάπτυξη και ενδότερη συνά­φεια. Ο Λόγος πάντως εδώ δεν βρίσκεται στο δικό του βασίλειο, αλλά «στο σπίτι της Διά­νοιας», όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, ο οποίος συχνά κατέφευγε σε τέτοιες μεταφορικές εκφρά­σεις. Η Λογική ικανότητα (ικανότητα σκέψης δια του Λόγου) είναι παρούσα στον κάθε άν­θρωπο, άλλο ζήτημα είναι όμως (πολύ μεγάλο και εξίσου σοβαρό) το πώς και σε ποιο βαθ­μό χρησιμοποιεί ο καθένας αυτή την ικανότητα. Όπως σχολιάζει ο Β.Α. Βαζιούλιν, «όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να σκέπτονται δια της Διάνοιας και δια του Λόγου. Ωστόσο, κά­θε άλλο παρά όλοι συνειδητοποιούν τη διάκριση μεταξύ Διάνοιας και Λόγου»14. Είναι περιττό να τονίσουμε πως σ' αυτό το ζήτημα δεν γίνονται πολιτικές εξαιρέσεις.


Η Διάνοια, ως ενδιάμεσο στάδιο στη γνωστική διαδικασία, είναι η πλέον εξαρτημένη από όλες τις γνωστικές ικανότητες. Η Διάνοια είναι αναγκασμένη πάντα να «ταλαντεύεται» δεξιά κι αριστερά, πότε προς την Αίσθηση, πότε προς το Λόγο, αλλάζοντας ανάλογα με ιδιόμορφο τρόπο τις εκάστοτε αποοχρώσεις της, Η Διάνοια μπορεί, πρώτο, να βασιστεί στην Αίσθηση, ως ένα βαθμό να συγχωνευτεί μαζί της και βάσει της υπεροχής του αισθητηριακά συγκεκριμένου να εκφραστεί ως κοινή συναισθηματική σκέψη, ως Συναισθηματική Διάνοια. Σ' αυτό το στάδιο ελαχιστοποιείται ο Λόγος. Δεύτερον, η Διάνοια μπορεί να λειτουργήσει «κατά προορισμό», δηλαδή, ως άρνηση της Αίσθησης και ως κατηγοριακή συστηματοποίη­ση, στην οποία υπερτερεί ήδη το αφηρημένο στοιχείο. Τη θέση της Αίσθησης ως δευτερεύο­ντος στοιχείου (συνοδοιπόρου) κατταλαμβάνει εδώ ο Λόγος. Πλην όμως ο Λόγος, ως δευτε­ρεύων που είναι, δεν φτάνει ακόμη στην «άρση» (aufhebung) της Διάνοιας. Ως αποτέλεσμα έχουμε, από τη μια πλευρά, κατηγοριακή συστηματοποίηση στο επίπεδο της εμπειρικής επι­στήμης, από την άλλη δε πλευρά, στο επίπεδο της κοινής συνείδησης, τυπική και τυποποιη­μένη σκέψη, σκέψη με βάση την ετικέτα. Σ' αυτό το στάδιο ελαχιστοποιείται η Αίσθηση. Τέ­λος., τρίτον, η Διάνοια «αίρεται» στα πλαίσια της Λογικής σύλληψης του αντικειμένου, είτε στα πλαίσια μιας εσωτερικά ενιαίας θεωρίας είτε —στην καθημερινή ζωή— στο επίπεδο της αναπτυγμένης προσωπικότητας, της προσωπικότητας ουσιώδους τύπου15.

«Οι νόμοι είναι ορισμοί της Διάνοιας», έγραφε ο Χέγκελ16. Όμως, ακόμη και όταν η Διάνοια ανέρχεται στον επάξιο θρόνο της και στέκεται μπροστά μας ως οι κανόνες της τυ­πικής λογικής, πίσω από τη Διάνοια κρύβεται πάντοτε ο Λόγος. Η ανθρώπινη Διάνοια δεν είναι παρά μια πλευρά της ενιαίας γνωστικής διαδικασίας που δεν είναι μια ικανότητα αυ­θύπαρκτη και δεν μπορεί ούτε να εξηγηθεί ούτε και να διοικηθεί αφ' εαυτής. Ακριβώς σ' αυτό οφείλεται το γεγονός ότι η τυπική λογική δεν ταυτίζεται με τη Διάνοια. «Οποιαδήπο­τε επιστήμη, συμπεριλαμβανομένης και της τυπικής λογικής, είναι αποτέλεσμα της πραγμα­τοποίησης μιας αρκετά αναπτυγμένης Λογικής ικανότητας των ανθρώπων»17. Η τυπική λο­γική είναι λειτουργικό εργαλείο του Λόγου, ο οποίος χρησιμοποιεί τη Διάνοια και τις εκ­φάνσεις της για να πετύχει συγκεκριμένους σκοπούς. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η τυ­πική λογική, σημαίνει πως τόσο ππερισσότερο έχει αναπτυχθεί η Λογική ικανότητα του αν­θρώπου. Όμως, ταυτόχρονα, η τυπική λογική είναι όπλο του λόγου το οποίο εκφαίνεται διαμέσου της Διάνοιας. Είναι γι' αυτό εμφανής και η σύμπτωση χαρακτηριστικών του ενός και του άλλου (Διάνοιας και Τυπικής Λογικής). Και γι' αυτό η ιστορική εποχή που διανύ­ουμε κυριαρχείται τόσο από το ένα όσο και από το άλλο. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως και ο ίδιος ο Χέγκελ, παρά τις διαρκείς επιθέσεις του εναντίον των περιορισμών της Διά­νοιας, δεν παρέλειπε ποτέ να τονίζει πως πρόκειται για ένα απαραίτητο στοιχείο της ορθο­λογικής γνώσης18.

