Κεφάλαιο 3

Ορισμένες επισημάνσεις αναφορικά με τη κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ και τη δυνατότητα χειραφέτησης της εργασίας.

 

  Κάθε προσπάθεια ερμηνείας της κοινωνικής φύσης του σοβιετικού καθεστώτος δεν μπορεί να παραβλέψει τη μαρξική θεώρηση του κομμουνισμού. Κι αυτό, αφενός, διότι ο μαρξισμός αποτελεί τη μόνη επιστημονική τεκμηρίωση της δυνατότητας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, και, αφετέρου, διότι στα πλαίσια της μαρξιστικής θεωρίας εχαράχθη η στρατηγική των κοινωνικών αλλαγών που συντελέσθηκαν στην ΕΣΣΔ.

  Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η εξέταση της κοινωνικής φύσης της Σοβιετικής Ένωσης συνοδεύεται από μιαν άμεση αντιπαραβολή των κοινωνικών σχέσεων στο συγκεκριμένο κράτος με τη μαρξική θεώρηση του κομμουνισμού. Η διάσταση που αποκαλύπτεται μεταξύ πρώτων και δεύτερης εκλαμβάνεται ως απόδειξη του μη σοσιαλιστικού χαρακτήρα της χώρας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι μια από τις κύριες διαφορές που συνήθως επισημαίνεται είναι αυτή μεταξύ της μαρξιστικής διδασκαλίας για τη διαδικασία μαρασμού του κράτους στον κομμουνισμό και της υπερδιόγκωσης του κρατικού-γραφειοκρατικού μηχανισμού στη Σοβιετική Ένωση.

  Η εν λόγω αντιπαραβολή είναι βέβαια κατανοητή και θεμιτή από τη σκοπιά της αναγκαιότητας υποβολής σε αυστηρό θεωρητικό έλεγχο της απόπειρας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο όμως, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι σε κάθε αντιπαραβολή του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας με μια συγκεκριμένη πραγματικότητα επιβάλλεται ο έλεγχος όχι μόνο της πραγματικότητας αλλά και της θεωρίας .Διαφορετικά, η τελευταία κινδυνεύει να καταστεί δογματικό σχήμα, στα μέτρα του οποίου «κόβεται και ράβεται» και συνεπώς παραχαράσσεται η πραγματικότητα.

  Σε ό,τι αφορά τη μαρξική θεωρία περί κομμουνιστικής προοπτικής οφείλουμε να έχουμε υπ’ όψιν ορισμένες ιστορικοκοινωνικές και γνωσιολογικές παραμέτρους της, οι οποίες καταδεικνύουν και το βαθμό επιστημονικής ωρίμανσης της εν λόγω θεωρίας. Οι κλασικοί του μαρξισμού ασχολήθηκαν κυρίως με τρία βασικά γνωστικά αντικείμενα: α)με την ανθρώπινη κοινωνία ως ολότητα και τις νομοτέλειες που διέπουν την ιστορική εξέλιξή της, β)με τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, γ)με τις δυνατότητες και προϋποθέσεις της κομμουνιστικής προοπτικής. Στα τρία αυτά γνωστικά αντικείμενα αντιστοιχούν τρία αλληλένδετα πεδία επιστημονικής έρευνας: α)η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, β)η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας, γ)ο επιστημονικός κομμουνισμός.

  Θεμελιώδους σημασίας αναφορικά με τις τρεις κύριες κατευθύνσεις επιστημονικής έρευνας του μαρξισμού είναι η επισήμανση του διαφορετικού βαθμού ανάπτυξης -ωρίμανσης της καθεμιάς, σε συνάρτηση με το διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης, αφενός, των ίδιων των γνωστικών αντικειμένων και, αφετέρου, της κεκτημένης, προμαρξικής γνώσης για το καθένα από αυτά. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη γνώρισε σαφώς η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας, η οποία στο μνημειώδες έργο του Κ.Μαρξ, Το Κεφάλαιο, φθάνει στην ωρίμανσή της . Η ωρίμανση της εν λόγω επιστήμης συνδέεται με το γεγονός ότι στο Κεφάλαιο επιχειρείται με επιτυχία η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η νοητική αναπαράσταση των εσωτερικών συναφειών, των ουσιωδών αντιφάσεων του γνωστικού αντικειμένου μέσω ενός ιεραρχημένου και διατεταγμένου συστήματος κατηγοριών. Όπως επισημαίνει ο Δ.Πατέλης «Ο Μαρξ … εγκαινιάζει με το Κεφάλαιο την εποχή της αυστηρά επιστημονικής … νοητικής απεικόνισης της ουσίας, της εσωτερικής συνάφειας των αναπτυξιακών διαδικασιών, την εποχή της αυστηρά επιστημονικής αντίληψης της ίδιας της νόησης…»1.

   Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας αποτελεί την επιστημονική γνώση των συναφειών - νομοτελειών που διέπουν την κοινωνική εξέλιξη, εξεταζόμενων υπό το πρίσμα του βαθμού ανάπτυξης -διαμόρφωσής τους στην κεφαλαιοκρατία. Συνεπώς «…η υλιστική αντίληψη της ιστορίας φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της θεωρητικής αντίληψης για την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) της με (προς) την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.»2.

  Σχετικά με τον επιστημονικό κομμουνισμό, που εδώ μας ενδιαφέρει άμεσα, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε ότι η μαρξική πραγμάτευση της κομμουνιστικής προοπτικής συντελέσθηκε σε μια εποχή όταν απουσίαζε το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο· υπήρχαν -διαμορφώνονταν μόνο οι ιστορικές-υλικές προϋποθέσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας. Σε εκείνες τις συνθήκες οι κλασικοί του μαρξισμού ήταν αναγκασμένοι να περιορισθούν στη διερεύνηση των δυνατοτήτων οικοδόμησης της νέας, αταξικής κοινωνίας μέσω της άρσης των αντιθέσεων της κεφαλαιοκρατίας. Η μαρξική θεώρηση του κομμουνισμού αποτέλεσε επιστημονική πρόβλεψη κοσμοϊστορικής σημασίας, η οποία όμως εξ αντικειμένου δεν υπερέβη την επισήμανση των πιο γενικών χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι Κ.Μαρξ και Φ.Ένγκελς συνειδητά δεν επιχείρησαν μια λεπτομερή περιγραφή του κομμουνισμού, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε φαντασιακή υπέρβαση των δυνατοτήτων ιστορικής πρόβλεψης που υπήρχαν στην εποχή τους.

  Πολύ περισσότερο, οι κλασικοί του μαρξισμού δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν μια συστηματική μελέτη των αντιφάσεων της διαδικασίας οικοδόμησης του κομμουνισμού και των τρόπων επίλυσής τους. Διακρίνουν βέβαια κάτι το οποίο έχει μεγάλη θεωρητική και πολιτική σημασία: τα δύο στάδια - φάσεις ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Στο πρώτο ο κομμουνισμός εγκαθιδρύεται και αναπτύσσεται πάνω στην κληρονομημένη από την κεφαλαιοκρατία υλική βάση, ενώ στο δεύτερο - στο στάδιο της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας ο κομμουνισμός αναπτύσσεται πλέον στη δική του βάση. Όμως ακόμη και αυτή η διάκριση έχει γενικό χαρακτήρα, ενώ ο προσδιορισμός των διαφορών μεταξύ πρώτου και δευτέρου σταδίου δεν αποφεύγει κάποιες αλληλοαντικρουόμενες επισημάνσεις. Έτσι, ο Κ.Μαρξ δηλώνει πως στο κατώτερο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας «οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους» και ότι «οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα και όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας»3, κάτι που σημαίνει κατάργηση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων4. Την ίδια στιγμή θεωρεί πως μόνο στο ανώτερο στάδιο θα καταργηθεί ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας. «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανισθεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλειά …η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!»5.

