Ο Μανώλης
Δαφέρμος, είναι υποψήφιος δρ Φιλοσοφίας. Ο Περικλής Παυλίδης είναι δρ
Φιλοσοφίας.
Ο Δημήτρης Πατέλης είναι δρ Φιλοσοφίας.
Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε
Ένα μέρος τον παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή και η θνησιμότητα του μας μολύνει αν προσκολληθούμε σ' αυτό με υπερβολική αγάπη. Ένα μέρος τον παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του.
Γ .Σεφέρης
Στην εποχή μας βιώνουμε τις τραγικές συνέπειες μιας νομοτέλειας ελάχιστα διερευνημένης από τη μαρξιστική επιστήμη. Πρόκειται για τη βαθμίδα εκείνη της συσχέτισης επανάστασης - αντεπανάστασης, κατά την οποία μια πρωτοφανούς κλίμακας ααστική αντεπανάσταση έρχεται να ανατρέψει τις κατακτήσεις μιας σειράς πρώιμων (πλην όμως αναγκαίων) σοσιαλιστικών επαναστάσεων και κυρίως της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Οι κομμουνιστές βρέθηκαν μάλλον απροετοίμαστοι για μια τέτοιου είδους δοκιμασία. Στο χώρο της θεωρίας και της ιδεολογίας, γενικότερα, της Αριστεράς κυριαρχεί σήμερα η σύγχυση, η αμηχανία και η απογοήτευση. Όλα, ακόμα και τα πιο θεμελιώδη ζηητήματα της ταυτότητας και των στόχων της Αριστεράς τίθενται σήμερα υπό αμφισβήτηση, μέσα σ' ένα κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Αυτή η πρωτόγνωρη κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος φέρνει στο προσκήνιο το ζωτικής σημασίας καθήκον της ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας κατά τρόπο ώστε να είναι ικανή να ερμηνεύει με επάρκεια το παρελθόν και το παρόν, αλλά κυρίως να χαράζει, μέσα από την επιστημονική πρόβλεψη, τη στρατηγική και την τακτική του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.
Όλοι σχεδόν οι φερόμενοι ως αριστεροί μιλούσαν μέχρι πρότινος για ανάπτυξη του μαρξισμού. Αλλά και σήμερα, όσοι από αυτούς δεν αποκήρυξαν το παρελθόν τους, συνεχίζουν να κάνουν λόγο για το μαρξισμό. Άλλοι προτιμούν μιαν («επαναστατική», ρριζική κ.λ.π.) «ανανέωση» του μαρξισμού, άλλοι πάλι πασχίζουν να δίνουν όρκους πίστης στο μαρξισμό.
Η ανάγκη για την ανάπτυξη του μαρξισμού προϋποθέτει τον προσδιορισμό της σχέσης μας με το μαρξισμό, τη συνολική (ιστορική και λογική) αποτίμηση των θεωρητικών κεκτημένων του μαρξισμού. Από αυτή την άποψη, παρατηρούμε και σήμερα με ιδιαίτερη ένταση τη γνωστή από την ιστορία του μαρξισμού αντιπαράθεση δύο φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενων τάσεων: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού.
Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρούμε να αναδείξουμε το περίγραμμα των θεωρητικών και πρακτικών χαρακτηριστικών των τάσεων αυτών μέσα από την εξέταση ορισμένων βασικών ζητημάτων: Πώς βλέπουν το θεωρητικό σύστημα του μαρξισμού και τη συσχέτιση του με τη μέθοδο, με τη διαλεκτική; Ποια είναι εκ των πραγμάτων ((και όχι στο επίπεδο των διακηρύξεων) η μεθοδολογία τους; Ποια είναι η σχέση τους με τις καταβολές του μαρξισμού και με τα αντίπαλα προς αυτόν ρεύματα; Πώς εξετάζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεωρίας; Ποιες είναι οι γνωσιοθεωρητικές τους τοποθετήσεις και πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της επιστημοονικής αλήθειας; Ποια είναι η κοινωνική-ταξική προέλευση τους και ο ρόλος που εκ των πραγμάτων διαδραματίζουν στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων; Ποια είναι η ηθική τους φιλοσοφία; Τι είδους πολιτική ασκούν; Πώς συσχετίζουν τη στρατηγική με την τακτική; κ.λ.π. Εδώ δεν πρόκειται, βέβαια, για ερωτήματα καθαρά «ακαδημαϊκού» ενδιαφέροντος. Το κεντρικό ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: κατά πόσο οι εν λόγω τάσεις α) εγγράφονται στην κύρια, στην κατευθυντήρια οδό ανάπτυξης του μαρξισμού και β) είναι ικανές να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του μαρξισμού.
Ο δογματισμός αντιμετωπίζει το μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, κλειστό και αύταρκες σύστημα, το οποίο είναι έτοιμο άπαξ και δια παντός για κάθε «χρήση». Έτσσι, υιοθετούνται μόνο εκείνα τα στοιχεία της θεωρίας που κρίνονται ολοκληρωμένα και ώριμα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτονται τα πρώιμα, τα λιγότερο διαμορφωμένα (και επομένως αντιφατικότερα), πλην όμως ιστορικά αναγκαία στάδια της ανάπτυξης της. Αποκόβει λοιπόν ο δογματισμός το παρόν των θεωρητικών κεκτημέένων του μαρξισμού από το παρελθόν τους και τα απολυτοποιεί. Η θεωρία του, που εννοείται ως παγιωμένο και κλειστό σύστημα, προβάλλει κατ' αυτό τον τρόπο μόνον ως απόρριψη, άρνηση, ασυνέχεια (επιστημολογική, πολιτική κ.λπ.),«τομή» κ.λ.π. σε σχέση με το παρελθόν της και με τα κεκτημένα της ιστορίας του πολιτισμμού. Απορρίπτεται, π.χ., η αντιφατική σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ με την κορύφωση της προμαρξικής λογικής και μεθοδολογικής σκέψης, μιας και «για να επιβληθεί ολοκληρωτικά ο εκχυδαϊσμός της διαλεκτικής έπρεπε να σβήσει η θεμελιωτιική και γόνιμη επιρροή του Χέγκελ στο μαρξισμό...»1.