Η Διάνοια μπορεί μεν να κρίνει στη βάση ενός ολόκληρου συνόλου παραγόντων (όπως για παράδειγγμα η λεγόμενη «συστημική προσέγγιση»), αλλά οι παράγοντες αυτοί εκλαμβά­νονται χωριστά, ως αυτόνομοι ο ένας απ' τον άλλον και εννοούνται ως εξωτερικώς συνδεό­μενες ιδιότητες του αντικειμένου, δηλαδή ως ιδιότητες εξαρχής αυθύπαρκτες, οι οποίες μό­νο στη συνέχεια έρχονται σε επαφή. Η Διάνοια εντοπίζει πάντοτε την άμεση ταυτότητα του αντικειμένου προς τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει πως «το γενικό, από την μια, διακρίνεται ως άμεσα ταυτισμένο με το ατομικό, ως αδιαχώριστο από το ατομικό ενώ, από την άλλη, ως απλή άρνηση του ατομικού, του ξεχωριστού, κάτι που σημαίνει πως το γενικό εμφανίζεται ως απομονωμένο από το ξεχωριστό»19. Κυριαρχούσα εδώ είναι η τυπική συστηματοποίηση (λειτουργική ενότητα στην περίπτωση της «συστημικής προσέγγισης»), η οποία δεν λαμβά­νει υπόψη της την ενδότερη συνάφεια, την ενδότερη αντιφατικότητα και την ανάπτυξη.

Πρέπει να διευκρινίσουμε για άλλη μια φορά πως ακόμη και στην πρώτη από τις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις (δηλαδή στην περίπτωση που η Διάνοια βασίζεται άμεσα στην Αίσθηση), η Διάνοια είναι Διάνοια γιατί επιτελεί τη λειτουργία της, είναι δηλαδή ακριβώς «συνείδηση αυτού του αντικειμένου»20. Πλην όμως, η Διάνοια δεν παραμένει σ' αυτό αλλά επιστρέφει στην Αίσθηση, εμπιστεύεται την Αίσθηση. Δηλαδή, ακόμη και η πρώ­τη περίπτωση είναι εφικτή εφόσον προϋποτίθενται και οι υπόλοιπες, αλλιώς ο άνθρωπος δεν θα διέφερε από τα ζώα.