  Πώς όμως είναι δυνατό, ενώ διατηρείται στο κατώτερο στάδιο του κομμουνισμού ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας (η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία) και συνεπώς ο τυπικός χαρακτήρας της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, να μη διατηρείται η αποξένωση μεταξύ των παραγωγών και η ανταλλαγή εργασίας, να μην υφίστανται οι εμπορευματικές σχέσεις; Επίσης η διατήρηση του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας στο κατώτερο στάδιο του κομμουνισμού μας δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνουμε τη διατήρηση, στη βάση της σχετικής αποξένωσης των εργαζομένων μεταξύ τους, της σχετικής αποξένωσης των εργαζομένων από την ίδια την εργατική εξουσία. Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε πως η παραπάνω αντίφαση στη σκέψη του Κ.Μαρξ ουδόλως αφορά την επιστημονική ευσυνειδησία και τις ερευνητικές ικανότητες του ίδιου, παρά απορρέει από τις εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες επιστημονικής πρόβλεψης που διέθετε λόγω απουσίας του γνωστικού αντικειμένου.

  Το ίδιο συμβαίνει και με την προσπάθεια προσδιορισμού, στο πνεύμα της υλιστικής θεώρησης της ιστορίας, της θέσης που καταλαμβάνει ο κομμουνισμός μέσα στην κοινωνική εξέλιξη. Ο κομμουνισμός εξετάζεται συνήθως ως ένας ακόμη, έστω και ανώτερος, κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός δίπλα στους άλλους, στον οποίο επομένως ισχύουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχηματισμών που ισχύουν και στους υπόλοιπους. Για παράδειγμα στη σπουδαία από θεωρητική σκοπιά εισαγωγή στα Οικονομικά χειρόγραφα (Grundrisse) του 1857-1858, όπου αναλύεται η γενική δομή της υλικής παραγωγής και διακρίνεται η συνάφεια μεταξύ της καθεαυτό παραγωγής, της κατανάλωσης, της διανομής και της ανταλλαγής (κυκλοφορίας), αυτό που προβάλλεται ως γενική δομή όλων των τρόπων παραγωγής, συνεπώς και του κομμουνιστικού, αποτελεί στην ουσία την ιδιομορφία της κεφαλαιοκρατίας6. Την ίδια στιγμή συναντάμε στο έργο των Κ.Μαρξ και Φ.Ένγκελς την μεγαλοφυή ιδέα ότι ο κομμουνισμός αποτελεί την ώριμη κοινωνία, την αυθεντική ανθρώπινη ιστορία και το μετασχηματισμό όλου του παρελθόντος της ανθρωπότητας 7. Η ιδέα αυτή, που όμως δεν έτυχε στους κλασικούς του μαρξισμού περαιτέρω επεξεργασίας και ανάπτυξης, υποδεικνύει μια διαφορετική θεώρηση του κομμουνισμού, η οποία εν δυνάμει υπερβαίνει τα όρια της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας.

      Φρονούμε ότι αυτοί οι περιορισμοί της μαρξικής θεωρίας περί κομμουνισμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, όταν από τη σκοπιά του μαρξισμού επιχειρείται η διερεύνηση της κοινωνικής φύσης του σοβιετικού καθεστώτος. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος της άμεσης αντιπαραβολής μιας γενικής πρόβλεψης και ενός τελικού σκοπού με μια συγκεκριμένη, πρώιμη φάση ανάπτυξης της νέας κοινωνίας, η οποία φάση διακρίνεται από ιδιομορφίες και αντιφάσεις που καμία θεωρία εκ των προτέρων δεν μπορούσε να προβλέψει. Ούτε, άλλωστε, οι επιθυμίες και στόχοι των ανθρώπων που οικοδομούν τη νέα κοινωνία είναι δυνατό να συμπέσουν απόλυτα με τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους. Όπως επισημαίνει ο Ε.Μπιτσάκης, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Φ. Ένγκελς, «Μέσα από τη σύγκρουση μιας απειρίας αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, η ιστορία ήτανε πάντα “κάτι που κανείς δεν το θέλησε”»8. Η κάθε νέα αναπτυσσόμενη πραγματικότητα διακρίνεται από πλήθος πρωτοφανών δεδομένων και απρόβλεπτων καταστάσεων που αναπόφευκτα διαφοροποιούν τις όποιες ανθρώπινες προβλέψεις και στόχους. Το ίδιο ισχύει και για το συγκεκριμένο εγχείρημα οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, το οποίο αποκάλυψε πολλές διαφοροποιήσεις και «αποκλίσεις» από τις μαρξικές επισημάνσεις περί κομμουνιστικής κοινωνίας.

      Μια πολύ σημαντική «απόκλιση» ήταν η εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος στην καθυστερημένη Ρωσία και όχι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης. Το εκ πρώτης όψεως ιστορικό παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι η σοσιαλιστική επανάσταση νίκησε εκεί όπου υπήρχαν οι λιγότερες συγκριτικά δυνατότητες οικοδόμησης του κομμουνισμού και ηττήθηκε ή δεν εκδηλώθηκε καν εκεί όπου οι συν-θήκες ήταν περισσότερο ώριμες για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης ανέμεναν την επαναστατική ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας στη Δύση, πιστεύοντας ότι η Σοβιετική Ρωσία δε θα παραμείνει για πολύ η πρωτοπορία της παγκόσμιας επανάστασης αλλά θα ακολουθήσει ως ουραγός την πορεία πιο ανεπτυγμένων σοσιαλιστικών κρατών, λαμβάνοντας από αυτά την απαραίτητη βοήθεια. Το παράδοξο όμως αυτό της Οκτωβριανής Επανάστασης απεδείχθη ο κανόνας των πρώτων σοσιαλιστικών επαναστάσεων: η πορεία της παγκόσμιας επανάστασης κατευθύνθηκε προς τους ασθενείς κρίκους του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με αποτέλεσμα τα πρώτα στην ιστορία σοσιαλιστικά καθεστώτα να εγκαθιδρυθούν όχι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αλλά σε χώρες με επίπεδο ανάπτυξης κατά κανόνα κατώτερο ακόμη και του αντίστοιχου της ΕΣΣΔ (π.χ. στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, εξαιρουμένης της Αν.Γερμανίας και της Τσεχοσλοβακίας, στην Κίνα, στη Β.Κορέα, στο Βιετνάμ, στην Κούβα). Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η ΕΣΣΔ σε σχέση με τις παραπάνω χώρες όχι μόνο δεν αποτελούσε τον ουραγό των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών στον κόσμο, αλλά αντιθέτως, ήταν το κύριο πρότυπο και στήριγμά τους.