Η θεώρηση αυτή δεν αποκόβει μόνο το μαρξισμό από τη διαλεκτική του σχέση με το ιστορικό παρελθόν του, αλλά απορρίπτει a priori και οποιαδήποτε ποιοτική (πόσο μάλλον ουσιώδη) διάκριση, διαφορά (πόσο μάλλον αντίθεση και αντίφαση) στο εσωτερικό του «μαρξισμού» της. Τίποτε όμως δεν αναπτύσσεται χωρίς να διαθέτει κάποια πηγή ανάπτυξης, χωρίς εσωτερική αντιφατικότητα (στην οποία εμπεριέχεται διαλεκτικά ανηρμένη και η αντιφατική του σχέση με τον εξωτερικό του περίγυρο κααι με το παρελθόν του). Ο κατ' αυτό τον τρόπο αντιιστορικά θεωρημένος «μαρξισμός» προβάλλει ως κατ' εξοχήν εξωιστορικό φαινόμενο. Η πλέον δυναμική και ουσιώδης πλευρά του μαρξισμού, η μέθοδος του , είτε υποτάσσεται στο συντηρητικά παγιωμένο «σύστημα» (μετατρεπόμενη σε δογματικό σχολαστικισμό) είτε απορρίπτεται εντελώς. Αλλά η μέθοδος συνιστά την κατ' εξοχήν αναπτυξιακή πλευρά της θεωρίας, είναι, μ' άλλα λόγια, η ίδια η θεωρία (το σύστημα), από τη σκοπιά της κίνησης, της ανάπτυξης της. Έτσι, ο δογματικός «μαρξισμός», αποκομμένος από το παρελθόν του και εσωτερικά παγιωμένος, δεν μπορεί να έχει μέλλον. Η μόνη σχέση που μπορεί να έχει με το μέλλον αυτός ο «μαρξισμός» είναι η μηχανική και γρααμμική μεταφορά, μια προεκβολή στο χρόνο της συντηρητικά παγιωμένης κατάστασης του μαρξισμού που ασπάζεται σήμερα ο δογματικός. Η στατικότητα υποτάσσει την κίνηση. Αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο οι δογματικοί αντιμετωπίζουν και τη σημερινή κρίση της θεωρίας. Γι' αυτούς, εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει καμία τέτοια κρίση. Κατά τη γνώμη τους, το όλο πρόβλημα έγκειιται στο ότι ο μαρξισμός έχει παραμορφωθεί και διαστρεβλωθεί από κάποιους (π.χ. από το Στάλιν, από τον Τρότσκι κ.λ.π.). Αρκεί λοιπόν η επιστροφή στον «αυθεντικό μαρξισμό» (τον οποίο διάφορες παραλλαγές του δογματισμού εντοπίζουν σε διαφορετικές βαθμίδες της ιστορίας του, είτε ερμηνείες του) για να διευθετηθεί το πρόβλημα, εφόσον «εκεί» υπάρχουν ολοκληρωμένες και πλήρεις απαντήσεις και σε ζητήματα τα οποία στην εποχή, π.χ., του Μαρξ δεν είχαν βγει ακόμα στο προσκήνιο της ιστορίας (βλ., π.χ., το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το ζήτημα των σύγχρονων φάσεων ανάπτυξης της επιστημονικής και τεχνικής προόδου).
Ενώ λοιπόν ο δογματισμός διατηρεί στο μαρξισμό, εκείνο το οποίο δεν αντιστοιχεί πλέον στη νέα κατάσταση και επιδίδεται σε μια συντήρηση του μαρξισμού περιχαρακώνοντας τον από τη μεταβαλλόμενη ζωή, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα νέα γεγονότα, απορρίπτει από το μαρξισμό και ό,τι διατηρεί τη σημασία του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούύν τον πεπερασμένο και παρωχημένο χαρακτήρα (αν όχι συνολικά του μαρξισμού) των θεμελιωδέστερων θέσεων του.
Αυτή η συλλήβδην απόρριψη και των μη παρωχημένων θέσεων του μαρξισμού στο όνομα της «ιστορικότητας» καταδικάζει τη θεωρία (ή, μάλλον, ό,τι έχει απομείνει από αυττήν μετά το αναθεωρητικό καθαρτήριο) σε μια εκ προοιμίου ανικανότητα να παράσχει πλήρη και έγκυρη ερμηνεία της πραγματικότητας (πόσο μάλλον να προβλέπει). Με μια οπτική ιστορικού σχετικισμού, ο μαρξισμός ανάγεται εδώ σ' ένα κατ' εξοχήν (αν όχι απόλυτα) ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο ήσσονος εμβέλειας, αναθεωρήσιμο και γι' αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς και κατά το δοκούν. Σε αντιδιασττολή με το δογματισμό, ο αναθεωρητισμός αγνοεί την ποιοτική (και ουσιώδη) διαφορά του μαρξισμού από τις προγενέστερες αλλά και από σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, διαχέοντας τον τελικά σε αυτές, απολυτοποιώντας την ιστορική συνέχεια στη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του μαρξισμού. Έτσι κκαι στον ίδιο το μαρξισμό ο αναθεωρητισμός ανάγει τα πλέον ανεπτυγμένα και ωριμότερα στοιχεία του στα κατώτερα και ανωριμότερα, καθιστώντας από ασαφή μέχρι ανύπαρκτα τα όρια μεταξύ μαρξισμού και προγενέστερων είτε αντίπαλων αντιλήψεων.
Προβάλλοντας την «αντιδογματική» και «ανανεωτική» τους διάθεση, οι οπαδοί αυτής της τάσης επικαλούνται τις ραγδαίες αλλαγές του σήμερα και την ανικανότητα του μαρξιισμού να τις προλάβει. Ορισμένες φορές επισημαίνουν αδύνατα σημεία του μαρξισμού αναδεικνύοντας ανεπαρκώς επεξεργασμένες πλευρές του (αυτό αποτελεί ένα βήμα εμπρός σε σχέση με το δογματισμό). Επισημαίνουν, π.χ., τις ανεπάρκκειες στο ζήτημα της αντίστροφης επίδρασης της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό είναι, του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση. Το εν λόγω ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία κατά τη μετάβαση προς την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία (σε αντιδιαστολή, λ.χ., με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία) είναι εφικτή μόνο συνειδητά και όχι αυθόρμητα.
Η δογματική σχηματοποίηση και μηχανιστική κωδικοποίηση των θέσεων του μαρξισμού προετοιμάζει το έδαφος για την πλήρη απόρριψη του μαρξισμού από τους αναθεωρητές. Χαρακτηριστική είναι, π.χ., η αντιμετώπιση του ζητήματος της κοινωνικής ννομοτέλειας. Η νομοτέλεια και η αιτιοκρατία γενικότερα κατανοούνται από το δογματισμό ως λαπλασιανού τύπου μηχανιστικός ντετερμινισμός, χωρίς ίχνος διαλεκτικής και ιστορισμού2. Οι «ευαίσθητοι» στα ζητήματα του «υποκειμενικού παράγοντα» αναθεωρητές (βλ. θεωρία των παραγόντων) εξεγείρονται κατά της γελοιογραφικής δογματικής ερμηνείας της αιτιοκρατίας, όχι για να προτάξουν την επιστημονική (διαλεκτική και ιστορική) αντίληψη του μαρξισμού, αλλά για να απορρίψουν κάθε μορφή κοινωνικής αιτιοκρατίας και νομοτέλειας (χωρίς συχνά να αντιλαμβάνονται ότι κατ' αυτό τον τρόπο η κοινωνία δεν μπορεί να συνιστά καν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, και συνεπώς ανάγεται σε πεδίο δράσης ανεξέλεγκτων, ανορθολογικών κ.λ.>π. δυνάμεων και «παραγόντων»).