Θα σταθώ λεπτομερέστερα στην πρώτη περίπτωση, η οποία είναι η πλέον διαδεδομένη και η πλέον συνήθης για την κοινή συνείδηση στην ιστορική εποχή που διανύουμε. Η Συναισθηματική Διάνοια κρίνει κάθε φορά στη βάση μιας χωριστής ιδιότητας αφ' εαυτής και όχι στα πλαίσια μιας προσδιορίζουσας την ιδιότητα ολότητας και —το κυριότερο— χωρίς την εσωτερική ενότητα των δύο. Γι' αυτό και η κρίση της Συναισθηματικής Διάνοιας είναι πάντοτε απαραίτητα ακραία και οξύτατη. Το βασικότερο κατηγόρημα (atttibute) της Διά­νοιας, το διαζευκτικό δίπτυχο «είτε - είτε» αποκτά εδώ μια ιδιαίτερα συναισθηματική από­χρωση. Ως τέτοια, η Διάνοια εμπεριέχει μια ολότητα κριτηρίων η οποία, πρώτο, βασίζεται στο αισθητηριακά συγκεκριμένο στάδιο της γνώσης, το οποίο είναι σ' αυτή την περίπτωση ασύγκριτα πιο κοντά στη Διάνοια. Δεύτερον, έστω και αν η ολότητα συνειδητοποιείται ως τέτοια (πρόκειται, όπως υπογραμμίσαμε πιο πάνω, για ανθρώπινη Διάνοια η οποία μπορεί να εκφανθεί μόνο ως υπερβολική προβολή του ενός γνωστικού στοιχείου έναντι του άλλου στα πλαίσια της ενιαίας γνωστικής διαδικασίας και ποτέ ως το ένα και μοναδικό στοιχείο), η αέναη τάση της Διάνοιας έγκειται στην αντίληψη της ολότητας ως όσο το δυνατόν πιο ολιγόπλευρης και καθόλου αντιφατικής. Σ' αυτή τη βάση, η Διάνοια ταξινομεί την οποια­δήποτε εκ των έξω ερχόμενη ιδιότητα του αντικειμένου. Η Διάνοια εντοπίζει πάντα την ου­σιώδη ταυτότητα. Γι' αυτό η κρίση της λαμβάνει πάντοτε χώρα στη βάση της ξεχωριστής ιδιότητας. Αν λοιπόν η ιδιότητα αυτή συμπίπτει με την υπάρχουσα «ολότητα» της Διάνοι­ας, τότε το αντικείμενο ανάγεται στο πλαίσιο του απόλυτου καλού. Και αντίστροφα. Το μαύρο είναι μονάχα και απόλυτα μαύρο, το άσπρο είναι μονάχα και απόλυτα άσπρο, «κα­θαρά Διανοητική η συνείδηση δεν εγείρεται ακόμα στο επίπεδο [που θα της επέτρεπε] να κατανοήσει την υπάρχουσα στο νόμο ενότητα των διακεκριμένων ορισμών»21. Και αν η Διάνοια υποπέσει σε λάθος (κάτι που, φυσικά, συμβαίνει συχνότατα), τότε για μεγάλο χρο­νικό διάστημα θα δρα με βάση το γνωστό «όσο περισσότερο τα γεγονότα αντιφάσκουν στις αντιλήψεις μας, τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα». Η Διάνοια απλώς σωπαίνει, αγνοεί την αντίφαση. Πλην όμως, η αντίφαση εξελίσσεται έτσι κι αλλιώς. Γι' αυτό, μετά από κά­ποιο χρονικό διάστημα, όταν η Διάνοια καθαυτή αλλά όχι δι’ εαυτή (in sich aber nicht fur sich) θα μεταβληθεί, δηλαδή θα μεταβληθεί χωρίς η μεταβολή αυτή να έχει γίνει για τη Διά­νοια συνείδηση, η Διάνοια θα βρεθεί ένα μονάχα βήμα από την άκρως αντίθετη θέση (αντί­θετη προς τη θέση που η Διάνοια υποστήριζε παλιά). Το βήμα αυτό μπορεί να το κάνει χω­ρίς κανέναν απολογισμό του συμβάντος και είναι ικανή να προστρέξει και πάλι στα άκρα, να φτάσει στις ίδιες ακρότητες, όμως τώρα από την αντίθετη πλευρά. Σ' αυτό ακριβώς το στάδιο η Διάνοια βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από το Λόγο και υφίσταται την επίδρα­ση της Αίσθησης στο μέγιστο βαθμό. Όμως, ως τέτοια η Διάνοια όλο και περισσότερο απο­μακρύνεται από τον προορισμό της, ο οποίος σε καθαρή μορφή δεν είναι παρά το αντί­στροφο: «η αρνητική σκέψη»22, δηλαδή η αρνούμενη το αισθητηριακό δεδομένο και ανελισσόμενη από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Γι' αυτό και η επιδρούσα κατ' αυτόν τον τρόπο Διάνοια ισοδυναμεί με την αποδόμηση της σκέψης.

Από την άλλη πλευρά, η αναπτυγμένη γνώση, η Λογική γνώση (γνώση δια του Λόγου) εδράζεται στη διαλεκτική υπέρβαση των προηγούμενων σταδίων, στο μετασχηματισμό των δεδομένων τους σ' ένα εσωτερικά διατεταγμένο, ενιαίο οργανικό σύστημα, σε μια οργανική ολότητα, το κάθε μέρος της οποίας, έχοντας γίνει αντικείμενο κατανόησης στα πλαίσια ενός γενικότερου και ευρύτερου υλικού, έχει υπερβεί τους περιορισμούς του, δηλαδή, έχει υπερβεί την απολυτοποίησή του. Ο Λόγος κατά κάποιον τρόπο επανέρχεται στην Αίσθηση. Όμως το αισθητηριακό δεδομένο, σε αντιδιαστολή με το στάδιο της Διάνοιας, δεν υπόκει­ται πλέον σε γυμνή άρνηση (Τυπική Διάνοια) ούτε και τυγχάνει πλήρους εμπιστοσύνης, όπως στην περίπτωση της Συναισθηματικής Διάνοιας. Το αισθητηριακό δεδομένο εντάσσε­ται πια, έχοντας ήδη «καθαριστεί», στην ανώτερη βαθμίδα της γνώσης ως μια στιγμή, πλευ­ρά της. «Η αλήθεια είναι πάντοτε συγκεκριμένη», όπως έγραφε ο Χέγκελ, δηλαδή πολύμορ­φη και καθαυτό αντιφατική.

