Δημήτρης
Πατέλης
Ο
Πρέβε, ο Κούν το «παράδειγμα» και η μίμηση.
Αναιρέσεις ΠΡΙΝ Κυριακή 29
Μαίου 1994
To τελευταίο κείμενο του φίλου ιταλού
μαρξιστή Κοστάντζο Πρέβε (βλ. ΠΡΙΝ 8/5/94) αναζωπύρωσε αδιαμφισβήτητα το
ενδιαφέρον μας για ζητήματα τα οποία η Αριστερά, παρά την κρίση στην οποία έχει
περιέλθει (ή μάλλον λόγω ακριβώς αυτής της κρίσης), αγνοεί συστηματικά.
Κατ' αρχήν δεν μπορώ παρά να χαιρετίσω
την αντίθεσή του στη θεώρηση της ιστορίας του μαρξισμού που εμπνέεται «από την
εφησυχαστική συνέχεια ενός ανύπαρκτου "ορθόδοξου" μαρξισμού, ο
οποίος βρίσκεται σε μεταφυσικό, αιώνιο και ιδανικό αγώνα, ενάντια σε κάποιο
διαβολικό "ρεβιζιονισμό"... μια εναλλαγή μη υλιστική, αλλά θεολογική...».
Προτείνει λοιπόν ο Πρέβε μιαν
«εναλλακτική ιστοριογραφική μέθοδο», η οποία εμπνέεται από την «ασυνεχή διαδοχή
μοντέλων». Κατά τα λεγόμενα του, στοχεύει
στην αντιπαράθεση μιας εναλλακτικής ασυνεχούς θεώρησης της ιστορίας
του μαρξισμού στη μέχρι πρότινος κυρίαρχη δογματική θεώρησή της από τη
σκοπιά μιας εξελικτικής συνέχειας. Ο στόχος αυτός είναι καθ' όλα
θεμιτός. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι κατ' αρχήν ιδεολογικά
ετεροπροσδιοριζόμενος, στο βαθμό που προτάσσει την αρνητική του
στάση προς μιαν ορισμένη ιδεολογική (θεολογική κ.λπ.) θεώρηση.
Θετικό στοιχείο είναι η προσπάθεια
του Πρέβε να εξετάσει το μαρξισμό στο πεδίο της ιστορίας και της φιλοσοφίας
της επιστήμης, στο πεδίο της επιστημολογίας και της μεθοδολογίας της επιστήμης,
υπενθυμίζοντας επιτέλους ότι, εφόσον ο μαρξισμός συνιστά μιαν επιστημονική
κατεύθυνση, οφείλουμε να τον αντιμετωπίζουμε και ως επιστήμη.
Η υιοθέτηση της επιστημολογικής
μεθοδολογίας του Τ. Κουν, (μιας μεθοδολογίας η οποία μόνο από αφέλεια μπορεί
να χαραχτηρισθεί ταξικά και ιδεολογικά ουδέτερη), δεν πρέπει να αποδοθεί μηχανικά
μόνο σε κάποιον ιδεολογικό ενδοτισμό. Συνδέεται μάλλον και με το γεγονός
ότι πρόκειται για μιαν από τις πλέον διαδεδομένες και πολυσυζητημένες απόψεις
(παρά το γεγονός ότι η μόδα της έχει υποχωρήσει αισθητά τελευταία), αλλά και
με κάποιο αισθητό κενό του μαρξισμού (ή μάλλον της ευρωκεντρικής
«Δυτικής» του παράδοσης) στον εν λόγω τομέα.