Είναι σχεδόν νομοτελειακό πλέον το φαινόμενο, οι ίδιοι οι πατριάρχες της δογματικής διααστρέβλωσης του μαρξισμού, με την παραμικρή αλλαγή συγκυρίας να επιδίδονται σε χλευαστική αντιμετώπιση του ίδιου του γελοιογραφικού «δημιουργήματος» τους, το οποίο ταυτίζουν με το μαρξισμό. Πρέπει, π.χ., να αποτελεί πεποίθηση σου όττι δεν μπορεί να υπάρξει άλλου τύπου αιτιοκρατία από τη μηχανιστική, για να περάσεις στη συνέχεια στην απόρριψη της κοινωνικής αιτιοκρατίας. Ο κατ' αυτό τον τρόπο θεωρημένος «μαρξισμός» αντιπαραβάλλεται ευθέως με την άμεση, εμπειρική πραγματικότητα του «παρόντος», ενός παρόντος εξεταζόμενου αποκλειστικά από τη σκοπιά της καθημερινής συνείδησης, του κοινού νου, δηλαδή ως δεδομένο a priori είναι ως έχει, ως χαώδης στατική (βλ. ποσοτική) συσσώρευση νέων γεγονότων και αποσπασματικών στοιχείων. Ύστερα από τέτοιου είδους «επιστημονικές» πράξεις,«αποδεικνύονται» η ανεπάρκεια, η ακαταλληλότητα και η ανικανότητα αυτού του «μαρξισμού» να ερμηνεύσει το «παρόν», οπότε οι αναθεωρητές προβαίνουν σε διαφόρων ειδών «ανανεώσεις» και «συμπληρώσεις» του με διάφορες «σύγχρονες» (αστικές, δηλαδή), κυρίαρχες αντιλήψεις (βλ. ηθικό σοσιαλισμό, δημοκκρατικό σοσιαλισμό, ανανεωτικό κομμουνισμό, οικοσοσιαλισμό, φεμινιστικό σοσιαλισμό, «θεωρία» της σύγκλισης κ.λ.<π.). Η «προσαρμογή» αυτή του μαρξισμού κκαταλήγει τελικά στην απόρριψη του και στην αντικατάσταση του από μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων. Κατ' αυτό τον τρόπο, η επίφαση της ανανέωσης, η αυταπάτη του εκσυγχρονισμού στη βάση της «ρεαλιστικής» προσέγγισης του παρόντος και της φετιχοποίησης της εξέλιξης (των ποσοτικών αλλαγών στο πλαίσιο της αδιαμφισβήτητα κυρίαρχης ποιότητας) οδηγούν εκ των πραγμάτων στην απόρριψη του μαρξισμού5. Μόνο κατ' αυτό τον τρόπο εννοούν την «ανάπτυξη» και την «ανανέωση» οι αναθεωρητές κάνοντας έτσι δυο βήματα πίσω σε σχέση με τους δογματικούς και επιστρέφοντας ουσιαστικά σε προμαρξικές, παρωχημένες μορφές σκέψης. Το παρόν εξετάζεται από τη σκοπιά του αστικού εξελικτικισμού, από θέσεις απολογητικής της κεφαλαιοκρατίας, από τη σκοπιά, δηλαδή, μιας τάξης που έχει προ πολλού επιτελέσει το ιστορικό της έργο. Έτσι, η «ρεεαλιστική» προσήλωση του αναθεωρητισμού στο παρόν γίνεται προάσπιση του ιστορικά παρωχημένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, δηλαδή του παρελθόντος σε κοσμοϊστορική κλίμακα. Αυτή είναι η κωμικοτραγική κατάληξη του αναθεωρητισμού. Στην προσπάθεια του να μη μείνει πίσω από τη φετιχοποιημένη εξέλιξη του παρόντος απορρίπτει κάθε θεμελιώδη θεωρητική έρευνα. Ο έρπων εμπειρισμός γίνεται το ιδεολογικό υπόβαθρο της απουσίας στρατηγικής, της απόρριψης του τεελικού στόχου. Έτσι ο αναθεωρητισμός, δέσμιος του φετιχισμού του παρόντος, απορρίπτει τελικά και στην ουσία επιχειρεί να «καταργήσει» τη διέξοδο στο μέλλον.
Αν ο δογματικός δεν αναζητά την αλήθεια διότι ποτέ δεν αμφιβάλλει ότι ο μαρξισμός του, ως ενσάρκωση της απόλυτης αλήθειας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να δίνει έτοιμες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, ο αναθεωρητής επίσης δεν αναζητά την αλήθειαα, διότι πάντοτε αμφιβάλλει και αμφισβητεί τα πάντα. Αν, δηλαδή, ο πρώτος αποκόβει από την ενιαία διαδικασία της γνώσης και απολυτοποιεί τη στιγμή της αλήθειας, ο δεύτερος υιοθετεί το άλλο άκρο, δηλαδή απολυτοποιεί τη στιγμή της σχετικόττητας κάθε γνώσης. Έτσι, ενώ ο δογματικός επιδιώκει τη μονολιθική ομοφωνία (στη βάση της βεβαιότητας ότι οι απαντήσεις που διαθέτει ο μαρξισμός του υπερτερούν κατά πολύ όλων των πιθανών ερωτημάτων), ο αναθεωρητής αρκείται στην πολυφωνία, στον «πλουραλισμό των απόψεων». Για τον τελευταίο, εφόσον η γνώση είναι μόνο σχετική, σημασία έχει μόνο η ανάδειξη προβλημάτων, η διατύπωση ερωτημάτων και διαφόρων απόψεων, ενώ η αλήθεια παραμένει πάντοτε ανέφικτη. Όμως, παρά τις πλάνες και τις ιστορικά προσδιορισμένες φενάκες που ενισχύουν και αναπαράγουν αυτές τις πλάνες ιδεολογικά, η αλήθεια είναι αντικειμενικά μία. Η αλήθεια αυτή ανακαλύπτεται, τεκμηριώνεται και αναπτύσσεται από τη θεωρητική έρευνα, αλλά και από τη δοκιμασία της κοινωνικής πρακτικής. Στο δηημιουργικό μαρξισμό δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με απαντήσεις-θέσφατα αλλά ούτε μόνο με προβλήματα, αμφιβολίες και ζητούμενα. Αντίθετα, επιδιώκουμε την ανάπτυξη της γνώσης μέσα από τη διαδικασία της θεωρητικής εμβάθυνσης που προϋποθέτει τη διάγνωση της συγκεκριμένης και ιστορικά προσδιορισμένης διαλεκτικής ενότητας απόλυτης και σχετικής αλήθειας".