Γι' αυτό και, στα πλαίσια της Λογικής γνώσης, το στερεότυπο συνειδητοποιείται πλέον ως ένα μέρος των προηγούμενων σταδίων, διαμελίζεται ως προς το περιεχόμενο και διατη­ρείται στο βαθμό που αυτό το περιεχόμενο (όμως όχι η μορφή, το δοχείο, το «καλούπι», μέσα στο οποίο το περιεχόμενο ευρίσκεται) ανταποκρίνεται στο ανώτατο στάδιο, στην ανώτατη βαθμίδα της γνώσης. Είναι γι' αυτό που στο επίπεδο της θεωρίας η απολυτοποίη­σή την οποία υποδείξαμε πιο πάνω είναι προσωρινή και συνειδητή απολυτοποίησή, έως ότου το δεδομένο επίπεδο της γνώσης ενός αντικειμένου τύχει με τη σειρά του άρσης στα πλαίσια ενός νέου, βαθύτερου και ευρύτερου επιπέδου. Όπως έγραφε ο Χέγκελ, το όριο γι' αυτό είναι όριο, γιατί δεν το γνωρίζουμε, από την άλλη δε πλευρά, «το να έχεις γνώση του ορίου σου σημαίνει να ξέρεις το απεριόριστο σου»23.

Η υποστήριξη της ύπαρξης στερεότυπων στο επίπεδο της θεωρίας υποδηλώνει, μάλλον, την αντίληψη της ιστορίας ως αποτελέσματος ενός απλού λάθους ή ψέματος. Το στερεότυ­πο ήδη στο επίπεδο της Διάνοιας (στο βαθμό που αυτή επιτελεί τη λειτουργία της) γίνεται αντικείμενο μιας πρώτης άρνησης, έστω και τυπικής, η οποία είναι ικανή να επιχειρήσει μια πρώτη ανέλιξη προς την ουσία, να διαχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες24 και να απαλλαγεί από το αναληθές. Πρόκειται για τον «υγιή κοινό νου» (sound common sense), ο οποίος πάντοτε συνοδεύεται από ένα ισχυρό στοιχείο Λόγου και φρόνησης και τον οποίο αυτή τη φορά ο Χέγκελ επαινεί. Γι' αυτό και δεν είναι δυνατό να χώσουμε μέσα στην αν­θρώπινη συνείδηση οποιοδήποτε στερεότυπο, εννοείται στο βαθμό που η τελευταία παρου­σιάζεται ως ανθρώπινη συνείδηση. Η φαινομενικότητα δε που περιορίζει την κοινωνική γνώση σε συνθήκες καπιταλισμού είναι αντικειμενική και έχει άλλο χαρακτήρα, είναι συνυ­φασμένη με άλλες αιτίες. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για απλό «λάθος» που η μια ή η άλλη αστική θεωρία δεν υπερβαίνει τον αστικό της μανδύα, ούτε και πρόκειται για απλό «λάθος» που ο καπιταλισμός φαίνεται στην κοινή συνείδηση ως φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων.

3. Μερικά συμπεράσματα

Τα πράγματα φαίνονται πιο απλά και εύκολα όσο κριτικάρουμε τις αστικές θεωρίες και τη φετιχιστική συνείδηση που διασπείρει ο καπιταλισμός. Όμως, από την άλλη πλευρά, μεγάλη είναι η σημασία όλων αυτών για την καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα για όσους προ­σπαθούν να υπερβούν το καπιταλιστικό στάτους κβο, στο σημείο δηλαδή που η γυμνή άρ­νηση δίνει τη θέση της στη διαλεκτική άρνηση. Δεν είναι τυχαίο που το πρόβλημα που μας απασχολεί εκφράστηκε και εκφράζεται στην πρακτική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κι­νήματος και στην ιστορική προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Έχουμε δει πως στα κατώτερα «πατώματα» της γνώσης ο Λόγος είναι στο ελάχιστο δραστικός και ευδιάκριτος. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την παντελή ανυπαρξία του Λό­γου σε οποιαδήποτε ανθρώπινη πράξη. Ακόμη και το πιο άλογο βήμα δεν είναι παρά, γενι­κά μιλώντας, μια άλογη χρήση του Λόγου. Ακόμη και η καταστροφή της σκέψης προϋποθέ­τει τη σκέψη (εδώ εντοπίζεται και το contradictio in adjecto οποιουδήποτε ανορθολογι­σμού). Επιπλέον, ακόμη και στο επίπεδο της Αίσθησης έχουμε να κάνουμε με εξειδικευμέ­νη, ανθρώπινη Αίσθηση. «Ο αετός», έγραφε ο Ένγκελς, «βλέπει πολύ πιο μακριά από τον άνθρωπο, αλλά το ανθρώπινο μάτι βλέπει πολύ περισσότερα μέσα στα πράγματα απ' ό,τι το αετίσιο»25. Επί της ιστορικής δε εξέλιξης του ζητήματος εξαιρετικές είναι και οι παρα­τηρήσεις του Χέγκελ: «Ο άγριος σχεδόν σε τίποτα δεν είναι προσεκτικός. Αφήνει τα πάντα να περάσουν από δίπλα του χωρίς να επικεντρώνει την προσοχή του πουθενά»26. Αντίθετα, «ο μορφωμένος άνθρωπος, επειδή κατανοεί το αντικείμενο των αισθήσεων του απ' όλες του τις πλευρές, αισθάνεται πιο βαθιά από τον αμόρφωτο αλλά είναι και ταυτόχρονα ανώ­τερος [από τον αμόρφωτο] λόγω της εξουσίας που έχει πάνω στην αίσθηση, μιας και κινεί­ται κυρίως μέσα στο στοιχείο της ορθολογικής σκέψης, το οποίο εγείρεται υπεράνω της στενότητας της αίσθησης»27.