      Άλλες απρόσμενες «αποκλίσεις» ήταν η διατήρηση σε μεγάλο βαθμό των εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων, παρά τις προσδοκίες για γρήγορη εξάλειψή τους, αλλά και η εμφάνιση σκιώδους οικονομίας, την οποία αδυνατούσε να παρακολουθήσει και να ελέγξει ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός. Δυσάρεστη, επίσης, έκπληξη αποτέλεσε η τεράστια γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κράτους και η αδυναμία της σοσιαλιστικής κοινωνίας να επιτύχει το σταδιακό μαρασμό του. Όπως είναι φυσικό, οι αναφερθείσες ιδιομορφίες δημιουργούν αρκετές αμφιβολίες αναφορικά με το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύονται σημαντικά από το γεγονός της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η οποία σηματοδοτεί την τελική αποτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος.

      Μια αρκετά διαδεδομένη αντίδραση στα παραπάνω γεγονότα είναι η προσπάθεια αποσύνδεσης των κοινωνικών μετασχηματισμών στις εν λόγω χώρες από το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό ιδεώδες .Αναφερόμαστε σε οπαδούς αυτού του ιδεώδους οι οποίοι, όπως είπε κάποτε ο Α.Σαφ, «αρνούμενοι τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα των χωρών του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, αναζητούν μια ηθική σωτηρία.»9. Προκειμένου να μην αμαυρωθεί το σοσιαλιστικό ιδεώδες από τις αποτυχίες, τις «παραμορφώσεις» και την τελική ήττα, προτιμάται η άρνηση κάθε σχέσης του σοσιαλισμού με τα κράτη αυτά .Έτσι οι εκπρόσωποι αυτής της άποψης αναζητούν άλλους - πλην του σοσιαλιστικού - ορισμούς των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων, όπως «κρατικός καπιταλισμός», «γραφειοκρατικό εκμεταλλευτικό σύστημα», «ανατολική δεσποτεία» κλπ.

      Τι απομένει όμως από το σοσιαλιστικό ιδεώδες όταν αυτό αποσπάται από τα εγχειρήματα υλοποίησής του; Και κατά πόσο, άραγε, είναι αληθές ένα ιδεώδες όταν διατηρείται καθαρό, απαλλαγμένο από κάθε παραμόρφωση της ιστορικής εμπειρίας; Προφανώς οι οπαδοί του καθαρού σοσιαλισμού δεν αντιλαμβάνονται ότι κάθε αληθής, πραγματοποιήσιμος σκοπός τη στιγμή που υλοποιείται υφίσταται αναπόφευκτα σχετική τροποποίηση - «παραμόρφωση». Σύμφωνα με μιαν άλλη επισήμανση του Α.Σαφ «Το να ξεγράφει κανείς απλώς τις σοσιαλιστικές χώρες, μην ονομάζοντάς τες σοσιαλιστικές, ικανοποιεί ίσως την αίσθησή του ότι υπερασπίζεται την “καθαρότητα” του σοσιαλισμού· η υπόθεση όμως δεν εξυπηρετείται με το να παραβλέπεται το ότι μπορεί αυτή ακριβώς να είναι η όψη του σοσιαλισμού όπως παρουσιάζεται σήμερα στην πράξη και όχι απλώς το ιδεώδες.»10 .

      Όσον αφορά τη κοινωνική φύση του σοβιετικού και των άλλων συναφών με αυτό καθεστώτων είναι αναγκαίο να ληφθεί υπ’ όψιν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, ότι, δηλαδή, μέχρι την ανατροπή τους η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής παρέμενε κοινωνική - κρατική και οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν, ως επί το πλείστον, με σχεδιοποιημένο τρόπο. Μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας λειτούργησε και αναπτύχθηκε σχεδιοποιημένα – σκοποκατευθυνόμενα ένας τέτοιος τεράστιος οικονομικός οργανισμός. Για πρώτη, επίσης, φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε καταργηθεί η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, είχε καταργηθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεμονωμένων παραγωγών και η παραγωγική δραστηριότητα της κοινωνίας συντελούταν κυρίως μέσα από συλλογικές ρυθμίσεις, στο όνομα συλλογικών συμφερόντων.

      Είναι, επίσης, απαραίτητο να ληφθούν υπ’ όψιν οι μεγάλες, πρωτόγνωρες στην ιστορία, κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Οι σοβιετικοί εργαζόμενοι απολάμβαναν το κατοχυρωμένο από τη σοβιετική εξουσία δικαίωμα στην εργασία. Στη χώρα για δεκαετίες είχε εξαλειφθεί η ανεργία και μαζί της η αβεβαιότητα και το άγχος για το μέλλον, η οικονομική εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Απολάμβαναν, ακόμη, ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το δικαίωμα στη μόρφωση και στην πολιτισμική ανάπτυξη11. Στη χώρα είχε αναπτυχθεί ένα τεράστιο δίκτυο κέντρων αναψυχής και διακοπών, μορφωτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των εργαζομένων. Υπό την αιγίδα μόνο των σοβιετικών συνδικάτων λειτουργούσαν 3.000 κέντρα διακοπών, 23.000 λέσχες και μέγαρα πολιτισμού, 17.000 λαϊκά πανεπιστήμια, 19.000 βιβλιοθήκες, 6 ερευνητικά κέντρα και 2 ΑΕΙ12. Το 1986 στην ΕΣΣΔ λειτουργούσαν 92.000 παιδικές κατασκηνώσεις διαφόρων ειδών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους υποδέχθηκαν περίπου 30 εκ. παιδιά. Ας σημειώσουμε, επίσης, ότι οι 140.000 βρεφονηπιακοί σταθμοί της ΕΣΣΔ που φιλοξενούσαν 16 εκ. παιδιά προσχολικής ηλικίας, το κόστος λειτουργίας των οποίων κατά 80% κάλυπτε το κράτος, είναι ενδεικτικό στοιχείο των προσπαθειών της σοβιετικής εξουσίας να προστατεύσει τα δικαιώματα της μητέρας και του παιδιού, να υλοποιήσει το δικαίωμα της γυναίκας στην κοινωνική εργασία .

      Έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός αγαθών και υπηρεσιών (αρκετά είδη διατροφής και παιδικά προϊόντα, τα κρατικά διαμερίσματα, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, οι υπηρεσίες αστικών συγκοινωνιών κλπ) παρέχονταν στους σοβιετικούς πολίτες σε εξαιρετικά χαμηλές έως και συμβολικές τιμές. Το κόστος παραγωγής αυτών των προϊόντων και αγαθών κάλυπτε, σε σημαντικό βαθμό, το σοβιετικό κράτος μέσω επιδοτήσεων προς τους παραγωγούς από τους κρατικούς πόρους .Η παροχή αυτών των αγαθών στον κάθε πολίτη δεν εξαρτώταν πλέον, άμεσα, από την εργασία που αυτός πρόσφερε στην κοινωνία και το μισθό που έπαιρνε ως αντάλλαγμα, αλλά από την κυρίαρχη αντίληψη για τις πρωταρχικές-θεμελιώδεις ανάγκες που είχε ο ίδιος ως μέλος της σοβιετικής κοινωνίας. Επρόκειτο, δηλαδή, για τη διανομή μέρους του κοινωνικού προϊόντος όχι με βάση την προσφερόμενη εργασία αλλά με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων.