Απορρίπτοντας λοιπόν την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας από το πεδίο της θεωρητικής έρευνας και της αναγκαίας για την πρακτική πρόβλεψης, τόσο ο δογματισμός όσο και ο αναθεωρητισμός ανάγουν το όλο πρόβλημα σε ζήτημα γραφειοκρατικών-διοικητικών χειρισμών με έντονο το στίγμα του δικαίου της αστικής κοινωνίας, δηλαδή του τι και αν απαγορεύεται ή επιτρέπεται. Ο μεν δογματικός γραφφειοκράτης επιβάλλει τη μία και μοναδική αλήθεια, η έγκριση και η θέσπιση της οποίας εναπόκειται τελικά στις επιλογές της κομματικής ηγεσίας (ως πληρεξούσιου διαχειριστή της εκάστοτε «κατάλληλης» αλήθειας), απαγορεύοντας τις όποιες αποκλίσεις, ο δε αναθεωρητής γραφειοκράτης δημαγωγεί «επιτρέποντας» γενναιόδωρα τη διατύπωση κάθε άποψης και γνώμης, τον «απεριόριστο διάλογο», στο πλαίσιο του οποίου όλες οι απόψεις και οι γνώμες είναι τυπικά εξίσου αποδεκτές και έγκυρες (άρα και εξίσου απορριπτέες και άκυρες). Και στις δύο περιπτώσεις, η γραφειοκρατική ηγεσία είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο, επιβάλλοντας τις ειλημμένες αποφάσεις της. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε μια εξωτερική και χονδροειδή παρέμβαση στην ερευνητική δραστηριότητα. Βεβαίως, οι πραγματικοί ερευνητές επιδιώκουν τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας στη βάση των εσωτερικών νομοτελειών της και των αναγκών της πρακτικής, παρακάμπτοντας τέτοιου είδους εξωτερικές ως προς την επιστήμη παρεμβάσεις. Εφόσον όμως οι ηγεσίες έχουν και πραγματική ισχύ, ελέγχουν μέσα μαζικής επικοινωνίας, επιστημονικά ιδρύματα, κέντρα κ.λ.>π., μπορούν, π.χ., μέσω της συστηματικής αποσιώπησης και διαστρέβλωσης των μη αρεστών ιδεών να ασκήσουν καταστροφική επίδραση στην επιστήμη.
Αυτό που ο δογματισμός και ο αναθεωρητισμός εννοούν ως μαρξισμό μόνο κατ' ευφημισμό μπορεί να αποκαλείται σύστημα5. Ο «μαρξισμός» του δογματισμού ως απόλυτα διαφοροποιημένος από το παρελθόν του (από τις προϋποθέσεις και τον περίγυρο του, από την «ετερότητα» του) και ως εσωτερικά απόλυτα αδιαφοροποίητος, απόλυτα ταυτόσημος με τον εαυτό του και μη αντιφατικός (ως σύνολο αποστεωμένων αληθειών ισάξιας εγκυρότητας και επικαιρότητας) δεν μπορεί να έχει δική του λογική συγκρότηση αλλά και οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξη (κίνηση χωρίς διαλεκτική αντίφαση δεν υπάρχει). Συνιστά απλώς ένα χαώδες σύνολο, ένα «σωρό» θέσεεων. Άρα, η όποια λογική μέθοδος συγκρότησης του «υλικού» του δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται έξωθεν και άνωθεν. Και βέβαια η μόνη πρόσφορη για τέτοιο επίπεδο χειρισμών της θεωρίας είναι η τυπική λογική, η λογική δηλαδή της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας, που εδώ παίζει το ρόλο της εξωτερικής ενοποιητικής αρρχής. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχει παρατηρήσει ότι η αρχιτεκτονική των δογματικών εγχειριδίων βασίζεται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στην εξωτερική ταξινόμηση του επίπεδου υλικού τους (των κατηγοριών, των νόμων κ.λπ.), όπως αυτό αντανακλάται στον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου.
Ο αναθεωρητισμός αρνείται εκ προοιμίου οποιαδήποτε συγκρότηση, λογική συνάφεια, συνοχή και συνέπεια στο «μαρξισμό» του θεωρώντας δογματισμό κάθε πρακτική και θεωρητική-διανοητική πειθαρχία. Η παράδοση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στουςς Γάλλους, οι οποίοι, όπως έλεγε ο Χέγκελ, «ονομάζουν systematique τη δογματικήή διδασκαλία και systeme τη διδασκαλία στην οποία όλες οι αντιλήψεις απορρέουν σσυνεπώς από έναν ορισμό, γι' αυτό το λόγγο ο ορός systematique είναι γι' αυτούς συνώώνυμο του μονόπλευρου»6. Οποιαδήποτε αναφορά του στο «σύστημα» αποσκοπεί στον τονισμό του απόλυτα «ανοικτού», «απεριόριστου», «ελεύθερου» κ.λ.>π. χαρακτήρα του. Αν όμως ένα σύστημα, ένα όλο, είναι απόλυτα ανοικτό και απεριόρριστο, αυτό σημαίνει ότι σχετίζεται με το παρελθόν του, με την ετερότητα του μόνο ως ετεροπροσδιοριζόμενο και καθόλου ως αυτοπροσδιοριζόμενο. Αυτό όμως σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση το εν λόγω «σύστημα» αυτοκαταργείται διαλυόμενο, υποτασσόμενο και συγχωνευμένο τελικά με την ετερότητα του. Έτσι ο μαρξισμός το πολύ να θεωρείται από τον αναθεωρητή ως μία από τις πολλές πολιτισμικές παραδόσεις, ως μία από τις αξιολογικές, ηθικές κ.λπ. προσεγγίσεις, άκρως απροσδιόριστη και «εύπλαστη» κατά το δοκούν. Γι' αυτό και ο αναθεωρητής σπεύδει να δηλώσει ότι πρωτεύουσα σημασία γι' αυτόν έχει η «μέθοδος» σε αντιδιαστολή με το «σύστημα». Μη φαντασθεί κανείς ότι εδώ γίνεται λόγος για την κριτική και επαναστατική διαλεκτική του δημιουργικού μαρξισμού. Η σχέση μεταξύ μεθόδου και συστήματος είναι εδώ πανομοιότυπη με αυτή που έβλεπε ο Ε. Μπερστάιν ότι υπάρχει μεταξύ κινήματος και τελικού στόχου: «Ο τελικός στόχος είναι ένα τίποτα, το παν είναι το κίνημα». Η μέθοδος, δηλαδή, του αναθεωρητή δεν είναι η νομοτελειιακή, διαλεκτική ανάπτυξη της θεωρίας (με άλλα λόγια, το ίδιο το σύστημα από τη σκοπιά της κίνησης του), αλλά μια χαώδης, αυθαίρετη και εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών θέσεων, επιστημονικών αλλά και αγοραίων. Γι' αυτό και τα κείμενα δογματικών και αναθεωρητών θυμίζουν δύο κατηγορίες σχολικής έκθεσης ιδεών. Οι μεν δογματικοί επιδίδονται στη σχολαστική «ερμηνεία» της