Ο Κουν συνέβαλε αποφασιστικά στον
κλονισμό του κυρίαρχου τότε (στη δεκαετία του '60) νεοθετικιστικού ανιστορισμού
της λογικής ανάλυσης και των φορμαλισμών, μεταστρέφοντας την προβληματική
στην ιστορία της επιστημονικής γνώσης, η οποία παύει να εξετάζεται ως γραμμική
διαδικασία που εκτυλίσσεται σ' ένα επίπεδο. Τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης
της επιστήμης προβάλλουν κατά τον Κουν ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή
ως προς το παρελθόν και το μέλλον τους, μορφώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται
από την επικράτηση ορισμένου «παραδείγματος» κατά τις περιόδους της «κανονικής επιστήμης». Το πεδίο του
παραδείγματος συγκροτεί έναν ιδιότυπο απριορισμό και ορίζεται από τον Κουν κυκλικά
- ταυτολογικά: το «παράδειγμα», ως σύστημα κανόνων, θεωριών,
μεθόδων, θεμελιωδών γεγονότων και υποδειγμάτων δραστηριότητας, καθορίζει τη δεδομένη
επιστημονική κοινότητα και αντίστροφα, επιστημονική κοινότητα
είναι οι επιστήμονες οι οποίοι από κοινού παραδέχονται αυτό το «παράδειγμα».
Η ανακρίβεια και η πολυσημία του ορισμού του «παραδείγματος» συνιστά ταυτόχρονα
το ισχυρό και το ασθενές σημείο της άποψης του Κουν, που επιτρέπει μιαν
ορισμένη αποκατάσταση της «μεταφυσικής» (φιλοσοφίας, οντολογίας κ.λπ.), αλλά
και σχετικοποιεί στο έπακρο την έννοια του γνωστικού υποκειμένου.
Στο «παράδειγμα» του Κούν περιπλέκονται επιλεκτικά περιεκτικές κατηγοριακές («μεταφυσικές») προϋποθέσεις της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας με την κοινωνικού και ψυχολογικού χαρακτήρα αναφορικότητά τους ως προς την «επιστημονική κοινότητα». Κατά τον Κουν δεν υπάρχουν καθολικά ορθολογικά επιχειρήματα στη βάση των οποίων διευθετείται το ζήτημα της επιλογής της μεν είτε της δε επιστημονικής θεωρίας. Απολυτοποιώντας την εναλλακτικότητα, την πληθώρα και την πολυμορφία των αντιλήψεων για το επιστητό, για την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα της γνώσης ερμηνεύει τελικά τις «επιστημονικές επαναστάσεις» μέσω τριών παραγόντων: 1) της ύπαρξης περιθωριακών (Outsiders) επιστημόνων 2) της ενεργού προπαγανδιστικής δραστηριότητας αυτών των Outsiders και 3) του φυσικού θανάτου των εκπροσώπων της παλαιάς σχολής.
Κατά τις «επιστημονικές επαναστάσεις»,
η επιστημονική κοινότητα «αλλαξοπιστεί», αποδέχεται συμβατικά - συναινετικά το
νέο «παράδειγμα», όχι επειδή ανταποκρίνεται καλύτερα στη γνώση της αλήθειας,
της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά ως αποτέλεσμα βουλητικών πράξεων,
πίστης. Σε μια πολεμική του με τον Πόπερ, ο Κουν ισχυρίζεται ότι τελικά δεν μπορεί
να υπάρξει πραγματική λογική, αλλά μόνο ψυχολογία της επιστημονικής
ανακάλυψης. H θεώρηση αυτή αφήνει ανοικτό το πεδίο για ανορθολογικές και μυστικιστικές
ακόμα ερμηνείες της επιστήμης (βλ. Ε. Μπιτσάκη, θεωρία και πράξη, Αθήνα
1983, σελ. 128-129). Η αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και οξυδέρκεια του Κουν δεν
μπορεί να επισκιάσει αυτά τα στοιχεία, που συνδέονται με το θεμελιώδη (και εν
πολλοίς σκόπιμο) εκλεκτικισμό και την αντιφατικότητα της θεώρησης
του, η οποία απορρίπτει τελικά το νομοτελειακό χαρακτήρα και την
κατεύθυνση της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης.