      Άποψή μας είναι, λοιπόν, ότι τα παραπάνω στοιχεία όχι μόνο περιγράφουν ένα καθεστώς ποιοτικά διαφορετικό απ’ όλους του προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς, αλλά προσιδιάζουν σε πτυχές της κομμουνιστικής κοινωνίας. Όσον αφορά τη διατήρηση του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, της γραφειοκρατίας, των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων, πιστεύουμε ότι τα φαινόμενα αυτά είναι δηλωτικά ενός μη ανεπτυγμένου - πρώιμου κομμουνισμού, ενός κομμουνισμού που βρίσκεται στο στάδιο της διαμόρφωσης. Ως πρώιμος κομμουνισμός, ως καθεστώς που συνιστά πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού και που ακόμη δεν έχει μετασχηματίσει την κληρονομημένη από το παρελθόν υλική βάση και δεν έχει υπερβεί τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται με την βάση αυτή, το σοσιαλιστικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ ήταν αναπόφευκτα ευάλωτο στην ισχυρή «παραμορφωτική» επίδραση-αντίδραση του κληρονομημένου –μη μετασχηματισμένου παρελθόντος. Πόσο μάλλον που το εύρος των σοσιαλιστικών αλλαγών περιοριζόταν στο μικρότερο μέρος του πλανήτη συγκριτικά με αυτό του παγκοσμίου καπιταλιστικού συστήματος. Σ’ αυτό λοιπόν το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν αυτή ακόμη απέχει παρασάγγας από τον πλήρη μετασχηματισμό του ιστορικού παρελθόντος της ανθρωπότητας, αυτό το ιστορικό παρελθόν βαραίνει σημαντικά πάνω στην πορεία της κοινωνικής προόδου, ενώ διατηρείται μια μεγάλη δυνατότητα και πιθανότητα ανακοπής αυτής της πορείας.

      Ως ιστορικό προηγούμενο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την πρωταρχική εμφάνιση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων το 14ο αιώνα στις πόλεις–κράτη και στην ύπαιθρο της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας. Η εμφάνιση και εξάπλωση της σχέσης μισθωτής εργασίας – κεφαλαίου επέφερε οικονομική και πνευματική άνθιση σε πόλεις όπως η Φλωρεντία, η Μπολόνια, η Περούτζια, η Σιένα κ.α. Αυτή όμως η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε εκτεταμένο μετασχηματισμό των φεουδαρχικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες παρέμεναν κυρίαρχες στην Ιταλία. Έτσι στα τέλη του 15ου αιώνα τα κέντρα του πρώιμου καπιταλισμού περιήλθαν σε κατάσταση οικονομικής παρακμής, με παράλληλη επανάκαμψη των φεουδαρχικών σχέσεων στην ύπαιθρο.

      Την πρωταρχική εμφάνιση του καπιταλισμού ακολούθησε η παλινόρθωση της φεουδαρχίας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες όπου για πρώτη φορά εμφανίστηκαν οι σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι το εγχείρημα του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν αφορά απλά τη μετάβαση από ένα κοινωνικό σχηματισμό σε ένα άλλο (όπως ήταν, για παράδειγμα, η μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία), αλλά αφορά το μετασχηματισμό του χαρακτήρα όλων των προηγούμενων κοινωνικών σχέσεων, όλου του προηγούμενου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται δηλαδή για ένα εγχείρημα που ως προς το εύρος, το βάθος και τη δυσκολία των μετασχηματισμών δε συγκρίνεται με καμία κοινωνική αλλαγή και μετάβαση του παρελθόντος.

      Αν τώρα, ως υπόθεση εργασίας, δεχθούμε ότι το σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν σοσιαλιστικό, τότε θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα: ποιο εναλλακτικό καθεστώς, που θα επιθυμούσε να ονομάζεται σοσιαλιστικό, μπορούσε να εγκαθιδρυθεί στην ΕΣΣΔ χωρίς να υιοθετήσει τη σοβιετική κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις προαναφερθείσες κατακτήσεις των εργαζομένων; Τι είδους σοσιαλισμός θα μπορούσε άραγε να αναπτυχθεί στη Σοβιετική Ένωση, στις συγκεκριμένες ιστορικές – υλικοτεχνικές συνθήκες, που να μη στηρίζεται στην κρατικοποίηση και την κρατική σχεδιοποίηση της παραγωγής, με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες και αντιθέσεις (συμπεριλαμβανομένου και του γραφειοκρατικού φαινομένου), δεδομένου του μη ώριμου κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας;

      Φρονούμε ότι κανένα σοσιαλιστικό καθεστώς δε θα ήταν δυνατό να υπάρξει στις κοινωνίες των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» χωρίς να διακρίνεται από τα στοιχεία και τις αντιφάσεις που περιγράψαμε σ’ αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στις εν λόγω χώρες δεν αποτελεί μια παρέκκλιση από κάποιο «ορθό» μοντέλο - πρότυπο σοσιαλισμού, αλλά ούτε και παραμόρφωση - εκφυλισμό αυτού του καθαρού προτύπου, παρά αποτελεί αναπόφευκτο στοιχείο του πρώτου, σοσιαλιστικού, σταδίου της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αποτελεί, δηλαδή, όπως άλλωστε και οι εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις, μέρος των αντιθέσεων του πρώιμου κομμουνισμού. Κατά τη γνώμη μας, τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα στα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνιστούν μοναδική και γι’ αυτό πολύτιμη αποκάλυψη των πραγματικών δυνατοτήτων, δυσκολιών, αντιφάσεων ενός σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στα πλαίσια των ιστορικό-κοινωνικών δεδομένων του 20 ου αιώνα.

      Δεν μπορούμε βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δημιουργεί αρκετές αμφιβολίες σχετικά με το εφικτό μιας κομμουνιστικής προοπτικής της κοινωνίας. Το ερώτημα, κατά πόσο το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πραγματοποιήσιμο στην εποχή μας, δεν μπορεί να απαντηθεί με την υπόδειξη κάποιων «χαλύβδινων» νομοτελειών της ιστορίας που οδηγούν αυτομάτως στον κομμουνισμό. Η δραματική εμπειρία της ΕΣΣΔ αποδεικνύει περίτρανα ότι η επανάπαυση στους αυτοματισμούς της ιστορίας οδηγεί κάθε σοσιαλιστικό εγχείρημα σε αποτυχία.