εκάστοτε κεντρικήής ιδέας (δογματικής παραδοχής), οι δε αναθεωρητές στην παράθεση ετερόκλητων απόψεων και σοφισμάτων. Χαρακτηριστική είναι η προσφιλής «αποδεικτική» μέθοδος των δογματικών. Πρόκειται για την αυθαίρετη και εκλεκτική παράθεση χωρίων από τους κλασικούς του μαρξισμού, για τη γνωστή «τσιτατολογία». Όμως η εκλεκτική εξωιστορική και αποσπασματική χρησιμοποίηση χωρίων των κλασικών (τα έργα των οποίων αναφέρονται σε διάφορες πλευρές πληθώρας προβλημάτων της θεωρίας και της πρακτικής, σε κείμενα διαφόρων ειδών και διαφόρων επιπέδων διαπραγμάτευσης και με διαλεκτικά αντιφατικές διατυπώσεις) μπορεί να «τεκμηριώσει» οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Γι' αυτό άλλωσττε και οι αναθεωρητές προσφεύγουν συχνά στην «αποδεικτική μέθοδο» των δογματικών «εμπλουτίζοντας» τη βέβαια με ποικίλης προέλευσης «αυθεντικές» ιδέες. Ο δογματικός είναι βέβαιος ότι «θεωρία έχουμε!». Ο μοναδικός ρόλος που επιφυλάσσει στο θεωρητικό του είναι να αποφασίζει (αν όχι να εφαρμόζει) κάθε φορά τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο και τη δοσολογία παροχής αυτής της «αιώνιας αλήθειας» στους αδαείς. Δεν τοου χρειάζεται η έρευνα. Η θεωρία ανάγεται απλώς στις τρέχουσες προπαγανδιστικές ανάγκες, στο «τι απαντάμε στον αντίπαλο»7. Η αναγωγή όμως της θεωρητικής έρευνας στην κριτική και στην προπαγάνδα οδηγεί στον εκφυλισμό του μαρξισμού. Το ανώτατο επίπεδο κριτικής των αντιπάλων είναι η θετική επίλυση των επίμαχων ζητημάτων της θεωρίας και της πρακτικής. Η προσκόλληση στην αμεσότητα τηης προπαγανδιστικής και μόνο κριτικής, ο μονόπλευρος προσανατολισμός στην άμεση «λογική» των ερωταποκρίσεων με του αντίπαλου οδηγούν στην κατάργηση της θεμελιώδους έρευνας. Ο δογματικός «θεωρητικός» θέτει στο στόχαστρο της κριτικής του κατά κανόνα ήσσονος σημασίας (αν όχι γελοιογραφικούς) εκπροσώπους του αντιπάλου θεωρητικού στρατοπέδου, με τους οποίους επιδεικνύεται άνετα η θριαμβευτική υπεροχή της δικής του «θεωρίας»*. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο δογγματικός, στην προσπάθεια του να υπερασπισθεί το μαρξισμό, να επιδείξει την αδιαμφισβήτητη ανωτερότητα, την καθαρότητα και την αυτάρκεια του «συστήματος» του, όσο περιορίζεται στην προπαγανδιστική «λογική της απάντησης» στον αντίπαλο μετατρέπει τις θέσεις του σε κατ' εξοχήν ετεροπροσδιοριζόμενες. Ο λόγος που αρθρώνει είναι κατ' εξοχήν αντίποδας του αντιπάλου, παραμένει δηλαδή (έστω και με αντίθετο πρόσημο) δέσμιος της λογικής του αντιπάλου, λειτουργώντας αντικειμενικά ως μέσο μετατροπής των κομμουνιστών σε ουραγούς της κυρίαρχης ιδεολογίας και πρακτικής, σε δέσμιους της στρατηγικής και της τακτικής της ααστικής τάξης9.
Ενώ ο αναθεωρητής φετιχοποιείτο «εδώ και τώρα», ανάγοντας την πολιτική σε παιχνίδι με όρους αποκλειστικά του παρόντος της συγκυρίας (βλ. τη Realpolitik της 2ης Διεθνούς και την «τέχνη του εφικτού»), ο δογματικός φετιχοποιεί το
απώτερο μέλλον μέέσα από ένα τελεολογικό εσχατολογικό
ιδεώδες. Σε αυτό το ιδεώδες (το δέον) οφείλει να
υποταχθεί η πραγματικότητα. Αν τώρα η πραγματικότητα δεν λέει να υποταχθεί σ' αυτό το ιδεώδες, το πρόβλημα δεν απασχολεί το δογματικό μας: τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα! Στην ηθική του, λοιπόν, ο
ακτιβιστής δογματτικός είναι ιησουίτης: ο ιερός σκοπός
του αγιάζει τα μέσα. Έχει διαρκώς την τάση να
επισπεύδει βεβιασμένα τα γεγονότα, να «σπρώξει» το ον στο δέον. Το απόλυτο της «καθαρής» θεωρίας του προβάλλει στο πεδίο της ηθικής ως κατηγορηματική
προσταγή, ως μεταφυσικός δεοντολογισμός που καθαγιάζει τη βουλησιαρχία της πρακτικής του. Ο αναθεωρητής στην πρακτική του ανάγει την όλη
υπόθεση σε επιιχείρηση. Στην αγοραία και φενακισμένη
μικροαστική του συνείδηση οι πολιτικές και οι
θεωρητικές επιλογές πρέπει να γίνονται με γνώμονα το «νόμο» που θεωρεί ότι ρυθμίζει την «αιώνια» και προσφιλή του αγορά, το παζάρι: το
νόμο της προσφοράάς και της ζήτησης. Η όλη αγωνία του
είναι να «παράγει» και να παζαρεύει πράγμα που
«πουλιέται καλά». Αξιολογεί λοιπόν το κάθε βήμα του με όρους κερδοφορίας-κερδοσκοπίας και μπαίνει στο παιχνίδι χωρίς ηθικούς
ενδοιασμούς, χωρίς αρχές, αποδεχόμενος τους
κανόνες του αντιπάλου (που παύει βέβαια σταδιακά να θεωρείται αντίπαλος). Αυτό φαίνεται ακόμα και από τις διατυπώσεις
του, π.χ., «αγορά ιδεών»: ταύτιση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων με
τον «πολιτισμό», ισχυρισμός ότι η αστική τάξη είναι απλώς «αντίπαλο δέος» των
δογματικών κ.λπ. Έτσι, ενώ οι αναθεωρητές επιδίδονται ασύστολα στην εκποίηση
του μαρξισμού (όόπως έδειξε ο Λένιν για τους ηγέτες της
2ης Διεθνούς)10, οι δογματικοί είναι πρόθυμοι, άσχετα με τις προθέσεις τους, να βιάσουν το μαρξισμό και
την ιστορία (πάάντοτε στο όνομα του μεν και της δε),
διακηρύσσοντας συνάμα και την παρθενικότητα τους. Με
αυτές τις «ερμηνείες» του μαρξισμού και στη βάση του πρακτικισμού τους,
δογματικοί και αναθεωρητές πραγματοποιούν μια καταπληκτική ιδεολογική αντιστροφή: ανάγουν τα μέσα σε αυτοσκοπό. Τα μέσα παύουν
να αποτελούν μέέσα για την επίτευξη του επαναστατικού
σκοπού, το περιεχόμενο του οποίου είτε στρεβλώνεται (με την ιησουίτικη χρήση
ασύμβατων με αυτόν μέσων) είτε καταργείται (με τον
«κινησιακό» οπορτουνισμό)". Το μόνο που παραμένει σαφές είναι το «βλέποντας και κάνοντας» της άμεσης
τακτικής...