Είναι λογικό, επίσης, το μάτι ενός ειδικού να βλέπει στο συγκεκριμένο αντικείμενο πολύ περισσότερα από το μάτι οποιουδήποτε άλλου. Πολύ περισσότερο ακόμη: η τυπική μόρφω­ση είναι μια αναγκαία ιστορική προϋπόθεση, η οποία αναπτύσσει όχι μόνο τη γνώση περί ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά και τους τυπικούς μηχανισμούς της σκέψης γενικά. Η προϋπόθεση όμως από μόνη της δεν είναι επαρκής και καθόλου εγγυητική για τη χρήση και ενεργοποίηση (actualization) των εν λόγω μηχανισμών, γιατί επ' αυτού του σημείου πα­ρεμβαίνουν ευρύτερες ιστορικές και κοινωνικές μεταβλητές (πέραν από το ότι ακόμη και η ίδια η ευρεία διάδοση της μόρφωσης είναι ένα ιστορικό και κοινωνικό ζήτημα).

Από τη μια πλευρά λοιπόν, η ανάμιξη των στοιχείων που αναλύσαμε στον τρόπο σκέ­ψης και γνώσης του οποιουδήποτε φυσιολογικού ανθρώπου είναι εξαρχής ικανότητα η οποία μπορεί να εκφραστεί με διάφορο τρόπο στα διάφορα ζητήματα. Από την άλλη πλευ­ρά, υπάρχουν τόσο κοινωνικοί όσο και ιστορικοί λόγοι για την επικράτηση του ενός ή του άλλου στοιχείου. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πλευρών μας δίνει τη δυνατότητα να προβούμε σε μια γενική κρίση με βάσηη τη «συνισταμένη», η οποία εξάγεται από τη συμπεριφο­ρά και τον τρόπο σκέψης τόσο του ξεχωριστού ατόμου όσο και των μαζών.

Όσον αφορά την οντογένεση της γνώσης, ήδη ο Χέγκελ, διακρίνοντας την ιστορική διά­σταση του ζητήματος και όντας τόσο ιδεαλιστής (πράγμα που, τρόπον τινά, «σχηματοποι­εί» και ευκολύνει το ζήτημα) όσο και οπτιμιστής, είδε την έλευση του Λόγου στο μοντέλο του πρωσικού κράτους της εποχής του, που ιδεολογικά ο ίδιος εκπροσωπούσε. Ο Μαρξ από τα νεανικά του χρόνια ενστερνίστηκε την ιστορική διαίρεση28. Απαντά όμως στη γνω­στή ρήση του Χέγκελ περί της σχέσης του Λογικού και του Πραγματικού με την εξίσου γνωστή ρήση πως το Πραγματικό είναι μεν Λογικό, αλλά το Λογικό δεν έχει γίνει ακόμη πραγματικότητα. Άρα, όπως θα γράψει μετά στην ενδέκατη θέση για τον Φόυερμπαχ, εάν οι φιλόσοφοι ως τώρα εξηγούσαν τον κόσμο, το ζήτημα είναι πώς θα τον αλλάξουμε. Εδώ εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα. Επιστρέφουμε άμεσα στο ζήτημα που μας απασχολεί: ο διανοητικός τρόπος σκέψης (η σκέψη δια της Διάνοιας) είναι ένα αναπόφευκτο στάδιο της οντογένεσης και της φυλογένεσης της γνώσης, ένα αναγκαίο κακό το οποίο πρέπει να αντι­παλέψουμε και να υπερβούμε. Η πρακτική όμως του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήμα­τος όσο και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στις αντίστοιχες χώρες πήρε άλλη κατεύθυνση. Δόθηκε βάρος στη φυλογενετική άρση του σταδίου, που είναι αναμφίβολα η πρωτεύουσα. Όμως αυτό έγινε σε βάρος της ονττογενετικής άρσης. Η διάκριση αυτή έχει ιδιαίτερη σημα­σία γιατί η υπέρβαση επιχειρείται ενώ η ανθρωπότητα ιστορικά βρίσκεται ακόμη στο ιστο­ρικό στάδιο της κυριαρχίας της Διάνοιας, όταν η ίδια η κοινωνική πρακτική κάνει τους αν­θρώπους επιρρεπείς στον αντίστοιχο τρόπο σκέψης.