      Μπορούμε όμως να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα διακρίνοντας κάποιες προϋποθέσεις, δυνατότητες, τάσεις που σκιαγραφούν στην εποχή μας μια προοπτική χειραφέτησης της εργασίας. Όσον αφορά την εμφάνιση των προϋποθέσεων του κομμουνισμού στην κεφαλαιοκρατία, οι προϋποθέσεις αυτές σχετίζονται πρωτίστως με τη διαμόρφωση της τεχνικής αναγκαιότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας στη βάση της μηχανοποιημένης παραγωγής. Η αναγκαιότητα αυτή συνιστά μιαν αντίφαση προς την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η εν λόγω αντίφαση αποτελεί την ουσιώδη αντίφαση της κεφαλαιοκρατίας και μπορεί να λυθεί μόνο στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής στην κλίμακα όλης της ανθρωπότητας. Εδώ έγκειται ο νομοτελειακός χαρακτήρας του κομμουνισμού. Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι με τον όρο νομοτελειακός δεν εννοούμε φαταλιστικός, κάτι δηλαδή που αναπόφευκτα θα συμβεί. Ως κοινωνική νομοτέλεια θεωρούμε την κύρια τάση κοινωνικής εξέλιξης που διαγράφει η δυναμική διαμόρφωσης και επίλυσης της ουσιώδους αντίφασης της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η ουσιώδης αντίφαση (εν προκειμένω η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) θα επιλυθεί οπωσδήποτε. Μια πιθανή προοπτική είναι η καταστροφή των πτυχών της αντίθεσης και της αντίθεσης καθεαυτής. Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο περί νομοτελειακού χαρακτήρα του κομμουνισμού εννοούμε ότι η επίλυση - άρση της ουσιώδους αντίφασης του καπιταλισμού, εφόσον κάτι τέτοιο είναι πιθανό να συμβεί, συνεπάγεται αναπόφευκτα την κοινωνικοποίηση και τη συλλογική - κοινωνική διαχείριση των μέσων παραγωγής, τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

      Στη Σοβιετική Ένωση το σοσιαλιστικό καθεστώς αναπτύχθηκε στη βάση της εκμηχανισμένης παραγωγής, ενώ σημαντικό παρέμενε το μέγεθος της χειρωνακτικής εργασίας. Η υλική βάση του σοσιαλιστικού καθεστώτος δεν υπερέβαινε την αντίστοιχη υλική βάση του ώριμου καπιταλισμού. Κυρίαρχη ήταν η τυπική κοινωνικοποίηση - η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής. Αναπόφευκτα διατηρούταν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, όντας όμως ενταγμένες σ’ ένα πλαίσιο σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της παραγωγικής δραστηριότητας. Ο διοικητικός δε μηχανισμός είχε, εν πολλοίς, γραφειοκρατικό χαρακτήρα: παράλληλα με τη διαχείριση παραγωγικών διαδικασιών διατηρούταν η διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο.

      Στα τέλη τη δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60 στην ΕΣΣΔ άρχισε η διαδικασία δημιουργίας υλικοτεχνικής βάσης αντίστοιχης του ώριμου κομμουνισμού: άρχισε η αυτοματοποίηση της παραγωγής και παράλληλα η μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων. Παρά όμως τα συγκεκριμένα βήματα που έγιναν, όπως η αυτοματοποίηση γραμμών και τμημάτων παραγωγής, η παραγωγή και χρήση ρομπότ καθώς και η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, η διαδικασία αυτή προχωρούσε με βραδείς ρυθμούς, χωρίς τον απαραίτητο στρατηγικό σχεδιασμό και την δέουσα αλλαγή - αναπροσαρμογή των σχέσεων παραγωγής. Παράλληλα άρχισαν να οξύνονται οι εσωτερικές αντιθέσεις της ΕΣΣΔ που οδήγησαν τελικά στη νίκη της αντεπανάστασης και στην ανακοπή της οικοδόμησης του κομμουνισμού.

        Την ίδια περίοδο σημαντικές αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία συντελέσθηκαν (και συντελούνται) στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μάλιστα με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι στις σοσιαλιστικές. Οι αλλαγές αυτές που έλαβαν τη γενική ονομασία «Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση» τείνουν να αλλάξουν ριζικά το περιεχόμενο και τις μορφές της παραγωγικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Επειδή πρόκειται για φαινόμενο που, στην ουσία, συνδέεται με την εμβάθυνση - ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας θα θέλαμε να σταθούμε σ’ αυτό ιδιαίτερα .Έτσι θα απαντήσουμε και στο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα χειραφέτησης της εργασίας στην εποχή μας. Διευκρινίζουμε ότι με τον όρο χειραφέτηση της εργασίας εννοούμε την απελευθέρωση της εργασίας από κάθε οικονομικό και διοικητικό -γραφειοκρατικό καταναγκασμό, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας, τη μετατροπή αυτής σε ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα, σε αυτοσκοπό. Εδώ πρόκειται να κάνουμε λόγο για μερικές μόνο βασικές παραμέτρους του φαινομένου της Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης που σκιαγραφούν μια χειραφετική δυνατότητα και προοπτική για την ανθρώπινη εργασία.

Θεμελιώδες στοιχείο της Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης (ο όρος ανήκει στον άγγλο φυσικό και θεωρητικό της επιστήμης Τζων Μπέρναλ) είναι η μετατροπή της επιστημονικής έρευνας και γνώσης σε καθοριστικό μέσο για τη συνεχή επαναστατικοποίηση - για τη συνεχή ποιοτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Κυρίαρχη τάση στην παραγωγική διαδικασία καθίσταται η αυτοματοποίηση της παραγωγής, η μετατροπή της παραγωγής σε μιαν αδιάλειπτη διαδικασία υπό τον έλεγχο του ανθρώπου χωρίς τη χρησιμοποίηση φυσικής εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγική διαδικασία ρυθμίζεται αυτόματα από ειδικά μέσα και μηχανισμούς οι οποίοι μπορούν να διορθώνουν τις πιθανές αποκλίσεις και σφάλματα. Η αυτοματοποίηση συνεπάγεται λοιπόν τη μετατροπή της παραγωγής σε μια φυσικοτεχνική διαδικασία, τον ανώτατο έλεγχο της οποίας ασκούν οι άνθρωποι, χωρίς όμως οι ίδιοι να εμπλέκονται άμεσα σε φυσικές παραγωγικές ενέργειες.

Στην αυτοματοποίηση της παραγωγής καθοριστικό ρόλο παίζει η ένταξη στην παραγωγική αλυσίδα τεχνολογιών πληροφορικής -ηλεκτρονικών συστημάτων, τα οποία πραγματοποιούν μιαν αδιάλειπτη παρακολούθηση, έλεγχο και ρύθμιση των μερών της αλυσίδας. Έτσι, διαμορφώνεται μια αμφίδρομη σχέση -ανατροφοδότηση μεταξύ των τμημάτων του παραγωγικού μηχανισμού. Τα ηλεκτρονικά αυτά συστήματα επιτρέπουν την απρόσκοπτη προσαρμογή και επαναπροσαρμογή της παραγωγικής αλυσίδας σε συνεχώς διαφοροποιούμενους όρους και κατευθύνσεις της παραγωγικής δραστηριότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η σταθερότητα, ο αδιάλειπτος χαρακτήρας και η ευελιξία της παραγωγής. Στις ανεπτυγμένες μορφές αυτοματοποίησης (πλήρως αυτοματοποιημένες μονάδες παραγωγής) η παρακολούθηση και διαχείριση του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας γίνεται πλέον μέσω αυτόματων συστημάτων.

        Μπορούμε να πούμε ότι η αυτοματοποίηση της παραγωγής αποτελεί ένα συνδυασμό αυτόματων μηχανισμών και ηλεκτρονικών μέσων συλλογής πληροφοριών, ανάλυσης δεδομένων, παροχής εντολών. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μέσω ηλεκτρονικών δικτύων μπορούν να παρακολουθούν και να συγχρονίζουν τεράστια και εξαιρετικά περίπλοκα παραγωγικά συγκροτήματα, ευρισκόμενα ακόμη και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν και διορθώνουν, στα πλαίσια φάσματος προγραμματισμένων δυνατοτήτων, απρόβλεπτες καταστάσεις και λάθη. Εν δυνάμει, τα εν λόγω μέσα είναι σε θέση να συνενώσουν με ηλεκτρονικό τρόπο το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας, παρέχοντας τη δυνατότητα καθολικής παρακολούθησης και ελέγχου της παραγωγής καθώς και τη δυνατότητα καθολικής πρόσβασης στα μέρη του παραγωγικού οργανισμού, ώστε οι άνθρωποι να παρεμβαίνουν και να ρυθμίζουν το οποιοδήποτε σημείο της παραγωγικής διαδικασίας.