Εδώ είναι που βρίσκεται η λυδία λίθος, η ενδότερη βάση της συγγένειας, ο κοινός παρονομαστής αναθεωρητισμού και δογματισμού. Παρ' όλη τη φαινομενική αντιπαλότηταα τους η μεθοδολογία σκέψης και δράσης τους παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα. Κι αυτό διότι και οι δυο είναι ανίκανοι να υπερβούν τα αναγκαία σε κάποιες βαθμίδες της νόησης, αλλά ανεπαρκή όρια του κοινού νου, της προδιαλεκτικής διάνοοιας (Verstand) με την τυπική λογική της απόλυτης διάζευξης. Βραχυκυκλωμένοι λοιπόν στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, υιοθετούν και οι δύο την αντιδιαλεκτική και μεταφυσική σκέψη. Όπως έδειξε ο Λένιν, όταν μας διαφεύγει το γεγονός ότι «ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση» (Έγκελς), κάνουμε το μαρξισμό «μονόπλευρο, τερατώδη, νεκρό, του αφαιρούμε τη ζωντανή ψυχή του, υπονομεύουμε τα βασικά θεωρητικά του θεμέλια, τη διαλεκτική, τη διδασκαλία για την ολόπλευρη και πλήρη αντιφάσεων ιστορική ανάπτυξη >υπονομεύουμε τη συνάφεια του με τα συγκεκριμένα πρακτικά καθήκοντα της εποχής...»12.
Αλλά και οι αναθεωρητές ακολουθώντας την αστική, καθηγητική «επιστήμη» ρίχνονται στο «βάλτο του εκχυδαϊσμού της επιστήμης, αντικαθιστώντας την "πονηρή" (και επαναστατική) διαλλεκτική με την "απλή" (και ήπια) "εξέλιξη"...»13. Και αυτή η κοινή για αναθεωρητές και δογματικούς μεθοδολογία πηγάζει σε τελευταία ανάλυση από το μικροαστικό χαρακτήρα των τοποθετήσεων τους. Δύο τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως διαμετρικά αντίθετες ως προς τη στάση ζωής (η απόλυτη άρνηση της κεφαλαιοκρατίας και η αποδοχή στην πράξη του απόλυτου χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατίας) οδηγούν σε δύο εκδοχές του (προμαρξικής προέλευσης) μικροαστικού σοσιαλισμού στον «κομμουνισμό του στρατώνα» και στο ρεφορμιστικό «εκσυγχρονισμό». Και οι δύο βασίζονται στον πρακτικισμό, στον τακτικισμό, στον έρποντα εμπειρισμό και στον πολιτικό πραγματισμό. Η κοινή μεθοδολογία και (σε τελευταία ανάλυση) η ταξική προέλευση δογματισμού και αναθεωρητισμού καθιστούν πολύ εύκολη τη μεταπήδηση από τον πρώτο στο δεύτερο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και ήττας του επαναστατικού κινήματος, όπως συμβαίνει με την πρωτοφανή αντεπανάσταση που βιώνουμε σήμερα. Ο δογματικός που θα θέσει κάποτε υπό αμφισβήτηση την «αδιάσειστη ισχύ» και την «απόλυτη αλήθεια» των δογμάτων του μεταπηδά με θαυμαστή ευκολία στον αναθεωρητισμό. Και η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος βρίθει από τέτοια παραδείγματα. Ενδεικτική είναι, π.χ., η θορυβώδης πορεία του πάλαι ποτέ υπέρμαχου του γαλλικού δογματισμού, Ροζέ Γκαροντί, προς άλλα δόγματα (μωαμεθανισμό, μυστικισμό του Θιβέτ κ.λπ.). Και οι εν λόγω μεταστροφές δεν οφείλονται μόνο στις προσωπικές ιδιότητες των εν λόγω υποκειμένων. Η νομοτελειακή πορεία από το δογματισμό στον αναθεωρητισμό εκδηλώνεται σε μαζική κλίμακα σε περιόδους κρίσης του κινήματος. Είναι άκρως υποκειμενική-ιδεαλιστική η αντίληψη που ανάγει, π.χ., την αντεπανάσταση που δρομολογήθηκε με την περεστρόικα είτε τη δεξιά στροφή μεγάλου μέρους της (συνασπισμένης και μη) Αριστεράς στην Ελλάδα στην υποκειμενική προδοσία των πρωταγωνιστών αυτών των διαδικασιών (χωρίς βέβαια να υποτιμάται και αυτή η πλευρά). Η αντίληψη αυτή εμποδίζει την επιστημονική διερεύνηση των βαθύτερων (διεθνών, τααξικών, οργανωτικών και ιδεολογικών) αιτίων αυτών των φαινομένων, συγκαλύπτει τα γενεσιουργά αιτιατούς συμβάλλοντας αντικειμενικά στην αναπαραγωγή τους, ίσως σε χειρότερη και τραγικότερη μορφή. Δεν υπάρχουν τερατογενέσεις που να είναι προϊόντα άψογων συλλήψεων.
Η πείρα του εκφυλισμού ολόκληρων μαζικών κομμάτων-μη εξαιρουμένου και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, που ιδρύθηκε με την άμεση καθοδήγηση των Μαρξ και Ένγκελς-της δεύτερης Διεθνούς και οι αναλύσεις των κλασικών γι' αυτά τα φαιινόμενα αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα. Η κλιμάκωση της ολικής μεταστροφής κομμουνιστικών κομμάτων στον αναθεωρητισμό ξεκινά από την πρακτική υιοθέτηση του ρεφορμισμού από την ηγεσία, η οποία φραστικά διακηρύσσει (με ολοένα και πιο ασαφείς και αόριστες διατυπώσεις), την προσήλωση της στους «στρατηγικούς» στόχους και στο «μαρξισμό-λενινισμό», και διατηρεί τα παραδοσιακά γνωρίσματα-σύμβολα του κόμματος (μαρτυρολόγια, ονομασία, σφυροδρέπανο κ.λπ.) που ενεργοποιούν συνειρμικά συναισθηματικές φορτίσεις, ικανές να καλλιεργήσουν την ψευδαίσθηση της συνέχισης των αρχικών επαναστατικών παραδόσεων. Τα σύμβολα αυτά παίρνουν τη μορφή τελετουργικών-θρησκευτικών «εικονισμάτων». Μπορεί βέβαια οι κομμουνιστικοί στόχοι να παραμένουν επτασφράγιστοι στο «εικονοστάσι» του προγράμματος. Όμως, όπως έλεγε ο Ένγκελς, «το επίσημο πρόγραμμα ενός κόμματος έχει λιγότερη σημασία από αυτό που το κόμμα πράττει στην πραγματικότητα»14. Μπορεί μεν να διατηρείται η επίφαση προλεταριακότητας, όμως η ηγεσία χειρίζεται τους όρους «προλεταριάτο» και «εργατική τάξη» ασκώντας παρεμφερή δημαγωγική κολακεία μ' αυτή που ασκούν οι αστοί πολιτικοί μετατρέποντας σε ιερή τη λέξη «λαός» και «υποκαθιστώντας την επαναστατική ανάπτυξη με φραστική υποκρισία περί επανάστασης»15.