Εκφράζοντας το πιο απλά («επιστρέφοντας» τελικά σε μια διαπίστωση του «κοινού νου» —και αποδεικνύοντας κατά κάποιον τρόπο τις ικανότητες του να ξεχωρίζει προκα­ταρκτικά το ουσιώδες από το επουσιώδες), η μαρξιστική πρακτική, παρά τις θεωρητικές της προσπάθειες, έμεινε για διάφορους λόγους πολύ πιο κάτω από τις απαιτήσεις της καλ­λιέργειας κριτικής σκέψης μέσα στις μάζες. Το ίδιο αναπόφευκτα κυριάρχησε και στη σο­βιετική παιδαγωγική η οποία, κατά την έκφραση του Β.Α. Βαζιούλιν, «εισήγαγε τη σοσιαλι­στική ιδεολογία μέσω αστικών μεθόδων»29. Αυτή η διαπίστωση ισχύει για το κομμουνιστι­κό κίνημα γενικά. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, που διδασκόταν σε μεγάλο βαθμό η πίστη και όχι η κριτική σκέψη και δεν είναι τυχαίο που, τόσο το κομμουνιστικό κίνημα όσο και η παιδαγωγική πρακτική στην τέως ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, όχι μόνο δεν έκαναν χωρίς «κλισέ» και στερεότυπα, αλλά εν πολλοίς τα καλλιεργούσαν συνειδητά. Χω­ρίς με αυτό να θέλουμε ούτε να υποτιμήσουμε τους αντικειμενικούς λόγους της κατάστα­σης ούτε και να αμαυρώσουμε με μια μονοκοντυλιά ολόκληρη τη σοσιαλιστική πρακτική30, όπως κάνουν σήμερα πολλοί μέχρι πρότινος «κομμουνιστές». Σ' αυτή τους την προσέγγιση επικρατεί εμφανώς η λογική του «μαύρου-άσπρου» —κάτι που, όπως προσπάθησα να ανα­λύσω πιο πάνω, δεν είναι παρά μια έκφανση διανοητικού τρόπου σκέψης.

Δεν είναι λοιπόν παρά η Διάνοια και ιδιαίτερα η Συναισθηματική Διάνοια που εκφαίνεται στον καθημερινό φανατισμό31 ή στον αποπροσανατολισμό, στην απασχόληση με το δευτερεύων, το επιμέρους και το επουσιώδες. Δεν είναι παρά η Διάνοια που είναι όπλο και ταυτόχρονα θύμα της κοινωνικής χειραγώγησης. Δεν είναι παρά ο δια της Διάνοιας σκε­πτόμενος άνθρωπος που μπορεί να ζει χωρίς ιδανικά (ακριβέστερα, να ανάγει σε ιδανικό το επουσιώδες, μιας και ο άνθρωπος «εκ φύσεως» δεν μπορεί να ζει χωρίς ιδανικά) ή να αντιλαμβάνεται τα ιδανικά ως θρησκευτική πίστη, ως θρησκευτικά δόγματα και «οράμα­τα». Η Διάνοια και τα «κλισέ» προς τα οποία πάντα τείνει, τα στερεότυπα τα οποία χρησι­μοποιεί, δεν υπόκεινται δυστυχώς σε πολιτικές εξαιρέσεις. Γι' αυτό η Διάνοια μπορεί τη μια μέρα να εκφαίνεται σ' ένα εξοργιστικό δογματισμό και την άλλη μέρα να αρνηθεί τον κομμουνισμό. Μπορεί την άρνηση της αντιφατικής φύσης του σοσιαλισμού σε μια νύχτα να την αντικαταστήσει με την άρνηση του ίδιου του σοσιαλισμού, την αρχική αδυναμία πα­ραδοχής αναπόφευκτων αρνητικών πτυχών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης να την αντικα­ταστήσει με παντελή άρνηση οποιωωνδήποτε καθαυτό σοσιαλιστικών κατακτήσεων και ακό­μη με αντικομμουνισμό (ίσως να μην είναι τυχαίο που οι χειρότεροι αντικομμουνιστές εί­ναι συχνά κάποιοι μέχρι πρότινος φανατικοί κομμουνιστές). Δεν είναι παρά η Διάνοια που ανήγαγε τη σχέση θεωρίας και πρακτικής μόνο στο πούλημα εφημερίδων και σταδιακά κατέστρεψε την οποιαδήποτε κριτική θεωρητική αναζήτηση μέσα στο κομμουνιστικό κίνη­μα. Η Διάνοια θα πεταχτεί όμως οπωσδήποτε στην άλλη άκρη: η απόλυτη αισιοδοξία θα αντικατασταθεί με την απόλυτη ματαιοδοξία και το μηδενισμό. Τα θετικά και τα αρνητικά στερεότυπα-θα αλλάξουν θέση και κατεύθυνση και η άρνηση των ιδανικών, για την οποία η Διάνοια πάντα —και δίκαια— κατηγορούσε το αστικό σύστημα, γίνεται σήμερα το αρνητι­κό ιδανικό της ίδιας της Διάνοιας.