Τελικά ο Κούν, επιχειρόντας να
ξεπεράσει τα αδιέξοδα της προσκολλημένης στην προδιαλεκτική νόηση
(διάνοια) αστικής επιστημολογίας με τα διλήμματα της, προσκρούει σε
νέες πρόσθετες αντιφάσεις, επιβεβαιώνοντας τον εγκλωβισμό αυτής της νόησης
στις άκαμπτα και αντιδιαλεκτικά αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις:
επαγωγισμός-αναγωγισμός, συσσωρευτική αντίληψη της ιστορίας της γνώσης (comulalivism)-αντισυσσωρευτική, εσωτερισμός (internalism)-εξωτερισμός (exiernalism) των παραγόντων ανάπτυξης της επιστήμης,
συνέχεια-ασυνέχεια κ.λπ.
Με δεδομένα τα παραπάνω, νομίζω ότι
θα ήταν σκόπιμη μια διεξοδική τεκμηρίωση των λόγων που οδηγούν τον ΙΙρέβε
στην (έστω και τροποποιημένη με τους «ιδεολογικούς σχηματισμούς» του Μπετελέμ)
υιοθέτηση της εν λόγω μεθοδολογίας. Η απουσία μεθοδολογικής τεκμηρίωσης
δημιουργεί την εντύπωση της άκριτης αποδοχής της, εντύπωση που ενισχύεται και
με την περαιτέρω διάκριση των τριών «παραδειγμάτων» μαρξισμού τον 20ό αιώνα.
H ιστορία του μαρξισμού τού του 20ού
αι. παίρνει κατ’ αυτό τον τρόπο μια μορφή που θυμίζει κατά πολύ τη
σχολική έκθεση ιδεών: κατά κάποιο τρόπο
επιλέγεται η εκάστοτε κεντρική ιδέα («έννοιες - φορείς») και οι
«μαρξιστές» επιδίδονται στο άχαρο έργο του σχολιασμού αυτής της κεντρικής
ιδέας. Δεν εξετάζονται οι νομοτέλειες που διέπουν το γνωστικό αντικείμενο (τα
γνωστικά αντικείμενα) της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά ούτε και οι νομοτέλειες
που διέπουν την ανάπτυξη του γνωστικού υποκειμένου (την επιστήμη, τις
θεωρίες, τη δραστηριότητα των ερευνητών κ.λπ.). Παρατίθεται απλώς η διαδοχή
τριών ασυνεχών, μη συμβατών μεταξύ τους «μοντέλων», «παραδειγμάτων». Παραμένει
αναπάντητο το ερώτημα που αφορά τα κριτήρια της επιλογής των εν λόγω
«παραδειγμάτων» στην προτεινόμενη περιοδολόγηση του μαρξισμού.
Μπορεί άραγε η θεωρητική παραγωγή
των μαρξιστών από το 1920 μέχρι το 1960 να αναχθεί συλλήβδην σε μιαν άκρως
ιδεολογική και «απατηλή» «σύμμειξη οριζόντων ηθικής και οικονομίας», που συγκροτείται
από τις έννοιες: ταξική πάλη και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων;
Μπορεί άραγε ο μαρξισμός του 20ου
αιώνα να αναχθεί στην εναλλαγή των παραδειγμάτων: «ταξική πάλη - ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων», «αλλοτρίωση» και «μεταμοντέρνος μηδενισμός»; Και αν ναι, ποια είναι η ευρετική
σημασία αυτής της αναγωγής; Και γιατί επιλέγονται αυτά και όχι άλλα
«παραδείγματα»;
Αλλά ας παραμερίσουμε τυχόν ενστάσεις
και επιφυλάξεις τέτοιου τύπου και ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια εναλλαγή
αυτών των τριών «παραδειγμάτων». Πού οφείλεται η κίνηση, η μετάβαση από
«παράδειγμα» σε παράδειγμα; Εδώ είναι εμφανείς οι συνέπειες της αποδοχής της