      Σημαντικό, επίσης, στοιχείο στην αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι η εισαγωγή ρομπότ στην παραγωγική αλυσίδα. Τα ρομπότ αποτελούν ευκίνητους μηχανισμούς πολλαπλών δυνατοτήτων και χρήσεων, τα εργαλειακά μέρη των οποίων λειτουργούν με τρόπο παρόμοιο με του ανθρώπινου χεριού. Εξοπλισμένα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αισθητήρες και συστήματα τηλεκίνησης τα ρομπότ αντικαθιστούν πλέον τον άνθρωπο, αφενός μεν, σε μια πληθώρα βαριών, ανθυγιεινών ή ανιαρών - μονότονων χειρωνακτικών εργασιών (εργασιών φορτοεκφόρτωσης, μεταφοράς, τροφοδοσίας μηχανής, συναρμολόγησης κλπ), αφετέρου δε, σε μια σειρά δραστηριοτήτων άμεσης επίβλεψης, παρακολούθησης και ρυθμιστικής παρέμβασης (εντοπισμού και διόρθωσης αποκλίσεων, αλλαγής προγράμματος των μηχανών, εγκατάστασης ή αλλαγής εξαρτημάτων κλπ).

      Μια από τις σπουδαιότερες παραμέτρους της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης είναι η ανακάλυψη και μελέτη βαθύτερων δομών του υλικού μικρόκοσμου κάτι που επαναστατικοποιεί όλους τους κλάδους των φυσικών επιστημών. Το γεγονός αυτό έχει και άμεσες παραγωγικές συνέπειες αφού οδηγεί στη χρήση νέων πηγών ενέργειας αλλά και στη χημικοποίηση της παραγωγής, στην παραγωγή τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτοματοποίησης της παραγωγής αρκετές μηχανικές διαδικασίες και λειτουργίες αντικαθίστανται από χημικές - από χημικές αντιδράσεις. Παράλληλα διαφαίνεται η δυνατότητα για μια παραγωγική δραστηριότητα βιολογικού χαρακτήρα μέσω της χρήσης της οργανικής ύλης σε παραγωγικές διαδικασίες (βιοτεχνολογίες).

      Στην πορεία αυτοματοποίησης της παραγωγής η εργασία που συνδέεται με τον άμεσο χειρισμό των μέσων παραγωγής αρχίζει να εξαφανίζεται ενώ κυρίαρχο ρόλο αρχίζει να παίζει η εργασία για το σχεδιασμό και τη διεύθυνση των μέσων παραγωγής. Στα πλαίσια αυτά η επιστημονική εργασία γίνεται παραγωγική δύναμη. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις επιφέρουν πλέον ταχύτατες αλλαγές στην τεχνική και στην τεχνολογία της παραγωγής. Η τεχνική και η παραγωγή δεν μπορούν να αναπτύσσονται αποτελεσματικά χωρίς τη διαρκή αλληλοσχέση με την επιστημονική έρευνα. Αλλά και η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτύσσεται χωρίς να στηρίζεται στα δεδομένα της σύγχρονης τεχνικής και παραγωγής. Η επιστήμη, η τεχνική και η παραγωγή αποτελούν πλέον εσωτερικά συνυφασμένα μέρη ενός ενιαίου συστήματος, όπου όχι μόνο η επιστήμη καθίσταται άμεση παραγωγική δύναμη αλλά και η παραγωγή καθίσταται «τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης»13.

      Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι η χρήση των υπολογιστών και της πληροφορικής αλλάζει ριζικά το χαρακτήρα της επιστημονικής έρευνας. Οι ερευνητές αποκτούν τη δυνατότητα επεξεργασίας και αξιοποίησης τεράστιου αριθμού δεδομένων. Παράλληλα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές επιτρέπουν την εικονική αναπαράσταση και παρακολούθηση, με μεγάλη πιστότητα προσομοίωσης, πειραματικών εγχειρημάτων και διαδικασιών, ώστε να μελετώνται φαινόμενα η πειραματική αναπαράσταση των οποίων σε φυσικά μεγέθη είναι είτε αδύνατη είτε εξαιρετικά δύσκολη. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι υπολογιστές και γενικά οι τεχνολογίες πληροφορικής μειώνουν σημαντικά την απόσταση μεταξύ επιστημονικής υπόθεσης και επιστημονικής ανακάλυψης, ενώ στην εφαρμοσμένη έρευνα μειώνουν τη διαφορά μεταξύ των επιθυμητών στοιχείων - ιδιοτήτων του σχεδιαζόμενου προϊόντος, από τη μια μεριά, και του τελικού αποτελέσματος, από την άλλη. Μπορούμε να πούμε ότι τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και η πληροφορική μειώνουν στο ελάχιστο τη διαφορά μεταξύ των παραγωγικών στόχων της κοινωνίας και των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Αυτό συμβάλλει τα μέγιστα στη διαμόρφωση της δυνατότητας ενός εξαιρετικά αξιόπιστου και αποτελεσματικού σχεδιασμού της παραγωγικής δραστηριότητας.

      Οι τεράστιες αλλαγές που επιφέρει στην παραγωγική διαδικασία η επιστημονικοτεχνική επανάσταση αλλάζουν ριζικά τη θέση του ανθρώπου στην παραγωγή, το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της εργασίας του. Ο άνθρωπος αντί να υπηρετεί τις μηχανές ασχολείται πλέον με τον προγραμματισμό και την επιτήρηση αυτοματοποιημένων συστημάτων παραγωγής. Ο εργαζόμενος όλο και περισσότερο παύει να αποτελεί άμεσο, φυσικό παράγοντα της παραγωγικής διαδικασίας. Η εργασία του γίνεται κυρίως διανοητική και προσανατολίζεται στην προετοιμασία της παραγωγής ,στην τεχνική διοίκηση, στο σχεδιασμό και στην έρευνα. Σύμφωνα με τη μεγαλοφυή μαρξική πρόβλεψη «…παύει μ’ αυτή την ανάπτυξη η άμεση εργασία να αποτελεί τέτοια βάση της παραγωγής, από τη μια μεριά γιατί γίνεται πιο πολύ εποπτική και ρυθμιστική δραστηριότητα · αλλά επίσης και επειδή το προϊόν παύει να είναι προϊόν της μεμονωμένης άμεσης εργασίας και σαν παραγωγός εμφανίζεται, αντίθετα, ο συνδυασμός της κοινωνικής δραστηριότητας.»14.