Σημειώσεις - Παραπομπές

1. Beglov S.I., Vneshnepoliticheskaya Propaganda. Otcherk Teorii i Praktiki., Moscow, 1984, p.80. (Μπεγκλόφ Σ.Ι., Εξωτερική πολιτική προπαγάνδα. Δοκίμιο θεωρίας και πρακτικής - στα ρωσικά).

2. Blackburn Simon, The Oxford Dictionary of Philosophy, New York, Oxford, Oxford University Press, 1996, p. 363,

3. Με τον όρο «Στάση» αποδίδω το αγγλικό «Attitude», που μπορεί πιθανώς να αποδοθεί και αλλιώς. Το φαινόμενο αυτό έχει ερευνηθεί σε βάθος στην τέως ΕΣΣΔ από τη γνωστή ψυχολογική σχολή του Ντ.Ν. Ουζνάντζε (ψυχολογική θεωρία της Ουστανόβκα), ο οποίος επιχείρησε στην ουσία οντολογικοποίησή του αποκαλώντας το «καθολική κατάσταση του ατόμου», «εξωσυνειδησιακή κατάσταση» κ.λπ. Σημαντιχές έρευνες του φαινομένου έχουν γίνει επίσης και στη Λύση (W.J. McGuire, I.Ajzen, M.Fishbein κ.ά.).

4. Abelson R.P., Brehm J.W, Hovland C.I., McGuire W.J, Rosenberg M.J.: Attiwte Organization and Change: an Analysis of Consistency among Attitude Components, New Heaven and London, Yale University Press, 1966, p.l. (στο Πανεπιστήμιο Γέιλ στη δεκαετία του '60 έγινε μια σειρά από κλασικές έρευνες σ' αυτόν τον τομέα, στα πλαί­σια του Προγράμματος Έρευνας της Στάσης και Επικοινωνίας).

5. Problemy Sotsialnoi Psychologii i Propaganda, Moscow, 1971, p.40 (Ζητήματα κοινωνικής ψυχολογίας και προπαγάνδα - στα ρώσικα).

6. Για τα στερεότυπα έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Πρέπει να ξεχωρίσουμε τον αμερικανό W.Lippman, πιθα­νώς τον πρώτο που επέσυρε την προσοχή στο ρόλο και τη δραστικότητα των στερεοτυπών στην καθημερινή ζωή και τη συμπεριφορά των μαζών (Public Opinion, Ν.Υ., 1920). Στη σοβιετική βιβλιογραφία, όπως θα δούμε παρα­κάτω, το πρόβλημα ήταν άκρως ιδεολογικοποιημένο.

7. Technika Dezinformatsii i Obmana, Moscow, 1978, p.44 (if τεχνική της παραπληροφόρησης και της εξαπά­τησης - στα ρωσικά).

8. Ζητήματα κοινωνικής ψυχολογίας και προπαγάνδα, σσ. 93-112.

9. Βλέπε το Ob Idolach i Idealach, Moscow, 1968 (Περί Ειδώλων και Ιδεωδών - στα ρώσικα). Μαχόμενος κατά του θετικισμού ο Ιλιένκοφ τονίζεει το ρόλο της αντίληψης της ενότητας των αντιφάσεων (ενότητας στην πολυμορ­φία και αντίστροφα) ως χαρακτηριστικού της λειτουργίας του ανθρώπινου νου σε αντιδιαστολή με τη μηχανή. Είναι αναμφίβολα γενικά σωστός σ' αυτή την τοποθέτηση, πλην όμως υποτιμά την πολυπλοκότητα και δυναμική δόμηση της ανθρώπινης γνώσης, στο κάθε στάδιο της οποίας έχουμε διαφορετικό συσχετισμό στοιχείων.

Ο Ιλιένκοφ είναι κάπως γνωστός στη Δύση, εντούτοις δεν έχει τύχει πλήρους εκτίμησης η προσφορά του. Κα­τά τη γνώμη μου, πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους στοχαστές του αιώνα μας.

10. Βλέπε Vazioulin V.A.: Logika «Kapitala» Κ. Marxa, Moscow, 1968 (Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική τον «Κεφα­λαίου» του Κ. Μαρξ - στα ρώσικα). Υπάρχει ανέκδοτη ελληνική μετάφραση του βιβλίου από τον Δ.Πατέλη.