μεθοδολογίας του Κουν. Η μετάβαση πραγματοποιείται με τις κλασικές
«κινητήριες δυνάμεις» του Κουν, στις οποίες προστίθενται ως από μηχανής θεός
και οι ιδεολογικοπολιτικοί παράγοντες της εκάστοτε συγκυρίας. Μπορεί άραγε
μια τέτοια προσέγγιση να συνιστά εναλλακτική υλιστική και διαλεκτική
θεώρηση;
Αλλά δεν είναι αυτά τα σημαντικότερα
προβλήματα. Πρόβλημα αναπάντητο είναι οι λόγοι που πρέπει να θεωρούμε
«αναγκαίο σήμερα να προσθέσουμε στην κριτική του νεαρού Μαρξ στον
Χέγκελ, την κριτική που ασκεί ο Χάιντεγκερ στον Νίτσε», αλλά και η σκοπιμότητα
ενός τέτοιου εγχειρήματος. Όταν ο Μαρξ υπέβαλε σε κριτική το έργο π.χ. των
Σμιθ, Ρικάρντο και Χέγκελ, η κριτική του αυτή: 1) αφορούσε το έργο
πραγματικών στοχαστών - ερευνητών, εκπροσώπων της ανερχόμενης αστικής τάξης,
οι οποίοι ανέπτυσσαν τη θεωρία (παρ' όλη την αντιφατικότητα τους), εμβάθυναν
και διεύρυναν την επιστημονική γνώση μέσω της διερεύνησης συγκεκριμένων
γνωστικών αντικειμένων, 2) εντασσόταν στη διαδικασία ανάπτυξης της επιστημονικής
έρευνας, συνιστώντας τον αρνητικό πόλο και το προανάκρουσμα των θετικών
θεωρητικών λύσεων που έδωσε ο μαρξικός στοχασμός. Σε αυτό έγκειται η
κριτική ανατροπή της κλασικής αστικής σκέψης που πραγματοποίησε ο Μαρξ,.
Της κλασικής αστικής σκέψης, και όχι των αγοραίων απολογητών και επιγόνων
της, με τον εγγενή ανορθολογισμό και την αντιεπιστημονικότητα που τους χαρακτηρίζει.
Το να προτάσσεις σήμερα την κριτική ανατροπή των διαφόρων παρακμιακών και
ανορθολογικών εκπροσώπων της αστικής φιλοσοφίας (Νίτσε, Χάιντεγκερ, μεταμοντέρνων,
μηδενισμού κ.λπ.), ως όρο της ανάπτυξης του μαρξισμού, είναι ακόμα πιο ανεδαφικό
από το να ζητάς από τον Μαρξ να συγκροτήσει μια πολιτική οικονομία
αντιστρέφοντας π.χ. τον Ι. Μπένθαμ είτε τον Μάλθους...
Τι να κάνουμε λοιπόν; Να περιμένουμε, κατά τον Κουν, για να δούμε πότε θα μας... αφήσουν χρόνους οι εκπρόσωποι των παρωχημένων «παραδειγμάτων», και πότε η «επιστημονική (;) κοινότητα» του μαρξισμού θα δεήσει να αλλαξοπιστήσει, υιοθετώντας κάποιο αγνώστου προελεύσεως, απροσδιόριστου χαρακτήρα και κατεύθυνσης νέο «παράδειγμα», με το οποίο «ίσως να επανοικοδομήσουμε την κομμουνιστική σκέψη»;
Νομίζω ότι μια τέτοια αντιμετώπιση
μάλλον δεν ενδείκνυται για τον επαναστατικό και δημιουργικό χαρακτήρα της.
Υπάρχει εναλλακτική πρόταση; Υπάρχει και μάλιστα ήδη είναι σε θέση να
παρουσιάσει συγκεκριμένα αποτελέσματα, μέσω της οριοθέτησης στρατηγικής και
τακτικής επιστημονικών ερευνών, που αναπτύσσουν το θεωρητικό κεκτημένο του
μαρξισμού. Χρειάζεται όμως ξεχωριστή διαπραγμάτευση σε επόμενο σημείωμα.
Θα πρέπει ωστόσο να ευχαριστήσουμε τον
Κ. Πρέβε, θεωρώντας ότι με το ασίγαστο πάθος που τον διακρίνει ανοίγει ένα
σημαντικό διάλογο για τα επιστημολογικά - μεθοδολογικά θεμέλια και τις προοπτικές
του μαρξισμού.