      Η μετατροπή της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη οδηγεί στην εξάλειψη του διαχωρισμού μεταξύ της παραγωγής γνώσεων και της υλικής παραγωγής αφού οι εργαζόμενοι γίνονται πλέον φορείς και δημιουργοί επιστημονικών γνώσεων. Αυτό σηματοδοτεί μια τάση υπέρβασης της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και φυσικής εργασίας καθώς και υπέρβασης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας εν γένει. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η εργασία που αποσκοπεί στην παραγωγή γνώσεων - η επιστημονική εργασία έχει κατεξοχήν ερευνητικό χαρακτήρα και δημιουργικό περιεχόμενο και απαιτεί τη διαρκή και πολύπλευρη ανάπτυξη των γνώσεων και των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Ως συνέπεια των εν λόγω αλλαγών η εργασία αρχίζει να μετατρέπεται σε εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου, σε αυτοσκοπό.

      Είναι σημαντικό να αναφερθεί εδώ ότι η επιστημονική εργασία, ως δραστηριότητα παραγωγής και ανταλλαγής γνώσεων, έχει εκ φύσεως κοινωνικό χαρακτήρα, αφού γίνεται με μέσα (γλώσσα, σύμβολα, κεκτημένες γνώσεις) τα οποία αποτελούν συλλογικό δημιούργημα και απόκτημα της ανθρωπότητας, καθολικό μέσο ύπαρξης των ανθρώπων. Ο Κ.Μαρξ ονομάζει την επιστημονική εργασία, όλες τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, «καθολική εργασία» (Allgemeine Arbeit), προϋπόθεση της οποίας «αποτελεί, ενμέρει, η συνεργασία με ζώντες, ενμέρει η χρησιμοποίηση των εργασιών των προγόνων»15. Η επιστημονική εργασία αναπτύσσεται μόνο μέσω της ελεύθερης διακίνησης - διάδοσης των «προϊόντων» της, των γνώσεων. Η διακίνηση όμως αυτή δεν αποξενώνει το προϊόν της εργασίας από τους παραγωγούς του: η χρήση - «κατανάλωση» των επιστημονικών γνώσεων τις μετατρέπει σε συλλογικό επίτευγμα – κεκτημένο της ανθρωπότητας, ενώ, ταυτόχρονα, παραμένουν κτήμα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Ο τρόπος παραγωγής, λοιπόν, που στηρίζεται, κατεξοχήν, στην παραγωγή γνώσεων καθιστά εφικτή την άρση της αποξένωσης των παραγωγών από τα προϊόντα της εργασίας τους.

      Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η προοπτική κατάργησης της άμεσης – φυσικής εργασίας σηματοδοτεί την προοπτική κατάργησης των εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων. Η εργασία των ξεχωριστών εργαζομένων, όταν αυτή καθίσταται ως επί το πλείστον επιστημονική - καθολική εργασία, δεν μπορεί πλέον να μετρηθεί, αφού συμμετέχει στη συλλογική εργασιακή προσπάθεια όχι μέσω της ανταλλαγής ξεχωριστών - επί μέρους εργασιακών αποτελεσμάτων αλλά ως οργανικά ενσωματωμένη στην ενιαία καθολική – επιστημονική εργασία της ανθρωπότητας και ως οργανικό μέρος ενός ενιαίου εργασιακού αποτελέσματος: «Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει - αναγκαστικά - ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης»16.

      Όπως αναφέρθηκε η χρήση των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων συλλογής, επεξεργασίας, αποθήκευσης και διάδοσης πληροφοριών δίνει στους ανθρώπους δυνατότητες καθολικής πρόσβασης στα μέρη του παραγωγικού οργανισμού της κοινωνίας. Κυρίως, όμως, παρέχει τη δυνατότητα καθολικής σύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Αντί, λοιπόν, ενός κεντρικού κάθετου -ιεραρχικού συστήματος συλλογής πληροφοριών για τα μέρη του συνόλου, δημιουργείται η δυνατότητα ενός οριζόντιου ευέλικτου και ανατροφοδοτούμενου συστήματος ταχύτατης διακίνησης πληροφοριών, όπου το κάθε μέρος (μια παραγωγική μονάδα, μια ομάδα εργαζομένων, ένας καταναλωτικός συνεταιρισμός, το κάθε άτομο ξεχωριστά) λαμβάνει διαρκώς πληροφορίες για το σύνολο, επικοινωνεί και αλληλεπιδρά άμεσα με το καθένα από τα υπόλοιπα μέρη και μπορεί να αναπροσαρμόζεται συνεχώς στις αλλαγές που συμβαίνουν στο σύστημα. Η χρήση των εν λόγω ηλεκτρονικών μέσων δίνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη δυνατότητα άμεσης συνένωσης των μεμονωμένων κρίκων της παραγωγικής αλυσίδας και υπέρβασης, παράλληλα, των φυσικών - χωρικών κενών μεταξύ τους σε ένα ενιαίο και, εν πολλοίς, αυτορυθμιζόμενο σύστημα, σε μιαν ενιαία φυσικο - τεχνική διαδικασία.

      Γίνεται πλέον φανερό από τα προηγούμενα ότι οι αλλαγές στο χαρακτήρα της εργασίας που επιφέρει η επιστημονικοτεχνική επανάσταση είναι ασύμβατες όχι μόνο με την κεφαλαιοκρατία και την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αλλά και με το γραφειοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας που κυριάρχησε στα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Οι συγκεκριμένες αλλαγές, στο βαθμό που συντελούνται και ολοκληρώνονται, καθιστούν εφικτή τη μετάβαση από την τυπική στην ουσιώδη και αυθεντική κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Παράλληλα καθιστούν την αυτοδιαχειριστική δραστηριότητα των ανθρώπων όχι μόνο δυνατή αλλά και αναγκαία για τη διατήρηση και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής παραγωγής συνολικά. Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται όχι μόνο διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την πολύπλευρη ανάπτυξη όλων των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, αλλά καθιστούν κάτι τέτοιο αναγκαίο, προκειμένου οι άνθρωποι, τα υποκείμενα της παραγωγής, να είναι σε θέση να ελέγξουν και να διευθύνουν τις δυνάμεις αυτές. Επίσης, αναγκαία καθίσταται η συνένωση των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να γίνει εφικτή η συλλογική, παγκοσμίου επιπέδου, διαχείριση των νέων παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες είναι παγκόσμιας εμβέλειας και με παγκόσμιες συνέπειες από τη λειτουργία τους.

      Μέσα, λοιπόν, από αυτό το νέο χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής που τείνει να διαμορφωθεί θα πρέπει να εκτιμήσουμε τις δυνατότητες και τις προοπτικές ενός σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην εποχή μας. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναπόφευκτα ουτοπικά εκείνα τα θεωρητικά σχήματα που φαντάζονται τη σοσιαλιστική προοπτική σαν μια επανάληψη κάποιων «ένδοξων» περιόδων και «καταξιωμένων» μεθόδων σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην πρώην ΕΣΣΔ ή σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Αυτά τα σχήματα είναι προσανατολισμένα στο παρελθόν και εξ ορισμού καταδικασμένα στις ήττες του παρελθόντος. Αντιθέτως, πιστεύουμε ότι οι αντιφάσεις και τα προβλήματα που γνώρισε ο πρώιμος σοσιαλισμός, συμπεριλαμβανομένου και του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της εργατικής εξουσίας, θα αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά σ’ ένα μελλοντικό σοσιαλιστικό εγχείρημα μόνο στο βαθμό κατανόησης και σκόπιμης αξιοποίησης των νέων δυνατοτήτων για μια ουσιώδη -αυθεντική κοινωνικοποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Ειδάλλως, ένα αίτημα χειραφέτησης της εργασίας που δε θα στηρίζεται στην επισήμανση των δυνατοτήτων ριζικού μετασχηματισμού των όρων της εργασίας και άρσης τελικά του υποδουλωτικού της χαρακτήρα θα παραμένει, μοιραία, ουτοπικό ιδεώδες.

      Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε, εν κατακλείδι, ότι η απότοκη της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας αποτελεί μεν μια κυρίαρχη τάση στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες πλην όμως η τάση αυτή είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί στα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Πιθανή ολοκλήρωση αυτής της τάσης στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας θα σήμαινε την απόλυτη εκτόπιση της ζωντανής εργασίας από τη παραγωγή, τον αυτόματο μηδενισμό του ποσοστού του κέρδους και συνεπώς την αυτοκαταστροφή του καπιταλισμού, κάτι που φαίνεται αδύνατο. Παράλληλα με την τάση ολοκλήρωσης των καπιταλιστικών οικονομιών, παρατηρούμε την αναπαραγωγή, σε αύξουσα κλίμακα, του ανταγωνισμού μεταξύ των επιμέρους εμπορευματοπαραγωγών καθώς και την αναπαραγωγή της αποξένωσης των επιμέρους παραγωγικών δυνάμεων.

      Όσο περισσότερο ωριμάζει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας τόσο περισσότερο οξύνεται η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι τεράστιες - παγκοσμίου χαρακτήρα και εμβέλειας παραγωγικές δυνάμεις που γεννά η επιστημονικοτεχνική επανάσταση μετατρέπονται στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας σε μέσα ανταγωνισμού και καταστροφής. Καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού ολόκληρων κρατών, καταστροφής του ανθρώπου ως κύριας παραγωγικής δύναμης, καταστροφής, σε τεράστια –πρωτόγνωρη κλίμακα, του φυσικού περιβάλλοντος.

      Τα παραπάνω συντελούνται σε μια ιστορική συγκυρία όπου η νίκη της κεφαλαιοκρατικής Δύσης επί του σοσιαλιστικού στρατοπέδου –του αντιπάλου δέους, η επακόλουθη παγκοσμιοποίηση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, η παγκόσμια κυριαρχία των πολυεθνικών, συνοδευόμενη από την ολομέτωπη επέλαση του κεφαλαίου σε θεμελιώδη δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων, γεννούν την αυταπάτη του τέλους της ιστορίας, καλλιεργούν τη βεβαιότητα μιας εμπειρικής –καθημερινής συνείδησης για τη μοναδικότητα της καπιταλιστικής προοπτικής. Σ’ αυτή την άχαρη ιστορική συγκυρία του θριάμβου συντηρητικών-αντιδραστικών ιδεών και πρακτικών η ένδοξη και συνάμα τραγική ιστορία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ μας υπενθυμίζει ότι το καπιταλιστικό μέλλον δεν είναι μονόδρομος, ότι από τις αντιθέσεις της κεφαλαιοκρατίας είναι δυνατό να ξεπηδήσει μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία.

      Μπροστά στα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας η θεωρητική αναζήτηση των σύγχρονων δυνατοτήτων και προϋποθέσεων του σοσιαλισμού και συνάμα η νηφάλια αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνιστά υπόθεση στρατηγικής αλλά και υπαρξιακής σημασίας για τις δυνάμεις που επιδιώκουν τη χειραφέτηση της εργασίας. Χωρίς αποτελεσματική σοσιαλιστική στρατηγική δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική σοσιαλιστική πρακτική.

Η υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας και η χειραφέτηση της εργασίας στην πορεία προς την αταξική κοινωνία αποτελούν ζήτημα πανανθρώπινης σπουδαιότητας. Το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα είναι σήμερα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.



1. Πατέλης Δ., «“Κεφάλαιο” του Κ.Μαρξ.»,στο: Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό, τ.3, εκδ. Κ.Καπόπουλος , Αθήνα ,1995, σελ.53.

2. Πατέλης Δ. «Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η συμβολή του Ένγκελς.», Μαρξιστική Επιθεώρηση, τεύχος 1, σελ.87.

3. Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ.21.

4. Ο Φ.Ένγκελς στο Αντι -Ντύρινγκ διατυπώνει την ίδια άποψη, ότι δηλαδή «Από τη στιγμή που η κοινωνία θα πάρει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, παραμερίζεται η εμπορευματική παραγωγή και, συνεπώς η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς». Ένγκελς Φ., Αντι - Ντύρινγκ, εκδ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, 1963 , σελ. 420

5. Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα, όπ., σελ.23.

 

6.Βλ. Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας ,τ.Α΄, εκδ.Στοχαστής, Αθήνα , 1989 , σελ .53-74

7. Βλ. Μαρξ Κ. ,«Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας», στο: Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Έργα, τ.13 , 2-η ρωσ. έκδοση, Μόσχα, 1959 , σελ.8 και Ένγκελς Φ.,Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός ,εκδ.Θεμέλιο, σελ.113

8. Μπιτσάκης Ε., Ένα φάντασμα πλανιέται , εκδ.Στάχυ , Αθήνα, 1992 , σελ.474

9. Σαφ Α., «Είναι οι σοσιαλιστικές χώρες σοσιαλιστικές;», στο: Το παρόν και το μέλλον του σοσιαλισμού ., εκδ. Γλάρος , Αθήνα 1985, σελ.22.

10. Ό.π. , σελ.18

11.Ο M.Danzon (διευθυντής του τμήματος Δημόσιας Υγιεινής και Πρόληψης Ασθε- νειών του Ευρωπαϊκού Γραφείου της Παγκόσμιας ΟργάνωσηςΥγείας) και η P.Poitrinal (ειδική της Δημόσιας Υγιεινής), αναφερόμενοι σε ελαττώματα και πλεονεκτήματα του συστήματος υγείας των ανατολικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κάθεστώτων, αναγνωρίζουν χωρίς ίχνος εξιδανίκευσης ότι «Το ανατολικοευρωπαϊκό σύστημα υγείας, υπό τον απόλυτο συγκεντρωτισμό των αρμοδιοτήτων και τον απόλυτο έλεγχο του κράτους, που κάλυπτε το σύνολο των δαπανών, διασφάλιζε την πλήρη κάλυψη του πληθυσμού.» και ότι «Τηρουμένων όλων των αναλογιών, στην Ανατολική Ευρώπη η υγεία εθεωρείτο πραγματικό δικαίωμα.» Danzon M., Poitrinal P., «Ανατολική Ευρώπη: οικονομισμός εναντίον υγείας», Αφιερώματα της Le Monde diplomatique, Σενάρια για την παγκοσμιοποίηση, τεύχος 13, 1998, σελ. 21.

12. Иоффе Яков, Мы и планета, М., Политиздат, 1988, с. 77. (Ιόφφε Γιάκοφ, Εμείς και ο πλανήτης, Μόσχα, 1988, σελ.77).

13. Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τ.1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978 , σελ.647.

14.Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας,τ.Β΄, ό.π., σελ. 542.

15. Μαρξ Κ. ,Το Κεφάλαιο , τ.3, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα ,1978 , σελ. 135 .Βλ. και Marx, Engels, Werke , Band 25, Dietz Verlag , Berlin , 1984 , σελ. 113-114

16. Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας ,τ.Β΄, ό.π., σελ. 538