11. Στο ίδιο, σελ. 27.

12. Hegel's Logic, transl. by W.Wallace, New York, Oxford University Press, 1975, p.45

13. Hegel's Philosophy of Right, transl. by T.M. Knox, Oxford: Oxford University Press, 1952, p. 227.

14.Vazioulin V.A., «Rassoudochnoe i Razoumnoe Myshlenye ν Rasvitii Poznanya». Στο Dialektika Protsessa Poznanya, Moscow, 1986, p. 173 (Βαζιούλιν Β.Α., «Διανοητική και Λογική σκέψη στην ανάπτυξη της γνώσης». Στο Διαλεκτική της διαδικασίας της γνώσης - στα ρώσικα).

15. Για το ζήτημα της προσωπικότητας βλέπε τα μεταφρασμένα σχετικά αποσπάσματα από το έργο του Β.Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας (Μόσχα, 1988), τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μα Προοπτική, 1994, Νο.96. Υπάρχει επίσης ανέκδοτη ελληνική μετάφραση ολόκληρου του έρ­γου.

16. Hegel's Philosophy of Mind, transl.by W.Wallace, together with the Zuzatze in Boumann 's text (1845) transl. by A.V.Miller. Oxford, Oxford University Press, 1971, p.163.

17. Βαζιούλιν Β.Α., Διανοητική και Λογική σκέψη, σελ. 182.

18. Hegel's Philosophy of Mind, p.226.

19. Βαζιούλιν Β.Α., Διανοητική και Λογική σκέφη, σελ. 180.

20. Hegel's Philosophy of Mind, p.163.

21. Ibidem, p.164.

22. Βαζιούλιν Β.Α., Διανοητική και Λογική σκέψη, σελ. 177. Ενδιαφέρουσα είναι εδώ η διάκριση της «χεγκελιανής» (όπως αποκαλείται από πολλούς) προσέγγισης του Βαζιούλιν και της πολύ συχνής προσέγγισης στον Χέ­γκελ ως φιλόσοφο της Αρνησης (π.χ. από τη Σχολή της Φρανκφούρτης). Οι δυτικοί —εμφανώς βασιζόμενοι πάνω σε μια διαφορετική ερμηνεία του Λόγου— εναποθέτουν τη διαλεκτική στο δεύτερο στάδιο της λογικής μορφής, ακολουθώντας κατά γράμμα τον Χέγκελ (ο Χέγκελ διακρίνει τρεις στιγμές που παίρνει απαραίτητα η λογική μορ­φή - Διάνοια, Διαλεκτική, θεωρησιακός/speculative/Λόγος). Αναπόφευκτα λοιπόν η διαλεκτική μετατρέπεται σε αρνητική διαλεκτική. Ο Βαζιούλιν όμως τοποθετεί την αρνητική σκέψη στο επίπεδο της Διάνοιας. Δεν είναι τυ­χαίο που συχνά υποστηρίζει —και στη Λογική του "Κεφαλαίου" αποδεικνύει— πως τόσο η σημασία, όσο και οι πλάνες του Χέγκελ βρίσκονται πολύ πιο βαθιά απ' ό,τι συνήθως πολλοί νομίζουν. Δεν εμπίπτει στο θέμα μου να επεκταθώ σ' αυτό το ζήτημα. Αρκεί να επισημάνουμε ότι πρόκειται για κάτι ενδεικτικό ως προς τις διάφορες ερ­μηνείες του Χέγκελ σε Δύση και Ανατολή.

23. Hegel's Philosophy of Mind, p.24.

24. Ibidem, p. 226.

25. Ένγκελς Φ. Διαλεκτική της Φύσης, μετάφραση Ε. Μπιτσάκη, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989, σελ. 153.

26. Hegel's Philosophy of Mind, p.196

27. ibidem, p. 197

28. Στο άρθρο στην Reinische Zeitung με τον τίτλο «Συζητήσεις με αφορμή την νόμο περί κλοπής της ξυλείας», ο Μαρξ διαιρεί την παγκόσμια ιστορία στις περιόδους του «Ζωικού Βασιλείου», της «Διάνοιας» και του επερχόμε­νου «Λόγου» (της ελευθερίας) (δες στη ρωσική έκδοση: Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Έργα, 2η εκδ., τ.1, σσ. 119 -160).

29. Από μια διάλεξη του Β. Α. Βαζιούλιν στο πανεπιστήμιο Λομονόσωφ, στις 5 Απρίλη 1993.

30. Κατά τη γνώμη μου, η ολόπλευρη και αντικειμενική ανάλυση αυτής της μοναδικής ιστορικής εμπειρίας εί­ναι ένα conditio sine qua non της άρσης του μαρξισμού.

31. Βλέπε την εξαιρετική ανάλυση του Χέγκελ στη Φιλοσοφία του Δικαίου (Hegel's Philosophy of Right, pp. 227-228).

1