Στην πράξη όμως, γι' αυτούς «η ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι υπόθεση του απώτερου μέλλοοντος, που δεν έχει απολύτως καμία σημασία για τη σημερινή πολιτική πρακτική. Το ίδιο ισχύει και για την ταξική πάλη μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Στα χαρτιά παραδέχονται αυτή την πάλη, διότι θα ήταν απλώς αδύνατον πλέον να την αρνούνται, στην πράξη όμως την κατευνάζουν, την αμβλύνουν, την αποδυναμώνουν...»16. Πρόκειται όμως για ανθρώπους «που ενώ κάνουν ότι είναι πολυάσχολοι και πολυπράγμονες, όχι μόνον οι ίδιοι δεν κάνουν τίποτε, αλλά πασχίζουν να εμποδίζουν να συμβεί οτιδήποτε άλλο εκτός από φλυαρίες... που με το φόβο τους μπροστά σε κάθε δράση τροχοπεδούσαν το κίνημα σε κάθε βήμα και τελικά το οδήγησαν σε ήττα, που ποτέ δεν βλέπουν την αντίδραση και εκπλήσσονται εξαιρετικά επειδή βρέθηκαν σ' ένα αδιέξοδδο, απ' όπου είναι εξίσου αδύνατη και η αντίσταση και η φυγή. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θέλουν να στριμώξουν την ιστορία στο μικροαστικό τους ορίζοντα, τους οποίους όμως η ιστορία ποτέ δεν λογαριάζει και βαδίζει το δρόμο της».17 Ο βαθμιαίος εθισμός της βάσης του κόμματος στην καιροσκοπική άσκηση μικροπολιτικών της στιγμής, η έντονη ιδεολογικοποίηση αυτής της πρακτικής με την καταιγιστική προβολή της (από τα κομματικά και αστικά Μ.Μ.Ε.) ως μόνης «ρεαλιστικής» εναλλακτικής και συγκεκριμένης πρότασης και η συστηματική εξουδετέρωση (διοικητικά, μέσω της διαστρέβλωσης, της αποσιώπησης και της ιδεολογικής τρομοκρατίας που οδηγούν στην οπαδοποίηση, στην αδρανοποίηση και τελικά στην ιδιώτευση) κάθε σοβαρού αντίλογου θα οδηγήσουν τελικά στη σαφή και ρητή απόρριψη ακόμα και αυτών των συμβόλων -«εεικονισμάτων». Το μέτρο, οι ρυθμοί και τα συγκεκριμένα βήματα του εκφυλισμού των παραδοσιακών επαναστατικών κομμάτων επιλέγονται πάντοτε με κριτήριο την άσκηση μιας ελεγχόμενης χειραγώγησης της συνείδησης και της συμπεριφοράς των μαζών με έναν ιδεολογικό και πρακτικό μιθριδατισμό. Χαρακτηριστικό είναι, π.χ., το γεγονός ότι αυτός που επιχείρησε αρχικά να απαντήσει στην αναθεωρητική επίθεση του Μπερνστάιν εξ ονόματος της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν ο Κάουτσκι, μετέπειτα οπαδός του «σοσιαλιμπεριαλισμού» και πολέμιος της μπολσεβίκικης επανάστασης, ο οποίος ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε τις αγγνές και τίμιες προθέσεις του. Όμως η απόρριψη «των μεγάλων και θεμελιωδών στόχων χάριν των συμφερόντων της στιγμής και της ημέρας, αυτό το κυνήγι των επιτυχιών της στιγμής και η πάλη γι'αυτές χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι περαιτέρω συυνέπειες, αυτή η θυσία του μέλλοντος του κινήματος χάριν του παρόντος μπορεί και να γίνονται από «τίμια» ελατήρια. Αυτό όμως είναι και παραμένει οπορτουνισμός, και ο «τίμιος» οπορτουνισμός είναι κατά τη γνώμη μας πιο επικίνδυνος από όόλους τους άλλους»18.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εδώ επισημαίνουμε τα γνωρίσματα αυτών των δύο κυρίαρχων σήμερα τάσεων του μαρξισμού κατά κάποιον τρόπο σε «καθαρή μορφή». Στην πραγματικότητα υπάρχει πληθώρα εκδοχών και ενδιάμεσων τύπων, οι οποίοι ουσιαστικά ανάγονται στους δύο παραπάνω.
Στο πλαίσιο του αναθεωρητισμού, αν εξαιρέσουμε τους συνειδητούς φορείς της αστικής ιδεολογίας, τους απολογητές του εκσυγχρονισμού της κεφαλαιοκρατίας και των γραφειοκρατικοποιημένων και εκφυλισμένων (τέως) εργατικών κομμάτων, παρατηρείται και μια ζωντανή κριτική διάθεση, μια υγιής αμφισβήτηση και ένας σκεπτικισμός. Αν τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν απλώς μιαν ορισμένη φάση-βαθμίδα στη διαδικασία εμβάθυνσης της κοσμοθεώρησης, μπορεί και να εξελιχθούν σε κριτικές επανασταττικές, δηλαδή σε δημιουργικές θέσεις (αν βέβαια δεν βραχυκυκλώσουν τη συνείδηση παγιωνόμενα, ενισχυόμενα και αναπαραγόμενα σε μονόπλευρη κατεύθυνση).
Στο πλαίσιο της δογματικής τάσης, αν εξαιρέσουμε τους γραφειοκράτες απολογητές, που έχοντας αυτοσκοπό τους την κατοχύρωση τους μέσω της αναπαραγωγής των γραφειοκρατικών δομών χρησιμοποιούν ως ιδεολογικό προκάλυμμα για τα πεπραγμένα τους ένα δογματοποιημένο «μαρξισμό», παρατηρείται και μια αμυντική τάση εμμονής στις αρχές, από ανθρώπους καλοπροαίρετα προσκολλημένους στο δογματισμό λόγω των σκληρών συνθηκών της ταξικής πάλης. Οι άνθρωποι αυτοί προβάλλουν ανυποχώρητη αντίσταση στην αντεπανάσταση και στους αναθεωρητές συμμάχους της. Από αυτή την τάση (αν δεν βραχυκυκλώνει, απολυτοποιείται κ.λπ.) είναι επίσης εφικτή η μετάβαση στις θέσεις του δημιουργικού μαρξισμού. Στον τομέα της επιστήμης, στη θεωρητική δραστηριότητα, ορισμένος «δογματισμός» παίζει συχνά το ρόλο ενός υγιούς και ευλόγου «συντηρητισμού», ο οποίος αντιστέκεται στο βασικό «υπερεπαναστατισμό», στο μεθοδολογικό αναρχισμό και στις τάσεις άρνησης, διάλυσης και καταστροφής του επιστημονικού κεκτημένου. Δρα, δηλαδή, ως αντίποδας στην τάση απόρριψης των θεμελίων της επιστήμης. Ωστόσο αυτός ο «συντηρητισμός» μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε καθαυτό συντηρητισμό και δογματισμό, αν η επιστημονική δραστηριότητα αποκόπτεται από τα νέα γεγονότα και περιορίζεται στην «απλή αναπαραγωγή» της διαθέσιμης θεωρίας, χωρίς να παράγει νέα γνώση μέσω της ερμηνείας αυτών των γεγονότων και του κριτικού αναστοχασμού των κεκτημένων της επιστήμης".
Σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις του κινήματος δεσπόζει άλλοτε η μεν και άλλοτε η δε από τις παραπάνω τάσεις. Σε συνθήκες επαναστατικής έξαρσης, επαναστατικών καταστάσεων, όξυνσης της ταξικής πάλης, παρανομίας κ.λπ. δεσπόζει κατεξοχήν η δογματική, αριστερίστικη τάση. Κατά τη διάρκεια όμως παρατεταμένων ήπιων, εξελικτικών και ειρηνικών περιόδων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας είτε κατά τη διάρκεια της ήττας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος από την αντεπανάσταση, δεσπόζει κυρίως η αναθεωρητική τάση. Η τάση αυτή έχει εδραιωθεί ιδιαίτερα στα αριστερά κινήματα των κεφαλαιοκρατικών χωρών με υψηλό ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης, γεγονός που συνδέεται και με ριζικές αλλαγές των συνθηκών και του τρόπου ζωής των εργαζομένων (λόγω των δυνατοτήτων που παρέχει στις άρχουσες τάξεις η τεχνολογική κ.λπ. υπεροχή τους έναντι των ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών).
Πρέπει να επισημάνουμε ότι, από τη σκοπιά του αναθεωρητισμού, ο κάθε δημιουργικός μαρξιστής προβάλλει ως δογματικός. Και αντίστροφα, από τη σκοπιά του δογματισμού, κάθε δημιουργική μαρξιστική τάση χαρακτηρίζεται αναθεωρητική... Η επιφανειακή, μεταφυσική κατηγοριοποίηση που χαρακτηρίζει και τις δύο αυτές τάσεις ενεργοποιείται και εδώ στο επίπεδο του ενστικτώδους αυτοματισμού, του εξαρτημένου αντανακλαστικού.../span>
Όπως διαπιστώσαμε, οι δύο αυτές, κυρίαρχες σήμερα στο μαρξισμό τάσεις, λόγω ακριβώς της ταξικής τοποθέτησης τους, η οποία συνδέεται εσωτερικά με τη μεταφυσική τους μεθοδολογία, αποδεικνύονται άκρως άγονες και ανίκανες να αναπτύξουν την επαναστατική θεωρία. Η συνειδητοποίηση αυτής της διαπίστωσης είναι μεν αναγκαία προϋπόθεση της ανάπτυξης του μαρξισμού, όμως μόνη της δεν αρκεί. Από αυτή την άποψη, το παρόν κείμενο μόνο αρνητικά (κυρίως εκ του αντιθέτου) οριοθετεί τη μεθοδολογική κατεύθυνση που προτείνουμε. Χρειάζεται μια συγκεκριμένη επιστημονική μελέτη του κεκτημένου της μαρξιστικής θεωρίας και μεθοδολογίας, που θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε τις νομοτέλειες που διέπουν αυτή τη θεωρία, βάσει των οποίων και μόνο μπορούμε να την αναπτύξουμε. Αυτό όμως απαιτεί ξεχωριστή συστηματική διαπραγμάτευση.
Σημειώσεις
1. Βλ. Γκ. Λούκατς, Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία, Εκδ. Κριτική, σελ. 116. Κατά τον Στάλιν, ο Χέγκελ δεν είναι παρά μια «αριστοκρατική αντίδραση στη γαλλική επανάσταση», ενώ κατά τον Λ. Αλτουσέρ, η διαλεκτική μεθοδολογία απορρίπτεται συλλήβδην ως «ιδεολογική» ανωριμότητα...
2.0 μηχανιστικός ντετερμινισμός αυτοί του τύπου αφορά ορισμε'νες βαθμίδες των φυσικών επιστημών και του αντίστοιχου κοσμοειδώλου. Βλ. σχετικά Β.Ι. Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός, Άπαντα, τ. 18, καθώς και τα σχετικά έργα των Ε. Μπιτσάκη και J. D. Beernal.
3. Αυτό ακριβώς έκαναν οι θεωρητικοί της 2ης Διεθνούς όταν προσπαθούσαν αρχικά να αντιπαραβάλουν τα σχήματα που είχαν υιοθετήσει για την κεφαλαιοκρατία του ελεύθερου ανταγωνισμού με τη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων...
4. Βλ. σχετικά Β.Ι. Λε'νιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τ.18.
5. Ο όρος «σύστημα» δεν έχει εδώ το νόημα που του αποδίδει η κατεύθυνση των «συστημικών ερευνών», του δομισμού (στρουκτουραλισμού), των δομικών-λειτουργικών προσεγγίσεων και των αντίστοιχων μαθηματικοποιημένων και κυβερνητικών μοντέλων.
6. Γκ. Χέγκελ, Διαλέξεις ιστορίας της Φιλοσοφίας, βιβλ. 2ο, τομ. 10ος, Μόσχα 1932, σ. 321.
7. Μπορεί βέβαια κάποιος να διακηρύσσει ότι είναι υπέρ της ανάπτυξης της θεωρίας, αλλά προτάσσοντας παντού και πάντα τα «τρέχοντα ζητήματα», την «πρακτική», καθιστά κενή υποκρισία τις διακηρύξεις του.
8. Αυτό έκανε συχνά π.χ. ο Μπουχάριν. Βλ. σχετικά Α. Γκράμσι, Ιστορικός Υλισμός, εκδ. Οδυσσέας, σελ.194-195.
9. Το ίδιο ισχύει και για εκείνα τα ρεύματα που κατά καιρούς αποσκίρτησαν από τα εκφυλισμένα εργατικά κόμματα και επικεντρώνουν την προσοχή τους κατεξοχήν στην διαφοροποίηση τους από αυτά τα κόμματα.
10. Βλ. π.χ. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, ρωσ. εκδ. τ. 26, σελ. 236-237 κ.ά.
11. Ο «κινησιακός» χαρακτήρας διαφόρων ομάδων που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερότερες των εκφυλισμένων, «καθεστωτικών» κ.λπ. κομμάτων αφήνει ανοικτές διόδους προς δεξιόστροφο εκφυλισμό των ίδιων...
12. Β.Ι. Λένιν, Για μερικές ιδιαιτερότητες της ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού, 1910, Άπαντα, ρωσ. εκδ., τομ. 20, σελ. 84,
13. Β.Ι. Λένιν, Μαρξισμός και αναθεωρητισμός, στο ίδιο, τομ. 17, σελ. 19.
14. Βλ. την από 18-28 Μαρτίου 1875 επιστολή του Ένγκελς στον Μπέμπελ.
15. Βλ. Κ. Μαρξ, Αποκαλύψεις για τη δίκη των κομμουνιστών της Κολωνίας, 1852, Έργα Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, ρωσ. έκδ., τ. 10, σελ. 114-115.
16. Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Εγκύκλιος προς Α. Μπέμπελ, Β. Αίμπκνεχτ, Β. Μπράκεκ κ.ά., από 17-18Σεπτεμβρίου1879.
17. Στο ίδιο.
18. Βλ. Φ. Ένγκελς, Προς μια κριτική τον σχεδίου του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος του 1891, όπ. π. τ. 22, σελ. 236.
19. Βλ. σχετικά Β.Α. Βαζιούλιν, Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1975